[…] σχεδόν κανείς δεν αναφέρεται στον ακατάπαυστο λόγο της κρατικής τηλεόρασης σχετικά με την απειλή που συνιστούν οι «λαθρομετανάστες», οι τοξικοεξαρτημένοι, οι κουκουλοφόροι, οι απεργίες, οι διαδηλώσεις, για την Ελλάδα, την ελληνική οικογένεια, τη δημόσια υγεία, την εθνική οικονομία. Η ασταμάτητη προβολή και υποστήριξη της στρατιωτικής διαχείρισης του πολυεθνικού προλεταριάτου, των επιχειρήσεων «σκούπα» και των στρατοπέδων συγκέντρωσης, δεν υπάγεται στην κατηγορία του «πολιτισμού». Αυτό είναι απλή, καθημερινή ενημέρωση. «Πολιτισμός» είναι ο Κότσιρας και ο Ράμφος. Αλλά αν υπάρχει κάτι που αξίζει, πράγματι, το όνομα «πολιτισμός των κρατικών μέσων ενημέρωσης», αυτό είναι η ανέφελη, απλή και καθημερινή, συνύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης και καλλιεργημένων ανθρώπων[…]
Ολόκληρο το κείμενο που μας έστειλε ο σύντροφος Taco:
Το καλοκαίρι του 1952 ο Guy Debord παρουσίασε μια ταινία που συνδύαζε τη φωνή με τη σιωπή πάνω σε μια οθόνη άλλοτε λευκή και άλλοτε μαύρη. Η πρώτη προβολή του φιλμ υπήρξε, όπως μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητό σήμερα, ταραχώδης. Ένας κινηματογράφος χωρίς εικόνες, και μάλιστα χωρίς ήχο, είναι προφανώς ένα οριακό εγχείρημα, κάτι που δεν είναι καν βέβαιο ότι μπορεί να ονομάζεται κινηματογράφος. Διαμέσου της προβολής της στη σκοτεινή αίθουσα, η ταινία (;) ανακοινώνει με κινηματογραφική μορφή το τέλος του κινηματογράφου. Επρόκειτο για μια αρκετά αισιόδοξη, αν κριθεί από την προοπτική θέση του σήμερα, χειρονομία εξόδου από την κατάσταση της ενατένισης, η οποία συνιστά το παραληρηματικό, αν και παθητικό, κέντρο του θεαματικού κόσμου[1]. Εδώ δεν τίθεται το πρόβλημα της «ποιότητας» του κινηματογραφικού έργου -τι σημαίνει καλή ή κακή ταινία- αλλά ο ίδιος ο κινηματογράφος ως πρόβλημα. Η εξέγερση του κοινού μπροστά στη μαύρη σιωπηλή οθόνη αυτής της μη-ταινίας συνιστούσε κατά κάποιον τρόπο, την προσωρινή αυτοακύρωσή του ως κοινού.
Όλα αυτά είναι βέβαια ήδη πάρα πολύ παλιά, η «κοινωνία του θεάματος» είναι εδώ και δεκαετίες μια αφόρητη κοινοτοπία και τα Ουρλιαχτά για χάρη του Sade καταχωρήθηκαν εν τέλει ως μια ταινία του Debord[2]. Ο χρόνος που πέρασε από τότε ήταν αυτός της διαρκούς ενίσχυσης του βασιλείου της οθόνης, η οποία έχει προ πολλού εξέλθει από την κάπως αρχαϊκή πια σκοτεινή αίθουσα για να υπαγάγει στο καθεστώς της μια τεράστια περιοχή κοινωνικών σχέσεων. Δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι περίπου ο καθένας σήμερα φέρει διαρκώς πάνω του μια οθόνη που χωράει στην τσέπη. Και επειδή ο φετιχισμός όταν δεν είναι αυτονόητος -και άρα ασύλληπτος ως τέτοιος- καραδοκεί, είναι ανάγκη να διευκρινιστεί πως το κρίσιμο δεν είναι αυτή η ίδια η συσκευή, αλλά όλος εκείνος ο κόσμος για τον οποίο αυτή η συσκευή είναι απολύτως απαραίτητη. Ο κόσμος μας.
Είναι σ’ αυτόν τον κόσμο, λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 11ης Ιουνίου 2013, που επέστρεψε η μαύρη οθόνη. Το κλείσιμο της κρατικής τηλεόρασης από το κράτος προκάλεσε έντονη ταραχή και μια διάχυτη αγανάκτηση αισθητή σε ολόκληρη την επικράτεια αλλά και στο επίπεδο της κυβέρνησης, ως απειλή για τη συνοχή της. Αν όμως ο εξτρεμισμός των αρχών της δεκαετίας του 1950 παρήγαγε τη σκοτεινή οθόνη ως ένα, ας μου επιτραπεί ο όρος, θετικό κατώφλι εξόδου από τη συνθήκη τη ενατένισης, οι θεατές του 2013 -πιθανότατα και εκείνοι του 1952- την αντιμετώπισαν ως μια πραγματικότητα καθαρά αρνητική, δηλαδή ως διακοπή εκείνου που δεν πρέπει ποτέ να διακόπτεται. Με την υποχώρηση του ορίζοντα ξεπεράσματος του υπάρχοντος κόσμου, η κριτική αιχμή του παρελθόντος επανέρχεται μορφικά ως προϊόν της δράσης μπάτσων και τεχνικών του κράτους.
Πώς πρέπει όμως να αποτιμηθεί το γεγονός ότι είναι οι μπάτσοι αυτοί που κόβουν το σήμα εκπομπής της κρατικής τηλεόρασης; Οπωσδήποτε, δεν πρόκειται για κάποια διαλεκτική πανουργία που τοποθετεί κάπως αργοπορημένα την αστυνομία στη θέση της πολιτισμικής πρωτοπορίας. Αν το κράτος επαναλαμβάνει την πρακτική του Debord είναι γιατί το εγχείρημα εντός του οποίου αυτή έβρισκε την κόψη της εξαντλήθηκε. Οι θεατές σήμερα διεκδικούν το δικαίωμά τους να καταναλώνουν τον λόγο του κράτους και ένας απ’ τους σοβαρότερους αντιπάλους της κυβέρνησης υποστήριξε, αναφερόμενος στη μαύρη οθόνη, ότι «…στα σύγχρονα κράτη το δικαίωμα στην πληροφόρηση των πολιτών προϋποθέτει την παρουσία του κράτους στον χώρο της ενημέρωσης»[3]. Ένας κατ’ εξοχήν αρμόδιος, ο πρόεδρος της ευρωπαϊκής ένωσης δημοσίων μέσων ενημέρωσης, δήλωσε για το ίδιο ζήτημα πως η μαύρη οθόνη είναι η χειρότερη μορφή λογοκρισίας[4]. «Λογοκρίνοντας» λοιπόν τον εαυτό του, το κράτος αποδεικνύει ότι έχει εγγράψει στο πεδίο του λόγου του κάθε σημαντική αντιπαράθεση για το τι σημαίνει λόγος και ελευθερία. Απ’ αυτή την άποψη, η σύγκρουση για την Ελληνική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση, για το χαρακτήρα της πανθομολογούμενης ανάγκης «εξυγίανσής» της, είναι σύγκρουση διαφορετικών εκδοχών κρατικής πληροφόρησης. Σ’ αυτή τη μαύρη οθόνη δεν διακυβεύεται το τέλος καμιάς ενατένισης.