Αναδημοσίευση από blaumachen
«H Ευρωζώνη στο χείλος της διπλής ύφεσης», «Η Moody’ αξιολογεί αρνητικά τα ΑΑΑ της ΕΕ», «το ΔΝΤ προειδοποιεί για νέα παγκόσµια κρίση εκτός αν η Ευρωζώνη βρει µια λύση», «η ελληνική οικονοµία θα έχει συρρικνωθεί κατά 25% µέχρι το 2014», «η µεγαλύτερη φυγή καταθέσεων από ισπανική τράπεζα των τελευταίων 15 χρόνων καθώς οι φήµες περί διάσωσης αυξάνονται», «η Γαλλία ανακοινώνει τον σκληρότερο προϋπολογισµό των τελευταίων 30 ετών». Αυτά είναι µόνο µερικά από τα πρωτοσέλιδα των εφηµερίδων των τελευταίων δύο µηνών. Παρά τη σχιζοφρενική αισιοδοξία που διαχέεται από εκδότες εφηµερίδων, πολιτικούς και αναλυτές της τηλεόρασης, είναι σαφές ότι «η κρίση» (όλες οι πτυχές της) οδηγεί σε αδιέξοδο. Στο κείµενό σας «Η ιστορική παραγωγή της επανάστασης της τρέχουσας περιόδου»1 παρουσιάσατε µια επισκόπηση της παρούσας στιγµής και µιλήσατε για τη φύση του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού.
Ποια είναι η άποψή σας σχετικά µε τη φύση της τρέχουσας κρίσης ως κρίσης αναπαραγωγής της σχέσης του κεφαλαίου, όπως αυτή εκδηλώνεται στις διάφορες «κρίσεις χρέους» στην Ευρώπη, ως συνεχιζόµενη αύξηση του «πλεονάζοντος προλεταριάτου» και ως επέκταση της επισφάλειας; Θεωρείτε ότι οι εξελίξεις αυτές αποτελούν ένα διαρθρωτικό και µόνιµο χαρακτηριστικό της τρέχουσας περιόδου;
Βρισκόµαστε στους πρώτους µήνες του 2013 και η κρίση έχει ξεκινήσει από το 2007, έχει στο µεταξύ εµφανιστεί µε διαφορετικές µορφές και έχει «µεταδοθεί» από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη ενώ από τα στοιχεία διαφαίνεται η τάση να µεταδοθεί σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη. Τα στοιχεία που δείχνουν ότι κάποιες οικονοµίες (µεταξύ των οποίων και των ΗΠΑ) ανέκαµψαν µετά το 2009 αποκρύπτουν τις τάσεις που εργάζονται προς την παραγωγή µιας νέας πιο γενικευµένης αυτή τη φορά ύφεσης. Σκοπός της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης που συντελείται ταυτόχρονα αν και µε διαφορετική ένταση σε πολλά κράτη του πλανήτη είναι φυσικά η αύξηση του ποσοστού υπεραξίας, αλλά εκείνο που θα αποφασίσει αν και πότε έχει ξεπεραστεί η κρίση είναι ο βαθµός µετατροπής της υπεραξίας σε πρόσθετο κεφάλαιο, το οποίο θα µπορέσει να ξαναµπεί στον κύκλο παραγωγής υπεραξίας και να οδηγήσει σε διευρυµένη αναπαραγωγή κεφαλαίου. Έχουν περάσει περίπου 22 µήνες από όταν δηµοσιεύσαµε το κείµενο «Η εποχή των ταραχών»,2 στο 5ο τεύχος του περιοδικού µας αλλά βρισκόµαστε ακόµη στο στάδιο που ονοµάσαµε τότε «µεταβατική περίοδος της κρίσης». Με λίγα λόγια, το επιχείρηµά µας τότε ήταν ότι για να ξεπεράσει το κεφάλαιο την κρίση του πρέπει να απαξιωθεί ακόµη ένα µεγάλο µέρος κεφαλαίου το οποίο δεν αξιοποιείται ικανοποιητικά σήµερα. Προφανώς στο διάστηµα αυτό έχει απαξιωθεί ένα ακόµη µεγαλύτερο µέρος κεφαλαίου αλλά η πραγµατικότητα δείχνει ότι αυτό δεν είναι αρκετό. Αποδεικνύεται, µόνο εκ των υστέρων, ότι δεν είναι αρκετή η απαξίωση µεταβλητού κεφαλαίου που κυρίως συντελείται προς το παρόν, για να ξεπεραστεί µια τόσο σοβαρή κρίση. Διαφαίνεται όµως από τις εξελίξεις ότι η σηµερινή δοµή της καπιταλιστικής σχέσης δεν επιτρέπει στην απαξίωση να φτάσει στο µέγεθος που «πρέπει». Η απαξίωση αυτή, λόγω και του βαθµού αλληλεξάρτησης των διαφόρων ατοµικών και κρατικών κεφαλαίων, θα απειλεί την ίδια τη δοµή, δηλαδή τη σχέση ανάµεσα σε ιδιωτικά κεφάλαια, τη σχέση ανάµεσα σε κράτη, και το σηµαντικότερο την ίδια την «οµαλότητα» της σχέσης ανάµεσα στο κεφάλαιο και την εργασία που µέχρι το 2007 επέτρεπε την ικανοποιητική αναπαραγωγή του κεφαλαίου σε πολύ λιγότερο συγκρουσιακές συνθήκες από τις σηµερινές. Γίνεται λοιπόν προσπάθεια να καθυστερήσει αυτή η διαδικασία ώστε στο ενδιάµεσο η οργάνωση του ανταγωνισµού µεταξύ των κεφαλαίων να έχει βρει τη νέα ισορροπία της, η ιεραρχία µεταξύ των κρατών να µεταβληθεί και το προλεταριάτο να πειθαρχήσει στη νέα κατάσταση, δηλαδή στη µεγαλύτερη και βαθύτερη εκµετάλλευσή του.
Η κρίση πράγµατι έχει πάρει τη µορφή της κρίσης δηµόσιου χρέους σε πολλά κράτη στην Ευρώπη και φαίνεται να εξαπλώνεται µε αυτή τη µορφή της σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το γεγονός αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι.3 Η εµφάνιση της κρίσης µε τη µορφή κρίσης «δηµόσιου χρέους» είναι απαραίτητη σε αυτή τη φάση επίθεσης στο ιστορικά καθορισµένο επίπεδο αναπαραγωγής της εργατικής τάξης. Η ίδια η δοµή του µοντέλου συσσώρευσης της «πρώτης» νεοφιλελεύθερης περιόδου (πολύ σχηµατικά µεταξύ 1982 και 2008) έφερε εντός της την κρίση δηµόσιου χρέους ως δυνητικό αποτέλεσµα αλλά και ως νέα µορφοποίηση της παραγόµενης κρίσης του χρηµατοπιστωτικού τοµέα. Αυτή η νέα µορφοποίηση αποτελεί ταυτόχρονα την έκφραση της επιχειρούµενης αναδιάρθρωσης και προεικονίζει τις τάσεις προς πιθανή επίλυση των εσωτερικών αντιφάσεων της πρώτης περιόδου του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού, αλλά και προς πιθανή γενίκευση της κρίσης σε ολόκληρο τον πλανήτη. Το δεύτερο ενδεχόµενο φαίνεται αυτή τη στιγµή πιο πιθανό, βρισκόµαστε όµως ακόµη στη µεταβατική περίοδο.
Η αναδιάρθρωση συντελέστηκε βέβαια στα βασικά κέντρα συσσώρευσης του κεφαλαίου στις δεκαετίες 1970 και 1980 αλλά υπάρχουν πολλά διαφορετικά χαρακτηριστικά στη µορφή που έλαβε η αναδιάρθρωση στις διαφορετικές ζώνες του πλανήτη και στα κράτη που τις συγκροτούν καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού. Είναι αδύνατο να εξηγήσουµε την ιδιαιτερότητα της αναδιάρθρωσης σε κάθε καπιταλιστικό κράτος στα πλαίσια ενός κειµένου, γι’ αυτό (µε τον κίνδυνο να υπεραπλουστεύουµε) θα επικεντρωθούµε σε µια συγκεκριµένη διαφορά. Η κρίση, ανάλογα µε την τροπικότητα της αναδιάρθρωσης σε κάθε καπιταλιστικό κράτος, εµφανίστηκε σε κάποια κράτη αρχικά ως τραπεζική ενώ σε άλλα, όπως στην Ελλάδα, εµφανίστηκε ως κρίση δηµόσιου χρέους. Όταν λέµε ότι η κρίση εµφανίστηκε ως κρίση δηµόσιου χρέους εννοούµε ότι ο φετιχισµός της σχέσης κεφάλαιο απαιτεί η κρίση να «είναι» κρίση δηµόσιου χρέους, ώστε να προωθείται η αναδιάρθρωση µε καλύτερους συσχετισµούς στην ταξική πάλη. Αυτή η µορφή εµφάνισης σχετίζεται άµεσα µε το ρόλο του κράτους στην αναπαραγωγή της εργατικής τάξης. Σε ορισµένα κράτη, από αυτά στα οποία έχει ήδη εκδηλωθεί η κρίση, παρά την επέλαση της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης είχαµε την διατήρηση λειτουργιών του κράτους πρόνοιας, δηλαδή διατήρηση µέρους τους έµµεσου µισθού, και τη διατήρηση ενός µέρους του κεφαλαίου υπό κρατική ιδιοκτησία και διαχείριση, κάτι που σε µεγάλο βαθµό διατηρούσε τις τιµές υπηρεσιών σε χαµηλό επίπεδο.
Η δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης είναι η φάση που µε την κατάργηση του κράτους πρόνοιας για να αντιµετωπισθεί, δήθεν, το αυξανόµενο δηµόσιο χρέος και την ιδιωτικοποίηση των κρατικών κεφαλαίων επιτυγχάνεται η αύξηση του ποσοστού υπεραξίας και η δηµιουργία νέων πεδίων άντλησης υπεραξίας για ιδιωτικά κεφάλαια τα οποία εξαγοράζουν και αναδιαρθρώνουν τα κρατικά. Η δεύτερη παράµετρος σχετίζεται άµεσα µε τη βίαιη αλλαγή των εργασιακών σχέσεων, την κατάργηση της διαπραγµάτευσης µεταξύ θεσµικών φορέων του κεφαλαίου και συνδικαλιστικών οργανώσεων και το µετασχηµατισµό του ρόλου του κράτους ως µηχανισµού αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Η τάση αυτή για τον µετασχηµατισµό του ρόλου του κράτους είχε γίνει αντιληπτή ήδη από το 1979, παραδόξως, από έναν µελετητή που δεν κατανόησε τη θεωρία της αξίας του Μαρξ,4 τον Μισέλ Φουκώ (δες το βιβλίο του Birth of biopolitics, η µετάφραση δική µας): «…αντί της αποδοχής µιας ελεύθερης αγοράς που ορίζεται από το κράτος και διατηρείται υπό την εποπτεία του –η οποία ήταν, κατά κάποιον τρόπο, η αρχική φόρµουλα του φιλελευθερισµού: ας καθιερώσουµε έναν χώρο οικονοµικής ελευθερίας και ας τον οριοθετήσουµε µε ένα κράτος που θα τον εποπτεύει– οι φιλελεύθεροι της σχολής του Freiburg (ordoliberals) λένε ότι θα πρέπει να αναποδογυριστεί εντελώς αυτή η φόρµουλα και θέτουν την ελεύθερη αγορά ως την οργανωτική και ρυθµιστική αρχή του κράτους, από την αρχή της ύπαρξής του ως την τελευταία µορφή παρέµβασής του. Με άλλα λόγια: το κράτος υπό την εποπτεία της αγοράς και όχι η αγορά εποπτευόµενη από το κράτος…».
Ο ρόλος του νεοφιλελεύθερου κράτους, όπως αυτό παράγεται από την αναδιάρθρωση των δεκαετιών 1970-1980 είναι η ρύθµιση και η διευκόλυνση των όρων αναπαραγωγής όσο το δυνατόν πιο «καθαρού» ανταγωνισµού µεταξύ ιδιωτικών κεφαλαίων. Η «καθαρότητα» του ανταγωνισµού, η απάλειψη κάθε είδους «στρεβλότητας» αφορά βέβαια πρωτίστως τη (µη) δυνατότητα της εργατικής τάξης να διαπραγµατεύεται τους όρους της αναπαραγωγής της, αλλά αφορά και κάθε πεδίο πολιτικής του κράτους, υπονοµεύει δηλαδή όλα τα στοιχεία εκείνα που στο παρελθόν µπορούσαν να αποτελέσουν παράγοντες συναίνεσης ανάµεσα στις τάξεις και τα διάφορα στρώµατα και συµφέροντα της κοινωνίας. Αυτό σηµαίνει ότι η αγορά εποπτεύει συνεχώς το κράτος και το «βαθµολογεί» σχετικά µε το κατά πόσο διευκολύνει την αναπαραγωγή του «καθαρού» ανταγωνισµού, δηλαδή, κατά πόσο αναδιαρθρώνει µε την ένταση και την ταχύτητα που απαιτείται πτυχές της κεφαλαιακής σχέσης. Αυτή η συνεχώς ανανεωνόµενη αναδιάρθρωση, η διατάραξη των παλιών ισορροπιών µε σαφή κατεύθυνση τη γενική συµπίεση προς τα κάτω, στα χρόνια της επέκτασης του κύκλου συσσώρευσης (περίπου από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έως τα µέσα της δεκατίας του 2000) είχε πετύχει την αντίστοιχη συναίνεση σε ορισµένα κράτη, σε σηµαντικό βαθµό επειδή µέρος του µισθού αντικαταστάθηκε µε εύκολη πρόσβαση στον ιδιωτικό δανεισµό και η κοινωνική κινητικότητα δεν διακόπηκε. Ακριβώς, όµως, επειδή αυτός ο στόχος του ανταγωνισµού µεταξύ των πάντων µε δείκτη επιτυχίας τη γενική συµπίεση είναι ουτοπικός, αλλά και εξαιτίας του ειδικού χαρακτήρα ελέγχου που έχει ο ατοµικοποιηµένος δανεισµός των προλετάριων, το κράτος στην προσπάθειά του να ανταποκριθεί στο ρόλο του, τείνει καθ’ όλη αυτήν την περίοδο να γίνεται ολοένα και πιο παρεµβατικό, πιο πειθαρχικό, αυταρχικό, ποινικό και στην κρίση αυτό το στοιχείο φτάνει σε βαθµό παροξυσµού.