Αναδημοσιεύουμε από το indymedia την εισήγηση της πρωτοβουλίας συντρόφων/συντροφισσών no lager. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση πέρα από τις διαφωνίες μας, όπως για παράδειγμα την αντι-ιμπεριαλιστικής κατεύθυνσης διολίσθηση στο σημείο που αναφέρεται η (υποτιθέμενη) “νεοαποικιακή εποχή”
Τα κέντρα κράτησης μεταναστών ως δομή πληθυσμιακής διαχείρισης
Τα κέντρα κράτησης όπως εμφανίζονται στην εποχή μας, ως κέντρα κράτησης μεταναστών, αποτελούν χώρους όπου άντρες, γυναίκες και παιδιά στερούνται την ελευθερία τους για ένα χρονικό διάστημα που ποικίλει από λίγους μήνες μέχρι 18 ή και περισσότερους. Επίσημα ή ανεπίσημα, λιγότερο ή περισσότερο οργανωμένα, τα κέντρα κράτησης είναι χώροι όπου εκτοπίζονται, για διοικητικούς λόγους, μέλη συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων. Κοινωνικών ομάδων που παράγονται εντός του κυρίαρχου λόγου ως επικίνδυνες για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, τη δημόσια υγεία και την κοινωνική συνοχή. Που στιγματίζονται ως βάρβαρες και απολίτιστες, ως εισβολείς που απειλούν την εθνική και φυλετική καθαρότητα, ως άχρηστο περίσσευμα το οποίο παρασιτεί και επιβαρύνει το κοινωνικό σώμα. Στις μέρες μας, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά συμπυκνώνονται, κατά κύριο λόγο, στη φιγούρα του παράνομου μετανάστη.
Τα κέντρα κράτησης, ως πολύ συγκεκριμένη τεχνολογία πληθυσμιακής διαχείρισης, επανεμφανίζονται μαζικά σε όλον τον λεγόμενο ανεπτυγμένο κόσμο (αλλά και στην περιφέρειά του) τα τελευταία 20 χρόνια ως αναπόσπαστο κομμάτι των πολιτικών για τον έλεγχο, τη ρύθμιση και την πειθάρχηση των ποικίλων μεταναστευτικών ροών, είτε σε τοπικό/ εθνικό επίπεδο, είτε σε ευρύτερο/ διακρατικό. Των πολιτικών για τη διαχείριση μιας ανθρώπινης κινητικότητας που συνεχίζεται να παράγεται μαζικά σε όλη την καπιταλιστική περιφέρεια, αλλά και εντός της καπιταλιστικής δύσης. Άλλοτε στη βάση της ανάγκης, όπως αυτή προκύπτει από τις εντεινόμενες πολεμικές και “αναπτυξιακές” επεμβάσεις της “δύσης” και την πληθώρα των αυταρχικών καθεστώτων, άλλοτε στη βάση της επιθυμίας για μια καλύτερη ζωή, πιο συχνά με μια μίξη αυτών των δύο. Ο έλεγχος αυτής της κινητικότητας, ώστε να περιοριστούν οι κίνδυνοι για ένα ευρύ πεδίο σχέσεων εξουσίας και να πολλαπλασιαστούν οι δυνατότητες για μια προσοδοφόρα -υλική και ιδεολογική- αξιοποίησή της, είναι πάγιο ζητούμενο για την καπιταλιστική διακυβέρνηση. Η προστασία της πολιτικής συγκρότησης του έθνους κράτους, η (ανα)συγκρότηση και θωράκιση της ταυτότητας του δυτικού ανθρώπου-πολίτη ως ανώτερου ανθρώπου, φορέα πολιτισμού, επιθυμιών και δικαιωμάτων, η εξυπηρέτηση των απαιτήσεων του παγκόσμιου καπιταλισμού για φθηνή, ευέλικτη και πειθαρχημένη εργασία, η υποκειμενοποίηση των ίδιων των μεταναστών ως φοβισμένων, ενοχικών και πειθήνιων υποτελών και η απενεργοποίηση των δυνατοτήτων αγώνα που κουβαλούν μαζί τους, συγκροτούν έναν κορμό βασικών στόχων για τις αντιμεταναστευτικές πολιτικές.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο σκόπιμος εγκλωβισμός των μεταναστών στα όρια της νομιμότητας, ή και έξω απ’ αυτά, είναι μια βασική τεχνική διαχείρισης με πολλαπλές στοχεύσεις: Η αναγωγή ενός ευρύτερου κοινωνικού φαινομένου σε ζήτημα δημοσίας τάξης και εσωτερικής ασφάλειας και η στέρηση στοιχειωδών δικαιωμάτων στους μετανάστες είναι που επιτρέπει σε κράτος, αφεντικά και ντόπιους ιδιοκτήτες να χρησιμοποιούν άγριες μορφές πειθάρχησης και εκμετάλλευσης, παρακάμπτοντας τους περιορισμούς της αστικής νομιμότητας. Έτσι, οι μετανάστες εγκλωβίζονται σε μια θέση εντός της οποίας βρίσκονται ταυτόχρονα στερημένοι από το νόμο και παραδομένοι σ’ αυτόν: Στερημένοι από τις νομικές εγγυήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα που προβλέπει το καθεστώς της ιδιότητας του πολίτη και ταυτόχρονα παραδομένοι στη βία και τις ορέξεις των μηχανισμών που είναι αρμόδιοι για την επιβολή του νόμου. Μέσα και έξω από το νόμο, μέσα και έξω από την ηθική/ πολιτική κατηγορία του ανθρώπου, μέσα και έξω από την κοινωνία ως σώμα, αυτή είναι η μεταιχμιακή κατάσταση που επιχειρείται να επιβληθεί σε εκατομμύρια ανθρώπους που δεν έχουν την προνομιακή θέση του λευκού, υγιούς, ανθρώπου-πολίτη μιας ανεπτυγμένης χώρας.
Θα περίμενε κανείς ότι ύστερα από την φρίκη των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης και την εγγραφή τους, εντός της μεταπολεμικής κυρίαρχης αφήγησης, σαν τους τόπους όπου σαρκώθηκε η απόλυτη ανθρώπινη βαρβαρότητα, ότι τα κράτη θα εγκατέλειπαν μια για πάντα μορφές που θα την υπενθύμιζαν. Χωρίς να θέλουμε να σχετικοποιήσουμε ή να υποβαθμίσουμε την ιδιαιτερότητα των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξόντωσης, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το στρατόπεδο, ως “ειδικός” χώρος αναγκαστικής συγκέντρωσης πληθυσμών, ως δομή μέσα και ταυτόχρονα έξω από την υπόλοιπη κοινωνία, διαπερνά και χαρακτηρίζει ολόκληρη την νεότερη και σύγχρονη ιστορία. Ειδικότερα, θα λέγαμε ότι το στρατόπεδο, όπως επίσης και η παραγωγή των “επικίνδυνων τάξεων”, των “άλλων” που διαχωρίζονται από το εθνικό κοινωνικό σώμα και χρίζουν “ειδικής” μεταχείρισης, συνιστούν εγγενή στοιχεία της μοντέρνας καπιταλιστικής διακυβέρνησης. Παράλληλα, το στρατόπεδο συγκροτεί και ένα υπόδειγμα πληθυσμιακής διαχείρισης και οργάνωσης του χώρου που αντανακλάται σε αρκετές πτυχές της κοινωνικής ζωής: Άσυλα για “τρελούς”, λιμοκαθαρτήρια, “σπιναλόγκες”, καραντίνες για μολυσματικούς, εξορίες για πολιτικούς αντιπάλους, γκέτο, στρατόπεδα συγκέντρωσης για πρόσφυγες και αιχμαλώτους πολέμου, για μετανάστες, για ομοφυλόφιλους… Μια σειρά από μορφές που εντάσσονται σε μια κοινή λογική, τη λογική του στρατοπέδου, του στρατοπέδου ως χώρου και χρόνου αναγκαστικής κράτησης υποκειμένων που ανήκουν σε πληθυσμιακές ομάδες που βαφτίζονται “επικίνδυνες”.
Η εμφάνιση, η οργάνωση και η θεσμοποίηση των κέντρων κράτησης μεταναστών τα τελευταία χρόνια, συνοδεύεται από τη συγκρότηση μιας σειράς λόγων αληθείας που τα καθιστούν αναγκαία και εφικτά. Στο κέντρο της αφήγησης που νομιμοποιεί τα κέντρα κράτησης βρίσκονται δύο ιδέες: η θέση ότι η μετανάστευση συνιστά απειλή υψίστης σημασίας, ένα πρόβλημα άμεσο και επιτακτικό που απαιτεί “ειδική αντιμετώπιση” και η πεποίθηση ότι η ζωή του μετανάστη αξίζει λιγότερο από αυτή του ντόπιου. Αυτές οι δύο κατ’ ουσίαν ρατσιστικές ιδέες, συμπληρώνονται από μια αντίληψη που παρουσιάζει τους μετανάστες ως θύματα, ως κακομοίρηδες που αξίζουν της προστασίας του κράτους και τη φιλανθρωπία της “κοινωνίας των πολιτών”. Τελικά, είτε ως “επικίνδυνα ανθρωποειδή”, είτε ως φουκαράδες “συνάνθρωποι”, είτε ως (εν δυνάμει) “θύτες”, είτε ως “θύματα”, οι μετανάστες μέσω του ρατσισμού διαχωρίζονται από το κοινωνικό σώμα, το οποίο, εντός του κυρίαρχου λόγου, συνεχίζει να συγκροτείται στη βάση των φαντασιώσεων του έθνους, της φυλής και της κοινής κουλτούρας. “Ντόπιοι” και “ξένοι”, “υγιείς” και “μολυσματικοί”, “πολιτισμένοι” και “βάρβαροι”, “νόμιμοι” και “παράνομοι”, στην διατήρηση τέτοιων διαχωρισμών ποντάρει σήμερα η καπιταλιστική διακυβέρνηση.
Είναι προφανές ότι το κέντρο κράτησης μεταναστών ως δομή θυμίζει κατάσταση πολέμου και οι έγκλειστοι σ’ αυτό τους αιχμαλώτους/ τους ομήρους/ τα θύματα αυτού. Αυτή η αναλογία, η αξιολόγηση δηλαδή των κέντρων κράτησης ως συστατικό στοιχείο μιας ευρύτερης πολεμικής διαχείρισης, θεωρούμε ότι μπορεί να φωτίσει κάποιες πτυχές της ύπαρξης και της λειτουργίας τους στα πλαίσια του παγκοσμίου καπιταλισμού. Αν κοιτάξουμε προσεκτικά τι συμβαίνει στους τόπους εκκίνησης των μεταναστών, στη διαδρομή και τελικά το είδος της διαχείρισης που τους επιφυλάσσεται στους χώρους προορισμού, μπορούμε να μιλάμε για ένα διαρκές πόλεμο κυμαινόμενης έντασης που απαξιώνει εκατομμύρια ζωές, που καταστρέφει κοινωνικές δομές και μορφές ζωής και αποστερεί τη δυνατότητα στοιχειώδους αναπαραγωγής για ολόκληρους πληθυσμούς. Έναν πόλεμο που περιλαμβάνει από βομβαρδισμούς στους τόπους καταγωγής, χιλιάδες θανάτους από την κακουχία και την εχθρότητα των αρχών στη διαδρομή, άγρια εκμετάλλευση, ρατσιστική αντιμετώπιση και μια σειρά από άλλες ταπεινώσεις στο προσωρινό τέλος κάθε διαδρομής. Άλλωστε τα κράτη, ανάμεσά τους και το ελληνικό, στα οποία καταλήγουν οι μεταναστευτικές ροές είναι συχνά τα ίδια που βομβαρδίζουν και λεηλατούν τις χώρες καταγωγής, τα ίδια που δημιουργούν οικονομικές ερήμους, που πριμοδοτούν αυταρχικά καθεστώτα στην νεοαποικιακή εποχή.
Στην ελλάδα, τα πρώτα κέντρα για μετανάστες συστήνονται άτυπα στις αρχές του ‘91 με την πρώτη μαζική είσοδο μεταναστών/τριών από την Αλβανία. Ως χώροι συγκέντρωσης και κράτησης χρησιμοποιούνται γήπεδα, κατασκηνώσεις, (εγκαταλειμμένα) σχολεία, νοσοκομεία, ξενοδοχεία, αποθήκες, στρατόπεδα και φυσικά τα αστυνομικά τμήματα. Εκεί, πέρα από οποιαδήποτε νομοθετική πρόβλεψη, θα ισχύει ένα καθεστώς όπου οι όροι θα τίθενται από τις προσταγές και τη βία της αστυνομίας. Οι Αλβανοί μετανάστες από την πρώτη στιγμή θα στιγματιστούν ως εγκληματίες, ως κλέφτες, δολοφόνοι, βιαστές και στην καλύτερη περίπτωση ως κακόμοιροι φουκαράδες. Έκτοτε, θα είναι οι “άλλοι”, αυτοί που οι ζωές τους αξίζουν λιγότερο, που είναι φύση ή θέση “εγκληματίες”, που είναι διαθέσιμοι για να δεχθούν όλη τη βία και τα απωθημένα της πλειοψηφία των “ντόπιων”. Των “ντόπιων” που θα βουλιάξουν για αρκετά χρόνια σε μια συλλογική ονείρωξη κοινωνικής ανόδου και θα εκμεταλλευτούν με κάθε υλικό και συμβολικό τρόπο τη βίαιη συγκρότηση μιας κοινωνικής τάξης κατωτέρων υπάρξεων.
Την τελευταία δεκαετία ο νεοελληνικός ρατσισμός εμπλουτίζεται με νέα στοιχεία, προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα μιας πιο βίαιης εποχής και μετατοπίζει τις προτεραιότητές του στοχοποιώντας πρωτίστως τους μετανάστες από την Ασία και την Αφρική. Σε όλη αυτή τη δεκαετία, θα οργανωθεί καλύτερα ως επίσημος κρατικός λόγος, θα αποκτήσει ένα κορμό γενικά αποδεκτών κοινοτοπιών, θα διαχυθεί αποενοχοποιημένος και αχαλίνωτος στο δημόσιο χώρο. Θα ενσωματώσει τον αντιμουσουλμανισμό αλλά και τον δημοκρατικό ανθρωπισμό, θα μπολιαστεί με όλες τις παράνοιες του αιτήματος για υγεία και ασφάλεια. Με όρους εθνικής και προσωπικής ασφάλειας, με όρους υγειονομικής απειλής, με όρους φυλετικής καθαρότητας, με όρους κουλτούρας και αισθητικής, με όρους ανθρωπιστικής ευαισθησίας συγκροτείται ο θεσμικά οργανωμένος και κοινωνικά διάχυτος ρατσιστικός λόγος εντός του οποίου εμφανίζονται σήμερα τα κέντρα κράτησης. Ο λόγος του τότε υπουργού προ-πο χρυσοχοΐδη στην ελληνική βουλή στις 12/4/12 είναι ενδεικτικός. Επιχειρηματολογώντας περί των κέντρων κράτησης, ο πρώην υπουργός αφού παρουσιάσει μέσα σε λίγες φράσεις την μετανάστευση ως “αδυσώπητη πραγματικότητα”, “υγειονομική και κοινωνική βόμβα”, “κίνδυνο για την κοινωνική ειρήνη” και “κρίσιμο, μαζικό ανθρωπιστικό πρόβλημα”, θα αναρωτηθεί με ευαισθησία για τον “παράνομο” μετανάστη: “Είναι καλύτερα να γυρνάει μέσα στους δρόμους να αλητεύει, να εγκληματεί, να μεταφέρει αρρώστιες και λοιμώδη νοσήματα, να γίνει θύμα εκμετάλλευσης των εγκληματικών συμμοριών ή είναι καλύτερα να κρατείται υπό την προστασία του ελληνικού κράτους; Πού κινδυνεύει περισσότερο;”
Μια σημείωση για την εποχή
Η καπιταλιστική κρίση, καθώς παρουσιάζεται ως μια «έκτακτη ανάγκη», ως ένα περιβάλλον επιτακτικών απειλών που επιτάσσει την λήψη και την αποδοχή “ειδικών” μέτρων, παράγει ένα πεδίο διευρυμένων δυνατοτήτων για την έκφραση της κρατικής και της ταξικής ισχύος. Ένα πεδίο, εντός του οποίου η προσταγή του κυρίαρχου, φορώντας τον μανδύα της ανάγκης, μπορεί να ξεδιπλωθεί με αυξημένες απαιτήσεις και βιαιότητα. Ό,τι πάνω κάτω συμβαίνει στη ελλάδα τα τελευταία 4 χρόνια: Στο όνομα της σωτηρίας της χώρας από μια διαρκώς ‘‘επαπειλούμενη’’ καταστροφή, στο όνομα μιας μελλοντικής αναγέννησης, στο όνομα τελικά της διαχείρισης της κρίσης, το κράτος και τα αφεντικά ενισχύουν τη βία τους: στρατιωτικοποιούν ολοένα και περισσότερο την κοινωνική ζωή, διαλύουν κοινωνικές δομές και εξανεμίζουν δικαιώματα, υποτιμούν την εργασία και τη ζωή μέχρι το σημείο ολοένα και περισσότεροι να εμφανίζονται ως άχρηστο περίσσευμα.
Σ΄ αυτό το περιβάλλον θεωρούμε ότι ευδοκιμούν μορφές διαχείρισης όπως τα κέντρα κράτησης. Έτσι, οι πρόσφατες διακηρύξεις για την δημιουργία νέων εγκαταστάσεων αλλά και η επιχείρηση “Θέτις” που βρίσκεται σε εξέλιξη ενισχύουν μια τάση προς μια διεύρυνση της χρήσης τους. Τόσο ποσοτική, καθώς προβλέπεται ο διπλασιασμός των επίσημων θέσεων (από 5 σε 10 χιλιάδες), όσο και ποιοτική με την έννοια του εξορθολογισμού στη λειτουργία τους και την επέκταση της χρήσης πάνω σε νέα υποκείμενα. Παράλληλα η επίσης πρόσφατη θεσμοθέτηση ενός νομικού πλαισίου, η εισαγωγή κάποιων προδιαγραφών με “ανθρωπιστικά κριτήρια”, η πρόνοια για “αντισταθμιστικά οφέλη” για τις τοπικές οικονομίες, σηματοδοτούν μια πορεία περαιτέρω οργάνωσης. Είναι σίγουρο ότι τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι θα κλείσουν οι άτυποι χώροι κράτησης ή ότι οι μπάτσοι θα σταματήσουν να είναι αυτοί, που σε πραγματικό χρόνο, θα καθορίζουν τις “συνθήκες κράτησης”. Το κέντρο κράτησης παραμένει ένας “ειδικός” χώρος, για “ειδικές” κατηγορίες ανθρώπων που πάνω τους χρησιμοποιούνται “ειδικά” μέσα. Ωστόσο, αυτός ο χώρος “εξαίρεσης” διασυνδέεται οργανικά με τον “κανονικό” κόσμο από τον οποίο υποτίθεται ότι εξαιρείται. Όχι μόνο ως συστατικό στοιχείο ευρύτερων διαδικασιών παραγωγής κοινωνικού ελέγχου, κέρδους και ιδεολογίας αλλά και ως υπόδειγμα οργάνωσης του χώρου και του χρόνου, ένα υπόδειγμα διαχείρισης υποκειμένων και πληθυσμών, το οποίο αντανακλάται σε ευρύτερους τομείς του κοινωνικού. Η επιχείρηση “ξένιος Δίας” και η “Θέτις”, τα ΕΚΑΜ στην Ιερισσό, στις καταλήψεις, στα αμαξοστάσια απέναντι στους απεργούς του μετρό, οι “πολιτικές επιστρατεύσεις των απεργών” είναι κάποια χαρακτηριστικά δείγματα της επέκτασης μιας λογικής στρατοαστυνομικής διαχείρισης η οποία αποκτά όλο και πιο ολοκληρωτικές μορφές.
Ειδικότερα, η επιχείρηση “Θέτις” η οποία περιλαμβάνει την αναγκαστική συγκέντρωση στα στρατόπεδα της Αμυγδαλέζας και της Κορίνθου τοξικομανών, εκδιδομένων και αστέγων του αθηναϊκού κέντρου, με σκοπό την υποχρεωτική καταγραφή και τη διενέργεια ιατρικών και ψυχολογικών εξετάσεων εντάσσεται στην παραπάνω λογική και ταυτόχρονα σηματοδοτεί την πρώτη περίπτωση επέκτασης της χρήσης του στρατοπέδου πάνω σε νέα υποκείμενα. Ανάμεσα στους τοξικομανείς, στις εκδιδόμενες και τους αστέγους της επιχείρησης “Θέτις” βρίσκονται και αρκετοί “έλληνες πολίτες”, υποκείμενα δηλαδή που υποτίθεται ότι “απολαμβάνουν” την προστασία της ιδιότητας του πολίτη με τα ανθρώπινα δικαιώματα τα οποία πρέπει να γίνονται διαρκώς και απ’ όλους σεβαστά. Καθεστώς που θεωρητικά αποκλείει την αναγκαστική συγκέντρωση και όλα όσα συνέβησαν κατά την επιχείρηση “Θέτις”. Μέχρι στιγμής ήταν αποκλειστικά μετανάστες που αντιμετώπιζαν αυτόν τον αποκλεισμό και τις συνέπειες του, εγκλωβισμένοι σε ένα “μεταιχμιακό” νομικό καθεστώς το οποίο τους εκθέτει σε μια στρατοαστυνομική διαχείριση στα όρια του νόμου. Η επιχείρηση “Θέτις” μας υπενθυμίζει μια βασική συνθήκη της κυριαρχίας: το γεγονός ότι κάποιος/α απολαμβάνει τη νομική προστασία της ιδιότητας του πολίτη ή αποκλείεται από αυτή, είναι ζήτημα μιας πολιτικής απόφασης από τη μεριά του κράτους ως κυρίαρχου. Το αν και κατά πόσο το κράτος μπορεί ή δεν μπορεί να παίρνει και να εφαρμόζει μια τέτοια απόφαση, το αν και κατά πόσο είμαστε έρμαια της βίας του, συνιστά ένα ευρύτερο ζήτημα. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι κοινωνικοί/ταξικοί συσχετισμοί δύναμης έχουν τον πρώτο λόγο.
Προσοχή, με τα παραπάνω δεν υπονοούμε ότι ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να καταλήξει σ’ ένα κέντρο κράτησης και σίγουρα δεν θέλουμε να κινητοποιήσουμε κανένα στη λογική ότι το πρόβλημα είναι στην πόρτα του/της. Ωστόσο, το κέντρα κράτησης είναι εδώ και είναι δίπλα μας, αποτελούν μια συνθήκη εντός της οποίας επιχειρείται να συνθλιβούν χιλιάδες άνθρωποι, άνθρωποι που παρά τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, συνεχίζουν να αγωνίζονται. Τελικά, τα κέντρα κράτησης δεν συνιστούν μια ‘‘εξαιρετική περίπτωση’’ αποκομμένη από το υπόλοιπο κοινωνικό γίγνεσθαι. Συγκροτούν ένα πεδίο που συμπυκνώνει τη βαρβαρότητα μιας εποχής που ρέπει με ταχύτητα προς τον ολοκληρωτισμό, ένα πεδίο μάχης εντός του οποίου οφείλουμε να απλώσουμε το λόγο και τη δράση μας.
Αθήνα, Ιούνης 2013,
πρωτοβουλία συντρόφων/συντροφισσών no lager