Το να μετατραπεί όμως ένα μεγάλο κομμάτι του προλεταριάτου πραγματικά σε «ανθρώπινο πλεόνασμα», σε ανθρώπινα σκουπίδια, και να παραμείνει έτσι είναι μια υπόθεση δύσκολη. Οι εξεγέρσεις στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών δείχνουν, τουλάχιστον σε όσους και όσες έχουν την ικανότητα και το θάρρος να δουν και να ακούσουν, ότι παρά την κτηνωδία δεν είναι εύκολο να τιθασευτούν ούτε καν εκείνοι που βρίσκονται εντελώς απομονωμένοι και στην πιο δύσκολη θέση. Πρέπει να ειπωθεί ξανά: αν ο ταξικός/κοινωνικός ανταγωνισμός αφορά κοινωνικές σχέσεις και η κρίση που βιώνουμε είναι κρίση κοινωνικών σχέσεων, τότε αυτή δεν αφορά μόνο το προλεταριάτο αλλά και την καπιταλιστική τάξη, όχι μόνο τον πάτο του βαρελιού αλλά και την κορυφή του. Αυτό δεν σημαίνει πώς τα προβλήματα είναι ίδια ή της ίδιας τάξης και στις δύο περιπτώσεις ούτε, βέβαια, ότι οι δυνατότητες νίκης είναι ίδιες και για τις δυο πλευρές. Κατά κανέναν τρόπο. Ήδη το να μιλάει κανείς για φασισμό σημαίνει να μιλάει για την ήττα του προλεταριάτου και η ενίσχυση του φασισμού είναι η εμβάθυνση αυτής της ήττας. Εκείνο που, ωστόσο, έχει σημασία από μια προλεταριακή σκοπιά, είναι αυτή ακριβώς η δυσκολία του καπιταλιστικού κράτους να επιβληθεί απρόσκοπτα σε όλους εκείνους-ες των οποίων καταστρέφει τις δυνατότητες «ομαλής» ενσωμάτωσης στην τάξη του. Ο φασισμός, ναζιστικός ή όχι, είναι μια απ’ τις δυνατές απαντήσεις σ’ αυτή την καταστροφή, εκείνη που συνεχίζει την καταστροφή εξοντώνοντας τους αδύναμους προς όφελος των ισχυρών.
Η έμφαση είναι δική μας. Το παραπάνω είναι ένα απόσπασμα από το κείμενο του Taco, γραμμένο στις 15/01/2013. Ολόκληρο το κείμενο:
Κράτος, «κοινωνία» και ελληνικός φασισμός
Ο καλύτερος, δηλαδή ο χειρότερος, τρόπος για να εξουδετερώνεται η κριτική κατανόηση μιας πραγματικότητας είναι αυτός της διατύπωσης «κριτικών» που λαμβάνουν ως δεδομένο το αντικείμενό τους μέσα στην απλή του αμεσότητα, χωρίς δηλαδή να καταπιάνονται στα σοβαρά με τους ιστορικούς και κοινωνικούς όρους ανάδυσής του. Γενικά μιλώντας, βασικό χαρακτηριστικό κάθε ψευδοκριτικής είναι ότι αναπτύσσεται μέσα στο πλαίσιο της απλής αμεσότητας, ότι προσαρμόζεται στο αντικείμενό της τόσο από την άποψη της ιδιαίτερης χρονικότητάς του, όσο και από εκείνη της ισχύος του. «Αυτό ήρθε τώρα, ήδη συγκροτημένο, και μας επιβάλλεται από τα πράγματα». Έτσι, η, εύλογη, πίεση της παρουσίας του εκτοπίζει, ή, τέλος πάντων, θέτει σε δεύτερη μοίρα, τις συνθήκες διαμέσου των οποίων αυτό συγκροτήθηκε και συνεχίζει να (ανα)συγκροτείται. Αφήνοντας όμως τις διαδικασίες συγκρότησής του εκτός κριτικής, η συγκεκριμένη εκδοχή κριτικής -η οποία θα μπορούσε ίσως να ονομαστεί και δημοσιογραφική- αποκαλύπτεται ως το αντίθετο της κριτικής. Προσυπογράφει εκείνο που θα ’πρεπε να αμφισβητεί.
Η απάντηση στα παραπάνω, τα οποία θεωρούνται συνήθως «ψιλά γράμματα», αν όχι καθαρό χάσιμο χρόνου, είναι, βεβαίως, έτοιμη: εντάξει με όλα αυτά, τώρα όμως τι κάνουμε;. Λες και μπορεί κανείς να επιτύχει αυτό που θέλει απλώς και μόνο επειδή το θέλει πολύ τώρα, ανεξαρτήτως του τι έκανε και τι δεν έκανε μέχρι τώρα. Οποιαδήποτε άξια λόγου απάντηση οφείλει να ξεκινά με την αμφισβήτηση του πνεύματος της ερώτησης. Ως εκ τούτου, απέναντι στη γενική «φασιστολογία» είναι ανάγκη να υπενθυμίζουμε μερικά στοιχειώδη πράγματα. Όχι, ο εγχώριος φασισμός δεν είναι η ΧΑ (όπως δεν ήταν χτες ο ΛΆΟΣ), αν και η ΧΑ είναι η πλέον καθαρή -με την έννοια της απόσταξης- εκδοχή του. Όχι, ο φασισμός δεν «ήρθε» το Μάιο του 2012. Όχι, τον φασισμό δεν τον δημιούργησαν ούτε οι «πολιτικές λιτότητας», ούτε καμιά «μνημονιακή κυβέρνηση».
Η προσέγγιση του φασισμού από τη σκοπιά της ιστορικής του ανάδυσης, καθώς αντιβαίνει στην τρέχουσα αντίληψη γι’ αυτόν η οποία αποτελεί και το «αυτονόητο» σημείο εκκίνησης κάθε συζήτησης, έχει κάποιες κρίσιμες όσο και ενοχλητικές συνέπειες. Το ξεπέρασμα της απλής αμεσότητας του σύγχρονου φασισμού σημαίνει πως για να τον κατανοήσει κανείς είναι ανάγκη να κινηθεί πέρα και έξω από αυτό που σήμερα αναγνωρίζεται γενικά ως φασισμός. Να στραφεί προς κοινωνικές και πολιτικές περιοχές που δεν θεωρούνταν (και συνεχίζουν να μην θεωρούνται) φασιστικές, αναζητώντας μέσα στις «κανονικές», «δημοκρατικές» συνθήκες τις διαδικασίες και τη δυναμική της συγκρότησής του. Μολονότι το σήμερα δεν είναι ίδιο με το χτες, είναι αδύνατο να γίνει κατανοητό αν δεν διακρίνουμε μέσα στο χτες αυτά που προετοίμαζαν και ωθούσαν στο σήμερα.
Από τη σκοπιά της έμπρακτης κριτικής του υπάρχοντος κόσμου, η κριτική του κράτους οφείλει ταυτόχρονα να αποτελεί κριτική και της «κοινωνίας». Το κράτος, όπως παρατηρούσε κάποιος ήδη από τον 19ο αιώνα, δεν αποτελεί μια «δύναμη που επιβλήθηκε στην κοινωνία απ’ έξω» αλλά πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα κοινωνικό προϊόν, ως εκείνη η «ομολογία» ότι η κοινωνία «μπερδεύτηκε σε μιαν αξεδιάλυτη αντίφαση με τον ίδιο τον εαυτό της, ότι διασπάστηκε σε ασυμφιλίωτες αντιθέσεις που είναι ανήμπορη να τις εξορκίσει»[1]. Η χρησιμότητα της συγκεκριμένης θέσης σήμερα δεν αφορά βεβαίως την υποστήριξη της υπόθεσης σχετικά με μια κάποια, ανύπαρκτη, «χρυσή εποχή» πριν την εμφάνιση του κράτους όταν οι κοινωνίες και οι άνθρωποι ζούσαν αρμονικά και χωρίς «αντιφάσεις». Αντίθετα, το σημαντικό στοιχείο σ’ αυτήν έγκειται στο ότι μας επιτρέπει, χωρίς να ρευστοποιούμε κρίσιμες διακρίσεις σε ένα αδιαφοροποίητο όλον, να συλλάβουμε και το κράτος και την «κοινωνία» ως εσωτερικά διαμεσολαβούμενους πόλους. Ο καθένας προϋποθέτει τον άλλον και συγκροτεί την ιδιαιτερότητά του σε σχέση με τον άλλο.
Ως εκ τούτου, το κράτος, μολονότι αποτελεί, πράγματι, μιαν ισχυρότατη δύναμη λήψης αποφάσεων και επιβολής τους, δεν αποτελεί ένα αύταρκες αντικείμενο, δεν αποτελεί το ίδιο εξήγηση ούτε του εαυτού του ούτε και εκείνου που θεωρείται ως εξωτερικό του, της «κοινωνίας». Το κράτος, οπωσδήποτε το καπιταλιστικό αλλά όχι μόνον αυτό, είναι προϊόν μιας ιστορικά συγκεκριμένης κοινωνικής διαίρεσης και είναι διαμέσου αυτής που συγκροτούνται και οι δύο περιοχές· και το κράτος και η «κοινωνία». Ως διαρκής προσπάθεια γεφύρωσης του κοινωνικού/ταξικού χάσματος, και μάλιστα ως διαρκής αναγγελία της ήδη περατωθείσας γεφύρωσής του, το κράτος συνιστά το ίδιο μια ζωντανή μαρτυρία του αγεφύρωτου χαρακτήρα του χάσματος. Ως αναγγελία του τέλους του κοινωνικού ανταγωνισμού, συνιστά μια δύναμη διεξαγωγής του προς όφελος της σχέσης του κεφαλαίου και των κυρίαρχων σχέσεων εξουσίας εν γένει. Απ’ αυτή την άποψη, το κοινωνικό ρήγμα που διαχωρίζοντας μορφοποιεί τόσο το κράτος, ως διακριτό πεδίο της κυρίαρχης πολιτικής εξουσίας, όσο και την «κοινωνία», διατρέχει επίσης την ίδια την «κοινωνία» και είναι αυτό που καθιστά αναγκαίο γι’ αυτήν το κράτος[2]. Έτσι, η λεγόμενη κυβέρνηση, κάθε κυβέρνηση που αποδεικνύεται σε κάποιο βαθμό ικανή να κυβερνά, στηρίζεται σε και στηρίζει συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές, σχέσεις και δυναμικές, συγκεφαλαιώνοντάς τες στο επίπεδο του καπιταλιστικού εθνικού κράτους. Η ίδια η κατηγορία καπιταλιστικό/εθνικό κράτος δεν σημαίνει παρά το ότι η κοινωνική σχέση του κεφαλαίου και οι κοινωνικές σχέσεις εξουσίας που οργανώνουν και επιβάλλουν το έθνος, έχουν συγκροτηθεί σε κράτος.
Ο σύγχρονος ελληνικός φασισμός, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ως εδώ, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια ευρεία κοινωνική κίνηση και δυναμική, μια ιδιαίτερη εκδοχή της παρούσας κρίσης και μια συγκεκριμένη τοποθέτηση στο εσωτερικό της. Ως κοινωνική κίνηση και δυναμική διατρέχει και το κράτος και την «κοινωνία» και, οπωσδήποτε, υπερβαίνει την -όποια- κυβέρνηση, την αστυνομία αλλά και την τρέχουσα έκδηλη κομματική εκδοχή συγκρότησής του, την ΧΑ[3]. Η παραπάνω διατύπωση, ωστόσο, περιλαμβάνει μιαν έννοια η οποία χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση καθώς η κυρίαρχη εκδοχή και χρήση της λειτουργεί ως εμπόδιο για την κατανόηση του εύρους και του βάθους του σύγχρονου φασισμού. Πρόκειται για την περιβόητη «κρίση», η οποία συνδέεται, πρωτίστως, με την ελλάδα, την οικονομία, το χρέος (της ελλάδας), το μνημόνιο, το ευρώ, τους έλληνες εργαζόμενους κλπ. Από μια προλεταριακή σκοπιά, παρόλα αυτά, η έννοια της κρίσης (οφείλει να) αντιτίθεται στον εθνικό/ελληνικό χαρακτήρα της και, οπωσδήποτε, δεν αντιστοιχεί σ’ αυτό που τα τελευταία τέσσερα περίπου χρόνια γίνεται ευρέως αντιληπτό ως «οικονομική κρίση».
Continue reading →