Αναδημοσιεύουμε από το blog Lenin Reloaded αυτό το κείμενο που λειτουργεί ως απάντηση-κριτική στο κείμενο «Η ακαταμάχητη γοητεία της Δημοκρατίας»: Σημειώσεις για μια λέξη που δεν λέει να μας αφήσει, του συντρόφου Γ.Σ. που δημοσιεύσαμε εδώ, (η έμφαση σε ορισμένα σημεία δική μας).
Οι λυρικοί παιάνες στην αρχαία ελληνική δημοκρατία ως αποθέωση και πεμπτουσία του “πολιτικού βίου” σπάνια καταπιάνονται είτε με την άκρως σημαντική για τους ίδιους τους αρχαίους αστάθειά της, είτε με το πρόβλημα της δουλείας, το οποίο οι αρχαίοι δεν είχαν την προδιάθεση να αντιληφθούν ως πρόβλημα. Όταν συμβαίνει και κάποιος ενοχληθεί να καταγράψει την σιωπηλή παρουσία μιας μεγάλης πλειοψηφίας πληθυσμού που δεν την αφορούσε στο παραμικρό η “επινόηση της δημοκρατίας”, το γεγονός της ύπαρξής της καταγράφεται ως απλώς παραπληρωματικό: “είχαν βέβαια και δούλους.” Όμως η αρχαία δημοκρατία δεν επιτεύχθηκε παρά την ύπαρξη δουλείας· μάλλον, η ύπαρξη δουλείας ήταν βασική και ουσιώδης προϋπόθεση της αρχαίας δημοκρατίας. Αναγκαία και όχι ικανή προϋπόθεση, βέβαια. Αλλά προϋπόθεση, παρ’ όλα αυτά.
Γιατί πέρα από την κεντρικότητά της στην αρχαία αθηναϊκή οικονομική ζωή, η δημοκρατική σημασία της δουλείας αφορούσε την χρησιμότητά της ως μέσο εξαγοράς χρόνου. Η άμεση δημοκρατία, η δημοκρατία των πολιτών, δεν είχε ως μοναδική της προϋπόθεση τον συγκριτικά περιορισμένο αριθμό του πληθυσμού της· είχε ως επιπρόσθετη προϋπόθεσή της την ικανότητα των πολιτών της να αφιερώνουν χρόνο στα κοινά αντί για τις ιδιωτικές τους υποθέσεις. Και τον χρόνο αυτόν τον εξασφάλιζε η εργασία δούλων. Χωρίς δούλους, με άλλα λόγια, οι αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί θα ήταν απλώς αδιανόητοι. Κανείς δεν θα ήταν σε θέση να ξοδεύει τη μέρα του στην αγορά και στην εκκλησία, να ακούει ρήτορες, να ψηφίζει για τα πάντα, να εκλέγεται και να εκλέγει.
Η καθοριστική σημασία της δουλείας για την δυνατότητα της κλασικής δημοκρατίας να υπάρξει υποβαθμίστηκε, παραδόξως, από την φαινομενική ικανότητα της σύγχρονης αστικής τάξης να λύσει το πρόβλημα: αφού ως γνωστόν, οι αστικές επαναστάσεις κατέληξαν, πιο γρήγορα ή πιο αργά η καθεμιά, στην καθολική ψήφο και το καθολικό δικαίωμα του εκλέγεσθαι, η δουλεία δεν μπορεί να ήταν και τόσο κρίσιμη για την ιστορική δημοκρατία όσο θα φαινόταν.
Φυσικά, οι αστικές επαναστάσεις οδήγησαν, αργά ή γρήγορα, και στην κατάργηση της σύγχρονης δουλείας, μόνο όμως αφού είχαν αντικαταστήσει τον πληθυσμό των δούλων με αυτόν των ελεύθερων ανθρώπων που δεν έχουν τίποτε να πουλήσουν παρά την εργασία τους — αυτών δηλαδή που ο Μαρξ ονόμασε προλετάριους.
Για την αστική τάξη, πρόκειται περί θαύματος: από τα τέλη του 18ου αιώνα και μετά, οι κοινωνίες αποκτούν τη δυνατότητα καθολικοποίησης των δημοκρατικών δικαιωμάτων χωρίς μεγάλες αναταραχές και πολέμους, κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Και αφού αυτό επετεύχθη, το θεμελιώδες καθήκον της αριστεράς είναι να υπηρετήσει και να προστατέψει αυτό το μοναδικό ιστορικό θαύμα.
Μια προσεκτικότερη ματιά στην μετάβαση απ’ τον δούλο στον προλετάριο θα αποκάλυπτε ότι αρχικά συνυπάρχουν σε διαφορετικούς γεωγραφικούς χώρους με διαφορετικές οικονομικές ανάγκες. Ο δούλος είναι εργασιακή δύναμη σε χώρες όπου είναι δύσκολο, για μια σειρά λόγων, να προσελκυστούν μαζικά προλετάριοι. Όταν οι ιθαγενείς πληθυσμοί συντρίβονται τελεσίδικα και αποκαθίσταται η βασική για την οικονομική έκρηξη ειρήνη, η δουλεία αρχίζει να γίνεται επαχθής για την αστική τάξη: τόσο επαχθής που ο βιομηχανοποιημένος Βορράς των ΗΠΑ θα κηρύξει εμφύλιο πόλεμο στον αγροτικό Νότο με πυρήνα το ζήτημα του δικαιώματος των πολιτειών του δεύτερου να διατηρήσουν τη δουλεία κόντρα στην Ομοσπονδιακή νομοθεσία (παρεμιπτόντως και αναφορικά με το θαύμα της δημοκρατίας, τι ποσοστό των απογόνων των δούλων βρίσκεται σήμερα εκτός αμερικανικού προλεταριάτου και λούμπεν προλεταριάτου;).
Γιατί αρχίζει να γίνεται επαχθής η δουλεία; Αναμφίβολα, όχι εξαιτίας της ξαφνικής ηθικής ανόδου της ανθρωπότητας στις βιομηχανοποιημένες κοινωνίες, δηλαδή αυτές που στηρίζονται στην εκμετάλλευση προλεταρίων. Από την καπιταλιστική σκοπιά, ο δούλος έχει κάποια πολύ βασικά μειονεκτήματα έναντι του προλεταρίου, που δεν φαίνονται με μια βιαστική και ενθουσιωδώς δημοκρατική ματιά στο θέμα. Ο δούλος δεν παίρνει μισθό, πράγμα που ακούγεται ιδιαίτερα εκμεταλλευτικό· αλλά από την άλλη πλευρά, το σύνολο των εξόδων της συντήρησής του στη ζωή βαραίνει τον αφέντη. Περαιτέρω, ο δούλος δεν είναι σε θέση να καταναλώσει αυτά που παράγει ο ίδιος ή άλλοι δούλοι. Δεν έχει χρήματα να τα αγοράσει, είναι ο ίδιος εμπόρευμα. Τρίτον, και λόγω των δύο πιο πάνω αιτιών, ο δούλος δεν έχει κανένα κίνητρο να εργαστεί πέραν από την τρομοκρατία της φυσικής βίας. Η οποία μπορεί συχνά να καταλήξει στην καταστροφή του ως εμπόρευμα και άρα σε ζημία για τον αφέντη του. Γι αυτό και, κόντρα στην εικονογραφία σαδιστικών δουλοκτητών που έχτισε η προπαγάνδα του κινήματος για την κατάργηση της δουλείας, η βία κατά δούλων στην σύγχρονη δουλοκτησία, τουλάχιστον στις ΗΠΑ και τις περισσότερες αποικίες του αγγλοσαξωνικού κόσμου, ήταν αστικά έλλογη, δηλαδή είχε ως στόχο την πειθάρχηση της εργασίας και την αποτροπή εξεγέρσεων και όχι την σαδιστική ευχαρίστηση με τον φόνο ή τα βασανιστήρια.
Σε αντίθεση με τον δούλο, ο προλετάριος παίρνει μισθό. Ένα μικρό κομμάτι, με άλλα λόγια, από την αξία που παράγει για το εκάστοτε αφεντικό του. Επίσης όμως σε αντίθεση με τον δούλο, είναι ο ίδιος υπεύθυνος για την αυτοσυντήρησή του, την οποία υποτίθεται πως πρέπει να φέρει βόλτα βάσει αυτού του μισθού, ανεξάρτητα από το αν αυτός είναι στοιχειωδώς βιώσιμος (σε καλούς καιρούς) ή όχι (σε κακούς). Όντας ο ίδιος “αφέντης της μοίρας του” σ’ αυτή την καρικατούρα ελευθερίας, ο προλετάριος όχι μόνο δεν επιβαρύνει το αφεντικό του με την συντήρησή του, όπως έκανε ο δούλος, αλλά πληρώνει το αφεντικό του ή άλλα αφεντικά άλλων προλετάριων για κάθε τι που χρειάζεται για να ζήσει. Με άλλα λόγια, σε αντίθεση με τον δούλο, ο προλετάριος μπορεί να κλέβεται δύο φορές, την πρώτη όταν παράγει και την δεύτερη όταν καταναλώνει αυτά τα οποία παράγει, ή αυτά τα οποία παράγουν άλλοι προλετάριοι, και που πρέπει να τα πληρώσει με τον περιώνυμο μισθό του (ή με δάνεια με λογικό επιτόκιο!). Τέλος, και επειδή είναι νομικά “ελεύθερος” να πάψει ανά πάσα στιγμή να εργάζεται και να εργαστεί αλλού, να μεταναστεύσει ή να λιμοκτονήσει, ο προλετάριος έχει και κίνητρα να εργάζεται πολύ πιο αποδοτικά από τον δούλο: το καρότο του μισθού που του αγοράζει τηλεόραση, καναπέ, ναρκωτικά ή αλκοόλ –αναλόγως του βαθμού απελπισίας του– είναι γλυκό και αποτελεί τον κινητήριο πυρήνα του έξοχου “πνεύματος του ανταγωνισμού” που κάνει την οικονομία να “κινείται.”
Τίποτε από όλα αυτά δεν αφορά τους λυρικούς εξυμνητές της δημοκρατίας, που, όταν δεν χάνονται σε νοσταλγικά ταξίδια στην αρχαία αθηναϊκή αγορά μιας μικρής μειοψηφίας πολιτών, καλούν σε εγρήγορση για την προστασία της σύγχρονης δημοκρατίας, όπου οι ανθρώπινες ζωές που σπαταλιούνται σε εργοτάξια, ραπτομηχανές και πάνω από φριτέζες σε φαστ φουντ μπορούν με μαγική επάρκεια να μεταμορφωθούν –δια του μισθού!– σε διακοπές, αυτοκίνητα και διασκεδάσεις που χάνονται, φευ, στην πρώτη σοβαρή οικονομική κρίση. Όχι, αυτό που αφορά τους πάντα διαπρύσιους κύρηκες της δημοκρατίας είναι η μαγική αυθυπαρξία, αυτονομία και αυτενέργεια των “θεσμών”, που, ιπτάμενοι πάνω από την ποταπή σφαίρα των οικονομικών σχέσεων και εξαναγκασμών τετραγωνίζουν τον κύκλο και κάνουν εφικτή την εξουσία των πολλών χωρίς σε τίποτε να περιορίσουν την οικονομική ισχύ των (όλο και πιο) λίγων, μιας και “δημοκρατία” σημαίνει πάνω από όλα “κοινωνική συνοχή” και “γενικό συμφέρον.” Κάθε ερώτηση για το τι ακριβώς εκπροσωπεί αυτή η διαρκής καταστολή της σημασίας της οικονομίας για την πολιτική –για το τι σημαίνουν οι εκριζωμένες από την οικονομία πολιτικές λέξεις, και για ποιον– απαντάται με το ευγενικό ρόπαλο της υπενθύμισης των τεράστιων κατακτήσεων της εργατικής τάξης κάτω απ’ το λάβαρο της αστικής δημοκρατίας, κατακτήσεων τόσο τεράστιων που η εργατική τάξη οφείλει να βάλει τα στήθη της μπροστά για να σώσει την αστική δημοκρατία από τους επιβουλείς της στην αστική τάξη και να την παραδώσει, σώα και αβλαβή, στους προστάτες της στην αστική τάξη. Το γιατί, αφού η δημοκρατία είναι αέναη θεσμική ουσία και όχι αποτύπωση ταξικών συσχετισμών σε μια συγκεκριμένη περίοδο, μπορεί τόσο εύκολα να εξανεμίζεται κάθε φορά που η χυδαία σφαίρα της οικονομίας παρουσιάζει κάποια σοβαρή δυσλειτουργία εδώ και πάνω από δυο χιλιάδες χρόνια, είναι ερώτημα που δεν συνάδει με το υψηλό επίπεδο της εμβριθούς ακαδημαϊκής και γενικώς πεφωτισμένης συζήτησης για το δημοκρατικό θαύμα. Ανήκει στους “εχθρούς της δημοκρατίας”, αυτούς που δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν το ύψος της υπέρβασης εκ μέρους των ισχυρών που απαιτεί το δημοκρατικό ήθος.
Κι έτσι, σήμερα ακόμα απαιτείται όχι απλά να υπερασπίζεσαι τα δικαιώματα των πολλών από τις διαρκείς επιθέσεις των λίγων, αλλά να ενώνεις τη φωνή σου στην χωρωδία των θαυμαστών της δημοκρατίας που επιτρέπει τις ίδιες αυτές επιθέσεις, διότι η δημοκρατία δεν είναι ποτέ απλώς ο εμπειρικός εαυτός της, αλλά βρίσκεται πάντα επέκεινα του εαυτού της, στη σφαίρα της αγγελικής τελειότητας που ονομάζεται “ρυθμιστικό ιδεώδες”, όπου τίποτα, μα τίποτα δεν μπορεί να την αγγίξει.
Σκύψε λοιπόν το κεφάλι για τη δημοκρατία και να θυμάσαι πως ευγενικότερη, προοδευτικότερη, αριστερότερη, εναλλακτικότερη και φιλοσοφικώς πιο εγκεκριμένη θυσία δεν υφίσταται. Για να μην πούμε –δημοκρατικά ομιλώντας, πάντα– πως “πρέπει να ακολουθήσουμε την προτροπή του Μπένγιαμιν περί θεολογίας και ιστορικού υλισμού, και να βάλουμε στην υπηρεσία της δημοκρατίας τον κομμουνισμό, ‘ο οποίος όπως γνωρίζουμε είναι ρυτιδιασμένος και δεν πρέπει να βρίσκεται σε κοινή θέα'”.