«Αυτά από μένα για σένα, Ω Δημοκρατία, για να σε υπηρετήσω κυρά μου!
Για σένα, για σένα κελαηδώ αυτά τα τραγούδια»
– Walt Whitman, ‘For You O Democracy’
του συντρόφου Γ.Σ.
Ο (όψιμος υποστηρικτής του ΣΥΡΙΖΑ) Σλάβοϊ Ζίζεκ σε ένα παλιότερο κείμενό του είχε διερωτηθεί κατά πόσον η δημοκρατία, λαμβάνοντας υπόψη τις χρήσεις που τις επιφυλάχτηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, έχει γίνει ένας όρος άχρηστος που ίσως θα έπρεπε να αφεθεί στον «εχθρό» να τoν κάνει ό,τι θέλει. Η ερώτηση του Ζίζεκ δια-τυπώθηκε σε μια ιστορική συγκυρία όπου η δημοκρατία ήταν το απόλυτο φετίχ. Πολύ παραπάνω από το να δηλώνει μια μορφή διακυβέρνησης, η Δημοκρατία ήταν ο δρόμος που όλα τα κράτη οφείλουν να διαβούν και ο προορισμός που πρέπει να φτάσουν, μια θέση που ουσιαστικά εξύψωνε τη δημοκρατία πάνω από την ιστορία (παρόλο που παραγόταν ιστορικά μέσω της διαδικασίας του «εκδημοκρατισμού») άρα και υπεράνω κάθε κριτικής. Φυσικά αναγνωρίζονταν «ατέλειες» στα υπάρχοντα δημοκρατικά πολιτεύματα, αλλά η Δημοκρατία καθαυτή δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί παρά επί κινδύνου οπισθοδρόμησης σε κάποιον τύπο ολοκληρωτισμού· ο μόνος ορθός δρόμος ήταν η σταδιακή βελτίωση, ένα εξελικτικό σχήμα με το οποίο ο κυρίαρχος λόγος δεν πρόβαλε μόνο την εικόνα του στο μέλλον αλλά συγχρόνως αποκήρυσσε και τις επαναστατικές «υπερβολές» του παρελθόντος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επίσης, απονομιμοποιείτο οποιαδήποτε πρακτική δεν ενσωματωνόταν στο θεσμικό δίκτυο των φιλελεύθερων δημοκρατιών και επομένως νομιμοποιούνταν στρατιωτικο-αστυνομικές επεμβάσεις σε περιπτώσεις όπου η δημοκρατική τάξη, της οποίας ο ορίζοντας είχε γίνει παγκόσμιος, απειλείτο.
Παρ’ όλες φυσικά τις θριαμβολογίες περί του «τέλους της ιστορίας», ούτε η κριτική ούτε η αντίσταση εξέλειψαν, και πώς θα μπορούσαν άλλωστε ενόσω το κεφάλαιο στην αέναη διαδικασία αυτο-αύξησής του συνέχιζε να παράγει εκμετάλλευση, ανισότητες, πολέμους, λεηλασία, καταστροφές, εν ολίγοις μια πραγματικότητα που ελάχιστα δικαιολογούσε τους φιλελευθέρους πανηγυρικούς. Όμως, με την εξαίρεση κάποιων μικρών ριζοσπαστικών κύκλων, οι αγώνες που έρχονταν από τα κάτω αντιμετώπιζαν τη δημοκρατία όχι ως μέρος του προβλήματος αλλά ως λύση και ιδανικό· τουτέστιν, η δημοκρατία δεν λειτουργούσε μόνο ως φετίχ ενός συστήματος κυριαρχίας και εκμετάλλευσης αλλά και ως η σημαίνουσα αρχή λόγων και πρακτικών χειραφέτησης. Η περίοδος της απόλυτης ηγεμονίας της φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι και η περίοδος του ριζοσπαστικού δημοκρατισμού, όπου η φιγούρα του πολίτη έχει αντικαταστήσει την αντίστοιχη του εργάτη ως του κατεξοχήν υποκειμένου χειραφέτησης.[i] Έτσι, όπως στον επίσημο λόγο της πολιτικής επιστήμης κυριαρχούσε η έννοια του εκδημοκρατισμού, στον κριτικό-ριζοσπαστικό λόγο συνεχώς ετίθετο το ζήτημα μιας βέλτιστης -ή βελτιωμένης– δημοκρατικής μορφής, η οποία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα περιλαμβάνει συμμετοχικές δομές όπου τα άτομα, ως «ενεργοί πολίτες», θα έχουν λόγο στα κοινά.
Όλα αυτά προ κρίσης. Και τώρα; Αναμφίβολα κάτι έχει αλλάξει. Η τρέχουσα κρίση έχει κινητοποιήσει πολιτικές μορφές έκτακτης ανάγκης προς επιβολή των όρων διασφάλισης της κερδοφορίας του κεφαλαίου και γενικότερα της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, εκκινώντας φυσικά από τη σχέση κεφάλαιο-εργασία. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε «χούντα», αφού στην Ελλάδα όπως και αλλού η διαχείριση της κρίσης γίνεται ως επί το πλείστον από δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις. Σε τελική ανάλυση, το σχήμα της «εκτροπής» παραβλέπει το γεγονός ότι η μετάβαση σε μια «μεταδημοκρατική» πολιτειακή τάξη που έχει τον χαρακτήρα τεχνοκρατικής ολιγαρχίας συντελείται εδώ και πολλά χρόνια εντός της δημοκρατικής μορφής. Υπάρχει όμως σαφέστατα μια κλιμακούμενη τάση αυταρχικοποίησης της κρατικής δομής, όχι μόνο στο επίπεδο της καταστολής αλλά εν γένει ως προς τον τρόπο διακυβέρνησης και διαχείρισης. Ειδικά σε κάποιες περιπτώσεις δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι δεν κρατούνται ούτε τα προσχήματα. Μάλιστα, δειλά-δειλά, όλο και περισσότερες «επίσημες φωνές» ψιθυρίζουν ότι η δημοκρατία αποτελεί εμπόδιο για μια εύρυθμη και λειτουργική τάξη πραγμάτων, είτε αυτή αφορά την περιλάλητη ανάπτυξη είτε πιο συγκεκριμένα πράγματα όπως μια διεθνή αθλητική διοργάνωση.
Αναμενόμενο είναι λοιπόν αυτή η διαδικασία -ειδικά σε κράτη όπως το ελληνικό όπου η αναδιάρθρωση και οι πολιτικές λιτότητας και υποτίμησης που άπτονται αυτής έχουν προσλάβει μια ιδιαίτερα βίαιη μορφή- να έχει επιφέρει σοβαρούς τριγμούς στο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα, μια κρίση νομιμοποίησης θεσμών όπως τα πολιτικά κόμματα και μια απαξίωση άλλων θεσμών όπως το κοινοβούλιο. Κι όμως, η κριτική της δημοκρατίας παραμένει ένα «minority report» αφού όχι μόνο η Κυριαρχία αλλά και ένα σημαντικό κομμάτι του τρέχοντος κύκλου αγώνων συνεχίζουν να μιλάνε τη γλώσσα της δημοκρατίας. Αυτό ισχύει ξεκάθαρα για αγώνες όπως τα «κινήματα των πλατειών» και η «Αραβική Άνοιξη» όπου η δημοκρατία ετέθη ρητά ως διεκδίκηση και πρόταγμα. Αλλά ισχύει και για εξεγέρσεις όπως στην Τουρκία και τη Βραζιλία όπου οι γενικευμένες ταραχές είχαν ως αφετηρία μια κυβερνητική απόφαση η οποία θεωρήθηκε ότι ήταν «αντιδημοκρατική». Έτσι, παρ’ όλες τις σημαντικότατες διαφορές μεταξύ τους, σε όλους αυτούς τους αγώνες τα δεινά και τα προβλήματα που ωθούν το πλήθος στο δρόμο δεν αποδίδονται στη δημοκρατία αλλά σε ένα έλλειμμα δημοκρατίας, θέτοντας ρητά ή υπόρρητα το αίτημα για «περισσότερη» και «καλύτερη» δημοκρατία.
Η ερώτηση που οφείλει να απαντηθεί, ή τουλάχιστον να τεθεί, είναι προς τι αυτός ο επίμονος χαρακτήρας; Γιατί ενόσω οι δημοκρατίες ανά την υφήλιο θωρακίζονται απέναντί τους, οι αντιστάσεις συνεχίζουν να εγκαλούν τη Δημοκρατία ως επίδικο και θετικό ορίζοντά τους;