Η τάση εξέλιξης του πανεπιστημίου στην Ελλάδα είναι σαφής ήδη από την αρχή της δεκαετίας του 1990. Αρχικά, η ενσωμάτωση στο κύκλωμα παραγωγής υπεραξίας της μεταπτυχιακής έρευνας μπόρεσε να περάσει ανώδυνα λόγω της διατήρησης του πυρήνα της σύγχρονης εθνικής ενότητας: της κρατικής προπτυχιακής εκπαίδευσης χωρίς δίδακτρα. Στη συνέχεια εμπορευματοποιήθηκαν οι μεταπτυχιακές σπουδές κάτι που συνιστούσε ήδη μερική ιδιωτικοποίηση των παρεχόμενων υπηρεσιών και μετατροπή σημαντικού μέρους των φοιτητών σε πελάτες, άρα απέκλεισε έμμεσα ένα σεβαστό μέρος της εργατικής τάξης από την κοινωνική κινητικότητα. Αυτή η ιδιωτικοποίηση πέρασε επίσης εύκολα καθώς στα χρόνια της επέκτασης του κύκλου συσσώρευσης στην Ελλάδα αρκετοί ήδη πτυχιούχοι και ήδη στην αγορά εργασίας αγόραζαν προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον στην ιεραρχία της αγοράς εργασίας. Ο σύγχρονος νόμος πλαίσιο δεν ιδιωτικοποιεί απευθείας τις προπτυχιακές σπουδές αλλά εμμέσως καθώς καθιστά το πανεπιστήμιο αυτόνομη οικονομική μονάδα. Το ίδιο το πανεπιστήμιο πλέον, για να επιβιώσει θα επιζητά αγωνιωδώς πρόσβαση σε ρευστότητα και οι πηγές είναι δύο: είτε έμμεση χρηματοδότηση από ιδιωτικό κεφάλαιο, είτε δίδακτρα για τους προπτυχιακούς φοιτητές.
Αυτή η πορεία είναι κατανοητή από τους φοιτητές οι οποίοι πλέον δεν μοιάζουν με τους φοιτητές της δεκαετίας του 1990. Οι σημερινοί φοιτητές είναι περισσότερο επισφαλείς εργαζόμενοι που πρέπει οι ίδιοι να “χρηματοδοτήσουν” τις σπουδές τους δουλεύοντας σε δουλειές του ποδαριού, παρά “ανέμελοι νέοι”. Επίσης έχει προ πολλού πάψει να αποτελεί άμεση αποκατάσταση η απόκτηση ενός πτυχίου. Η σκάλα της κοινωνικής ανόδου είναι μπλοκαρισμένη και στην είσοδο υπάρχει η “αστυνομία” της πειθάρχησης και υποταγής σε σκληρές νόρμες, αλλά πλέον με την κατάργηση του ασύλου και η αστυνομία. Η κατάργηση του ασύλου πρακτικά σημαίνει κατάργηση του σχετικά άνετου πλαισίου διεκδικητικών αγώνων των φοιτητών αλλά και της μερίδας των καθηγητών που δεν ανήκει στη σκληρή φράξια των “καπιταλιστών της έρευνας και των μεταπτυχιακών” του πανεπιστημίου.
Οι χθεσινές συλλήψεις αποτελούν αλλαγή πίστας γιατί: α) Επιβεβαιώνεται το σπάσιμο του κοινωνικού συμβολαίου της εκπαίδευσης. Οι φοιτητικοί αγώνες δεν αντιμετωπίζονται από το κράτος ως αγώνες “των παιδιών μας” αλλά ως επιθετικές κινήσεις του εσωτερικού εχθρού, β) Η ταξική πάλη θα εμφανιστεί πιο καθαρά μέσα στο σώμα των καθηγητών, στους οποίους εξάλλου οι ταξικοί διαχωρισμοί γίνονται ολοένα και πιο ξεκάθαροι, γ) καταργείται ένα προνομιακό πεδίο πολιτικής δράσης της Αριστεράς, κάτι που την αποδυναμώνει και αναγκαστικά της θέτει το ζήτημα του πιο δυναμικού ακτιβισμού. Αυτά τα τρία στοιχεία σε συνδυασμό με την πιθανότητα να μην ανοίξουν καθόλου κάποια αει και αρκετά τει από σεπτέμβρη εντείνει ακόμη περισσότερο τις αντιφάσεις στον κλάδο της εκπαίδευσης, ο οποίος για ιστορικούς λόγους αποτελεί ένα σημαντικό πεδίο της σύγχρονης ταξικής πάλης στην Ελλάδα.
Φαίνεται όμως ότι κανένας κλαδικός διεκδικητικός αγώνας δεν μπορεί να αποτελέσει τη συγκολλητική ουσία για την ενότητα των διεκδικητικών αγώνων. Η ασύμμετρη γενίκευση πολλών εστιών “κρίσης” είναι το μόνο σενάριο που τρομάζει πραγματικά το κράτος, η ύπαρξη τους ως πολλά, ανεξάρτητα, και ανεξέλεγκτα από κάποιο συντονιστικό κέντρο μέτωπα, σε κάθε ένα από τα οποία όμως μπορεί να συμβεί κάποιο γεγονός που να αποτελέσει την αφορμή για να ξεσπάσει το σύνολο των αντιφάσεων που ωριμάζουν από τα μέσα του 2012 (το τέλος του προηγούμενου κύκλου αγώνων “ενάντια στα μνημόνια”).