Εισήγηση του ΓΣ σε εκδήλωση που έλαβε χώρα στο Αντιφασιστικό φεστιβάλ παραστατικών τεχνών που έγινε στο Θέατρο Εμπρός
Φασισμός και Εκπαίδευση
Η σχέση μεταξύ φασισμού και εκπαίδευσης είναι εν μέρει προφανής. Αν η εξάπλωση του φασισμού προϋποθέτει την εμπέδωση και διάχυση ορισμένων πρακτικών, ιδεών και αξιών, τότε η εκπαίδευση είναι ένα βασικότατο κομμάτι της όλης διαδικασίας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα φασιστικά καθεστώτα του μεσοπολέμου έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στην εκπαίδευση. Για τον Μουσολίνι ο βασικός στόχος της εκπαίδευσης, (η οποία έβγαινε από τους τοίχους τους σχολείου για να απλωθεί και στον ελεύθερο χρόνο τον νέων μέσα από διάφορες λέσχες), έπρεπε να είναι η φασιστικοποίηση της νεολαίας, δηλαδή να κάνει τους νεαρούς Ιταλούς «καλούς φασίστες». Αλλά αυτό διαβάζεται και αντίστροφα: δηλαδή ένα βασικό στοιχείο αντίστασης στον εκφασισμό της κοινωνίας θα ήταν ένα σύστημα εκπαίδευσης που θα προήγαγε αξίες αντίθετες ή ανταγωνιστικές προς τον φασισμό: την κριτική σκέψη, την ανοχή στο διαφορετικό κλπ.
Δεν είναι σκοπός μου να αμφισβητήσω κάτι από αυτά επί της αρχής. Οι όποιες ενστάσεις έχω είναι όταν αυτή η προοπτική αρθρώνεται κατά τρόπο που να ταυτίζει τον φασισμό με τον σκοταδισμό και την ανορθολογικότητα. Η ακόμα πιο απλοϊκά ότι για να είναι κάποιος φασίστας πρέπει να είναι αμόρφωτος. Αυτό φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά και στον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι χρυσαυγίτες και λοιποί εθνικιστές στα social media. Φυσικά είναι αλήθεια ότι η κριτική σκέψη δεν είναι το φόρτε του «μέσου φασίστα». Αλλά η ταύτιση του φασισμού με τον σκοταδισμό και ακόμα χειρότερα με την αμορφωσιά είναι ιδιαίτερα προβληματική. Μπορεί σήμερα να μην υπάρχουν πολλοί επιφανείς φασίστες, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ιστορικά ο φασισμός προσέλκυσε ανθρώπους που ήταν οτιδήποτε πέρα από αμόρφωτοι: τον Martin Heidegger, τον Karl Schmitt, τον Ezra Pound. Πέρα από αυτό, ο φασισμός, όπως κάθε ανάλογο φαινόμενο, έχει την δική του ορθολογικότητα την οποία, στον βαθμό που θέλουμε να αντιμετωπίσουμε την λεγόμενη «φασιστική απειλή», οφείλουμε να κατανοήσουμε. Όπως έλεγε και ο Μαρξ «για να συγχωρεθεί από τις αμαρτίες της η ανθρωπότητα πρέπει να τις περιγράψει όπως είναι».
Όπως είναι γνωστό ο όρος «φασισμός» εμφανίστηκε ως προσδιορισμός μιας πολιτικής ιδεολογίας και ενός συστήματος διακυβέρνησης που εξαπλώθηκε σε διάφορες χώρες της Ευρώπης την περίοδο του Μεσοπολέμου. Σήμερα όμως ο φασισμός έχει διευρυνθεί ώστε να αναφέρεται σε μια στάση ζωής. Επίσης, ενώ ο φασισμός αρχικά εμφανίστηκε ως θετικός προσδιορισμός, σήμερα με την εξαίρεση αυτών που τον ασπάζονται – και είναι λίγοι πλέον που τον χρησιμοποιούν ως αυτοπροσδιορισμό – έχει προσλάβει ένα εντελώς αρνητικό πρόσημο. Ο «φασίστας» είναι κάποιος που η ζωή του ορίζεται από τον φανατισμό, την αδιαλλαξία, την άρνηση της διαφορετικότητας.
Εδώ φυσικά υπάρχει ένας κίνδυνος. Με το να ορίζουμε τον φασισμό με ένα τόσο γενικό τρόπο η λέξη εύκολα καταλήγει να χρησιμοποιείται με όρους πολεμικής. Ό,τι δεν μας αρέσει είναι φασιστικό. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μπορεί να βρεθεί σε ένα Κεντρικό άρθρο των Νέων, με αφορμή τα περσινά γεγονότα με τον Γερμανό πρόξενο και τους εργαζομένους στους Δήμους:
«Ποια είναι η διαφορά μεταξύ ενός χρυσαυγίτη που μαχαιρώνει έναν μετανάστη και ενός συνδικαλιστή που επιτίθεται σε έναν διπλωμάτη; Καμία! Η βία είναι πάντα φασιστική και οι συνδικαλιστές πρέπει να συλληφθούν πάραυτα».
Μπροστά λοιπόν στον κίνδυνο να γίνει απλώς μια προσβολή, χάνοντας έτσι το όποιο νόημα του, κάποιοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο «φασισμός» μόνο για τα ιστορικά πολιτικά μορφώματα που τον χρησιμοποιούν ως αυτό-προσδιορισμό, δηλαδή τα κόμματα και καθεστώτα του μεσοπολέμου με προεξέχοντα την Ιταλία του Μουσολίνι και την Γερμανία του Χίτλερ και τους διάφορους επιγόνους τους. Ο προβληματισμός είναι κατανοητός: όπως και με όλες τις λέξεις έτσι και με τον φασισμό είναι ξεκάθαρο ότι η κατάχρηση και η υπερβολική επέκταση οδηγούν σε απώλεια νοήματος. Παρόλα αυτά όμως συμφωνώ με αυτούς που θεωρούν ότι η σκοπιά που μόλις ανέφερα είναι ιδιαίτερα στενή, και ότι στο όνομα της ακρίβειας καταλήγει να στερεί στον όρο οποιαδήποτε αξία πέρα από την καθαρά περιγραφική. Η έννοια του φασισμού έχει αναλυτική αξία στον βαθμό που μπορεί και αναφέρεται σε κάποιες συγκεκριμένες ιστορικές μορφές, τις οποίες μας βοηθάει και να κατανοήσουμε. Από αυτήν την σκοπιά, μια ανάλυση του φασιστικού φαινομένου πρέπει να έχει δυο πτυχές:
Συστηματική (ή οντολογική): Αυτή η πτυχή αφορά την κατανόηση του περιεχόμενου της μορφής φασισμός, δηλαδή των συστατικών στοιχείων που κάνουν το φασισμό «φασιστικό».
Γενεαλογική: αυτή η πτυχή αφορά την ανάδυση του φασισμού ως ιστορική δύναμη που μπορεί να φτάσει μέχρι το σημείο να αποτελέσει καθεστωτική μορφή, όπως έγινε στον μεσοπόλεμο στην Ιταλία, την Γερμανία και αλλού.
Όσον αφορά την πρώτη διάσταση, τα διάφορα φασιστικά μορφώματα που έχουν αναδυθεί ιστορικά χαρακτηρίζονται από διάφορα διακριτά στοιχεία, όπως τον εθνικισμό, τον αυταρχισμό, τον μιλιταρισμό και τον ρατσισμό είτε αυτός είναι ρητά βιολογικός ρατσισμός, όπως με τους ναζιστές, είτε πολιτισμικός ρατσισμός, όπως ήταν η περίπτωση των Ιταλών φασιστών ή πολλών σύγχρονων νεοφασιστικών μορφωμάτων. Αυτό όμως που νομίζω ότι αποτελεί το πλέον βασικό στοιχείο του φασισμού είναι ότι θέτει ως κινητήριο μοχλό και ταυτόχρονα βασικό αξιολογικό κριτήριο της ζωής την δύναμη, η οποία γίνεται κατανοητή ρητά ως επικράτηση και κυριαρχία. Έπεται ότι ο βαθμός υγείας μιας συλλογικής μορφής, όπως ένα έθνος, και η δόξα που της αναλογεί συσχετίζεται με την βούληση για δύναμη που έχει: οι δυνατοί αξίζουν να είναι κυρίαρχοι ενώ οι αδύναμοι αξίζουν να υποταχθούν ή να εξαφανιστούν. Αυτό το στοιχείο μας βοηθάει να κατανοήσουμε κάτι που εκ πρώτης όψεως μοιάζει καθαρά προϊόν παράνοιας: γιατί ο Χίτλερ μπροστά στην επερχόμενη ήττα είχε σχέδιο καταστροφής όλης της υποδομής του Γερμανικού κράτους. Για τον Χίτλερ το γεγονός της ήττας ήταν ένδειξη αδυναμίας. Συνεπώς ο Γερμανικός λαός άξιζε να καταστραφεί έτσι ώστε μετά να αναγεννηθεί δυνατότερος.
Αυτή η δοξολογία της δύναμης βρίσκεται επίσης στην βάση του βασικού πολιτικού χαρακτηριστικού του φασισμού, δηλαδή την επιβολή. Ο φασισμός επί της ουσίας είναι μια πολιτική της επιβολής. Αυτό σημαίνει ότι η τάξη και η αρμονία δεν μπορούν να επιτευχθούν εμμενώς μέσα από σχέσεις αμοιβαιότητας και εξισωτισμού ή μέσα από την συναίνεση αλλά μόνο δια μέσω της εκ των άνωθεν κυριαρχίας και συνεπώς της καταπίεσης. Στο κρατικό επίπεδο αυτό μεταφράζεται στην ύπαρξη ενός αυταρχικού κράτους το οποίο αφενός συνενώνει από κάτω του τις υγιείς δυνάμεις του έθνους και αφετέρου τσακίζει με σιδερένια πυγμή κάθε στοιχείο ανωμαλίας και αστάθειας.
Αυτό όμως που είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι να κατανοήσουμε ότι η πολιτική της επιβολής που χαρακτηρίζει τον φασισμό δεν περιορίζεται στο κρατικό επίπεδο. Όλοι γνωρίζουμε ο ιστορικός φασισμός ξεκίνησε ως κίνημα, δηλαδή δεν ήρθε απλά από «τα πάνω» αλλά παράχθηκε επίσης από «τα κάτω». Αυτό δεν σημαίνει ότι ο φασισμός παίρνει απαραίτητα κινηματική μορφή. Υποδεικνύει όμως, όπως ανέλυσαν ο Gilles Deleuze και ο Felix Guattari, ότι ο φασισμός λειτουργεί στο μοριακό επίπεδο, δηλαδή ως μια δύναμη, επιβολής, καταπίεσης και τάξης που αναδύεται στο μικρό-επίπεδο της κοινωνίας, την οικογένεια, την γειτονιά το εργοστάσιο και φυσικά το σχολείο. Έπεται συνεπώς ότι ο φασισμός προτού αποκτήσει συστηματική μορφή ενυπάρχει στο κοινωνικό γίγνεσθαι ως τάση. Η διόλου ευχάριστη προέκταση αυτού του γεγονότος υπογραμμίζεται με σαφήνεια από τους Deleuze και Guattari:
«Είναι πολύ εύκολο να είσαι αντιφασίστας και να μην βλέπεις καν τον φασίστα μέσα σου, τον φασίστα που εσύ ο ίδιος διατηρείς και θρέφεις και αγαπάς με μόρια τόσο ατομικά όσο και συλλογικά».
Το γεγονός όμως ότι ο φασισμός αναδύεται ως μια διάχυτη μικρό-πολιτική που κάνει την επιβολή συνώνυμο της τάξης, δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε μία ταύτιση του φασιστικού φαινομένου με την γυμνή κυριαρχία. Αντίθετα, η ανάπτυξη του φασισμού εγγράφει την πολιτική της επιβολής εντός ενός μύθου, δηλαδή μια αφήγησης που νοηματοδοτεί την ανθρώπινη ύπαρξη συνδέοντας την με το παρελθόν και με το μέλλον: η Νέα Ρώμη, το χιλιετές Ράιχ, η Μεγάλη Ελλάδα. Ακόμα και αν πίσω από αυτούς τους μύθους υπάρχουν πολύ απτά υλικά συμφέροντα και επιθυμίες, πχ. η συσσώρευση, η επέκταση και η κυριαρχία, αυτό δεν τους κάνει απλά ιδεολογήματα των οποίων η μόνη λειτουργία είναι να συσκοτίζουν το πραγματικό. Διότι όποιες και αν είναι οι ορίζουσες τους αυτοί οι μύθοι αποτελούν πραγματική ιστορική δύναμη που συνθέτει και κινητοποιεί τις επιμέρους κοινωνικές ομάδες και δυνάμεις (το κεφάλαιο, την εργασία, την διανόηση) κάτω από μια ενιαία αφήγηση. Αυτή η μυθολογική διάσταση διανοίγει και την μεσσιανική δυναμική του φασισμού, δηλαδή το γεγονός ότι ο φασισμός (όπως και οι επαναστατικές ιδεολογίες στις οποίες επιτέθηκε) χαρακτηρίζεται από την συγκρότηση μιας συλλογικής υπόσχεσης και ενός συλλογικού χρέους. Το γεγονός φυσικά ότι η Γη της Επαγγελίας συντίθεται με όρους καταπίεσης, επιβολής, κυριαρχίας και αποκλεισμού σημαίνει ότι ο φασισμός είναι εν γένει ένας αντιδραστικός μεσσιανισμός. Αλλά η μεσσιανική διάσταση δεν πρέπει να υποτιμάται γιατί εξηγεί σε κάποιο βαθμό τις ψυχικές επενδύσεις που συνδέουν τις μάζες με τα φασιστικά μορφώματα. Ο φασισμός, άλλωστε, δεν θα ήταν τόσο επιτυχής ως αντεπανάσταση αν δεν κινητοποιούσε δυνάμεις που εμφανίζονται και στην επανάσταση.
Όσον αφορά τώρα την γενεαλογική διάσταση ο φασισμός ιστορικά είναι άμεσα συνδεδεμένος με το φαινόμενο της κρίσης. Αυτή η διαπίστωση αναφέρεται πρωτίστως στην οικονομική κρίση: σε περιόδους όπου η διαδικασία συσσώρευσης και παραγωγής αξίας που χαρακτηρίζουν την κίνηση του κεφαλαίου αντιμετωπίζει σημαντικές δυσλειτουργίες, προκαλώντας φαινόμενα όπως μαζική ανεργία και φτωχοποίηση, υπερχρέωση και συμπίεση των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού, από τις οικονομικές ελίτ μέχρι τα λαϊκά στρώματα, γίνονται ανοιχτά προς τις υποσχέσεις του φασισμού για σταθερότητα, τάξη και ευημερία μέσω τη επιβολής και του αυταρχισμού. Η εστίαση όμως μόνο στην οικονομία είναι περιοριστική, καθώς εξίσου σημαντική υπήρξε ιστορικά και η πολιτική κρίση και συγκεκριμένα η κρίση των δημοκρατικών θεσμών ως μορφές διαμεσολάβησης και ρύθμισης της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Το γεγονός ότι ο φασισμός αναδύεται σε περιόδους όπου η ομαλή αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων και άρα του πολιτικού συστήματος έχουν διαρραγεί βρίσκεται στην βάση δυο δημοφιλών εξηγήσεων του φασιστικού φαινομένου.
a) Η φιλελεύθερη
Αυτή κατανοεί τον φασισμό ως απόκλιση ή εκτροπή από την δημοκρατική νομιμότητα και το κράτος δικαίου. Αυτή η εκτροπή με την σειρά της εξηγείται με όρους κουλτούρας και πολιτικής αστάθειας: ο φασισμός αναδύεται αφενός εκεί όπου δεν υπάρχει εδραιωμένη δημοκρατική κουλτούρα και εμπιστοσύνη στους θεσμούς και αφετέρου, (και σε στενή συνάφεια), όπου δραστηριοποιούνται μαζικά ακραίες πολιτικές δυνάμεις. Αυτή η ανάλυση βρίσκεται και στην βάση της θεωρίας των δυο άκρων που χρησιμοποιήθηκε για την Γερμανία του Μεσοπολέμου και όπου υιοθετήθηκε και για την Ελλάδα σήμερα.
b) Η Μαρξιστική
Αυτή κατανοεί τον φασισμό ως ένα ειδικό καθεστώς καπιταλιστικής συσσώρευσης ή πιο συγκεκριμένα ως μια μορφή διαχείρισης του καπιταλισμού σε περίοδο κρίσης. Στην πιο απλή της μορφή αυτή η εξήγηση κατανοεί τον φασισμό ως ένα εργαλείο στα χέρια των καπιταλιστών το οποίο και αυτοί το χρησιμοποιούν κατά το δοκούν. Η κλασική έκθεση αυτής της θέσης δόθηκε από το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1935, όπου όρισε τον φασισμό ως την “ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, σοβινιστικών, ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου”.
Η Μαρξιστική ερμηνεία, ειδικά στις πιο εκλεπτυσμένες μορφές της, είναι απαραίτητη για μια κατανόηση του φασιστικού φαινομένου. Είναι δεδομένο πως στον βαθμό που ο φασισμός δεν πρόσφερε μια λύση στο προβλήματα συσσώρευσης και αν επομένως δεν στηριζόταν από την αστική τάξη ποτέ δεν θα είχε πάρει την εξουσία. Με απλά λόγια όποια και αν ήταν η ρητορεία του ιστορικά ο φασισμός δεν προσφέρει μια έξοδο από το κεφάλαιο αλλά μια διέξοδο για το κεφάλαιο. Το πρόβλημα όμως εδώ έγκειται ότι στον βαθμό που θεωρεί αυτήν την ανάλυση επαρκή ο Μαρξισμός τείνει να εργαλειοποιεί τον φασισμό, αποσιωπώντας τους πολύπλοκους τρόπους που αυτός αναδύεται στο μοριακό επίπεδο της κοινωνίας. Έτσι, η μαζική υποστήριξη που απολαμβάνει ο φασισμός και ακόμα περισσότερο το ότι εμφανίζεται με όρους κινήματος εξηγείται αναγκαστικά μέσω της αναγωγής στο συμφέρον είτε σε κάποια έννοια ψευδούς συνείδησης. Έτσι όμως υποτιμάται μια κεφαλαιώδης πτυχή του φασισμού: η σύνδεση του με την επιθυμία, μια επιθυμία πραγματική όσο και τα όποια υλικά συμφέροντα..
Η φιλελεύθερη άποψη, που είναι κυρίαρχη σήμερα ακόμα και εντός της Αριστεράς, έχει και αυτήν μια δόση αλήθειας: ιστορικά η εξάπλωση του φασισμού βρήκε γόνιμο έδαφος σε κράτη όπως η Γερμανία και η Ιταλία όπου υπήρχαν εδραιωμένες συντηρητικές και αυταρχικές κουλτούρες. Το πρόβλημα όμως είναι ότι ο φασισμός υπό αυτό το πρίσμα εμφανίζεται καθαρά αντιπαραθετικά με τον φιλελευθερισμό και την δημοκρατία, ως την εξωγενή τους άρνηση. Κατά αυτόν τον τρόπο η φιλελεύθερη προοπτική ουσιοποιεί την αντιπαράθεση φασισμού και φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτή η θέση όμως δεν είναι απλώς προβληματική αλλά εντελώς παραπλανητική όσον αφορά την γενεαλογική κατανόηση του φασισμού.
Καταρχάς, η «πολιτική της επιβολής», ή αλλιώς η οντολογική θεμελίωση του πολιτικού στην δύναμη και τη βία, δεν είναι ίδιον του φασισμού. Αντίθετα βρίσκεται σε συνάφεια με μία από τις βασικές παραδοχές του φιλελευθερισμού, ότι το πολιτικό αναδύεται λόγω της αδυναμίας των ανθρώπων να ρυθμίσουν χωρίς μια ανώτερη εξουσία καταναγκασμού τους συλλογικούς όρους της ύπαρξης. Η διαφορά είναι ότι ο φιλελευθερισμός προσπαθεί να οριοθετήσει την εξουσία με όρους δικαίου, δηλαδή να την κάνει συμβατή με τις προσταγές του Λόγου. Ο φασισμός αντίθετα θέτει την κυριαρχία ως θεμελιακή οντολογική αρχή, κατανοώντας έτσι την επίλυση του κοινωνικού ανταγωνισμού και αντιφάσεων με όρους επιβολής. Με απλά λόγια ενώ για τον φιλελευθερισμό το κράτος είναι ουσιωδώς ένα αναγκαίο κακό για τον φασισμό είναι ένα αναγκαίο καλό. Όσο σημαντική όμως και αν είναι η διαφορά δεν πρέπει να κρύψει την συνάφεια μεταξύ του τρόπου που γίνεται αντιληπτή η πολιτική. Διότι αυτή η συνάφεια κάνει την σχέση μεταξύ φιλελευθερισμού και φασισμού δυναμική: η αδυναμία του δημοκρατικού κράτους δικαίου να διαμεσολαβήσει τις κοινωνικές εντάσεις και συγκρούσεις μπορεί να οδηγήσει, και έχει οδηγήσει, ακόμα και τους φιλελεύθερους να ασπαστούν την αναγκαιότητα ενός αυταρχικού κράτους. Υπό αυτήν την έννοια το φασιστικό κράτος δεν είναι τόσο η άρνηση του δημοκρατικού κράτους δικαίου, αλλά η αναστολή του που όμως διατηρεί την βασική λειτουργία του τελευταίου: την ρύθμιση και αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων και των προνομίων που τις χαρακτηρίζουν.
Η σχέση μεταξύ δημοκρατίας-φιλελευθερισμού και φασισμού όμως δεν είναι μόνο μιας ιστορικής αλληλουχίας, όπου οι αδυναμίες και τα αδιέξοδα του ενός οδηγούν στο άλλο. Αντίθετα, πολλά από τα φαινόμενα που συστηματοποιήθηκαν και ταυτίστηκαν με τον φασισμό (ή γενικότερα με τον ολοκληρωτισμό) εμφανίστηκαν και αναπτύχθηκαν στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, και συγκεκριμένα στα καμάρια της φιλελεύθερης δημοκρατίας, την Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής: τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι μαζικές εκτοπίσεις πληθυσμού, η γενοκτονία, ο εξανδραποδισμός ολόκληρων εθνοτικών ομάδων και οι συλλογικές τιμωρίες, η ευγονική, η στρατολόγηση λούμπεν και εγκληματικών στοιχείων για την δημιουργία ενός διευρυμένου παρακράτους,. Δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα:
- Στην Ινδία το 1919 η Βρετανική Κυβέρνηση επέβαλε έναν νόμο που επέβαλε σε όλους τους Ινδούς που περνάγανε από μια συνοικία να περπατάνε σαν ζώα στα τέσσερα.
- Στην Αμερική κατά την διάρκεια της εξόντωσης των Ινδιάνων, η οποία παρεμπιπτόντως πήρε τον χαρακτήρα μιας Τελικής Λύσης, ένας δεκανέας είπε για να δικαιολογήσει την σφαγή παιδιών: «οι κόνιδες γίνονται ψείρες»! Την ίδια περίοδο ο πρόεδρος της Αμερικής Theodor Roosevelt, σεβάσμιος Γέροντας της Δημοκρατίας, μπροστά σε αυτό το θέαμα παρατηρούσε: «Δεν θα φανώ υπερβολικός με το να πω ότι ο μόνος καλός Ινδιάνος είναι ο νεκρός Ινδιάνος. Αλλά πιστεύω ότι οι εννιά στους δέκα είναι και δεν θα ήθελα να το ερευνήσω σε βάθος για τον δέκατο».
Με όλα αυτά δεν θέλω να μειώσω την ένταση που ο φασισμός και ειδικά ο ναζισμός αναπτύσσει αυτές τις πρακτικές. Αλλά αυτό δεν αλλάζει το βασικό επίδικο: ο φασισμός κυοφορήθηκε και προετοιμάστηκε εντός της δημοκρατίας.
Αυτό ισχύει και για την εκπαίδευση: το μαζικό σχολείο ως θεσμός πειθάρχησης και κανονικοποίησης εδραιώνεται στις δυτικές δημοκρατίες. Κατά τον ίδιο τρόπο, όλες οι αφηγήσεις και τα σύμβολα πάνω στα οποία χτίστηκαν οι εθνικιστικοί μύθοι του φασισμού δημιουργήθηκαν και αναπαράγονταν μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα των ίδιων δημοκρατιών. Αυτοί οι μύθοι εν τέλει είναι συνυφασμένοι με το έθνος κράτος ανεξαρτήτως πολιτικής μορφής. Συνεπώς και πάλι δεν πρέπει να μιλάμε με διαφορές είδους αλλά έντασης.
Αυτά ισχύουν και σήμερα, όπως άλλωστε δείχνει και η άνοδος τη Χρυσής Αυγής, η οποία στηρίζεται στον ρατσισμό και τις πολιτικές που εδώ και χρόνια τα δημοκρατικά κόμματα προωθούν. Υπάρχει όμως νομίζω και μια διόλου αμελητέα διαφορά την οποία κλείνοντας την εισήγηση θα ήθελα να τονίσω.
Παρόλες τις πολλές συνάφειες και συνδέσεις μεταξύ τους, ιστορικά ο φασισμός πήρε την μορφή μιας εναλλακτικής στην δημοκρατία. Οι διαφορές τους ως τέτοια διακριτά καθεστώτα δεν πρέπει να υποτιμούνται ή μάλλον υποτιμούνται μόνο από όσους ζούσαν σε ένα δημοκρατικό καθεστώς όσο ατελές και να ήταν. Μπορούμε σήμερα να δούμε τον φασισμό με αυτούς τους όρους; Σίγουρα πάντως ένα φασιστικό καθεστώς σήμερα δεν μπορεί να είναι ίδιο με αυτά του μεσοπολέμου, τα οποία μοιράζονταν με τις δημοκρατίες της εποχής τον ορίζοντα του προνοιακού κράτους και της αναγνώρισης της εργατικής τάξης ως συλλογικό υποκείμενο, φαινόμενα που ο «νεοφιλελευθερισμός» αρνείται. Σήμερα παράγεται μια μορφή ολοκληρωτισμού που για την ώρα δεν χρειάζεται να οδηγήσει σε μια αναίρεση της δημοκρατίας, όσο και να ξευτελίζεται κατά την πορεία αυτός ο όρος. Αντίθετα σήμερα περισσότερο από ποτέ η ίδια η αστική-φιλελεύθερη δημοκρατία γίνεται φασιστική χωρίς μελανοχιτώνες και χωρίς σβάστικες. Θα χρειαστεί άραγε όπως κάποτε μια καθεστωτική μετάβαση ή η διαδικασία μπορεί να ολοκληρωθεί εντός της δημοκρατικής μορφής; Δεν το γνωρίζω αυτό καθώς δεν μιλάμε για μια γραμμική και αυτόματη πορεία αλλά για μια πολύπλοκη διαδικασία που καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από την ταξική πάλη. Ούτε θέλω να πω ποια είναι η λύση από την σκοπιά της αντίστασης στον φασισμό: ο αγώνας για μια «πραγματική δημοκρατία» ή η υπέρβαση του δίπολου φασισμού-δημοκρατία. Σίγουρα πάντως δεν πρέπει να ταυτίζουμε την «φασιστική απειλή» με την Χρυσή Αυγή. Διότι όπως ο Άρθουρ Κέστλερ μας υπενθυμίζει: «Ο κίνδυνος δεν είναι ότι θα ξυπνήσουμε μια μέρα και θα ανακαλύψουμε ότι ζούμε σε ένα φασιστικό καθεστώς. Ο κίνδυνος είναι ότι θα πέσουμε ένα βράδυ για ύπνο αγνοώντας ότι ήδη ζούμε σε ένα».