Όταν μίλησα για παρανομία υπό τη μορφή της λεηλασίας, μίλησα για τον συσσωρευμένο πλούτο σαν να αποτελούνταν από αγαθά προς κατανάλωση, από στοιχεία πλούτου προς θέση σε κυκλοφορία τα οποία θα μπορούσε κανείς να τα ιδιοποιηθεί είτε για να τα χρησιμοποιήσει ο ίδιος, είτε για να τα διανείμει. Αλλά αυτό ήταν απλώς μια αφαίρεση. Ο πλούτος αυτός είναι πριν απ’ όλα ένας μηχανισμός παραγωγής, σε σχέση με τον οποίο το σώμα του εργάτη –τώρα άμεσα παρόν σε σχέση με αυτόν τον πλούτο ο οποίος δεν θα του ανήκει- δεν είναι πλέον απλή επιθυμία, αλλά εργατική δύναμη, η οποία πρέπει να γίνει παραγωγική δύναμη. Σε αυτό ακριβώς το σημείο του μετασχηματισμού της σωματικής δύναμης σε εργατική δύναμη και της ενσωμάτωσης αυτής της δύναμης σε ένα σύστημα παραγωγής που θα την κάνει παραγωγική δύναμη, συγκροτείται μία νέα τάση παρανομίας, η οποία, όπως και εκείνη της λεηλασίας, αφορά τη σχέση ανάμεσα στο σώμα του εργάτη και το σώμα του πλούτου, αλλά το σημείο εφαρμογής της δεν είναι πλέον το σώμα του πλούτου ως αντικείμενο πιθανής ιδιοποίησης, αλλά το σώμα του εργάτη ως δύναμη παραγωγής.
Αυτή η τάση παρανομίας συνίσταται κατ’ ουσίαν στην άρνηση εφαρμογής αυτής της δύναμης στο μηχανισμό παραγωγής. Μπορεί να πάρει περισσότερες μορφές: 1) την απόφαση της οκνηρίας: την άρνηση του εργάτη να προσφέρει στην αγορά εργασίας αυτά τα μπράτσα αυτό το σώμα, αυτή τη δύναμη· την τάση να τα «κλέψει» από το νόμο του ελεύθερου ανταγωνισμού της εργασίας, από την αγορά· 2) την εργατική αταξία, το νομαδισμό: την άρνησή του να εφαρμόσει τη δύναμή του εκεί που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει· αυτό σημαίνει ότι διασπείρει αυτές τις δυνάμεις, αποφασίζει ο ίδιος για πόσο χρόνο θα τις εφαρμόσει· 3) η γιορτή: να μη διατηρείς αυτή τη δύναμη μέσα σε όλα όσα θα μπορούσαν να της επιτρέψουν να χρησιμοποιηθεί, να τη σπαταλάς μη φροντίζοντας το σώμα σου, πέφτοντας στην αταξία· 3) Η άρνηση της οικογένειας: να μη χρησιμοποιείς το σώμα σου για την αναπαραγωγή των εργασιακών του δυνάμεων στη μορφή μιας οικογένειας που αναθρέφει η ίδια τα τέκνα της και εγγυάται, με τις φροντίδες που τους παρέχει, την ανανέωση των εργασιακών δυνάμεων· εδώ έχουμε την άρνηση της οικογένειας μέσω της παλλακείας, της ασωτείας.
Αυτό το σύνολο πρακτικών αναδεικνύεται και καταγγέλλεται από μια ολόκληρη σειρά συγγραφέων που εμφανίζουν τις αγορεύσεις τους ως ένα εγχείρημα ηθικοποίησης της εργατικής τάξης. Έτσι, στο έργο του Delamoralisation des classes laborieuses [Περί ηθικοποιήσεως των εργαζομένων τάξεων] (Παρίσι, Guillaumin 1851), ο Grün επισημαίνει τις κύριες μάστιγες της εργατικής τάξης: 1) την ακράτεια· 2) την απερισκεψία και τους πρώιμους γάμους: ο άνθρωπος πρέπει να παντρεύεται μόνο αν έχει τα μέσα να συντηρήσει οικογένεια· πρέπει να ενσταλάξουμε την καθαρότητα των ηθών αναθέτοντας την εκπαίδευση «στη θρησκευτική διδαχή, στην ευαισθητοποίηση των πατέρων και των μητέρων, στην επαγρύπνηση των εργοδοτών»· 3) ο στροβιλισμός, τα αναρχικά πάθη, η άρνηση υπαγωγής στους νόμους και εγκατάστασης· 4) η έλλειψη οικονομίας· 5) η άρνηση εκπαίδευσης και τελειοποίησης της δύναμης προς εργασία· 6) η έλλειψη υγιεινής· 7) η κακή χρήση της αναψυχής· πρέπει λοιπόν οι εργοδότες και η διοίκηση να καταπιαστούν να τους οργανώσουν. Όλα αυτά παρουσιάζονται ως μία συνηγορία για πράγματα που θα αποσπάσουν τις εργαζόμενες τάξεις από την αθλιότητα και θα τις κάνει πιο ευτυχείς. Αλλά αυτή η φιλολογία λέει επίσης ρητά ότι είναι προς το συμφέρον του αφεντικού να εφαρμοστεί πραγματικά αυτή η δύναμη εργασίας στο μηχανισμό παραγωγής.
Continue reading →