μετάφραση από το Πρακτορείο Rioters
Μπορεί να υπάρξει μια προλεταριακή εξέγερση, υπό την προϋπόθεση ότι οι άλλοι δεν έχουν βγάλει τα όπλα. Εάν σου ρίξουν δυο μηχανοκίνητες μεραρχίες στην μούρη, τότε η προλεταριακή επανάσταση είναι άνευ νοήματος – André Malraux (Virilio 2006: 115)
Η λέξη Occupy έχει προφανώς μια στρατιωτική συνυποδήλωση. Είναι μια αντι-συζήτηση και μια αντι-πρακτική όχι μόνο στις διάφορες στρατιωτικές καταλήψεις (occupations), στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν, αλλά επίσης στην καθημερινή κατάληψη του χώρου και του χρόνου από το κεφάλαιο και το Κράτος. Παρά την παραπομπή αυτή, το στρατιωτικό ζήτημα – το ζήτημα δηλαδή του ρόλου, της ισχύος και της φονικότητας της στρατιωτικής επέμβασης – δεν υπήρξε ιδιαίτερα κεντρικό στις συζητήσεις γύρω απ’ τη στρατηγική των καταλήψεων. Ασφαλώς, το ζήτημα βρέθηκε σε κεντρική θέση στις διαδηλώσεις της “Αραβικής Άνοιξης”, αλλά απ’ την αντίστροφη: ως κριτική στον ρόλο του στρατού στην Αίγυπτο, της στρατιωτικοποίησης της καταστολής στο Μπαχρέιν και τη Συρία, και της αμφιλεγόμενης στρατιωτικής σύγκρουσης της “αντίστασης” στη Λιβύη, με την υποστήριξη του ΟΗΕ.
Στο εσωτερικό των κινημάτων, και ιδιαίτερα των κινημάτων Occupy σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένη Βασίλειο και η Ισπανία (στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν διαφορετικά), το στρατιωτικό ζήτημα έτεινε να εγείρεται μέσω της στρατιωτικοποίησης της αστυνόμευσης. Στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, η χρήση δακρυγόνων και βίας ως απάντηση στις φοιτητικές διαδηλώσεις και στις ταραχές “για πρώτη φορά στην ενδοχώρα”, παραπέμπει στην αποικιοκρατική εμπειρία της Ιρλανδίας και του στρατιωτικού-αστυνομικού-ασφαλίτικου συμπλέγματος που ήδη δοκιμαζόταν σ’ αυτό το εργαστήρι αντι-εξέγερσης. Το ζήτημα της βίας, ιδιαίτερα εκ μέρους των διαδηλωτών, παρέμεινε σε ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο.
Θέλω εδώ να προσεγγίσω το στρατιωτικό ζήτημα σε σχέση με αυτές τις σύγχρονες μορφές αγώνα. Θα το κάνω με έναν μάλλον λοξό τρόπο. Κατ’ αρχήν, θέλω να επανεξετάσω το πρότυπο θεωρητικό έργο του Πωλ Βιριλιό πάνω στον ρόλο του στρατού, ιδιαίτερα τα δυο έργα-κλειδιά του της δεκαετίας του 1970: Το Ταχύτητα και Πολιτική (1997) και Λαϊκή Άμυνα και Οικολογικοί Αγώνες (1978). Ο λόγος γι αυτό δεν είναι απλώς ότι αντηχούν στους όρους των σύγχρονων αγώνων, αλλά επίσης ότι θέτουν κρίσιμα ερωτήματα γύρω απ’ τις δυνατότητες και τα όρια αυτού που ονομάζει ο ίδιος “λαϊκή άμυνα” (Virilio 1990). Στη συνέχεια, θέλω να συγκρίνω την ανάλυση του Βιριλιό πάνω στις μορφές της προλεταριοποίησης και της αντίστασης με κάποια πρόσφατα έργα στη συζήτηση γύρω απ’ την “κομμουνιστικοποίηση”. ιδιαίτερα το έργο της Theorié Communiste (TC) (βλ. Noys, 2011). Ο λόγος γι αυτό δεν είναι ότι η “κομμουνιστικοποίηση”, μέχρι σήμερα, έχει διαδραματίσει κάποιο συγκεκριμένο μείζονα ρόλο σ’ αυτούς τους σύγχρονους αγώνες. Στην πραγματικότητα, ως συζήτηση έχει επιμείνει στην ανίχνευση των ορίων αυτών των νέων μορφών αγώνα, ενώ ταυτόχρονα εκτιμά τί υποδεικνύουν αυτά τα “όρια” για τον μελλοντικό, επαναστατικό κομμουνισμό. Θα προτιμήσω αντίθετα να επιχειρήσω μια σύγκλιση στον προβληματισμό του Βιριλιό και της TC γύρω απ’ την εξάντληση των περασμένων μεθόδων αγώνα, που βασίζονταν στην ύπαρξη μιας εργατικής ταυτότητας. Σ’ αυτήν τη σύγκλιση θέλω να διερευνήσω την εμφάνιση του στρατιωτικού ζητήματος ως ένα πρόβλημα για σκέψη, ανάλυση και πρακτική.
Μια σύντομη σημείωση πριν ξεκινήσω αυτό το έργο: είναι αξιοσημείωτο ότι συχνά σκέψεις πάνω στο στρατιωτικό ζήτημα διολισθαίνουν σ’ έναν “φετιχισμό της τεχνικής” ή σε καχέκτυπα του μηδενισμού του “καθαρού πολέμου” (Virilio 1990: 68). Σε μια πρόσφατη επιθεώρηση του μυθιστορηματικού απολογισμού του Karl Marlantes σχετικά με την εμπειρία του στο Βιετνάμ (Matterhorn, 2010), o Jackson Lears (2010) σημειώνει την έννοια του πολέμου ως “αυθεντική εμπειρία: αυτή είναι η μηδενιστική όψη του σύγχρονου μιλιταρισμού, ανεπηρέαστη από κάθε ηθική προσποίηση”. Αυτή η “μηδενιστική όψη” παίρνει συχνά την μορφή ενός αισθητικού δέους μπρος στην καταστροφική ισχύ της στρατιωτικής δύναμης και των τεχνικών μέσων της. Αμφιβάλω αν θα καταφέρω να αποφύγω εντελώς αυτό το πρόβλημα στη συνέχεια. Θέλω, ωστόσο, να προτείνω την αντιμετώπιση του στρατιωτικού ζητήματος χωρίς, όσο είναι εφικτό, να ενδώσουμε σ’ αυτόν τον φετιχισμό.
Ενδο-Αποικιοποίηση
Στο έργο του κατά τη δεκαετία του 1970, ο Πωλ Βιριλιό παρέχει μια αφετηριακή ανάλυση της εμφάνισης του κράτους και της καπιταλιστικής εξουσίας με όρους στρατιωτικής ισχύος. Χρωστώντας πολλά στον Μαρξ, ή ακριβέστερα στον Έγκελς, που ερεύνησε λεπτομερώς τα στρατιωτικά ζητήματα [2], η ρητορική του Βιριλιό προσφέρει αξιόλογες τροχιές σκέψεις που πηγάζουν από μια πιο οικεία μαρξιστική ανάλυση. Ξεκινώντας από την εργασία του ως πολεοδόμος, ο Βιριλιό ενθουσιάστηκε από τη χωρική διάσταση του πολέμου και τον ρόλο του στην αποκρυστάλλωση των μορφών της σύγχρονης εξουσίας (Virilio 1983: 1-3). Ερμηνεύει εκ νέου την προλεταριακή συνθήκη με στρατιωτικούς όρους. Η ανάλυσή του προτάσσει ότι το προλεταριακό σώμα “παράγεται” μέσα από μια ημι-αποικιοποίηση από την στρατιωτική τάξη, που αρπάζει τα αγαθά και την αξία που παράγονται ώστε να υποστηρίξει τη δική της νωθρή και παρασιτική ύπαρξη (Virilio 1990: 48). Ως απάντηση, το προλεταριάτο μετασχηματίζεται το ίδιο σε μια “πολεμική αντι-μηχανή”, στρατιωτικοποιούμενο μέσα στους συμπαγείς σχηματισμούς της πορείας και της βίας του σαμποτάζ για να πάρει τους δρόμους και να κατακτήσει τα μέσα της βίας. Σ’ αυτό το μοντέλο οι μορφές του παραδοσιακού εργατικού κινήματος -με λίγα λόγια τα κόμματα και τα συνδικάτα- γίνονται εναλλακτικές “στρατιές” ριγμένες στην αντιμετώπιση αυτής της στρατιωτικού τύπου κυριαρχίας.
Για τον Βιριλιό αυτός ο δρόμος οδηγεί σε αποτυχία, και η απόλυτη βία του πυρηνικού πολέμου σηματοδοτεί το “τέλος του προλεταριάτου”: “Με αυτήν την έννοια, ο καθοριστικός ρόλος του προλεταριάτου στην ιστορία παύει να υφίσταται με τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα” (Virilio 1990: 29). Το αποτέλεσμα είναι “ένα είδος απόλυτης αποικιοποίησης” (Virilio 1990: 32), με την οποία η στρατιωτική τάξη τελικά εξουδετερώνει κάθε τοπικότητα ή οικολογία αντίστασης. Αυτό είναι που ονομάζει ενδο-αποικιοποίηση ο Βιριλιό. Είναι εμφανές στο πέρασμα απ’ την απελπισμένη αντίσταση των Βιετναμέζων ενάντια στην οικολογική καταστροφή του εδάφους τους, στην εξαφάνιση (κατά τη δεκαετία του 1970) των Παλαιστινίων από κάθε έδαφος μέχρι τέλους, στον απεδαφικοποιημένο χώρο των μήντια.
Εάν αυτή η ενδο-αποικιοποίηση είναι επιτυχής, τότε οι άνθρωποι περιορίζονται σε εξημερωμένα ζώα, στη συνθήκη του “ανθρώπινου εμπορεύματος” (Virilio 1990: 65). “Ο στόχος της στρατιωτικής κατοχής είναι να μειώσει […] έναν πληθυσμό στην κατάσταση του κινητού σκλάβου, του εμπορεύματος” (Virilio 1990: 54). Στην πραγματικότητα, “Σήμερα αποικιοποιεί κανείς μόνο τον δικό του πληθυσμό. Υποαναπτύσσει τη δική του οικονομία” (Virilio & Lotringer 1983:95). Η τελική απάντηση των Παλαιστινίων σ’ αυτόν τον περιορισμό τους είναι μια λαϊκή επίθεση αυτοκτονιών, καθώς μια λαϊκή άμυνα δεν ήταν πλέον εφικτή.
Ορίζοντας έμμεσα την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, ο Βιριλιό συνδέει τη συνθήκη αυτή με την απόσυρση του Κράτους, που καλύπτεται έπειτα με ένα “δόγμα ασφαλείας” (Virilio 1990: 57) που επιτρέπει την παρέμβαση σε κάθε χώρο. Εν όψει της “τρομοκρατίας” της δεκαετίας του 1970, το Κράτος εξελίσσει ένα νέο πρότυπο εξουσίας εν είδει μιας “παγκόσμιας αστυνομικής καταδίωξης, ενός τρομακτικού μείγματος στρατιωτικής και δικαστικής βίας” (Virilio 1990: 63). Αυτός ο χαρακτηρισμός προφανώς συντονίζεται με την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και της συγκεκριμενοποίησης, τη δεκαετία του 2000, του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”. Ο Βιριλιό συλλαμβάνει εκ των πρωτέρων τις νέες μορφές ασύμμετρου πολέμου και τη λειτουργία “ομηρίας” που επιτελεί ο στρατιωτικός έλεγχος στις σύγχρονες διαμεσολαβημένες κοινωνίες. Σ’ αυτή τη συνθήκη, παραδοσιακές μορφές λαϊκής αντίστασης καθώς και ό,τι αποκαλεί ο Βιριλιό “οικολογικοί αγώνες”, όπως και “η απλή ελευθερία να πηγαίνεις και να έρχεσαι, και μαζί η ελευθερία να παραμένεις, να κρατάς το έδαφός σου” (Virilio 1990:91) τίθενται υπό αμφισβήτηση.
Αυτός ο “οικολογικός αγώνας”, το δικαίωμα να διατηρείς τη θέση σου, προφανώς αντανακλάται στη συνθήκη του “occupy”, που αποπειράται να θέσει ένα όριο στην εισβολή εντός των απομειναριών του “δημόσιου χώρου”. Προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει μια νέα μορφή υποκειμενικότητας -το 99%- ώστε να βρει ένα “έδαφος” αντίστασης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εμμέσως αν όχι άμεσα, προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει την κατάσταση των ανθρώπων απ’ αυτή τη συνθήκη “κινητών εμπορευμάτων” σε ακίνητους διαδηλωτές. Βέβαια, ενώ απευθύνεται σ’ αυτήν τη συνθήκη η δυσκολία παραμένει από την μεριά της στρατιωτικής ισχύος που ο Βιριλιό θεωρεί ως αιτία αυτής της “απεδαφικοποίησης”.
Τέλος του προγραμματισμού
Μ’ έναν μάλλον ιδιάζοντα τρόπο, η ανάλυση του Βιριλιό βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με αυτή τη ομάδας Theorié Communiste (TC) από την Μασσαλία, και με την εξαγγελία τους του “τέλους του προγραμματισμού”. Σύμφωνα με τη θέση τους αυτή, ο καπιταλισμός και το εργατικό κίνημα παρέμεναν αλληλένδετοι σε μια μονομαχία όπου η καπιταλιστική άρνηση του προλεταριάτου γεννούσε την κατάφαση της εργατικής ταυτότητας. Ο “προγραμματισμός” αναφέρεται στην κατάφαση ως ένα πρόγραμμα που μέλει να πραγματοποιηθεί, ένα πρόγραμμα σφυρηλατημένο από τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας (Brown 2011:22). Η TC προσφέρει μια υπόθεση περιοδολόγησης, κατά την οποία το πέρασμα απ’ την τυπική υπαγωγή -την υπαγωγή των εργατών στο κεφάλαιο, κατά την οποία οι εργάτες εξακολουθούν να παράγουν σε μορφές οργάνωσης εξωτερικές του κεφαλαίου, ωστόσο φέρνουν τα προϊόντα της εργασίας τους στην καπιταλιστική αγορά)- στην πραγματική υπαγωγή -όπου οι εργάτες εισάγονται στο κεφάλαιο, όπως στην αλυσίδα παραγωγής (ή την καπιταλιστική γεωργική παραγωγή)- παράγει μια μεταβολή στη σύνθεση του αγώνα. Η περίοδος της τυπικής υπαγωγής φτάνει στο τέλος της γύρω στα 1917, με την εμφάνιση ενός νέου κύκλου αγώνων γύρω απ’ την πραγματική υπαγωγή που περιλαμβάνουν την κατάφαση σε μια εργατική ταυτότητα. Αυτός ο “προγραμματισμός” τίθεται σε κρίση με τη δεύτερη φάση της πραγματικής υπαγωγής, ξεκινώντας στις αρχές της δεκαετίας του 1970, κι ένας νέος κύκλος αγώνων που προτείνει τα όρια αυτής της ταυτότητα ξεκινάει. Η “εγκατάλειψη” του εργάτη από τοκεφάλαιο, οι εργατικοί αγώνες των “λευκών απεργιών” (absenteism), του σαμποτάζ, της άγριας απεργίας, ανοίγουν νέες “τροχιές πτήσης” που “αδειάζουν” τις παραδοσιακές μορφές του προγραμματισμού (κόμματα, συνδικάτα κλπ).
Στην ανάλυση της TC, αυτός ο κύκλος αγώνων δεν κλείνει απλώς την προλεταριακή συνθήκη (“πλέον είμαστε όλοι μεσαία τάξη”), αλλά την μετασχηματίζει κατά τέτοιον τρόπο που προτείνει την αναγκαιότητα (μάλλον παρά την επιλογή) του προλεταριάτου ως τάξη που καταλύει τον εαυτό της. Υποστηρίζουν ότι: “Η κομμουνιστικοποίηση είναι προσχηματισμένη κάθε φορά που η ύπαρξη του προλεταριάτου παράγεται ως κάτι εξωτερικό απ’ αυτό το ίδιο, ως ένας αντικειμενικός καταναγκασμός που γίνεται εξωτερικός μέσα στην ίδια την ύπαρξη του κεφαλαίου” (R.S. 2011:95). Η “εμφάνιση” της κομμουνιστικοποίησης βρίσκεται στην άκρη ή στα όρια του αγώνα, μέσα στον οποίον η ίδια η (εργατική) τάξη “εμφανίζεται ως ένας εξωτερικός περιορισμός, ως ένα όριο που πρέπει να ξεπεραστεί” (R.S. 2011:95). Σ’ αυτό το ιστορικό πρότυπο, αυτές οι αλλαγές των αγώνων θέτουν τον κομμουνισμό στην ημερήσια διάταξη ως κομμουνιστικοποίηση, απαλλαγμένη από τις παλιότερες “εργατίστικες” αυταπάτες [3].
Ήταν τα εργατικά κινήματα των δεκαετιών του 1960 και του ’70, που ήρθαν πρώτα αντιμέτωπα με αυτήν την κατάφαση. Επίσης, η καπιταλιστική απάντηση της αποσύνδεσης του εργάτη από την εργασία θα ξεμπερδέψει μια και καλή με την κατάφαση σε μια εργατική ταυτότητα ως ουσιαστική “στιγμή” της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Κάτω απ’ την αμφίπλευρη πίεση αυτών των δυο παραγόντων, οι μορφές κατάφασης σε μια εργατική ταυτότητα θα άδειαζαν από τα μέσα τους. Αντί να αντιλαμβάνεται κάτι τέτοιο απλά ως ένδειξη ήττας, η TC υποστηρίζει ότι είναι ενδεικτικό μιας ανασύνθεσης του αγώνα, με το προλεταριάτο ως τον πόλο της άρνησης, δομημένο μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα και ενάντια σ’ αυτό, ένα σύστημα το οποίο δεν έχει ανάγκη πλέον την “εργατική τάξη” ως διαμεσολαβητή.
Η σύγκριση μεταξύ Βιριλιό και TC γίνεται πιο σαφής εάν θυμηθούμε την κατάληψη του εργοστασίου ωρολογοποιίας της Lip στην Beçanson και την αυτοδιαχείριση από τους εργάτες του, το 1973. Εκείνη την περίοδο, πολλοί μέσα απ’ τη γαλλική άκρα αριστερά, ιδιαίτερα μαοϊκοί, θεώρησαν αυτήν την πράξη της κατάληψης ως μια ένδειξη ότι οι εργάτες δεν είχαν πια ανάγκη την καθοδήγηση κομμάτων ή ακτιβιστών για να διευθύνουν τον αγώνα τους. Αυτό τέλος πάντων ήταν το συμπέρασμα του Ζακ Ρανσιέρ (Rancière 2011: 90; Brown 2011: 20). Σ’ ένα παρόμοιο πόρισμα είχαν καταλήξει και οι πρώην μαοϊκοί ακτιβιστές Γκυ Λαρντρώ και Κριστιάν Ζαμπέ:
“Τελικά καταλάβαμε σε κάποια φάση ότι οι μάζες είχαν πάρει από μας όλα όσα μπορούσαν, ότι οι διανοούμενοι δεν είχαν πια τίποτε να τους δώσουν. Όλα όσα είχαμε κάνει πέρασαν στις μάζες τις ίδιες. Βλέποντας τα γεγονότα στη Lip, γινόταν ολοένα και πιο σαφές ότι δεν υπήρχε πια καμμία έννοια πολιτικού ακτιβισμού (militancy)”. (Starr 1995:91).
Υπήρχαν ωστόσο και αντίθετες φωνές. Το γαλλικό ακροαριστερό περιοδικό Négation, υποστήριξε τότε ότι οι εργάτες της Lip είχαν αγγίξει ένα όριο -το όριο της αυτοδιαχείρισης (Négation 2007; Brown 2011: 20, ΣτΜ:ελληνική μετάφραση διαθέσιμη). Οι εργάτες της Lip ήταν ανίκανοι να ξεπεράσουν τα όρια του ίδιου τους του εργοστασίου και περιορίζονταν στο να ξαναβάλουν μπρος σε μια καπιταλιστική επιχείριση. Έτσι, ενώ αφενός αναγνώριζαν ότι επρόκειτο για έναν αγώνα, για το Négation ο αγώνας αυτός περιοριζόταν από την αδυναμία του να πάει πέρα από τα όρια της ταυτότητας των εργατών ως εργάτες. Το σημείο αυτό, όπως είδαμε, ξαναπιάνεται με περισσότερες λεπτομέριες από την TC.
Όσον αφορά τον Βιριλιό, η οπτική του είναι παρεμφερής. Με περισσότερο ακόμα συμπάθεια, ο Βιριλιό θεωρεί τον αγώνα αυτόν ως μια απόπειρα να κρατηθούν οι οικολογικές “θερμοπύλες” ενός αγώνα. Όπως παρατηρεί ο ίδιος:
“Τα συνδικάτα ήξεραν καλά τί έκαναν όταν ζητούσαν απ’ τους εργάτες να προσέξουν πολύ καλά τα εργαλεία της παραγωγής. Είναι σαν, μέσα στα μυαλά τους, τα εργαλεία αυτά να αποτελούν την τελευταία αναπαράσταση του αυθεντικού τους περιβάλλοντος, την εγγύηση και τον όρο διαμονής ολόκληρης της νόμιμης ύπαρξής τους. (Virilio 1990:54)
Ενώ φυσικά, με έναν τρόπο κάπως ανάλογο αυτού του Négation, ο Βιριλιό βλέπει τον αγώνα αυτόν να χάνει το βήμα του μπρος στην εξέλιξη της “απεδαφικοποίησης” που επιφέρουν οι δυνάμεις του Κράτους και του κεφαλαίου, αρνείται επίσης απλά να καταδικάσει την απόπειρα αυτή εκ προοιμίου.
Η αντίσταση είναι μάταιη ή και όχι
Εάν θέσουμε αυτές τις παρατηρήσεις σε διάλογο μεταξύ τους, μπορούμε να πούμε ότι το “στρατιωτικό ζήτημα” τώρα τίθεται με τους όρους των νέων μορφών και δυνατοτήτων της “προλεταριακής συνθήκης”. Ο Βιριλιό συμπεραίνει ότι η διασπορά της στρατιωτικής ισχύος στον χώρο και τον χρόνο θέτει ένα τέλμα στο παραδοσιακό δικαίωμα στην αντίσταση – όσο αυτή μένει εδαφικοποιημένη σε ένα συγκεκριμένο έδαφος και στη διατήρηση των μέσων της βίας. Στην πράξη, “στερημένοι από το παραγωγικό τους οπλοστάσιο, (οι προλετάριοι) παύουν να αποτελούν προνομιούχους οικονομικούς συνεταίρους στη συνθήκη της στρατιωτικής ημι-αποικιοποίησης” (Virilio 1990:53). Η κατάρρευση του εδάφους κάτω απ’ τη συνθήκη αυτή μεταξύ στρατιωτικής ισχύος και πολιτών, σημαίνει ότι: “από δω και πέρα, οι στρατιωτικές επιθέσεις δεν περιορίζονται απ’ τον χρόνο και η οργιαστική συμμετοχή δεν είναι παρά η παράλογη υποστήριξη μιας τεχνικο-λογιστικής υπερ-εθνικότητας, το τελικό στάδιο της απεδαφικοποίησης και, ως εκ τούτου, της δουλείας. (Virilio 1990:72) Αυτή η “εξαφάνιση” σημαίνει ότι δεν μπορούμε να εντοπίσουμε μια στιγμή αντίστασης, και άρα η αντίσταση εμφανίζεται ως διαλυμένη [4].
Το απαισιόδοξο συμπέρασμα του Βιριλιό είναι ότι η επανάσταση είναι ανέφικτη και μένει χώρος μόνο για επαναστατική αντίσταση, όμως κι αυτή όπως βλέπουμε φαίνεται γενικά αναποτελεσματική. Με έναν τυπικά υπερβολικό τρόπο, ο ίδιος καταλήγει:
“Μπορούμε απλά να πεθάνουμε. Σε κάθε περίπτωση, δεν μας έχουν ανάγκη πια: ρομποτ και υπολογιστές θα αναλάβουν την παραγωγή. Ο πόλεμος έχει αυτοματοποιηθεί, και μαζί μ’ αυτόν η ισχύς της λήψης αποφάσεων. Δε χρειάζονται πια τους ανθρώπους, στρατιώτες ή εργάτες, παρά μόνο μέσα απόλυτης εξόντωσης, τόσο στη σφαίρα του εμπορίου όσο κι αλλού. (Virilio & Lotringer 1983:102)
Αν και εδώ καταγράφει την “εγκατάλειψη” της εργασίας από το κεφάλαιο, κάτι που καταγράφει επίσης και η TC, το προεκτείνει σε ένα όραμα εξόντωσης που πέφτει έξω απ’ την ακόμη υπάρχουσα “κινούμενη αντίθεση” της ανάγκης του κεφαλαίου για εργασία.
Αντίθετα, η TC υποστηρίζει ότι οι νέες μορφές “αυτοκτονικού” αγώνα σκιαγραφούν τα όρια αυτής της απεδαφικοποίησης, ενώ εξακολουθούν να την ανταγωνίζονται. Στους αγώνες αυτούς, οι εργάτες δεν προσπαθούν πια να υπερασπιστούν ένα εργατικό κεκτημένο που καταρρέει, αλλά αντίθετα “ωθούνται” σε μια “ρήξη” με την ταυτότητα που παρήγαγε αυτό. Αυτό συνεπάγεται την πυρπόληση των εργοστασίων, τις απαιτήσεις όσο το δυνατόν υψηλότερων αποζημιώσεων, και άλλες “εξόδους” από την εργασία (R.S. 2011:119). Αυτοί οι αγώνες βρίσκονται σε μια διφορούμενη κατάσταση, που αφενός είναι ενδεικτική της τραγωδίας των εργατών που στερούνται την ταυτότητα του εργάτη αλλά αφετέρου προεικονίζουν φευγαλέα και την “απο-ουσιαστικοποίηση” της εργασίας (R.S 2011:120). Αντίθετα στην αίσθηση του Βιριλιό ότι το προλεταριάτο έχει εξουθενωθεί υπό την απειλή της εξόντωσής του, η TC προτείνει ότι η “ρήξη” της αυτοκατάλυσης του προλεταριάτου μπορεί να προεικονίζει τη δυνατότητα εμφάνισης μιας νέας επαναστατικής διαδικασίας ως κομμουνιστικοποίηση.
Ενώ ο Βιριλιό τείνει προς έναν αποκαλυπτικό πεσσιμισμό, η παράκαμψη του στρατιωτικού ζητήματος από την TC παράγει ορισμένες στιγμές αξιοσημείωτης αισιοδοξίας σχετικά με τη διαδικασία της επανάστασης ως κομμουνιστικοποίηση:
“Η αντιπαράθεση με το κράτος θέτει άμεσα το ζήτημα των όπλων, που μπορεί να επιλυθεί μόνο στήνοντας ένα δίκτυο διανομής που να μπορεί να στηρίξει την μάχη σε δυνητικά απεριόριστα πεδία. Οι στρατιωτικές και οι κοινωνικές δραστηριότητες είναι αδιαχώριστες, ταυτόχρονες, και αμοιβαία διεισδύουσες: το στήσιμο ενός μετώπου ή ορισμένων καθορισμένων ζωνών μάχης είναι θάνατος για την επανάσταση” (2011:56)
Αν και θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε εν μέρει μ’ αυτήν την πρόταση, το επίπεδο αφαίρεσης μέσω της οποίας τίθεται, το κάνει εξαιρετικά δύσκολο να δούμε πώς θα πάρει το πάνω χέρι απέναντι στο “στρατιωτικό σώμα” μιας συμπαγούς και δι-εθνικής άρχουσας τάξης. Σε άλλο σημείο, η TC αναφέρει πως ενδέχεται να υπάρξει “η πιθανότητα μιας πολλαπλότητας μικρών, βαρβαρικών πολέμων” (R.S. 2011:138)
Οι ελπίδες της TC βρίσκονται με το μέρος της ίδιας της ταχύτητας της διαδικασίας κομμουνιστικοποίησης, ώστε να ξεπεράσει τις στρατιωτικές και λογιστικές δυνατότητες της καπιταλιστικής τάξης:
Εάν (η επανάσταση) επιτρέψει την κατάλυση ενός αυξανόμενο βαθμού ανταγωνισμών και διαιρέσεων ανάμεσα στους προλεταρίους, καθιστώντας την το περιεχόμενο και την εξέλιξη της ένοπλης αντιπαράθεσής της με αυτούς που η καπιταλιστική τάξη θα είναι ακόμη σε θέση να κινητοποιήσει, να ενσωματώσει και να αναπαράξει εντός των κοινωνικών σχέσεών της (2011:56)
Είναι η ταχύτατη ανάπτυξη της “προλεταριακής συνθήκης”, που δε δεσμεύεται πλέον απ’ τις συνηθισμένες οργανωτικές και μισθολογικές μορφές, που θα επιτρέψει ένα ξεπέρασμα, υποστηρίζουν, του στρατιωτικού τμήματος (και της δυνατότητάς του για καταστροφή) που είναι ακόμα ενσωματωμένο στο κεφάλαιο. Ως εκ τούτου, βασίζουν τη δυνατότητα της κομμουνιστικοποίησης στην επίδραση της επιτάχυνσης:
“Αυτός είναι ο λόγος που όλα τα μέτρα της κομμουνιστικοποίησης θα πρέπει να έχουν μια δυναμική επίδραση στη διάλυση των συνδέσεων που ενώνουν τους εχθρούς μας και την υλική τους υποστήριξη: θα πρέπει να καταστραφούν τάχιστα, χωρίς τη δυνατότητα επιστροφής”. (2011:56)
Μια παρόμοια τροπή εμφανίζεται στο κείμενο του Rocamadur/Blaumachen του 2012 πάνω στις ταραχές του Λονδίνου. Συμπεραίνουν:
“Η δυναμική της ταξικής πάλης σήμερα δεν μπορεί ποτέ να είναι νικηφόρα, επειδή εξακολουθεί να βρίσκει μπροστά της την ίδια την ταξική πάλη ως όριό της, ως το σημείο όπου ο πολλαπλασιασμός των ρήξεων θα γίνει ξεπέρασμα του ταξικού ανήκειν (και κατά συνέπεια της ταξικής αυτοοργάνωσης), σαν μια επανάσταση μέσα στην επανάσταση, ως μέτρα κομμουνιστικοποίησης, που είτε θα απο-κεφαλαιοποιούν (κομμουνιστικοποιούν) τη ζωή ολοένα και περισσότερο, είτε θα τσακίζονται” (2012)
Φυσικά, το ζήτημα είναι εάν η ταχύτητα για την οποία κάνει λόγο η TC, εάν η ταχύτητα της κομμουνιστικοποίησης στη διαδικασία της επανάστασης, θα “απο-κεφαλαιοποιεί τη ζωή ολοένα και περισσότερο” ή αν “θα τσακιστεί”. Είναι για μένα, η μάλλον αιμοδιψής τάση να μην υπολογίσω σοβαρά τη δεύτερη πιθανότητα, που μοιάζει προβληματική.
Αυτό είναι το ερώτημα που θέτει ο Βιριλιό. Σημειώνει την εξαφάνιση του στρατού από την ίδια την πολεμική μηχανή, υποδεικνύοντας ότι ο κυβερνήτης του HMS Sheffield δεν είχε χρόνο να αντιδράσει στην εκτόξευση ενός πυραύλου Exocet από ένα αεροσκάφος Super Etendard, ο πιλότος του οποίου υπάκουε στο δόγμα του “πυροβόλα και ξέχνα”/”Fire and Forget” (Virilio & Lotringer 1983:18). Το πλοίο καταστράφηκε. Η Μπέβερλυ Σίλβερ (2003) έδειξε επίσης ότι απέναντι στους τεράστιους στρατούς κληρωτών, που επέτρεπαν στους εργάτες να διαπραγματευθούν τη θέση τους απέναντι στο Κράτος όταν αυτό τους αμολούσε σ’ έναν πόλεμο, η απάντηση ήταν να επαγγελματοποιήσει, ιδιωτικοποιήσει και ελαχιστοποιήσει τον ρόλο των εργατών στον πόλεμο – σε συνάρτηση με τη γενική τάση του καπιταλισμού να αντικαθιστά το μεταβλητό κεφάλαιο με σταθερό κεφάλαιο. Στην αργκό του αμερικανικού στρατού, η τάση προς τα τηλεχειριζόμενα μη-επανδρωμένα αεροσκάφη (drones), ορίζεται ως “συμπίεση της αλυσίδας θανάτων”/”compressing the kill chain”: η αφαίρεση ή ελαχιστοποίηση της ανθρώπινης εμπλοκής στην καταστροφή. Ενδεχομένως δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε αυτούς τους καλωδιομένους “ηθικούς drones” να βλέπουν την προλεταριακή επανάσταση ως μια πράξη ανηθικότητας.
Στην πραγματικότητα, αυτή η επένδυση στην ταχύτητα και την κινητικότητα είναι ακριβώς το πεδίο του “πολέμου του χρόνου” που βλέπει ο Βιριλιό ως το μείζον πρόβλημα της στρατιωτικής τάξης. Ο πόλεμος της επιτάχυνσης δημιουργεί νέες τεχνολογίες που σπρώχνουν τους ανθρώπους έξω απ’ το πεδίο της επιλογής και του ελέγχου, προς όφελος μιας αυτόματης και αυτοματικής αναχαίτισης. Αν και δεν αφομοιώνω φυσικά την TC σ’ αυτή τη συζήτηση, μπορούμε να δούμε αυτό που έχουμε εδώ ως ακριβώς έναν “πόλεμο του χρόνου”. Απ’ την μια έχουμε την εκμηδένιση ή ελαχιστοποίηση της εργασίας απ’ τη διαδικασία του πολέμου, την αύξηση της ταχύτητας και της βίας της στρατιωτικής απάντησης. Απ’ την άλλη, βρίσκουμε την φαινομενική αναγκαιότητα της ταχύτατης διασποράς της επανάστασης προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτήν τη δυνατότητα. Έχουμε λοιπόν θαρρώ, δυο συμμετρικές πιθανότητες. Θα μπορούσαμε, κατ’ αρχήν, να υπερεκτιμήσουμε τις στρατιωτικές δυνατότητες της “δι-εθνικής στρατιωτικής τάξης”, κι έτσι να οδηγηθούμε στην απραξία από την μεριά μας, ει δε μη στην πραγμοποίηση και στη φετιχοποίηση της στρατιωτικής ισχύος (έναν κίνδυνο που διατρέχει ο ίδιος ο Βιριλιό). Δεύτερον, απ’ την άλλη, θα μπορούσαμε επίσης να υπεκφύγουμε του στρατιωτικού ζητήματος απλά επαναπαυόμενοι στην “ανώτερη” ταχύτητα της επανάστασης. Μου φαίνεται πως αυτόν τον κίνδυνο διατρέχουν ορισμένες προτάσεις της TC.
Φυσικά, το Occupy είναι, ή ήταν, ένας ετερογενής σχηματισμός, ή σύνολο σχηματισμών, που συνήθως στόχευε να ξεφύγει απ’ αυτού του είδους την αποκρυστάλλωση. Αν μη τί άλλο, η τυπολογία που ανιχνεύσαμε, βρίσκεται εγγύτερα (γενικά) στην εμμονή του Βιριλιό για τη συνέχιση της οικολογικής αντίστασης μετά την εξαφάνιση της επανάστασης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν είναι τόσο φανερό το πού διαφεύγει απ’ το στρατιωτικό ζήτημα αλλά το ότι το αρνείται θετικά, ακριβώς για να ξεφύγει απ’ τη συζήτηση του “καθαρού πολέμου” που ο Βιριλιό ισχυρίζεται ότι βρίσκεται στην καρδιά του Δυτικού μηδενισμού (Virilio 1990:68). Κάτι ανάλογο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε για την TC. Η πρότασή μου είναι ταπεινή. Αν και αποτελεί αξιέπαινο στόχο, θα μπορούσε η πολιτική της διασποράς, του συντονισμού και της επιτάχυνσης να κληθούν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο την αδράνεια των πρακτικά αδρανών, αλλά επίσης τις στρατιωτικοποιημένες μορφές του καπιταλιστικού Κράτους που μεταχειρίζονται και εμπλέκονται σ’ αυτές ακριβώς τις νέες μορφές για να αναπαράγουν τη δική τους απεδαφικοποίηση και εδαφικοποίηση της εξουσίας.
Σημειώσεις:
[1] Ο Jason Adams (2012) χρησιμοποίησε τον Βιριλιό προκειμένου να διερευνήσει τις στρατηγικές δυσκολίες και τάσεις στο κίνημα Occupy, όμως χωρίς να εγείρει άμεσα το στρατιωτικό ζήτημα. Οφείλω πολλά στον Jason Adams για την ενθάρρυνση του να συνεχίσω αυτές τις σκέψεις.
[2] Κατά τη γνώμη μου, υπάρχει μια σύγχυση μεταξύ Μαρξ και Έγκελς. Ο Έγκελς ήταν γνώστης της πραγματικότητας του πολέμου, ακόμη κι αν δεν τον έβλεπε με τον τρόπο που τον βλέπουμε εμείς. Υπήρχε επίσης η ιδέα της επανοικειοποίησης του πολέμου από την εργατική τάξη. Η εργατική τάξη, ιδιαίτερα στο ξεκίνημα του συνδικαλισμού, ήταν μια ομάδα μάχης. Η σχέση του μαρξισμού με τον πόλεμο δεν ήταν ιδιαίτερα σαφής στο ξεκίνημα αυτό (Virilio & Lotringer 1983: 105).
[3] Αυτό έρχεται επίσης σε αντίθεση με τη θεωρία της “κομμουνιστικοποίησης” των Gilles Dauvé και Karl Nesic, που αντιμετωπίζουν την “κομμουνιστικοποίηση” ως μια εγγενή πιθανότητα να πραγματοποιηθεί ανά πάσα στιγμή, και όχι ως μια ιστορικά προσδιορισμένη πιθανότητα (βλ. Endnotes 2008).
[4] Αυτή η διάγνωση φέρει κάποια ομοιότητα με αυτήν του Καρλ Σμιτ στη Θεωρία του Αντάρτη (Carl Schmitt “Theory of the Partisan” 1963)
Βιβλιογραφία:
Adams, Jason (2012), ‘Occupy Time’, Radical Philosophy 171: 15-18.Brown, Nathan (2011), ‘Red years: Althusser’s lesson, Rancière’serror and the real movement of history’, Radical Philosophy 170: 16-24.
Endnotes 1 (2008).
Lears, Jackson (2010), ‘Mad Monkey. Review of Μatterhorn by KarlMarlantes’, London Review of Books [Online] 32.18: 15-17.http://www.lrb.co.uk/v32/n18/jackson-lears/mad-monkey
Négation (2007), ‘Lip and the Self-Managed Counter-Revolution’[1973], trans. Peter Rachleff and Alan Wallach, http://libcom.org/library/lip-and-the-self-managed-counter-revolution-negation(accessed 22 December 2012). (ΣτΜ ελληνικά: http://rioters.espivblogs.net/2009/10/06/to-%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%83%CF%84%CE%AC%CF%83%CE%B9%CE%BF-%CF%84%CE%B7%CF%82-lip-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA/)
Noys, Benjamin (ed.) (2011), Communization and its Discontents ,Brooklyn: Autonomedia / Minor Compositions
Rancière, Jacques (2011), Althusser’s Lesson [1974], trans. EmilianoBattista, London: Continuum.
Rocamadur / Blaumachen, ‘The feral underclass hits the streets: Onthe English riots and other ordeals’, SIC: International Journal for Communization
(2012),http://sic.communisation.net/en/the-feral-underclass-hits-the-streets?DokuWiki=e19764affecb034401ae1fc9df032fbb (Accessed23 December 2012)
R.S. (2011), ‘The Present Moment’, SIC: International Journal for Communization 1 (2011): 95-144.http://riff-raff.se/en/sic1/sic-1-07-the-present-moment.pdf (Accessed23 December 2012) (ΣτΜ: ελληνικά: http://www.blaumachen.gr/2011/11/%CE%B7-%CF%84%CF%89%CF%81%CE%B9%CE%BD%CE%AE-%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B3%CE%BC%CE%AE/)
Schmitt, Carl (2007), Theory of the Partisan, trans. G. L. Ulmen, New York: Telos Publishing.Silver, Beverly J. (2003), Forces of Labor, Cambridge: Cambridge UP.
Starr, Peter (1995), Logics of Failed Revolt: French Theory After May ’68, Stanford: Stanford University Press.
Theorié Communiste (2011), ‘Communization in the Present Tense’, in Communization and its Discontents, ed. Benjamin Noys, Brooklyn:Autonomedia / Minor Compositions, pp.41-58
Virilio, Paul (1990), Popular Defense and Ecological Struggles [1978], trans. Mark Polizzotti, New York: Semiotext(e).
Virilio, Paul (2006),Speed and Politics [1977], trans. Marc Polizzotti,New York: Semiotext(e).
Virilio Paul, and Sylvère Lotringer (1983), Pure War, trans. MarkPolizzotti, New York: Semiotext(e)