Tag Archives: ΝΑΖΙΣΤΕΣ

H επικινδυνότητα του θεσμικού αντιφασισμού

foto-ntropis-390x280

αναδημοσίευση από sinialo.espiv.net

H ενίσχυση της Μέρκελ στην Γερμανία, η ανάδειξη της λεπενικής ακροδεξιάς σε πρώτη δύναμη στην Γαλλία, η άνοδος της ακροδεξιάς στην Αυστρία αλλά και πολλές μικρότερου βεληνεκούς πολιτικές μεταλλάξεις τόσο στην υπόλοιπη Ευρώπη όσο και στην Αμερική επιβεβαιώνουν τη γραμμική ακροδεξιά μετατόπιση της αστικής δημοκρατίας, ως την πιο φερέγγυα πολιτική εκδοχή για την διασφάλιση της απρόσκοπτης συσσώρευσης κεφαλαίων μέσα στο καθεστώς μιας παγκοσμιοποιημένης συστημικής κρίσης.

Η αδιάλειπτη αυτή ακροδεξιά μετατόπιση δεν έχει να κάνει με παραδοσιακού τύπου φυλετικές και εθνικιστικές αναβιώσεις του φασισμού αλλά με «εξελιγμένες» μορφές που βασίζονται σε πολιτισμικού τύπου πλασματικούς διαχωρισμούς, σε μια αυταρχικοποίηση της αστικής θέσμισης από την οικογένεια μέχρι τις εργασιακές σχέσεις, σε μια περιστολή των όποιων πολιτικών ελευθεριών, σε μια περίφρακτη καθημερινότητα κοινωνικού ελέγχου και καταστολής. Πρόκειται δηλαδή για τα χαρακτηριστικά που προσομοιάζουν στην -«αποκαθαρμένη» από το ναζισμό της ΧΑ- ακροδεξιά συγκρότηση της νεοδημοκρατικής πολιτικής διαχείρισης. Έχουμε ήδη αναφερθεί αρκετές φορές στην χρησιμοποίηση της ΧΑ ως «πουλέν» του ελληνικού καπιταλισμού εν μέσω της τρέχουσας συστημικής κρίσης.

Μετά τις τελευταίες εξελίξεις και ενώ συνεχίζονται οι διώξεις στελεχών –ένστολων και μη- των φασιστικών συμμοριών διατυπώνονται ήδη δύο ποιότητες συμπεριφορών τους (με δεδομένη την ανυπαρξία αφενός της όποιας μαζικής υποστήριξης από τους «οπαδούς και ψηφοφόρους» του… λαϊκού συνδέσμου, γεγονός που, αφετέρου, επιβεβαιώνει όλη την παραδοσιακή νεοελληνική μικροαστική κουλτούρα της ανάθεσης και στην περίπτωση της «εθνικιστικής αναγέννησης»). Η μία έχει να κάνει με την άτακτη φυγή που αποτυπώνεται από κλείσιμο γραφείων, αναστολή δράσεων, απομαζικοποίηση του «κινήματος», μαζικό σβήσιμο ψηφιακών ιχνών, απόσυρση των φασιστικών συμβόλων και της σημειολογίας από την καθημερινή «κανονικότητα» και την άρση της κοινωνικής τους νομιμοποίησης. Η άλλη έχει να κάνει με την σκλήρυνση των πολλών εκείνων (λίγο περισσότερους από το μισό εκατομμύριο του 2012) ακόμη επίμονων υποστηρικτών της ΧΑ που μπορεί να μην εκφράζεται με κάποιον τρόπο μέσα στην συγκυρία αλλά που δεν έχει άλλα περιθώρια παρά να αρχίσει να εκφράζεται χωρίς καμία υποστολή της ουσίας της ρατσιστικής και εθνικιστικής μιλιταριστικής τους υπόστασης. Σε επίπεδο φαινομενικότητας και ρητορείας θα υπάρξουν «ομαλές διευθετήσεις», οι οποίες, όμως, είναι εξορισμού αδύνατον να ακυρώσουν την ουσία της φασιστικής επιθετικότητας που αποτελεί όρο ζωής της συγκεκριμένης αντίληψης.

Είναι αλήθεια ότι η αντιφασιστική επίφαση της αστικής δημοκρατίας των ημερών μας δεν είναι τίποτε άλλο από απόπειρα ενδυνάμωσης του δημοκρατικού αυταρχισμού, ενώ είναι σαφές ότι τα όψιμα «αντιφασιστικά μέτωπα» διεκδικούν τη συνέχεια της απομαζικοποιημένης πια «κουλτούρας των πλατειών». Είναι κάτι παραπάνω πλέον από προφανές ότι η χρήση της «θεωρίας των δύο άκρων» με μια διεσταλμένη προσέγγιση της βίας αυτής καθεαυτής (εξαφανίζοντας το τυπικό λογικό αναγώγιμο «δι’ εαυτήν»)  ως φασιστικής, στοχεύει στην συντριβή των κοινωνικών αντιστάσεων ενώ προωθούνται νέα δυσβάστακτα μέτρα εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Επίσης είναι προφανές ότι η σοσιαλδημοκρατική αριστερά προσπαθεί να περάσει με καλό βαθμό στις εξετάσεις νομιμοφροσύνης που κάθε φορά θέτει η ακροδεξιά διακυβέρνηση.  Επιπλέον, δεν θεωρούμε τυχαίο ότι ενώ συμβαίνουν τόσα πράγματα ο Σύριζα της πόλης μας καλεί σε συζήτηση για… τις δημοτικές εκλογές!

Continue reading

Για τον κρατικό αντιφασισμό (Τ. Θεοφίλου – Ρ. Συριανού)

mixaloliakos_kasidiaris_evelpidon_aftodioikisi-620x320

(το κείμενο αναδημοσιεύεται από το ιντυμίντια και ο τίτλος είναι δικός μας)

Όσα ακολούθησαν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα αναμφίβολα θα δημιούργησαν σε πολλούς ένα μειδίαμα, αν όχι για κάποιον άλλο λόγο, σίγουρα από το παράδοξο θέαμα να βλέπει κανείς έναν από τους πιο μαύρους εκφραστές του συστήματος να πνίγεται στο ίδιο του το δηλητήριο. Όλη η ρητορική της Χρυσής Αυγής περί αυστηροποίησης της ποινικής νομοθεσίας, περί αυστηροποίησης των αντιτρομοκρατικών και αντιεγκληματικών νόμων, τώρα στρέφεται εναντίον της με τον ίδιο αμείλικτο τρόπο που η ίδια πρότεινε. Με την ίδια «αντιδημοκρατική» ένταση που εδώ και καιρό απαιτούσε.

Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Τουλάχιστον όχι με τον ίδιο τρόπο. Το κράτος έχει εκθρέψει και έχει χρησιμοποιήσει κατά κόρον παρακρατικούς μηχανισμούς ώστε να πετύχει αποτελέσματα που για μια σειρά λόγων δεν μπορούσε να πετύχει μέσω των επίσημων οδών. Στη τωρινή συνθήκη όμως φαίνεται πως ένα παρακράτος της μορφής της Χ.Α. δεν του είναι απαραίτητο. Η υπεροπλία που έχει αναπτύξει σε όλο το φάσμα των ποινικών και κατασταλτικών μεθόδων έχει εξασφαλίσει πως μπορεί πλέον να επιτελέσει όλες τις λειτουργίες του παρακράτους σε ένα θεσμοποιημένο και επίσημο επίπεδο. Στα πλαίσια της ολοκληροτικοποίησής του δεν διανοείται να μην έχει τα πάντα υπό τον κεντρικό του έλεγχο. Έτσι αφού πρώτα υοθετίσει όλες της λειτουργίες και τη ρητορική των μέχρι πρότινος σκοτεινών μηχανισμών του, θα τους ξεπαστρέψει με τον πιο ατιμωτικό τρόπο, ξεπερνώντας εν μια νυκτί τους έως τώρα κανόνες “fair play” που καθόριζαν τη σχέση τους.

Όλο αυτό το ξεπέρασμα είναι συγχρόνως μια παρακαταθήκη. Όμως καθετί που ξεπερνάει τα θεσμικά και πολιτικά όρια, δεν είναι μια εξαίρεση αλλά ένα ακόμα βήμα για την εξοικείωση της κοινωνίας με ένα μόνιμο καθεστώς εξαίρεσης. Ο νόμος για τα παλούκια στις διαδηλώσεις ή οι «μη ένοπλες οργανώσεις» μάλλον δε στοχεύουν στην ποινικοποίηση της Χ.Α., στην οποία ούτως ή άλλως βρέθηκαν όπλα.

Continue reading

Η μνήμη χρυσόψαρου και η ελληνική “νύχτα των μεγάλων μαχαιριών”

Αναδημοσίευση από πολυεργαλείο

Ο σύγχρονος φασισμός ορίζεται ως η εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης ακραία υποτίμηση της εργατικής δύναμης μέσω της υλικής, ψυχολογικής και βιολογικής εξολόθρευσης ενός μεγάλου κομματιού του πλεονάζοντος προλεταριακού πληθυσμού και της εκμαίευσης/εξαγοράς της συναίνεσης ενός μεγάλου κομματιού των (πρωην) μικροαστικών στρωμάτων στην ασκούμενη πολεμική πολιτική. Ο σύγχρονος φασισμός αποτελεί την ακραία μορφή της κεφαλαιοκρατικής σχέσης, που κυοφορείται μέσα από την αστική δημοκρατία ενάντια στην οργανωμένη άρνηση της εργατικής τάξης κι ορθώνεται οπότε πάνω σε 3 πυλώνες: Υπάρχει ο φασισμός του κράτους, του παρακράτους και της κοινωνίας.

Ο κρατικός φασισμός εξολοθρεύει συστηματικά τον μεταναστευτικό προλεταριακό πληθυσμό, μέσω της Frontex, του φράχτη στον Έβρο, των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Σφίγγει τον αστυνομικό/στρατιωτικό κλοιό γύρω από τον ντόπιο προλεταριακό πληθυσμό, αφού πρώτα έχει προχωρήσει σε σοκαριστική μισθολογική υποτίμηση του. Οικοδομεί μια νέου τύπου συναίνεση των νοικοκυραίων πάνω στην παραχώρηση προνομίων στη βάση της εθνικής ταυτότητας και των παραδοσιακών αξιών της (ιδιοκτησία, θρησκεία, οικογένεια, αντικομμουνισμός) και “πουλάει προστασία” στο μικρομεσαίο κεφάλαιο μέσω της υποτιμημένης “μαύρης” εργασίας και της αστυνομικής εξασφάλισης από την “προλεταριακή αταξία”. Μέσω των ΜΜΕ διαμορφώνει τη “μνήμη χρυσόψαρου” που επιζητά από τον πληθυσμό, ώστε να κατασκευάζει κατά το δοκούν την εθνική ενότητα. Όσο η συναίνεση εξασφαλίζεται μέσω των παραπάνω, διατηρεί την προηγούμενη φορεσιά των αστικοδημοκρατικών κοινοβουλευτικών μορφών, αυστηροποιώντας το θεσμικό πλαίσιο έτσι ώστε να εξοστρακίζεται ο ταξικός ανταγωνισμός και ταυτόχρονα ελαστικοποιώντας τις εκτροπές του, μονιμοποιώντας την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Τέλος, προνοεί για την περίπτωση που η συναίνεση καταρρεύσει και η εξουσία του απειληθεί από μια μαζική προλεταριακή ανταρσία, διατηρώντας σε εφεδρεία τους μηχανισμούς του παρακράτους και του στρατού.

Ο παρακρατικός φασισμός κάνει ως γνωστόν τη βρώμικη δουλειά που δεν αντιστοιχεί στους επίσημους κρατικούς φορείς. Στελεχώνεται από μπάτσους, στρατιωτικούς, δικαστικούς, εκαμίτες, πράκτορες που έχουν την ευελιξία και τους κατάλληλους συνδέσμους ώστε να επιτεθούν “νύχτα” στον εσωτερικό εχθρό. Χρηματοδοτούνται από βρώμικο χρήμα μεγαλοκαπιταλιστών και παρεκκκλησιαστικών οργανώσεων, ενώ συντηρούνται οικονομικά μέσω της “μαύρης οικονομίας”, μπραβιλικιών, πουλώντας προστασία σε μικροεμπόρους και λοιπά μαφιόζικα. Υπάρχουν παράλληλα με το ελληνικό κράτος κοντά έναν αιώνα, από τη στιγμή δηλαδή που συγκροτήθηκαν κι οι πρώτες κομμουνιστικές οργανώσεις της εργατικής τάξης. Μεγάλωσαν στον μεσοπόλεμο, έπαιξαν κομβικό ρόλο στην κατοχή και τον εμφύλιο ως “τάγματα ασφαλείας”, τιμήθηκαν γι’ αυτό μεταπολεμικά, μπήκαν σε εφεδρεία μεταπολιτευτικά και από το ’80 κι έπειτα χρησιμοποιούνταν κυρίως εναντίον της εξεγερμένης προλεταριακής νεολαίας ως “αγανακτισμένοι πολίτες” δίπλα στα ΜΑΤ. Στρατολογoύν στελέχη από τη βάση του κοινωνικού φασισμού, εξασφαλίζοντας τους οικονομικά. Κύριος φορέας λοιπόν εδώ και 30 χρόνια του παρακράτους αποτελεί η ναζιστική οργάνωση Χρυσή Αυγή του πράκτορα Μιχαλολιάκου.

Ο κοινωνικός φασισμός συγκροτείται από την επιθυμία των μικροαστικών (αυτοαπασχολούμενων/μισθωτών) στρωμάτων να διατηρήσουν τα οικονομικά τους προνόμια και την οικογενειακή τους ιδιοκτησία έναντι της “διπλής απειλής εξαφάνισης”, από το μονοπωλιακό κεφάλαιο και από την προλεταριακή ανταρσία. Στρέφονται ρητορικά έναντι του κράτους που υπερασπίζεται τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, ενώ στην πραγματικότητα επιζητούν μια νέου τύπου συμμαχία μαζί του ενάντια στο προλεταριάτο. Με αντάλλαγμα την οικονομική εξασφάλιση σε πελατειακές δομές και παντιέρα την εθνική ενότητα και τα συντηρητικά ιδεώδη είναι πρόθυμοι να πατήσουν επί των πτωμάτων όσων θα περισσέψουν από το στένεμα και το ξαναμοίρασμα της πίτας. Ο κοινωνικός φασισμός έχοντας ως διαχρονικό σύμβολο τον “κυρ Παντελή”, “κοιτούσε τη δουλειά” του επί χούντας, το ’74 έγινε “αντιφασίστας” που ψήφιζε Καραμανλή, το ’77 φώναζε η “Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες”, το ’81 στήριξε την “αλλαγή” και διόρισε το παιδί του στο δημόσιο, το ’90 ζητούσε “σύνορα με την Σερβία” και τα έσπαζε στα μπουζούκια, έζησε τη χρυσή του εποχή επί Σημίτη και την απογείωση του σε εκείνο το άθλιο καλοκαίρι του 2004, συνδέθηκε ψυχή και σώματι με ότι σκουπίδι έχει αναδείξει ο σύγχρονος τηλεοπτικός ελληνικός πολιτισμός. Τέλος, ο κοινωνικός φασισμός εισχωρεί και στις προλεταριακές συνοικίες μέσω της επιθυμίας για επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες του αίματος, της φυλής και της δύναμης που θα εξασφαλίσει τα πιο αρρενωπά μέλη της παρακμάζουσας εργατικής κοινότητας.

Το 2012 είχαμε την ανάδειξη του φασιστικού παρακράτους από τους υπονόμους του συστήματος σε διακριτή κοινοβουλευτική δύναμη. Αιτία ήταν η προλεταριακή αναστάτωση που είχε προηγηθεί από τον Δεκέμβρη του ’08 και τις πλατείες του ’11. Η αναβάθμιση του παρακράτους προωθήθηκε από το κράτος ως απάντηση στην κρίση συναίνεσης που είχαν δημιουργήσει αυτά τα μαζικά κινηματικά συμβάντα. Χρηματοδοτήθηκε από το εφοπλιστικό κεφάλαιο έτσι ώστε να αποτελέσει παραστρατιωτικό βραχίονα επίθεσης στις κατακτήσεις της οργανωμένης εργατικής τάξης. Στηρίχθηκε εκλογικά από τις μικροαστικές μάζες του κοινωνικού φασισμού που απέσυραν την υποστήριξη τους σε Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ, ΛΑ.Ο.Σ. ενώ απενοχοποιήθηκε κοινωνικά από τη βιομηχανία του θεάματος. Μετατόπισε την πολιτική ατζέντα σε ακροδεξιά κατεύθυνση και βοήθησε στην υπουργοποιήση φασιστών όπως ο Βορίδης κι ο Άδωνις. Ψήφισε ότι νομοσχέδιο βοηθούσε τα σχέδια του μεγάλου κεφαλαίου. Αποτέλεσε το καταλληλότερο άλλοθι επίθεσης στο ανταγωνιστικό κίνημα μέσω της “θεωρίας των δύο άκρων”. Οργάνωσε τάγματα εφόδου εναντίον μεταναστών, συνεπικουρώντας τα φασιστικά πογκρόμ της ΕΛ.ΑΣ. και στράφηκε εναντίον συνδικαλιστικών και κινηματικών δομών. Δολοφόνησε μεγάλο αλλά άγνωστο αριθμό μεταναστών και τέλος τον αντιφασίστα ράπερ Παύλο Φύσσα.

Continue reading

Ο Φασισμός ως το αντίθετο και ταυτόχρονα απαραίτητο κομμάτι της Δημοκρατίας

 lee-miller-dead-ss-soldier

Αναδημοσίευση από http://aruthlesscritiqueagainsteverythingexisting.wordpress.com/

 

για τον φασισμό και την δημοκρατία τους

Εκεί βαθιά στη κόλαση, φυλάνε το πιο καυτό μέρος γεμάτο φλόγες, για αυτούς που σε καιρό κρίσης παρέμειναν ουδέτεροι.

(Δάντης Αλιγκιέρι)

Ο φασισμός είναι το αντίθετο της δημοκρατίας. Αυτό εκ πρώτης όψεως. Η δημοκρατία είναι η πολιτική μορφή που αναγνωρίζει ρητά όλα τα περιεχόμενα, όλες τις αντικρουόμενες πλευρές και προσπαθεί να τις επιλύσει εντός των ορίων της. Θεωρεί τις κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις φυσικές ως έχουν, και γιαυτό δίνει έμφαση στη διαχείριση τους. Στο πλαίσιο αυτό θεωρεί τα άτομα αυτόνομες μονάδες, καθαρό αποτέλεσμα των δικών τους επιλογών και όχι της κοινωνικής τους θέσης και των κοινωνικών τους σχέσεων. Η Δημοκρατία έχει την τάση έτσι να βλέπει τα πάντα πολιτικά, ταξινομημένα σε πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές, αγνοώντας έτσι, και παραβλέποντας τις ταξικές διαδικασίες που κρύβονται από πίσω. Η Δημοκρατία δίνει την μεγαλύτερη δυνατή πρόσβαση στο κράτος, θεωρώντας αυτή τη διαδικασία αντίδοτο στην τάση για “ανισότητα” και εκμετάλλευση που παρουσιάζει η καπιταλιστική κοινωνία λόγω χρήματος, λόγω της ιδιωτικής πραγμάτωσης της κοινωνικής αναπαραγωγής. Οι άνθρωποι στη δημοκρατία ζουν μια αφηρημένη ζωή, τη ζωή του πολίτη, η οποία παρέχει πρόσβαση στο κράτος, από την άλλη ζει πολύ συγκεκριμένη, τη ζωή του ιδιώτη, με συγκεκριμένη κοινωνική θέση και σκοπούς, με συγκεκριμένες δυναμικές. Αυτή είναι μία από τις βασικές της αντιφάσεις.

Ο Φασισμός από την άλλη είναι το αντίθετο της Δημοκρατίας. Δεν αναγνωρίζει τίποτα πέρα από τον ίδιο, λειτουργεί με απαγορεύσεις στις  ατομικές και συλλογικές πολιτικές ελευθερίες. Οι διαχωρισμοί γίνονται ακόμα πιο κάθετοι, (ο σεξισμός, ο ρατσισμός η υποτίμηση γενικά), πιο σκληροί, το κράτος γίνεται γενικός διαχειριστής των πάντων. Αντί για τον διάλογο και την συναίνεση, επικρατεί πλήρως η βία και η καταστολή και τα διάφορα κομμάτια του προλεταριάτου προσπαθούν να αλληλοϋποτιμηθούν σε μιά προσπάθεια να μην υποτιμηθούν πλήρως τα ίδια . Αλλά κυρίως- το κυριότερο χαρακτηριστικό του, είναι ότι το κράτος-όταν φασιστικοποιείται- παύει να είναι κάτι ανοιχτό. Οι μάζες, ο “λαός” παύουν να έχουν πρόσβαση σε αυτό, και οι αποφάσεις παίρνονται από μία πολύ περιορισμένη μερίδα της αστικής τάξης με σκοπό να κάνει ότι είναι αναγκαίο για να συνεχιστεί η διαδικασία συσσώρευσης. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι δικτατορίες και ο φασισμός δεν μπορούν να έχουν κοινωνική βάση, κάθε άλλο. Αυτό σημαίνει ότι πολύ απλά οι αποφάσεις σε πολιτικό επίπεδο, παίρνονται από μια πολύ περιορισμένη μερίδα με βάση την αναγκαιότητα της συσσώρευσης, αλλά κάλλιστα ένα μεγαλύτερο κομμάτι τις αστικής τάξης, μικροκεφαλαιοκράτες κτλ ακόμα και κομμάτια του προλεταριάτου, μπορεί να συναινούν στις πρακτικές αυτής της μερίδας, οι πρακτικές αυτές να το συμφέρουν, κτλ

Συνεπώς αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι το δημοκρατικό κράτος είναι ευπροσάρμοστο, διχάζει τη ζωή και τις κοινωνικές και ατομικές διαδικασίες σε δύο σφαίρες και διαρκώς καταφέρνει να επιλύει τις αντιφάσεις που παρουσιάζονται στην ιδιωτική σφαίρα της κοινωνίας με τελικό σκοπό να κρατήσει τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας γύρω από τη σχέση κεφάλαιο ανέπαφο. Η δημοκρατία είναι το διαρκές γιατρικό των συμπτωμάτων χωρίς να γίνεται ποτέ λόγος για την ασθένεια. Από την άλλη ο φασισμός, είτε σαν κοινωνική τάση είτε σαν κοινωνική τάση και κρατική μορφή είναι η πιο κάθετη ταξική οριοθέτηση, όταν πλέον οι αντικρουόμενες τάσεις στην κοινωνία των ιδιωτών είναι τόσο οξυμένες, που η δημοκρατική διαχείριση δεν μπορεί να τις επιλύσει. Που πλέον απειλούν την συνοχή του “όλου”. Ας μην γελιόμαστε όμως ποτέ, πίσω από όλα αυτά, από το πώς μας εμφανίζονται στις διάφορες αντικειμενικές πραγματικότητες που βιώνει ο καθ’ ένας μας ανάλογα την ταξική του θέση, οι αντιφάσεις και οι συγκρούσεις έχουν να κάνουν με τον αντιφατικό τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας, με το κόκκινο νήμα που συνδέει όλες της φετιχοποιημένες κατηγοριοποιήσεις μας-τις αντιφάσεις του νόμου της αξίας, του κεφαλαίου σαν κοινωνική σχέση.

Continue reading

RIP #KillahP – Ο αντιφασισμός δύναμη και όριο του κινήματος στην Ελλάδα

[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=y3JldK4InxU[/youtube]

από τους στίχους του κομματιού: “Τώρα ένα σύνθημα που ενώνει τις ρωσίδες: Μπάτσοι, γουρούνια, νταβατζήδες”

Δε θέλει και πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς ποια είναι τα στρατόπεδα που συγκρούονται. Από τη μια πλευρά είναι τα ΜΑΤ και οι “φουσκωτοί μπράβοι” των καπιταλιστών που δολοφόνησαν τον Killah P γιατί οι στίχοι των τραγουδιών του συμπυκνώνονται στο “αλήτες είναι τα ματ κι οι τραπεζίτες”, κι από την άλλη πλευρά οι προλετάριοι από τη φτωχογειτονιά που έγινε η δολοφονία, από την ευρύτερη φτωχή εργατική περιοχή αλλά και από ολόκληρη την Αθήνα και σε ολόκληρη την Ελλάδα: Οι προλετάριοι που “τα σπάνε”. Αυτές κι αυτοί που πετάνε πέτρες στους μπάτσους κι όλες αυτές κι αυτοί που τους βοηθάνε με την παρουσία τους να το κάνουν. Αυτοί που σπάνε τις βιτρίνες, τα αμάξια, τα μαγαζιά, δηλώνοντας με τις πράξεις τους απερίφραστα ότι αφού για να υπάρχει όλη αυτή η νεκρή εργασία σήμερα πρέπει να δολοφονούνται τύποι σαν τον KillahP από τους μπράβους των αφεντικών, ε, τότε, ναι! όλη αυτή η νεκρή εργασία πρέπει να καταστραφεί, να λαμπαδιάσει, να την πάρει ο διάολος.

Αυτή όμως η σύγκρουση και αυτές οι πρακτικές που είναι αναγκαίες για κάθε αλλαγή στις κοινωνικές σχέσεις δε συμβαίνουν ποτέ σε ιστορικό κενό. Δεν είναι ποτέ “Οι Πρακτικές” που αν τις ακολουθήσουν όλοι, τότε θα γίνει η επανάσταση. Είναι πρακτικές βουτηγμένες στη συγκυρία, δηλαδή σε ένα ποτάμι ολόκληρο από συνθήκες και συσχετισμούς, που είναι το αποτέλεσμα όλων των προηγούμενων συγκρούσεων και που  καθορίζει αυτές τις πρακτικές, τις βάζει σε ένα πλαίσιο και τις παρασέρνει στην πορεία του.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αντιφάσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας παράγονται ως σύγκρουση “φασισμού-αντιφασισμού”. Δεν έχει σημασία ότι γνωρίζουμε όλοι πώς η ΧΑ δεν είναι παρά ένα παράρτημα της κρατικής και ιδιωτικής αστυνομίας που καταστέλλει με όλους τους τρόπους το προλεταριάτο και διασφαλίζει τη συνέχεια της αναδιάρθρωσης, την υποτίμηση της εργασιακής δύναμης. Δεν έχει σημασία ότι γνωρίζουμε όλοι πώς το κράτος είναι αυτό που επιλέγει πώς και πότε θα οξύνει τη στρατηγική της έντασης που ακολουθεί εδώ και 5 χρόνια με ολοένα και  μεγαλύτερη προσήλωση, καθώς οι κίνδυνοι για τη συνέχεια του αυξάνονται. Όσα κι αν ξέρουμε, ότι κι αν κατανοούμε, είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγουμε από τους φετιχισμούς της καπιταλιστικής κοινωνίας, σ’αυτήν την περίπτωση, ειδικά, από το φετιχισμό της πολιτικής, το φετιχισμό της δημοκρατίας.

Η σύγκρουση αυτή τη φορά, εγκλωβισμένη μέσα στον αντιφασισμό, έγινε στην Αμφιάλη, εκεί δηλαδή που βόλευε το κράτος να γίνει, εκεί που έδρασαν οι παρακρατικοί μηχανισμοί το τελευταίο διάστημα. Δεν έγινε σε πολλά σημεία της μητρόπολης όπως το πρώτο βράσυ του Δεκέμβρη του 2008, ούτε εκφράστηκε ως επίθεση στο αρχηγείο της αστυνομίας όπως έγινε την πρώτη Κυριακή εκείνου του Δεκέμβρη. Η περίοδος που διανύουμε τώρα είναι διαφορετική και από την “περίοδο του Δεκέμβρη” (από τα φοιτητικά του 06-07 μέχρι το Μάη του ’10) και από την “αντι-μνημονιακή περίοδο” (από το Μάη του ’10 μέχρι το Φλεβάρη του ’12). Στην τωρινή περίοδο το προλεταριάτο έχει εναποθέσει τις ελπίδες του για να διασωθεί από την ισοπέδωση στην αριστερά, έτσι η περίοδος αυτή παράγει αναγκαστικά τη σύγκρουση ως σύγκρουση “δεξιάς-αριστεράς”, ως αναβίωση του ιστορικού ελληνικού διπόλου. Φαίνεται, από την ως τώρα εξέλιξη των πραγμάτων, ότι σ’αυτή τη βάση θα συνεχίσει να συγκροτείται η σύγκρουση, να δομούνται τα στρατόπεδα (χωρίς βέβαια να αποκλείονται άλλες συναντήσεις που θα φέρουν ρήξεις και ανατροπές) . Δεν έχει νόημα να κρίνουμε αξιολογικά την ιστορική παραγωγή της περιόδου. Αυτή είναι. Ας μην έχουμε όμως αυταπάτες ότι επιλέγουμε εμείς αυτό το πεδίο σύγκρουσης, ας μην έχουν αυταπάτες ακόμη και αυτοί οι σύντροφοι που έχουν ως πιο έντονο ταυτοτικό στοιχείο για τη δραστηριότητα τους τον “αντιφασισμό”.

Το κράτος κλιμακώνει συνειδητά το επίπεδο της βίας του και μας αναγκάζει να έχουμε στο οπτικό μας πεδίο ως εχθρό μας τη Χρυσή Αβγή. Παρά τις παρωπίδες όμως που μας φοράει η πραγματικότητα που ζούμε, ξέρουμε όλοι ότι τα σφαγεία δουλεύουν ακόμη κι όταν δεν έχουν όση δύναμη έχουν σήμερα οι μαχαιροβγάλτες σαν αυτούς της ΧΑ. Ο εχθρός που πρέπει να νικήσουμε για να αλλάξουμε τη ζωή μας δεν είναι αυτός που θέλει το κράτος να μας τοποθετήσει απέναντι, για να μας πείσει ότι το ίδιο είναι μαζί μας, αρκεί να καταφέρουμε με τους αγώνες και το αίμα μας να το κάνουμε “πιο” δημοκρατικό. Ο εχθρός ΔΕΝ εξαντλείται στη Χρυσή Αβγή. Ο εχθρός είναι το ίδιο το δημοκρατικό κράτος, που αποτελεί βασικό μηχανισμό αναπαραγωγής της καπιταλιστικής κοινωνίας και που όταν ζορίζεται γεννάει μέσα από τα σπλάχνα του την κάθε Χρυσή Αβγή. Και η κάθε Χρυσή Αβγή, όπως κάθε έκτρωμα που παράγεται από τα σπλάχνα του κράτους για να διαχειριστεί την ταξική πάλη, ας μην έχουμε καμία αμφιβολία, ότι αν χρειαστεί θα θυσιαστεί στο βωμό της συνέχειας του κράτους.

Ακόμη και σήμερα, παρά τα φαινόμενα και τις κορώνες του κάθε φασίστα συμβούλου του πρωθυπουργού, αυτό μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της δολοφονίας του Killah P. Ίσως η απαραίτητη για τη συνέχιση της αναδιάρθρωσης χρυσαβγιτοποίηση του κράτους να επιτευχθεί πραγματικά με την κατάργηση της Χρυσής Αβγής. Η κατάργηση της Χρυσής Αβγής από το κράτος, αν συμβεί, θα είναι μια αντιφατική “νίκη” του αντιφασιστικού κινήματος που έχει παραχθεί στην Ελλάδα. Θα μας ελαφρύνει, ειδικά όσους είμαστε στο ίδιο στρατόπεδο με τον Killah P από το βάρος που έχει προσθέσει πάνω μας η ενδυνάμωση της με τα λεφτά των αφεντικών και τις πλάτες των μπάτσων. Αλλά το κρίσιμο στοιχείο για το κράτος δεν είναι η ύπαρξη ή μη της χρυσής αβγής, το κρίσιμο είναι η συνέχιση της διαδικασίας υποτίμησης με ενσωμάτωση των δικών μας αγώνων. Αυτή η συνέχεια/ενσωμάτωση είναι που απαιτεί σήμερα την ύπαρξη καταστολής επιπέδου ΧΑ, αυτή είναι που μπορεί να αναγκάσει το κράτος να μεταμορφωθεί.

Rest In Peace λοιπόν Killah P, μας βοήθησες στον πόλεμο όσο ήσουν μαζί μας. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμη μπροστά μας…

Χρυσή Αυγή: Κατασταλτικός βραχίονας του μεγάλου κεφαλαίου

[youtube]https://www.youtube.com/watch?v=AOOACObOBGE[/youtube]

via @cogNord

Η ενσωμάτωση Βορίδη-Γεωργιάδη-Δένδια-Κρανιδιώτη, αλλά ακόμη περισσότερο η ενσωμάτωση της ατζέντας της ΧΑ από την κυβέρνηση, σημαίνει ότι η ΧΑ είναι ΗΔΗ μέρος της κρατικής εξουσίας.

Όμως, το project μαζικοποίησης της ΧΑ ως “αντιμνημονιακής” δύναμης απέτυχε. Τώρα, φαίνεται ότι μέρος του μεγάλου κεφαλαίου μαζί με τους αντίστοιχους μηχανισμούς του κράτους που επηρεάζει επεξεργάζονται το δικό τους plan b: Να παρουσιαστεί η ΧΑ ως εν δυνάμει “κυβερνητικός εταίρος”, δηλαδή, προλειαίνεται το έδαφος για τη μετάβαση σε ένα νέου τύπου αστυνομικό κράτος, σε ένα κράτος “έκτακτης ανάγκης” για να περάσει και η επόμενη φάση της αναδιάρθρωσης. Εδώ εντάσσεται η δήλωση που έκανε ο Αλαφούζος, φορώντας τη μάσκα ενός σφουγγοκωλάριου του, για σενάριο συγκυβέρνησης ΝΔ-ΧΑ.

Η ΧΑ ΔΕΝ είναι κίνημα, ούτε καν εθνικιστικό κόμμα (με την ιστορική έννοια του όρου, εθνικιστικό κόμμα ήταν, για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του). Είναι μπράβοι/μπάτσοι (εξάλλου πολλοί μπάτσοι είναι και μπράβοι). Η ΧΑ αποτελεί τον κατασταλτικό βραχίονα του νεοφιλελ/σμού (της κυρίαρχης μορφής του σύγχρονου καπιταλισμού), της προσπάθειας του να ξεπεράσει την κρίση του και να αναδιαρθρωθεί, όπως παράγεται αυτή η διαδικασία στην Ελλάδα.

Στους δρόμους κρίνονται όλα…

…και τότε ρίξανε τον κλήρο να δούνε ποιος θα φαγωθεί, «για να ξεβρωμίσει ο τόπος»

ceb5ceafcebcceb1cf83cf84ceb5-cf8ccebbcebfceb9-cebcceb5cf84ceb1cebdceaccf83cf84ceb5cf82-antifa-e29885-lab-cf80ceb5ceb9cf81ceb1ceb9cf8ecf82

Αναδημοσίευση παλιότερου (απρίλιος 2012) κειμένου από clandestina

Μια προσπάθεια ερμηνείας ενός στημένου παιχνιδιού 
με περισσευάμενους, αναλώσιμους, μετανάστες και φασίστες

Στις 26 Μαρτίου ο υπουργός «προστασίας του πολίτη» Χρυσοχοΐδης ανακοινώνει την ίδρυση 30 κέντρων κράτησης μεταναστών, συνολικής χωρητικότητας 30.000 κρατουμένων (αριθμός υπερδιπλάσιος των φυλακισμένων στο ήδη υπερκορεσμένο «σωφρονιστικό» σύστημα στην Ελλάδα).
Στις 31 Μαρτίου ο υπουργός υγείας Λοβέρδος αναφέρεται σε υγειονομική βόμβα (η ίδια έκφραση που είχε χρησιμοποιήσει και στην απεργία πείνας των 300 μεταναστών εργατών) και ανακοινώνει την κράτηση επ’ αόριστον των μεταναστών που αποτελούν «δημόσιο κίνδυνο».
Τα επιχειρήματα τα γνωστά:
– Η κατάσταση είναι ανεξέλεγκτη λόγω «απουσίας μεταναστευτικής πολιτικής».
– Η Ελλάδα δεν χωράει τόσους μετανάστες.
– Οι μετανάστες αποτελούν απειλή για τη δημόσια υγεία.
– Οι μετανάστες αυξάνουν την εγκληματικότητα, καθώς προέρχονται από χώρες όπου «η ανθρώπινη ζωή δεν έχει τόση αξία όσο στην πολιτισμένη Δύση».
– Οι μετανάστες καταστρέφουν το κέντρο της Αθήνας.
Για κάποιες μέρες η δημόσια συζήτηση μονοπωλείται από τις εξαγγελίες των δύο υπουργών και τις αντιδράσεις των κατοίκων των περιοχών για τις οποίες εξαγγέλθηκε η κατασκευή των κέντρων κράτησης, αφού «δεν θέλουν οι περιοχές τους να γίνουν χωματερές για τα σκουπίδια της Αθήνας».
Tο κλίμα άλλαξε για λίγο με την αυτοκτονία του 77χρονου συνταξιούχου Δημήτρη Χριστούλα μπροστά στο ελληνικό κοινοβούλιο και τον βαρύ τραυματισμό του Μάριου Λώλου, προέδρου της ένωσης φωτορεπόρτερ, από επίθεση των ΜΑΤ κατά τη διάρκεια κινητοποιήσεων διαμαρτυρίας που καταστάλθηκαν βίαια. Ωστόσο το θέμα επανέρχεται, καθώς η (νεοναζιστική) ακροδεξιά πλασσάρεται επίμονα στο δημόσιο λόγο ως «λύση στην οποία καταφεύγουν οι κάτοικοι γειτονιών της Αθήνας» οι οποίοι «αντιμετωπίζουν αξεπέραστα προβλήματα εξαιτίας της παρουσίας των μεταναστών» και «δεν έχουν σε ποιον άλλο να στραφούν» αφού «η αστυνομία απουσιάζει» και η μόνη διέξοδος είναι οι περιπολίες των νεοναζί. Τελικά η δημόσια συζήτηση μετατοπίζεται προς την ακροδεξιά «αφού πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα για να αποτραπεί η άνοδος της ακροδεξιάς».
Οι αιτιάσεις περί «υγειονομικής βόμβας» απαντήθηκαν άμεσα από το (κρατικό) ΚΕΕΛΠΝΟ, ενώ το ανεφάρμοστο και αναποτελεσματικό (ως προς τους διακηρυγμένους στόχους του) του μεγαλόπνοου σχεδίου Χρυσοχοΐδη-Λοβέρδου καταδείχθηκε από ανακοινώσεις της Διεθνούς Αμνηστίας, μελών της Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ακόμα και από αξιωματούχους της Ε.Ε.
Πολλοί μίλησαν για ένα προεκλογικό τρυκ. Στο κείμενο που ακολουθεί θα καταδείξουμε ότι όχι απλά δεν έχουμε να κάνουμε με «απουσία μεταναστευτικής πολιτικής» αλλά αντιθέτως πρόκειται για μια στοχευμένη πολιτική επιλογή, στο πλαίσιο της «δημιουργικής καταστροφής» και της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης.
Συγκεκριμένα, θα επιχειρηματολογήσουμε για το ότι αυτή η κρατική επιλογή:
– αχρηστεύει εργατικό δυναμικό
– θέτει τους μετανάστες σε καθεστώς ομηρίας από τις μαφίες
– παράγει απόγνωση σε γειτονιές της Αθήνας
– διοχετεύει συνολικά στη χώρα τη δυσαρέσκεια από την οικονομική κατάσταση σε ιδεολογίες μισαλλοδοξίας
– γεννάει φασιστικές πολιτοφυλακές με κοινωνική υποστήριξη
– τελικά διαμορφώνει μια μόνιμη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, στο πλαίσιο της οποίας οι Έλληνες έχουν να χάσουν πολύ περισσότερα από ό,τι οι μετανάστες.
Επίσης θα επιχειρήσουμε μια απάντηση στα (παρα)κρατικά επιχειρήματα («δεν χωράνε», «είναι εκατομμύρια», «Δουβλίνο ΙΙ», «έλλειψη ευρωπαΐκής αλληλεγγύης», «παρεμπόριο», «εγκληματικότητα») και θα διατυπώσουμε παρατηρήσεις για τις στάσεις όσων βρίσκονται από την πλευρά της κοινωνικής δικαιοσύνης και απελευθέρωσης.

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Για αρκετές ημέρες βομβαρδιστήκαμε με μια αληθοφανή επιχειρηματολογία διανθισμένη με χονδροειδέστατα ψέματα.
Ο δημόσιος λόγος δεν έθεσε κανένα από τα ερωτήματα που είναι απαραίτητα για να αναλυθεί το «πρόβλημα»:
Γιατί στοιβάζονται τόσοι άνθρωποι στην Αθήνα; Ποιοι είναι υπεύθυνοι; Ποιοι επωφελούνται; Ποιές πολιτικές επιλογές εξυπηρετεί αυτή η συσσώρευση; Ποιες κοινωνικές μεταβολές προωθούνται;
Η προπαγάνδα πάντα απευθύνεται στο θυμικό και όχι στη λογική, πρέπει να φαντάζει ως η μόνη αλήθεια και όσοι αντιπαρατίθενται σε αυτή να παρουσιάζονται ως μη ρεαλιστές.
Το λεγόμενο μεταναστευτικό πρόβλημα προβλήθηκε με τον ίδιο παράλογο τρόπο με τον οποίο όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα παρουσιάστηκαν όχι ως αποτέλεσμα της δομικής αναδιάρθρωσης που επιβάλεται στην Ελλάδα-πειραματόζωο, αλλά επειδή οι Έλληνες είναι τεμπέληδες, έχουμε 1.500.000 δημόσιους υπάλληλους, οι πολιτικοί είναι κλέφτες, το σύστημα υγείας ξοδεύει πολλά για να περιθάλπτει τους μετανάστες κλπ.
Έτσι, όπως ένας εκπρόσωπος του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου επελέγη ως πρωθυπουργός για να μας σώσει από τις επιθέσεις του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, μια παρακρατική οργάνωση με κυπατζίδικο παρελθόν και συμμετοχή σε μαφιόζικες συμμορίες και «δουλειές της νύχτας» παρουσιάζεται ως σωτήρας από τις μαφιόζικες συμμορίες και την εγκληματικότητα.
Το γεγονός ότι συνταξιούχοι ωθούνται στην αυτοκτονία και η ευκολία με την οποία τα ΜΑΤ ανοίγουν κεφάλια φωτορεπόρτερ έχει άμεση σχέση με τη δημαγωγία για το μεταναστευτικό, την οποία διαδέχθηκε η δημαγωγία για την «εντυπωσιακή αύξηση της δημόσιας απεύθυνσης των νεοναζί».
Εμπροσθοφυλακή αυτής της λαθροχειρίας ήταν τα ΜΜΕ, τα οποία επιδόθηκαν σε μια κλασική ρητορική κατασκευής εξιλαστήριων θυμάτων.

Οι κραυγές των ΜΜΕ


Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι μέσα σε ολιγόλεπτα ρεπορτάζ οι αναγγελθέντες χώροι κράτησης αναφέρονταν εναλλάξ ως στρατόπεδα συγκέντρωσης, «κλειστοί χώροι φιλοξενίας»(!), κέντρα υποδοχής ή κέντρα μεταναστών. Η ανάγκη για «τελική λύση» πλασσάρεται ανακατεμένη με φτιασίδια ανθρωπισμού και δημοκρατίας.
Τα πλάνα αστυνομικών να εφορμούν με σκυλιά, το ζουμάρισμα σε χειροπέδες περασμένες σε «μελαψούς» και η επαναλαμβανόμενη ως εφιαλτική ηχώ κραυγή «λαθρομετανάστες» σε τι άλλο αποσκοπούν από το να αποστερήσουν τους μετανάστες από την ανθρώπινη ιδιότητα και να τους μετατρέψουν σε θηράματα για τους κυνηγούς κεφαλών;
Αν θα μπορούσε κανείς να κατανοήσει την υιοθέτηση ρατσιστικού λόγου από ανθρώπους που ζούνε σε υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας, πώς εξηγείται το γεγονός ότι σε όλη την ελληνική επικράτεια, άνθρωποι οι οποίοι κάνουν μέρες και βδομάδες να δουν μετανάστη, οικειοποιήθηκαν με χαρακτηριστική ευκολία τη δημαγωγία του μίσους;
Μπορεί να μοιάζει προφανές, αλλά είναι ταυτόχρονα αναγκαίο να επαναλαμβάνεται αδιάκοπα το γεγονός ότι σε κάθε περίοδο κρίσης χρειάζονται δημόσια θύματα.
Αν τα σύγχρονα ΜΜΕ υπήρχαν στους προηγούμενους αιώνες, θα μας παρουσίαζαν αποκαλυπτικά ρεπορτάζ για το πώς οι γυναίκες στην πυρά, οι μάγισσες, συνουσιάζονταν με το διάβολο, θα πρόβαλαν εμπεριστατωμένες έρευνες που αποδεικνύουν ότι οι ινδιάνοι δεν έχουν ψυχή και η εξόντωσή τους είναι χριστιανικό καθήκον, θα ακούγαμε επαναλαμβανόμενα ότι οι εβραίοι πίνουν το αίμα μωρών κλπ.

Continue reading

Προκαταρκτικές σημειώσεις για τον σύγχρονο φασισμό και τον αντιφασισμό

leukos-panthhras

Το να μετατραπεί όμως ένα μεγάλο κομμάτι του προλεταριάτου πραγματικά σε «ανθρώπινο πλεόνασμα», σε ανθρώπινα σκουπίδια, και να παραμείνει έτσι είναι μια υπόθεση δύσκολη. Οι εξεγέρσεις στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών δείχνουν, τουλάχιστον σε όσους και όσες έχουν την ικανότητα και το θάρρος να δουν και να ακούσουν, ότι παρά την κτηνωδία δεν είναι εύκολο να τιθασευτούν ούτε καν εκείνοι που βρίσκονται εντελώς απομονωμένοι και στην πιο δύσκολη θέση. Πρέπει να ειπωθεί ξανά: αν ο ταξικός/κοινωνικός ανταγωνισμός αφορά κοινωνικές σχέσεις και η κρίση που βιώνουμε είναι κρίση κοινωνικών σχέσεων, τότε αυτή δεν αφορά μόνο το προλεταριάτο αλλά και την καπιταλιστική τάξη, όχι μόνο τον πάτο του βαρελιού αλλά και την κορυφή του. Αυτό δεν σημαίνει πώς τα προβλήματα είναι ίδια ή της ίδιας τάξης και στις δύο περιπτώσεις ούτε, βέβαια, ότι οι δυνατότητες νίκης είναι ίδιες και για τις δυο πλευρές. Κατά κανέναν τρόπο. Ήδη το να μιλάει κανείς για φασισμό σημαίνει να μιλάει για την ήττα του προλεταριάτου και η ενίσχυση του φασισμού είναι η εμβάθυνση  αυτής της  ήττας. Εκείνο που, ωστόσο, έχει σημασία από μια προλεταριακή σκοπιά, είναι αυτή ακριβώς η δυσκολία του καπιταλιστικού κράτους να επιβληθεί απρόσκοπτα σε όλους εκείνους-ες των οποίων καταστρέφει τις δυνατότητες «ομαλής» ενσωμάτωσης στην τάξη του. Ο φασισμός, ναζιστικός ή όχι, είναι μια απ’ τις δυνατές απαντήσεις σ’ αυτή την καταστροφή, εκείνη που συνεχίζει την καταστροφή εξοντώνοντας τους αδύναμους προς όφελος των ισχυρών.

Η έμφαση είναι δική μας. Το παραπάνω είναι ένα απόσπασμα από το κείμενο του Taco,  γραμμένο στις 15/01/2013. Ολόκληρο το κείμενο:

Κράτος, «κοινωνία» και ελληνικός φασισμός

Ο καλύτερος, δηλαδή ο χειρότερος, τρόπος για να εξουδετερώνεται η κριτική κατανόηση μιας πραγματικότητας είναι αυτός της διατύπωσης «κριτικών» που λαμβάνουν ως δεδομένο το αντικείμενό τους μέσα στην απλή του αμεσότητα, χωρίς δηλαδή να καταπιάνονται στα σοβαρά με τους ιστορικούς και κοινωνικούς όρους ανάδυσής του. Γενικά μιλώντας, βασικό χαρακτηριστικό κάθε ψευδοκριτικής είναι ότι αναπτύσσεται μέσα στο πλαίσιο της απλής αμεσότητας, ότι προσαρμόζεται στο αντικείμενό της τόσο από την άποψη της ιδιαίτερης χρονικότητάς του, όσο και από εκείνη της ισχύος του. «Αυτό ήρθε τώρα, ήδη συγκροτημένο, και μας επιβάλλεται από τα πράγματα». Έτσι, η, εύλογη, πίεση της παρουσίας του εκτοπίζει, ή, τέλος πάντων, θέτει σε δεύτερη μοίρα, τις συνθήκες διαμέσου των οποίων αυτό συγκροτήθηκε και συνεχίζει να (ανα)συγκροτείται. Αφήνοντας όμως τις διαδικασίες συγκρότησής του εκτός κριτικής, η συγκεκριμένη εκδοχή κριτικής -η οποία θα μπορούσε ίσως να ονομαστεί και δημοσιογραφική- αποκαλύπτεται ως το αντίθετο της κριτικής. Προσυπογράφει εκείνο που θα ’πρεπε να αμφισβητεί.

Η απάντηση στα παραπάνω, τα οποία θεωρούνται συνήθως «ψιλά γράμματα», αν όχι καθαρό χάσιμο χρόνου, είναι, βεβαίως, έτοιμη: εντάξει με όλα αυτά, τώρα όμως τι κάνουμε;. Λες και μπορεί κανείς να επιτύχει αυτό που θέλει απλώς και μόνο επειδή το θέλει πολύ τώρα, ανεξαρτήτως του τι έκανε και τι δεν έκανε μέχρι τώρα. Οποιαδήποτε άξια λόγου απάντηση οφείλει να ξεκινά με την αμφισβήτηση του πνεύματος της ερώτησης. Ως εκ τούτου, απέναντι στη γενική «φασιστολογία» είναι ανάγκη να υπενθυμίζουμε μερικά στοιχειώδη πράγματα. Όχι, ο εγχώριος φασισμός δεν είναι η ΧΑ (όπως δεν ήταν χτες ο ΛΆΟΣ), αν και η ΧΑ είναι η πλέον καθαρή -με την έννοια της απόσταξης- εκδοχή του. Όχι, ο φασισμός δεν «ήρθε» το Μάιο του 2012. Όχι, τον φασισμό δεν τον δημιούργησαν ούτε οι «πολιτικές λιτότητας», ούτε καμιά «μνημονιακή κυβέρνηση».

Η προσέγγιση του φασισμού από τη σκοπιά της ιστορικής του ανάδυσης, καθώς αντιβαίνει στην τρέχουσα αντίληψη γι’ αυτόν η οποία αποτελεί και το «αυτονόητο» σημείο εκκίνησης κάθε συζήτησης, έχει κάποιες κρίσιμες όσο και ενοχλητικές συνέπειες. Το ξεπέρασμα της απλής αμεσότητας του σύγχρονου φασισμού σημαίνει πως για να τον κατανοήσει κανείς είναι ανάγκη να κινηθεί πέρα και έξω από αυτό που σήμερα αναγνωρίζεται γενικά ως φασισμός. Να στραφεί προς κοινωνικές και πολιτικές περιοχές που δεν θεωρούνταν (και συνεχίζουν να μην θεωρούνται) φασιστικές, αναζητώντας μέσα στις «κανονικές», «δημοκρατικές» συνθήκες τις διαδικασίες και τη δυναμική της συγκρότησής του. Μολονότι το σήμερα δεν είναι ίδιο με το χτες, είναι αδύνατο να γίνει κατανοητό αν δεν διακρίνουμε μέσα στο χτες αυτά που προετοίμαζαν και ωθούσαν στο σήμερα.

Από τη σκοπιά της έμπρακτης κριτικής του υπάρχοντος κόσμου, η κριτική του κράτους οφείλει ταυτόχρονα να αποτελεί κριτική και της «κοινωνίας». Το κράτος, όπως παρατηρούσε κάποιος ήδη από τον 19ο αιώνα, δεν αποτελεί μια «δύναμη που επιβλήθηκε στην κοινωνία απ’ έξω» αλλά πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα κοινωνικό προϊόν, ως εκείνη η «ομολογία» ότι η κοινωνία «μπερδεύτηκε σε μιαν αξεδιάλυτη αντίφαση με τον ίδιο τον εαυτό της, ότι διασπάστηκε σε ασυμφιλίωτες αντιθέσεις που είναι ανήμπορη να τις εξορκίσει»[1]. Η χρησιμότητα της συγκεκριμένης θέσης σήμερα δεν αφορά βεβαίως την υποστήριξη της υπόθεσης σχετικά με μια κάποια, ανύπαρκτη, «χρυσή εποχή» πριν την εμφάνιση του κράτους όταν οι κοινωνίες και οι άνθρωποι ζούσαν αρμονικά και χωρίς «αντιφάσεις». Αντίθετα, το σημαντικό στοιχείο σ’ αυτήν έγκειται στο ότι μας επιτρέπει, χωρίς να ρευστοποιούμε κρίσιμες διακρίσεις σε ένα αδιαφοροποίητο όλον, να συλλάβουμε και το κράτος και την «κοινωνία» ως εσωτερικά διαμεσολαβούμενους πόλους. Ο καθένας προϋποθέτει τον άλλον και συγκροτεί την ιδιαιτερότητά του σε σχέση με τον άλλο.

Ως εκ τούτου, το κράτος, μολονότι αποτελεί, πράγματι, μιαν ισχυρότατη δύναμη λήψης αποφάσεων και επιβολής τους, δεν αποτελεί ένα αύταρκες αντικείμενο, δεν αποτελεί το ίδιο εξήγηση ούτε του εαυτού του ούτε και εκείνου που θεωρείται ως εξωτερικό του, της «κοινωνίας». Το κράτος, οπωσδήποτε το καπιταλιστικό αλλά όχι μόνον αυτό, είναι προϊόν μιας ιστορικά συγκεκριμένης κοινωνικής διαίρεσης και είναι διαμέσου αυτής που συγκροτούνται και οι δύο περιοχές· και το κράτος και η «κοινωνία». Ως διαρκής προσπάθεια γεφύρωσης του κοινωνικού/ταξικού χάσματος, και μάλιστα ως διαρκής αναγγελία της ήδη περατωθείσας γεφύρωσής του, το κράτος συνιστά το ίδιο μια ζωντανή μαρτυρία του αγεφύρωτου χαρακτήρα του χάσματος. Ως αναγγελία του τέλους του κοινωνικού ανταγωνισμού, συνιστά μια δύναμη διεξαγωγής του προς όφελος της σχέσης του κεφαλαίου και των κυρίαρχων σχέσεων εξουσίας εν γένει. Απ’ αυτή την άποψη, το κοινωνικό ρήγμα που διαχωρίζοντας μορφοποιεί τόσο το κράτος, ως διακριτό πεδίο της κυρίαρχης πολιτικής εξουσίας, όσο και την «κοινωνία», διατρέχει επίσης την ίδια την «κοινωνία» και είναι αυτό που καθιστά αναγκαίο γι’ αυτήν το κράτος[2]. Έτσι, η λεγόμενη κυβέρνηση, κάθε κυβέρνηση που αποδεικνύεται σε κάποιο βαθμό ικανή να κυβερνά, στηρίζεται σε και στηρίζει συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές, σχέσεις και δυναμικές, συγκεφαλαιώνοντάς τες στο επίπεδο του καπιταλιστικού εθνικού κράτους. Η ίδια η κατηγορία καπιταλιστικό/εθνικό κράτος δεν σημαίνει παρά το ότι η κοινωνική σχέση του κεφαλαίου και οι κοινωνικές σχέσεις εξουσίας που οργανώνουν και επιβάλλουν το έθνος, έχουν συγκροτηθεί σε κράτος.

Ο σύγχρονος ελληνικός φασισμός, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ως εδώ, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια ευρεία κοινωνική κίνηση και δυναμική, μια ιδιαίτερη εκδοχή της παρούσας κρίσης και μια συγκεκριμένη τοποθέτηση στο εσωτερικό της. Ως κοινωνική κίνηση και δυναμική διατρέχει και το κράτος και την «κοινωνία» και, οπωσδήποτε, υπερβαίνει την -όποια- κυβέρνηση, την αστυνομία αλλά και την τρέχουσα έκδηλη κομματική εκδοχή συγκρότησής του, την ΧΑ[3]. Η παραπάνω διατύπωση, ωστόσο, περιλαμβάνει μιαν έννοια η οποία χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση καθώς η κυρίαρχη εκδοχή και χρήση της λειτουργεί ως εμπόδιο για την κατανόηση του εύρους και του βάθους του σύγχρονου φασισμού. Πρόκειται για την περιβόητη «κρίση», η οποία συνδέεται, πρωτίστως, με την ελλάδα, την οικονομία, το χρέος (της ελλάδας), το μνημόνιο, το ευρώ, τους έλληνες εργαζόμενους κλπ. Από μια προλεταριακή σκοπιά, παρόλα αυτά, η έννοια της κρίσης (οφείλει να) αντιτίθεται στον εθνικό/ελληνικό χαρακτήρα της και, οπωσδήποτε, δεν αντιστοιχεί σ’ αυτό που τα τελευταία τέσσερα περίπου χρόνια γίνεται ευρέως αντιληπτό ως «οικονομική κρίση».

Continue reading