Tag Archives: ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΣΗ

TUNISIA: A Call for Unity

Αναδημοσίευση από tahriricn (η έμφαση σε ορισμένα σημεία δική μας)

From: هيئات العمل الثوري/حركة عصيان/disobey movement

To all Revolutionary Groups in Tunisia,

"No president for me"

“No president for me”

Now two years have passed since the outbreak of the uprisings yet, despite the succession of governments and in spite of the abundance of promises and electoral programs, the economic and social crisis is aggravating and the conditions of the greater majority of the people, that is, the wage-earners, the unemployed, the poor and the marginalized, are deteriorating. The political parties’ tussle over power is driving the country towards civil war. Political institutions, especially the Constituent Assembly as well as the government, the prefectures and sub-prefectures, etc claim in bankruptcy as they proved to be incapable of finding solutions. These institutions are actually part of the problem for the new rulers scramble over privileges and rush to the seizure of bailiwicks. The system of favoritism and loyalism is back. Moreover, both police and the military fail to provide real security executing the same brutal repression tactics at protests. On the other hand, while the owners of fortunes, businessmen and intermediates of every sort are getting richer, the State keeps on boosting prices and insinuates the axing of all basic consumerist items subsidies as dictated by the IMF. The State is also axing unemployment insurance, cutting jobs and calling off all the social gains the masses earned during the early part of the revolutionary movement so that the masses pays the price of the crisis under the mottos of “Commonweal,” “Saving the National Economy,” that is, saving capital from its generalized crisis.

The catastrophic outcome of the revolutionary course so far, has proved the fact that the handing over of what matters us to a bunch of political back scratchers taking advantage of the revolution, either under the motto of “Consensus,” promoted by the Higher Authority For the Fulfillment of the Revolution Objectives, or in the name, or in the name of “Electoral Legitimacy” springing out of the Constituent Assembly, cannot but lead to the reemergence of the same authoritarian regime, with the same economic and social plans, only with different new faces and a new liberal democratic setting which steals the masses’ right to manage its own business submitting it to a handful of bureaucrats and bottom feeders whose only interest is scrambling and fighting for power and sovereignty.

If the revolted masses fail to assure the autogestion of all aspects related to economic, social and administrative life through local self-management councils in districts, towns, counties and villages, and fail to manage all social life aspects through a central Popular Assembly composed of local councils’ members who are elected, assigned and, ousted by communities; if they fail to transform means of labor into social property which are run in a cooperative way according to plans that could be designed by experts under popular supervision so as to guarantee the social production that satisfies real social solidary needs for every member of society and cuts with the capitalist way which puts social energies at stake for the sake of profit and competition; also, if the beaten masses do not initiate a reordering process of police, the military, the judiciary and the public administration on the basis of elections so as to end up with hierarchy and privileges and to impose a popular supervision on these institutions so as they work in the service of the people and cease to be alien organisms imposed in a bureaucratic and authoritarian way; if the masses do not initiate rearranging of big land ownerships into cooperative ownerships supervised by elected councils that work together to liberate the agricultural production from the monopoly of large landowners and orient it to the satisfaction of the people’s real needs so as to cut with all forms of intermediacy, if the people fail to claim its right to choose the convenient production mode of its material and spiritual life in a free and solidarity way through elected local and regional councils, if the masses fail to realize such revolutionary initiatives without the intervention of the least political party, then the political, economic and social system will prevail and produce the same favorable conditions for the crisis which, at the end of the day, in the absence of revolutionary solutions created by the masses, not imposed by political parties’ pre-designed programs, will lead us to the total chaos many people witnessed and anyways will not lead us to the realization of the uprising masses objectives.

Indeed, nothing is going to change if the movement remains limited to protests and demands. Regardless of which political party is in power, the prevailing system has proved its incapacity to satisfy such demands. Hence, the revolutionary movement is today in front of two alternatives: either stepping inside a new phase where masses take the initiative of reorganizing the social, economic and administrative life and impose it as fact, or exhausting its energies on limited sectoral and regional demands which will provide the fighting political elites within the system with enough time to reorganize under the mottos of “Consensus” and “Commonweal,” and to proceed by then to the preparation of a counter-attack that is capable of drowning the country in bloody repression paving the way to one or another political party to invest popular militance to better situate itself within the battlefield of partisan conflict over power.

Continue reading

Στους σκοτεινούς καιρούς σχετικοποιούνται τα νοήματα;

250px-Escher_Waterfall

Κείμενο που διακινούν προλετάριοι/ες από το χώρο του βιβλίου. Ανεξάρτητα από τις όποιες διαφωνίες μας, θεωρούμε ότι πρόκειται για σημαντική συνεισφορά στο διάλογο που ήδη γίνεται μέσα στο κίνημα για την αυτοδιαχείριση ως επαναστατική προοπτική:

Μια κριτική προσέγγιση στα αυτοδιαχειριζόμενα εγχειρήματα

Ανεξάρτητα από το τι είναι η αλληλέγγυα οικονομία και το πώς μπορεί να πραγματωθεί μέσα σε συνθήκες γενικευμένης οικονομικής επίθεσης, πέρα δηλ. από το αφαιρετικό πεδίο της θεωρίας, υπάρχουν (και βγαίνουν να μας φωνάζουν από τα κεραμίδια, όπως θα έλεγε ο Oscar Wilde) οι καθημερινές μας επιλογές και οι αντιφάσεις της εφαρμογής των ιδεών μας. Και αυτό ισχύει για όλους μας. Η κουβέντα για τα συνεργατικά εγχειρήματα και τις κολεκτίβες έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό και έχει διπλό χαρακτήρα. Από τη μια υπάρχει μεγάλος θεωρητικός προβληματισμός που κατατίθεται με ποικίλους τρόπους και που η καπιταλιστική κρίση τους καθιστά απόλυτα επίκαιρους τώρα που το παραγωγικό μοντέλο του καπιταλισμού παράγει τη φτώχεια και αναζητείται η φόρμουλα που θα το ξεπεράσει. Από την άλλη η δοκιμή στην πράξη που όλο και περισσότερο επιχειρείται και η σύσταση πολλών συνεργατικών δομών (βλ. Παγκάκι, Collective courier, Εκδόσεις των Συναδέλφων κ.ά.) ανοίγουν de facto την συζήτηση γύρω από το θέμα. Από την πλευρά μας θεωρούμε πως το μοντέλο λειτουργίας του εγχειρήματος ενέχει πολιτικά χαρακτηριστικά τα οποία όμως δεν αρκούν για να το καταστήσουν κάτι πολύ περισσότερο από μια προσπάθεια επίλυσης του άμεσα επιβιωτικού προβλήματος αυτών που το απαρτίζουν. Δεν αποτελεί όμως κάποια επαναστατική ή ριζοσπαστική δομή. Μπορεί ο οριζόντιος χαρακτήρας λήψης αποφάσεων και διανομής του οικονομικού αποτελέσματος να προσπερνά κάπως τον καταναγκασμό της μισθωτής σχέσης με κάποιο αφεντικό, όμως αυτό από μόνο του δεν συνιστά και τροχοδρόμηση προς την ανατροπή του κεφαλαίου ούτε επιβεβαιώνει αυτονόητα τις προθέσεις ρήξης με την καπιταλιστική οικονομία. Επίσης δεν μπορούμε να παραβλέπουμε και το γεγονός πως αυτού του τύπου τα εγχειρήματα κινούνται στον τριτογενή τομέα παραγωγής. Κατά βάση δηλ. δεν παράγουν τα ίδια κάτι πέρα από υπηρεσίες, οπότε κινούνται και σαν μεταπράτες, με όλα όσα η διαμεσολάβηση του χρήματος μπορεί να σημαίνει για κάτι το τόσο άυλο. Παρακολουθούμε, λιγότερο ή περισσότερο, πολλές από τις τοποθετήσεις που γίνονται στο δημόσιο πεδίο και με πολλούς τρόπους ακόμα και μέσω καθεστωτικών μέσων. Δεν μας φαίνεται περίεργο που οι ηγήτορες της εναλλακτικής δημοσιογραφίας όπως ο Κούλογλου, τρέχουν να καλύψουν μεγαλόστομες, κατά τη γνώμη μας, διακηρύξεις περί κατάργησης της μισθωτής εργασίας που γίνονται από διάφορα συνεταιριστικά εγχειρήματα. Άλλωστε κάτι αντίστοιχο προσπάθησε να κάνει και ο ίδιος πριν λίγο καιρό συμπεριφερόμενος στους εργαζομένους του σαν πιστωτές! Θα πρέπει όμως να προσπαθήσουμε να αποφύγουμε και κάθε είδους συγχύσεις. Τα συνεταιριστικά εγχειρήματα όπως διαρθρώνονται αυτή τη στιγμή στον ελλαδικό χώρο δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια αξιοπρεπή προσπάθεια επιβίωσης μέσα σε συνθήκες γενικευμένης φτώχειας. Και ως τέτοια είναι καλοδεχούμενα. Σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορούν να αποτελέσουν προτάσεις καλά δομημένες που να οδηγούν στο ξεπέρασμα της καπιταλιστικής οικονομίας. Αποτελούν απλά εναλλακτικές νησίδες εργασίας οι οποίες δεν προσφέρουν ιδιαίτερους τρόπους για την επίλυση του γενικευμένου οικονομικού προβλήματος. Τις βλέπουμε απλά σαν μια επέκταση ενός είδους αυτοαπασχόλησης, κάτι που αποτελεί και γενική τάση των καιρών. Άλλωστε είναι το πιο πιθανό για έναν εργαζόμενο ο οποίος απολύεται, παίρνει μια αποζημίωση στα χέρια του και – γνωρίζοντας πως δεν πρόκειται να ξαναβρεί δουλειά και ιδιαίτερα με αντίστοιχα λεφτά – προσπαθεί να εκμεταλλευθεί την αποκτημένη εξειδίκευσή του, αναμορφούμενος σε μικροεπιχειρηματία. Τοποθετούμαστε λοιπόν στο δημόσιο πεδίο γιατί η συγκυρία της κρίσης, που όλοι μας ζούμε, επιτάσσουν την αναγκαιότητα να πάρουμε θέση απέναντι στις επιλογές που ανοίγονται μπροστά μας, καθώς και να συμβάλλουμε σε μια γενικότερη συζήτηση που αφορά αυτού του τύπου τις δομές, πάντα προς μια ριζοσπαστική προοπτική. Ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι ο ανοιχτός κινηματικός τρόπος και η κατάθεση θέσης. Η διαλεκτική με τα εγχειρήματα και την όλη πραγματικότητα θα πρέπει να πραγματώνεται στο επίπεδο του ανοιχτού, δημόσιου διαλόγου και μέσω της κατάθεσης θέσεων, μακριά από τα βάρη ή τα πρόσημα που μπορεί να δημιουργούν οι προσωπικές σχέσεις. Πολλές φορές οι διαφωνίες με το να καταθέτονται υπό το βάρος μιας προσωπικής αντιπαράθεσης, το μόνο που καταφέρνουν είναι να δημιουργούν χαρακώματα και εμείς δεν έχουμε καμία διάθεση για κάτι τέτοιο. Ως εργάτες και άνεργοι από τον κλάδο του βιβλίου θα αναφερθούμε αρκετά στις εκδόσεις των Συναδέλφων αφού έχουμε μια πιο βαθιά αντίληψη για την παραγωγική διαδικασία που διέπει το βιβλίο. Σκοπός μας όμως δεν είναι η επικέντρωση σε ένα μόνο εγχείρημα αλλά μια συνολική κριτική προσέγγιση. Τώρα που η εργασία καταστρέφεται ακόμα μια φορά για να δημιουργήσει, μέσα από την ανεργία αλλά και την αναδιάρθρωση της παραγωγικής μηχανής, μια καινούργια και πολύ πιο υποτιμημένη και πολυδιασπασμένη εργατική τάξη, θα πρέπει να προσέχουμε και το αν οι επιλογές μας προάγουν την υπεράσπιση της ταξικής μας σύνθεσης. Προχωρώντας λοιπόν στο προκείμενο θα καταπιαστούμε με 3 διαφορετικούς άξονες οι οποίοι συμπυκνώνουν τις αιχμές της κριτικής μας.

ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Αδυνατούμε να κατανοήσουμε πως ένα εγχείρημα μπορεί να είναι ριζοσπαστικό αν δεν αμφισβητεί έμπρακτα τα βασικότερα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού που είναι το εμπόρευμα και η φετιχοποίησή του, το αντίτιμο και η υπεραξία. Με πιο απλά λόγια τα μέσα δεν μπορεί να είναι αντιφατικά προς τον σκοπό. Στην προκείμενη περίπτωση, στον κλάδο μας δηλ. αυτόν του βιβλίου, πολλοί από τους συναδέλφους κάνουν και ένα άλμα με το αντιμετωπίζουν το βιβλίο σαν ένα ειδικού τύπου προϊόν που, λόγω κάποιου ειδικού πολιτισμικού βάρους, παύει να είναι εμπόρευμα. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η άποψη πως το ποιοτικό βιβλίο είναι ένα κοινωνικό αγαθό αλλά αυτό πώς μπορεί να οριστεί; Πώς μπορεί να γίνει διακριτό από το βιβλίο που δεν είναι ποιοτικό; Εμείς, για να ξεκαθαρίσουμε και τη θέση μας, δεν αντιλαμβανόμαστε το βιβλίο αλλά και τη γνώση που ενδεχομένως περιέχει (υπάρχουν και οι «σαβούρες» άλλωστε) σαν αυταξία. Δεν αρκεί η καλή πρόθεση αυτών που επιλέγουν να το εκδώσουν αλλά ούτε και η κατοχή του γνωστικού ή καλλιτεχνικού υψηλού επιπέδου για να κάνουν κάτι απαραίτητα ποιοτικό ή να το αναδείξουν σε κοινωνικό αγαθό. Επίσης δεν το καθιστά κοινωνικό προϊόν η πιθανή χαμηλή του τιμή που επιλέγεται για να το κάνει πιο προσιτό. Για εμάς ο κοινωνικός χαρακτήρας ενός βιβλίου εξασφαλίζεται όταν αυτό είναι αντικείμενο με ελεύθερη πρόσβαση και η σε αυτό ενσωματωμένη γνώση ή καλλιτεχνική αγωγή που μπορεί να προσφέρει μοιράζεται και κατακτιέται μέσα από κοινωνικές διεργασίες. Σε κάθε άλλη περίπτωση αποτελεί μια ακόμα πληροφορία ατάκτως ερριμμένη στο μεταμοντέρνο καπιταλιστικό τοπίο το οποίο περιμένει αδημονώντας να αφομοιώσει και να απονοηματοδοτήσει οτιδήποτε δεν αμφισβητεί τη βάση του, την ουσία του. Και αυτή δεν είναι άλλη από το πεδίο που διαμορφώνει η κατανάλωση: η εμπορευματοποίηση όλης της καθημερινής μας ζωής και η μη νόηση ύπαρξης μακριά από την επίτευξη κέρδους και υπεραξίας, η ανταποδοτικότητα της οποιαδήποτε πράξης. Πέραν αυτού όμως όταν ο σκοπός ενός εγχειρήματος είναι η προώθηση ενός διαφορετικού πολιτισμού και μιας άλλης σχέσης με το βιβλίο, έξω από τη στυγνή λογική της «αγοράς» και του κέρδους, έξω από τα δεσμά της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, τότε θα πρέπει η λειτουργία του να αντιτίθεται στις συνθήκες που εμποδίζουν το σκοπό του. Δύσκολο έτσι κι αλλιώς σε συνθήκες καπιταλισμού, ακόμα δυσκολότερο όταν το εγχείρημα είναι μια συνεταιριστική επιχείρηση με σκοπό και τον βιοπορισμό των μελών της. Για αυτό και εκτιμούμε πως η αξίωση από τέτοια εγχειρήματα των πολιτικών χαρακτηριστικών που εμπεριέχονται στον όρο εργατική κολεκτίβα είναι άτοπη. Αδυνατούμε να υιοθετήσουμε τη μορφή μιας κολεκτίβας η οποία, λειτουργώντας στο πλαίσιο που ορίζει η καπιταλιστική οικονομία, επιλέγει ως δομικό χαρακτηριστικό της το εμπόριο. Στα ράφια ενός βιβλιοπωλείου το βιβλίο προσθέτει τις δικές του συλλαβές στην αφήγηση του παραμυθιού «καταναλώνω άρα υπάρχω». Υπόσχεται να μιλήσει για μας, να αναβαθμίσει την κοινωνική εικόνα μας, να επικοινωνήσει τα συναισθήματα μας («πες το με ένα βιβλίο» προέτρεπε διαφημιστικό μήνυμα πριν λίγα χρόνια). Προσθέτει έτσι τη δική του κατάφαση στη βεβαιότητα ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα δεν νοείται πέραν του πλαισίου που ορίζει η αγοραπωλησία, η κατοχή και κατανάλωση εμπορευμάτων. Επιπλέον, όπως κάθε εμπόρευμα σε μια καπιταλιστική οικονομία, αποκρύπτει τις εργασιακές σχέσεις που διέπουν την παραγωγή του, τη διανομή και την κυκλοφορία του. Κανείς δε σκέφτεται πώς φτάνει ένα βιβλίο, ένα παπούτσι, ένα ρούχο ή οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα στη βιτρίνα. Είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, σαν να ήταν ανέκαθεν εκεί να μας περιμένει. Άραγε είναι ευχαριστημένος ο αποθηκάριος που φορτώνει κούτες καλής λογοτεχνίας; Ο διανομέας που μεταφέρει βαριά (κυριολεκτικά) αντικαπιταλιστική κριτική στους δρόμους νοιώθει γαληνεμένος από την εγγύτητα του σοσιαλιστικού παραδείσου; Τι συμβαίνει άραγε στα ζυθοποιία της οικογένειας Heineken και της Αθηναϊκής; Επιπλέον όμως το βιβλίο έχει και μια ακόμα μαγική ιδιότητα, να ωραιοποιεί τα σημεία πώλησης του με το περίφημο ειδικό του πολιτισμικό βάρος, να ανάγει τα βιβλιοπωλεία σε ναούς του πνεύματος, αποκρύπτοντας τις εργασιακές συνθήκες στο εσωτερικό τους. Οι αιτιάσεις αυτές δεν αναιρούν το ριζοσπαστικό περιεχόμενο ενός βιβλίου, την δνατότητα ενός συγγραφέα να διεγείρει συνειδήσεις ή/και απλά να προσφέρει ευχαρίστηση. Κάθε φορά όμως που κάποιος/α το αγοράζει αναπαράγει, έστω και ασυνείδητα, όλα τα στερεότυπα και τις κοινοτοπίες της καπιταλιστικής οικονομίας, όλες της τις βεβαιότητες, ακριβώς όπως ένας εργάτης παράγοντας ένα προϊόν αναπαράγει τις συνθήκες που του επιβάλουν να πουλά την εργατική του δύναμη για να ζήσει. Και μιλώντας για εργάτες και παραγωγή ας δούμε ελάχιστα αναλυτικότερα τα της έκδοσης. Εξαιρώντας τους εργαζόμενους στη χαρτοβιομηχανία και τους συγγραφείς, η έκδοση ενός βιβλίου είναι το άθροισμα της μεμονωμένης και ανεξάρτητης εργασίας μεταφραστών, επιμελητών, γραφιστών και των εργαζομένων στο επιλεγμένο τυπογραφείο. Αν όλοι αυτοί οι εμπλεκόμενοι δεν έχουν λόγο στο τελικό προϊόν, αν δεν συμμετέχουν ισότιμα στο εγχείρημα, τότε είναι και αρκετά πιθανό να «επικοινωνούν» μεταξύ τους μόνο μέσω του προϊόντος της εργασίας τους. Αυτή η διαδικασία όμως έχει έντονο το άρωμα της εμπορευματικής παραγωγής και των εμπράγματων σχέσεων που είναι τυπικές στην καπιταλιστική οικονομία. Επιπλέον αν κάποιοι από τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους έχουν μισθωτή σχέση εργασίας με εργοδότη ο οποίος είναι είτε εκδότης είτε διακινητής βιβλίων ο ίδιος, τότε προστίθεται και η εργασιακή αλλοτρίωση στην οσμή. Στην ουσία λοιπόν η διαδικασία της έκδοσης δεν αντιτίθεται στον τρόπο λειτουργίας της «αγοράς» ούτε προωθεί κάποιον διαφορετικό πολιτισμό. Και βέβαια, όσο και αν κάποιος περιφρουρεί τον χαρακτήρα των εκδόσεών του, αυτές χάνουν το ανταγωνιστικό τους πρόσημο όταν χρησιμοποιούνται για να εξασφαλίσουν κέρδος σε αυτόν που το μεταπράτει, που το εμπορεύεται. Ακόμα όμως και αν ξεπερνιόταν αυτός ο σκόπελος υπάρχει πάντα το ζήτημα του καθορισμού του χαρακτήρα της παραγωγής ή αν προτιμάτε, μιας και δεν υπάρχει κυριολεκτικά παραγωγή, του χαρακτήρα της έκδοσης. Αν στόχος είναι η προώθηση μιας άλλης σχέσης με το βιβλίο, η οποία να αντανακλά και την αντίθεση με την οικονομία της αγοράς, τότε η παραγωγή δεν θα πρέπει να είναι εμπορευματική, αλλά να αντιμετωπίζει το προϊόν ως αξία χρήσης. Αυτό σημαίνει τουλάχιστον την συνειδητή απουσία αντιτίμου και την αντικατάσταση του ενδεχομένως από εθελοντική ελεύθερη συνεισφορά, η οποία θα προωθούσε και μια αίσθηση αλληλεγγύης και έμπρακτης συμμετοχής όσων θα αναγνώριζαν την αναγκαιότητα τέτοιων εγχειρημάτων και της ανταγωνιστικής με τον καπιταλισμό λογικής τους, ώστε να μειώνεται το κόστος της έκδοσης και ίσως και της διατήρησης ενός χώρου διάθεσης των βιβλίων τους.

ΟΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Προσπαθώντας να στήσεις ένα αυτοδιαχειριστικό εγχείρημα, δυο μεγάλοι εχθροί θα σταθούν απέναντί σου. Ο ένας είναι το ίδιο το κράτος και ο άλλος είναι το κεφάλαιο. Αν το δεύτερο είναι μικρό ή μεγάλο, δεν παίζει και τόσο σημαντικό ρόλο. Περισσότερο μετράνε τα χαρακτηριστικά του που είναι τα ίδια. Το χειρότερο όμως απ’ όλα δεν είναι να σταθούν απέναντί σου αλλά να σε παραμονεύουν στο πλάι και να προσπαθούν να σε αφομοιώσουν. Και τα δυο αυτά ορίζουν την οικονομία εντός της οποίας ένα εγχείρημα καλείται να λειτουργήσει και να στρεβλώσει τον χαρακτήρα της. Γίνεται αυτό; Οι ρόλοι μπορούν να αλλάξουν; Σε ότι αφορά το πρώτο σκέλος, δηλ. το οργανωμένο κράτος, θα πρέπει να τεθούν κάποια όρια στην ευκολία της κριτικής. Η κατοχή δελτίου ταυτότητας δεν μας καθιστά φορείς δημοκρατικών ψευδαισθήσεων, η χρήση των υποδομών της δημόσιας υγείας δεν μας μεταμορφώνει σε θιασώτες του κοινωνικού κράτους και αν ένα εγχείρημα έχει ΑΦΜ και κόβει τιμολόγια δεν σημαίνει πως απαρτίζεται από απολογητές του καπιταλισμού. Τα προβλήματα αρχίζουν από την στιγμή που ένα εγχείρημα αποκτά οικονομικές συναλλαγές με το κράτος, συναλλαγές που βοηθούν την επιβίωσή του και την περαιτέρω ανάπτυξή του. Το να είσαι προμηθευτής του κράτους και να «ταΐζεσαι» επομένως από τον κρατικό κορβανά, είναι κάτι που ξεπερνά τα όρια ενός χειραφετικού προτάγματος. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στο χτίσιμο των πελατειακών σχέσεων. Ελπίζουμε πως κάτι τέτοιο είναι αρκετό να ξεπεραστεί στο επίπεδο των καλών προθέσεων. Ωστόσο οι οικονομικές συναλλαγές με το κράτος, σηματοδοτούν και πάλι την αλλοτρίωση από τον κοινωνικό χαρακτήρα του εγχειρήματος τον οποίο θεωρητικά επιδιώκεις. Ξαναλέμε πως ο κοινωνικός χαρακτήρας αποκτάται και με την οικονομική αυτοθέσμιση η οποία οφείλει να περιλαμβάνει την εξασφάλιση των υλικών όρων και των αναγκαίων πόρων για την παραγωγή και διανομή του παραχθέντος προϊόντος. Η εμπορική συναλλαγή με το κράτος σηματοδοτεί και χρηματοδότηση από αυτό, πράγμα το οποίο με τη σειρά του αποτελεί πλήγμα ενάντια στην άρθρωση της οποιαδήποτε κίνησης αυτοθέσμισης. Πάλι, όπως και παραπάνω αμφισβητείται επί της ουσίας ο ελεύθερος κοινωνικός έλεγχος της παραγωγής αφού σε καμία περίπτωση το κράτος δεν αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα οποιαδήποτε κοινωνική συναίνεση στον τρόπο που αποφασίζει τις συναλλαγές του, ειδικά σε περίοδο κρίσης και περιορισμένων επομένως πόρων. Εξάλλου ο κρατικός μηχανισμός δεν δείχνει να πιέζεται από τα κάτω για τον τρόπο με τον οποίο θα επιλέξει τους φορείς των οικονομικών συναλλαγών του, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να προσδίδει και ένα τόνο σκοπιμότητας στις επιλογές του αυτές. Πέρα όμως από τον οικονομικό ρόλο του κράτους, υπάρχει και το πεδίο της ελεύθερης οικονομίας. Ο ανταγωνισμός και η συνεργασία με άλλες μονάδες (βλ. επιχειρήσεις). Θα αναφέρουμε κατ’ αρχήν κάποια πράγματα αναφορικά με τον ανταγωνισμό. Ο Καφιέρο, στην σύνοψη του Κεφαλαίου, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής, όλα είναι ανταγωνισμός, αγώνας: ακατάπαυστος αγώνας που γίνεται μεταξύ καπιταλιστών, μεταξύ εργατών και μεταξύ εργατών και καπιταλιστών. Αγώνας μεταξύ ανθρώπων, περιφερειών, εθνών. Είναι ένας αδυσώπητος πόλεμος, στον οποίο ο θάνατος του ενός είναι η ζωή του άλλου». Και σε συνθήκες καπιταλισμού είναι ακατόρθωτο να ξεπεράσεις τον ανταγωνισμό σε όλες του τις εκφάνσεις όπως αναφέρονται πιο πάνω. Ας μην ξεχνάμε πως και οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις είναι οικονομικές μονάδες που προσφέρουν κάποια υπηρεσία σε μια «ελεύθερη» αγορά, πολύ συχνά ανταγωνιζόμενη με συναδέλφους – εργάτες που προσφέρουν την ίδια υπηρεσία ως μισθωτοί σε κάποια άλλη επιχείρηση καθώς και με αυτοαπασχολούμενους. Ποιο είναι το όριο στο οποίο ο ανταγωνισμός με αυτόν που είναι στην ίδια μοίρα με εσένα παύει να υπάρχει; «Στον ανταγωνισμό η νίκη εξασφαλίζεται στους ισχυρότερους σχηματισμούς». Αυτό είναι μια παρατήρηση του Προυντόν και έχει αξία γιατί ο ίδιος ήταν υπέρ του οικονομικού ανταγωνισμού. Και ισχυρότερος σχηματισμός μπορεί να γίνεσαι με πολλούς τρόπους. Είτε εκμεταλλευόμενος μια οικονομική ένωση έναντι ενός που δεν έχει την δυνατότητα να βρει οικονομικούς συμμάχους είτε εκμεταλλευόμενος σχέσεις που κάποιος άλλος μπορεί να μην διαθέτει. Γίνεται όμως αρκετά φανερό πως «ο ανταγωνισμός παράγει μοιραία την ανισότητα και την εκμετάλλευση, ακόμη και με αφετηρία μια κατάσταση απόλυτης ισότητας» (D. Guerin) κατάσταση της οποίας την σημασία ο Προυντόν είχε μάλλον υποτιμήσει. Το συγκεκριμένο ζήτημα είναι πολύ σοβαρό γιατί θέτει ακόμα και ζητήματα ήθους σε σχέση με συναδέλφους που στέκονται στην δική σου μπάντα. Αν ένα αυτοδιαχειριστικό εγχείρημα δεν μπορεί να καλύψει τουλάχιστον το κομμάτι των συναδέλφων που έχει ανάγκη να βιοποριστεί από την ίδια εργασία και ενδιαφέρεται να το κάνει με τον ίδιο τρόπο τότε δημιουργείται και ένα σοβαρό θέμα αναφορικά με το μοίρασμα της «πίτας». Και όταν λέμε πίτα δεν εννοούμε το κομμάτι της αγοράς που αναλογεί στον καθένα αλλά τα μεροκάματα που αντιστοιχούν στους συναδέλφους. Και εδώ πλέον μπαίνει ζήτημα πόρων αλλά και αλληλεγγύης και σχέσης όλων μεταξύ τους. Γιατί όταν η οικονομία δεν χωρά δυο ή τρεις διακινητές π.χ. του ίδιου εμπορεύματος, οφείλεις να έχεις και μια κοινωνική πρόταση για πέντε, έξι ή εφτά που περισσεύουν από τη δουλειά που εσύ κάνεις. Αλλιώς δεν προκύπτει τίποτα παραπάνω από το χτίσιμο ενός αξιοπρεπούς «μαγαζιού». Δεν είναι απαραίτητα κακό κάτι τέτοιο αλλά ας αυτοκαθορίζεται ως τέτοιο… Ένα ακόμα ζήτημα έχει να κάνει με την συνεργασία με άλλες οικονομικές μονάδες που είναι συνεταιριστικές αλλά δεν έχουν το ίδιο μοντέλο λειτουργίας και με «κανονικές» επιχειρήσεις. Και εδώ ξεδιπλώνονται δυο βασικά ζητήματα. Το ένα είναι το ίδιο το γεγονός δηλ. η επίτευξη κοινού συμφέροντος (βλ. κερδοσκοπία) με το ίδιο το κεφάλαιο το οποίο σε θεωρητική βάση ανταγωνίζεσαι. Θεωρητικά το ανταγωνίζεσαι και με φυσικούς/οικονομικούς όρους, δηλ. επιδιώκεις να επικρατήσει η δική σου οικονομική πρόταση έναντι των άλλων αλλά και με κοινωνικούς δηλ. επιδιώκεις να πείσεις τους υπόλοιπους για τον δικαιότερο χαρακτήρα της δικής σου πρακτικής. Σε αυτό το επίπεδο, δεν γίνεται να μην παρατηρήσουμε πως μια τέτοια συνεργασία αλλοτριώνει σε πολύ μεγάλο βαθμό τα κοινωνικά, οικονομικά, και πολιτικά χαρακτηριστικά που επιχειρεί ένα τέτοιο εγχείρημα να προσδώσει στον εαυτό του. Σε μια εποχή όπου οι αγανακτισμένοι κάθε είδους κερδίζουν έδαφος με επιχειρηματολογία του τύπου «όλοι, μπλε, πράσινοι και κόκκινοι είναι ίδιοι» το να διαφυλάττεις την καθαρότητα των χαρακτηριστικών σου δεν είναι και τόσο μικρό πράγμα. Πέρα από το γεγονός πως υπονομεύει και την ίδια την πρόθεση που έχουν αυτού του τύπου τα εγχειρήματα να ανταγωνιστούν την υπαρκτή οικονομία. Η έστω και ελάχιστη συνεργασία μαζί σε επίπεδο κοινού συμφέροντος, δεν βοηθά στο βάθεμα του ανταγωνισμού αυτού. Επιπρόσθετα, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι φορείς των επιχειρήσεων με τις οποίες έστω και πρόωρα συνεργάζεσαι, δεν είναι απλά κάποιοι επιχειρηματίες αλλά τα αφεντικά αυτών, τους οποίους ένα αυτοδιαχειριστικό εγχείρημα θεωρεί ως κομμάτια της τάξης του. Είναι αυτοί με τους οποίους οφείλεις να έχεις την απόλυτα ανταγωνιστική σχέση. Σε κάθε περίπτωση είναι πολύ αντιφατικό να συνομιλείς για μια διαδικασία που έχει να κάνει με την διεκπεραίωση των καθημερινών εργασιών μιας υπόθεσης με ένα βιβλιοπωλείο, χονδρέμπορο ή εκδοτικό οίκο και μετά να είσαι ο ίδιος που θα θελήσει να αποκλείσει το ίδιο μαγαζί σε μια γενική απεργία. Όση αυτοπεποίθηση και αν παρέχει η σιγουριά του σκοπού, δεν γίνεται να μην βλέπουμε και την αντίφαση του όλου πράγματος. Κλείνοντας τους άξονες της εμπορευματικότητας και του οικονομικού ανταγωνισμού, θα αναφέρουμε επιγραμματικά μια – δυο σκέψεις. Η οικονομία και ο καπιταλισμός εν γένει, προχωρούν με το καρότο και το μαστίγιο. Και αν το μαστίγιο είναι πολύ εύκολα ορατό, το καρότο πολλές φορές είναι κρυμμένο ανάμεσα σε ένα κυκεώνα καλών προθέσεων, αφομοιώσεων και αλλοτριώσεων. Το έλλειμμα του ανταγωνιστικού και ταξικού κινήματος των τελευταίων δεκαετιών βοηθά βέβαια στο να δημιουργούνται κενά σε ότι αφορά την σαφήνεια των προταγμάτων και των πρακτικών. Από την άλλη ο μεταμοντέρνος καπιταλισμός του θολού μηνύματος και της πληθώρας των ατάκτως ερριμμένων πληροφοριών και ευκαιριών, έχει καταφέρει να φέρει σε θέση ισχύος τον ίδιο. Μπόρεσε να αξιοποιήσει την ενσωμάτωση της τάξης μας στην κατανάλωση καθώς και την σταδιακή εγκατάλειψη των πολιτικών της αξιώσεων μέσω των πολιτικών στήριξης της εργασίας από το αποκαλούμενο κοινωνικό κράτος. Δημιούργησε έτσι μια πραγματικότητα που είναι ικανή είτε να καταβροχθίσει τα πάντα είτε να αλλοιώσει οτιδήποτε τον αμφισβητεί, καταπίνοντάς το και ξαναξερνώντας το, μεταμορφωμένο σε lifestyle ή εναλλακτισμό. Εν τέλει, οι αρνήσεις μας, το βάθος τους και η ποιότητά τους είναι αυτές που διασώζουν τον όποιο τελικό χαρακτήρα σε ό,τι θέλουμε να κάνουμε, σε ό,τι θέλουμε να διαρρήξουμε.

Continue reading

Για την τρέχουσα κρίση, την Ευρωζώνη και τους ταξικούς αγώνες στην Ελλάδα

bm6

Αναδημοσίευση από blaumachen

«H Ευρωζώνη στο χείλος της διπλής ύφεσης», «Η Moody’ αξιολογεί αρνητικά τα ΑΑΑ της ΕΕ», «το ΔΝΤ προειδοποιεί για νέα παγκόσµια κρίση εκτός αν η Ευρωζώνη βρει µια λύση», «η ελληνική οικονοµία θα έχει συρρικνωθεί κατά 25% µέχρι το 2014», «η µεγαλύτερη φυγή καταθέσεων από ισπανική τράπεζα των τελευταίων 15 χρόνων καθώς οι φήµες περί διάσωσης αυξάνονται», «η Γαλλία ανακοινώνει τον σκληρότερο προϋπολογισµό των τελευταίων 30 ετών». Αυτά είναι µόνο µερικά από τα πρωτοσέλιδα των εφηµερίδων των τελευταίων δύο µηνών. Παρά τη σχιζοφρενική αισιοδοξία που διαχέεται από εκδότες εφηµερίδων, πολιτικούς και αναλυτές της τηλεόρασης, είναι σαφές ότι «η κρίση» (όλες οι πτυχές της) οδηγεί σε αδιέξοδο. Στο κείµενό σας «Η ιστορική παραγωγή της επανάστασης της τρέχουσας περιόδου»1 παρουσιάσατε µια επισκόπηση της παρούσας στιγµής και µιλήσατε για τη φύση του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού.

Ποια είναι η άποψή σας σχετικά µε τη φύση της τρέχουσας κρίσης ως κρίσης αναπαραγωγής της σχέσης του κεφαλαίου, όπως αυτή εκδηλώνεται στις διάφορες «κρίσεις χρέους» στην Ευρώπη, ως συνεχιζόµενη αύξηση του «πλεονάζοντος προλεταριάτου» και ως επέκταση της επισφάλειας; Θεωρείτε ότι οι εξελίξεις αυτές αποτελούν ένα διαρθρωτικό και µόνιµο χαρακτηριστικό της τρέχουσας περιόδου;

 

Βρισκόµαστε στους πρώτους µήνες του 2013 και η κρίση έχει ξεκινήσει από το 2007, έχει στο µεταξύ εµφανιστεί µε διαφορετικές µορφές και έχει «µεταδοθεί» από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη ενώ από τα στοιχεία διαφαίνεται η τάση να µεταδοθεί σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη. Τα στοιχεία που δείχνουν ότι κάποιες οικονοµίες (µεταξύ των οποίων και των ΗΠΑ) ανέκαµψαν µετά το 2009 αποκρύπτουν τις τάσεις που εργάζονται προς την παραγωγή µιας νέας πιο γενικευµένης αυτή τη φορά ύφεσης. Σκοπός της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης που συντελείται ταυτόχρονα αν και µε διαφορετική ένταση σε πολλά κράτη του πλανήτη είναι φυσικά η αύξηση του ποσοστού υπεραξίας, αλλά εκείνο που θα αποφασίσει αν και πότε έχει ξεπεραστεί η κρίση είναι ο βαθµός µετατροπής της υπεραξίας σε πρόσθετο κεφάλαιο, το οποίο θα µπορέσει να ξαναµπεί στον κύκλο παραγωγής υπεραξίας και να οδηγήσει σε διευρυµένη αναπαραγωγή κεφαλαίου. Έχουν περάσει περίπου 22 µήνες από όταν δηµοσιεύσαµε το κείµενο «Η εποχή των ταραχών»,2 στο 5ο τεύχος του περιοδικού µας αλλά βρισκόµαστε ακόµη στο στάδιο που ονοµάσαµε τότε «µεταβατική περίοδος της κρίσης». Με λίγα λόγια, το επιχείρηµά µας τότε ήταν ότι για να ξεπεράσει το κεφάλαιο την κρίση του πρέπει να απαξιωθεί ακόµη ένα µεγάλο µέρος κεφαλαίου το οποίο δεν αξιοποιείται ικανοποιητικά σήµερα. Προφανώς στο διάστηµα αυτό έχει απαξιωθεί ένα ακόµη µεγαλύτερο µέρος κεφαλαίου αλλά η πραγµατικότητα δείχνει ότι αυτό δεν είναι αρκετό. Αποδεικνύεται, µόνο εκ των υστέρων, ότι δεν είναι αρκετή η απαξίωση µεταβλητού κεφαλαίου που κυρίως συντελείται προς το παρόν, για να ξεπεραστεί µια τόσο σοβαρή κρίση. Διαφαίνεται όµως από τις εξελίξεις ότι η σηµερινή δοµή της καπιταλιστικής σχέσης δεν επιτρέπει στην απαξίωση να φτάσει στο µέγεθος που «πρέπει». Η απαξίωση αυτή, λόγω και του βαθµού αλληλεξάρτησης των διαφόρων ατοµικών και κρατικών κεφαλαίων, θα απειλεί την ίδια τη δοµή, δηλαδή τη σχέση ανάµεσα σε ιδιωτικά κεφάλαια, τη σχέση ανάµεσα σε κράτη, και το σηµαντικότερο την ίδια την «οµαλότητα» της σχέσης ανάµεσα στο κεφάλαιο και την εργασία που µέχρι το 2007 επέτρεπε την ικανοποιητική αναπαραγωγή του κεφαλαίου σε πολύ λιγότερο συγκρουσιακές συνθήκες από τις σηµερινές. Γίνεται λοιπόν προσπάθεια να καθυστερήσει αυτή η διαδικασία ώστε στο ενδιάµεσο η οργάνωση του ανταγωνισµού µεταξύ των κεφαλαίων να έχει βρει τη νέα ισορροπία της, η ιεραρχία µεταξύ των κρατών να µεταβληθεί και το προλεταριάτο να πειθαρχήσει στη νέα κατάσταση, δηλαδή στη µεγαλύτερη και βαθύτερη εκµετάλλευσή του.

Η κρίση πράγµατι έχει πάρει τη µορφή της κρίσης δηµόσιου χρέους σε πολλά κράτη στην Ευρώπη και φαίνεται να εξαπλώνεται µε αυτή τη µορφή της σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το γεγονός αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι.3 Η εµφάνιση της κρίσης µε τη µορφή κρίσης «δηµόσιου χρέους» είναι απαραίτητη σε αυτή τη φάση επίθεσης στο ιστορικά καθορισµένο επίπεδο αναπαραγωγής της εργατικής τάξης. Η ίδια η δοµή του µοντέλου συσσώρευσης της «πρώτης» νεοφιλελεύθερης περιόδου (πολύ σχηµατικά µεταξύ 1982 και 2008) έφερε εντός της την κρίση δηµόσιου χρέους ως δυνητικό αποτέλεσµα αλλά και ως νέα µορφοποίηση της παραγόµενης κρίσης του χρηµατοπιστωτικού τοµέα. Αυτή η νέα µορφοποίηση αποτελεί ταυτόχρονα την έκφραση της επιχειρούµενης αναδιάρθρωσης και προεικονίζει τις τάσεις προς πιθανή επίλυση των εσωτερικών αντιφάσεων της πρώτης περιόδου του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού, αλλά και προς πιθανή γενίκευση της κρίσης σε ολόκληρο τον πλανήτη. Το δεύτερο ενδεχόµενο φαίνεται αυτή τη στιγµή πιο πιθανό, βρισκόµαστε όµως ακόµη στη µεταβατική περίοδο.

Η αναδιάρθρωση συντελέστηκε βέβαια στα βασικά κέντρα συσσώρευσης του κεφαλαίου στις δεκαετίες 1970 και 1980 αλλά υπάρχουν πολλά διαφορετικά χαρακτηριστικά στη µορφή που έλαβε η αναδιάρθρωση στις διαφορετικές ζώνες του πλανήτη και στα κράτη που τις συγκροτούν καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού. Είναι αδύνατο να εξηγήσουµε την ιδιαιτερότητα της αναδιάρθρωσης σε κάθε καπιταλιστικό κράτος στα πλαίσια ενός κειµένου, γι’ αυτό (µε τον κίνδυνο να υπεραπλουστεύουµε) θα επικεντρωθούµε σε µια συγκεκριµένη διαφορά. Η κρίση, ανάλογα µε την τροπικότητα της αναδιάρθρωσης σε κάθε καπιταλιστικό κράτος, εµφανίστηκε σε κάποια κράτη αρχικά ως τραπεζική ενώ σε άλλα, όπως στην Ελλάδα, εµφανίστηκε ως κρίση δηµόσιου χρέους. Όταν λέµε ότι η κρίση εµφανίστηκε ως κρίση δηµόσιου χρέους εννοούµε ότι ο φετιχισµός της σχέσης κεφάλαιο απαιτεί η κρίση να «είναι» κρίση δηµόσιου χρέους, ώστε να προωθείται η αναδιάρθρωση µε καλύτερους συσχετισµούς στην ταξική πάλη. Αυτή η µορφή εµφάνισης σχετίζεται άµεσα µε το ρόλο του κράτους στην αναπαραγωγή της εργατικής τάξης. Σε ορισµένα κράτη, από αυτά στα οποία έχει ήδη εκδηλωθεί η κρίση, παρά την επέλαση της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης είχαµε την διατήρηση λειτουργιών του κράτους πρόνοιας, δηλαδή διατήρηση µέρους τους έµµεσου µισθού, και τη διατήρηση ενός µέρους του κεφαλαίου υπό κρατική ιδιοκτησία και διαχείριση, κάτι που σε µεγάλο βαθµό διατηρούσε τις τιµές υπηρεσιών σε χαµηλό επίπεδο.

Η δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης είναι η φάση που µε την κατάργηση του κράτους πρόνοιας για να αντιµετωπισθεί, δήθεν, το αυξανόµενο δηµόσιο χρέος και την ιδιωτικοποίηση των κρατικών κεφαλαίων επιτυγχάνεται η αύξηση του ποσοστού υπεραξίας και η δηµιουργία νέων πεδίων άντλησης υπεραξίας για ιδιωτικά κεφάλαια τα οποία εξαγοράζουν και αναδιαρθρώνουν τα κρατικά. Η δεύτερη παράµετρος σχετίζεται άµεσα µε τη βίαιη αλλαγή των εργασιακών σχέσεων, την κατάργηση της διαπραγµάτευσης µεταξύ θεσµικών φορέων του κεφαλαίου και συνδικαλιστικών οργανώσεων και το µετασχηµατισµό του ρόλου του κράτους ως µηχανισµού αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Η τάση αυτή για τον µετασχηµατισµό του ρόλου του κράτους είχε γίνει αντιληπτή ήδη από το 1979, παραδόξως, από έναν µελετητή που δεν κατανόησε τη θεωρία της αξίας του Μαρξ,4 τον Μισέλ Φουκώ (δες το βιβλίο του Birth of biopolitics, η µετάφραση δική µας): «…αντί της αποδοχής µιας ελεύθερης αγοράς που ορίζεται από το κράτος και διατηρείται υπό την εποπτεία του –η οποία ήταν, κατά κάποιον τρόπο, η αρχική φόρµουλα του φιλελευθερισµού: ας καθιερώσουµε έναν χώρο οικονοµικής ελευθερίας και ας τον οριοθετήσουµε µε ένα κράτος που θα τον εποπτεύει– οι φιλελεύθεροι της σχολής του Freiburg (ordoliberals) λένε ότι θα πρέπει να αναποδογυριστεί εντελώς αυτή η φόρµουλα και θέτουν την ελεύθερη αγορά ως την οργανωτική και ρυθµιστική αρχή του κράτους, από την αρχή της ύπαρξής του ως την τελευταία µορφή παρέµβασής του. Με άλλα λόγια: το κράτος υπό την εποπτεία της αγοράς και όχι η αγορά εποπτευόµενη από το κράτος…».

Ο ρόλος του νεοφιλελεύθερου κράτους, όπως αυτό παράγεται από την αναδιάρθρωση των δεκαετιών 1970-1980 είναι η ρύθµιση και η διευκόλυνση των όρων αναπαραγωγής όσο το δυνατόν πιο «καθαρού» ανταγωνισµού µεταξύ ιδιωτικών κεφαλαίων. Η «καθαρότητα» του ανταγωνισµού, η απάλειψη κάθε είδους «στρεβλότητας» αφορά βέβαια πρωτίστως τη (µη) δυνατότητα της εργατικής τάξης να διαπραγµατεύεται τους όρους της αναπαραγωγής της, αλλά αφορά και κάθε πεδίο πολιτικής του κράτους, υπονοµεύει δηλαδή όλα τα στοιχεία εκείνα που στο παρελθόν µπορούσαν να αποτελέσουν παράγοντες συναίνεσης ανάµεσα στις τάξεις και τα διάφορα στρώµατα και συµφέροντα της κοινωνίας. Αυτό σηµαίνει ότι η αγορά εποπτεύει συνεχώς το κράτος και το «βαθµολογεί» σχετικά µε το κατά πόσο διευκολύνει την αναπαραγωγή του «καθαρού» ανταγωνισµού, δηλαδή, κατά πόσο αναδιαρθρώνει µε την ένταση και την ταχύτητα που απαιτείται πτυχές της κεφαλαιακής σχέσης. Αυτή η συνεχώς ανανεωνόµενη αναδιάρθρωση, η διατάραξη των παλιών ισορροπιών µε σαφή κατεύθυνση τη γενική συµπίεση προς τα κάτω, στα χρόνια της επέκτασης του κύκλου συσσώρευσης (περίπου από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έως τα µέσα της δεκατίας του 2000) είχε πετύχει την αντίστοιχη συναίνεση σε ορισµένα κράτη, σε σηµαντικό βαθµό επειδή µέρος του µισθού αντικαταστάθηκε µε εύκολη πρόσβαση στον ιδιωτικό δανεισµό και η κοινωνική κινητικότητα δεν διακόπηκε. Ακριβώς, όµως, επειδή αυτός ο στόχος του ανταγωνισµού µεταξύ των πάντων µε δείκτη επιτυχίας τη γενική συµπίεση είναι ουτοπικός, αλλά και εξαιτίας του ειδικού χαρακτήρα ελέγχου που έχει ο ατοµικοποιηµένος δανεισµός των προλετάριων, το κράτος στην προσπάθειά του να ανταποκριθεί στο ρόλο του, τείνει καθ’ όλη αυτήν την περίοδο να γίνεται ολοένα και πιο παρεµβατικό, πιο πειθαρχικό, αυταρχικό, ποινικό και στην κρίση αυτό το στοιχείο φτάνει σε βαθµό παροξυσµού.

Continue reading

At the limit: Self-organisation in Greece

Slide19

By Anna O’Lory, 27 February 2013

Anja Kirschner and David Panos’s recent film, Ultimate Substance, influenced by Alfred Sohn-Rethel’s work, links money as the universal equivalent to forms of thought and social organisation: the quantification of activity through an abstract equivalent corresponds to abstraction in thought and scientific quantification. For us, the important consequence of this is that not only exploitation, but the imposition of accounting on social life is itself denaturalised. Money is not critiqued for not corresponding to value in a precise enough way. It is critiqued precisely for being what it is: a universal equivalent that mediates exchange and, simultaneously, a form of value.

Continue reading