Δημοσιεύουμε ένα, ημερολογιακά περσινό αλλά καθ’ όλα επίκαιρο, κείμενο του συντρόφου lenorman (το οποίο έχει διακινηθεί ευρέως μέσω mail) σχετικά με την αντι-ΕΕ στάση της άκρας αριστεράς αλλά και κομματιών του αντιεξουσιαστικού χώρου.
First we take Brussels:
Η υποκατάσταση της κριτικής των εκμεταλλευτικών σχέσεων από την κριτική των διακρατικών κατανομών ισχύος
Κατά τη διάρκεια της κρίσης, και κυρίως κατά τη διάρκεια των σφοδρών κοινωνικών αγώνων που συνόδευσαν τις κορυφώσεις της κρίσης, στη ρητορική αυτού του πολιτικού χώρου που σήμερα οριοθετείται ως «Αριστερά» στην ελλάδα απωθήθηκε κατά τρόπο συστηματικό ο ταξικός ανταγωνισμός ως καθοριστικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής γενικά, αλλά και της συγκυρίας ειδικότερα. Στον ΣΥΡΙΖΑ, και στον πολιτικό του περίγυρο, αυτή η απώθηση έγινε μέσα από μια πληθώρα πολιτικών και θεωρητικών καινοτομιών, η πιο δημοφιλής εκ των οποίων ήταν η αναδιατύπωση των θεωριών περί νεοφιλελευθερισμού στη βάση των εθνο-κρατικών ιδιαιτεροτήτων και των διαπεριφερειακών συνεργασιών ή αντιθέσεων, ώστε να τεκμηριωθεί η άποψη ότι το βασικό πρόβλημα σήμερα στην Ευρώπη είναι η κυριαρχία του «μερκελισμού», μιας εθνικά ιδιαίτερης νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας η οποία αντανακλά και νομιμοποιεί την κυριαρχία της πανίσχυρης Γερμανίας και των συμμάχων ή δορυφόρων της επί των χωρών του Νότου. Πέραν του ΣΥΡΙΖΑ, μια ανάλογη επίπτωση είχε η χρήση, στην προμετωπίδα ενός πολιτικού προγράμματος διεξόδου από την κρίση, της παρότρυνσης (προς τον «λαό» ή προς το «εργατικό-λαϊκό κίνημα») να έρθει σε ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα σύνθημα το οποίο αναδείχθηκε σε μόνιμη επωδό όχι μόνο από το ΚΚΕ και τις σταλινογενείς ή πρώην μαοϊκές πολιτικές ομάδες, αλλά και από όλες σχεδόν τις τροτσκιστικές οργανώσεις, ενώ κατά το διάστημα της ελληνικής προεδρίας της ΕΕ υπήρξε και μια σχετική πρωτοβουλία από συντρόφους και συντρόφισσες του αναρχικού χώρου.
Κάθε αρνητικό σύνθημα έχει ένα περιεχόμενο που προκύπτει αφενός από αυτό που λέει ότι αρνείται, και αφετέρου από αυτό που συνάγεται ως πρόταση του, από το αντίθετο στοιχείο εκείνου που αρνείται. Για παράδειγμα, όταν λέει κανείς ότι είναι «ενάντια στο κεφάλαιο», εννοεί ότι τάσσεται «υπέρ του κομμουνισμού», όπως κι αν τον εννοεί τον κομμουνισμό του. Το σύνθημα «ενάντια στη σχέση κεφάλαιο», όσο απογειωμένο κι αν μοιάζει, θέτει το ζήτημα όχι μόνο της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, αλλά και των διϋποκειμενικών σχέσεων που συνάπτονται κατά την κοινωνική παραγωγή της ζωής, κι αυτό γίνεται λίγο-πολύ σαφές σε όποιον/α το ακούει, ακόμα κι αν δεν είναι εξοικειωμένος/η με την ιδιόλεκτο του μαρξισμού. Όταν λέει κανείς ότι είναι ενάντια στο «τοκογλυφικό κεφάλαιο», στους «τραπεζίτες», τους «δανειστές», τους «κερδοσκόπους», και όχι ενάντια στο κεφάλαιο γενικά ως κοινωνική σχέση, τότε μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι είναι στην καλύτερη περίπτωση υπέρ μιας πιο κοινωνικά ευαίσθητης διαχείρισης του καπιταλισμού, και στη χειρότερη ότι είναι αντισημίτης φασίστας (γιατί πάντα στο συλλογικό φαντασιακό, ιδίως στην ελλάδα, η σκοτεινή φιγούρα του τοκογλύφου παραπέμπει σε εκείνη του Εβραίου με τη γαμψή μύτη). Όταν λέει, όμως, κανείς ότι πρέπει να ταχθούμε «ενάντια στην ΕΕ», τι εννοεί; Η ΕΕ είναι μια ένωση κρατών που αρχικά ήταν μόνο εμπορική και σήμερα είναι νομισματική και μέσα από την εξέλιξη της κρίσης δημόσιου χρέους μετατρέπεται σε δημοσιονομική ένωση. Συνεπώς το σύνθημα ενάντια στην ΕΕ, δεν μπορεί παρά να εννοεί ότι αυτοί που το εκφωνούν είναι υπέρ της διάλυσης της ΕΕ. Ωραία μέχρι εδώ. Να διαλυθεί η ΕΕ, ο ΠΟΕ, το ΔΝΤ, ο ΟΗΕ, η UNICEF (…) και όλοι οι οργανισμοί συντονισμού του διεθνοποιημένου πλέον κεφαλαίου, στάχτη και μπούλμπερη. Από εκεί και πέρα; Ευτυχώς, δεν είναι απαραίτητο να κάνουμε ούτε τολμηρές εικασίες ούτε περίτεχνες σημασιολογικές αναλύσεις, γιατί οι πολιτικές δυνάμεις που προσβλέπουν στη σύγκρουση με την ΕΕ δεν αφήνουν μόνο να εννοηθεί, αλλά συνήθως λένε και καθαρά ποιο είναι το θετικό στοιχείο που προκύπτει από αυτή τη διάλυση. Ο πραγματικός «τακτικός στόχος» περιγράφεται, αρκετά συχνά, χωρίς διφορούμενα: το θετικό στοιχείο γι’ αυτές τις δυνάμεις, συνήθως τουλάχιστον, είναι η συνέχιση της ύπαρξης του ελληνικού κράτους, ενός ελληνικού κράτους «ανεξάρτητου από τα δεσμά της ΕΕ», «εθνικά κυρίαρχου», με «δική του νομισματική πολιτική», και πάει λέγοντας.
Το ΚΚΕ συμπληρώνει την πρόταση για έξοδο από την ΕΕ με ένα κάλεσμα «για λαϊκή εξουσία», επαναλαμβάνοντας τη σταλινική φόρμουλα του σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα και με ένα μόνο κόμμα να οδηγεί την εργατική τάξη, τραβώντας την απ’ το μανίκι στον παράδεισο της εθνικής παραγωγικής ανασυγκρότησης. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στον πολιτικό της λόγο συνοδεύει το σύνθημα για «έξοδο από τη φυλακή του ευρώ και της ΕΕ» με μια σειρά από πολύ πιο αόριστες ευχές: «έτσι θα ανοίξει ο δρόμος για ριζικές κοινωνικές αλλαγές», «θα μπει η εργατική τάξη στο τιμόνι», «θα σπάσει ο πιο αδύναμος κρίκος του ευρωπαϊκού καπιταλισμού» και ο κατάλογος χωράει πάρα πολλές κούφιες φράσεις ακόμα, γιατί ως γνωστόν οι ευχές είναι πάντοτε ανέξοδες, και οι πηχτές σάλτσες κάνουν το στυφό φαγητό της «εθνικής κυριαρχίας» κάπως νοστιμότερο για τα στομάχια που δεν είχαν συνηθίσει στη μεταπολιτευτική σταλινο-μαοϊκή δίαιτα. Πρέπει βέβαια να πούμε ότι αυτά τα στομάχια στην ελληνική αριστερά ήταν λίγα, και σήμερα είναι ακόμα λιγότερα. Η εγχώρια αριστερά στη συντριπτική της πλειοψηφία ήταν αντι-ιμπεριαλιστική, και διαπαιδαγωγήθηκε με τις περίφημες ταξινομήσεις περί κύριας και δευτερεύουσας αντίθεσης του Μάο, ή με τη θεωρία της «εξω-ελληνικής επέμβασης» του Ζαχαριάδη. Ο κύριος εχθρός για το προλεταριάτο εμφανιζόταν πάντα, και εμφανίζεται και σήμερα να είναι ο ιμπεριαλισμός, ως πολιτικό-στρατιωτικός μηχανισμός έξωθεν επιβολής, και όχι ο καπιταλισμός ως καθεστώς ταξικής εκμετάλλευσης. Τώρα πια, που όλες οι παλιές γραμμές πολιτικού διαχωρισμού τείνουν να εξαλειφθούν ολοσχερώς μέσα στο μεγάλο χωνευτήρι των αριστερών συνασπισμών ή συμπορεύσεων, η αριστερά[1] (χωρίς επιπλέον ουσιώδεις προσδιορισμούς αλλά με το άλφα κεφαλαίο) καλεί τον «λαό» να την ακολουθήσει στο φωτεινό μονοπάτι που οδηγεί στη μεταρρύθμιση του ελληνικού καπιταλισμού, με εθνικοποιήσεις μέσων παραγωγής ή έστω ακύρωση των δρομολογημένων ιδιωτικοποιήσεων ή τελικά μάλλον επιλεκτική αξιοποιήση της κρατικής περιουσίας, ανασυγκρότηση της εθνικής παραγωγής χωρίς αλλαγή των ίδιων των σχέσεων παραγωγής, κτλ., και σε μια κάποια φιλολαϊκή διαχείριση του κράτους, είτε άμεσα, μετά από την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας (ΣΥΡΙΖΑ) είτε έμμεσα, ασκώντας πίεση «από τα κάτω» σε μια κυβέρνηση της αριστεράς (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ή τουλάχιστον, ένα σημαντικό της τμήμα).
Ακόμα και οι πιο τολμηροί από τους πανελίστες της αριστεράς δε μιλάνε, έτσι κι αλλιώς, για κατάργηση του κράτους, παρά μόνο με έναν πολύ θολό τρόπο, και την τοποθετούν πολύ «αργότερα», «προοπτικά», μετά από κάποιους αιώνες ίσως, και ούτε θέλουν να ακούσουν βέβαια για κατάργηση του χρήματος (άρα ακόμα κι όταν μιλάνε περί ρήξης με τον καπιταλισμό δεν το πολυ-εννοούν). Το ΚΚΕ, από τη δική του μεριά, ταυτίζει τη γη της επαγγελίας με το όραμα ενός ολοκληρωτικού κράτους-κόμματος. Η Συνέλευση Κομμουνιστών-Αναρχικών για την ταξική αντεπίθεση ενάντια στην ΕΕ, αντίθετα, διευκρινίζει ότι ο στόχος της ρήξης με την ΕΕ είναι ένα τακτικό βήμα προς το στρατηγικό στόχο της κοινωνικής επανάστασης που θα ανοίξει τον δρόμο για την κατάργηση του κεφαλαίου και του κράτους. Πρόκειται αναμφίβολα για την πιο ριζοσπαστική εκδοχή του συνθήματος «ενάντια στην ΕΕ», αλλά κάτι τέτοιο θα είχε νόημα μονάχα υπό δύο όρους: α) αν η ΕΕ ήταν, όχι μια ένωση κρατών, αλλά ένα διευθυντήριο, ένας γραφειοκρατικός μηχανισμός αυτονομημένος από τις εθνικές αστικές τάξεις, ο οποίος καθόριζε τις τύχες της ελληνικής κοινωνίας απέξω και αφ’ υψηλού, λεηλατώντας τους πόρους της, και β) αν υιοθετούσαμε υπόρρητα μια θεωρία σταδίων για την επανάσταση, και μάλιστα μια παραδοσιακή (λενινιστική) τέτοιου είδους θεωρία, η οποία εμφανίζει την επανάσταση όχι ως διαδικασία με τη δική της ιδιαίτερη ιστορική δυναμική, αλλά ως καρπό σχεδιασμού από πολιτικά επιτελεία, ικανά να εποπτεύουν το κοινωνικό τοπίο, όπως οι στρατηγοί τα παρατεταγμένα στρατεύματα στο πεδίο της μάχης, να προβλέπουν τις εξελίξεις, να προεξοφλούν μια ακολουθία απαιτούμενων βημάτων, και να διαπλάθουν σιγά-σιγά τη συνείδηση των αγωνιζόμενων «μαζών», πατώντας πάνω στις «αυταπάτες» τους. Τότε θα μπορούσαμε να καταφύγουμε σε μια συνταγή που χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές στο παρελθόν από τα κομμουνιστικά κόμματα: να ισχυριστούμε, δηλαδή, ότι η εγχώρια ταξική πάλη μεσολαβείται και παραμορφώνεται τόσο έντονα από την αντίθεση ανάμεσα στο εθνικό κράτος και το υπερεθνικό διευθυντήριο ώστε απαιτείται πρώτα ένας κάποιος εθνικο-απελευθερωτικός αγώνας ώστε μετά να τεθεί η ταξική πάλη στις πραγματικές της διαστάσεις. Μόνο έτσι, μόνο υπό τέτοιες αφετηριακές παραδοχές, ο στόχος της ρήξης με την ΕΕ θα μπορούσε να νοηθεί ως ένα τακτικό βήμα προς το στρατηγικό στόχο της επανάστασης
Είναι, όμως, σήμερα η ελλάδα μια κατεχόμενη χώρα, όπως ισχυρίζονται διάφοροι δημαγωγοί πολιτευτές της ψεκασμένης Δεξιάς, ή μια χώρα που ξεζουμίζεται από τους μερκελιστές των Βρυξελλών, όπως ωρύεται ενίοτε ο Τσίπρας; Μπορεί κανείς στα σοβαρά να ισχυριστεί ότι ο Σαμαράς, ο Δένδιας, ο Βενιζέλος, και όλο αυτό το σινάφι από πεπειραμένους εγχώριους τεχνικούς της εξουσίας είναι απλά μαριονέτες; Μπορεί κανείς να πάρει τοις μετρητοίς τις οιμωγές των συριζαίων βουλευτών περί κοινοβουλευτικών πραξικοπημάτων, ανά μήνα, ή ενίοτε ανά εβδομάδα; Μπορεί να γίνει, υπό αυτούς τους όρους, οποιαδήποτε σοβαρή κουβέντα για τις μεταβολές που υφίσταται το ίδιο το κράτος; Δεν συσκοτίζεται έτσι εντελώς η κρίση του κράτους; Δεν αποσοβείται κάθε διερώτηση για το πώς επιχειρείται να ξεπεραστεί η κρίση του, μέσα από την εμφάνιση στο προσκήνιο των ολοκληρωτικών χαρακτηριστικών του, των τάσεων ολοκληρωτικής κυριαρχίας που ενυπάρχουν στο ίδιο το «κανονικό» δημοκρατικό καπιταλιστικό κράτος; Ήταν μήπως κάποια απαίτηση εκείνων των εξωτικών τεράτων, που αποκαλούνται από τα ελληνικά ΜΜΕ και τους αριστερούς δημοσιολόγους «τροϊκανοί», η δημιουργία φυλακών «υψίστης ασφαλείας» ή οι αλλεπάλληλες επιστρατεύσεις απεργών; Εμμέσως, σε αυτές τις πιθανές ενστάσεις έρχεται να απαντήσει η ανάλυση περί περιφερειακών ανισοτήτων που διχάζουν τα κράτη της ΕΕ σε ισχυρά και ανίσχυρα, ηγετικά και χρεωκοπημένα, με όπλο το δημόσιο χρέος. Η ελλάδα δεν είναι ακριβώς υπό κατοχή, αλλά τέλος πάντων τελεί υπό ασφυκτικό υπερεθνικό έλεγχο.
Πράγματι, ο Γιαννάκης δεν είναι ακριβώς Γιάννης, αλλά και ο ένας και ο άλλος έχουν βαφτιστεί από τον ίδιο παπά. Γιατί είτε στην πιο ισχυρή εκδοχή της κατεχόμενης χώρας είτε στην πιο ασθενή της ελεγχόμενης, οι διακρατικές, και όχι οι κοινωνικές, αντιθέσεις είναι εκείνες που εκλαμβάνονται ως καθοριστικές για το νόημα της επαναστατικής δράσης. Ο αγώνας ενάντια στο υπάρχον περιορίζεται εντός του εύρους νοητών δυνατοτήτων που το κράτος ως μορφή οργάνωσης της κοινωνίας έχει θέσει. Είναι αγώνας μέσα στο υπάρχον. Αφήνει άθικτες τις διαστάσεις του και αναδέχεται τους διαχωρισμούς του. Σε αυτά τα συμφραζόμενα, το «εμείς» που αγωνίζεται, ή καλείται να αγωνιστεί, είναι δεδομένο. Πρέπει απλά να αφυπνιστεί, όχι να επινοηθεί ή να αναδυθεί μέσα από την ίδια την εμπειρία του αγώνα. Είναι ο «λαός», η εργατική τάξη ως «λαός»: ένα υποκείμενο που δεν προκύπτει από τον πραγματικό ανταγωνισμό ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις, αλλά ενεργοποιείται υπό τη μορφή με την οποία έχει εγγραφεί στην ισχύουσα πολιτική διάταξη, ως σύνολο πολιτών ενός κράτους, άθροισμα αφηρημένων ανθρώπων που τους ενώνει η φαντασιακή ταύτιση ενάντια σε έναν εξωτερικό εχθρό, ενάντια σε δυνάμεις που πηγάζουν από εστίες πέραν ή υπεράνω των εθνικών συνόρων. Πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που μιλάμε για μια χώρα που ποτέ δεν ήταν αποικία, αλλά ανήκει αντίθετα στις λεγόμενες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες: ο αγώνας ενάντια στην κατοχή ή στον έλεγχό της από ξένες ή υπερεθνικές δυνάμεις δεν είναι αγώνας αποτίναξης ενός πολιτικού ζυγού, αλλά επιλογής ανάμεσα σε παραλλαγές του ίδιου πολιτικού ζυγού, επιλογής ανάμεσα σε διαφορετικές ενσαρκώσεις της μορφής-κράτος. Αν όντως είχαμε να κάνουμε με κατοχή, τότε μπορεί να ήταν αναγκαίο να επιλέξουμε ανάμεσα στις αντιτιθέμενες κρατικές οντότητες. Θα έπρεπε, όμως, να έχουμε καθαρή επίγνωση της αντίφασης ανάμεσα στην τακτική της απελευθέρωσης από τις δυνάμεις κατοχής και τη στρατηγική της κοινωνικής επανάστασης. Αν όντως έχουμε να κάνουμε με «έλεγχο» ή λεηλασία της χώρας, τότε η επιλογή ανάμεσα στο κράτος που τελεί υπό έλεγχο και το κράτος (εν προκειμένω: την ένωση κρατών) που ασκεί έλεγχο συνοδεύεται από ακόμα μεγαλύτερο κόστος. Η σχέση του τακτικού στόχου με το στρατηγικό στόχο τότε γίνεται αθεράπευτα αντιφατική: οι αντιτιθέμενοι όροι όχι μόνο δεν υπερβαίνονται σε μια νέα σύνθεση, όπως κάποτε επέμεναν οι κομματο-κρατικοί ταχυδακτυλουργοί του διαλεκτικού υλισμού, αλλά αποσυνδέονται τόσο πολύ που στο τέλος ο ένας γίνεται εμμονή και ο άλλος πρόσχημα.
Αν πρέπει πρώτα να αποδεσμευτεί το ελληνικό κράτος από την ΕΕ, χωρίς να αμφισβητηθεί το ίδιο ως τρόπος να σχετίζονται οι άνθρωποι μεταξύ τους κατά τη διαχείριση των κοινών τους υποθέσεων, και ως άρθρωση μηχανισμών η οποία εγγυάται της αναπαραγωγή των εκμεταλλευτικών σχέσεων, τότε πώς είναι δυνατόν μετά να τεθεί το ίδιο υπό ριζική έμπρακτη κριτική; Αν χρειάζεται να οικοδομηθεί πρώτα ένα κίνημα, αρκετά πλατύ ώστε να περιλαμβάνει όλους όσοι συμφωνούν με τον τακτικό στόχο της ρήξης με την ΕΕ, ακόμα και αν κατά τα λοιπά εννοούν την κοινωνική επανάσταση ως ένα γραφειοκρατικό κομματικό έργο ή ως μια εικόνα ενός πολύ μακρινού μέλλοντος, με κοινό στόχο την αποκατάσταση του ελέγχου της κοινωνικής ζωής έτσι όπως αυτή οριοθετείται σε επίπεδο εθνικό, δηλαδή την αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας του έθνους-κράτους, τότε πώς είναι δυνατόν μετά αυτό το κίνημα να στραφεί ενάντια σε ό,τι το ίδιο πέτυχε, και να το εκθεμελιώσει; Ξέρουμε πια πολύ καλά πώς ακόμα και στη Βόρειο Ιρλανδία ή στη Χώρα των Βάσκων (εδάφη στα οποία ζουν πολιτισμικές κοινότητες που αυτοπροσδιορίζονται ως καταπιεσμένα έθνη χωρίς δικό τους κράτος) η σχέση ανάμεσα στον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα και τον αγώνα για την κοινωνική επανάσταση εξελίχθηκε, μετά από μια ολόκληρη ιστορική πορεία εσωτερικών συγκρούσεων, σε μια σχέση υπαγωγής του δεύτερου στον πρώτο, έτσι που τελικά η σύγκρουση ανάμεσα σε τάξεις να γίνεται αφηρημένη επίκληση και ο αστικός εθνικισμός να κατοχυρώνεται στην πράξη ως μια αδιαφιλονίκητα κυρίαρχη ιδεολογία. Ξέρουμε, επίσης, πόσο ακριβά, την περίοδο όπου πράγματι η ελλάδα ήταν μια κατεχόμενη χώρα, πλήρωσε το κίνημα το οποίο συσπειρώθηκε κάτω από τη σημαία του ΕΑΜ αυτόν το διαχωρισμό τακτικών και στρατηγικών στόχων, όπου το «αποφασιστικό τακτικό βήμα», η «απελευθέρωση της ελλάδας» σήμαινε την ανασυγκρότηση του πολιτικού και στρατιωτικού μηχανισμού που τελικά κατέστειλε, με εκτελεστικά αποσπάσματα, την «ανταρσία». Αντί το προλεταριάτο να γίνει «ηγεμονική δύναμη» του έθνους, το τελευταίο ξαναστήθηκε στα πόδια του, ως έθνος-κράτος, και συνέτριψε το προλεταριάτο. Στην περίπτωση της σύγχρονης ελλάδας δε χρειάζεται καν να περιμένουμε να πέσει η αυλαία της ήττας για να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας: ο αγώνας ενάντια στην ΕΕ, όταν ιεραρχείται ως «αποφασιστικός τακτικός στόχος», ακυρώνει εκ των προτέρων κάθε αντικαπιταλιστικό και αντικρατικό πρόταγμα, το μετατρέπει σε δευτερεύον, του στερεί κάθε επικαιρότητα, κάθε πραγματική σημασία.
Μιλάμε, όμως, υποθετικά. Γιατί η αλήθεια είναι ότι σήμερα δεν τίθεται ούτε ζήτημα «κατοχής» ούτε ζήτημα «υπερεθνικού ελέγχου». Αυτό δείχνει η ίδια η δυναμική και η μορφολογία της ταξικής πάλης. Αν απόδειξαν κάτι οι αγώνες των τελευταίων χρόνων είναι ότι «η Ελλάδα» δεν είναι μια μονοιασμένη κοινότητα όπως θα ήθελαν οι φασίστες, αλλά ένας καπιταλιστικός σχηματισμός με μια ανειρήνευτη σύγκρουση στο εσωτερικό του, τη σύγκρουση ανάμεσα στα αφεντικά και τους προλετάριους και τις προλετάριες. «Η Ελλάδα» ως κοινωνική πραγματικότητα διαρθρώνεται γύρω από τη σχέση κεφάλαιο και την αντίφαση που χαρακτηρίζει αυτήν τη σχέση. «Η Ελλάδα» ως πολιτική επικράτεια δεν ανήκει στους έλληνες όπως διατείνεται η αρχαιοπρεπής πινακίδα έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αβγής ή όπως συχνά-πυκνά μας πληροφορούν, από τα τηλεοπτικά πάνελ, τα στελέχη της «κυβερνώσας αριστεράς». Όπως κάθε «χώρα», ανήκει στο κράτος και τους καπιταλιστές. Κανένα ευρωπαϊκό διευθυντήριο δεν υπαγόρευσε στις ελληνικές κυβερνήσεις τη στρατηγική της αντι-εξέγερσης μετά το Δεκέμβρη του 08. Κανένας γραφειοκράτης των Βρυξελλών δεν επέβαλε τα κρατικά πογκρόμ, υπό τον ευφημισμό «Ξένιος Δίας», κατά του τμήματος εκείνου της εργατικής τάξης που προορίζεται για την παραγωγή απόλυτης υπεραξίας, των μεταναστών. Κανένας Σόϊμπλε και καμιά Μέρκελ δεν ανάγκασε τα αφεντικά στην ελλάδα να κρατάνε απλήρωτους τους υπαλλήλους τους για μήνες. Καμιά ΕΕ δεν έσκαγε λεφτά στους εγχώριους Ναζί για να οργανώσουν έναν στρατό από μαντρόσκυλα του κεφαλαίου. Κάποιοι έλληνες εφοπλιστές το έκαναν αυτό. Αυτή ήταν και αυτή είναι «η Ελλάδα», ως θεσμική οντότητα: ένα στρατηγείο, με τα δικά του ιδιαίτερα λάβαρα, τη δική του ιδιαίτερη επικράτεια, τη δική του ιδιαίτερη διαδρομή στο χρόνο, για την οργάνωση του κεφαλαίου και την αποδιοργάνωση και καθυπόταξη του προλεταριάτου. Είτε ως κοινωνική πραγματικότητα, είτε ως πολιτική επικράτεια, είτε ως θεσμική οντότητα, «η Ελλάδα» είναι αναπόσπαστο τμήμα του κόσμου των αφεντικών. Γι’ αυτό, ως προλετάριες/οι, είμαστε ήδη εδώ, σε αυτήν τη χώρα, ξένες/οι, ακόμα και αν εμείς, σε αντίθεση με πολλά ταξικά μας αδέλφια, διαθέτουμε επίσημα έγγραφα που πιστοποιούν την ιθαγένειά μας.
Μήπως, όμως, ορίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την «Ελλάδα» γίνεται κατάχρηση της έννοιας της ταξικής πάλης, και επιδεικνύεται μια υπέρμετρη αδιαφορία για τη βαρύτητα των πολιτισμικών ή γεωπολιτικών παραμέτρων; Αν το θέμα μας δεν ήταν η κοινωνική επανάσταση ως «στρατηγικός στόχος» τότε θα ομολογούσαμε ότι, ναι, μάλλον μόλις διαπράξαμε αυτό το αμάρτημα. Επειδή, όμως, το θέμα μας είναι αυτό, και όχι κάτι άλλο, νομίζουμε ότι το ερώτημα πρέπει να αντιστραφεί, και να απευθυνθεί στους πρόμαχους της αντι-ΕΕ πολιτικής γραμμής: αυτή η γραμμή είναι που κατατείνει στην αδιαφορία για τη βαρύτητα της ταξικής πάλης, στην απώθηση του ταξικού ανταγωνισμού ως παραμέτρου που επίκαιρα διαμορφώνει την κοινωνική πραγματικότητα, καθώς και ως ενός πεδίου εμπειρίας επί του οποίου συγκροτούνται μορφές κοινωνικής συνείδησης, δοκιμάζονται συλλογικά εγχειρήματα, και νοηματοδοτούνται, σε πραγματικό χρόνο, οι προτεινόμενες κάθε φορά πολιτικές στρατηγικές, ακόμα και παρά τη θέληση ή τις ιδεολογικές καταβολές, προτιμήσεις και διακηρύξεις των υποκειμένων που εμπλέκονται στη χάραξή τους.
Στους υποθετικούς συλλογισμούς που χρησιμοποιήθηκαν παραπάνω, κατά την κριτική της πρώτης (πραγματολογικής) προϋπόθεσης, ώστε να έχει νόημα η σύνδεση του «τακτικού στόχου» της ρήξης με την ΕΕ με το «στρατηγικό στόχο» της ρήξης με το κεφάλαιο και το κράτος, προεικονίζεται ήδη και η κριτική της δεύτερης (θεωρητικής) προϋπόθεσης, ήτοι της υιοθέτησης υπόρρητα μιας θεωρίας σταδίων για την επανάσταση. Κάθε τέτοια θεωρία, ακριβώς επειδή παραβλέπει τη δυναμική της επανάστασης ως συμβάντος ή ως διαδικασίας συλλογικού πειραματισμού, αλλά και τη δυναμική της ταξικής πάλης ως πεδίου όπου η δυνατότητα της επανάστασης αποκτά την πραγματικότητά της, είναι μια θεωρία αναβολής της επανάστασης ή αποτροπής της εμβάθυνσής της. Ακυρώνει τη σημασία της ίδιας της εμπειρίας της εξέγερσης ενάντια στις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις και της οικοδόμησης άλλων διϋποκειμενικών σχέσεων, ενώ αντίθετα εξιδανικεύει τον εξ αποστάσεως σχεδιασμό τακτικών βημάτων, ο οποίος είναι καταδικασμένος να εκλαμβάνει αφετηριακά τις ισχύουσες κοινωνικές σχέσεις ως πολύ πιο ανθεκτικές απ’ ό,τι πράγματι είναι (γιατί ένας καλός τακτικιστής αυτές τις σχέσεις οφείλει πάντοτε να θέτει ως δεδομένες αρχικές του συνθήκες) και τις ισχύουσες μορφές κοινωνικής συνείδησης ως πολύ πιο εύπλαστες απ’ ό,τι πράγματι είναι (γιατί αυτές τις μορφές πάντοτε οφείλει να θέτει ως πρώτη ύλη για τα πολιτικά «ζυμώματά» του). Οι σοσιαλδημοκρατικές θεωρίες σταδίων, είτε στην παλιά, τύπου SPD, είτε στη τωρινή τους εκδοχή, τύπου ΣΥΡΙΖΑ, δίνουν κάπως παραπάνω έμφαση στη σταθερότητα των κοινωνικών σχέσεων: οι κοινωνικές αλλαγές γίνονται μέσα από διαδοχικές επιμέρους τροποποιήσεις που δε θίγουν την κοινωνική κανονικότητα. Οι λενινιστικές αντίστοιχες θεωρίες, στην πλαστικότητα των μορφών συνείδησης: οι κοινωνικές αλλαγές γίνονται από επιτελεία που κατορθώνουν να ασκήσουν την ηγεμονία τους στα μυαλά του αγωνιζόμενου πλήθους. Αμφότερες, όμως, βασίζονται στην παραδοχή ότι οι αγώνες ενάντια στο υπάρχον δεν είναι καθ’ εαυτοί ιστορικά παραγωγικοί, ότι η ιστορία, σε τελευταία ανάλυση, παράγεται μέσα από τη δράση πολιτικών οντοτήτων εξωτερικών προς, ή αποσπάσιμων από, την εμπειρία της ταξικής σύγκρουσης, οντοτήτων που βρίσκονται στα παρασκήνια ως υποκινητές ή σε υπέργειες καθέδρες ως μαέστροι, αποδέκτες μηνυμάτων, εκφραστές των διαθέσεων της βάσης, εγγυητές της ταυτότητας και της συνοχής των υποκειμένων που αγωνίζονται – μέσα από τη δράση, για να το διατυπώσουμε πιο συγκεκριμένα, κομμάτων και κρατών.
Με την υιοθέτηση του συνθήματος «ενάντια στην ΕΕ» αυτό που επί της ουσίας προτείνεται είναι να δράσουμε συντεταγμένα και από τα κάτω ώστε να ακολουθήσει το ελληνικό κράτος μια άλλη πολιτική από αυτήν που ακολουθεί σήμερα. Τον μόνο δρώντα παράγοντα της ταξικής πάλης που ευνοεί ο «τακτικός στόχος» ενάντια στην ΕΕ είναι το ελληνικό κράτος. Η τακτική αυτή στόχευση, προσωποποιώντας τη σχέση κεφάλαιο σε μια εξω-ελληνική οντότητα, η οποία μάλιστα υποτίθεται πως βρίσκεται και μέσα (χάρη στους ντόπιους τοποτηρητές της) και έξω από «τη χώρα», μακράν από το να διανοίγει χώρο για τον πολλαπλασιασμό και τη ριζοσπαστικοποίηση των μορφών ανεξάρτητης προλεταριακής δράσης ενάντια στην αναδιάρθρωση, απαιτεί πολιτικές και κοινωνικές «συμπορεύσεις» που αποδίδουν στην προλεταριακή αντίσταση το ίδιο κοινωνικό περιεχόμενο με αυτό της αντίστασης των μικροαστών και τη διοχετεύουν πολιτικά μέσα στο εύκολα χειραγωγήσιμο από το κράτος κανάλι της (δεξιάς ή αριστερής) «εθνικής αντίστασης». Από αυτήν τη σκοπιά, μπορούμε ήδη να αναγνωρίσουμε πόσο οξυδερκής είναι ο συλλογικός νους του κεφαλαίου, και πόσο έμπειρο το συλλογικό του σώμα, βλέποντας τι μεσοπρόθεσμες συνέπειες είχε το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος, το οποίο είχε απόλυτη πρωτοβουλία κινήσεων, επέλεξε να ξεκινήσει τη δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης, που απαιτούσε η ανατιμολόγηση κινδύνου του δημόσιου χρέους του από το διεθνοποιημένο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, σε ανοιχτή συνεργασία με τον διεθνή παράγοντα, ενώ τα ελεγχόμενα από το ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο ΜΜΕ διόγκωναν συνεχώς το ρόλο των δανειστών, εικονογραφώντας τους ως εμμονικούς και παράλογους ενορχηστρωτές μιας εκδικητικής επίθεσης ενάντια στον «ελληνικό λαό». Το ελληνικό κράτος ξεπέρασε την κρίση στην οποία βρέθηκε κατά την περίοδο 2010-2012 ενσωματώνοντας την «εθνική αντίσταση» στους Ευρωπαίους εταίρους, επωμιζόμενο το καθήκον της σκληρής «εθνικής διαπραγμάτευσης» μαζί τους, ως εκφραστής της λαϊκής δυσαρέσκειας: μια «κυβέρνηση της αριστεράς» θα συνεχίσει αυτό ακριβώς το έργο, που και σήμερα παίζεται με πρωταγωνιστές τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο. Το ελληνικό κεφάλαιο, όμως, έχει ήδη καταφέρει να εφαρμόσει, σχεδόν στο σύνολό της, την ατζέντα «μεταρρυθμίσεων» που ο ΣΕΒ ζητούσε εδώ και χρόνια.
Παρά τις αντιγερμανικές ιαχές του Τράγκα, ή ακόμα και τα οργίλα ξεσπάσματα του Πρετεντέρη ενάντια στους ξεροκέφαλους γραφειοκράτες των Βρυξελλών και της Ουάσινγκτον, είναι βέβαια κάπως δύσκολο να αιτιολογηθεί γιατί ο Τόμσεν και ο Φούχτελ δεν άγγιξαν ορισμένες από τις πιο χτυπητές ιδιαιτερότητες του ελληνικού καπιταλισμού. Το ότι οι εφοπλιστές ακόμα πρακτικά απαλλάσσονται από κάθε φορολογία, το ότι το ελληνικό κράτος ακόμα καταβάλλει τους μισθούς των παπάδων, ή το ότι συντηρεί ακόμα μια τεράστια, συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα, στρατιωτική γραφειοκρατία, όλα αυτά μοιάζουν ανεξήγητα αν καταπιούμε αμάσητη τη θεωρία περί φανατικών νεοφιλελεύθερων τεχνοκρατών που έρχονται έξωθεν να επιβάλλουν τις συνταγές τους ανεξάρτητα από τις εγχώριες τοπικές συνθήκες. Αντίθετα, μοιάζουν πολύ λογικά αν σκεφτούμε ότι τα μνημόνια όντως συντάχθηκαν με βάση τις τοπικές ιδιαιτερότητες, κατά τρόπο ώστε να μπορούν οι συγκεκριμένες διακρατικές συμφωνίες να αποβούν αποτελεσματικά πολιτικά μέσα δρομολόγησης μιας ελεγχόμενης εκκαθάρισης και καταστροφής κεφαλαίου, με τους λιγότερους δυνατούς τριγμούς για την αστική ταξική πολιτική κυριαρχία και με τις καλύτερες προϋποθέσεις ώστε να ξαναστηθεί ένα λειτουργικό μακροπρόθεσμα ταξικό μπλοκ εξουσίας υπό την ηγεμονία του ελληνικού μεγάλου κεφαλαίου. Η Μέρκελ μαζί με τον Παπανδρέου, τον Παπαδήμο, τον Βενιζέλο και τον Σαμαρά έσωσαν τον ελληνικό καπιταλισμό, κι έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν, υπό τις διαθέσιμες επιλογές, για να αποκατασταθεί η κερδοφορία των καπιταλιστών. Έπρεπε, όμως, το «έθνος» (που ενοποιεί τις πληττόμενες κοινωνικές κατηγορίες) να αναπαρασταθεί ως αντιστεκόμενο στην «τρόικα» (που προσωποποιεί τον εχθρό ως ξένο) ακριβώς για να μην πάρει η αντίσταση στην αναδιάρθρωση μια πιο ανεξέλεγκτη μορφή σύγκρουσης των τάξεων μέσα στην ελλάδα από αυτήν που έλαβε χώρα.
Ο διάχυτος μικροαστικός ευρωσκεπτικισμός, του στυλ «οι Γερμανοί, μαζί με τα ντόπια λαμόγια, μας παίρνουν την πατρίδα μας», αποτέλεσε ένα πρώτης τάξεως συμπλήρωμα, και κατά κανέναν τρόπο μια αντίρροπη δύναμη, στον ευρωπαϊσμό των μεγαλοαστών. Δεν ήταν προϊόν μιας κάποιας ραδιουργίας από πλευράς της ελληνικής αστικής τάξης και του πολιτικού προσωπικού της, αν και αξιοποιήθηκε αρκούντως ως βολικός εχθρός και κατά βάθος φίλος. Το σκιάχτρο που στήθηκε στη θέση του πραγματικού ταξικού αντιπάλου έχει τις δικές του ρίζες στα «μικρομεσαία» και πληβειακά διαζώματα της κοινωνίας. Η δυναμική του εξηγείται από την αποσταθεροποίηση, ή και εξάλειψη, πολλών απ’ τις μορφές αναπαραγωγής των μικροαστικών στρωμάτων. Η διεισδυτικότητά του, όμως, δεν οφείλεται μόνο σε κάποιες ιδιαιτερότητες του ελληνικού καπιταλισμού, όπως η μεγάλη διάδοση της μικρής ιδιοκτησίας, η ευρύτητα και η εσωτερική πολυμορφία της μικροαστικής τάξης, αλλά και η εμπέδωση μιας ποικιλίας μικροαστικών κοινωνικών χαρακτηριστικών σε ένα ευρύ τμήμα της εγχώριας εργατικής τάξης, κάτι που ασφαλώς συνεπάγεται και αντίστοιχα ιδεολογικά αντανακλαστικά. Ενισχύθηκε πολύ, επίσης, και από την αποσύνθεση της εργατικής ταυτότητας, ως αποτέλεσμα της προηγούμενης αναδιάρθρωσης των εκμεταλλευτικών σχέσεων. Αυτή η τελευταία, που συνήθως περιγράφεται ως «νεοφιλελευθερισμός», στην ελλάδα συντελέστηκε με ιδιαίτερη ένταση από τη δεκαετία του ’90 και μετά, περίοδο κατά την οποία άλλαξε η τεχνική και πολιτική σύνθεση του προλεταριάτου, άρχισαν να εξατομικεύονται οι όροι πώλησης της εργασιακής δύναμης, εξαπλώθηκε η αίσθηση του κατακερματισμού, της προσωρινότητας, της επισφάλειας, και η ίδια η προλεταριακή συνθήκη μετατράπηκε σε ταμπού, σε μια απαξιωτική υποκειμενική κατάσταση, που σε αντίθεση με το παρελθόν δε σήμαινε πια μια αφόρητη αντίφαση ανάμεσα στη δημιουργικότητα της ζωντανής εργασίας και την καθυπόταξή της από το κεφάλαιο, αλλά μια κατάπτωση ή καθήλωση στον αόρατο πάτο της κοινωνικής ιεραρχίας, εκεί όπου συνωστίζονται οι losers της ιστορίας. Η αντικατάσταση της φιγούρας του εκμεταλλευτή από εκείνη του «προδότη πολιτικού» έχει ένα κοινωνικό βάθος αρκετά σοβαρό για να τη θεωρήσουμε μια ασήμαντη, πρόσκαιρη εκδήλωση της ακατέργαστης «λαϊκής οργής».
Δεν υπήρξε, ούτε μπορεί να υπάρξει, άλλου είδους ευρωσκεπτικισμός με μαζική απήχηση πέρα από αυτήν την ανανεωμένη παραλλαγή εκδικητικού εθνικισμού που εξέφρασαν οι αγχόνες και οι μούντζες το 2011 στην πλατεία Συντάγματος. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για την ελλάδα. Πουθενά στην Ευρώπη, σήμερα, δεν εμφανίζεται μια εκδοχή ευρωσκεπτικισμού γειωμένη σε κάποια εμπειρία εργατικών κινητοποιήσεων, όπως ως έναν βαθμό είχε συμβεί μια δεκαετία πριν στην περίπτωση του γαλλικού δημοψηφίσματος για το ευρωσύνταγμα. Πουθενά, η κριτική στους στρυφνούς γραφειοκράτες των Βρυξελλών δεν διευκολύνει, ούτε βέβαια πυροδοτεί, καμιά συνάντηση στο δρόμο τμημάτων του προλεταριάτου. Μεσούσης της κρίσης, η εναντίωση στην ΕΕ, όποτε αρθρώνεται με μαζικούς όρους, αρθρώνεται εις βάρος της δυναμικής της ταξικής αντιπαράθεσης, μετατοπίζοντας την έμφαση από την ανταγωνιστική εμπειρία των δρόμων στην ταξικά συμφιλιωτική εμπειρία της συζήτησης εναλλακτικών λύσεων ενώπιον ενός εθνικού ακροατηρίου, και προσλαμβάνει το χαρακτήρα μιας επιθετικής υπεράσπισης του έθνους-κράτους και των παραδόσεων που συνδέονται με αυτό. Η θορυβώδης δημόσια διερώτηση περί των διακρατικών σχέσεων εντός της ΕΕ, και περί της δικαιοδοσίας των τεχνοκρατών της ΕΕ, είναι σήμερα αποκλειστική υπόθεση των μικροαστικών τάξεων της Ευρώπης που θίγονται από την αναδιάρθρωση, ή σύμπτωμα της ηγεμονίας αυτών των τάξεων σε εξατομικευμένα τμήματα του προλεταριάτου. Και δικαιολογημένα: κανονικά δε θα έπρεπε καν να μπαίνει κανείς στον κόπο να εξηγεί ότι η αξίωση για «ανεξαρτησία από τις Βρυξέλλες», δηλαδή για την επιστροφή σε ένα εθνικό κράτος επιδιαιτητή των ταξικών διαφορών και προστάτη του μεσαίου κεφαλαίου, των μικροϊδιοκτητών, άντε και της εργατικής αριστοκρατίας, από τους κλυδωνισμούς της καπιταλιστικής αγοράς, επιφυλάσσει για το προλεταριάτο, εν μέσω μιας τέτοιας εκτεταμένης και επιθετικής αναδόμησης των κοινωνικών σχέσεων από το κεφάλαιο, κάτι έστω και ελάχιστα καλύτερο από τη σημερινή κόλαση. Η ίδια η ιδέα ότι η αλλαγή νομίσματος ή η αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων μιας χώρας μπορεί να ανοίξει το δρόμο σε μια επάνοδο στην «κοινωνική ευημερία» ή να πυροδοτήσει κοινωνικές αλλαγές είναι τυπικά μικροαστική, και μάλιστα ανήκει σε εκείνο το υποσύνολο της μικροαστικής ιδεολογίας που απαρτίζεται από τις περισσότερο αφελείς και λιγότερο επεξεργασμένες προσαρμογές της αστικής ιδεολογίας στις προσδοκίες της μικροαστικής τάξης.
Για να υπάρξει «αριστερός ευρωσκεπτικισμός», και για να οριοθετηθεί ξεκάθαρα από τον εθνικισμό, θα έπρεπε να συνοδευτεί από μια τόσο ριζική κριτική στις ιδεολογικές προϋποθέσεις του διάχυτου μικροαστικού ευρωσκεπτικισμού, που στο τέλος δε θα είχε νόημα να αποκαλείται καν «ευρωσκεπτικισμός», γιατί θα ήταν μια κριτική στην ευρωπαϊκή (δηλαδή και την ελληνική) κοινωνική πραγματικότητα, η οποία βρίσκεται σήμερα σε κρίση, και όχι σε έναν διακρατικό μηχανισμό, που διαχειρίζεται αυτήν την κρίση. Η αντι-ΕΕ ρητορική της αριστεράς, ακόμα και στις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές της, επισκιάζεται αντικειμενικά από τη μόνη σήμερα δυνατή και διαθέσιμη, με μαζικούς όρους, μορφή ευρωσκεπτικισμού, και χρωματίζεται από τους δικούς του ιδιαίτερους τόνους, όσες συμπληρωματικές δόσεις αφηρημένου αντικαπιταλισμού κι αν επιστρατεύει. Δε θέλουμε με αυτό να πούμε ότι όσοι την υιοθετούν αποβλέπουν συνειδητά σε συμμαχίες με τους μικροαστούς. Αν και κάποιοι, όπως λ.χ. η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πότε-πότε το κάνουν αυτό και το λένε και ανοιχτά[2], σίγουρα θα ήταν συκοφαντικό να ισχυριζόμασταν κάτι τέτοιο για όλες τις συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, καθώς και για τους συντρόφους και τις συντρόφισσες της Συνέλευσης Κομμουνιστών-Αναρχικών για την ταξική αντεπίθεση ενάντια στην ΕΕ. Θέλουμε, όμως, να επιμείνουμε στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη ρητορική, στο πραγματικό έδαφος του ταξικού ανταγωνισμού, και παρά τους διαφορετικούς ιδεολογικούς επιτονισμούς που προσλαμβάνει στις χρήσεις της από διαφορετικές πολιτικές ομάδες, μέτωπα ή κόμματα, μεγεθύνοντας τη σημασία των κατανομών ισχύος μεταξύ κρατών και βάζοντας εντός παρενθέσεως τις κοινωνικές αντιθέσεις καταλήγει να διασταυρώνεται με τον μικροαστικό ευρωσκεπτικισμό, να βρίσκει το επίκαιρο νόημά της σε συνάφεια με αυτόν, και να λειτουργεί μάλλον νομιμοποιητικά προς την αστική ταξική κυριαρχία, αντί να την προβληματοποιεί.
Εδώ φτάνουμε και σε έναν άλλο, ίσως τον πιο κρίσιμο, κόμπο του νήματος. Μία επιπλέον συνέπεια της πολιτικής λογικής που εστιάζει στην κυριαρχία της γραφειοκρατίας της ΕΕ και αφήνει σε δεύτερο πλάνο την κυριαρχία των ελλήνων καπιταλιστών είναι ότι συσκοτίζει τις πραγματικές αντιθέσεις όχι μόνο στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και στο εσωτερικό του ίδιου του προλεταριάτου, έτσι όπως αυτό διαμορφώνεται ως κοινωνική δύναμη μέσα στην εμπειρία των αγώνων της συγκυρίας. Η αντίθεση λ.χ. ανάμεσα στο επισφαλές τμήμα του προλεταριάτου και στο τμήμα του εκείνο που μέχρι πρότινος μπορούσε να πουλήσει την εργασιακή του δύναμη υπό σχετικά ευνοϊκούς, σταθερούς και θεσμικά κατοχυρωμένους, όρους διαπραγμάτευσης φάνηκε να είναι πολύ πιο σοβαρή απ’ ό,τι μια αντίθεση ανάμεσα σε δύο τμήματα του ίδιου σώματος τα οποία διαφέρουν μονάχα από την άποψη του βαθμού οργάνωσής τους (και άρα, το ένα, το πιο οργανωμένο, αρκεί να πάρει υπό τη δική του σκέπη το άλλο). Οι κατακτήσεις του ελληνικού οργανωμένου εργατικού κινήματος, κατά την προηγούμενη περίοδο, είχαν αναγνωριστεί από το κράτος ως δικαιώματα των ελλήνων εργαζομένων με τίμημα όχι μόνο την κοινωνική ειρήνη, αλλά και τη σιωπή τόσο για τις κερδοφόρες βαλκανικές εξορμήσεις του ελληνικού κεφαλαίου όσο και για τον αχανή ωκεανό από «μαύρους» και «αόρατους» ευέλικτους εξατομικευμένους προλετάριους, μετανάστες και έλληνες, οι οποίοι πούλαγαν σχεδόν αδιαπραγμάτευτα το τομάρι τους, στις παρυφές ή τις σκοτεινές ενδότερες ζώνες της επίσημης αγοράς εργασίας, για να διατηρεί η ελληνική οικονομία ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς μέσους όρους επί δεκατέσσερα συναπτά έτη (από το 1994 ως το 2007). Αυτό δε συνιστά μονάχα μια αντικειμενική συνθήκη που διευκόλυνε την επίθεση των αφεντικών, ενισχύοντας τη δραστικότητα της προπαγάνδας περί «ρετιρέ» και «συντεχνιών». Αποτελεί επίσης και ένα σημαντικό στοιχείο στην ίδια τη δυναμική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, αφού χάρη σε αυτόν τον διχασμό παράχθηκε, ραγδαία και απρόσκοπτα, μια μάζα αναλώσιμου πλεονάζοντος ανθρώπινου δυναμικού, αυτήν τη φορά εντός, και όχι εκτός, του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Καταδεικνύει πώς και γιατί στην ελληνική κοινωνία η κρίση του κεφαλαίου εμφανίζεται και ως κρίση της εργασίας, πώς και γιατί σήμερα το προλεταριάτο προσκρούει στα όρια του ίδιου του εαυτού του, της υπόστασής του ως ενός πόλου του κεφαλαίου.
Ένα από αυτά τα όρια, και ίσως το σημαντικότερο, προκύπτει από το ότι για να αποτελεί μια δεξαμενή διαθέσιμης προς εκμετάλλευση εργασιακής δύναμης, το προλεταριάτο πρέπει να συγκροτείται ως ελέγξιμος από το κράτος πληθυσμός, και πιο συγκεκριμένα, ως ένα εθνικοποιημένο, ομογενοποιημένο και οριοθετημένο στη βάση μιας φαντασιακής κοινής καταγωγής και κοινού προορισμού, κοινωνικό σώμα. Η τωρινή κρίση του έθνους-κράτους, έτσι όπως εκφράζεται, ακόμα και εδαφικά, μέσα από την εκ νέου διευθέτηση των κρατικών λειτουργιών και μηχανισμών ώστε να μπορεί να χαραχθεί, και να υλοποιηθεί αποτελεσματικά, πολιτικός σχεδιασμός είτε σε υπερεθνική κλίμακα είτε σε επίπεδο υπο-εθνικό και δια-τοπικό, δεν αναιρεί αυτήν την προϋπόθεση για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης. Τη μετατρέπει μεν σε μια εκρηκτική αντίφαση, αλλά το κεφάλαιο, όταν πια έχει συντελεστεί η πραγματική υπαγωγή της ζωντανής εργασίας σε αυτό, τρέφεται από εκρηκτικές αντιφάσεις και μεταστοιχειώνει τα δικά του όρια σε φραγμούς που μπορούν να ξεπεραστούν. Η παρανομοποίηση των μεταναστών, μέσα από έναν πόλεμο των συνόρων που καταλήγει να εγκαθιδρύει συνοριακούς ελέγχους παντού, σε κάθε πόλη και σε κάθε χωριό, και η ελεγχόμενη εθνικοποίησή τους, μέσα από επιλεκτικές νομιμοποιήσεις, μας παρέχει ένα αρκετά καλό παράδειγμα για το πώς μια εκρηκτική συνθήκη μπορεί να βρει τη θέση της στην κοινωνική κανονικότητα: το μη-εθνικοποιημένο ή και απο-εθνικοποιημένο προλεταριάτο γίνεται εκμεταλλεύσιμο στο μέτρο που παραμένει πολιτικά αόρατο και λειτουργεί ως σκοτεινός, βουβός πυθμένας του εθνικοποιημένου προλεταριάτου ή ως η μη-ακόμα-εθνικοποιημένη σκιά του. Ακόμα κι αν σήμερα είναι ίσως δύσκολο να το φανταστούμε αυτό ως μια κατάσταση μακροπρόθεσμα βιώσιμη, δεν παύει να είναι κάτι το διαχειρίσιμο μέρα με την ημέρα, να παράγει ένα πλήθος από καθημερινές πρακτικές, να διαπλάθει υποκειμενικότητες, και να σημαδεύει άλλες τόσες, να εντάσσεται στο φόντο της κοινής ζωής, ως μια από τις ανομολόγητες, αλλά δεδομένες, λεπτομέρειές της. Όσο τίποτα δεν διακόπτει την κανονική ροή των πραγμάτων, όσο δεν μεσολαβεί κάποια άρνηση ή εναντίωση, ακόμα και η πιο κατάφωρη βαρβαρότητα, άπαξ και ενσωματωθεί ως ένα στοιχείο της καθημερινής κοινωνικής αναπαραγωγής, μοιάζει φυσιολογική.
Στον κύκλο αγώνων της συγκυρίας που τώρα φαίνεται να κλείνει, αυτή η εθνικοποιημένη προλεταριακή υπόσταση ήταν που αποδείχθηκε περισσότερο ευάλωτη στην επίθεση του κεφαλαίου, αλλά και ένα από τα ισχυρότερα προσκόμματα στον πολλαπλασιασμό και στην εμβάθυνση των συναντήσεων στο δρόμο των αγωνιζόμενων τμημάτων του προλεταριάτου. Το πρόβλημα όντως δεν ήταν ότι «όλοι μαζί τα φάγαμε». Ήταν όμως ότι υπήρχε για πολλά χρόνια ένα «όλοι μαζί», ελληνικά αφεντικά και ένα διόλου αμελητέο τμήμα ελλήνων εργατών, μια σχέση ομαλής κοινωνικής συμβίωσης που είχε ως αναγκαίο συμπλήρωμά της τη μη αναπαραστήσιμη, ή οριακά μόνο αναπαραστήσιμη, πολιτικά αθλιότητα των επισφαλών ελλήνων και μη-ελλήνων εργατών. Γι’ αυτόν το λόγο, ο αγώνας που διεξάγεται έξω από την ΑΣΟΕΕ είναι πολύ πιο κρίσιμος, για μια εξέλιξη της ταξικής πάλης πέρα από το διαφαινόμενο σήμερα τέλμα, απ’ ό,τι τα εθνικά μέτωπα σωτηρίας της ΔΕΗ που επιχείρησε πριν κάποιο καιρό να οργανώσει ο Τσίπρας, καλώντας εθνικιστές αστούς πολιτικούς να βαδίσουν μαζί με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
Η δέσμη επίκαιρων πολιτικών ερωτημάτων που τώρα χρειάζεται να θέσουμε, αντί να κολακεύει τη διάχυτη νοσταλγία για την απολεσθείσα κοινωνική ισορροπία της δεκαετίας του ’80 και του ’90, ή τις τάσεις εντός του προλεταριάτου προς μια καθήλωση στην εθνικοποιημένη υπόστασή του, και μια απεγνωσμένη υπεράσπισή της ενάντια σε «εξω-ελληνικές επεμβάσεις» (τάσεις που στην ακραία εκδοχή τους εκβάλλουν στον φασισμό), οφείλει να θεματοποιήσει τη δυνατότητα αυτό-αναίρεσης του προλεταριάτου ως μια πραγματική δυνατότητα, η οποία αναδείχθηκε ως τέτοια στις εξεγέρσεις της περιόδου (στην ελλάδα, τον Δεκέμβρη του 08), και εξακολουθεί να διακυβεύεται στις εσωτερικές τριβές, συγκρούσεις και διχασμούς που χαρακτηρίζουν τους τωρινούς, οσοδήποτε σποραδικούς, εργατικούς αγώνες. Είναι εκεί, σε αυτές τις γκρίζες μεθοριακές ζώνες, που ένα άλλο «όλοι μαζί», η ενοποίηση του προλεταριάτου ως ανθρωπότητα και η αναίρεσή του μέσα σε μια αναδυόμενη κοινότητα των ανθρώπινων όντων, μπορεί να αναφανεί ως βάθος στον ορίζοντα, μέσα απ’ τις ρωγμές του παρόντος.
Από το 2007 και μετά, άνοιξαν πολλές τέτοιες ρωγμές. Στη σημερινή συγκυρία, αυτό που κυρίως τίθεται είναι αν θα κλείσουν εντελώς, καθώς προχωράει η αναδιάρθρωση, ή αν θα κρατήσουμε μια κάποια σχέση συνέχειας, στον άξονα του χρόνου, ανάμεσα στις εμπειρίες αμφισβήτησης του υπάρχοντος, αν θα διατηρήσουμε ζωντανή και ανοιχτή μια μη-κρατική δημόσια σφαίρα, εντός της οποίας η θεωρητική επαναστατική κριτική τροφοδοτείται από και δοκιμάζεται σε έμπρακτες αρνήσεις του κόσμου του κεφαλαίου που βυθίζεται στη βαρβαρότητα τραβώντας μας μαζί του: άλλες, όχι «εναλλακτικές», άλλες διϋποκειμενικές σχέσεις, πολυεθνικές προλεταριακές κοινότητες αγώνα, αντιδομές, μαχητικές διεκδικήσεις, συλλογικές πρακτικές ανυπακοής και εναντίωσης. Πρόκειται για μια πολιτική και οργανωτική δουλειά πολύ πιο πειραματική, συντηρητική (με την τεχνική έννοια της λέξης), αναστοχαστική και υπομονετική από αυτήν που πολλοί σύντροφοι και συντρόφισσες πιστεύουν ακόμα ότι αναλογεί στον επαναστατικό/ανταγωνιστικό χώρο. Δεν περιλαμβάνει, ούτε υπόσχεται, μεγαλεπήβολες πολιτικές συμπορεύσεις, αρραγή κοινωνικά μέτωπα, επαναστατικά κόμματα, πειθαρχημένους στρατούς, επινοητικούς στρατηλάτες μυημένους στα μυστικά της ηγεμονίας και των έξυπνων τακτικών συμμαχιών, ηρωικά υποκείμενα-στρατιώτες που ανεμίζουν περήφανα σημαίες και δεν κάνουν ούτε βήμα πίσω. Όλες αυτές οι κάπως φαρσικές εκδραματίσεις και παλινδρομήσεις στα μεσουρανήματα του ιστορικού εργατικού κινήματος ανήκουν σε έναν κόσμο που χάθηκε, και από πολλές απόψεις άξιζε να χαθεί.
Η αντι-ΕΕ ρητορική, ακόμα και στην καλύτερη εκδοχή της, παραπέμπει σε κάποιες από τις χειρότερες, περισσότερο κρατικιστικές, πλευρές αυτού του παρελθόντος. Αν παλιότερα ήταν απαραίτητο αξεσουάρ μιας πολιτικής προσανατολισμένης στην προώθηση των γεωστρατηγικών κρατικών συμφερόντων της ΕΣΣΔ (όπως ήταν η πολιτική του ΚΚΕ), σήμερα είναι μάλλον ένα σύμπτωμα προσαρμογής στην πραγματικότητα του εθνικοποιημένου προλεταριάτου που, έχοντας χάσει τη δική του ιστορική ταυτότητα ως προλεταριάτο, δανείζεται τη φωνή των δεξιών γειτόνων του, του ελληνικού μικροαστισμού, για να ζητήσει από το κράτος να το σώσει. Μολονότι δεν έχουμε να αντιπαραβάλλουμε σε αυτήν την τάση προσαρμογής τίποτα παραπάνω από μια πολιτική κριτική που δεν μπορεί να υπερβεί, ούτε καν να λειάνει, μια έντονη αίσθηση αμηχανίας, εκείνη η οποία προκύπτει από τη γνώση ότι καμιά επίκληση σε μια εργατική πολιτική σήμερα δεν αποτελεί λύση, γιατί η ίδια η εργατική πολιτική, όπως υπήρξε ιστορικά, ανήκει στη γενεαλογία του προβλήματος, μολονότι, λοιπόν, βρισκόμαστε σε μια τέτοια, δύσκολα υπερασπίσιμη και ασταθή θέση, όπου κανείς επιχειρεί να μιλήσει για τον κομμουνισμό ενώ μοιάζει να έχει χαθεί απ’ το ιστορικό προσκήνιο ακόμα και το φάντασμά του, έχουμε αρκετούς λόγους να πιστεύουμε τουλάχιστον ότι το να σηκώνει κανείς/καμιά τους ώμους, επειδή δεν ξέρει πώς να προχωρήσει, ενώ ταυτόχρονα ξέρει ότι οι γέφυρες πίσω έχουν κοπεί, είναι προτιμότερο από το να οπισθοχωρεί τρέχοντας ενώ νομίζει ότι κάνει άλματα προς τα μπρος.
lenorman
(το κείμενο αυτό χρωστάει πολλά σε ορισμένες συζητήσεις με την Hiccup Jane και τον Α., ενώ είχε ως αφετηρία του ένα σύντομο σχετικό κείμενο του Woland, πριν o χρήστης αυτού του τελευταίου ψευδωνύμου αποφασίσει να περάσει στην απέναντι όχθη, και να σιωπήσει έτσι οριστικά ως Woland)
ΥΓ:
Όταν μπήκε τελεία σε όσα γράφονται παραπάνω, ο κ. Τσίπρας και το αριστερό-ακροδεξιό επιτελείο εθνοσωτήρων που σήμερα στοιχίζεται πίσω του στους κυβερνητικούς θώκους ήταν ακόμα στη θέση της αντιπολίτευσης. Τότε μπορούσε να βροντοφωνάζει «Go back, κυρία Μέρκελ! Go back, κύριε Σόιμπλε! Go back, κυρίες και κύριοι της συντηρητικής νομενκλατούρας της Ευρώπης». Τώρα, τόσο ο ίδιος όσο και ο κυβερνητικός εταίρος του, κ. Καμμένος αναζητούν μια «ανάσα αξιοπρέπειας» σε έναν «αμοιβαία επωφελή» συμβιβασμό με εκείνους που πριν από λίγο καιρό σκυλόβριζαν ως «κατοχικές δυνάμεις», «νομενκλατούρα», ή σκέτα «Γερμανούς». Η πολιτική επιστρέφει, στα χειρότερά της: με λευκά περιστέρια, δάκρυα, πατρίδες που αγωνίζονται να σταθούν στα πόδια τους, και ανοιχτόκαρδες «ευρωπαϊκές οικογένειες». Το πιο σοβαρό, όμως, είναι ότι στις σχετικές συγκεντρώσεις συμπαράστασης στην εθνική διαπραγματευτική αντιπροσωπεία, που βαφτίστηκαν συγκεντρώσεις «κατά της λιτότητας» και αυτήν τη φορά οργανώθηκαν, εμμέσως πλην σαφώς, από το ίδιο το κράτος, συμμετείχαν όχι μόνο οι γνωστές πρώην ακρο-αριστερές τυχοδιωκτικές ομάδες που έχουν διαχυθεί μέσα στους ευρύχωρους κομματικούς διαδρόμους της «κυβερνώσας αριστεράς», αλλά ακόμα και τροτσκιστικές οργανώσεις, οι οποίες δεν ανήκουν στον ΣΥΡΙΖΑ, κι ορισμένες εξ αυτών ούτε και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ (η οποία γενικά φαίνεται να τηρεί μια στάση ντροπαλού, προσωρινά επιφυλακτικού, και τυπικά μονάχα εξωτερικού, συνεργάτη στο εξελισσόμενο αριστερό project σωτηρίας και αναγέννησης της πατρίδας). Ένα μεγάλο τμήμα του α/α χώρου, επιπλέον, αδυνατεί να τραβήξει ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές από την νέα κυβέρνηση και να αντιταχθεί στον αριστερό πατριωτισμό που εξαπλώνεται όπως ένα ανακουφιστικό ηρεμιστικό σε κάθε γωνιά της χώρας, ικανοποιώντας την ανάγκη επιστροφής στην κανονικότητα που μοιράζονται τόσο οι νικητές όσο και οι ηττημένοι των ταξικών αγώνων της προηγούμενης περιόδου.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εμφανίζεται ως ένα αναγκαίο στάδιο ώστε να προχωρήσει η ιστορία. Σύμφωνα με ένα παραμύθι που δεν το παίρνουν στα σοβαρά ούτε κι εκείνοι που το λένε, η κυβέρνηση αυτή είναι μια στρεβλή έκφραση της ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας, και όχι ένα πολιτικό προϊόν των σοβαρών ηττών που έχουν ήδη επισωρευτεί. Είναι σύμπτωμα ορμής, όχι εξουθένωσης και ταξικής υποταγής: θα δοκιμαστεί, θα αποτύχει, θα σπάσουν οι αυταπάτες των μαζών, θα ανοίξει ο δρόμος για τις «μεγάλες ανατροπές που απαιτούν οι καιροί μας». Άπαξ και υιοθετήσει κανείς τη λογική των σταδίων το να προσθέσει κι ένα παραπάνω, σε όσα έχει ήδη αποδεχθεί, δεν είναι μια σπουδαία υπόθεση. Άπαξ και συνδυάσει αυτήν τη λογική με την ιδέα ότι η ελλάδα είναι μια χώρα που οι τύχες της παίζονται στις Βρυξέλλες, τότε ούτε το ανέμισμα της εθνικής σημαίας λίγο πιο δίπλα (ή για να είμαστε ακριβείς: μπροστά-μπροστά) είναι τελικά μια σπουδαία υπόθεση. Η γαλανόλευκη μπορεί να ιδωθεί ως μια κατά βάθος κόκκινη ή κοκκινόμαυρη σημαία που φαίνεται προς το παρόν μονάχα γαλανόλευκη γιατί δεν έχουν ακόμα διαλυθεί οι ψευδαισθήσεις του πόπολου. Ο Κουϊκ, η Ραχήλ Μακρή, ο Καμμένος και ο Χαϊκάλης μπορεί να μοιάζουν με γραφικούς, αλλά αρχικά τουλάχιστον απαραίτητους, συμμάχους, εκπροσώπους των αφελών δεξιών γειτόνων του μέσου έλληνα εργάτη, των μαγαζατόρων-βιοπαλαιστών χωρίς τη συστράτευση των οποίων καμιά πολιτική ηγεμονία «έτσι όπως έχουν σήμερα τα πράγματα» δεν επιτυγχάνεται. Η «πραγματική διαπραγμάτευση», η επαναφορά, σε ορίζοντα διετίας και αφού «αρχίσει πάλι να κινείται η αγορά», του κατώτατου μισθού στα 751€, το σταδιακό κλείσιμο των στρατοπέδων συγκέντρωσης των χωρίς χαρτιά εργατών χωρίς καμιά ρήξη με την ευρωπαϊκή πολιτική στρατιωτικοποίησης και εσωτερίκευσης των συνόρων που παρήγαγε τα κολαστήρια της Αμυγδαλέζας ή της Πάτρας, όλα αυτά μπορούν να λάμπουν κάτω από τον μεσογειακό ουρανό όπως έλαμπαν άλλοτε στα χιονισμένα τοπία του ευρωπαϊκού Βορρά οι εθνικοποιήσεις και η μείωση του χρόνου εργασίας: μικρές νίκες που ξαναδίνουν ελπίδα … ενώ βέβαια όλοι το ξέρουν σήμερα καλά, και συμπεριφέρονται αναλόγως, ότι η ελπίδα για μιαν άλλη, καλύτερη ζωή, πέρα από το κεφάλαιο, δοκιμάστηκε ήδη, την προηγούμενη πενταετία, και διαψεύστηκε. Τώρα, η έλευση εκ νέου της ελπίδας μετριέται με έδρες στο κοινοβούλιο, ποσοστά μετεκλογικών δημοσκοπήσεων και φιλόδοξα σχέδια οκονομικής ανάκαμψης, άσχετα αν η βάση επί της οποίας, και όχι ενάντια στην οποία, όλα αυτά έγιναν εφικτά είναι ο συσχετισμός ταξικών δυνάμεων που κατοχύρωσαν, ως νέο καθεστώς σχέσεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, με τιτάνιες προσπάθειες οι κυβερνήσεις του Παπανδρέου, του Παπαδήμου και του Σαμαρά.
Κάπως έτσι φτάνουμε στον πάτο του βαρελιού της υποκατάστασης της εναντίωσης στο κεφάλαιο από την εναντίωση στην ΕΕ, ή στα γερμανικής (τάχα) έμπνευσης μνημόνια. Και ανακαλύπτουμε ότι αυτός ο πάτος είναι εύκολο να μετατοπιστεί ακόμα πιο κάτω, χωρίς φραγμό. Η κατάντια των τροτσκιστικών, κατά παράδοση διεθνιστικών, οργανώσεων που για πρώτη φορά στην ιστορία τους συμμετείχαν σε κρατικές συγκεντρώσεις υπέρ της εθνικής ενότητας, χωρίς καν να αντιλαμβάνονται ότι συμμετείχαν σε κάτι τέτοιο, δείχνει πόσο βαθιά μέσα στο βούρκο μπορεί κανείς να μπει, πιστεύοντας μάλιστα ότι μόλις βούτηξε στα παρθένα νερά της ιστορίας, αν ακολουθήσει με συνέπεια αυτόν τον δρόμο που παρακάμπτει την πραγματικότητα του ταξικού ανταγωνισμού στο όνομα του ενός ή του άλλου σχεδίου πολιτικής ηγεμονίας επί του εθνικού ακροατηρίου, δηλαδή διαταξικής ενότητας μέσω της οικειοποίησης των μεθόδων της πολιτικής όπως την ξέρουμε, ως τέχνης του εφικτού ή τεχνολογίας διαχείρισης των μαζικών διαθέσεων υπό τις δεδομένες, εκμεταλλευτικές συνθήκες.
[1] Το ΚΚΕ, απέχοντας από κάθε πολιτική συμμαχία, μοιάζει να αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Στην πραγματικότητα, όμως, η απομόνωσή του, όσο κι αν αντανακλά τη διάθεση της εργατικής του βάσης να αποτραπεί μια επανάληψη του «βρώμικου ’89», δεν συνεπάγεται και μια ουσιώδη διαφορά προσανατολισμού. Στο νέο πολιτικό σκηνικό που σήμερα έχει διαμορφωθεί, το ΚΚΕ χρειάζεται να αναδιαπραγματευτεί το ρόλο του: είναι ένα καθεστωτικό κόμμα, του οποίου όμως η κυρίαρχη θέση στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, δηλαδή στα αριστερά του κράτους, αποσταθεροποιήθηκε, και πρέπει να διεκδικηθεί εκ νέου.
[2] Για να μην πει κανείς ότι εδώ υπερβάλλουμε, αντιγράφουμε από την απόφαση του Π.Σ.Ο. της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με ημερομηνία 16/02/14 (http://www.antarsya.gr/node/1987): « … Η ανάγκη της συμπόρευσης αυτής προέκυψε από την κοινή μας πεποίθηση ότι σήμερα, μέσα στη συνθήκη μιας οξύτατης καπιταλιστικής κρίσης, τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας, οι δυνάμεις του κεφαλαίου φορτώνουν τα βάρη της κρίσης και τα αδιέξοδα της ευρωζώνης και της ΕΕ στην εργαζόμενη πλειοψηφία, οδηγώντας την στην φτώχεια, την μαζική ανεργία και την μετανάστευση, και καταλύοντας κάθε έννοια λαϊκής κυριαρχίας και δημοκρατίας. Πολιτική έκφραση αυτών των δυνάμεων αποτελούν η δικομματική κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, η ΔΗΜΑΡ, ο υπό διαμόρφωση ευρύτερος ‘κεντροαριστερός’ χώρος που καταστατικό του πλαίσιο έχει την αμετάκλητη παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη/ΕΕ, καθώς και τα εθνικιστικά δεξιά ‘νέα’ μορφώματα που προετοιμάζονται. Έχει επιπλέον σαν ακροδεξιό δήθεν αντισυστημικό συμπλήρωμα και φόβητρο την ναζιστική συμμορία της Χρυσής Αυγής. Από την άλλη πλευρά βρίσκεται η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, οι εργάτες, οι υπάλληλοι, τα αυτοασπαχολούμενα και τα μικροαστικά στρώματα, η μικρή και μεσαία αγροτιά, η νεολαία και οι άνεργοι, που έχουν αντισταθεί σε αυτές τις πολιτικές με τους μεγάλους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες της τελευταίας περιόδου, τις απεργιακές κινητοποιήσεις, τις καταλήψεις, τις διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια, προκαλώντας μεγάλο κλονισμό και ανακατατάξεις στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, βάζοντάς το σε μια διαρκή κρίση εκπροσώπησης … ». Αυτές οι διατυπώσεις ανήκουν σε ένα κείμενο που η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρότεινε στο κόμμα του Αλαβάνου ως βάση για μια κοινή εκλογική κάθοδο. Τα italics είναι δικά μας. Αξίζει κανείς να σταθεί τόσο στην αναφορά περί «κατάλυσης της λαϊκής κυριαρχίας» όσο και σε εκείνην περί «αυτοαπασχολούμενων και μικροαστικών στρωμάτων» και «μικρής και μεσαίας αγροτιάς». Ας το επαναλάβουμε: και αυτοαπασχολούμενων και μικροαστικών στρωμάτων, και μικρής και μεσαίας αγροτιάς, για να μη μένει έξω κανένα κομμάτι του ελληνικού μικροαστισμού, ενώ αντίθετα, εδώ, που περιγράφεται το «πλατύ κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο που θα μπορέσει να οδηγήσει στην ανατροπή της επίθεσης της κυβέρνησης, της ΕΕ και του ΔΝΤ» δεν υπάρχει ο παραμικρός υπαινιγμός για τους μετανάστες, οι οποίοι μπορούν να μνημονεύονται μονάχα στη λίστα των αιτημάτων, όχι ως ένας ενεργός κοινωνικός παράγοντας, αλλά ως θύματα για τα δικαιώματα των οποίων μια φιλολαϊκή κυβέρνηση πρέπει να μεριμνήσει (και πάλι καλά βέβαια … γιατί για το κόμμα του Αλαβάνου οι μετανάστες είναι ένα εθνικό πρόβλημα από τα πολλά που θα λύσει η επανεισαγωγή της δραχμής). Είναι νομίζουμε αρκετά φανερό το πραγματικό ταξικό πρόσημο του «άλλου δρόμου χωρίς ευρώ, ΕΕ, ΔΝΤ», αλλά και πόσο διακοσμητικοί και απατηλοί είναι οι βερμπαλισμοί που συνήθως συνοδεύουν τα κείμενα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ περί κομμουνισμού.