Καταπονημένες μηχανές

Αναδημοσίευση, με στόχο τη συζήτηση και την κριτική αντιπαράθεση, από το  blog aruthlesscritiqueagainsteverythingexisting.wordpress.com, το αρχικό κείμενο μπορεί να βρεθεί εδώ:

Καταπονημένες Μηχανές

seacliff_88resize

Οι καταπονημένες μηχανές της ταξικής πάλης, παλιές και καινούριες, απαξιωμένες και λαμπερές, έρχονται λαχανιασμένες και κουρασμένες να κοιτάξουν η μία την άλλη για μια ακόμα φορά. Και κοιτούν το αντεστραμμένο είδωλο τους, αυτό που δεν έχουν γίνει ακόμα μεν, αλλά αυτό που τις ορίζει αμφότερες στο τώρα. Λαχανιασμένες λοιπόν ξεκινούν να παλεύουν στη λάσπη της ιστορίας τους, και κανείς μετά από λίγο δεν καταλαβαίνει αν παλεύουν ακόμα ή αν αγκαλιάζονται ερωτοτροπώντας μετά από τον μεγάλο καβγά.

#1

Ο ΣΥΡΙΖΑ και η πολιτική του διόγκωση είναι προϊόν συγκεκριμένων ηττών ή/και ορίων των αγώνων της προηγούμενης 5ετίας. Αυτό σημαίνει αυτόματα ότι πυρήνας του προγράμματος του είναι ένας κάποιος συμβιβασμός με το κεφάλαιο και όχι η ρήξη με αυτό. Παρόλα αυτά, τα όρια και οι ήττες δεν θα πρέπει να ιδωθούν ως αποτέλεσμα απουσίας της οργανωτικής μορφής των αγωνιζομένων ή (απλά και μόνο) μη δέουσας πίεσης από πλευράς των αγωνιζομένων. Οι αγωνιζόμενοι βρήκαν τα όρια και πίεσαν στο βαθμό που τους υπαγόρευε η ίδια η υποκειμενικότητα τους, και ο τρόπος που αυτή πράττει, υπάρχει και ταυτόχρονα υπόκειται ως τέτοια στα πλαίσια της καπιταλιστικής ολότητας. Αυτό σημαίνει ότι δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τις υπάρχουσες συνθήκες που τους όριζαν ως πράττοντα υποκείμενα. Επιπρόσθετα σήμαινε ότι αναπαρήγαγαν και τους ευρύτερους διαχωρισμούς που προϋποθέτει η ολότητα στην οποία υπάρχουν.

#2

Η μη αδυναμία ρήξης με την ίδια την υποκειμενικότητα ταυτόχρονα σημαίνει και αναπαραγωγή όλων των διαχωρισμών της ολότητας. Έτσι η σύγκρουση της ελληνικής κοινωνίας ήταν σε μεγάλο βαθμό ακριβώς αυτό: μια σύγκρουση εσωτερική της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν είχε αφετηρίες ταξικές αντιθέσεις ή ζητήματα αναπαραγωγής. Σημαίνει όμως ότι αυτά τα ζητήματα εξακολουθητικά ανάγονταν στο κράτος, στη μορφή της διαχείρισης του και προϋπέθεταν σχεδόν πάντα στα αιτήματα μια μορφή κράτους, αστικής ολότητας κτλ. Και πάλι εδώ πέφτουμε σε «λούπα»: η προϋπόθεση της αποτυχίας της επανάστασης εμφανίζεται ως αποτέλεσμα αποτυχίας της επανάστασης. Για να φύγουμε από αυτή τη λούπα μπορούμε να πούμε το εξής: η δραστηριότητα των αγωνιζομένων της προηγούμενης 5ετίας παρήγαγε τις συνθήκες εκείνες που μπορούσαν να μας πάνε ένα βήμα παραπέρα. Και όντως σε οριακό σημείο έγινε. Οι αγώνες των 300, τα μαζικά μπάχαλα και οι απαλλοτριώσεις, οι αυτομειώσεις ρεύματος στις γειτονιές, οι απαλλοτριώσεις σε σουπερ-μάρκετ (αν και ήταν αμιγώς πολιτικές και πρωτοπορίστικες) ήταν σίγουρα προς αυτή τη κατεύθυνση. Σαν μορφές αγώνα -που ξεδίπλωναν ιστορικά ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο της ταξικής πάλης, της κριτικής της αξίας και του εμπορεύματος, τη ρήξη με τις υπάρχουσες υποκειμενικότητες κτλ- είχαν αναδειχθεί από τις υπάρχουσες αντινομίες και αδιέξοδα. Όμως δε στηρίχθηκαν αρκετά και δεν πήγαν ένα βήμα παρακάτω ούτε οι εμπλεκόμενοι σε τέτοιες ενέργειες ήμασταν διατεθειμένοι (τελικά όπως φάνηκε κατόπιν εορτής) να έρθουμε οι ίδιοι σε ρήξη με τους εαυτούς μας. Το ζήτημα των πρακτικών που θα μας κάνουν να διανύσουμε την απόσταση μεταξύ του «που είμαστε» σαν υποκείμενα και του που θέλουμε “να πάμε” για την κατάργηση του εαυτού μας ως κομμουνισμού, είναι το ερώτημα που έθεσε, αλλά άφησε αναπάντητο ο προηγούμενος κύκλος αγώνα. Παρόλα αυτά, αυτό είναι το ερώτημα.

#3

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα ασυνεπές κόμμα όπως θέλει να μας πείσει ένα κομμάτι της διαρκώς κλαίουσας αριστεράς. Αντιθέτως, είναι ένα κόμμα που γνώριζε πολύ καλά τα όρια του και τις καταστάσεις που είχε να αντιμετωπίσει και έκανε στο μέτρο των δυνατοτήτων του τα πάντα για να το πετύχει. Όσοι κόπτονται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «πρόδωσε» το εργατικό κίνημα(?) ή τον έβλεπαν εργαλειακά σαν πέρασμα σε μια φάση «σοσιαλισμού» θα πρέπει να θυμιθεί κάτι που ο ΣΥΡΙΖΑ (με εξαίρεση διάφορους αριστερούς περιθωριακούς του κολαούζους) δεν το ξέχασε ποτέ: Το κράτος δεν είναι ένα ουδέτερο εργαλείο το οποίο χρησιμοποιείται προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, αντιθέτως είναι η εξωτερικευμένη ( και όχι εξωτερική) συμπύκνωση των σχέσεων εξουσίας της αστικής κοινωνίας συνολικά, των αστικών ρόλων και πρακτικών. Είναι η νομική και κατασταλτική μορφή των σχέσεων ιδιοκτησίας και ανταλλαγής, η αφηρημένη ισότητα των αστικών υποκειμένων και ταυτόχρονα η πρακτική τους ανισότητα, ο διαρκής διαμεσολαβημένος διαχωρισμός του πολιτικού από το οικονομικό, ως δύο διακριτές -αλλά διαρκώς αλληλοαπαιτούμενες- μορφές της αξίας. Το κράτος είναι πρώτα και κύρια κοινωνική σχέση, είναι πρακτικό αποτέλεσμα των αστικών υποκειμένων και ταυτόχρονα το γενικό πλαίσιο υποκειμενοποίησης τους. Συνεπώς ποτέ δεν τα ξεπερνά αλλά αντιθέτως αποτελεί το απόλυτο όριο της δραστηριότητας τους. Μόνο αφού εγκαθιδρυθεί ιστορικά, πρακτικά και λογικά σαν γενικό πλαίσιο αστικής υποκειμενικότητας, λειτουργεί ως τρίτος κοινωνικός δρων που αναπαράγει τις γενικές συνθήκες συσσώρευσης, διαιτητεύει τη ταξική πάλη, και γενικά αναλαμβάνει συγκεκριμένες λειτουργίες ως προς την αστική κοινωνία. Οι ιδιαίτερες πολιτικές του κράτους ορίζονται όντως από τη ταξική πάλη και τις ομάδες πίεσης, αλλά πάντα μόνο όσο αυτές μένουν διαχωρισμένες ως τάξεις, ομάδες συμφερόντων κτλ στα πλαίσια του γενικού όλου που θέτει το κράτος, και στα πλαίσια των περιορισμών που θέτει η ίδια του η ύπαρξη ως μορφή αξίας. Τέλος οφείλουμε να υπενθυμίσουμε (ως επιβεβαίωση της προηγούμενης δήλωσης) ότι ακόμα και το ίδιο το κράτος ως σύνολο apparatus είναι μια χρηματική ενότητα, χρησιμοποιεί εργασιακή δύναμη έναντι μισθού, συνεπώς δεν ίπταται της οικονομικής «σφαίρας» αλλά αυτή το διαπερνά τόσο σε επίπεδο νομικό/λογικό όσο και σε λειτουργικό. Αυτό είναι κάτι που η μαρξιστική παράδοση του έχει δώσει λίγη προσοχή αλλά αποτελούσε τη βάση συζήτησης των φιλελεύθερων και κεϋνσιανών debate για το κράτος και τη κυβερνητικότητα. Οι αυταπάτες για το κράτος θάβονται οριστικά με τον ΣΥΡΙΖΑ και μαζί τους η Αριστερά.

#4

Η αφετηρία ανάλυσης του κράτους πρέπει να είναι η καπιταλιστική ολότητα, η διεθνής διάσταση της καπιταλιστικής συσσώρευσης και όχι (μόνο) οι εσωτερικές στην περιφέρεια του κράτους σχέσεις. Ο καπιταλισμός είναι εξ’ορισμού παγκόσμιος. Η ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής, και ο ανταγωνισμός προϋποθέτουν και οδηγούν εξ ορισμού σε διεθνοποίηση του εμπορίου (αρχικά και κύρια) και στη συνέχεια στη διεθνή κίνηση κεφαλαίων και παραγωγικών διαδικασιών. Αυτό το οποίο αλλάζει (και είναι κομβικό) είναι οι μορφές διεθνοποίησης και όχι ο βαθμός. Το κράτος αποτελεί την ιστορική τοπική μορφή που πήρε η οργάνωση της διεθνούς διάστασης του κεφαλαίου. Δεν είναι ο παγκόσμιος καπιταλισμός ένα άθροισμα καπιταλιστικών κρατών που μπορούμε με (εθνικές) σοσιαλιστικές επαναστάσεις να τον ακρωτηριάσουμε σταδιακά. Αντιθέτως η παγκόσμια διάσταση του κεφαλαίου είναι οργανωμένη σε επιμέρους κράτη, τα οποία είναι οι επιμέρους «στιγμές» του. Ο κρατικός μηχανισμός, σε όλες του τις εκφάνσεις, ακόμα και στις πιο απλές όπως το σύνορο, είναι διπλής όψης: είναι τοπικός και διεθνής ταυτόχρονα. Αυτό σημαίνει ότι ο κρατικός μηχανισμός είναι η βασική διαμεσολάβηση μεταξύ του «διεθνούς» και του «τοπικού». Οργανώνει και ελέγχει την εργατική δύναμη τοπικά, την αναπαράγει τοπικά, αλλά ταυτόχρονα ορίζει και τη μορφή και την έννοια του «τοπικού» στο παγκόσμιο πλαίσιο. Έτσι η εσωτερική στην επικράτεια του κράτους αναπαραγωγή των αστικών υποκειμένων προϋποθέτει αλλά και απαιτεί τον διεθνή καπιταλισμό. Αυτό δημιουργεί μια σχάση.

#5

Η σχάση. Από τη μία η αναπαραγωγή του κεφαλαίου και η πορεία της συσσώρευσης έτσι όπως εμφανίζεται δημιουργεί συγκρούσεις μεταξύ ομάδων και υποκειμένων στο εσωτερικό του κράτους, από την άλλη όμως όσο το κράτος καταφέρνει να λειτουργεί σαν συλλογικός καπιταλιστής και διαμεσολαβητής αυτών των συγκρούσεων, λειτουργεί σαν όριο αυτών των συγκρούσεων και σαν ενοποιητικός παράγοντας/ρύθμιση αυτών των συγκρούσεων σε σχέση με το «εξωτερικό». Λειτουργεί σαν νομικός και πρακτικός διαχωρισμός, ως εθνική και κρατική ενότητα, η οποία μπορεί να έχει εσωτερικές αντιφάσεις, αλλά είναι ενωμένη ως προς την καταστατική της εξωτερικότητα. Έτσι, το αστικό κράτος είναι και πεδίο ανταγωνισμού αλλά και μορφή ενότητας και διαχωρισμού. Αυτό υπαγορεύει αρχικά και αμετάκλητα ότι η εργατική τάξη ως τέτοια (ως τάξη που η καταστατική της λειτουργία είναι να εργάζεται) είναι εθνική, κρατική και διαχωρισμένη. Ο «διεθνισμός» όσο ταλαιπωρημένος και αν είναι ιστορικά και πολιτικά, αν είναι να είναι συνεπής ως προς το περιεχόμενο του, πρέπει να είναι όχι αλληλέγγυος με άλλες (εθνικές) τάξεις, αλλά πρώτα και κύρια αντικρατικός.

#6

Ο διαχωρισμός μεταξύ διεθνούς και εθνικού μέσω της μεσολάβησης του κράτους παύει να είναι απόλυτος ή μάλλον θα λέγαμε μεταβάλλεται με την ιστορική μεταβολή της χρηματικής σχέσης. Το χρήμα πλέον γίνεται πίστη, γίνεται ρυθμός παραγωγής αξίας και άντλησης υπεραξίας και όχι μια σταθερή αναφορά στην ήδη πραγματωμένη αξία (υπό τη μορφή π.χ. του χρυσού). Η χρηματική σχέση γίνεται πιο επισφαλής αλλά και πιο ευέλικτη, μπορεί να επηρεαστεί από το οτιδήποτε αλλά επηρεάζει και τα πάντα. Διαπερνά και συγκροτεί κάθε υποκείμενο, το κάνει να έχει μια ακόμα πιο προσωπική σχέση με το χρήμα, με την αυτοαξιοποίηση του, το κάνει πιο επισφαλές και πιο καταστα(λ)τικό ως προς τον εαυτό του. Το χρήμα ως κεφάλαιο πλέον κινείται διεθνώς, γρήγορα αποχωρεί και εξίσου γρήγορα φτάνει κάπου για να αξιοποιηθεί. Η εργατική δύναμη γίνεται επισφαλής λόγω της επισφάλειας του κεφαλαίου ως προς τις καταστάσεις αξιοποίησης του, ο συλλογικός της χαρακτήρας κατακερματίζεται πέρα από τις εθνικές τάξεις σε εσωτερικά αντικρουόμενες φράξιες. Η αναπαραγωγή της είναι δεμένη και εγκλωβισμένη μέσα σε ένα διαρκώς κινούμενο επισφαλές κεφάλαιο το οποίο στον πυρήνα της αξίας του δεν έχει τίποτα πέρα από την εκμετάλλευση. Το συλλογικό υποκείμενο κατ’ αυτό το τρόπο χάνεται. Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος αποκτά έναν νέο χαρακτήρα, αυτό του «ανταγωνιστικού κράτους» που λειτουργεί σαν επιχειρηματίας/οργανωτής της διεθνούς συσσώρευσης και των προτύπων παραγωγικότητας της σε τοπικό επίπεδο. Εδώ, για πρώτη φορά, η «μάζα» νοιώθει ότι έχει χάσει το δημοκρατικό έδαφος της διαχείρισης του κράτους. Θα επεκταθούμε σε αυτό παρακάτω.

#7

Η νέα συνθήκη της χρηματικής σχέσης, μεταβάλει τον τρόπο αξιοποίησης του ατόμου ως ατομικό κεφάλαιο. Η σχέση γίνεται αμιγώς ατομική, η νόρμα παραγωγικότητας/μόρφωσης/ορίζει την αλήθεια της παραγωγής και της αξίας βάσει της οποία όλοι υποκειμενοποιούνται και ταυτόχρονα αξιολογούνται. Οι ανταγωνισμοί παίρνουν ρευστό και ασταθή χαρακτήρα, διαταξικό και καθώς το κεφάλαιο πλέον είναι επισφαλές και η αναπαραγωγή των θραυσμάτων της τάξης επίσης, οι ομάδες συμφερόντων που σχηματίζονται δεν ταυτίζονται πάντα με διακριτές διαφοροποιήσεις ως προς τα μέσα παραγωγής. Τα κόμματα πλέον χάνουν την-όποια-ταξική αντιστοιχία είχαν και γίνονται αντιπρόσωποι διαταξικών ομάδων συμφερόντων που έχουν διαφορετικές ερμηνείες για την πορεία της αστικής κοινωνίας. Τα κόμματα γίνονται αντιπρόσωποι στο κράτος ανομοιογενών ομάδων οι οποίες μάλιστα δεν είναι καν σταθερές, τα μέλη τους σαν εκκρεμή κινούνται από τον ένα κοινωνικό χώρο στον άλλο, διασπούνται και απανενώνονται σε χαλαρές κοινωνικές ad hoc συμμαχίες που άσχετα με τον προσανατολισμό τους μόνο ως προς τη ταυτότητα του πολίτη μπορούν να οργανωθούν λογικά-πολίτες υπέρ ή κατά της ΕΕ. Η ρευστοποίηση της εργατικής ταυτότητας και των εργατικών πρακτικών οδηγεί και σε ρευστοποίηση των πολιτικών προγραμμάτων των  μαζικών κομμάτων. Τα προγράμματα των κομμάτων αλλάζουν διαρκώς ως προς τις ιδιαίτερες λεπτομέρειες (λόγω της αλλαγής της βάσης τους) και θέσεις, αλλά ποτέ δεν αποκτούν ιδιαίτερα αποκλίνουσες θέσεις ως προς τον πυρήνα, καθώς είναι εγκλωβισμένα στα όρια που θέτει το ίδιο το apparatus του κράτους ως πολλαπλή μορφή του διεθνούς και τοπικού κεφαλαίου, και ως συνολική εκπροσώπηση των συνθηκών της αστικής κοινωνίας. Ποιος μπορεί να ξεχωρίσει στην ουσία τους τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ, από την ΝΔ  ή το ΠΑΣΟΚ;

#8

Το ανταγωνιστικό κράτος λειτουργεί όπως η επιχείρηση. Δομείται και δομεί έναν διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ των ατόμων ως ευγενή άμιλλα, ως τον διαρκή διαχωρισμό των ατόμων. Αυτή η διαδικασία δεν είναι απλή ιδεολογία. Είναι ένα σύνολο οργάνωσης της παραγωγής, νέων τεχνολογιών,νομικών διαδικασιών κτλ. Όσο πληθαίνουν οι παραγκουπόλεις και οι αποκλεισμένοι διάφορων βαθμίδων, τόσο πιο λαμπερό γίνεται το τρόπαιο στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Ταυτόχρονα όμως η μεταβολή της χρηματικής σχέσης και της λειτουργίας του κράτους, και επακόλουθα του κοινωνικού πράττειν, μεταβάλει και την ίδια την έννοια της δημοκρατίας. Η δημοκρατία, από βέλτιστη μορφή διαχείρισης του κοινωνικού κεφαλαίου και των τάξεων εντός αυτού, μετατρέπεται σε ένα κενό σημαίνον, μια προνομιακή άδεια λέξη την οποία το κάθε άτομο, ως ατομικό κεφάλαιο νοηματοδοτεί υποκειμενικά ως προς τη μέθοδο αυτοαξιοποίησης του και τις ιδιαίτερες συνθήκες του. Με την τελείωση του ατόμου, και η δημοκρατία φτάνει στο υψηλότερο επίπεδο της. Έτσι η δημοκρατία γίνεται ένα σημαίνον και μια πρακτική που «σημαίνει τα πάντα» χωρίς να «σημαίνει τίποτα»  γίνεται το όριο κάθε δραστηριότητας. Τελικά αυτό την οδηγεί σε μια λειτουργική αντίφαση: από τη μία σε σχέση με το παρελθόν το κράτος εγκαλείται ως μη δημοκρατικό, το οποίο έχει «υποταχθεί» στο διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και έχει αφαιρέσει εξουσίες από τον «λαό», από την άλλη κάθε κοινωνική αναταραχή καταστέλλεται από τους αντιπάλους της (ψηφοφόρους) στο όνομα της δημοκρατίας, καθώς παραβιάζει, δε σέβεται κτλ τα ατομικά δικαιώματα των «άλλων». Η δημοκρατία έτσι γίνεται μια εντελώς ιδιωτική υπόθεση, η οποία συνολικά αποκτά ξεκάθαρα τον χαρακτήρα που πάντα είχε υπόγεια: γίνεται ένας γύψος, ένα μπετόν αρμέ για τις κοινωνικές συγκρούσεις, μια εκλογική διαδικαστική τυπικότητα. Δημοκρατικά εκφραζόμενοι νιώθουν μόνο όσοι από το διαταξικό πλήθος έχουν πρόσβαση στην εξουσία. Ο ένας εγκαλεί τον άλλο ως αντιδημοκράτη. Η κάθε πλευρά-λόγω της διαταξικότητας θεωρεί ότι εκπροσωπεί εξίσου την κατηγορία του «λαού». Γιαυτό και οι πλατείες πάντα έχουν έναν κατοπτρικό αλλά αντίθετο χαρακτήρα: Μαϊντάν-αντιΜαϊντάν, συγκεντρώσεις ενάντια την ΕΕ, ή υπέρ, Γκρούεφσκι-αντιΓκρούεφσκι κτλ.

#9

Η διαπραγμάτευση του κράτους με το εξωτερικό λανθασμένα γίνεται αντιληπτή ως σύγκρουση του τοπικού και του διεθνούς. Αντίθετα δυο διαφορετικές μερίδες της αστικής ελληνικής κοινωνίας (ως μέτωπα) προσπαθούν να δώσουν λύση στο ίδιο πρόβλημα: οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και παραγωγικότητας του ελληνικού κράτους. Υπό αυτή την έννοια οι λύσεις που προτείνουν, αν και πραγματικές, δε θα μπορούσαν να διαφέρουν ιδιαίτερα. Το δίλημμα ΝΑΙ ή ΟΧΙ, ευρώ ή δραχμή κτλ δεν έχει να κάνει με το υποτίμηση ή όχι, αλλά με το ποια θα είναι η μορφή της υποτίμησης. Ή θα κοπεί ο ονομαστικός και μαζί ο πραγματικός άμεσος και έμμεσος μισθός μέσω μνημονίου, για να επανέλθουν οι ρυθμοί αποπληρωμής της πίστωσης και της κερδοφορίας ή θα μείνει ο ονομαστικός μισθός ίδιος (με αλλαγμένο νόμισμα) και θα έχει την αξία της παραγωγικότητας και της έντασης εργασίας που αναλογεί σαν χώρα με βάση τη μέση διεθνή παραγωγικότητα και ένταση εργασίας, επιτοκίων κτλ. Αυτό θα σημαίνει υποτίμηση του νομίσματος και άρα άμεση υποτίμηση της αξίας της εργασιακής δύναμης. Η διαφορά του διλήμματος (καθώς το δίλημμα δεν είναι φανταστικό) αφορά συγκεκριμένα κομμάτια του κεφαλαίου που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και το κατά πόσο αυτά είναι ενσωματωμένα στη διεθνή αγορά, ποιο είναι το ιδιαίτερο εμπόρευμα που παράγουν κτλ. Για αυτούς όντως η επιλογή έχει σημασία και γιαυτό στηρίζουν τη μια ή την άλλη πλευρά. Όποια και αν είναι η επιλογή πάντως, η εξίσωση του ποσοστού κέρδους μέσω της κυκλοφορίας/παραγωγής μεταξύ εσωτερικά και εξωτερικά παραγόμενων εμπορευμάτων, όπως και να έχει, θα ρίξει το πρώτο και κύριο βάρος της επαναφοράς της κερδοφορίας στους εργαζόμενους, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ανάλογα τον τομέα παραγωγής. Αυτό φυσικά θα διασπάσει τα υπάρχοντα στρατόπεδα, θα διαλύσει τις αυταπάτες και θα παράξει περαιτέρω διαχωρισμούς εντός της «Τάξης».

#10

Η αναβίωση του εθνικισμού όταν όλα ανάγονται στο κράτος και στη διαχείριση του ως ενότητα των αστικών υποκειμένων είναι αναπόφευκτη αλλά δε φαίνεται και να προβληματίζει κανέναν από τους «αριστερούς» υπερασπιστές της μιας ή της άλλης πλευράς. Ίσως γιατί νιώθουν άνετα μέσα σε όλο αυτό, ακόμα και αν φοβούνται να το παραδεχτούν. Η επίκληση στο «λαό» και στο ιστορικό παρελθόν γίνεται και από τις δύο πλευρές, η ελληνική σημαία αποτελεί το κυρίαρχο σύμβολο. Είναι προφανές ότι τα υποκείμενα βρίσκουν και νοηματοδοτούν τον εαυτό τους από κοινού στη σημαία, αν και με διαφορετικό τρόπο. Και οι δύο όμως επικαλούνται και βασίζονται σε μια πολιτική/διαταξική ενότητα. Αυτή η ενότητα δεν μπορεί de facto να είναι άλλη από την ενότητα του κράτους και αυτό σημαίνει ταυτόχρονα διαχωρισμός/αποκλεισμό όλων των άλλων υποκειμένων που δεν χωρούν στο κυρίαρχο τρόπο οργάνωσης της ολότητας αυτής: το ζήτημα είναι καθαρά εθνικό και αφορά τους έλληνες και το ελληνικό κράτος, δεν αφορά τους μετανάστες στα σύνορα του Έβρου. Και μάλιστα όχι απλά δεν τους αφορά αλλά αναπαράγει και τον διαχωρισμό από αυτούς: μια «εθνικά κυρίαρχη χωρά, εντός ή εκτός νομισματικής ένωσης ή και ευρωζώνης συνεπάγεται και περιφρούρηση των συνόρων για έλεγχο των μεταναστευτικών ροών. Το ελληνικό κράτος, όπως και κάθε κράτος θα είναι το κράτος των πολιτών του-όχι όλων των «ανθρώπων».

#11

Η ελληνική κρίση και η διαπραγμάτευση πυροδότησαν κακές -κατά τη γνώμη μας- αναγνώσεις της έννοιας του χρέους. Σωστά το χρέος διαβάζεται ως μια βίαιη τεχνολογία εξουσίας, που συγκροτεί και κατασκευάζει τον «χρεωμένο άνθρωπο» που τον κάνει πιο παραγωγικό, πειθαρχημένο ατομικό κτλ. Λανθασμένα όμως η συζήτηση επικεντρώθηκε στην πάση θυσία αποτίναξη και διαγραφή του χρέους και όχι στη μορφή αυτής της διαδικασίας (της «αποχρέωσης»). Αυτές οι αναγνώσεις, κατά βάση vulgus φουκωϊκές  ξεχνούν μια βασική -σωστή κατά τη γνώμη μας- διατύπωση του ίδιου: «η βία, η απαγόρευση, η άρνηση δεν είναι ουσιαστικές μορφές της εξουσίας αλλά τα όρια της, οι τραχιές και ακραίες μορφές της». Η βία είναι το ακραίο μέσο/μορφή αλλά και το αποτέλεσμα της αντίστασης στην εξουσία, όταν κάθε άλλη στρατηγική έχει αποτύχει, όταν το υποκείμενο της εξουσίας τείνει να ξεφύγει από την εξουσία, από την ίδια την υποκειμενοποίηση του. Αυτό σημαίνει ότι η βία (και το χρέος) δεν ήρθαν ουρανοκατέβατα από την εξουσία αλλά σε πρώτο βαθμό ήταν θετικά παράγωγα της ταξικής πάλης. Έδειχναν ότι «κάτι δεν πήγε καλά» η ελλάδα δεν ήταν αρκετά παραγωγική. Η παραγωγικότητα δεν είναι τεχνική λεπτομέρεια, αλλά αμιγώς κοινωνική κατασκευή. Η ύπαρξη χρέους σημαίνει αρχικά ότι η συσσώρευση δεν είχε την προβλεπόμενη θετική πορεία, άρα η ταξική πάλη ακόμα και διαμεσολαβημένη σε κρατικά συνδικάτα κάτι έκανε σωστό. Το χρέος είναι η ακραία καπιταλιστική πρακτική καταστολής, αφού όμως έχει προκύψει πρώτα ως πρόβλημα  για το κεφάλαιο. Η ύπαρξη χρέους ήταν θετικός και όχι αρνητικός δείκτης της ταξικής πάλης, Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο ότι η αποτίναξη του χρέους ως εξουσιαστικής τεχνολογίας έπρεπε (και έγιναν τέτοιες προσπάθειες) να γίνει ως άρνηση της κοινωνικοποίησης του (δεν πληρώνουμε από τα «κάτω»). Αυτό θα σήμαινε και άμεση αύξηση του κρατικού χρέους και σύγκρουση με το κράτος. Αντίθετα η ρητορική περί αποτίναξης του χρέους, χωρίς καμία κριτική στη μορφή αυτής διαδικασίας, ανέθεσε (μετά από συνεχείς ήττες) αυτή την αποστολή στο κράτος του ΣΥΡΙΖΑ. Με αυτό το τρόπο ως προς το κοινό αίτημα διαγραφής του χρέους μέσω του κράτους, έθεσε άπαντες και ως υποκείμενα του, παρήγαγε εθνικισμό, εθνική ενότητα και αδιέξοδα, τα οποία τώρα φτάνουν στο όριο τους.

#12

Από την πλευρά της ταξικής πάλης που υποτίθεται την υπερασπίζεται η αριστερά, τη θέση του κεφαλαιοκράτη Κ  στη σχέση Κ-(Ερ.δ+Μ.Π)= Κεφ+Κ'(κέρδος) μπορεί να την κατέχουν πάνω από δύο πρόσωπα, ο δρων κεφαλαιοκράτης αλλά και ο πιστωτής( Κδ και Κπ αντίστοιχα) που δίνει το αρχικό κεφάλαιο. Ενώ εδώ όντως μπορεί να εμφανίζονται ζητήματα σύγκρουσης συμφερόντων για το «μοίρασμα»  της υπεραξίας μεταξύ δρώντα κεφαλαιοκράτη και πιστωτή κεφαλαιοκράτη, είναι εμφανές ότι από «προλεταριακή σκοπιά» η εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης είναι η ίδια, κυρίως άμα πρέπει να ανταποκριθεί στα ίδια πρότυπα κερδοφορίας. Οι πολιτικές δυνάμεις που ασχολούνται με το ζήτημα των «δανειστών» συζητούν ζητήματα του κεφαλαίου και όχι της εργατικής τάξης.

#13

Σε επίπεδο λόγου και πρακτικής, κάθε πράξη και κάθε σημαίνον αποκτά ένα συμπαγές νόημα μέσα σε ένα ευρύτερο λειτουργικό ιστορικό πλαίσιο λόγου και πρακτικών στο οποίο εγγράφεται. Αυτό το ευρύτερο πλαίσιο συνήθως είναι μια «πόλωση» που απαιτεί έναν «εξωτερικό εχθρό» για να συγκροτηθεί (και ταυτόχρονα τον συγκροτεί). Το αντικείμενο που διεκδικούν και προσπαθούν να συγκροτήσουν αμφότερες οι πλευρές είναι συνήθως αφηρημένες προνομιακές έννοιες όπως η «ανάπτυξη», ο «ευρωπαϊσμός», ο «ελληνισμός» κτλ. Ο λόγος και η πρακτική δεν έχουν μια υποκειμενική αυτόνομη νοηματοδότηση όπως νομίζουν οι φιλελεύθεροι υπερασπιστές του «ατόμου» ως αυτόνομου και αυτοσυγκροτούμενου υποκειμένου, αλλά αποκτούν νόημα ιστορικά μόνο εντός του ευρύτερου πλαισίου λόγου και πρακτικών στο οποίο εγγράφονται και το οποίο τελικά αναπαράγουν. Το πλαίσιο αυτό, έχει μια συγκεκριμένη ιστορική μορφή και, άσχετα με τις  μικροδιαφοροποιήσεις των επιμέρους λόγων που εγγράφονται σε αυτό, έχει ένα εννιαίο χαρακτήρα και εκφράζει σε τελική ανάλυση κοινές πρακτικές με κοινό ιστορικό αποτέλεσμα. Έτσι, ο δημόσιος λόγος όπως πολώνεται αυτή στιγμή (και έχει συγκεκριμένες πρακτικές προεκτάσεις και νοηματοδοτήσεις) χωρίζεται πρακτικά σε δύο μορφές εθνικής ενότητας, που η κάθε μία εκπροσωπεί μια ελαφρώς διαφορετική οργάνωση της αστικής κοινωνίας. Πλέον εγγράφει τη ΧΑ, την ΑΝΤΑΡΣΎΑ, τον ΣΥΡΙΖΑ  και τους ΑΝΕΛ στην μια πλευρά και την ΝΔ, το Δίκτυο 21 και το Ποτάμι στην άλλη. Αυτοί είναι οι βασικοί πολιτικοί φορείς των δύο πλευρών. Μόνο και μόνο αυτή η σύμπλευση θα έπρεπε να δημιουργεί προβληματισμούς στους υπερασπιστές του «ΟΧΙ», ότι εγγράφονται (και εκφράζουν) στο ίδιο πατριωτικό πλαίσιο λόγων και πρακτικών και συντελούν στη αναπαραγωγή του και την ιστορική του διεκπεραίωση. Αντίθετα η όποια «προλεταριακή» πολιτική αν υπήρχε (αλλά θα έπρεπε να έχει και κοινωνικό φορέας ως υποκείμενο αυτό…) θα έπρεπε να αναμετρηθεί και με τις δύο λογικές και όχι να στριμώχνεται σαν κολαούζος στην αστική πολιτική και να προσπαθεί να ανατιμηθεί μέσα από τις ίδιες τις (κρατικές) διαμεσολαβήσεις της ταξικής κυριαρχίας. Όπως γράφαμε και σε άλλο κείμενο: «Ο ανταγωνισμός πλέον δεν γίνεται μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας σε επίπεδο υποκειμένων, αλλά αντίθετα αποκτά τη μορφή του «ποιο κομμάτι της τάξης -και του κεφαλαίου- θα αναπαραχθεί και ποιο θα χάσει σε αυτή τη κατάσταση και θα ενταχθεί στον «μόνιμο υπερπληθυσμό των αποκλεισμένων».

#14

Το να πούμε «αποχή» από το δημοψήφισμα δεν έχει νόημα, καθώς δεν αλλάζει κάτι: το ίδιο το δημοψήφισμα ως οριοθέτηση των επιλογών από το κράτος δεν έχει νόημα. Πέρα από την ιστορική πλέον «προλεταριακή»  επαναστατική πρακτική, υπάρχει και η κομμουνιστική πρακτική ως -εφήμερη οφείλουμε να παραδεχτούμε- άμεση κριτική της κοινωνίας της αξίας. Συντρόφισσες, όσες διαφορές και ας έχουμε, ας τις συντρίψουμε, ελάτε για μια ακόμα φορά στη μαγική μας μάζωξη, βάλτε τα μαύρα σας. Κάπου στο περιθώριο του έθνους, ας κάνουμε ιστορία .

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΛΗΓΩΜΕΝΗ ΜΑΣ ΛΕΝΕ – ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΑΠΑΝΤΑΜΕ.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *