First we take Brussels

Δημοσιεύουμε ένα, ημερολογιακά περσινό αλλά καθ’ όλα επίκαιρο, κείμενο του συντρόφου lenorman (το οποίο έχει διακινηθεί ευρέως μέσω mail) σχετικά με την αντι-ΕΕ στάση της άκρας αριστεράς αλλά και κομματιών του αντιεξουσιαστικού χώρου.


 

 

First we take Brussels:

Η υποκατάσταση της κριτικής των εκμεταλλευτικών σχέσεων από την κριτική των διακρατικών κατανομών ισχύος

 

 

Κατά τη διάρκεια της κρίσης, και κυρίως κατά τη διάρκεια των σφοδρών κοινωνικών αγώνων που συνόδευσαν τις κορυφώσεις της κρίσης, στη ρητορική αυτού του πολιτικού χώρου που σήμερα οριοθετείται ως «Αριστερά» στην ελλάδα απωθήθηκε κατά τρόπο συστηματικό ο ταξικός ανταγωνισμός ως καθοριστικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής γενικά, αλλά και της συγκυρίας ειδικότερα. Στον ΣΥΡΙΖΑ, και στον πολιτικό του περίγυρο, αυτή η απώθηση έγινε μέσα από μια πληθώρα πολιτικών και θεωρητικών καινοτομιών, η πιο δημοφιλής εκ των οποίων ήταν η αναδιατύπωση των θεωριών περί νεοφιλελευθερισμού στη βάση των εθνο-κρατικών ιδιαιτεροτήτων και των διαπεριφερειακών συνεργασιών ή αντιθέσεων, ώστε να τεκμηριωθεί η άποψη ότι το βασικό πρόβλημα σήμερα στην Ευρώπη είναι η κυριαρχία του «μερκελισμού», μιας εθνικά ιδιαίτερης νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας η οποία αντανακλά και νομιμοποιεί την κυριαρχία της πανίσχυρης Γερμανίας και των συμμάχων ή δορυφόρων της επί των χωρών του Νότου. Πέραν του ΣΥΡΙΖΑ, μια ανάλογη επίπτωση είχε η χρήση, στην προμετωπίδα ενός πολιτικού προγράμματος διεξόδου από την κρίση, της παρότρυνσης (προς τον «λαό» ή προς το «εργατικό-λαϊκό κίνημα») να έρθει σε ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα σύνθημα το οποίο αναδείχθηκε σε μόνιμη επωδό όχι μόνο από το ΚΚΕ και τις σταλινογενείς ή πρώην μαοϊκές πολιτικές ομάδες, αλλά και από όλες σχεδόν τις τροτσκιστικές οργανώσεις, ενώ κατά το διάστημα της ελληνικής προεδρίας της ΕΕ υπήρξε και μια σχετική πρωτοβουλία από συντρόφους και συντρόφισσες του αναρχικού χώρου.

Κάθε αρνητικό σύνθημα έχει ένα περιεχόμενο που προκύπτει αφενός από αυτό που λέει ότι αρνείται, και αφετέρου από αυτό που συνάγεται ως πρόταση του, από το αντίθετο στοιχείο εκείνου που αρνείται. Για παράδειγμα, όταν λέει κανείς ότι είναι «ενάντια στο κεφάλαιο», εννοεί ότι τάσσεται «υπέρ του κομμουνισμού», όπως κι αν τον εννοεί τον κομμουνισμό του. Το σύνθημα «ενάντια στη σχέση κεφάλαιο», όσο απογειωμένο κι αν μοιάζει, θέτει το ζήτημα όχι μόνο της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, αλλά και των διϋποκειμενικών σχέσεων που συνάπτονται κατά την κοινωνική παραγωγή της ζωής, κι αυτό γίνεται λίγο-πολύ σαφές σε όποιον/α το ακούει, ακόμα κι αν δεν είναι εξοικειωμένος/η με την ιδιόλεκτο του μαρξισμού. Όταν λέει κανείς ότι είναι ενάντια στο «τοκογλυφικό κεφάλαιο», στους «τραπεζίτες», τους «δανειστές», τους «κερδοσκόπους», και όχι ενάντια στο κεφάλαιο γενικά ως κοινωνική σχέση, τότε μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι είναι στην καλύτερη περίπτωση υπέρ μιας πιο κοινωνικά ευαίσθητης διαχείρισης του καπιταλισμού, και στη χειρότερη ότι είναι αντισημίτης φασίστας (γιατί πάντα στο συλλογικό φαντασιακό, ιδίως στην ελλάδα, η σκοτεινή φιγούρα του τοκογλύφου παραπέμπει σε εκείνη του Εβραίου με τη γαμψή μύτη). Όταν λέει, όμως, κανείς ότι πρέπει να ταχθούμε «ενάντια στην ΕΕ», τι εννοεί; Η ΕΕ είναι μια ένωση κρατών που αρχικά ήταν μόνο εμπορική και σήμερα είναι νομισματική και μέσα από την εξέλιξη της κρίσης δημόσιου χρέους μετατρέπεται σε δημοσιονομική ένωση. Συνεπώς το σύνθημα ενάντια στην ΕΕ, δεν μπορεί παρά να εννοεί ότι αυτοί που το εκφωνούν είναι υπέρ της διάλυσης της ΕΕ. Ωραία μέχρι εδώ. Να διαλυθεί η ΕΕ, ο ΠΟΕ, το ΔΝΤ, ο ΟΗΕ, η UNICEF (…) και όλοι οι οργανισμοί συντονισμού του διεθνοποιημένου πλέον κεφαλαίου, στάχτη και μπούλμπερη. Από εκεί και πέρα; Ευτυχώς, δεν είναι απαραίτητο να κάνουμε ούτε τολμηρές εικασίες ούτε περίτεχνες σημασιολογικές αναλύσεις, γιατί οι πολιτικές δυνάμεις που προσβλέπουν στη σύγκρουση με την ΕΕ δεν αφήνουν μόνο να εννοηθεί, αλλά συνήθως λένε και καθαρά ποιο είναι το θετικό στοιχείο που προκύπτει από αυτή τη διάλυση. Ο πραγματικός «τακτικός στόχος» περιγράφεται, αρκετά συχνά, χωρίς διφορούμενα: το θετικό στοιχείο γι’ αυτές τις δυνάμεις, συνήθως τουλάχιστον, είναι η συνέχιση της ύπαρξης του ελληνικού κράτους, ενός ελληνικού κράτους «ανεξάρτητου από τα δεσμά της ΕΕ», «εθνικά κυρίαρχου», με «δική του νομισματική πολιτική», και πάει λέγοντας.

Το ΚΚΕ συμπληρώνει την πρόταση για έξοδο από την ΕΕ με ένα κάλεσμα «για λαϊκή εξουσία», επαναλαμβάνοντας τη σταλινική φόρμουλα του σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα και με ένα μόνο κόμμα να οδηγεί την εργατική τάξη, τραβώντας την απ’ το μανίκι στον παράδεισο της εθνικής παραγωγικής ανασυγκρότησης. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στον πολιτικό της λόγο συνοδεύει το σύνθημα για «έξοδο από τη φυλακή του ευρώ και της ΕΕ» με μια σειρά από πολύ πιο αόριστες ευχές: «έτσι θα ανοίξει ο δρόμος για ριζικές κοινωνικές αλλαγές», «θα μπει η εργατική τάξη στο τιμόνι», «θα σπάσει ο πιο αδύναμος κρίκος του ευρωπαϊκού καπιταλισμού» και ο κατάλογος χωράει πάρα πολλές κούφιες φράσεις ακόμα, γιατί ως γνωστόν οι ευχές είναι πάντοτε ανέξοδες, και οι πηχτές σάλτσες κάνουν το στυφό φαγητό της «εθνικής κυριαρχίας» κάπως νοστιμότερο για τα στομάχια που δεν είχαν συνηθίσει στη μεταπολιτευτική σταλινο-μαοϊκή δίαιτα. Πρέπει βέβαια να πούμε ότι αυτά τα στομάχια στην ελληνική αριστερά ήταν λίγα, και σήμερα είναι ακόμα λιγότερα. Η εγχώρια αριστερά στη συντριπτική της πλειοψηφία ήταν αντι-ιμπεριαλιστική, και διαπαιδαγωγήθηκε με τις περίφημες ταξινομήσεις περί κύριας και δευτερεύουσας αντίθεσης του Μάο, ή με τη θεωρία της «εξω-ελληνικής επέμβασης» του Ζαχαριάδη. Ο κύριος εχθρός για το προλεταριάτο εμφανιζόταν πάντα, και εμφανίζεται και σήμερα να είναι ο ιμπεριαλισμός, ως πολιτικό-στρατιωτικός μηχανισμός έξωθεν επιβολής, και όχι ο καπιταλισμός ως καθεστώς ταξικής εκμετάλλευσης. Τώρα πια, που όλες οι παλιές γραμμές πολιτικού διαχωρισμού τείνουν να εξαλειφθούν ολοσχερώς μέσα στο μεγάλο χωνευτήρι των αριστερών συνασπισμών ή συμπορεύσεων, η αριστερά[1] (χωρίς επιπλέον ουσιώδεις προσδιορισμούς αλλά με το άλφα κεφαλαίο) καλεί τον «λαό» να την ακολουθήσει στο φωτεινό μονοπάτι που οδηγεί στη μεταρρύθμιση του ελληνικού καπιταλισμού, με εθνικοποιήσεις μέσων παραγωγής ή έστω ακύρωση των δρομολογημένων ιδιωτικοποιήσεων ή τελικά μάλλον επιλεκτική αξιοποιήση της κρατικής περιουσίας, ανασυγκρότηση της εθνικής παραγωγής χωρίς αλλαγή των ίδιων των σχέσεων παραγωγής, κτλ., και σε μια κάποια φιλολαϊκή διαχείριση του κράτους, είτε άμεσα, μετά από την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας (ΣΥΡΙΖΑ) είτε έμμεσα, ασκώντας πίεση «από τα κάτω» σε μια κυβέρνηση της αριστεράς (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ή τουλάχιστον, ένα σημαντικό της τμήμα).

Ακόμα και οι πιο τολμηροί από τους πανελίστες της αριστεράς δε μιλάνε, έτσι κι αλλιώς, για κατάργηση του κράτους, παρά μόνο με έναν πολύ θολό τρόπο, και την τοποθετούν πολύ «αργότερα», «προοπτικά», μετά από κάποιους αιώνες ίσως, και ούτε θέλουν να ακούσουν βέβαια για κατάργηση του χρήματος (άρα ακόμα κι όταν μιλάνε περί ρήξης με τον καπιταλισμό δεν το πολυ-εννοούν). Το ΚΚΕ, από τη δική του μεριά, ταυτίζει τη γη της επαγγελίας με το όραμα ενός ολοκληρωτικού κράτους-κόμματος. Η Συνέλευση Κομμουνιστών-Αναρχικών για την ταξική αντεπίθεση ενάντια στην ΕΕ, αντίθετα, διευκρινίζει ότι ο στόχος της ρήξης με την ΕΕ είναι ένα τακτικό βήμα προς το στρατηγικό στόχο της κοινωνικής επανάστασης που θα ανοίξει τον δρόμο για την κατάργηση του κεφαλαίου και του κράτους. Πρόκειται αναμφίβολα για την πιο ριζοσπαστική εκδοχή του συνθήματος «ενάντια στην ΕΕ», αλλά κάτι τέτοιο θα είχε νόημα μονάχα υπό δύο όρους: α) αν η ΕΕ ήταν, όχι μια ένωση κρατών, αλλά ένα διευθυντήριο, ένας γραφειοκρατικός μηχανισμός αυτονομημένος από τις εθνικές αστικές τάξεις, ο οποίος καθόριζε τις τύχες της ελληνικής κοινωνίας απέξω και αφ’ υψηλού, λεηλατώντας τους πόρους της, και β) αν υιοθετούσαμε υπόρρητα μια θεωρία σταδίων για την επανάσταση, και μάλιστα μια παραδοσιακή (λενινιστική) τέτοιου είδους θεωρία, η οποία εμφανίζει την επανάσταση όχι ως διαδικασία με τη δική της ιδιαίτερη ιστορική δυναμική, αλλά ως καρπό σχεδιασμού από πολιτικά επιτελεία, ικανά να εποπτεύουν το κοινωνικό τοπίο, όπως οι στρατηγοί τα παρατεταγμένα στρατεύματα στο πεδίο της μάχης, να προβλέπουν τις εξελίξεις, να προεξοφλούν μια ακολουθία απαιτούμενων βημάτων, και να διαπλάθουν σιγά-σιγά τη συνείδηση των αγωνιζόμενων «μαζών», πατώντας πάνω στις «αυταπάτες» τους. Τότε θα μπορούσαμε να καταφύγουμε σε μια συνταγή που χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές στο παρελθόν από τα κομμουνιστικά κόμματα: να ισχυριστούμε, δηλαδή, ότι η εγχώρια ταξική πάλη μεσολαβείται και παραμορφώνεται τόσο έντονα από την αντίθεση ανάμεσα στο εθνικό κράτος και το υπερεθνικό διευθυντήριο ώστε απαιτείται πρώτα ένας κάποιος εθνικο-απελευθερωτικός αγώνας ώστε μετά να τεθεί η ταξική πάλη στις πραγματικές της διαστάσεις. Μόνο έτσι, μόνο υπό τέτοιες αφετηριακές παραδοχές, ο στόχος της ρήξης με την ΕΕ θα μπορούσε να νοηθεί ως ένα τακτικό βήμα προς το στρατηγικό στόχο της επανάστασης

Είναι, όμως, σήμερα η ελλάδα μια κατεχόμενη χώρα, όπως ισχυρίζονται διάφοροι δημαγωγοί πολιτευτές της ψεκασμένης Δεξιάς, ή μια χώρα που ξεζουμίζεται από τους μερκελιστές των Βρυξελλών, όπως ωρύεται ενίοτε ο Τσίπρας; Μπορεί κανείς στα σοβαρά να ισχυριστεί ότι ο Σαμαράς, ο Δένδιας, ο Βενιζέλος, και όλο αυτό το σινάφι από πεπειραμένους εγχώριους τεχνικούς της εξουσίας είναι απλά μαριονέτες; Μπορεί κανείς να πάρει τοις μετρητοίς τις οιμωγές των συριζαίων βουλευτών περί κοινοβουλευτικών πραξικοπημάτων, ανά μήνα, ή ενίοτε ανά εβδομάδα; Μπορεί να γίνει, υπό αυτούς τους όρους, οποιαδήποτε σοβαρή κουβέντα για τις μεταβολές που υφίσταται το ίδιο το κράτος; Δεν συσκοτίζεται έτσι εντελώς η κρίση του κράτους; Δεν αποσοβείται κάθε διερώτηση για το πώς επιχειρείται να ξεπεραστεί η κρίση του, μέσα από την εμφάνιση στο προσκήνιο των ολοκληρωτικών χαρακτηριστικών του, των τάσεων ολοκληρωτικής κυριαρχίας που ενυπάρχουν στο ίδιο το «κανονικό» δημοκρατικό καπιταλιστικό κράτος; Ήταν μήπως κάποια απαίτηση εκείνων των εξωτικών τεράτων, που αποκαλούνται από τα ελληνικά ΜΜΕ και τους αριστερούς δημοσιολόγους «τροϊκανοί», η δημιουργία φυλακών «υψίστης ασφαλείας» ή οι αλλεπάλληλες επιστρατεύσεις απεργών; Εμμέσως, σε αυτές τις πιθανές ενστάσεις έρχεται να απαντήσει η ανάλυση περί περιφερειακών ανισοτήτων που διχάζουν τα κράτη της ΕΕ σε ισχυρά και ανίσχυρα, ηγετικά και χρεωκοπημένα, με όπλο το δημόσιο χρέος. Η ελλάδα δεν είναι ακριβώς υπό κατοχή, αλλά τέλος πάντων τελεί υπό ασφυκτικό υπερεθνικό έλεγχο.

Πράγματι, ο Γιαννάκης δεν είναι ακριβώς Γιάννης, αλλά και ο ένας και ο άλλος έχουν βαφτιστεί από τον ίδιο παπά. Γιατί είτε στην πιο ισχυρή εκδοχή της κατεχόμενης χώρας είτε στην πιο ασθενή της ελεγχόμενης, οι διακρατικές, και όχι οι κοινωνικές, αντιθέσεις είναι εκείνες που εκλαμβάνονται ως καθοριστικές για το νόημα της επαναστατικής δράσης. Ο αγώνας ενάντια στο υπάρχον περιορίζεται εντός του εύρους νοητών δυνατοτήτων που το κράτος ως μορφή οργάνωσης της κοινωνίας έχει θέσει. Είναι αγώνας μέσα στο υπάρχον. Αφήνει άθικτες τις διαστάσεις του και αναδέχεται τους διαχωρισμούς του. Σε αυτά τα συμφραζόμενα, το «εμείς» που αγωνίζεται, ή καλείται να αγωνιστεί, είναι δεδομένο. Πρέπει απλά να αφυπνιστεί, όχι να επινοηθεί ή να αναδυθεί μέσα από την ίδια την εμπειρία του αγώνα. Είναι ο «λαός», η εργατική τάξη ως «λαός»: ένα υποκείμενο που δεν προκύπτει από τον πραγματικό ανταγωνισμό ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις, αλλά ενεργοποιείται υπό τη μορφή με την οποία έχει εγγραφεί στην ισχύουσα πολιτική διάταξη, ως σύνολο πολιτών ενός κράτους, άθροισμα αφηρημένων ανθρώπων που τους ενώνει η φαντασιακή ταύτιση ενάντια σε έναν εξωτερικό εχθρό, ενάντια σε δυνάμεις που πηγάζουν από εστίες πέραν ή υπεράνω των εθνικών συνόρων. Πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που μιλάμε για μια χώρα που ποτέ δεν ήταν αποικία, αλλά ανήκει αντίθετα στις λεγόμενες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες: ο αγώνας ενάντια στην κατοχή ή στον έλεγχό της από ξένες ή υπερεθνικές δυνάμεις δεν είναι αγώνας αποτίναξης ενός πολιτικού ζυγού, αλλά επιλογής ανάμεσα σε παραλλαγές του ίδιου πολιτικού ζυγού, επιλογής ανάμεσα σε διαφορετικές ενσαρκώσεις της μορφής-κράτος. Αν όντως είχαμε να κάνουμε με κατοχή, τότε μπορεί να ήταν αναγκαίο να επιλέξουμε ανάμεσα στις αντιτιθέμενες κρατικές οντότητες. Θα έπρεπε, όμως, να έχουμε καθαρή επίγνωση της αντίφασης ανάμεσα στην τακτική της απελευθέρωσης από τις δυνάμεις κατοχής και τη στρατηγική της κοινωνικής επανάστασης. Αν όντως έχουμε να κάνουμε με «έλεγχο» ή λεηλασία της χώρας, τότε η επιλογή ανάμεσα στο κράτος που τελεί υπό έλεγχο και το κράτος (εν προκειμένω: την ένωση κρατών) που ασκεί έλεγχο συνοδεύεται από ακόμα μεγαλύτερο κόστος. Η σχέση του τακτικού στόχου με το στρατηγικό στόχο τότε γίνεται αθεράπευτα αντιφατική: οι αντιτιθέμενοι όροι όχι μόνο δεν υπερβαίνονται σε μια νέα σύνθεση, όπως κάποτε επέμεναν οι κομματο-κρατικοί ταχυδακτυλουργοί του διαλεκτικού υλισμού, αλλά αποσυνδέονται τόσο πολύ που στο τέλος ο ένας γίνεται εμμονή και ο άλλος πρόσχημα.

Αν πρέπει πρώτα να αποδεσμευτεί το ελληνικό κράτος από την ΕΕ, χωρίς να αμφισβητηθεί το ίδιο ως τρόπος να σχετίζονται οι άνθρωποι μεταξύ τους κατά τη διαχείριση των κοινών τους υποθέσεων, και ως άρθρωση μηχανισμών η οποία εγγυάται της αναπαραγωγή των εκμεταλλευτικών σχέσεων, τότε πώς είναι δυνατόν μετά να τεθεί το ίδιο υπό ριζική έμπρακτη κριτική; Αν χρειάζεται να οικοδομηθεί πρώτα ένα κίνημα, αρκετά πλατύ ώστε να περιλαμβάνει όλους όσοι συμφωνούν με τον τακτικό στόχο της ρήξης με την ΕΕ, ακόμα και αν κατά τα λοιπά εννοούν την κοινωνική επανάσταση ως ένα γραφειοκρατικό κομματικό έργο ή ως μια εικόνα ενός πολύ μακρινού μέλλοντος, με κοινό στόχο την αποκατάσταση του ελέγχου της κοινωνικής ζωής έτσι όπως αυτή οριοθετείται σε επίπεδο εθνικό, δηλαδή την αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας του έθνους-κράτους, τότε πώς είναι δυνατόν μετά αυτό το κίνημα να στραφεί ενάντια σε ό,τι το ίδιο πέτυχε, και να το εκθεμελιώσει; Ξέρουμε πια πολύ καλά πώς ακόμα και στη Βόρειο Ιρλανδία ή στη Χώρα των Βάσκων (εδάφη στα οποία ζουν πολιτισμικές κοινότητες που αυτοπροσδιορίζονται ως καταπιεσμένα έθνη χωρίς δικό τους κράτος) η σχέση ανάμεσα στον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα και τον αγώνα για την κοινωνική επανάσταση εξελίχθηκε, μετά από μια ολόκληρη ιστορική πορεία εσωτερικών συγκρούσεων, σε μια σχέση υπαγωγής του δεύτερου στον πρώτο, έτσι που τελικά η σύγκρουση ανάμεσα σε τάξεις να γίνεται αφηρημένη επίκληση και ο αστικός εθνικισμός να κατοχυρώνεται στην πράξη ως μια αδιαφιλονίκητα κυρίαρχη ιδεολογία. Ξέρουμε, επίσης, πόσο ακριβά, την περίοδο όπου πράγματι η ελλάδα ήταν μια κατεχόμενη χώρα, πλήρωσε το κίνημα το οποίο συσπειρώθηκε κάτω από τη σημαία του ΕΑΜ αυτόν το διαχωρισμό τακτικών και στρατηγικών στόχων, όπου το «αποφασιστικό τακτικό βήμα», η «απελευθέρωση της ελλάδας» σήμαινε την ανασυγκρότηση του πολιτικού και στρατιωτικού μηχανισμού που τελικά κατέστειλε, με εκτελεστικά αποσπάσματα, την «ανταρσία». Αντί το προλεταριάτο να γίνει «ηγεμονική δύναμη» του έθνους, το τελευταίο ξαναστήθηκε στα πόδια του, ως έθνος-κράτος, και συνέτριψε το προλεταριάτο. Στην περίπτωση της σύγχρονης ελλάδας δε χρειάζεται καν να περιμένουμε να πέσει η αυλαία της ήττας για να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας: ο αγώνας ενάντια στην ΕΕ, όταν ιεραρχείται ως «αποφασιστικός τακτικός στόχος», ακυρώνει εκ των προτέρων κάθε αντικαπιταλιστικό και αντικρατικό πρόταγμα, το μετατρέπει σε δευτερεύον, του στερεί κάθε επικαιρότητα, κάθε πραγματική σημασία.

Μιλάμε, όμως, υποθετικά. Γιατί η αλήθεια είναι ότι σήμερα δεν τίθεται ούτε ζήτημα «κατοχής» ούτε ζήτημα «υπερεθνικού ελέγχου». Αυτό δείχνει η ίδια η δυναμική και η μορφολογία της ταξικής πάλης. Αν απόδειξαν κάτι οι αγώνες των τελευταίων χρόνων είναι ότι «η Ελλάδα» δεν είναι μια μονοιασμένη κοινότητα όπως θα ήθελαν οι φασίστες, αλλά ένας καπιταλιστικός σχηματισμός με μια ανειρήνευτη σύγκρουση στο εσωτερικό του, τη σύγκρουση ανάμεσα στα αφεντικά και τους προλετάριους και τις προλετάριες. «Η Ελλάδα» ως κοινωνική πραγματικότητα διαρθρώνεται γύρω από τη σχέση κεφάλαιο και την αντίφαση που χαρακτηρίζει αυτήν τη σχέση. «Η Ελλάδα» ως πολιτική επικράτεια δεν ανήκει στους έλληνες όπως διατείνεται η αρχαιοπρεπής πινακίδα έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αβγής ή όπως συχνά-πυκνά μας πληροφορούν, από τα τηλεοπτικά πάνελ, τα στελέχη της «κυβερνώσας αριστεράς». Όπως κάθε «χώρα», ανήκει στο κράτος και τους καπιταλιστές. Κανένα ευρωπαϊκό διευθυντήριο δεν υπαγόρευσε στις ελληνικές κυβερνήσεις τη στρατηγική της αντι-εξέγερσης μετά το Δεκέμβρη του 08. Κανένας γραφειοκράτης των Βρυξελλών δεν επέβαλε τα κρατικά πογκρόμ, υπό τον ευφημισμό «Ξένιος Δίας», κατά του τμήματος εκείνου της εργατικής τάξης που προορίζεται για την παραγωγή απόλυτης υπεραξίας, των μεταναστών. Κανένας Σόϊμπλε και καμιά Μέρκελ δεν ανάγκασε τα αφεντικά στην ελλάδα να κρατάνε απλήρωτους τους υπαλλήλους τους για μήνες. Καμιά ΕΕ δεν έσκαγε λεφτά στους εγχώριους Ναζί για να οργανώσουν έναν στρατό από μαντρόσκυλα του κεφαλαίου. Κάποιοι έλληνες εφοπλιστές το έκαναν αυτό. Αυτή ήταν και αυτή είναι «η Ελλάδα», ως θεσμική οντότητα: ένα στρατηγείο, με τα δικά του ιδιαίτερα λάβαρα, τη δική του ιδιαίτερη επικράτεια, τη δική του ιδιαίτερη διαδρομή στο χρόνο, για την οργάνωση του κεφαλαίου και την αποδιοργάνωση και καθυπόταξη του προλεταριάτου. Είτε ως κοινωνική πραγματικότητα, είτε ως πολιτική επικράτεια, είτε ως θεσμική οντότητα, «η Ελλάδα» είναι αναπόσπαστο τμήμα του κόσμου των αφεντικών. Γι’ αυτό, ως προλετάριες/οι, είμαστε ήδη εδώ, σε αυτήν τη χώρα, ξένες/οι, ακόμα και αν εμείς, σε αντίθεση με πολλά ταξικά μας αδέλφια, διαθέτουμε επίσημα έγγραφα που πιστοποιούν την ιθαγένειά μας.

Μήπως, όμως, ορίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την «Ελλάδα» γίνεται κατάχρηση της έννοιας της ταξικής πάλης, και επιδεικνύεται μια υπέρμετρη αδιαφορία για τη βαρύτητα των πολιτισμικών ή γεωπολιτικών παραμέτρων; Αν το θέμα μας δεν ήταν η κοινωνική επανάσταση ως «στρατηγικός στόχος» τότε θα ομολογούσαμε ότι, ναι, μάλλον μόλις διαπράξαμε αυτό το αμάρτημα. Επειδή, όμως, το θέμα μας είναι αυτό, και όχι κάτι άλλο, νομίζουμε ότι το ερώτημα πρέπει να αντιστραφεί, και να απευθυνθεί στους πρόμαχους της αντι-ΕΕ πολιτικής γραμμής: αυτή η γραμμή είναι που κατατείνει στην αδιαφορία για τη βαρύτητα της ταξικής πάλης, στην απώθηση του ταξικού ανταγωνισμού ως παραμέτρου που επίκαιρα διαμορφώνει την κοινωνική πραγματικότητα, καθώς και ως ενός πεδίου εμπειρίας επί του οποίου συγκροτούνται μορφές κοινωνικής συνείδησης, δοκιμάζονται συλλογικά εγχειρήματα, και νοηματοδοτούνται, σε πραγματικό χρόνο, οι προτεινόμενες κάθε φορά πολιτικές στρατηγικές, ακόμα και παρά τη θέληση ή τις ιδεολογικές καταβολές, προτιμήσεις και διακηρύξεις των υποκειμένων που εμπλέκονται στη χάραξή τους.

Στους υποθετικούς συλλογισμούς που χρησιμοποιήθηκαν παραπάνω, κατά την κριτική της πρώτης (πραγματολογικής) προϋπόθεσης, ώστε να έχει νόημα η σύνδεση του «τακτικού στόχου» της ρήξης με την ΕΕ με το «στρατηγικό στόχο» της ρήξης με το κεφάλαιο και το κράτος, προεικονίζεται ήδη και η κριτική της δεύτερης (θεωρητικής) προϋπόθεσης, ήτοι της υιοθέτησης υπόρρητα μιας θεωρίας σταδίων για την επανάσταση. Κάθε τέτοια θεωρία, ακριβώς επειδή παραβλέπει τη δυναμική της επανάστασης ως συμβάντος ή ως διαδικασίας συλλογικού πειραματισμού, αλλά και τη δυναμική της ταξικής πάλης ως πεδίου όπου η δυνατότητα της επανάστασης αποκτά την πραγματικότητά της, είναι μια θεωρία αναβολής της επανάστασης ή αποτροπής της εμβάθυνσής της. Ακυρώνει τη σημασία της ίδιας της εμπειρίας της εξέγερσης ενάντια στις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις και της οικοδόμησης άλλων διϋποκειμενικών σχέσεων, ενώ αντίθετα εξιδανικεύει τον εξ αποστάσεως σχεδιασμό τακτικών βημάτων, ο οποίος είναι καταδικασμένος να εκλαμβάνει αφετηριακά τις ισχύουσες κοινωνικές σχέσεις ως πολύ πιο ανθεκτικές απ’ ό,τι πράγματι είναι (γιατί ένας καλός τακτικιστής αυτές τις σχέσεις οφείλει πάντοτε να θέτει ως δεδομένες αρχικές του συνθήκες) και τις ισχύουσες μορφές κοινωνικής συνείδησης ως πολύ πιο εύπλαστες απ’ ό,τι πράγματι είναι (γιατί αυτές τις μορφές πάντοτε οφείλει να θέτει ως πρώτη ύλη για τα πολιτικά «ζυμώματά» του). Οι σοσιαλδημοκρατικές θεωρίες σταδίων, είτε στην παλιά, τύπου SPD, είτε στη τωρινή τους εκδοχή, τύπου ΣΥΡΙΖΑ, δίνουν κάπως παραπάνω έμφαση στη σταθερότητα των κοινωνικών σχέσεων: οι κοινωνικές αλλαγές γίνονται μέσα από διαδοχικές επιμέρους τροποποιήσεις που δε θίγουν την κοινωνική κανονικότητα. Οι λενινιστικές αντίστοιχες θεωρίες, στην πλαστικότητα των μορφών συνείδησης: οι κοινωνικές αλλαγές γίνονται από επιτελεία που κατορθώνουν να ασκήσουν την ηγεμονία τους στα μυαλά του αγωνιζόμενου πλήθους. Αμφότερες, όμως, βασίζονται στην παραδοχή ότι οι αγώνες ενάντια στο υπάρχον δεν είναι καθ’ εαυτοί ιστορικά παραγωγικοί, ότι η ιστορία, σε τελευταία ανάλυση, παράγεται μέσα από τη δράση πολιτικών οντοτήτων εξωτερικών προς, ή αποσπάσιμων από, την εμπειρία της ταξικής σύγκρουσης, οντοτήτων που βρίσκονται στα παρασκήνια ως υποκινητές ή σε υπέργειες καθέδρες ως μαέστροι, αποδέκτες μηνυμάτων, εκφραστές των διαθέσεων της βάσης, εγγυητές της ταυτότητας και της συνοχής των υποκειμένων που αγωνίζονται – μέσα από τη δράση, για να το διατυπώσουμε πιο συγκεκριμένα, κομμάτων και κρατών.

Με την υιοθέτηση του συνθήματος «ενάντια στην ΕΕ» αυτό που επί της ουσίας προτείνεται είναι να δράσουμε συντεταγμένα και από τα κάτω ώστε να ακολουθήσει το ελληνικό κράτος μια άλλη πολιτική από αυτήν που ακολουθεί σήμερα. Τον μόνο δρώντα παράγοντα της ταξικής πάλης που ευνοεί ο «τακτικός στόχος» ενάντια στην ΕΕ είναι το ελληνικό κράτος. Η τακτική αυτή στόχευση, προσωποποιώντας τη σχέση κεφάλαιο σε μια εξω-ελληνική οντότητα, η οποία μάλιστα υποτίθεται πως βρίσκεται και μέσα (χάρη στους ντόπιους τοποτηρητές της) και έξω από «τη χώρα», μακράν από το να διανοίγει χώρο για τον πολλαπλασιασμό και τη ριζοσπαστικοποίηση των μορφών ανεξάρτητης προλεταριακής δράσης ενάντια στην αναδιάρθρωση, απαιτεί πολιτικές και κοινωνικές «συμπορεύσεις» που αποδίδουν στην προλεταριακή αντίσταση το ίδιο κοινωνικό περιεχόμενο με αυτό της αντίστασης των μικροαστών και τη διοχετεύουν πολιτικά μέσα στο εύκολα χειραγωγήσιμο από το κράτος κανάλι της (δεξιάς ή αριστερής) «εθνικής αντίστασης». Από αυτήν τη σκοπιά, μπορούμε ήδη να αναγνωρίσουμε πόσο οξυδερκής είναι ο συλλογικός νους του κεφαλαίου, και πόσο έμπειρο το συλλογικό του σώμα, βλέποντας τι μεσοπρόθεσμες συνέπειες είχε το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος, το οποίο είχε απόλυτη πρωτοβουλία κινήσεων, επέλεξε να ξεκινήσει τη δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης, που απαιτούσε η ανατιμολόγηση κινδύνου του δημόσιου χρέους του από το διεθνοποιημένο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, σε ανοιχτή συνεργασία με τον διεθνή παράγοντα, ενώ τα ελεγχόμενα από το ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο ΜΜΕ διόγκωναν συνεχώς το ρόλο των δανειστών, εικονογραφώντας τους ως εμμονικούς και παράλογους ενορχηστρωτές μιας εκδικητικής επίθεσης ενάντια στον «ελληνικό λαό». Το ελληνικό κράτος ξεπέρασε την κρίση στην οποία βρέθηκε κατά την περίοδο 2010-2012 ενσωματώνοντας την «εθνική αντίσταση» στους Ευρωπαίους εταίρους, επωμιζόμενο το καθήκον της σκληρής «εθνικής διαπραγμάτευσης» μαζί τους, ως εκφραστής της λαϊκής δυσαρέσκειας: μια «κυβέρνηση της αριστεράς» θα συνεχίσει αυτό ακριβώς το έργο, που και σήμερα παίζεται με πρωταγωνιστές τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο. Το ελληνικό κεφάλαιο, όμως, έχει ήδη καταφέρει να εφαρμόσει, σχεδόν στο σύνολό της, την ατζέντα «μεταρρυθμίσεων» που ο ΣΕΒ ζητούσε εδώ και χρόνια.

Παρά τις αντιγερμανικές ιαχές του Τράγκα, ή ακόμα και τα οργίλα ξεσπάσματα του Πρετεντέρη ενάντια στους ξεροκέφαλους γραφειοκράτες των Βρυξελλών και της Ουάσινγκτον, είναι βέβαια κάπως δύσκολο να αιτιολογηθεί γιατί ο Τόμσεν και ο Φούχτελ δεν άγγιξαν ορισμένες από τις πιο χτυπητές ιδιαιτερότητες του ελληνικού καπιταλισμού. Το ότι οι εφοπλιστές ακόμα πρακτικά απαλλάσσονται από κάθε φορολογία, το ότι το ελληνικό κράτος ακόμα καταβάλλει τους μισθούς των παπάδων, ή το ότι συντηρεί ακόμα μια τεράστια, συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα, στρατιωτική γραφειοκρατία, όλα αυτά μοιάζουν ανεξήγητα αν καταπιούμε αμάσητη τη θεωρία περί φανατικών νεοφιλελεύθερων τεχνοκρατών που έρχονται έξωθεν να επιβάλλουν τις συνταγές τους ανεξάρτητα από τις εγχώριες τοπικές συνθήκες. Αντίθετα, μοιάζουν πολύ λογικά αν σκεφτούμε ότι τα μνημόνια όντως συντάχθηκαν με βάση τις τοπικές ιδιαιτερότητες, κατά τρόπο ώστε να μπορούν οι συγκεκριμένες διακρατικές συμφωνίες να αποβούν αποτελεσματικά πολιτικά μέσα δρομολόγησης μιας ελεγχόμενης εκκαθάρισης και καταστροφής κεφαλαίου, με τους λιγότερους δυνατούς τριγμούς για την αστική ταξική πολιτική κυριαρχία και με τις καλύτερες προϋποθέσεις ώστε να ξαναστηθεί ένα λειτουργικό μακροπρόθεσμα ταξικό μπλοκ εξουσίας υπό την ηγεμονία του ελληνικού μεγάλου κεφαλαίου. Η Μέρκελ μαζί με τον Παπανδρέου, τον Παπαδήμο, τον Βενιζέλο και τον Σαμαρά έσωσαν τον ελληνικό καπιταλισμό, κι έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν, υπό τις διαθέσιμες επιλογές, για να αποκατασταθεί η κερδοφορία των καπιταλιστών. Έπρεπε, όμως, το «έθνος» (που ενοποιεί τις πληττόμενες κοινωνικές κατηγορίες) να αναπαρασταθεί ως αντιστεκόμενο στην «τρόικα» (που προσωποποιεί τον εχθρό ως ξένο) ακριβώς για να μην πάρει η αντίσταση στην αναδιάρθρωση μια πιο ανεξέλεγκτη μορφή σύγκρουσης των τάξεων μέσα στην ελλάδα από αυτήν που έλαβε χώρα.

Ο διάχυτος μικροαστικός ευρωσκεπτικισμός, του στυλ «οι Γερμανοί, μαζί με τα ντόπια λαμόγια, μας παίρνουν την πατρίδα μας», αποτέλεσε ένα πρώτης τάξεως συμπλήρωμα, και κατά κανέναν τρόπο μια αντίρροπη δύναμη, στον ευρωπαϊσμό των μεγαλοαστών. Δεν ήταν προϊόν μιας κάποιας ραδιουργίας από πλευράς της ελληνικής αστικής τάξης και του πολιτικού προσωπικού της, αν και αξιοποιήθηκε αρκούντως ως βολικός εχθρός και κατά βάθος φίλος. Το σκιάχτρο που στήθηκε στη θέση του πραγματικού ταξικού αντιπάλου έχει τις δικές του ρίζες στα «μικρομεσαία» και πληβειακά διαζώματα της κοινωνίας. Η δυναμική του εξηγείται από την αποσταθεροποίηση, ή και εξάλειψη, πολλών απ’ τις μορφές αναπαραγωγής των μικροαστικών στρωμάτων. Η διεισδυτικότητά του, όμως, δεν οφείλεται μόνο σε κάποιες ιδιαιτερότητες του ελληνικού καπιταλισμού, όπως η μεγάλη διάδοση της μικρής ιδιοκτησίας, η ευρύτητα και η εσωτερική πολυμορφία της μικροαστικής τάξης, αλλά και η εμπέδωση μιας ποικιλίας μικροαστικών κοινωνικών χαρακτηριστικών σε ένα ευρύ τμήμα της εγχώριας εργατικής τάξης, κάτι που ασφαλώς συνεπάγεται και αντίστοιχα ιδεολογικά αντανακλαστικά. Ενισχύθηκε πολύ, επίσης, και από την αποσύνθεση της εργατικής ταυτότητας, ως αποτέλεσμα της προηγούμενης αναδιάρθρωσης των εκμεταλλευτικών σχέσεων. Αυτή η τελευταία, που συνήθως περιγράφεται ως «νεοφιλελευθερισμός», στην ελλάδα συντελέστηκε με ιδιαίτερη ένταση από τη δεκαετία του ’90 και μετά, περίοδο κατά την οποία άλλαξε η τεχνική και πολιτική σύνθεση του προλεταριάτου, άρχισαν να εξατομικεύονται οι όροι πώλησης της εργασιακής δύναμης, εξαπλώθηκε η αίσθηση του κατακερματισμού, της προσωρινότητας, της επισφάλειας, και η ίδια η προλεταριακή συνθήκη μετατράπηκε σε ταμπού, σε μια απαξιωτική υποκειμενική κατάσταση, που σε αντίθεση με το παρελθόν δε σήμαινε πια μια αφόρητη αντίφαση ανάμεσα στη δημιουργικότητα της ζωντανής εργασίας και την καθυπόταξή της από το κεφάλαιο, αλλά μια κατάπτωση ή καθήλωση στον αόρατο πάτο της κοινωνικής ιεραρχίας, εκεί όπου συνωστίζονται οι losers της ιστορίας. Η αντικατάσταση της φιγούρας του εκμεταλλευτή από εκείνη του «προδότη πολιτικού» έχει ένα κοινωνικό βάθος αρκετά σοβαρό για να τη θεωρήσουμε μια ασήμαντη, πρόσκαιρη εκδήλωση της ακατέργαστης «λαϊκής οργής».

Δεν υπήρξε, ούτε μπορεί να υπάρξει, άλλου είδους ευρωσκεπτικισμός με μαζική απήχηση πέρα από αυτήν την ανανεωμένη παραλλαγή εκδικητικού εθνικισμού που εξέφρασαν οι αγχόνες και οι μούντζες το 2011 στην πλατεία Συντάγματος. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για την ελλάδα. Πουθενά στην Ευρώπη, σήμερα, δεν εμφανίζεται μια εκδοχή ευρωσκεπτικισμού γειωμένη σε κάποια εμπειρία εργατικών κινητοποιήσεων, όπως ως έναν βαθμό είχε συμβεί μια δεκαετία πριν στην περίπτωση του γαλλικού δημοψηφίσματος για το ευρωσύνταγμα. Πουθενά, η κριτική στους στρυφνούς γραφειοκράτες των Βρυξελλών δεν διευκολύνει, ούτε βέβαια πυροδοτεί, καμιά συνάντηση στο δρόμο τμημάτων του προλεταριάτου. Μεσούσης της κρίσης, η εναντίωση στην ΕΕ, όποτε αρθρώνεται με μαζικούς όρους, αρθρώνεται εις βάρος της δυναμικής της ταξικής αντιπαράθεσης, μετατοπίζοντας την έμφαση από την ανταγωνιστική εμπειρία των δρόμων στην ταξικά συμφιλιωτική εμπειρία της συζήτησης εναλλακτικών λύσεων ενώπιον ενός εθνικού ακροατηρίου, και προσλαμβάνει το χαρακτήρα μιας επιθετικής υπεράσπισης του έθνους-κράτους και των παραδόσεων που συνδέονται με αυτό. Η θορυβώδης δημόσια διερώτηση περί των διακρατικών σχέσεων εντός της ΕΕ, και περί της δικαιοδοσίας των τεχνοκρατών της ΕΕ, είναι σήμερα αποκλειστική υπόθεση των μικροαστικών τάξεων της Ευρώπης που θίγονται από την αναδιάρθρωση, ή σύμπτωμα της ηγεμονίας αυτών των τάξεων σε εξατομικευμένα τμήματα του προλεταριάτου. Και δικαιολογημένα: κανονικά δε θα έπρεπε καν να μπαίνει κανείς στον κόπο να εξηγεί ότι η αξίωση για «ανεξαρτησία από τις Βρυξέλλες», δηλαδή για την επιστροφή σε ένα εθνικό κράτος επιδιαιτητή των ταξικών διαφορών και προστάτη του μεσαίου κεφαλαίου, των μικροϊδιοκτητών, άντε και της εργατικής αριστοκρατίας, από τους κλυδωνισμούς της καπιταλιστικής αγοράς, επιφυλάσσει για το προλεταριάτο, εν μέσω μιας τέτοιας εκτεταμένης και επιθετικής αναδόμησης των κοινωνικών σχέσεων από το κεφάλαιο, κάτι έστω και ελάχιστα καλύτερο από τη σημερινή κόλαση. Η ίδια η ιδέα ότι η αλλαγή νομίσματος ή η αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων μιας χώρας μπορεί να ανοίξει το δρόμο σε μια επάνοδο στην «κοινωνική ευημερία» ή να πυροδοτήσει κοινωνικές αλλαγές είναι τυπικά μικροαστική, και μάλιστα ανήκει σε εκείνο το υποσύνολο της μικροαστικής ιδεολογίας που απαρτίζεται από τις περισσότερο αφελείς και λιγότερο επεξεργασμένες προσαρμογές της αστικής ιδεολογίας στις προσδοκίες της μικροαστικής τάξης.

Για να υπάρξει «αριστερός ευρωσκεπτικισμός», και για να οριοθετηθεί ξεκάθαρα από τον εθνικισμό, θα έπρεπε να συνοδευτεί από μια τόσο ριζική κριτική στις ιδεολογικές προϋποθέσεις του διάχυτου μικροαστικού ευρωσκεπτικισμού, που στο τέλος δε θα είχε νόημα να αποκαλείται καν «ευρωσκεπτικισμός», γιατί θα ήταν μια κριτική στην ευρωπαϊκή (δηλαδή και την ελληνική) κοινωνική πραγματικότητα, η οποία βρίσκεται σήμερα σε κρίση, και όχι σε έναν διακρατικό μηχανισμό, που διαχειρίζεται αυτήν την κρίση. Η αντι-ΕΕ ρητορική της αριστεράς, ακόμα και στις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές της, επισκιάζεται αντικειμενικά από τη μόνη σήμερα δυνατή και διαθέσιμη, με μαζικούς όρους, μορφή ευρωσκεπτικισμού, και χρωματίζεται από τους δικούς του ιδιαίτερους τόνους, όσες συμπληρωματικές δόσεις αφηρημένου αντικαπιταλισμού κι αν επιστρατεύει. Δε θέλουμε με αυτό να πούμε ότι όσοι την υιοθετούν αποβλέπουν συνειδητά σε συμμαχίες με τους μικροαστούς. Αν και κάποιοι, όπως λ.χ. η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πότε-πότε το κάνουν αυτό και το λένε και ανοιχτά[2], σίγουρα θα ήταν συκοφαντικό να ισχυριζόμασταν κάτι τέτοιο για όλες τις συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, καθώς και για τους συντρόφους και τις συντρόφισσες της Συνέλευσης Κομμουνιστών-Αναρχικών για την ταξική αντεπίθεση ενάντια στην ΕΕ. Θέλουμε, όμως, να επιμείνουμε στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη ρητορική, στο πραγματικό έδαφος του ταξικού ανταγωνισμού, και παρά τους διαφορετικούς ιδεολογικούς επιτονισμούς που προσλαμβάνει στις χρήσεις της από διαφορετικές πολιτικές ομάδες, μέτωπα ή κόμματα, μεγεθύνοντας τη σημασία των κατανομών ισχύος μεταξύ κρατών και βάζοντας εντός παρενθέσεως τις κοινωνικές αντιθέσεις καταλήγει να διασταυρώνεται με τον μικροαστικό ευρωσκεπτικισμό, να βρίσκει το επίκαιρο νόημά της σε συνάφεια με αυτόν, και να λειτουργεί μάλλον νομιμοποιητικά προς την αστική ταξική κυριαρχία, αντί να την προβληματοποιεί.

Εδώ φτάνουμε και σε έναν άλλο, ίσως τον πιο κρίσιμο, κόμπο του νήματος. Μία επιπλέον συνέπεια της πολιτικής λογικής που εστιάζει στην κυριαρχία της γραφειοκρατίας της ΕΕ και αφήνει σε δεύτερο πλάνο την κυριαρχία των ελλήνων καπιταλιστών είναι ότι συσκοτίζει τις πραγματικές αντιθέσεις όχι μόνο στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και στο εσωτερικό του ίδιου του προλεταριάτου, έτσι όπως αυτό διαμορφώνεται ως κοινωνική δύναμη μέσα στην εμπειρία των αγώνων της συγκυρίας. Η αντίθεση λ.χ. ανάμεσα στο επισφαλές τμήμα του προλεταριάτου και στο τμήμα του εκείνο που μέχρι πρότινος μπορούσε να πουλήσει την εργασιακή του δύναμη υπό σχετικά ευνοϊκούς, σταθερούς και θεσμικά κατοχυρωμένους, όρους διαπραγμάτευσης φάνηκε να είναι πολύ πιο σοβαρή απ’ ό,τι μια αντίθεση ανάμεσα σε δύο τμήματα του ίδιου σώματος τα οποία διαφέρουν μονάχα από την άποψη του βαθμού οργάνωσής τους (και άρα, το ένα, το πιο οργανωμένο, αρκεί να πάρει υπό τη δική του σκέπη το άλλο). Οι κατακτήσεις του ελληνικού οργανωμένου εργατικού κινήματος, κατά την προηγούμενη περίοδο, είχαν αναγνωριστεί από το κράτος ως δικαιώματα των ελλήνων εργαζομένων με τίμημα όχι μόνο την κοινωνική ειρήνη, αλλά και τη σιωπή τόσο για τις κερδοφόρες βαλκανικές εξορμήσεις του ελληνικού κεφαλαίου όσο και για τον αχανή ωκεανό από «μαύρους» και «αόρατους» ευέλικτους εξατομικευμένους προλετάριους, μετανάστες και έλληνες, οι οποίοι πούλαγαν σχεδόν αδιαπραγμάτευτα το τομάρι τους, στις παρυφές ή τις σκοτεινές ενδότερες ζώνες της επίσημης αγοράς εργασίας, για να διατηρεί η ελληνική οικονομία ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς μέσους όρους επί δεκατέσσερα συναπτά έτη (από το 1994 ως το 2007). Αυτό δε συνιστά μονάχα μια αντικειμενική συνθήκη που διευκόλυνε την επίθεση των αφεντικών, ενισχύοντας τη δραστικότητα της προπαγάνδας περί «ρετιρέ» και «συντεχνιών». Αποτελεί επίσης και ένα σημαντικό στοιχείο στην ίδια τη δυναμική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, αφού χάρη σε αυτόν τον διχασμό παράχθηκε, ραγδαία και απρόσκοπτα, μια μάζα αναλώσιμου πλεονάζοντος ανθρώπινου δυναμικού, αυτήν τη φορά εντός, και όχι εκτός, του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Καταδεικνύει πώς και γιατί στην ελληνική κοινωνία η κρίση του κεφαλαίου εμφανίζεται και ως κρίση της εργασίας, πώς και γιατί σήμερα το προλεταριάτο προσκρούει στα όρια του ίδιου του εαυτού του, της υπόστασής του ως ενός πόλου του κεφαλαίου.

Ένα από αυτά τα όρια, και ίσως το σημαντικότερο, προκύπτει από το ότι για να αποτελεί μια δεξαμενή διαθέσιμης προς εκμετάλλευση εργασιακής δύναμης, το προλεταριάτο πρέπει να συγκροτείται ως ελέγξιμος από το κράτος πληθυσμός, και πιο συγκεκριμένα, ως ένα εθνικοποιημένο, ομογενοποιημένο και οριοθετημένο στη βάση μιας φαντασιακής κοινής καταγωγής και κοινού προορισμού, κοινωνικό σώμα. Η τωρινή κρίση του έθνους-κράτους, έτσι όπως εκφράζεται, ακόμα και εδαφικά, μέσα από την εκ νέου διευθέτηση των κρατικών λειτουργιών και μηχανισμών ώστε να μπορεί να χαραχθεί, και να υλοποιηθεί αποτελεσματικά, πολιτικός σχεδιασμός είτε σε υπερεθνική κλίμακα είτε σε επίπεδο υπο-εθνικό και δια-τοπικό, δεν αναιρεί αυτήν την προϋπόθεση για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης. Τη μετατρέπει μεν σε μια εκρηκτική αντίφαση, αλλά το κεφάλαιο, όταν πια έχει συντελεστεί η πραγματική υπαγωγή της ζωντανής εργασίας σε αυτό, τρέφεται από εκρηκτικές αντιφάσεις και μεταστοιχειώνει τα δικά του όρια σε φραγμούς που μπορούν να ξεπεραστούν. Η παρανομοποίηση των μεταναστών, μέσα από έναν πόλεμο των συνόρων που καταλήγει να εγκαθιδρύει συνοριακούς ελέγχους παντού, σε κάθε πόλη και σε κάθε χωριό, και η ελεγχόμενη εθνικοποίησή τους, μέσα από επιλεκτικές νομιμοποιήσεις, μας παρέχει ένα αρκετά καλό παράδειγμα για το πώς μια εκρηκτική συνθήκη μπορεί να βρει τη θέση της στην κοινωνική κανονικότητα: το μη-εθνικοποιημένο ή και απο-εθνικοποιημένο προλεταριάτο γίνεται εκμεταλλεύσιμο στο μέτρο που παραμένει πολιτικά αόρατο και λειτουργεί ως σκοτεινός, βουβός πυθμένας του εθνικοποιημένου προλεταριάτου ή ως η μη-ακόμα-εθνικοποιημένη σκιά του. Ακόμα κι αν σήμερα είναι ίσως δύσκολο να το φανταστούμε αυτό ως μια κατάσταση μακροπρόθεσμα βιώσιμη, δεν παύει να είναι κάτι το διαχειρίσιμο μέρα με την ημέρα, να παράγει ένα πλήθος από καθημερινές πρακτικές, να διαπλάθει υποκειμενικότητες, και να σημαδεύει άλλες τόσες, να εντάσσεται στο φόντο της κοινής ζωής, ως μια από τις ανομολόγητες, αλλά δεδομένες, λεπτομέρειές της. Όσο τίποτα δεν διακόπτει την κανονική ροή των πραγμάτων, όσο δεν μεσολαβεί κάποια άρνηση ή εναντίωση, ακόμα και η πιο κατάφωρη βαρβαρότητα, άπαξ και ενσωματωθεί ως ένα στοιχείο της καθημερινής κοινωνικής αναπαραγωγής, μοιάζει φυσιολογική.

Στον κύκλο αγώνων της συγκυρίας που τώρα φαίνεται να κλείνει, αυτή η εθνικοποιημένη προλεταριακή υπόσταση ήταν που αποδείχθηκε περισσότερο ευάλωτη στην επίθεση του κεφαλαίου, αλλά και ένα από τα ισχυρότερα προσκόμματα στον πολλαπλασιασμό και στην εμβάθυνση των συναντήσεων στο δρόμο των αγωνιζόμενων τμημάτων του προλεταριάτου. Το πρόβλημα όντως δεν ήταν ότι «όλοι μαζί τα φάγαμε». Ήταν όμως ότι υπήρχε για πολλά χρόνια ένα «όλοι μαζί», ελληνικά αφεντικά και ένα διόλου αμελητέο τμήμα ελλήνων εργατών, μια σχέση ομαλής κοινωνικής συμβίωσης που είχε ως αναγκαίο συμπλήρωμά της τη μη αναπαραστήσιμη, ή οριακά μόνο αναπαραστήσιμη, πολιτικά αθλιότητα των επισφαλών ελλήνων και μη-ελλήνων εργατών. Γι’ αυτόν το λόγο, ο αγώνας που διεξάγεται έξω από την ΑΣΟΕΕ είναι πολύ πιο κρίσιμος, για μια εξέλιξη της ταξικής πάλης πέρα από το διαφαινόμενο σήμερα τέλμα, απ’ ό,τι τα εθνικά μέτωπα σωτηρίας της ΔΕΗ που επιχείρησε πριν κάποιο καιρό να οργανώσει ο Τσίπρας, καλώντας εθνικιστές αστούς πολιτικούς να βαδίσουν μαζί με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.

Η δέσμη επίκαιρων πολιτικών ερωτημάτων που τώρα χρειάζεται να θέσουμε, αντί να κολακεύει τη διάχυτη νοσταλγία για την απολεσθείσα κοινωνική ισορροπία της δεκαετίας του ’80 και του ’90, ή τις τάσεις εντός του προλεταριάτου προς μια καθήλωση στην εθνικοποιημένη υπόστασή του, και μια απεγνωσμένη υπεράσπισή της ενάντια σε «εξω-ελληνικές επεμβάσεις» (τάσεις που στην ακραία εκδοχή τους εκβάλλουν στον φασισμό), οφείλει να θεματοποιήσει τη δυνατότητα αυτό-αναίρεσης του προλεταριάτου ως μια πραγματική δυνατότητα, η οποία αναδείχθηκε ως τέτοια στις εξεγέρσεις της περιόδου (στην ελλάδα, τον Δεκέμβρη του 08), και εξακολουθεί να διακυβεύεται στις εσωτερικές τριβές, συγκρούσεις και διχασμούς που χαρακτηρίζουν τους τωρινούς, οσοδήποτε σποραδικούς, εργατικούς αγώνες. Είναι εκεί, σε αυτές τις γκρίζες μεθοριακές ζώνες, που ένα άλλο «όλοι μαζί», η ενοποίηση του προλεταριάτου ως ανθρωπότητα και η αναίρεσή του μέσα σε μια αναδυόμενη κοινότητα των ανθρώπινων όντων, μπορεί να αναφανεί ως βάθος στον ορίζοντα, μέσα απ’ τις ρωγμές του παρόντος.

Από το 2007 και μετά, άνοιξαν πολλές τέτοιες ρωγμές. Στη σημερινή συγκυρία, αυτό που κυρίως τίθεται είναι αν θα κλείσουν εντελώς, καθώς προχωράει η αναδιάρθρωση, ή αν θα κρατήσουμε μια κάποια σχέση συνέχειας, στον άξονα του χρόνου, ανάμεσα στις εμπειρίες αμφισβήτησης του υπάρχοντος, αν θα διατηρήσουμε ζωντανή και ανοιχτή μια μη-κρατική δημόσια σφαίρα, εντός της οποίας η θεωρητική επαναστατική κριτική τροφοδοτείται από και δοκιμάζεται σε έμπρακτες αρνήσεις του κόσμου του κεφαλαίου που βυθίζεται στη βαρβαρότητα τραβώντας μας μαζί του: άλλες, όχι «εναλλακτικές», άλλες διϋποκειμενικές σχέσεις, πολυεθνικές προλεταριακές κοινότητες αγώνα, αντιδομές, μαχητικές διεκδικήσεις, συλλογικές πρακτικές ανυπακοής και εναντίωσης. Πρόκειται για μια πολιτική και οργανωτική δουλειά πολύ πιο πειραματική, συντηρητική (με την τεχνική έννοια της λέξης), αναστοχαστική και υπομονετική από αυτήν που πολλοί σύντροφοι και συντρόφισσες πιστεύουν ακόμα ότι αναλογεί στον επαναστατικό/ανταγωνιστικό χώρο. Δεν περιλαμβάνει, ούτε υπόσχεται, μεγαλεπήβολες πολιτικές συμπορεύσεις, αρραγή κοινωνικά μέτωπα, επαναστατικά κόμματα, πειθαρχημένους στρατούς, επινοητικούς στρατηλάτες μυημένους στα μυστικά της ηγεμονίας και των έξυπνων τακτικών συμμαχιών, ηρωικά υποκείμενα-στρατιώτες που ανεμίζουν περήφανα σημαίες και δεν κάνουν ούτε βήμα πίσω. Όλες αυτές οι κάπως φαρσικές εκδραματίσεις και παλινδρομήσεις στα μεσουρανήματα του ιστορικού εργατικού κινήματος ανήκουν σε έναν κόσμο που χάθηκε, και από πολλές απόψεις άξιζε να χαθεί.

Η αντι-ΕΕ ρητορική, ακόμα και στην καλύτερη εκδοχή της, παραπέμπει σε κάποιες από τις χειρότερες, περισσότερο κρατικιστικές, πλευρές αυτού του παρελθόντος. Αν παλιότερα ήταν απαραίτητο αξεσουάρ μιας πολιτικής προσανατολισμένης στην προώθηση των γεωστρατηγικών κρατικών συμφερόντων της ΕΣΣΔ (όπως ήταν η πολιτική του ΚΚΕ), σήμερα είναι μάλλον ένα σύμπτωμα προσαρμογής στην πραγματικότητα του εθνικοποιημένου προλεταριάτου που, έχοντας χάσει τη δική του ιστορική ταυτότητα ως προλεταριάτο, δανείζεται τη φωνή των δεξιών γειτόνων του, του ελληνικού μικροαστισμού, για να ζητήσει από το κράτος να το σώσει. Μολονότι δεν έχουμε να αντιπαραβάλλουμε σε αυτήν την τάση προσαρμογής τίποτα παραπάνω από μια πολιτική κριτική που δεν μπορεί να υπερβεί, ούτε καν να λειάνει, μια έντονη αίσθηση αμηχανίας, εκείνη η οποία προκύπτει από τη γνώση ότι καμιά επίκληση σε μια εργατική πολιτική σήμερα δεν αποτελεί λύση, γιατί η ίδια η εργατική πολιτική, όπως υπήρξε ιστορικά, ανήκει στη γενεαλογία του προβλήματος, μολονότι, λοιπόν, βρισκόμαστε σε μια τέτοια, δύσκολα υπερασπίσιμη και ασταθή θέση, όπου κανείς επιχειρεί να μιλήσει για τον κομμουνισμό ενώ μοιάζει να έχει χαθεί απ’ το ιστορικό προσκήνιο ακόμα και το φάντασμά του, έχουμε αρκετούς λόγους να πιστεύουμε τουλάχιστον ότι το να σηκώνει κανείς/καμιά τους ώμους, επειδή δεν ξέρει πώς να προχωρήσει, ενώ ταυτόχρονα ξέρει ότι οι γέφυρες πίσω έχουν κοπεί, είναι προτιμότερο από το να οπισθοχωρεί τρέχοντας ενώ νομίζει ότι κάνει άλματα προς τα μπρος.

 

lenorman

(το κείμενο αυτό χρωστάει πολλά σε ορισμένες συζητήσεις με την Hiccup Jane και τον Α., ενώ είχε ως αφετηρία του ένα σύντομο σχετικό κείμενο του Woland, πριν o χρήστης αυτού του τελευταίου ψευδωνύμου αποφασίσει να περάσει στην απέναντι όχθη, και να σιωπήσει έτσι οριστικά ως Woland)

 

 

ΥΓ:

Όταν μπήκε τελεία σε όσα γράφονται παραπάνω, ο κ. Τσίπρας και το αριστερό-ακροδεξιό επιτελείο εθνοσωτήρων που σήμερα στοιχίζεται πίσω του στους κυβερνητικούς θώκους ήταν ακόμα στη θέση της αντιπολίτευσης. Τότε μπορούσε να βροντοφωνάζει «Go back, κυρία Μέρκελ! Go back, κύριε Σόιμπλε! Go back, κυρίες και κύριοι της συντηρητικής νομενκλατούρας της Ευρώπης». Τώρα, τόσο ο ίδιος όσο και ο κυβερνητικός εταίρος του, κ. Καμμένος αναζητούν μια «ανάσα αξιοπρέπειας» σε έναν «αμοιβαία επωφελή» συμβιβασμό με εκείνους που πριν από λίγο καιρό σκυλόβριζαν ως «κατοχικές δυνάμεις», «νομενκλατούρα», ή σκέτα «Γερμανούς». Η πολιτική επιστρέφει, στα χειρότερά της: με λευκά περιστέρια, δάκρυα, πατρίδες που αγωνίζονται να σταθούν στα πόδια τους, και ανοιχτόκαρδες «ευρωπαϊκές οικογένειες». Το πιο σοβαρό, όμως, είναι ότι στις σχετικές συγκεντρώσεις συμπαράστασης στην εθνική διαπραγματευτική αντιπροσωπεία, που βαφτίστηκαν συγκεντρώσεις «κατά της λιτότητας» και αυτήν τη φορά οργανώθηκαν, εμμέσως πλην σαφώς, από το ίδιο το κράτος, συμμετείχαν όχι μόνο οι γνωστές πρώην ακρο-αριστερές τυχοδιωκτικές ομάδες που έχουν διαχυθεί μέσα στους ευρύχωρους κομματικούς διαδρόμους της «κυβερνώσας αριστεράς», αλλά ακόμα και τροτσκιστικές οργανώσεις, οι οποίες δεν ανήκουν στον ΣΥΡΙΖΑ, κι ορισμένες εξ αυτών ούτε και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ (η οποία γενικά φαίνεται να τηρεί μια στάση ντροπαλού, προσωρινά επιφυλακτικού, και τυπικά μονάχα εξωτερικού, συνεργάτη στο εξελισσόμενο αριστερό project σωτηρίας και αναγέννησης της πατρίδας). Ένα μεγάλο τμήμα του α/α χώρου, επιπλέον, αδυνατεί να τραβήξει ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές από την νέα κυβέρνηση και να αντιταχθεί στον αριστερό πατριωτισμό που εξαπλώνεται όπως ένα ανακουφιστικό ηρεμιστικό σε κάθε γωνιά της χώρας, ικανοποιώντας την ανάγκη επιστροφής στην κανονικότητα που μοιράζονται τόσο οι νικητές όσο και οι ηττημένοι των ταξικών αγώνων της προηγούμενης περιόδου.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εμφανίζεται ως ένα αναγκαίο στάδιο ώστε να προχωρήσει η ιστορία. Σύμφωνα με ένα παραμύθι που δεν το παίρνουν στα σοβαρά ούτε κι εκείνοι που το λένε, η κυβέρνηση αυτή είναι μια στρεβλή έκφραση της ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας, και όχι ένα πολιτικό προϊόν των σοβαρών ηττών που έχουν ήδη επισωρευτεί. Είναι σύμπτωμα ορμής, όχι εξουθένωσης και ταξικής υποταγής: θα δοκιμαστεί, θα αποτύχει, θα σπάσουν οι αυταπάτες των μαζών, θα ανοίξει ο δρόμος για τις «μεγάλες ανατροπές που απαιτούν οι καιροί μας». Άπαξ και υιοθετήσει κανείς τη λογική των σταδίων το να προσθέσει κι ένα παραπάνω, σε όσα έχει ήδη αποδεχθεί, δεν είναι μια σπουδαία υπόθεση. Άπαξ και συνδυάσει αυτήν τη λογική με την ιδέα ότι η ελλάδα είναι μια χώρα που οι τύχες της παίζονται στις Βρυξέλλες, τότε ούτε το ανέμισμα της εθνικής σημαίας λίγο πιο δίπλα (ή για να είμαστε ακριβείς: μπροστά-μπροστά) είναι τελικά μια σπουδαία υπόθεση. Η γαλανόλευκη μπορεί να ιδωθεί ως μια κατά βάθος κόκκινη ή κοκκινόμαυρη σημαία που φαίνεται προς το παρόν μονάχα γαλανόλευκη γιατί δεν έχουν ακόμα διαλυθεί οι ψευδαισθήσεις του πόπολου. Ο Κουϊκ, η Ραχήλ Μακρή, ο Καμμένος και ο Χαϊκάλης μπορεί να μοιάζουν με γραφικούς, αλλά αρχικά τουλάχιστον απαραίτητους, συμμάχους, εκπροσώπους των αφελών δεξιών γειτόνων του μέσου έλληνα εργάτη, των μαγαζατόρων-βιοπαλαιστών χωρίς τη συστράτευση των οποίων καμιά πολιτική ηγεμονία «έτσι όπως έχουν σήμερα τα πράγματα» δεν επιτυγχάνεται. Η «πραγματική διαπραγμάτευση», η επαναφορά, σε ορίζοντα διετίας και αφού «αρχίσει πάλι να κινείται η αγορά», του κατώτατου μισθού στα 751€, το σταδιακό κλείσιμο των στρατοπέδων συγκέντρωσης των χωρίς χαρτιά εργατών χωρίς καμιά ρήξη με την ευρωπαϊκή πολιτική στρατιωτικοποίησης και εσωτερίκευσης των συνόρων που παρήγαγε τα κολαστήρια της Αμυγδαλέζας ή της Πάτρας, όλα αυτά μπορούν να λάμπουν κάτω από τον μεσογειακό ουρανό όπως έλαμπαν άλλοτε στα χιονισμένα τοπία του ευρωπαϊκού Βορρά οι εθνικοποιήσεις και η μείωση του χρόνου εργασίας: μικρές νίκες που ξαναδίνουν ελπίδα … ενώ βέβαια όλοι το ξέρουν σήμερα καλά, και συμπεριφέρονται αναλόγως, ότι η ελπίδα για μιαν άλλη, καλύτερη ζωή, πέρα από το κεφάλαιο, δοκιμάστηκε ήδη, την προηγούμενη πενταετία, και διαψεύστηκε. Τώρα, η έλευση εκ νέου της ελπίδας μετριέται με έδρες στο κοινοβούλιο, ποσοστά μετεκλογικών δημοσκοπήσεων και φιλόδοξα σχέδια οκονομικής ανάκαμψης, άσχετα αν η βάση επί της οποίας, και όχι ενάντια στην οποία, όλα αυτά έγιναν εφικτά είναι ο συσχετισμός ταξικών δυνάμεων που κατοχύρωσαν, ως νέο καθεστώς σχέσεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, με τιτάνιες προσπάθειες οι κυβερνήσεις του Παπανδρέου, του Παπαδήμου και του Σαμαρά.

Κάπως έτσι φτάνουμε στον πάτο του βαρελιού της υποκατάστασης της εναντίωσης στο κεφάλαιο από την εναντίωση στην ΕΕ, ή στα γερμανικής (τάχα) έμπνευσης μνημόνια. Και ανακαλύπτουμε ότι αυτός ο πάτος είναι εύκολο να μετατοπιστεί ακόμα πιο κάτω, χωρίς φραγμό. Η κατάντια των τροτσκιστικών, κατά παράδοση διεθνιστικών, οργανώσεων που για πρώτη φορά στην ιστορία τους συμμετείχαν σε κρατικές συγκεντρώσεις υπέρ της εθνικής ενότητας, χωρίς καν να αντιλαμβάνονται ότι συμμετείχαν σε κάτι τέτοιο, δείχνει πόσο βαθιά μέσα στο βούρκο μπορεί κανείς να μπει, πιστεύοντας μάλιστα ότι μόλις βούτηξε στα παρθένα νερά της ιστορίας, αν ακολουθήσει με συνέπεια αυτόν τον δρόμο που παρακάμπτει την πραγματικότητα του ταξικού ανταγωνισμού στο όνομα του ενός ή του άλλου σχεδίου πολιτικής ηγεμονίας επί του εθνικού ακροατηρίου, δηλαδή διαταξικής ενότητας μέσω της οικειοποίησης των μεθόδων της πολιτικής όπως την ξέρουμε, ως τέχνης του εφικτού ή τεχνολογίας διαχείρισης των μαζικών διαθέσεων υπό τις δεδομένες, εκμεταλλευτικές συνθήκες.

[1] Το ΚΚΕ, απέχοντας από κάθε πολιτική συμμαχία, μοιάζει να αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Στην πραγματικότητα, όμως, η απομόνωσή του, όσο κι αν αντανακλά τη διάθεση της εργατικής του βάσης να αποτραπεί μια επανάληψη του «βρώμικου ’89», δεν συνεπάγεται και μια ουσιώδη διαφορά προσανατολισμού. Στο νέο πολιτικό σκηνικό που σήμερα έχει διαμορφωθεί, το ΚΚΕ χρειάζεται να αναδιαπραγματευτεί το ρόλο του: είναι ένα καθεστωτικό κόμμα, του οποίου όμως η κυρίαρχη θέση στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, δηλαδή στα αριστερά του κράτους, αποσταθεροποιήθηκε, και πρέπει να διεκδικηθεί εκ νέου.

[2] Για να μην πει κανείς ότι εδώ υπερβάλλουμε, αντιγράφουμε από την απόφαση του Π.Σ.Ο. της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με ημερομηνία 16/02/14 (http://www.antarsya.gr/node/1987): « … Η ανάγκη της συμπόρευσης αυτής προέκυψε από την κοινή μας πεποίθηση ότι σήμερα, μέσα στη συνθήκη μιας οξύτατης καπιταλιστικής κρίσης, τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας, οι δυνάμεις του κεφαλαίου φορτώνουν τα βάρη της κρίσης και τα αδιέξοδα της ευρωζώνης και της ΕΕ στην εργαζόμενη πλειοψηφία, οδηγώντας την στην φτώχεια, την μαζική ανεργία και την μετανάστευση, και καταλύοντας κάθε έννοια λαϊκής κυριαρχίας και δημοκρατίας. Πολιτική έκφραση αυτών των δυνάμεων αποτελούν η δικομματική κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, η ΔΗΜΑΡ, ο υπό διαμόρφωση ευρύτερος ‘κεντροαριστερός’ χώρος που καταστατικό του πλαίσιο έχει την αμετάκλητη παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη/ΕΕ, καθώς και τα εθνικιστικά δεξιά ‘νέα’ μορφώματα που προετοιμάζονται. Έχει επιπλέον σαν ακροδεξιό δήθεν αντισυστημικό συμπλήρωμα και φόβητρο την ναζιστική συμμορία της Χρυσής Αυγής. Από την άλλη πλευρά βρίσκεται η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, οι εργάτες, οι υπάλληλοι, τα αυτοασπαχολούμενα και τα μικροαστικά στρώματα, η μικρή και μεσαία αγροτιά, η νεολαία και οι άνεργοι, που έχουν αντισταθεί σε αυτές τις πολιτικές με τους μεγάλους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες της τελευταίας περιόδου, τις απεργιακές κινητοποιήσεις, τις καταλήψεις, τις διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια, προκαλώντας μεγάλο κλονισμό και ανακατατάξεις στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, βάζοντάς το σε μια διαρκή κρίση εκπροσώπησης … ». Αυτές οι διατυπώσεις ανήκουν σε ένα κείμενο που η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρότεινε στο κόμμα του Αλαβάνου ως βάση για μια κοινή εκλογική κάθοδο. Τα italics είναι δικά μας. Αξίζει κανείς να σταθεί τόσο στην αναφορά περί «κατάλυσης της λαϊκής κυριαρχίας» όσο και σε εκείνην περί «αυτοαπασχολούμενων και μικροαστικών στρωμάτων» και «μικρής και μεσαίας αγροτιάς». Ας το επαναλάβουμε: και αυτοαπασχολούμενων και μικροαστικών στρωμάτων, και μικρής και μεσαίας αγροτιάς, για να μη μένει έξω κανένα κομμάτι του ελληνικού μικροαστισμού, ενώ αντίθετα, εδώ, που περιγράφεται το «πλατύ κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο που θα μπορέσει να οδηγήσει στην ανατροπή της επίθεσης της κυβέρνησης, της ΕΕ και του ΔΝΤ» δεν υπάρχει ο παραμικρός υπαινιγμός για τους μετανάστες, οι οποίοι μπορούν να μνημονεύονται μονάχα στη λίστα των αιτημάτων, όχι ως ένας ενεργός κοινωνικός παράγοντας, αλλά ως θύματα για τα δικαιώματα των οποίων μια φιλολαϊκή κυβέρνηση πρέπει να μεριμνήσει (και πάλι καλά βέβαια … γιατί για το κόμμα του Αλαβάνου οι μετανάστες είναι ένα εθνικό πρόβλημα από τα πολλά που θα λύσει η επανεισαγωγή της δραχμής). Είναι νομίζουμε αρκετά φανερό το πραγματικό ταξικό πρόσημο του «άλλου δρόμου χωρίς ευρώ, ΕΕ, ΔΝΤ», αλλά και πόσο διακοσμητικοί και απατηλοί είναι οι βερμπαλισμοί που συνήθως συνοδεύουν τα κείμενα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ περί κομμουνισμού.

Ανήλικοι τα έκαναν γυαλιά-καρφιά σε γαλλικό νηπιαγωγείο

Αναδημοσίευση από το χθεσινό “Βήμα” (το αρχικό link εδώ) μαζί με ένα σχετικό βίντεο (εδώ, στα γαλλικά):

 

 

ecole

 

“Οι βάνδαλοι με τα κοντά παντελονάκια”

Παρίσι

Η δημοτική αρχή κοινότητας στην περιοχή του Παρισιού κατέθεσε μήνυση τη Δευτέρα μετά τον βανδαλισμό νηπιαγωγείου από 22 παιδιά ηλικίας από 5 έως 13 ετών.Αναποδογυρισμένα ράφια, σπασμένες βιτρίνες, τοίχοι λερωμένοι με μπογιές: Οι «βάνδαλοι με τα κοντά παντελονάκια» εισέβαλαν σε νηπιαγωγείο στο Μελούν το Σάββατο και προκάλεσαν εκτεταμένες καταστροφές σε πολλές τάξεις.Τα παιδιά συνελήφθησαν από αστυνομικούς, την οποία κάλεσε κάτοικος, την ώρα που «εξέρχονταν από το κτίριο» ή «βρίσκονταν ακόμα στο εσωτερικό του», γνωστοποίησε πηγή της αστυνομίας.«Καταρχάς καταθέσαμε μήνυση κατ’ αγνώστων και όταν ολοκληρωθεί η ανάκριση των παιδιών θα καταθέσουμε μήνυση κατά προσώπων» εξήγησε το περιβάλλον του δημάρχου.

Καθώς πρόκειται για ανηλίκους, εξετάζεται η επιβολή αναμορφωτικών μέτρων, τη φύση των οποίων δεν διευκρίνισε η εισαγγελία, ενώ προσέθεσε ότι «οι γονείς είναι υπεύθυνοι σε αστικό επίπεδο για τα παιδιά τους και οφείλουν να επιδιορθώσουν τις ζημιές».

Σύμφωνα με αστυνομική πηγή, τα παιδιά επηρεάστηκαν από την «ψυχολογία της μάζας» και προχώρησαν στη λεηλασία του σχολείου.

 

About financialization

Απόσπασμα από το βιβλίο Α Political Economy of Contemporary Capitalism: Demystifying finance, των Σωτηρόπουλου-Μηλιού-Λαπατσιώρα, σελ. 110-111. Το αρχείο σε pdf μπορεί να βρεθεί εδώ.


 

The theoretical sketch that we have tried to put forward does not solely approach the study of financial mechanisms (financialization) from the view point of their “productive” or “counter-productive” effects (finance as a process of funding) – but situates the phenomenon of financialization in a whole series of “positive” effects in the organization of capitalist reality, even if these effects seem marginal at first sight. We believe that this second category of effects, that remain to some extent latent in the whole process, is the most decisive precondition for the circuit of capital and the reproduction of social power relations in general. In this regard, financialization is grasped a complex technology for the organization of capitalist power, the main aspect of which is not income redistribution and economic instability, but the organization of capitalist power relations in line with a particular prototype. This process in motion encompasses different institutions, social procedures, analyses and reflections, calculations, tactics, and embedding patterns that allow for the exercise of this specific, albeit very complex, function that organizes the efficiency of capitalist power relations through the workings of financial markets…

Derivatives are the epicenter of contemporary finance… In the derivatives statistical data (as they are collected by the Bank for International Settlements: BIS), the size of derivatives markets is measured by the gross nominal or notional value of all deals concluded and not yet settled on the reporting date for several types of products (not all the products of the so-called structured finance). This is the notional amount outstanding. Figure 6.1 depicts the trend of this variable after 1998 for OTC and organized transactions (as it is quite clear, the first type of market overwhelms in the derivatives dealing). It is straightforward to realize that the expansion of the derivatives market is considerable and remarkably stable. The total size of both markets exceeds the 1,000 percent of world GDP or alternatively the 1,500 percent of the GDP of advanced capitalist economies.

Looking at Figure 6.1, one cannot escape from the following question: how can the above trend be explained and what are its consequences for the organization of capitalist power and social life in general? This question is closely related to another: Why hasn’t economic and social research highlighted the importance of this trend? The majority of the researchers who embark upon the study of contemporary financial engineering, resort to speculation as the ultimate basis of their explanation. But then, how many times should the size of these markets overstep world GDP in order for us to realize that something else is going on?

 

Untitled-1

 

 

Αγώνες “made in India”

Άρθρο που δημοσιεύτηκε στο libcom.org με τίτλο:

“On the series of factory riots, occupations and (wildcat) strikes in Delhi’s industrial south, 2014”

και πρόκειται να αποτελέσει τμήμα του GurgaonWorkersNews no.64 (www.gurgaonworkersnews.wordpress.com)

indes-riots-300x183

— Ιανουάριος 2014: εργάτες κάνουν επιδρομή στο Faridabad και κλείνουν δεκάδες εργοστάσια απαιτώντας αυξήσεις στον βασικό μισθό  — Φεβρουάριος 2014: άγριες συνελεύσεις πάνω από 2.000 εργατριών σε εργοστάσια ηλεκτρονικών για αυτοκίνητα στο Jai Ushin του Manesar επιβάλλουν αυξήσεις μισθών — Απρίλιος 2014: εργάτες και εργάτριες σε δυο εργοστάσια του Napino καταλαμβάνουν τις εγκαταστάσεις για δέκα ημέρες — Μάιος 2014: η αστυνομία εκκενώνει το εργοστάσιο Shriram Piston, που έχει καταληφθεί από πάνω από 1.οοο εργάτες, με χρήση δακρυγόνων και πραγματικών πυρών — Φεβρουάριος 2015: μετά τον τραυματισμό ενός εργάτη από τη διοίκηση, αρκετές χιλιάδες εργάτες επιτίθενται στα εργοστάσια και τα αυτοκίνητα των αφεντικών—

EARLY STATE

Αναδημοσίευση από το blog Ταξικές Μηχανές:

Η.J.M Claessen-P.Skalnik, Early State (δομικά χαρακτηριστικά και καταγωγή του Κράτους)

Από το IX Διεθνές Συνέδριο Ανθρωπολογικών και Εθνολογικών Επιστημών, που έγινε στο Σικάγο το Σεπτέμβριο του 1973, προέκυψε η ιδέα του βιβλίου Early State. Ακολούθησαν ετήσια συνέδρια και παρουσιάσεις, μέχρι να καταλήξουν οι εκδότες και επιμελητές στο εξής σχέδιο: το βιβλίο διαρθρώνεται σε τρία μέρη, τη Θέση, την Αντίθεση, και τη Σύνθεση. Στη Θέση, οι συντάκτες και μερικοί συγγραφείς επισκοπούν σύντομα θεωρίες για το Κράτος, και δίνουν ένα γενικό περίγραμμα της σύλληψης των χαρακτηριστικών και της καταγωγής του. Στην Αντίθεση, παρουσιάζονται 21 εμπειρικές περιπτώσεις πρώιμων Κρατών από 21 διαφορετικούς “ειδικούς” στην ιστορία του κάθε Κράτους. Στη Σύνθεση, διατυπώνονται Συμπεράσματα, μερικά από τα οποία παραθέτω εδώ.

The Early State, Η.J.M Claessen-P.Skalnik, New Babylon-Studies in Social Sciences, Mouton Publishers, 1978.  

Some Conclusions Concerning the Structural Characteristics of the Early State (p.537)
In the preceding sections we brought together the results of a great many comparisons based on the data furnished by the case essays.Incidentally, where necessary or useful, we added data from other sources. We grouped the relevant data together in nineteen tables, andwere able to distinguish fifty-one structural characteristics. With theaid of these data we will now try to test, within the limits of the above structural analysis, some of the hypotheses put forward in the first chapter.
The Seven Criteria. In the first chapter we evolved sevencriteria for the early state. As these are supposedly generally valid, wewill test them only by reference to the structural characteristics.
(1) A sufficient population to make possible social categorization,stratification and specialization. This appeared to be too vague acriterion. We replaced it with that of population density. Our analysisof this aspect (Table I) showed that a high population density (in theabsolute sense) was found in nine cases. There is reason to supposethat states will have a higher population density than non-states undercomparable geographical or ecological conditions. However, this statementis still too vague. Birdsell’s study on the ‘basic demographic unit’makes it clear that face-to-face relations are possible only in groups ofmaximally 500 people (1973). As soon as there is a growth of population,fission or the development of a complex social organization seemto be the only two alternatives. In view of the rather complex social structures of the states studied by us, their populations must certainlyhave exceeded 500, though even this still remains rather vague.
(2) Citizenship of the state is determined by residence or birth in the territory. We found that all those permanently living in the territory of a state, as marked by certain boundaries, were considered as citizens orsubjects of that state (S.C. 1). This usually found expression in certainobligations and duties toward the state.
(3) The government is centralized and has the necessary power for the maintenance of law and order through the use of both authority and force, or the threat of force. In all of the cases studied we found a center of government (S.C. 3) where the sovereign resided for the greater part of the year and where the court was located (S.C. 34). From this center, laws and regulations were issued by the sovereign (S.C. 25),upon which activity a number of groups or individuals exercised an influence, formal or informal (S.C. 27, 48, 49, 50). The sovereign wasthe head of a complex three-tier administrative apparatus, to which certain duties and powers were delegated (S.C. 44, 45) and which always comprised regional and mostly also national- and local-levelfunctionaries (S.C. 46). Top-level specialists were always found in thecenter (S.C. 47). Though controlling agencies were found everywhere,this aspect was too diversified for us to formulate more than one structural characteristic in connection with it (S.C. 51).Codified laws were found in only eight cases. Less coherent systems were found in twelve states (Table IX). The maintenance of law andorder seems to have been based for the greater part on authority, and much less on force. In only eight cases was some form of police force found (Table IX), while the controlling apparatus as was mentionedabove, was not well-developed. The administration of justice was inthe hands of formal judges in only nine cases. Elsewhere it was aside-function of certain other functionaries.
(4) The state is independent, at least de facto, and the government has sufficient power to prevent separation, as well as the capacity to defend its external threats. The independence of the state is a generalcharacteristic (S.C. 2). The fact that all of our states had existed for a considerable length of time testifies sufficiently that their defensivemechanisms were adequate. Military aspects, however, did not figure very prominently in the list of general characteristics. Of these we would mention: the sovereign is supreme commander (S.C. 28), there exists a bodyguard (S.C. 29), and commoners are obliged to performmilitary service (S.C. 41). Military groups with explicitly institutionalizedinfluence on state policy were not found as a structural
characteristic. Military functions were often side-functions (Table XV)of general functionaries or of members of the aristocracy. In a numberof cases special functionaries were in charge of military affairs (TableXVI). In only a few cases did military leaders, as a group, play anopenly recognized role (Table IV). A standing army was found infifteen cases (Table X). Some informal influence on government was found in sixteen cases (Table XVIII). The question of separation orfission will be dealt with in the next chapters.
(5) The population shows a sufficient degree of stratification foremergent social classes (rulers and ruled) to be distinguishable. Our data show that social stratification in early states was a fairly complex matter. Several social categories with differential access to material andother resources were generally to be found. We distinguished betweentwo basic social strata, an upper and a lower one, and moreoverdiscovered that in the majority of cases a middle stratum also existed(Table IV). The upper stratum we took to comprise the sovereign, the aristocracy (S.C. 11) to which belonged a.o. the sovereign’s kin (S.C.35), holders of high offices (S.C. 36) and clan and lineage heads (S.C.37)), and the priesthood. The middle stratum was composed of suchcategories as ministeriales and gentry (Table IV). To the lower stratumbelonged a.o. smallholders (S.C. 12) and tenants (S.C. 13), and less frequently such categories as artisans, traders, servants and slaves. Themembers of the upper stratum had only indirect connections with foodproduction (S.C. 15). In the lower level only smallholders and tenants were mentioned as having a direct connection with food production(S.C. 20). To avoid misunderstanding it should be noted that we havenot included the categories of slaves and servants in the comparisonsconcerned. The income of the sovereign and aristocracy was based on tribute, in whatever form (S.C. 19). The commoners were obliged topay taxes — which appeared, in fact, to be obligatory for mostcategories (cf. S.C. 17) — and to perform menial services (S.C. 42).The obligation to render services was also found to apply to all social categories (S.C. 16). Our data showed that the term aristocracy referredto a category that was not composed of equals. On the contrary,large differences in status and position were found everywhere (S.C.38). Whether or not the strata distinguished by us should be labeled’social classes’ depends on the definition of ‘class’. The upper and lower social strata can be equated with emergent social classes. However,no classes based on the control of the means of production —supposed to be a typical feature for societies with a mature state organization — were found. A class struggle, or overt class antagonism,was not found to be characteristic of early states.
(6) Productivity is so high that there is a regular surplus, which isused for the maintenance of the state organization. In all cases a surpluswas found (S.C. 10), which reached the ruling groups in the form of taxes, tribute or tributary gifts (S.C. 17, 19). This surplus was spent forthe greater part on the maintenance of the administrative apparatus:the sovereign gave gifts (S.C. 30), remunerations (S.C. 31) and offerings(S.C. 32), while this kind of expenditure was also found on thelower levels (S.C. 33).
(7) A common ideology exists, on which the legitimacy of the rulingstratum is based. This characteristic appeared to be highly elaborated in all of our cases. Here, invariably, a mythical charter was found (S.C. 21) and the ruler legitimized his position by his divine descent (S.C. 22,23), with which most of his activities were connected: he performed rites (S.C. 24), established law and order (S.C. 25, 26), as supreme commander was the protector of his people (S.C. 28), and gave gifts,remunerated his ‘servants’ (S.C. 30, 31), and made offerings to thesupernatural forces (S.C. 32). Hence the early state had a basic ideology of reciprocity (cf. Section 2.10.5). In conformity with this mode of legitimation, social status was correlated with distance from the ruler’s lineage (Section 2.11, cf. S.C. 35, 43) and the kind of office occupied. The state ideology was found to be upheld by the priesthood everywhere (S.C. 39, 50).
 
FACTORS RESPONSIBLE FOR THE ORIGIN OF THE EARLY STATE (p.622)
In chapter 1 we discussed at length, a number of theories on the origin of the state. Now, after considering the origins of the early state inbroad generalization, we will be more specific about this. To give ourdiscussion a factual basis, we will outline here the ‘case-histories’ of those states of our sample on whose formation details are given in the essays.With regard to Angkor new ideas and techniques coming from Indiaprovided the impetus for the introduction of more developed modes ofagricultural production and methods of trading, warfare and conductingraids. These in turn stimulated a more intensive and effective organization of government, which was given a more effective legislationby Jayavarman II.
In Ankole groups of pastoral Hima settled a specific region ofmarshlands in the fifteenth century. This area was mostly devoid ofpopulation. Only a few scattered agriculturalists lived here. There were virtually no contacts between the two groups. In the eighteenth centurydroughts and famines set off a chain of battles and wars. Defeat in warand the fear of new wars led to the organization of a defensiveapparatus. Marriage with foreign women set the ruler apart from thearistocracy. The cult of the drum was imported. Famines and wars continued to mould Ankole society, in which relations between theHima and the agricultural Bairu gradually became more developed.
The Aztecs tried to find a solution to the problem of growingpopulation pressure by levying tribute in kind from the surrounding population groups. This led to war and conquest which in turn gave rise to the necessity of greater organization, increased taxation, andmore effective legitimation.
In France as well a growing population pressure seems to havetriggered off numerous developments, such as agricultural expansion, changes in land tenure practices, the necessity to produce a greater aristocracy’s higher incomes from taxes and tribute. War also strengthened the need for more and better organization. In additionreminiscences of former state structures played a role in the formationof the state under discussion here.
The Hawaiian states could only come into being after the conclusion of some kind of treaty between the various paramount chiefs, which curbed the endless wars for a sufficiently long time to enable some chiefs to evolve a more stable organization, which in turn was stimulatedto expand after the recommencements of hostilities. A series ofconquests and reconquests characterizes the period of the early statehere.
The Iberian (Georgian) states seem to have developed as a result ofthe need to defend themselves against foreign invaders. Alliances wereformed, and leaders rose to greater power. Furthermore, populationgrowth required a more complex organization.
The Incas for a long time ruled only one of the many Andeanchiefdoms. However, a victory in a war with their most important rival opened up the way to statehood. Annexation, and increased production stimulated by the pressure exerted by the governmental apparatus,made possible the more extensive and complex form of organizationcalled into existence by war and conquest.
In the case of Jimma, a number of Galla groups, having apparentlylargely displaced earlier inhabitants, settled in their new homeland asmixed agriculturalists. Surrounded by previously existing states, theywarred against these as well as among themselves, and competed for
the control of land, trade routes and markets. The state arose as theresult of a succession of local conquests, as one Galla group defeatedand began to impose its rule over the others (Lewis: personal information).
The Kachari state originated in the hill districts of the northeasternpart of the Indian subcontinent. Even before the state came into being,a disintegration of the clan system had occurred. The genealogicalgroup gradually made way for a socioprofessional type of group,which initiated growing social inequality. As the population grew thenumber of these groups also grew. Incessant warfare consolidated theposition of the notables. The influence of military leaders was considerable.Technical as well as socio-political concepts were borrowedfrom surrounding states; these had a substantial impact upon theformation of the Kachari state.
The Kuba state shows how the production of a surplus, stimulatedby the pressure exerted by chiefs, made possible a more complex governmental apparatus. This additionally made possible the productionof luxury articles which were used to reward faithful servants.
Vansina points to the dialectical character of the process: bureaucracyand production mutually stimulated each other’s development, and both fostered the development of a more complex ideology.The same applies to Maurya: the production of a surplus made possible the development of the state organization, which in its turnboosted the production of the surplus, with, as a consequence, the development of trade and markets. This gave rise to the need for lawand order, and led to the emergence of new social categories.
Developments in Norway seem to have been triggered off by thedisintegration of the extended family. This may have been a result ofthe scarcity of resources in this country (cf. Wolf 1966: 72). This disintegration led to a lessening of the influence of the bonder, whichmade possible the gradual rise to power of a particular ruling family,who in the course of time succeeded in subduing several regions.
In Scythia the relationship between the nomadic Scythians and a number of the agricultural tribes formed the point of departure forstate formation. The dominance of the nomads over the agriculturalistsmade some form of organization necessary, and gradually the statesystem developed (cf. also Khazanov 1975: 340). In point of fact, Scythia is a classical illustration of Oppenheimer’s Conquest theory.
Tahiti shows how population growth made for an increasing socialdistance between the members of senior and those of junior descentlines. A distance that became so great that both groups became endogamous. Ownership of land and social status were dependent onposition in the descent system, the division of the population into agroup of rulers and a group of ruled being the consequence of the resultant configuration.
In the Voltaic area the presence of permanent threats of assault andpillage seems to have induced people to look for more effectiveprotection and leadership. The increase in the political unity created bythese circumstances was accompanied by the growth of a supra-villageideology. In the course of time this led to the stabilization of internalrelations, greatly influenced by continuing external (political) pressures.These condensed case histories of our states facilitate the search for certain patterns or regularities. The principal general characteristic, inour view, is the fact that the development into statehood, in all cases, was triggered off by some action or event which took place a long timebefore, and was not directed especially towards this goal. The otherobvious characteristic of the development to statehood is that it always shows something of a snowball effect: once it comes into motion, itgrows faster and faster. This is a consequence of mutual reinforcement in all of the developmental processes studied between the phenomenaand their effects. Thus we can speak of a positive feedback. This seems to confirmSahlins’suggestion that economy and politics grow together(1972: 140). Likewise, our data seem to corroborate Cohen’s observation(chapter 2, p. 32) that:
Each set of factors, or any particular factor, once it develops, stimulates and feeds back onto others which are then made to change in the general direction of statehood. Although its roots may be multiple, once a society orgroup of them start developing toward early statehood, the end is remarkablysimilar, no matter where it occurs.Aside from historical progression a set of mutually correspondingfactors appeared to play a role in several cases. It is possible to isolate these factors and consider the relative importance of each. In so doing,we must emphasize that in the actual historical process their order wasseen to vary, while not all factors necessarily always occurred.
These factors are:
(1) Population growth and population pressure;
(2) War, the threat of war or conquest, raids;
(3) Conquest;
(4) Progress in production and the promotion of a surplus, tribute,
affluence;
(5) Ideology and legitimation;
(6) The influence of already existing states.
(1) Population Pressure — occasioned by population growth, maystimulate raids to obtain food, or to effect the payment of tribute bysome population group living outside the territory to supplement production shortages within it (Ankole, Aztecs). This involves war, orthe threat of war, which in turn stimulates the emergence of strongerleaders and a better organization, which in its turn makes conquest possible (Incas, Scythia). Alternatively, it may stimulate production,which (as in the case of France or Kuba) may in the end bring aboutaffluence, which makes possible the development of a complex state apparatus — which, in its turn again, will stimulate increased production.Population pressure may bring about the disintegration of theinstitution of the extended family (Norway) which may enable the ruler
to form a central government (cf. Wolf 1966: 70 ff.). Conversely,population growth may stimulate the growth of such families, in whichthe social distance between senior and junior lineages may then become unbridgeable (Kachari, Tahiti). Population growth is an internal development, which has repercussionsnot only for the home community, but also for surroundingpeoples. Our data appear to corroborate Carneiro’s ideas on theinfluence of environmental or social circumscription (1970a). Webster’s hypothesis (1975) that war, or the threat of war, calls into beingstronger leaders and a better organization also finds confirmation in Kottak (1972) on the role of population growth or population pressure
are supported by our findings.How are we to square these results with the findings of Wright and Johnson on the basis of their analysis of Iranian data (1975), however?These show ‘that there was a period of population decline prior to state formation’. (1975: 276). A possible explanation for this may bethat the existing balance between the socio-economic structure of thesociety and the potentials of the territory and/or the cultural setting was upset (cf. Van Bakel 1976: 22 ff.). A new form of social organizationwas needed to create new conditions of life. As long as such a newform of organization remains ineffective the population will show atendency to migrate, or be subject to conflicts, food shortages, etc.These latter factors may cause a decline in population. The socialforces stimulating the development of a new organizational patternmay continue to be active at the same time. Once the new structurecrystallizes, the population receives a renewed stimulus to grow. Thishypothesis seems to find some corroboration in Polgar’s assertion thatsocio-political changes occur before population growth starts (1975:40).
(2) War, or the Threat of War, and Raids — or the need to conductraids and collect tribute — their reasons or causes aside, all have thesame consequences, viz. the emergence of stronger leaders and a better
or stronger organization, be it for purposes of defense or attack(Ankole, Aztecs, Hawaii, Iberia, Incas, Jimma, Kachari, Volta). Suchforms of organization create a permanent need for regular supplies offood and other commodities for the maintenance of the armed forces,the remuneration of warriors, and the establishment of communicationsby means of roads, boats, spies, messengers, etc. The payment of tribute as well as the exertion of pressure on the producers of a surplusare invariably found here. Here again, the condensed histories set outabove corroborate Webster’s hypothesis. State formation is not caused by war, but is greatly promoted by war, or by the threat of war and bysocial stress (cf. Nettleship 1975: 82 ff.; Corning 1975: 375 ff.). Thisfurther endorses Service’s view (1975: 299) that ‘the benefit of being part of the society (which) obviously outweighed the alternative’. The need for protection under these circumstances is obvious; as a result ofthis it was better to be a member of the state than not to be one. We,moreover, believe that Lowie’s idea that the voluntary association wasone of the roots of state formation is confirmed by some of the data ofour case studies.
(3) Influence of Conquest — The origin of many of our states demonstrated
the decided influence of conquest. However, only the Mongol, the Scythian, and possibly the Voltaic states and Zande appeared to owe the formation of their state organization to conquest in the sense of Oppenheimer. Only in Scythia and Mongolia was thedomination of agricultural peoples by pastoral nomads found. Ankolewas not originally based upon the subjection of the group of agriculturalists.
This took place in only a much later period, and even then to arather limited extent. Relations between pastoralists and agriculturalists,living in the same area as they did, remained marginal there tillthe very end. Data furnished by Cohen (in the present volume, but also1974, 1977) show that there are other cases in which the dominationof pastoralists over agriculturalists led to state formation, however.In the other cases in which conquest was mentioned as a factor inthe formation of the early state (Angkor, Aztecs, Hawaii, Incas,Jimma, Maurya), such conquest appeared to be of peoples possessingthe same mode of subsistence. It is not very clear whether conquest leads to the formation of theearly state, or, conversely, the formation of the early state leads toconquest. If conquest is interpreted as the occupation of territory andthe integration of peoples into a given (foreign) political organization,then, in our view, the necessary institutions to make this possible willbe found only at the state level. If, however, conquest is taken to refer to a situation in which two groups, each possessing different (or sometimes the same) modes of subsistence, are merged, with in the endthe development of a political structure that stimulates the dominationof one of the two by the other, then plainly it will be possible forconquest to have already started at a much earlier stage. At any rate,only few of the cases in our sample seem to corroborate the ‘Ueberlagerungs’theories of Gumplowicz and Oppenheimer.
(4) The Production of a Surplus — seems to be a rather complicated matter. Without any doubt it is a necessary condition for the existence of the state. However, the production of a surplus is found already in the chiefdom, and possibly even before that. Nevertheless, the production of a surplus and the development of a more complex form of socio-political organization are closely correlated. This is clearly demonstrated by all of the above ‘case histories’. An expanding government apparatus, the need for some kind of military force (for offensiveas well as defensive purposes), a developing state religion — all these developments demand increased production, and increased production in its turn makes possible the further development of these institutions.This is also a most favorable situation for the stimulation and the promotion of the growth of (already existing) trade and markets (Axum, Aztecs, France, Kuba, Maurya, Yoruba). On the one hand, a growing surplus makes for opulence and conspicuous consumption, with a growing number of people (fromaristocrats to artisans) having only an indirect relation to food production.On the other hand, it causes an increasing number of people tobecome exclusively committed to food production, with the obligationto hand over an ever increasing proportion of their produce. Socialstatuses become more and more rigidly structured. Economic inequalitygradually becomes a permanent feature of the institutions of thesocial organization. The consequence of these developments in theearly state is a clear-cut division of the population into a category ofrulers and ruled, linked together in practice mainly by the taxation system. In the formation of the early state, the production of a surplusconstitutes the pre-eminent factor enabling the development of agovernmental apparatus as well as the institutionalization of social inequality: a dialectical process (cf. Sahlins 1958, 1972: 140).The discussion so far would lead one to conclude that social inequalityalready existed in some form or other before the formation of the state (cf. Maretina, in this volume), and moreover its elaboration israther a consequence than a cause of state formation. Social inequality,indeed, is one of the characteristics of the (early) state, but for itsorigin was probably of only minor importance.Kottak’s hypothetical frame (1972) can easily be brought into agreement with this view. Our results do seem to be rather far removedfrom the theories of Fried (1967), however, who made social inequalitythe cornerstone of his argumentation. It seems to us that Fried, in fact,investigated, in the first place, the origin of social inequality, and onlyin the second place the evolution of political organization.
(5) The Role of an Ideology — or myth of the society in question, orof legitimation — all of them closely related concepts — is mentionedin almost all our ‘case histories’. Everywhere a basic myth of the society concerned (cf. S.C. 21), which legitimized the position of itsleader, chief or sovereign, was found. At the point where the developmenttowards the early state was triggered off, this myth may have been in need of adaptation to account for, or justify, the growing socialinequality, the increasing power of the sovereign, the necessity todefend the home territory, or the exalted duty to raid the territory ofneighboring peoples. This seems to suggest that, generally speaking,the role of the state ideology is one of legitimizing, explaining orjustifying. This sort of activity may lead to the elaboration of existinginstitutions, or the making explicit of existing tendencies. We areinclined to believe, however, that ideological activities have no morethan a secondary influence upon the formation of the early state —though its further development could not have been effected withoutit.
(6) The Influence of Already Existing State Systems — is mentionedin the case of Angkor, Jimma, Kachari and Maurya. In France therewere not only other state systems surrounding the country, but there also existed an extensive knowledge of earlier periods of state formation.This was probably also the case in Iberia, and possibly alsoScythia. The degree of influence of such earlier existing states variesper state. It provided at least some kind of framework for the developments to come in all cases, however. This would have been the position in most of the secondary states.
Summarizing the above, the existence of an ideology, as well as of a surplus, appears to have been a necessary condition for state formation.The elaboration of social inequality was found to be a consequence rather than a cause of such formation. This leaves us with the factors of population growth or pressure, war or the threat of war andraids, tribute, conquest and borrowed ideas as those which seem to have exercised a primary influence on the formation of the state. How these factors operated, influenced one another, and were interlinked with those of the existence of an ideology, a surplus, trade and social inequality in each individual case it is impossible to express in mere generalizations. Whatever the specific order of their appearance may have been, in each case, the result was the same in all of our cases, namely, the emergence of the early state.
With this conclusion we find ourselves in basic agreement with the ideas of Cohen and Khazanov as expressed in the theoretical part of this volume (cf. also Cohen 1977). There are some substantial differences between our and Krader’s views, however. The reason for this, to our mind, is mainly that Krader concentrates more on the characteristics of the mature state than on the specific conditions of the early state.

Φως, νερό, τηλέφωνο, ταξική πάλη σε δόσεις

Αναδημοσιεύουμε εδώ το ενδιαφέρον κείμενο του συντρόφου από τη ΣΚΥΑ σχετικά με το παρόν και το μέλλον των τοπικών συνελεύσεων γειτονιάς. Το πρωτότυπο μπορεί να βρεθεί εδώ, francais and english here.

«’δω σ’ αυτή τη γειτονιά, στην παρακάτω ρούγα

τη φωλιά της έχτισε μια πέρδικα μικρούλα»

παραδοσιακό απ’ την κέρκυρα

Η εξέγερση του Δεκέμβρη του ’08 κι έπειτα το “κίνημα των πλατειών” του καλοκαιριού του ’11 άνοιξαν διάπλατα τον δρόμο για τις μορφές οργάνωσης και αγώνα που κωδικοποιήθηκαν ως συνελεύσεις γειτονιάς. Μιλάμε για ανοιχτές συλλογικές διαδικασίες με αυτοοργανωμένο χαρακτήρα που προσπάθησαν να εδαφικοποιήσουν την πολιτική τους παρέμβαση σε επίπεδο γειτονιάς με τρόπο δημόσιο και σταθερό. Εδώ, βέβαια, δεν θα προσπαθήσουμε να συντάξουμε την ιστορία ή να εκθέσουμε τη γενεαλογία των συνελεύσεων γειτονιάς στην Αθήνα, ούτε και να παρουσιάσουμε όλα τους τα πολιτικά περιεχόμενα μέσα σε 4000 λέξεις. Ο σκοπός μας είναι να αναλύσουμε τη θέση των συνελεύσεων γειτονιάς μέσα στον κύκλο αγώνων ενάντια στην υποτίμηση της εργασίας και της ζωής μας την εποχή της καπιταλιστικής κρίσης και αναδιάρθρωσης. Με λίγα λόγια, προσπαθούμε να δούμε πώς τοποθετούνται τα τελευταία χρόνια οι συνελεύσεις γειτονιάς απέναντι στα ζητήματα που έχουν θέσει οι άμεσες συνέπειες της κρίσης/αναδιάρθρωσης στα πεδία της κοινωνικής αναπαραγωγής και της εκμεταλλευτικής σχέσης.

Εδώ πρέπει να τονιστεί η σκοπιά απ” την οποία γράφω αυτό το κείμενο. Καταρχήν, από τη σκοπιά της προσωπικής συμμετοχής και δέσμευσης σε εγχειρήματα γειτονιάς εδώ και 6 περίπου χρόνια. Δεύτερον, με μια διάθεση αναστοχασμού πάνω στον κύκλο αγώνων που ενεπλάκησαν οι συνελεύσεις γειτονιάς. Και τρίτον, επιθυμώντας τη συνεισφορά στην χάραξη μιας στρατηγικής για τους αγώνες που έρχονται. Όλα αυτά συνεπάγονται δύο βασικά πράγματα. Ότι κάθε κριτική που γίνεται μέσα στο κείμενο είναι σε ένα δεδομένο βαθμό και αυτοκριτική. Κι έπειτα ότι το κείμενο αυτό γράφεται, εν τέλει, από τη σκοπιά της πραγματικής υπεράσπισης των συνελεύσεων και της απόπειρας διερεύνησης των ορίων και των δυνατοτήτων τους ως εδαφικοποιημένες μορφές οργάνωσης και αγώνα.

Ας δούμε, καταρχήν, τι εννοούμε λέγοντας πεδία κοινωνικής αναπαραγωγής και εκμετάλλευσης. Όπως είναι γνωστό και άμεσα βιωμένο από όλες και όλους, η τάξη των εκμεταλλευόμενων δεν αναπαράγει τον εαυτό της αποκλειστικά μέσω του μισθού ως αμοιβή για την εργασία της. Η κοινωνική μας αναπαραγωγή, δηλαδή χοντρικά το να μπορούμε να επιβιώνουμε καθημερινά ως κοινωνικά υποκείμενα, έχει ένα κόστος που εξαρτάται τόσο από τον άμεσο μισθό (δηλαδή τα λεφτά στο χέρι που πληρώνουν για ενοίκιο, τροφή, διασκέδαση κλπ.) όσο και από τον έμμεσο μισθό που λαμβάνουμε από το κράτος με τη μορφή παροχών και υπηρεσιών (όπως περίθαλψη, εκπαίδευση, επιδόματα, άδειες, συγκοινωνίες κλπ.). Το επίπεδο της κοινωνικής μας αναπαραγωγής συνίσταται στο ερώτημα “πώς τη βγάζουμε”, ποιές είναι οι ανάγκες μας και πώς τις καλύπτουμε. Το ερώτημα αυτό απαντάται κάθε φορά ιστορικά από το τι διεκδικούμε και τι κατακτούμε στα πεδία του άμεσου και του έμμεσου μισθού. Η διαδικασία της κρίσης έφερε από νωρίς πολύ σημαντικές συνέπειες στην καθημερινή μας αναπαραγωγή. Συνοπτικά, το κεφάλαιο μας αναγκάζει να ζήσουμε με λιγότερα (σε λεφτά και σε παροχές) απ” ό,τι είχαμε μάθει να ζούμε. Σ” αυτό το πεδίο λοιπόν, οι συνελεύσεις γειτονιάς έδωσαν αγώνες που άγγιζαν με άμεσο τρόπο το πώς καλύπτουμε συλλογικά τις ανάγκες μας μέσα στο ασφυκτικό περιβάλλον της κρίσης, τους οποίους θα δούμε και αναλυτικότερα στη συνέχεια.

Αν δίναμε έναν συνολικό και αφαιρετικό ορισμό στις συνελεύσεις γειτονιάς, θα λέγαμε ότι αποτελούν μορφές οργανωμένης κι εδαφικοποιημένης προλεταριακής δραστηριότητας. Σ” ένα δεύτερο επίπεδο, αποτελούν επίσης μικρούς αλλά σημαντικούς σταθμούς ταξικής ανασύνθεσης με όρους αγώνα. Ας εξηγηθούμε. Υποστηρίζουμε ότι, πέρα από τα επί μέρους πολιτικά τους περιεχόμενα, οι συνελεύσεις είναι μορφές οργάνωσης και αγώνα των εκμεταλλευόμενων/καταπιεζόμενων για να καλύψουν συλλογικά τις ανάγκες τους σε τοπικό επίπεδο μέσα σε συνθήκες καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Αυτό σημαίνει, συνοπτικά, ότι σήκωσαν αγώνες πάνω σε άμεσα και πιεστικά επίδικα για τους από κάτω αυτά τα τελευταία 5-6 χρόνια, από τα χαράτσια της ΔΕΗ, τα εισιτήρια στα νοσοκομεία και το κόστος μεταφοράς μέχρι την ανάκληση απολύσεων και τη διεκδίκηση δεδουλευμένων, το ζήτημα της τροφής και το μπλοκάρισμα της καπιταλιστικής αξιοποίησης δημόσιων χώρων. Επιπλέον, οι συνελεύσεις έφτιαξαν έναν καινούριο χώρο και χρόνο μέσα στις γειτονιές όπου συναντήθηκαν και κοινωνικοποιήθηκαν με όρους μοιράσματος και αγώνα υποκείμενα που ήταν λίγο-πολύ διαχωρισμένα μεταξύ τους –ή τουλάχιστον δεν βρίσκονταν μέχρι τότε μαζί σε κοινές συλλογικές διαδικασίες (εργαζόμενες, άνεργοι, φοιτήτριες, μαθητές, νοικοκυρές, συνταξιούχοι).

Όλα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν ότι αυτές οι διαδικασίες αυτοπροσδιορίζονταν ρητά ως τέτοιες, δηλαδή ως μορφές προλεταριακής δραστηριότητας και ταξικής ανασύνθεσης. Απ” όσο γνωρίζω, κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί σε καμία συνέλευση γειτονιάς. Εδώ λοιπόν ανακύπτει ένα ζήτημα του πώς αναλύουμε τα πράγματα στα οποία συμμετέχουμε. Ο Μαρξ είχε γράψει ότι όπως δεν μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο από τη γνώμη που έχει το ίδιο για τον εαυτό του, έτσι δεν μπορούμε να κρίνουμε μια τέτοια εποχή ανατροπής από τη συνείδηση που έχει για τον εαυτό της. Εμείς θα προσθέταμε επίσης ότι δεν μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο από αυτά που λέει, αλλά (κυρίως) από αυτά που κάνει. Από εκεί ξεκινάμε λοιπόν, από την ίδια την πράξη. Τα παραπάνω συμπεράσματα τα βγάζουμε μέσα από την εμπειρία και τη συμμετοχή μας στους αγώνες (τι κάνουμε και πώς το κάνουμε), αλλά και μέσα από την κοινωνική και ταξική τους σύνθεση (ποιοι και ποιες το κάνουμε). Άρα, πρόκειται για μια ερμηνεία πολιτική κι όχι περιγραφική, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα και μια πολιτική πρόταση ανάλυσης και δράσης. Εν ολίγοις, δεν βλέπουμε τις κινητοποιήσεις των συνελεύσεων απλώς ως “πολιτικές παρεμβάσεις” αλλά ως ταξικούς αγώνες με τα δικά τους περιεχόμενα, αντιφάσεις, δυνατότητες και όρια. Επίσης, δεν βλέπουμε τους συμμετέχοντες απλά ως “κατοίκους” (έστω και πολιτικοποιημένους), αλλά ως ζωντανές κοινότητες αγώνα εκμεταλλευόμενων που δημιουργούν μεταξύ τους κοινωνικές σχέσεις. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να κοιτάμε τι λένε οι άνθρωποι για τον εαυτό τους; Σε καμία περίπτωση. Πρέπει όμως να έχουμε κατά νου ότι αυτό που λένε, παρότι σημαντικό, δεν είναι και κανένας τελειωτικός ορισμός, ούτε απαραίτητα αντικατοπτρίζει το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Για να είμαστε πιο ακριβείς, το πώς μιλάς γι” αυτά που κάνεις δεν είναι παρά μια στιγμή στα πλαίσια μιας διαδικασίας (αυτό-)μετασχηματισμού. Είναι δηλαδή ένα συνεχές πολιτικό διακύβευμα που δείχνει πόσο βαθαίνει στην πραγματικότητα η συλλογική πράξη κι ο συλλογικός λόγος.

Θεωρούμε ότι αυτή είναι μια παγίδα που πέφτουν αρκετά κομμάτια του κινήματος, γενικά όταν καταπιάνονται με τη σχέση πολιτικού και κοινωνικού, αλλά και ειδικά όταν συζητάνε για τις συνελεύσεις γειτονιάς. Οι τελευταίες έχουν συχνά δεχθεί κριτική ως μικροαστικές ή διαταξικές, ότι δεν έχουν πραγματικά πολιτικά περιεχόμενα ή ότι δεν έχουν πραγματική “ταξική συνείδηση”. Δεν θα απαντήσουμε εδώ αναλυτικά, θα αρκεστούμε όμως σε λίγες συνοπτικές παρατηρήσεις. Καταρχήν, δεν μπορείς να κρίνεις με αφηρημένους ιδεολογικούς όρους ανοιχτές κοινωνικές διαδικασίες που περιλαμβάνουν τόσο πολιτικοποιημένους αγωνιστές, όσο και ευρύτερα κομμάτια της τάξης που πολιτικοποιούνται για πρώτη φορά. Δεύτερον, ακόμα κι αν οι όροι συγκρότησης των συνελεύσεων θεωρητικά επιτρέπουν (δηλαδή δεν απαγορεύουν ρητά) τη συμμετοχή μικρο-αφεντικών, στην πράξη βλέπουμε ότι κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Δηλαδή, υπάρχει κάτι που αποτρέπει ή αποθαρρύνει έμπρακτα τη συμμετοχή τους. Κι αυτό είναι ότι, τρίτον, αν δούμε τον κύκλο ταξικών αγώνων των τελευταίων χρόνων στην εργασία και την αναπαραγωγή, θα διαπιστώσουμε ότι οι συνελεύσεις γειτονιάς έχουν εμπλακεί σε αυτόν πολύ περισσότερο από την συντριπτική πλειοψηφία των συλλογικών πολιτικών υποκειμένων (πολλά εκ των οποίων, παρότι έχουν σημαία τους την “ταξική συνείδηση”, έχουν συνηθίσει να βλέπουν τους αγώνες από ασφαλή απόσταση και με “προλεταριακά” κυάλια). Και τέλος, αν περιμένουμε από τα υποκείμενα του αγώνα να μιλήσουν την ιδεολογική ή θεωρητική γλώσσα της ταξικής πάλης, θα καταλήξουμε να θεωρούμε “προλετάριους” και “κατόχους” ταξικής συνείδησης μόνο όσους συμφωνούν με τις πολιτικές μας απόψεις, κι όχι όσους αναπτύσσουν στην πράξη ανταγωνιστική δραστηριότητα προς το κεφάλαιο και τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις.

Οι συνελεύσεις γειτονιάς τοποθετήθηκαν μέσα στον κύκλο αγώνων ενάντια στην πολιτική της υποτίμησης με αρκετά κοινό και συνεκτικό τρόπο, συχνά ως αποτέλεσμα και των μεταξύ τους πολιτικών σχέσεων. Αυτό το έκαναν σε δύο παράλληλες κατευθύνσεις, ειδικά την περίοδο ’10-’13, αλλά και πιο πρόσφατα σε ένα βαθμό. Η πρώτη κατεύθυνση ήταν η δημιουργία σχέσεων αγώνα και αλληλεγγύης σε τοπικό επίπεδο, κυρίως μέσα από διεκδικήσεις και δομές γύρω από το κόστος ζωής. Αυτή η κατεύθυνση περιελάμβανε διεκδικητικούς αγώνες γύρω από το ρεύμα, τις συγκοινωνίες και την περίθαλψη, αλλά και στήσιμο δομών αλληλοβοήθειας όπως οι συλλογικές κουζίνες, τα χαριστικά-ανταλλακτικά παζάρια, τα μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας σε μαθητές και τα κοινωνικά ιατρεία. Η δεύτερη κατεύθυνση ήταν η οργανωμένη και πολύ συχνά συγκρουσιακή παρουσία στο δρόμο ως ορατά συλλογικά υποκείμενα, ειδικά στις μαζικές απεργιακές διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και σε απεργιακές κινητοποιήσεις σε τοπικό επίπεδο, όπως πορείες μέσα στη γειτονιά και μετά κάθοδος στο κέντρο μαζί με άλλες συνελεύσεις, ή απεργιακά μπλοκαρίσματα εργασιακών χώρων. Συνολικά, θα λέγαμε ότι τα κεντρικότερα πολιτικά περιεχόμενα των συνελεύσεων σ” αυτήν την περίοδο ήταν απ” τη μία η στάση πληρωμών από τα κάτω και η προώθηση της αλληλεγγύης στην καθημερινότητα, και απ” την άλλη η έμπρακτη σύγκρουση με τις προσταγές του κεφαλαίου σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο.

Αυτή η μορφή δραστηριότητας των συνελεύσεων βρίσκεται εδώ και αρκετό καιρό σε κρίση. Η κρίση των συνελεύσεων γειτονιάς, η οποία αφορά τόσο τη μορφή και το περιεχόμενό τους, μας δείχνει ότι έχουν κάνει έναν πολιτικό κύκλο, χωρίς να σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι έχουν χρεοκοπήσει πολιτικά ή ότι έχουν σταματήσει να δίνουν αγώνες. Η κρίση τους αυτή αφορά τόσο αντικειμενικούς, όσο και υποκειμενικούς παράγοντας. Πρώτα απ” όλα, το βάθεμα της ίδια της καπιταλιστικής κρίσης και η απουσία σημαντικών πρακτικών αποτελεσμάτων από την σκοπιά των αγώνων (παρόλη την ένταση και τη συγκρουσιακότητά τους), οδήγησε πολύ κόσμο στην απογοήτευση από τις συλλογικές διαδικασίες και συχνά στη στροφή προς την προσδοκία εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Η σταδιακή και γενικότερη ύφεση του κοινωνικού ανταγωνισμού από το ’12 κι έπειτα, παρήγαγε επίσης και μια απομάκρυνση ενός κομματιού του κινήματος από τις ανοιχτές συλλογικές διαδικασίες. Η απομάκρυνση αυτή, ως επιστροφή στις άκαμπτες πολιτικές ταυτότητες, πήρε δύο κυρίως μορφές: αφενός την αναζήτηση πολιτικών απαντήσεων σε κλειστές διαδικασίες ιδεολογικού τύπου και αφετέρου την ιδεολογική περιχαράκωση και κλείσιμο των ίδιων των συνελεύσεων, ακόμα κι αν τυπικά διατηρούν την ανοιχτή λειτουργία τους. Για να το πούμε με πιο απλά λόγια, αρκετές συνελεύσεις έχουν διαλυθεί ή υπολειτουργούν και στις περισσότερες έχει μείνει αυτήν τη στιγμή λιγότερος και κυρίως πολιτικοποιημένος κόσμος.

Θα προσπαθήσουμε εδώ να δούμε αυτήν την κρίση των συνελεύσεων από τη σκοπιά των αγώνων που έχουν σηκώσει αυτά τα χρόνια στην αναπαραγωγή και την εργασία. Θα προσπαθήσουμε δηλαδή να αναλύσουμε την κρίση τους ως προϊόν των ορίων που συναντούν μέσα στους αγώνες, και να διερευνήσουμε το ξεπέρασμά της ως πραγματική δυνατότητα μέσα στους αγώνες.

Ας ξεκινήσουμε κοιτώντας πρώτα το περιεχόμενο των αγώνων που έδωσαν οι συνελεύσεις γύρω από την κοινωνική αναπαραγωγή μας ως εκμεταλλευόμενοι κι εκμεταλλευόμενες. Όπως είπαμε και νωρίτερα, η διαδικασία της κρίσης/αναδιάρθρωσης έφερε γρήγορα άμεσες συνέπειες στο κόστος της καθημερινής μας ζωής. Οι συνελεύσεις γειτονιάς άνοιξαν αρκετά γρήγορα πεδία αγώνα γύρω από αυτό το κόστος με τρόπο αρκετά διαφορετικό απ” ό,τι είχαν συνηθίσει να κάνουν οι παραδοσιακές πολιτικές μορφές. Αντί να ξεκινήσουν αφηρημένες πολιτικές καμπάνιες ξερά καταγγελτικού ή στενά ιδεολογικού περιεχομένου, επέλεξαν αφενός να δεσμευτούν (με όσες δυνάμεις είχαν) σε διεκδικητικούς αγώνες και να προωθήσουν έμπρακτα την κοινωνική στάση πληρωμών προς το κράτος και το κεφάλαιο, κι αφετέρου να δημιουργήσουν αυτόνομες δομές κάλυψης άμεσων κοινωνικών αναγκών.

Όσον αφορά τη στάση πληρωμών από τα κάτω, τα τρία κυριότερα πεδία αγώνα που ανοίχτηκαν ήταν η άρνηση πληρωμής του χαρατσιού στους λογαριασμούς της ΔΕΗ και οι επανασυνδέσεις κομμένου ρεύματος, η προσπάθεια μπλοκαρίσματος του 5ευρου εισιτηρίου στα νοσοκομεία και η διεκδίκηση ελεύθερων μετακινήσεων, η οποία πήρε τη μορφή της εναντίωσης στις αυξήσεις των εισιτηρίων στα μέσα μαζικής μεταφοράς και του έμπρακτου σαμποτάζ των ελέγχων. Έχει μεγάλη σημασία να σημειώσουμε σ” αυτό το σημείο ότι οι συνελεύσεις κατάφεραν να “πέσουν μέσα” ιστορικά όσον αφορά κάποια από τα κεντρικά ταξικά επίδικα της συγκυρίας σε επίπεδο καθημερινότητας. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη αρετή του να κάνεις ανταγωνιστική πολιτική εκκινώντας από κοινωνικές ανάγκες. Από τη μία το να προσπαθείς να μπλοκάρεις την αναδιάρθρωση εδαφικοποιημένα σε πραγματικό χώρο και χρόνο, κι απ” την άλλη να προσπαθείς να συνδεθείς και να χτίσεις σχέσεις αγώνα με κοινωνικά υποκείμενα πάνω σε άμεσα επίδικα με συγκεκριμένους στόχους. Τέτοια ήταν και τα επίδικα διεκδίκησης που απασχόλησαν τις συνελεύσεις στο επίπεδο της κοινωνικής αναπαραγωγής, καθώς η επιβολή έκτακτων φόρων, συνδεόμενη με ένα βασικό κοινωνικό αγαθό όπως το ρεύμα, η διάλυση της δημόσιας υγείας και το κόστος μετακίνησης στην πόλη αφορούν το επίπεδο ζωής των εκμεταλλευόμενων με εξαιρετικά άμεσο και πιεστικό τρόπο. Απ” την άλλη πλευρά, οι περισσότερες συνελεύσεις προσπάθησαν να στήσουν σταθερές δομές κάλυψης αντίστοιχων αναγκών με όρους αυτοοργάνωσης της καθημερινότητας και αλληλεγγύης μεταξύ των από κάτω. Τέτοια παραδείγματα, αρκετά εκ των οποίων αναφέραμε και παραπάνω, άνοιγαν ζητήματα τροφής, περίθαλψης και ειδών πρώτης ανάγκης.

Αυτή η διττή δραστηριότητα ήταν και είναι βασικό κομμάτι της ζωής των περισσότερων συνελεύσεων γειτονιάς. Παρόλα αυτά, παρήγαγε μια σειρά από αντιφάσεις και όρια που θεωρούμε ότι δεν έχουν συζητηθεί επαρκώς, κάτι στο οποίο συμβάλει και η γενικότερη απροθυμία αναστοχασμού και αυτοκριτικής από αρκετά τμήματα του ανταγωνιστικού κινήματος. Παρότι επιφανειακά οι διεκδικητικοί αγώνες και οι αυτόνομες δομές φαίνεται να αλληλοσυμπληρώνονται, αυτό συμβαίνει, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, σε ένα διαχωρισμένο ή αφηρημένο επίπεδο. Κι εδώ διαφαίνεται ένα έλλειμμα ουσιαστικής συζήτησης πάνω στο τι ανάγκες θέλουμε να καλύψουμε και με ποιον τρόπο. Δεν έχουμε αυτή τη στιγμή το χώρο να αναλύσουμε εις βάθος κάθε ξεχωριστό αγώνα και δομή, οπότε θα προσπαθήσουμε να δούμε κάποια από τα όρια που διατρέχουν τις περισσότερες από αυτές τις διαδικασίες, προσπαθώντας να εξηγούμαστε όσον το δυνατόν περισσότερο μέσα από παραδείγματα.

Οι διεκδικητικοί αγώνες όπως το χαράτσι, τα μέσα μεταφοράς και τα νοσοκομεία αναγκάστηκαν να πατήσουν πάνω σε δύο βάρκες. Από τη μία πλευρά αναπτυσσόταν η λογική της άμεσης δράσης και της (σχεδόν) καθημερινής κινητοποίησης εκ μέρους των συνελεύσεων, κι από την άλλη αναδυόταν μια ιδιότυπη λογική ανάθεσης που πατούσε σε επίδικα αγώνα. Με άλλα λόγια, ενώ οι συνελεύσεις έτρεχαν καθημερινά αυτούς τους αγώνες και τους καλούσαν συνήθως με ανοιχτό και δημόσιο τρόπο, πολύς κόσμος τις έβλεπε σαν «ρομπέν των δασών» που ήρθε για να τους λύσει το πρόβλημα, ακόμα κι αν είναι με άμεσο και αγωνιστικό τρόπο. Αυτό έγινε ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση των χαρατσιών, όπου ενώ τα τηλέφωνα επανασύνδεσης έπαιρναν φωτιά, οι συνελεύσεις στελεχώνονταν από πολύ λιγότερο κόσμο. Θα ήταν όμως επιφανειακό αν δεν βλέπαμε πώς συνδυάζονται μεταξύ τους αυτές οι δύο δυναμικές. Όπως θα ήταν επιφανειακό αν απλώς μέναμε στο ότι “έτσι είναι ο κόσμος, τα θέλει όλα έτοιμα”. Θεωρούμε ότι υπήρχε κάτι μέσα στον τρόπο δράσης μας που δεν δημιουργούσε, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις ενέτεινε την ανάθεση. Από την πλευρά των συνελεύσεων φάνηκε να υπερισχύει συχνά ο ακτιβισμός και η προπαγάνδα δια της πράξης, παρά η συζήτηση πάνω σε μια συγκεκριμένη τακτική και στρατηγική που θα μας οδηγούσε στη νίκη. Τις περισσότερες φορές καλούσαμε τον κόσμο σε πολιτική ανυπακοή και στάση πληρωμών, χωρίς να κοιτάμε πώς θα συγκρουστούμε αποτελεσματικά με το ίδιο το κράτος ώστε να κερδίσουν αυτοί οι αγώνες και χωρίς να ψάχνουμε εκείνες τις διεργασίες που θα μας επιτρέψουν να δημιουργήσουμε πραγματικές σχέσεις αγώνα με τους υπόλοιπους εκμεταλλευόμενους. Πώς φτιάχνουμε κοινότητες αγώνα που να περιέχουν κι άλλο κόσμο πέρα από εμάς τους ίδιους; Αυτό το ερώτημα παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό υπόρρητο –ή απαντιόταν απλώς με το “ε, ας έρθουν στη συνέλευση”. Κι υπάρχει επίσης εδώ ένα ζήτημα σχετικά με το πόσο ανοιχτές είναι πραγματικά οι διαδικασίες μας ώστε να μαζικοποιηθούν από κόσμο που έρχεται για να καλύψει τις ανάγκες του με συλλογικό τρόπο. Επιπλέον, μιας και οι αγώνες αυτοί περιστρέφονταν γύρω από κρατικές υπηρεσίες, δεν διερευνήθηκε ποτέ σοβαρά το πώς μπορούμε να συνδεθούμε με τους εργαζόμενους στις υπηρεσίες αυτές πέρα από τις συνδικαλιστικές τους γραφειοκρατίες και συντεχνίες, ώστε το μπλοκάρισμα της αναδιάρθρωσης να επιχειρηθεί ταυτόχρονα από τους εργαζόμενους και τους χρήστες των υπηρεσιών. Ένα τέτοιο στοίχημα ήταν η σύνδεση με εργαζόμενους στις μεταφορές την περίοδο του χειμώνα ’10-’11, όταν κι οι ίδιοι βρίσκονταν σε κινητοποιήσεις, η οποία όμως δεν περπάτησε πέρα από κάποιες ήδη υπάρχουσες πολιτικές σχέσεις.

Όσον αφορά τις δομές αλληλεγγύης (κουζίνες, παζάρια, ιατρεία κλπ), τα πράγματα είναι ακόμα πιο περίπλοκα, μιας και η απουσία ουσιαστικής συζήτησης πάνω στο περιεχόμενό τους τις οδήγησε σε σημαντική κρίση ή απομαζικοποίηση και, σε αρκετά περιπτώσεις, σε διάλυση ή ενσωμάτωση. Παρότι αποτέλεσαν και αποτελούν σημαντικό χώρο μοιράσματος και κοινωνικοποίησης για την καθημερινότητα των συνελεύσεων, τις περισσότερες φορές δεν ξεκινούσαν από τις ανάγκες των συμμετεχόντων σε πρώτο πρόσωπο. Αντ” αυτού, προσπαθούσαν να καλύψουν τα κενά που άφηνε πίσω του το καταρρέον κράτος πρόνοιας, είτε το έβαζαν σαν στόχο είτε όχι. Με λίγα λόγια, αντί να προσανατολιστούν στην κάλυψη των αναγκών (υλικής αναπαραγωγής και κοινωνικοποίησης) της κοινότητας αγώνα, επιχειρούσαν να απευθυνθούν με γενικό και αφηρημένο τρόπο συνολικά “στην κοινωνία”. Αυτό δημιουργεί μια σειρά από ζητήματα. Πρώτον, ότι οι συνελεύσεις μας δεν μπορούν να καλύψουν αυτό το κενό κοινωνικής αναπαραγωγής, ακόμα και να το θέλουν. Δεύτερον, “η κοινωνία” πάντα επιλέγει, εν τέλει, αυτούς που το κάνουν καλύτερα (δηλαδή έχουν υποδομές, φράγκα και πλάτες για να το κάνουν), όπως οι δήμοι, η εκκλησία, οι ΜΚΟ, ή σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και οι φασίστες (μόνο για έλληνες βέβαια…). Τρίτον, καταλήγουμε έτσι συχνά να προσφέρουμε τζάμπα εργασία για τομείς της κοινωνικής παραγωγής από τους οποίους αποσύρεται το κράτος αντί να διεκδικούμε τη διεύρυνση του κοινωνικού μισθού με αγωνιστικό τρόπο και ταξικό περιεχόμενο. Δηλαδή, αντί να διεκδικούμε συνεχώς εδάφη από το κράτος στη βάση της ικανοποίησης των συλλογικών μας αναγκών και της αλλαγής του συσχετισμού δύναμης απέναντι στις κατεστημένες εκμεταλλευτικές σχέσεις, δεν είναι λίγες οι φορές που καταλήγουμε να αναπαράγουμε λογικές «εθελοντισμού με ανθρωπιστικούς όρους», έστω κι αν αυτό δεν αποτελεί πρόθεσή μας. Θεωρούμε ότι αυτές οι αντιφάσεις των δομών αλληλεγγύης είναι που σε ένα βαθμό τις κάνουν μορφές αυτοδιαχείρισης της φτώχειας σε μικρή κλίμακα. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι όσες από αυτές τις δομές δεν συνδέονταν με συνελεύσεις που είχαν πιο ξεκάθαρα αντιθεσμικά ή αντιεξουσιαστικά χαρακτηριστικά, προσδέθηκαν γρήγορα στο πολιτικό άρμα του ΣΥΡΙΖΑ (με μορφές όπως η “αλληλεγγύη για όλους”), αναζητώντας πολιτική νομιμοποίηση και έμμεση κυβερνητική (πλέον) χρηματοδότηση.

Περνώντας τώρα στο πεδίο των αγώνων στους εργασιακούς χώρους, θα δούμε ότι τα τοπικά εγχειρήματα έχουν συσσωρεύσει αρκετά σημαντική εμπειρία σύγκρουσης με το κεφάλαιο πάνω σε συγκεκριμένα ταξικά επίδικα σε αρκετούς τομείς του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Αυτό συνιστά με έναν τρόπο ποιοτικό ξεπέρασμα του τρόπου που παραδοσιακά ασχολούνται οι πολιτικές μορφές της αντιεξουσίας με την ταξική πάλη, δηλαδή της γενικής κι αφηρημένης ιδεολογικής καταδίκης της μισθωτής σκλαβιάς χωρίς εδαφικοποίηση σε συγκεκριμένους αγώνες και χωρίς σύνδεση με ευρύτερα κομμάτια της τάξης. Οι συνελεύσεις γειτονιάς από την άλλη πλευρά, συνήθως σε συνεργασία με εργατικά σωματεία και συλλογικότητες, σε πολλές περιπτώσεις δεσμεύτηκαν με όρους καθημερινού αγώνα σε άμεσες εργατικές διεκδικήσεις. Παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Στον ιδιωτικό τομέα ενεπλάκησαν κυρίως σε αγώνες για διεκδίκηση δεδουλευμένων ή ανάκληση απολύσεων, όπως στα φροντιστήρια Ανέλιξη στην Ηλιούπολη, στην ACS του Αλίμου, στο φαστφουντάδικο Gamato στου Ζωγράφου, στο βιβλιοπωλείο Ευριπίδης στο Χαλάνδρι, στο καφέ Scherzo στο Μαρούσι, στις απεργιακές περιφρουρήσεις στα καταστήματα Wind, στα σουπερμάρκετ ΑΒ στο Χολαργό και σε αρκετές ακόμα περιπτώσεις που μας διαφεύγουν ή δεν τις γνωρίζουμε καν. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι οι συνελεύσεις γειτονιάς σήκωσαν, μαζί με τα σωματεία βάσης, ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της αλληλεγγύης στην απεργία της Χαλυβουργίας αλλά και του αγώνα ενάντια στην κατάργηση της κυριακάτικης αργίας, τόσο με συμμετοχή στα κεντρικά απεργιακά καλέσματα αλλά και με πραγματοποίηση αποκλεισμών σε τοπικό επίπεδο. Στον δημόσιο τομέα, απ” την άλλη πλευρά, υπήρξε έντονη συμμετοχή των τοπικών εγχειρημάτων από τα ανατολικά της Αθήνας στην απεργία των διοικητικών υπαλλήλων του Πανεπιστημίου Αθηνών ενάντια στη διαθεσιμότητα και στην απεργιακή περιφρούρηση της πανεπιστημιούπολης, όπως και στις κινητοποιήσεις που έγιναν την ίδια περίοδο από κοινού με εργαζόμενους στις εργολαβίες σίτισης της Φοιτητικής Εστίας. Επιπλέον, αρκετές συνελεύσεις ενεπλάκησαν στις κινητοποιήσεις ενάντια στην «κοινωφελή» εργασία, όπως στην περίπτωση του δήμου Καισαριανής και τις συγκεντρώσεις στα κεντρικά γραφεία του ΟΑΕΔ στον Άλιμο.

Στους αγώνες αυτούς, παρότι υπήρξαν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, οι συνελεύσεις γειτονιάς εμφανίζονταν συνήθως ως αλληλέγγυοι και αλληλέγγυες, με τον πρώτο λόγο να έχουν τα σωματεία ή οι εργατικές συλλογικότητες. Εδώ ανοίγει ένα σημαντικό ζήτημα. Η γνώμη μου είναι ότι αφενός η εντύπωση αυτή είναι επιφανειακή όσον αφορά την πραγματικότητα των ίδιων των αγώνων, κι ότι αφετέρου η ίδια η ταυτότητα του “αλληλέγγυου” μυστικοποιεί το περιεχόμενο της συμμετοχής των συνελεύσεων σ” αυτούς τους αγώνες. Υποστηρίζουμε ότι πολλοί απ” αυτούς τους αγώνες δεν θα είχαν καταφέρει να δοθούν (ή να νικήσουν) χωρίς την άμεση εμπλοκή των συνελεύσεων κι ότι η ταυτότητα της αλληλεγγύης σε αρκετές περιπτώσεις δεν επέτρεψε στις συνελεύσεις να συνδεθούν σε άμεσο κι αποτελεσματικό επίπεδο με εργαζόμενους ως ταξικές κοινότητες αγώνα. Ας το πάρουμε από την αρχή. Στους περισσότερους απ” αυτούς τους αγώνες, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα και σε όσους είχε άμεση εμπλοκή κι ο γραφών, σχηματίστηκαν συνελεύσεις αλληλεγγύης που απαρτίζονταν συνήθως από τον εκάστοτε εργαζόμενο ή εργαζόμενους, το αντίστοιχο κλαδικό σωματείο ή εργατική συλλογικότητα και μία ή περισσότερες συνελεύσεις γειτονιάς. Κάθε φορά που δίνεται ένα εργατικός αγώνας, το άμεσο επίδικο είναι το ποίοι και ποιές είναι αυτοί που βάζουν πλάτη, δηλαδή δεσμεύονται σε καθημερινό επίπεδο. Αυτό δεν είναι ζήτημα τεχνικό, δηλαδή ποσότητας ατόμων, αλλά ζήτημα πολιτικό. Σε πολλές περιπτώσεις οι συνελεύσεις εμφανίζονταν σαν “τοπικός εφεδρικός στρατός αλληλεγγύης”, ενώ στην πραγματικότητα έπαιρναν την καθημερινότητα του αγώνα στις πλάτες τους –το χτίσιμο σχέσεων με τους εργαζόμενους σε επίπεδο γειτονιάς, την κοινωνικοποίηση και το άνοιγμα του αγώνα στην περιοχή, τη μαζική συμμετοχή στις τοπικές κινητοποιήσεις. Εδώ είναι που βλέπουμε και κάποιες από τις αντικειμενικές και υποκειμενικές αδυναμίες της παραδοσιακής συνδικαλιστικής εκπροσώπησης της τάξης, ακόμα και της αυτοοργανωμένης εκδοχής της. Παρά τη μαχητική και χρήσιμη εμπειρία των σωματείων βάσης σε εργατικές κινητοποιήσεις, χρειάζεται να απαντήσουμε με ειλικρίνεια στο ερώτημα του τι είναι που κάνει τελικά έναν αγώνα να κερδίζει ή έστω να δίνεται με πραγματικούς όρους. Ποιες διαδικασίες είναι σε θέση να παρέμβουν αποτελεσματικά στους χώρους εργασίας; Μπορεί αυτή η παρέμβαση να έχει αποκλειστικά κλαδικό χαρακτήρα ή χρειάζεται ευρύτερα ταξικά και κοινωνικά περιεχόμενα; Την πραγματική πίεση στην επιθεώρηση εργασίας ή στους αποκλεισμούς μαγαζιών την ασκεί, εν τέλει, η επίσημη μορφή του σωματείου ή η μαζικότητα, η αποφασιστικότητα και η σύνδεση με ευρύτερα κομμάτια της τάξης που κατοικούν ή εργάζονται στην περιοχή; Αυτά τα ερωτήματα δεν υπονοούν μια απάντηση που λέει ότι οι συνελεύσεις γειτονιάς μπορούν να υποκαταστήσουν την παρέμβαση εντός των εργασιακών χώρων –χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι τα σωματεία είναι απαραίτητα σε θέση να κάνουν κάτι τέτοιο τα ίδια.

Αντίθετα, προσπαθούμε εδώ να θέσουμε ένα ζήτημα που στην πραγματικότητα αφορά τις ίδιες τις συνελεύσεις. Το να βλέπουν συχνά τον εαυτό τους ως “απλώς” αλληλέγγυους/αλληλέγγυες και όχι ως ισότιμους πρωταγωνιστές αυτών των αγώνων, δηλαδή ως ταξικές κοινότητες αγώνα που χτίζουν σχέσεις σε τοπικό επίπεδο, παράγει μια σειρά από όρια κι αντιφάσεις που περιορίζουν το ίδιο το περιεχόμενο της συμμετοχής τους στους εργατικούς αγώνες. Βλέπουμε ότι παρόλο που ο κόσμος των συνελεύσεων γειτονιάς είναι εξαιρετικά πρόθυμος να εμπλακεί με πραγματικούς όρους σε εργατικούς αγώνες ως αλληλέγγυος, απ” την άλλη πλευρά δε φαίνεται έτοιμος να δώσει τέτοιους αγώνες ο ίδιος σε πρώτο πρόσωπο. Με λίγα λόγια, δε φαίνεται να έχουν αναπτυχθεί αυτές οι συλλογικές σχέσεις κι αυτά τα συλλογικά περιεχόμενα στο εσωτερικό των συνελεύσεων ώστε να ξεκινήσουν από το τι ανάγκες και τι προβλήματα έχουν οι ίδιες και οι ίδιοι που συμμετέχουν σ” αυτές. Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στις συνελεύσεις κινείται συνήθως στα γκρίζα όρια μεταξύ επισφάλειας και ανεργίας, άλλος κόσμος είναι απλήρωτος μήνες ή είναι ανασφάλιστος, αλλά δεν έχουμε δει να ξεπηδούν αγώνες που να δίνονται από τις συνελεύσεις για την κάλυψη καταρχήν των αναγκών των μελών τους. Εμφανίζεται λοιπόν εδώ η αντίφαση να ψάχνουμε την ταξική πάλη κάπου έξω από τους ίδιους μας τους εαυτούς ως εκμεταλλευόμενα υποκείμενα. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να ερμηνεύσουμε αυτήν την αντίφαση, αλλά θα αρκεστούμε εδώ σε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι υπάρχει πάντα η πρόκληση να ξεπεράσουμε την παραδοσιακή λογική των πολιτικών χώρων που επιλέγουν να ανοίγουν ζητήματα με όρους πολιτικής καμπάνιας και όχι άμεσης προσωπικής/συλλογικής εμπλοκής ως κοινωνικά και ταξικά υποκείμενα. Δεύτερον, ότι χρειάζεται να χτίσουμε τέτοιες συλλογικές σχέσεις κοινότητας και μοιράσματος που να μας δώσουν την απαραίτητη αυτοπεποίθηση να αγωνιστούμε σε άμεσο επίπεδο ξέροντας ότι οι σύντροφοι κι οι συντρόφισσές μας θα δώσουν μαζί μας αυτόν τον αγώνα μέχρι το τέλος. Όπως και να “χει, το πώς δίνεις αγώνες από την δική σου θέση, επηρεάζει και το πως στέκεσαι δίπλα σε αγώνες άλλων. Για να το πούμε και αλλιώς, παρότι οι αγώνες αυτοί είχαν άμεσο ταξικό περιεχόμενο, τις περισσότερες φορές οι συνελεύσεις ενεπλάκησαν σ” αυτούς τους αγώνες με την ταυτότητα των πολιτικοποιημένων υποκειμένων της γειτονιάς, κι όχι ως εργαζόμενες/άνεργοι που αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα και αναζητούν τρόπους να συνδεθούν μεταξύ τους ως κοινότητα αγώνα.

Συνοψίζοντας τα ζητήματα που έχουμε ανοίξει, θα λέγαμε ότι για μας οι συνελεύσεις γειτονιάς αποτελούν κοινότητες αγώνα που βρίσκονται σε ύφεση, συνεχίζοντας όμως να δίνουν αγώνες στα πεδία της κοινωνικής αναπαραγωγής και της εκμετάλλευσης της εργασίας. Αν έχουν καταφέρει κάτι σημαντικό κατά τον τελευταίο κύκλο αγώνων, αυτό ήταν κατά τη γνώμη μας η κοινωνικοποίηση της ταξικής πάλης σε εδαφικοποιημένο επίπεδο και η ανασύνθεση κομματιών της τάξης με όρους αγώνα. Και τα δύο αυτά βέβαια, τα έχουν καταφέρει με τρόπο μερικό και αντιφατικό, δηλαδή δε συνιστούν παρά ένα σχετικό ξεπέρασμα των ορίων που έχουν οι παραδοσιακές πολιτικές ή συνδικαλιστικές μορφές, παραμένοντας σε έναν (σημαντικό) βαθμό δέσμιες παραδοσιακών λογικών πολιτικής παρέμβασης. Αν δεν αναστοχαστούμε συλλογικά πάνω σε όσα έχουμε κάνει μέχρι τώρα και δεν προσπαθήσουμε να μάθουμε από τα λάθη και τις ελλείψεις μας, δεν θα καταφέρουμε ούτε να αναλύσουμε τα όριά μας, ούτε να πραγματοποιήσουμε τις δυνατότητές μας. Δεν θα καταφέρουμε, εν τέλει, να κρατήσουμε ζωντανές και να διευρύνουμε τις σχέσεις αλληλεγγύης και αγώνα που έχουμε δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια, ούτε να τις υπερασπιστούμε απέναντι στην απογοήτευση, την απόσυρση, την περιχαράκωση και την ενσωμάτωση.

peter poor

ζωγράφου, ιούνης ’15

 

A Discussion of Syriza’s Referendum in the Current Crisis

Αναδημοσιεύουμε εδώ μια ενδιαφέρουσα συζήτηση γύρω από τις εξελίξεις στην Ελλάδα που λαμβάνει χώρα στα πλαίσια του διεθνούς περιοδικού για την κομμουνιστικοποίηση SIC με αφορμή ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο brooklynrail.

 

syriza

 

Where has Syriza taken Greece? Which are the forces at play in the restructuring of the Greek economy? And what are the conditions of its radical critique? What follows is a discussion of Cognord’s text “Changing of the Guards”, including TH’s critical remarks on that text, Cognord’s reply to these remarks and Ady Amatia’s comments on the questions raised in this discussion.

Cognord, “Changing of the Guards”1)

It appeared that the endless saga of the negotiations between the Syriza government and the European lenders had come to an end. After five months of ferocious zigzags, suspense, and fear, a certain deal had been reached. A sense of relief was radiating from the world press, the technocrats, and government bureaucrats. Whether the deal would be a success or not, however, seemed to depend on whom you ask. For those who wanted to ensure that austerity would continue, the deal was certainly to their liking. Curiously, for those who claimed to be on a mission to end austerity, the deal was also favorable. For those who will be immediately affected by the proposed measures, it seemed that not much had changed. The devil is in the details, some say, and many would have preferred those details to get lost amidst the obscure technicalities. Unfortunately for them, however, even Lorca knew that “ […] under the multiplications, the divisions, and the additions […] there is a river of blood.” The relief and satisfaction that the deal brought about could only have been short-lived. In fact, it could only have provided some gratification to the extent that it remained on paper. For as soon as its measures would have been implemented, the party would have been over.

Gentlemen, we don’t need your organization

In the February 2015 issue of the Brooklyn Rail, I described Syriza’s infamous Thessaloniki Program(its veritable pre-election box of promises) as a minimal Keynesian program, with no real chance of reversing the catastrophic consequences of five years of violent devaluation. Back then, to say this was nothing short of blasphemy. An enthusiastic left was roaming around the globe speaking of a radical left, proclaiming an end to austerity, blowing a wind of change. Criticisms of Syriza and its economic program were cast aside as indications of an unrealistic and arrogant ultra-leftist dogmatism.

Today, the very people who supported Syriza in widely read articles and interviews are forced to admit a certain “moderate Keynesianism”2) in the initial program as well as a real distance between that program and today’s agreement. The happy chorus has stopped singing about the “end of austerity/Troika/etc.,” and has made a hard landing onto the desert of the real.3)

It seems it took five months to openly admit what was already clear from the February 20th agreement. And while for those who put their trust in Syriza it is somewhat understandable that hope dies last, for those close to the decision-making process of the Greek government, such naiveté is, to say the least, suspicious. For if something has become crystal clear in the last few months, it is that Syriza was not negotiating with European officials; it was actually negotiating the ways through which the continuation of austerity will be accepted by its own members and by those who will be forced to endure its consequences.

Decline and fall of the spectacle of negotiations

From the February 20th agreement in the Eurogroup onwards, it had become clear that Syriza was in no position to implement its Thessaloniki Program. After it became clear that they had no leverage to impose a discussion on debt reduction and an admission of Greece into the Qualitative Easing program of the ECB (European Central Bank),4) Syriza’s last chance was to rely on a show of good will from the Troika (which was kind enough to accept a ridiculous name change into “Brussels Group”), in exchange for social and political stability in Greece’s troubled territory. A clearly misunderstood version of the “extend and pretend” policy that the Eurozone has been following since the beginning of the crisis was seen by Syriza as a possible win-win for everyone: both the Troika and Syriza would pretend that austerity is minimized, while its essential character would remain unchanged.

However, a combination of the orchestrated irritation caused by Finance Minister Yanis Varoufakis and his inconsistencies, and the more substantial fact that any lenience towards Greece might spiral down towards Eurozone countries with more significant GDPs, meant that this sort of divergence from austerity was out of the question.

The only remaining way to salvage the spectacle of “negotiations” was to engage in a PR campaign which would offer different narratives to different audiences. In this process, what was a series of humiliating compromises in the Eurozone meetings was constantly transformed into a “harsh negotiation” for the Greek audience. Varoufakis became a cause célèbre, whose ability to annoy German Finance Minister Schäuble became a source of national pride in Greece. A mixture of hope beyond proof, disbelief, and the non-existence of political opposition made the task even easier for Syriza’s think-tanks. To top it up, one only needed to throw in a series of incomprehensible figures and decimal points. The self-evident truth of the abandonment of any prospect of minimizing austerity consequences was mystified through a steady production of numbers and statistics which left even experienced “experts” baffled.

Who gives a fuck about an Oxford comma?

In the last few weeks, the “drama” of the negotiations reached its zenith. Back and forth in Brussels, during meetings upon meetings, technical details and strong words were exchanged. It seemed like both sides did their best to uphold a continuously climactic situation, offering cliffhanger after cliffhanger to the addicted spectators. Will a deal be reached? Will we see a Grexit? Is austerity going to continue, or will the “radical left” government of Syriza restore democracy in Europe? How will the markets, these guardians of truth, react?

As soon as one took a closer look at the negotiations, the disagreements and the actual source of this endless conflict, a cloud of boredom descended. Will the fiscal surplus be 0.6%, 0.8%, or 1%? Will Value Added Tax (VAT) be raised by 2% or 3%, and which exact commodities will these increases affect? Will parametric measures equal 2% or 2.5% of GDP? And what about administrative measures? Will there be an ESM-ECB debt swap?

The ease with which both Syriza and the Troika threw around these numbers was nothing but an indication of their contempt for their actual meaning. For what was there to see behind these numbers but imaginative variations which denoted tax increases, direct and indirect wage and pension cuts, and privatizations? How could one possibly miss the accord between the “radical left” and “neoliberal Europe” in their discussions about the need to modernize, to make the economy competitive, to perform a series of structural reforms that, as we were informed by Mr. Varoufakis, are essential for Greece to “stand once again on its own feet”? Can someone really remain confused after the announcement that paying the (hated and formerly to be abolished by Syriza) property tax of ENFIA was “the patriotic duty of Greek citizens”?

The narrative chosen for the internal audience of Greece in order to transform apples into oranges was not only based on the “creative ambiguity” of the Finance Minister. On the side, the PR hacks of Syriza started cultivating the idea that the lenders were treating them so unfairly that not a single unilateral law can be passed by Greek parliament without the approval of the Brussels Group. And thus, in a simple twist, collective bargaining, the increase of the minimum wage, and other measures aimed at tackling the “humanitarian crisis” were put on ice and delegated to a distant future.

To a certain extent, this intransigence of the Troika was, of course, evident. But it was also clear that Syriza selectively used this fact as a useful alibi. For a lot of people failed to understand how, while any measure that was supposed to relieve impoverished proletarians was blocked by the Troika’s intransigence, this never stopped Syriza from making long-term economic deals with Greece’s most important capitalists.

How can Syriza’s members and fervent supporters explain, for example, the recent handing out of lucrative public works like waste management to Bobolas’s company Ellaktor?5) Or maybe offer some reasonable justification why Bobolas’s contract to financially exploit the highway tolls was extended to forty-five years? Are we really meant to swallow the idea that the reason behind the new agreement between the Attica local municipality and Siemens (a company under investigation by Syriza’s government for money laundering and corruption) was simply that the deal was “already at an advanced level” and could not be stopped? Last but not least, we would be really interested to hear someone explain (in radical-left fashion, please) the statement by deputy Finance Minister Nantia Valavani that any increase in the taxation of wealthy ship-owners runs against the Greek Constitution.

What was initially only felt as a glitch in the screen of the “first-ever-left-government” soon became a inevitable conclusion. Syriza’s government had decided that its allegiance rested not with those who believed that austerity would stop, but with those (inside Greece and in Europe) who were afraid that a left-wing government might prove unable to implement the “necessary” restructuring that austerity is meant to deliver.

A brief look at the language chosen by Greek officials in the course of the “negotiation” reveals as much. Moving away from the abolition of the Troika, the reduction of debt, the series of immediate measures to deal with the “humanitarian crisis,” the Newspeak of Varoufakis was indicative of their self-understanding and selling point:

A common fallacy pervades coverage by the world’s media of the negotiations between the Greek government and its creditors. The fallacy, exemplified in a recent commentary by Philip Stephens of the Financial Times, is that “Athens is unable or unwilling—or both—to implement an economic reform program.” Once this fallacy is presented as fact, it is only natural that coverage highlights how our government is, in Stephens’s words, “squandering the trust and goodwill of its Eurozone partners.

But the reality of the talks is very different. Our government is keen to implement an agenda that includes all of the economic reforms emphasized by European economic think tanks. Moreover, we are uniquely able to maintain the Greek public’s support for a sound economic program.

Consider what that means: an independent tax agency; reasonable primary fiscal surpluses forever; a sensible and ambitious privatization program, combined with a development agency that harnesses public assets to create investment flows; genuine pension reform that ensures the social-security system’s long-term sustainability; liberalization of markets for goods and services, etc.

So, if our government is willing to embrace the reforms that our partners expect, why have the negotiations not produced an agreement?6)

Inside Greece, however, the narrative was strangely different. Syriza was proclaiming that it would never cross its “red lines” and would not agree to a program that ignores its mandate, while it started circulating the notion that the aim of the Troika was to bring down the government. This spectacle of a government strongly committed to fulfilling its pre-electoral promises (repeated extensively by the foreign press) was in stark contradiction with the fact that that government had entirely abandoned them, but it did serve a purpose: Syriza’s support increased, while it skilfully pre-empted any ridicule of the “negotiation” process. Interestingly, the Brussels Group and interested parties played along with this narrative. Article after article and statement after statement highlighted the unwillingness of the Syriza government to fulfill its obligations to the lenders, its fragile commitment to the “necessary” reforms, its denial of restructuring.7) When these explanations appeared to lose their effectiveness, the go-to-villain was ready at hand: Syriza’s internal opposition.

There is really no other way to explain the latest stage of “negotiations” than as a veritable piece of theatre, meant to convince both sides (and the public glued to the screens) that there is such a thing as a “negotiation”—even though its exact characteristics are somewhat slippery. The roles were interchangeable: sometimes it was Syriza who raised the flag of no-compromise; in another case, the “negotiations” were torpedoed by the IMF, which curiously echoed Syriza’s (long-abandoned) demand for a debt restructuring as a prerequisite for any deal. And when in May Syriza came up with a forty-seven page proposal officially declaring their will to continue with austerity, the negotiations collapsed after Eurogroup counter-proposals demanded further cuts at a level not ever demanded in the last five years of non-negotiated austerity.8) Notions like irrationality and absurdity were hard to keep contained.

Post mortem ante facto

For the past weeks, spectators found themselves trapped in a “groundhog day” experiment: every Eurogroup meeting was announced as “the meeting to end all meetings,” every inability to reach a conclusion was seen as a straight path to Grexit, every time the “markets” reacted negatively to the continued instability … and every single time, the conclusion was a pre-recorded message which proclaimed that “progress has been made, but a lot of work is still needed.”

In this race to the finish, and despite the nonsensical comments, it became clear that what was at stake was merely the ability of Syriza to pass further austerity measures as either a victory or an inevitability. Or both. When it started to surface that Syriza’s own proposal would not be easily accepted by all its members (and, perhaps more importantly, by those who would pay for it), stronger means were employed. The ECB joined the dance, threatening a cut of ELA funds, a move that would force the Greek government to impose capital controls (and essentially pave the way for Grexit), while a variety of European officials started proclaiming that a possible Grexit would not have the devastating results that people think.9)

Whether this was a conscious decision or not is slightly beyond the point. But the result of this spectacle of absurd intransigence on behalf of the Troika produced a very specific outcome: Syriza found itself in a position to present the basis of its forty-seven-page proposal as the “only realistic ground for any negotiation,” while violently rejecting the (absurd) counter-proposals. This portrayal of Syriza as actually defending “red lines” (both internally and externally), while accepting further austerity, seems to have broken the spell. For the first time, all interested parties seem to agree that a deal has been reached and can be signed by all.

At the moment (this was written on June 28th), all eyes are now on the question whether Syriza will manage to pass this proposal in parliament. Some of Syriza’s own ministers and MPs, have publicly declared that the latest deal is in fact worse than the one the previous government rejected, and proclaim that they will refrain from voting it in. It is debatable whether Syriza will actually manage to convince its “rebels” that the deal is a victory and an inevitable outcome of the “negotiations,” let alone make them adopt an approach that says that this deal “buys Syriza time to focus on the defeat of neoliberal policies.” But here is the catch: this does not change much.

If Tsipras believes that the agreement will not pass in parliament, it is very likely that he will call for elections. At the moment, reasonable polls put Syriza well ahead of any other party, and obviously in a position to gain an overwhelming majority. As a result, elections at the moment would only help Syriza consolidate its position and, more importantly, form a government with the explicit and democratically verified mandate to[…] sign the previous agreement. And this time without any internal opposition.

The only problem with this whole saga lies elsewhere. The agreement signed (either now or after a new election) will impose crippling taxation; it will reduce pensions; it will proceed with privatizations; in short, it will aggravate the very reasons why Greece has been in turmoil (in one way or another) for the last five years. Looking beyond the insignificance of political games and spectacular “negotiations,” the agreement that Syriza wishes to implement might make its European counterparts happy, but does nothing to stop or even minimise the actual crisis and its social consequences. What the last five months have shown is only that the “extend and pretend” policy works well inside the Eurozone. But its troubled times are far, very far from being over.

Update (July 2 [2015])

Just when a deal seemed finally to have been reached between Syriza’s government and the Troika, all hell broke loose. Negotiations broke down, Greece defiantly rejected the Troika’s latest proposal and on June 27th Tsipras announced that a referendum is to be held on July 5th, which many have (mis)interpreted as a referendum on whether Greece will remain in the Eurozone or not. To top it all, banks were closed (until the referendum) and capital controls were put in place forbidding money transfers abroad and limiting daily withdrawals to €60 per day.

As I explained in the article, a deal of this sort would have been very difficult to pass. And this is exactly what Merkel herself hinted to on June 25th, just before everyone was about to sign, when she proclaimed that the real problem is whether it will be signed off on by the Greek parliament (i.e. whether Tsipras can guarantee the compliance of his own party). At the moment, it became quite clear that this was not very likely.

In what can only be explained as the troika giving a (risky yet) helping hand to Tsipras, the signing of this deal was sabotaged by the last-minute addition of a number of inexplicable measures that Syriza had already rejected (while incorporating a series of harsh austerity measures in its own forty-seven-point proposal). Suddenly, Syriza landed back in the seat of a defiant, left-wing government and the Troika appeared once again as an intransigent, neoliberal evil lender.

On the morning of June 27th people woke up to meet a Syriza reminiscent of its pre-election bravado: defiant, drawing red lines that will-not-be-crossed, denouncing European anti-democratic procedures. Only difference, for those who cared to notice, was that this time round, Syriza’s “red lines” included an explicit continuation of austerity with pension cuts, new taxes, and privatizations. Varoufakis had used Syriza’s continued public support as an important selling point. But it looked like this was not entirely ensured.

The announcement of the referendum seems to have the purpose of ensuring this “public support.” And though everyone appeared to be taken by surprise by this development, a closer look at what is at stake reveals quite a lot. The question of the referendum is whether Greek citizens approve of or reject the proposal of the Institutions (Troika) made on June 25th. Not Syriza’s counter-proposal, not a previous Troika proposal (there have been many), nothing of the last five months. Now this means very specific things.

A “yes” vote is quite clear-cut. It essentially means that the majority of the Greek population is willing to allow the Troika to continue shaping its economic policies, with the government reduced to its previous role of simply and hastily ratifying the already-made decisions. A “no” vote, on the other hand (which is what Syriza is propagating), is not as clear. It includes those who wish a Grexit; those who want to continue negotiations; those who would accept an “honorable compromise” with slightly less austerity, and a whole number of others that fall somewhere in between these categories.

Now if a “yes” answer prevails, Syriza will resign (they have already announced that much), since while they will respect the democratic decision of the referendum, they are unwilling to be the ones to implement its consequences. Thus, and most probably, a temporary coalition government will be formed (most likely with the participation of New Democracy, PASOK, and Potami) who will then be charged with implementing the harsh austerity that the Troika’s latest deal included. In the meantime, Syriza can enjoy a position of a very sizeable official opposition, eat popcorn, and wait for the temporary government to announce elections a few months down the road (with Syriza’s victory a most probable outcome). If a “no” answer prevails, Syriza is more or less given a free hand to interpret the result as it sees fit. It can push for a Grexit and a return to the drachma (though they have explicitly said this is not what they want), it can restart negotiations (either from their own forty-seven-point program or from scratch), it can make use of “creative ambiguity” to reach some other deal.

In short, the situation seems to be a win-win scenario for Syriza, something that has not escaped the attention of the main opposition parties which, after trying (and failing) to get the referendum cancelled, are now engaged in a vicious (and mostly hyperbolic) propaganda war which results in stark polarization of Greek society and the adding of votes to the “no” side.

One might chose to believe that European counterparts were genuinely surprised by these developments or not. In any case, their reaction has so far been rather conciliatory: the non-payment of the IMF was officially not treated as a sovereign default, capital controls were not interpreted as a direct path to Grexit, and they seem awfully pre-occupied to ensure everyone that they will do their best for Greece to remain in the Eurozone. The only exception seems to be Germany, whose go-to narrative in relation to the Greek crisis seems to have backfired on them. The constant propaganda that lazy Greeks are being fed German hard-earned money, without committing to any of the reforms and their obligations, has led many in Germany to wish for Greece to be kicked out of the Eurozone. Useful as this fairy-tale might have been in the past, it now appears to have the opposite effect. And Merkel might soon have to come clean and explain that, in fact, Germany will lose its money and start paying for this crisis only if Greece exits the Eurozone.

Cognord
July 13 2015

TH, Remarks on “Changing of the Guards”

1. The insufficiency of the notion of a purely spectacular negotiation.

If we are to follow the machiavelian understanding of a staged negotiation, we are unable to understand what our comrade describes:

And when in May Syriza came up with a forty-seven page proposal officially declaring their will to continue with austerity, the negotiations collapsed after Eurogroup counter-proposals demanded further cuts at a level not ever demanded in the last five years of non-negotiated austerity.10)

If the continuation of austerity in Greece was the aim, then why was this proposal rejected? Syriza had already capitulated, and this was just a proposal, the 47-pages document could have become a 55-pages one without problem. European capital, and German capital in particular, would have never been able to even dream of such a chance to apply austerity in a ravaged country with a maximum of popular tolerance.

2. The specificity of the current Greek situation.

Understanding Syriza as just another Left to do the dirty job as usual is underestimating both the global crisis and the destruction of the Greek economy and society. Of course, a Jedi has to do what a Jedi has to do, and we are in a position to know a thing or two about any would-be manager of a piece of world capitalism with some traces of a human face. But radical critique has to understand what is new, different, specific, and how all this fits in the local and global inter-class and intra-class configuration. It cannot risk to be understood as leftist denunciation as usual.

3. What motivates the different capitalist forces in their attitude towards Greece?

In such times, globalization does not warrant that every disagreement and every confrontation is fake. There’s some real history going on, not everything is a staging. Radical critique cannot accept to rest on conspiracy theories, although some “conspiracies” do exist. History is not the deployment of a given script.

a.

The explanation by a German greed to reap as much as possible and as quickly as possible from a battered Greek economy is rather out of the question. Everybody, including the IMF and any even remotely respectable economist, knew from the very start that the Greek debt was unsustainable and was never going to be repaid in full. As for real assets, German or other capitalists could easily get what they wanted if they put a somehow decent price.

b.

The explanation by the need to impose German discipline on the rest of the Eurozone is much more plausible, but one should also see what it means. The lesson was already harsh, and the spreads on Italian, Spanish, etc., bonds were bound to rise in case of a Grexit. Did Germany intend to be more generous in such a case? Sheer sizes make this very relative. There can be no doubt that Germany intended to firmly impose its domination in Europe. However, there is also strong evidence that it has also methodically pushed for a Grexit. These last days it was revealed that Schäuble had already proposed a consensual Grexit to the then Greek Minister of Finance Venizelos back in 2011, and even after the ‘agreekment’ he is continuing to do so. A final agreement is not that certain.

c.

A possible explanation could be that Syriza had to be utterly crushed, so that any thought of deviating from the one and only German TINA (or German-European, but let’s say German to make things easier) would be banished for ever. This is true, but the scenario of a ‘very brief passage in time’ for an anti-austerity Left had already been thwarted, as Syriza retained an immense popularity, much stronger than their election score. Why not sit back and watch Syriza dwindle through the application of the very austerity it had been elected to fight? An answer to this question has pointed to the imminent Spanish elections, but the acceptance of austerity by Syriza would have been a sufficient sign to any Spanish anti-austerity manager of capitalism.

d.

The German push for a Grexit contained of course an element of propaganda. The bailout of, especially, German and French banks exposed to Greek debt through the public debt of Greece in 2010, presented the advantage of being able to blame everything on lazy Greeks, not on financial speculation. The same could be conveniently said about rising spreads in Southern Europe or about the recapitalization of Northern European (especially German and Swiss) banks through the draining of Southern European deposits. It is however to be noted that propaganda is never the decisive element. What Germany was pushing for was a compact Eurozone under its sway (I am told that recently there has been much talk in Germany about such a ‘compact’ Eurozone). Which means, among others, a stronger euro than in the case of a loose Eurozone. Some years ago German employers were pushing cries of alarm when the euro was rising compared to the dollar. This year their association declared themselves in favour of a Grexit. The core question is no more a weak euro to boost German exports. A strong and stable euro seems to be more desirable. This makes it cheaper to buy real assets in ailing countries (now Greece, tomorrow Italy, Spain, and so on). But it also means a strengthening of the position of the euro as an international reserve currency. Who controls this, can attract financial placements from all over the world, pay minimal to negative rates of interest on their bonds and, if need be, create money at will to dominate the world and impose a large part of global capital’s devalorization on others. Not bad, except that there is an incumbent.

e.

How can one possibly explain repeated, and continuing, interventions by the US administration in favour of some German leniency for a Greece run by Syriza’s government? This came as a surprise to everybody in Greece, and the Greek Vice-Premier Dragasakis admitted yesterday that there would probably have been no agreement without US pressure. This also seems to fit well with an ever bolder attitude by France and Italy during the crucial last week of negotiations (not to mention the spectacular U-turn by Sarkozy in just one week – from Grexit, yes, absolutely, to Grexit, no way). An explanation for the American attitude, popularized by the media, is geopolitics. True, but the US could have insisted on Greece’s continuing membership in the EU and NATO and not bother much about the Eurozone. Another explanation, is American nervousness about the bursting of the [global] financial bubble. Also true, but not enough in itself. On the one hand, the Greek problem was known to everybody and discounted in the markets by the day. This is not usually the way bubbles burst. On the other hand, the financial size of the Greek problem was quite big, but not much compared to a similar situation in, say, Italy, not to mention the colossal size of the world market for derivatives. I think that one has to take account of what I mentioned about international reserve currencies. It is improbable that the US would refrain from fighting the emergence of a compact Europe under German control.

4. How are class relations reconfigured at the level of politics and ideology?

What is the mass behind Syriza in Greece, at least up to the agreement? Sociological insight will not do, whereas [Zaschia Bouzarri]’s remarks about the concrete forms of the decomposition of workers’ identity are more than relevant. Greece is of course not representative of the situation in other countries, but, being an extreme case of a ravaged ex-advanced country, it is useful in showing the shape of things to come. Partisan discourse has been eroded to an unprecedented extent. You can talk to almost anybody, including traditional right-wing voters, about almost anything. You can hardly tell a public servant from a (waged, semi-waged, unwaged, would-be waged or unemployed) worker or a pensioner or a shopkeeper, all united by a sense of a common situation, a common precarity, a common ruin. Voices are low, faces are serious, there is much discussion, confusion, schizophrenia, despair, and much, much anger. The surprising result of the referendum had little to do with hope or conviction; it was essentially anger against fear, and anger largely dominated. “The bastards are ruining our lives, we are not going to say thank you”.

I am seriously tempted to term this a meta-people. Little to do with what we used to call ‘people’, petty existences going after a petty survival, little to do with citizenism, with the affirmation of rights; it’s all about survival, about a community of distress, about an anger against the corrupted, the plunderers of public wealth, the tax-evading plutocrats, and what else. It is impossible to foresee anything, not least because of the actual globalization into the mega-capitalist crushing-pot. However, I cannot stop thinking of this meta-people as a possible foreshadowing of the proletariat to come: not in itself, not for itself, but against ‘them’.

TH
July 16 2015

A Preliminary Response to TH’s Remarks

The article “Changing of the Guards” was written for Brooklyn Rail, after the request of Paul Mattick, and was the third part of a series on articles on Syriza. It does not stand on its own, but is a continuation – and thus quite often an expansion or addition – of points made in previous articles. So, some of the incompleteness that TH. identifies is addressed in previous articles. But, more importantly and beyond that, these are newspaper articles and not theoretical texts. I never claimed that any of them are complete, or that they aim at providing a consistent analysis of the current state of the capitalist crisis – in Greece or elsewhere. In the best of cases, my aim was to provide an expose of what is contradictory, non-sensical, illusory and false in Syriza’s proclamations and policies, in a more or less journalistic way.

Having said that.

The overall argument (in all these articles) is not that the “confrontation” between Syriza’s government and the Troika is “fake”. Rather, I asserted that the “conflict” between Syriza and the Troika was and remains at a spectacular level, which mystifies and politicises their differences in such a way as to present them as substantial. I stand by the assertion that opposing versions of capitalist restructuring are not essentially contradictory, or at least, they represent a contradiction at a level which is spectacular. From the point of view of proletarian subversion, the content of the disagreements, conflicts and breaking points of the “negotiations” is insignificant. As I wrote,

The ease with which both Syriza and the troika threw around these numbers was nothing but an indication of their contempt for their actual meaning. For what was there to see behind these numbers but imaginative variations which denoted tax increases, direct and indirect wage and pension cuts, and privatizations?

For me, this was the content of the “negotiations”. The percentage of VAT, the exact fiscal surplus, the specific amount to be gained from privatisations. In other words, austerity as the common ground, its extent and scope being the point of divergence. Did Syriza and the Troika disagree at this level? It seems so. Does it matter? Only if someone decides to prioritise certain forms of austerity over others.

For this reason, my claim was that the only real content of the “negotiations” between Syriza and the Troika (since February 20th), and since the option of Grexit was rejected by Syriza, was the way in which further austerity would be accepted in Greece without causing a social explosion. This became the essential selling point of Syriza, mirrored in Varoufakis’ quoted passage that Syriza is “uniquely able to maintain the public’s support for a sound economic program”. It does not take much to understand what a “sound economic program” was for Syriza.

The forms through which I expressed this, and the language used, could possibly be misunderstood as the expose of a “given script”, and as such, a “conspiracy theory”. This might well be the case (my English writing skills are limited), but sometimes this interpretation is simply a matter of perspective. Claiming that Syriza is in chorus with an aim of capitalist restructuring could be interpreted as implying a “conspiracy”. Or, it could be seen as a way of rejecting the notion that different understandings of capitalist restructuring are in fact actual contradictions.

TH. claims that “radical critique has to understand what is new, different, specific, and how all this fits in the local and global inter-class and intra-class configuration. It cannot risk to be understood as leftist denunciation as usual.” From the very first text on the Brooklyn Rail, I attempted to stir clear of the typical leftist denunciations of Syriza and tried instead to take Syriza’s proclamations at face value and then explain their inconsistencies. Maybe this was not successful, but this was the aim. In contrast to other radical left texts that I read (which more or less rejected Syriza merely for being part of the State, for being social-democratic etc), I avoided ideological denunciations. I accept that I did not write texts which explained “what is new, different, specific and how all this fits in the local and global inter-class and intra-class configuration”; I admit that this certainly sounds like a worthy undertaking, but – as was once said – “I don’t feel I am up to the task”. Nor do I see my role in this moment to do such a thing. But I don’t think that any analysis which does not live up to these standards is reduced to leftist denunciation.

In reference to the concrete example that TH. mentions in relation to Nantia Valavani’s statement it is, I think, again misunderstood. The question (“I would be interested to hear someone explain …”) is clearly addressed to supporters of Syriza, who kept proclaiming that – at least – Syriza is interested in a certain amount of “social justice”. Taxing the ship owners in Greece was part of Syriza’s pre-election campaign. The abandonment of this “promise” with the excuse that it runs against the Constitution is mere nonsense. But what is the key point here? Do I care if ship owners are taxed or not? Not in the slightest. Do I find this abandonment of a pre-election promise scandalous? That is also nonsense. If anything it is a simple indication that Syriza’s strategy was to promise everything to everyone, a strategy that was abandoned as soon as they became government and got busy establishing and normalising relations with representatives of capitalist accumulation in Greece. There was no hint in my article that Valavani is “on the payroll of ship owners”. That, I grant you, would be a “leftist denunciation”. And though I would not deny such a possibility, I would deny any interest in it. I also fail to see in what way my article gives the impression that the Greek mess is a “nice little crisis as usual”.

TH. points at a supposed contradiction between claiming that the “negotiations” between Syriza and Troika were “staged” (see second paragraph of my response for that) and the fact that Syriza’s 47 page proposal was rejected. But what he is ignoring in this case is what I provide as the undercurrent of these negotiations: the difficulty of making austerity acceptable in Greek Parliament (and by extension, to the Greek public). When the 47 page proposal was made, and it looked that a deal could be reached on its basis, Merkel’s response to the widespread enthusiasm on all sides was indicative: “First, this deal has to be passed by Greek Parliament”. This was the problem of the 47 page proposal. To maintain a spectacle of “harsh negotiations” (which was Syriza’s only selling point internally), the intransigence of the Troika had to be constantly re-asserted. And it was.

This was in effect the aim of the referendum too. It has become pretty obvious that Tsipras was actually expecting (and hoping) that the “Yes” vote would win in the referendum, as this would clear them from being responsible for imposing austerity. The stage was set: the mass media in Greece were clear in their proclamations that a “No” vote would mean that Satan would take charge, and there was not a single European official who did not add that a “No” vote would directly mean Grexit. But the result surprised everyone (Tsipras and the Troika) and their actions after were clearly to pretend like it never happened. This – and the signing of the eventual deal – has brought Syriza into a very fragile position, but given that neither Syriza nor Europeans see any credible opposition at the moment, this fragile position (with a possible coalition in the horizon if Syriza’s “rebels” gain momentum) is translated as a stable scenario. And this could well be the case.

The overall question on what exactly is the aim behind the treatment of the Greek economy by Eurozone officials is probably the key question, but at the same time the most difficult to answer. The most possible scenario that I can come up with is that a process of harsh devaluation will reduce labour costs to such a degree that the Greek economy might become competitive vis a vis other Balkan economies and not other Euro countries. This does not explain everything that has happened, but I have to admit that I find other explanations (such as “Germany’s need to discipline” or the notion of an attempt to “humiliate Syriza”) as vague and very problematic. To say the least, they “psychologise” the actions of centres of capital accumulation.

I agree that Germany’s quasi-open call for Grexit is partly propaganda and partly realistic. But I would explain this divergence between the two as an expression of the internal contradictions of Germany’s self-understanding. I have failed to find any credible account on how a Grexit (and its consequences) can be contained, and in this respect, I find the statement of the head of the Bundesbank (that a Grexit will have tremendous economic consequences for the German economy) more credible than the war cries of Schauble.

My concluding remark in the article is pointing at the same process. The underlying argument is that parts of the German political and economic class have fallen for the propaganda that they have created in relation to Greeks (“German taxpayers have been paying too much for those lazy Greeks”), to the extent that they end up believing it. The reality however (and I am convinced that key players are well aware of that) is that German taxpayers have not paid a single cent so far and they would only be forced to pay something in the event of a Grexit. The logic is quite simple: Germany’s gives loans (not gifts) to Greece that are repaid with considerable interest rates. Furthermore, the continuing crisis and instability means that German (and other) bond yields and borrowing costs are extremely low, something that allows them to save billions of euros (“One study, by German insurance giant Allianz, has calculated that Berlin saved 10.2 billion euros in 2010-2012 because of lower borrowing costs, as yields on its 10-year bonds fell from 3.39 percent to 1.18 percent now.”). On the other hand, it is also pretty clear that a Grexit would mean an immediate non-payment of Greece’s obligations, something that would mean the immediate loss of billions of euros, an amount far beyond the ridiculous 14.4 billion euros that Germany has already put aside in provisions linked to the euro zone debt crisis.

In relation to the US involvement, I fail to see where TH. bases his claim that the US has been lenient towards the Greek government. First of all, signing the deal yesterday (with the help of the Americans, as Dragasakis said) indicates no leniency whatsoever, as the deal signed is far worse than anything signed so far in Greece. Secondly, the position of the IMF (as a key representative of US interests in the eurozone) might appear as rather puzzling, but only at first sight. IMF involvement in the Troika has a clear deadline (March 2016). The continuation of its involvement might well be in the IMF’s interests, but in order to ensure that, they need to impose some debt haircut, not because they align themselves with Syriza, but simply because IMF rules forbid intervention and bailout agreements in countries that have unsustainable debts. The recent DSA of the IMF makes it clear that Greek debt is uviable and that if it is not cut, it will remain unsustainable and would thus preclude IMF continued participation in the program. And it is only through continued participation that the IMF (or else, the US) can ensure their involvement in Eurozone politics.

Last point concerning the mass that supports Syriza. While I would not deny the “decomposition of the workers’ identity”, I would refrain from reaching concrete conclusions of its implications at the moment, let alone come up with a narrative that sees a unification “by a sense of a common situation, a common precarity, a common ruin”. At the moment, the only thing we can say with some certainty is that a very large percentage of the Greek population (I would claim around 60%, in accordance to the referendum results) has simply had enough of austerity and can no longer tolerate it. This does not tell us what they would like instead, but it does point –negatively – at what they cannot live with anymore. For me, the overall situation in Greece indicates that what we should expect in the immediate future is an attempt by political parties (new or old) to take advantage of this huge, un-represented, gap. But it is clear that this (attempt at) representation will take the form of an open support for Grexit and a return to the drachma. The illusion that people’s lives can improve in any way within the eurozone has received its final blows with Syriza’s agreement. So the next “cycle of struggles” in Greece will most definitely take the form of a struggle between those will try to represent the “drachma party” and the rest. What proletarians will do in this context, however, remains to be seen.

Cognord
July 16 2015

Some Thoughts on Cognord’s Text and TH’s Response

[…] How can a ‘people’ avoid being national and citizenist? I have not been in Greece in recent years to be able to clearly know what you mean.11) When I go back I notice a lot of destitution, physical and mental poor health and of course anger, which is, however, very often mis-directed (racism, frantic attempts to recover from ‘national humiliation’)… What has changed in ‘people’s’ discourse since the squares? That’s a very interesting question and I would like to know more.

Some more thoughts:

Having read Cognord’s texts, as well as his response to TH, I think his reassertion of his approach (to expose Syriza’s inconsistencies or manipulations) clarifies what I have a problem with. While his texts point out inconsistencies that should alarm any ‘believer’, I feel like this approach reduces things to the level of personalities and decision-making. Tsipras said this, Varoufakis said X and did Y, they gave in and they did not live up to their programme, and then they wanted to implement reforms anyway. But why did they do that? Would everything have been different if Syriza were real defenders of the interests of workers? There are certain limits once a self-proclaimed radical finds oneself as head of state, and these are the limits of capitalist reproduction. This is not because people’s personalities become corrupt by power, but because the state plays this very specific role. Example: the state has to manage the pension system, when there are no funds because they were spent on haircuts and debts, and because unemployment is 30%, so they decide to raise the pension age. Perhaps some expected Syriza to turn Greece into Cuba or to print money without currency reserves. The left wing of Syriza would indeed want Greece to become something like Cuba. But would that make life easier for proletarians or would it be even more disastrous? I am pretty sure I am not saying something new here that Cognord would not have thought about already, so then, what is then the point of this criticism? What are its implications and what conclusions does it draw? I feel as if Cognord is more angered by Syriza politicians than he is angered by the fact that it is now clearer than ever that the suffering for workers, unemployed, poorer pensioners in Greece has no hope of abating even slightly, regardless of what any Greek politician will do, and also, which is worse, regardless of how much they struggle. Yes, we knew that demands were asystemic, but I think things are even worse. Even the most defensive and modest of demands are asystemic, which means a relentless and very rapid worsening of life, the scale of which is unprecedented. We imagined communisation as destructive, but now it seems that even the slightest struggle has a ‘scorched earth’ scenario hanging over its head.

There is also one inaccuracy, by the way, in the introductory paragraph of Cognord’s recent text with the reference to the ‘minimal Keynesian’ programme: Lapavitsas, a Syriza MP, called the Syriza programme ‘mild Keynesianism’ ever since before the elections (check out his BBC interview). It is pretty clear that Syriza is an inconsistent party anyhow, but I don’t think it helps the analysis to depict all of them as self-interested cynics who colluded with EZ politicians to impose more austerity on purpose. This is not because I am convinced they are good people, but because a personalising analysis would suggest that, if they were more honest, then better things would come. But this is blatantly not the case. If they were more honest, they would either not have gained power at all, or they would simply resign because their programme is impossible, and Samaras would be back in power. These were the options. You can call me ‘reformist’, but I would not want a return of the ND govt, until perhaps Syriza manages to become absolutely identical to it, i.e., a government of outspoken racists. And I think that the passing of the laws to grant citizenship to 2nd generation immigrants, and of civil partnership for gay couples, however measly and limited, have practical and symbolic importance for these groups in a context where racism and homophobia, including the scale of abuse, have been on the rise. Yes, all the options are really dark, but some are downright hellish. That is why I see no point in either cheering for and excusing Syriza or vilifying them.

The real question is, in my view, what are the options now for class struggle in Greece? Because it is now clear that no matter what struggles do they will be crushed by a combination of heavy policing and currency blackmail, which was already the case, but now it has all become far more blatant. It’s easy to vote ‘no’, but total economic collapse is frightening in reality, and not only for those in power. The response to the absence of money is mass looting, of course, but can this really go further, especially if it only takes place in one country? We have seen again and again how quickly and violently social order is restored after such outbreaks. The other response to lack of money is alternative currencies and solidarity economies. We know the limits of these also. The most depressing thing for me though is the lack of significant mobilisations anywhere else in Europe except Spain (and these under the Podemos banner, which might mean they are about to be weakened).

Ady Amatia
July 17 2015

References

1. Editor’s note: initially published in The Brooklyn Rail, Field Notes, July 13 2015, <http://www.brooklynrail.org/2015/07/field-notes/changing-of-the-guard> [last visited July 2015].
2. C. Lapavitsas, “The Looming Austerity Package,” Jacobin, June 12, 2015.
3. It is peculiar to note that those on the left of Syriza (like Lapavitsas), only recently re-discovered their opposition to the euro and the EU. In their new role as Syriza’s MPs and internal opposition, they urge (whom exactly, is not very clear) a fresh examination of alternatives. As far as we have seen, this anti-EU alternative is precisely what they have been propagating for the last five years. So, in reality, they have a five-year-long background in this quest for the holy grail, giving them a decent head-start and the opportunity to finally present their
4. Any debt reduction, or any ability of the Greek state to issue bonds and finance itself, would single-handedly eliminate the Troika’s leverage for imposing austerity.
5. Bobolas, one of the best-known capitalists of Greece, was recently “arrested” by Syriza’s government on tax evasion charges of approximately €.4 million. He immediately paid less than half of that (€1.8million) and was released with all charges dropped.
6. Y. Varoufakis, “Austerity is the only deal-breaker,” Project Syndicate, May 25, 2015.
7. Within Germany, Greece’s primary opponent during the negotiations, many members of the Christian Democratic Union of Germany (CDU) party of Angela Merkel openly called Syriza a “communist” government.
8. One of those newly added demands was an abolition of the Pensioners’ Social Solidarity Benefit (EKAS) benefit, which amounts to a minuscule financial assistance (between €100-€150) for those who receive pensions of less than €300 a month.
9. It has become a common absurdity to claim that a Grexit would have minimal consequences. As Frances Coppola correctly put it recently, “If Greece were to leave, others would be likely to follow, either because of speculative attacks as in 1992, or because of popular unrest and political change. This would threaten the very existence of the Euro. The oft-expressed view that the rest of the Eurozone is “firewalled” from contagion was never credible and is now evidently false: bond yields are already spiking in other Eurozone periphery countries. The ECB cannot be seen to force out one country while protecting the rest from contagion. That would destroy its credibility as an independent body immune from political influence.” (F. Coppola, “The Greek Negotiations: Many Angry Words And No Way Forward,” Forbes, June 19, 2015).
10. Editor’s note: the excerpt is from “Changing of the Guards”.
11. Editor’s note: this is a reference to TH’s last remarks on the social climate in Greece.

 

Letter about the referendum

The purpose of this letter is to provide certain information and insight into the events that take place here in Greece in the last few days, especially after the announcement of the referendum, which in many ways sparked off social processes that indeed retain a novel character not to be exhausted soon. This novelty is best summarized in the emergence of the polarization between pro-EU’s and anti-EU’s which has never before appeared in such clarity; this does not mean though that these two poles are not mediated themselves. In order to access the theoretical framework that underlies the viewpoint of this letter, which necessarily is of limited theoretical character due to lack of time, we propose the reader to have a look at our previous text about SYRIZA which can be found here.

LETTER ABOUT THE REFERENDUM

Καταπονημένες μηχανές

Αναδημοσίευση, με στόχο τη συζήτηση και την κριτική αντιπαράθεση, από το  blog aruthlesscritiqueagainsteverythingexisting.wordpress.com, το αρχικό κείμενο μπορεί να βρεθεί εδώ:

Καταπονημένες Μηχανές

seacliff_88resize

Οι καταπονημένες μηχανές της ταξικής πάλης, παλιές και καινούριες, απαξιωμένες και λαμπερές, έρχονται λαχανιασμένες και κουρασμένες να κοιτάξουν η μία την άλλη για μια ακόμα φορά. Και κοιτούν το αντεστραμμένο είδωλο τους, αυτό που δεν έχουν γίνει ακόμα μεν, αλλά αυτό που τις ορίζει αμφότερες στο τώρα. Λαχανιασμένες λοιπόν ξεκινούν να παλεύουν στη λάσπη της ιστορίας τους, και κανείς μετά από λίγο δεν καταλαβαίνει αν παλεύουν ακόμα ή αν αγκαλιάζονται ερωτοτροπώντας μετά από τον μεγάλο καβγά.

#1

Ο ΣΥΡΙΖΑ και η πολιτική του διόγκωση είναι προϊόν συγκεκριμένων ηττών ή/και ορίων των αγώνων της προηγούμενης 5ετίας. Αυτό σημαίνει αυτόματα ότι πυρήνας του προγράμματος του είναι ένας κάποιος συμβιβασμός με το κεφάλαιο και όχι η ρήξη με αυτό. Παρόλα αυτά, τα όρια και οι ήττες δεν θα πρέπει να ιδωθούν ως αποτέλεσμα απουσίας της οργανωτικής μορφής των αγωνιζομένων ή (απλά και μόνο) μη δέουσας πίεσης από πλευράς των αγωνιζομένων. Οι αγωνιζόμενοι βρήκαν τα όρια και πίεσαν στο βαθμό που τους υπαγόρευε η ίδια η υποκειμενικότητα τους, και ο τρόπος που αυτή πράττει, υπάρχει και ταυτόχρονα υπόκειται ως τέτοια στα πλαίσια της καπιταλιστικής ολότητας. Αυτό σημαίνει ότι δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τις υπάρχουσες συνθήκες που τους όριζαν ως πράττοντα υποκείμενα. Επιπρόσθετα σήμαινε ότι αναπαρήγαγαν και τους ευρύτερους διαχωρισμούς που προϋποθέτει η ολότητα στην οποία υπάρχουν.

#2

Η μη αδυναμία ρήξης με την ίδια την υποκειμενικότητα ταυτόχρονα σημαίνει και αναπαραγωγή όλων των διαχωρισμών της ολότητας. Έτσι η σύγκρουση της ελληνικής κοινωνίας ήταν σε μεγάλο βαθμό ακριβώς αυτό: μια σύγκρουση εσωτερική της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν είχε αφετηρίες ταξικές αντιθέσεις ή ζητήματα αναπαραγωγής. Σημαίνει όμως ότι αυτά τα ζητήματα εξακολουθητικά ανάγονταν στο κράτος, στη μορφή της διαχείρισης του και προϋπέθεταν σχεδόν πάντα στα αιτήματα μια μορφή κράτους, αστικής ολότητας κτλ. Και πάλι εδώ πέφτουμε σε «λούπα»: η προϋπόθεση της αποτυχίας της επανάστασης εμφανίζεται ως αποτέλεσμα αποτυχίας της επανάστασης. Για να φύγουμε από αυτή τη λούπα μπορούμε να πούμε το εξής: η δραστηριότητα των αγωνιζομένων της προηγούμενης 5ετίας παρήγαγε τις συνθήκες εκείνες που μπορούσαν να μας πάνε ένα βήμα παραπέρα. Και όντως σε οριακό σημείο έγινε. Οι αγώνες των 300, τα μαζικά μπάχαλα και οι απαλλοτριώσεις, οι αυτομειώσεις ρεύματος στις γειτονιές, οι απαλλοτριώσεις σε σουπερ-μάρκετ (αν και ήταν αμιγώς πολιτικές και πρωτοπορίστικες) ήταν σίγουρα προς αυτή τη κατεύθυνση. Σαν μορφές αγώνα -που ξεδίπλωναν ιστορικά ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο της ταξικής πάλης, της κριτικής της αξίας και του εμπορεύματος, τη ρήξη με τις υπάρχουσες υποκειμενικότητες κτλ- είχαν αναδειχθεί από τις υπάρχουσες αντινομίες και αδιέξοδα. Όμως δε στηρίχθηκαν αρκετά και δεν πήγαν ένα βήμα παρακάτω ούτε οι εμπλεκόμενοι σε τέτοιες ενέργειες ήμασταν διατεθειμένοι (τελικά όπως φάνηκε κατόπιν εορτής) να έρθουμε οι ίδιοι σε ρήξη με τους εαυτούς μας. Το ζήτημα των πρακτικών που θα μας κάνουν να διανύσουμε την απόσταση μεταξύ του «που είμαστε» σαν υποκείμενα και του που θέλουμε “να πάμε” για την κατάργηση του εαυτού μας ως κομμουνισμού, είναι το ερώτημα που έθεσε, αλλά άφησε αναπάντητο ο προηγούμενος κύκλος αγώνα. Παρόλα αυτά, αυτό είναι το ερώτημα.

#3

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα ασυνεπές κόμμα όπως θέλει να μας πείσει ένα κομμάτι της διαρκώς κλαίουσας αριστεράς. Αντιθέτως, είναι ένα κόμμα που γνώριζε πολύ καλά τα όρια του και τις καταστάσεις που είχε να αντιμετωπίσει και έκανε στο μέτρο των δυνατοτήτων του τα πάντα για να το πετύχει. Όσοι κόπτονται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «πρόδωσε» το εργατικό κίνημα(?) ή τον έβλεπαν εργαλειακά σαν πέρασμα σε μια φάση «σοσιαλισμού» θα πρέπει να θυμιθεί κάτι που ο ΣΥΡΙΖΑ (με εξαίρεση διάφορους αριστερούς περιθωριακούς του κολαούζους) δεν το ξέχασε ποτέ: Το κράτος δεν είναι ένα ουδέτερο εργαλείο το οποίο χρησιμοποιείται προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, αντιθέτως είναι η εξωτερικευμένη ( και όχι εξωτερική) συμπύκνωση των σχέσεων εξουσίας της αστικής κοινωνίας συνολικά, των αστικών ρόλων και πρακτικών. Είναι η νομική και κατασταλτική μορφή των σχέσεων ιδιοκτησίας και ανταλλαγής, η αφηρημένη ισότητα των αστικών υποκειμένων και ταυτόχρονα η πρακτική τους ανισότητα, ο διαρκής διαμεσολαβημένος διαχωρισμός του πολιτικού από το οικονομικό, ως δύο διακριτές -αλλά διαρκώς αλληλοαπαιτούμενες- μορφές της αξίας. Το κράτος είναι πρώτα και κύρια κοινωνική σχέση, είναι πρακτικό αποτέλεσμα των αστικών υποκειμένων και ταυτόχρονα το γενικό πλαίσιο υποκειμενοποίησης τους. Συνεπώς ποτέ δεν τα ξεπερνά αλλά αντιθέτως αποτελεί το απόλυτο όριο της δραστηριότητας τους. Μόνο αφού εγκαθιδρυθεί ιστορικά, πρακτικά και λογικά σαν γενικό πλαίσιο αστικής υποκειμενικότητας, λειτουργεί ως τρίτος κοινωνικός δρων που αναπαράγει τις γενικές συνθήκες συσσώρευσης, διαιτητεύει τη ταξική πάλη, και γενικά αναλαμβάνει συγκεκριμένες λειτουργίες ως προς την αστική κοινωνία. Οι ιδιαίτερες πολιτικές του κράτους ορίζονται όντως από τη ταξική πάλη και τις ομάδες πίεσης, αλλά πάντα μόνο όσο αυτές μένουν διαχωρισμένες ως τάξεις, ομάδες συμφερόντων κτλ στα πλαίσια του γενικού όλου που θέτει το κράτος, και στα πλαίσια των περιορισμών που θέτει η ίδια του η ύπαρξη ως μορφή αξίας. Τέλος οφείλουμε να υπενθυμίσουμε (ως επιβεβαίωση της προηγούμενης δήλωσης) ότι ακόμα και το ίδιο το κράτος ως σύνολο apparatus είναι μια χρηματική ενότητα, χρησιμοποιεί εργασιακή δύναμη έναντι μισθού, συνεπώς δεν ίπταται της οικονομικής «σφαίρας» αλλά αυτή το διαπερνά τόσο σε επίπεδο νομικό/λογικό όσο και σε λειτουργικό. Αυτό είναι κάτι που η μαρξιστική παράδοση του έχει δώσει λίγη προσοχή αλλά αποτελούσε τη βάση συζήτησης των φιλελεύθερων και κεϋνσιανών debate για το κράτος και τη κυβερνητικότητα. Οι αυταπάτες για το κράτος θάβονται οριστικά με τον ΣΥΡΙΖΑ και μαζί τους η Αριστερά.

#4

Η αφετηρία ανάλυσης του κράτους πρέπει να είναι η καπιταλιστική ολότητα, η διεθνής διάσταση της καπιταλιστικής συσσώρευσης και όχι (μόνο) οι εσωτερικές στην περιφέρεια του κράτους σχέσεις. Ο καπιταλισμός είναι εξ’ορισμού παγκόσμιος. Η ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής, και ο ανταγωνισμός προϋποθέτουν και οδηγούν εξ ορισμού σε διεθνοποίηση του εμπορίου (αρχικά και κύρια) και στη συνέχεια στη διεθνή κίνηση κεφαλαίων και παραγωγικών διαδικασιών. Αυτό το οποίο αλλάζει (και είναι κομβικό) είναι οι μορφές διεθνοποίησης και όχι ο βαθμός. Το κράτος αποτελεί την ιστορική τοπική μορφή που πήρε η οργάνωση της διεθνούς διάστασης του κεφαλαίου. Δεν είναι ο παγκόσμιος καπιταλισμός ένα άθροισμα καπιταλιστικών κρατών που μπορούμε με (εθνικές) σοσιαλιστικές επαναστάσεις να τον ακρωτηριάσουμε σταδιακά. Αντιθέτως η παγκόσμια διάσταση του κεφαλαίου είναι οργανωμένη σε επιμέρους κράτη, τα οποία είναι οι επιμέρους «στιγμές» του. Ο κρατικός μηχανισμός, σε όλες του τις εκφάνσεις, ακόμα και στις πιο απλές όπως το σύνορο, είναι διπλής όψης: είναι τοπικός και διεθνής ταυτόχρονα. Αυτό σημαίνει ότι ο κρατικός μηχανισμός είναι η βασική διαμεσολάβηση μεταξύ του «διεθνούς» και του «τοπικού». Οργανώνει και ελέγχει την εργατική δύναμη τοπικά, την αναπαράγει τοπικά, αλλά ταυτόχρονα ορίζει και τη μορφή και την έννοια του «τοπικού» στο παγκόσμιο πλαίσιο. Έτσι η εσωτερική στην επικράτεια του κράτους αναπαραγωγή των αστικών υποκειμένων προϋποθέτει αλλά και απαιτεί τον διεθνή καπιταλισμό. Αυτό δημιουργεί μια σχάση.

#5

Η σχάση. Από τη μία η αναπαραγωγή του κεφαλαίου και η πορεία της συσσώρευσης έτσι όπως εμφανίζεται δημιουργεί συγκρούσεις μεταξύ ομάδων και υποκειμένων στο εσωτερικό του κράτους, από την άλλη όμως όσο το κράτος καταφέρνει να λειτουργεί σαν συλλογικός καπιταλιστής και διαμεσολαβητής αυτών των συγκρούσεων, λειτουργεί σαν όριο αυτών των συγκρούσεων και σαν ενοποιητικός παράγοντας/ρύθμιση αυτών των συγκρούσεων σε σχέση με το «εξωτερικό». Λειτουργεί σαν νομικός και πρακτικός διαχωρισμός, ως εθνική και κρατική ενότητα, η οποία μπορεί να έχει εσωτερικές αντιφάσεις, αλλά είναι ενωμένη ως προς την καταστατική της εξωτερικότητα. Έτσι, το αστικό κράτος είναι και πεδίο ανταγωνισμού αλλά και μορφή ενότητας και διαχωρισμού. Αυτό υπαγορεύει αρχικά και αμετάκλητα ότι η εργατική τάξη ως τέτοια (ως τάξη που η καταστατική της λειτουργία είναι να εργάζεται) είναι εθνική, κρατική και διαχωρισμένη. Ο «διεθνισμός» όσο ταλαιπωρημένος και αν είναι ιστορικά και πολιτικά, αν είναι να είναι συνεπής ως προς το περιεχόμενο του, πρέπει να είναι όχι αλληλέγγυος με άλλες (εθνικές) τάξεις, αλλά πρώτα και κύρια αντικρατικός.

#6

Ο διαχωρισμός μεταξύ διεθνούς και εθνικού μέσω της μεσολάβησης του κράτους παύει να είναι απόλυτος ή μάλλον θα λέγαμε μεταβάλλεται με την ιστορική μεταβολή της χρηματικής σχέσης. Το χρήμα πλέον γίνεται πίστη, γίνεται ρυθμός παραγωγής αξίας και άντλησης υπεραξίας και όχι μια σταθερή αναφορά στην ήδη πραγματωμένη αξία (υπό τη μορφή π.χ. του χρυσού). Η χρηματική σχέση γίνεται πιο επισφαλής αλλά και πιο ευέλικτη, μπορεί να επηρεαστεί από το οτιδήποτε αλλά επηρεάζει και τα πάντα. Διαπερνά και συγκροτεί κάθε υποκείμενο, το κάνει να έχει μια ακόμα πιο προσωπική σχέση με το χρήμα, με την αυτοαξιοποίηση του, το κάνει πιο επισφαλές και πιο καταστα(λ)τικό ως προς τον εαυτό του. Το χρήμα ως κεφάλαιο πλέον κινείται διεθνώς, γρήγορα αποχωρεί και εξίσου γρήγορα φτάνει κάπου για να αξιοποιηθεί. Η εργατική δύναμη γίνεται επισφαλής λόγω της επισφάλειας του κεφαλαίου ως προς τις καταστάσεις αξιοποίησης του, ο συλλογικός της χαρακτήρας κατακερματίζεται πέρα από τις εθνικές τάξεις σε εσωτερικά αντικρουόμενες φράξιες. Η αναπαραγωγή της είναι δεμένη και εγκλωβισμένη μέσα σε ένα διαρκώς κινούμενο επισφαλές κεφάλαιο το οποίο στον πυρήνα της αξίας του δεν έχει τίποτα πέρα από την εκμετάλλευση. Το συλλογικό υποκείμενο κατ’ αυτό το τρόπο χάνεται. Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος αποκτά έναν νέο χαρακτήρα, αυτό του «ανταγωνιστικού κράτους» που λειτουργεί σαν επιχειρηματίας/οργανωτής της διεθνούς συσσώρευσης και των προτύπων παραγωγικότητας της σε τοπικό επίπεδο. Εδώ, για πρώτη φορά, η «μάζα» νοιώθει ότι έχει χάσει το δημοκρατικό έδαφος της διαχείρισης του κράτους. Θα επεκταθούμε σε αυτό παρακάτω.

#7

Η νέα συνθήκη της χρηματικής σχέσης, μεταβάλει τον τρόπο αξιοποίησης του ατόμου ως ατομικό κεφάλαιο. Η σχέση γίνεται αμιγώς ατομική, η νόρμα παραγωγικότητας/μόρφωσης/ορίζει την αλήθεια της παραγωγής και της αξίας βάσει της οποία όλοι υποκειμενοποιούνται και ταυτόχρονα αξιολογούνται. Οι ανταγωνισμοί παίρνουν ρευστό και ασταθή χαρακτήρα, διαταξικό και καθώς το κεφάλαιο πλέον είναι επισφαλές και η αναπαραγωγή των θραυσμάτων της τάξης επίσης, οι ομάδες συμφερόντων που σχηματίζονται δεν ταυτίζονται πάντα με διακριτές διαφοροποιήσεις ως προς τα μέσα παραγωγής. Τα κόμματα πλέον χάνουν την-όποια-ταξική αντιστοιχία είχαν και γίνονται αντιπρόσωποι διαταξικών ομάδων συμφερόντων που έχουν διαφορετικές ερμηνείες για την πορεία της αστικής κοινωνίας. Τα κόμματα γίνονται αντιπρόσωποι στο κράτος ανομοιογενών ομάδων οι οποίες μάλιστα δεν είναι καν σταθερές, τα μέλη τους σαν εκκρεμή κινούνται από τον ένα κοινωνικό χώρο στον άλλο, διασπούνται και απανενώνονται σε χαλαρές κοινωνικές ad hoc συμμαχίες που άσχετα με τον προσανατολισμό τους μόνο ως προς τη ταυτότητα του πολίτη μπορούν να οργανωθούν λογικά-πολίτες υπέρ ή κατά της ΕΕ. Η ρευστοποίηση της εργατικής ταυτότητας και των εργατικών πρακτικών οδηγεί και σε ρευστοποίηση των πολιτικών προγραμμάτων των  μαζικών κομμάτων. Τα προγράμματα των κομμάτων αλλάζουν διαρκώς ως προς τις ιδιαίτερες λεπτομέρειες (λόγω της αλλαγής της βάσης τους) και θέσεις, αλλά ποτέ δεν αποκτούν ιδιαίτερα αποκλίνουσες θέσεις ως προς τον πυρήνα, καθώς είναι εγκλωβισμένα στα όρια που θέτει το ίδιο το apparatus του κράτους ως πολλαπλή μορφή του διεθνούς και τοπικού κεφαλαίου, και ως συνολική εκπροσώπηση των συνθηκών της αστικής κοινωνίας. Ποιος μπορεί να ξεχωρίσει στην ουσία τους τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ, από την ΝΔ  ή το ΠΑΣΟΚ;

#8

Το ανταγωνιστικό κράτος λειτουργεί όπως η επιχείρηση. Δομείται και δομεί έναν διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ των ατόμων ως ευγενή άμιλλα, ως τον διαρκή διαχωρισμό των ατόμων. Αυτή η διαδικασία δεν είναι απλή ιδεολογία. Είναι ένα σύνολο οργάνωσης της παραγωγής, νέων τεχνολογιών,νομικών διαδικασιών κτλ. Όσο πληθαίνουν οι παραγκουπόλεις και οι αποκλεισμένοι διάφορων βαθμίδων, τόσο πιο λαμπερό γίνεται το τρόπαιο στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Ταυτόχρονα όμως η μεταβολή της χρηματικής σχέσης και της λειτουργίας του κράτους, και επακόλουθα του κοινωνικού πράττειν, μεταβάλει και την ίδια την έννοια της δημοκρατίας. Η δημοκρατία, από βέλτιστη μορφή διαχείρισης του κοινωνικού κεφαλαίου και των τάξεων εντός αυτού, μετατρέπεται σε ένα κενό σημαίνον, μια προνομιακή άδεια λέξη την οποία το κάθε άτομο, ως ατομικό κεφάλαιο νοηματοδοτεί υποκειμενικά ως προς τη μέθοδο αυτοαξιοποίησης του και τις ιδιαίτερες συνθήκες του. Με την τελείωση του ατόμου, και η δημοκρατία φτάνει στο υψηλότερο επίπεδο της. Έτσι η δημοκρατία γίνεται ένα σημαίνον και μια πρακτική που «σημαίνει τα πάντα» χωρίς να «σημαίνει τίποτα»  γίνεται το όριο κάθε δραστηριότητας. Τελικά αυτό την οδηγεί σε μια λειτουργική αντίφαση: από τη μία σε σχέση με το παρελθόν το κράτος εγκαλείται ως μη δημοκρατικό, το οποίο έχει «υποταχθεί» στο διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και έχει αφαιρέσει εξουσίες από τον «λαό», από την άλλη κάθε κοινωνική αναταραχή καταστέλλεται από τους αντιπάλους της (ψηφοφόρους) στο όνομα της δημοκρατίας, καθώς παραβιάζει, δε σέβεται κτλ τα ατομικά δικαιώματα των «άλλων». Η δημοκρατία έτσι γίνεται μια εντελώς ιδιωτική υπόθεση, η οποία συνολικά αποκτά ξεκάθαρα τον χαρακτήρα που πάντα είχε υπόγεια: γίνεται ένας γύψος, ένα μπετόν αρμέ για τις κοινωνικές συγκρούσεις, μια εκλογική διαδικαστική τυπικότητα. Δημοκρατικά εκφραζόμενοι νιώθουν μόνο όσοι από το διαταξικό πλήθος έχουν πρόσβαση στην εξουσία. Ο ένας εγκαλεί τον άλλο ως αντιδημοκράτη. Η κάθε πλευρά-λόγω της διαταξικότητας θεωρεί ότι εκπροσωπεί εξίσου την κατηγορία του «λαού». Γιαυτό και οι πλατείες πάντα έχουν έναν κατοπτρικό αλλά αντίθετο χαρακτήρα: Μαϊντάν-αντιΜαϊντάν, συγκεντρώσεις ενάντια την ΕΕ, ή υπέρ, Γκρούεφσκι-αντιΓκρούεφσκι κτλ.

#9

Η διαπραγμάτευση του κράτους με το εξωτερικό λανθασμένα γίνεται αντιληπτή ως σύγκρουση του τοπικού και του διεθνούς. Αντίθετα δυο διαφορετικές μερίδες της αστικής ελληνικής κοινωνίας (ως μέτωπα) προσπαθούν να δώσουν λύση στο ίδιο πρόβλημα: οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και παραγωγικότητας του ελληνικού κράτους. Υπό αυτή την έννοια οι λύσεις που προτείνουν, αν και πραγματικές, δε θα μπορούσαν να διαφέρουν ιδιαίτερα. Το δίλημμα ΝΑΙ ή ΟΧΙ, ευρώ ή δραχμή κτλ δεν έχει να κάνει με το υποτίμηση ή όχι, αλλά με το ποια θα είναι η μορφή της υποτίμησης. Ή θα κοπεί ο ονομαστικός και μαζί ο πραγματικός άμεσος και έμμεσος μισθός μέσω μνημονίου, για να επανέλθουν οι ρυθμοί αποπληρωμής της πίστωσης και της κερδοφορίας ή θα μείνει ο ονομαστικός μισθός ίδιος (με αλλαγμένο νόμισμα) και θα έχει την αξία της παραγωγικότητας και της έντασης εργασίας που αναλογεί σαν χώρα με βάση τη μέση διεθνή παραγωγικότητα και ένταση εργασίας, επιτοκίων κτλ. Αυτό θα σημαίνει υποτίμηση του νομίσματος και άρα άμεση υποτίμηση της αξίας της εργασιακής δύναμης. Η διαφορά του διλήμματος (καθώς το δίλημμα δεν είναι φανταστικό) αφορά συγκεκριμένα κομμάτια του κεφαλαίου που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και το κατά πόσο αυτά είναι ενσωματωμένα στη διεθνή αγορά, ποιο είναι το ιδιαίτερο εμπόρευμα που παράγουν κτλ. Για αυτούς όντως η επιλογή έχει σημασία και γιαυτό στηρίζουν τη μια ή την άλλη πλευρά. Όποια και αν είναι η επιλογή πάντως, η εξίσωση του ποσοστού κέρδους μέσω της κυκλοφορίας/παραγωγής μεταξύ εσωτερικά και εξωτερικά παραγόμενων εμπορευμάτων, όπως και να έχει, θα ρίξει το πρώτο και κύριο βάρος της επαναφοράς της κερδοφορίας στους εργαζόμενους, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ανάλογα τον τομέα παραγωγής. Αυτό φυσικά θα διασπάσει τα υπάρχοντα στρατόπεδα, θα διαλύσει τις αυταπάτες και θα παράξει περαιτέρω διαχωρισμούς εντός της «Τάξης».

#10

Η αναβίωση του εθνικισμού όταν όλα ανάγονται στο κράτος και στη διαχείριση του ως ενότητα των αστικών υποκειμένων είναι αναπόφευκτη αλλά δε φαίνεται και να προβληματίζει κανέναν από τους «αριστερούς» υπερασπιστές της μιας ή της άλλης πλευράς. Ίσως γιατί νιώθουν άνετα μέσα σε όλο αυτό, ακόμα και αν φοβούνται να το παραδεχτούν. Η επίκληση στο «λαό» και στο ιστορικό παρελθόν γίνεται και από τις δύο πλευρές, η ελληνική σημαία αποτελεί το κυρίαρχο σύμβολο. Είναι προφανές ότι τα υποκείμενα βρίσκουν και νοηματοδοτούν τον εαυτό τους από κοινού στη σημαία, αν και με διαφορετικό τρόπο. Και οι δύο όμως επικαλούνται και βασίζονται σε μια πολιτική/διαταξική ενότητα. Αυτή η ενότητα δεν μπορεί de facto να είναι άλλη από την ενότητα του κράτους και αυτό σημαίνει ταυτόχρονα διαχωρισμός/αποκλεισμό όλων των άλλων υποκειμένων που δεν χωρούν στο κυρίαρχο τρόπο οργάνωσης της ολότητας αυτής: το ζήτημα είναι καθαρά εθνικό και αφορά τους έλληνες και το ελληνικό κράτος, δεν αφορά τους μετανάστες στα σύνορα του Έβρου. Και μάλιστα όχι απλά δεν τους αφορά αλλά αναπαράγει και τον διαχωρισμό από αυτούς: μια «εθνικά κυρίαρχη χωρά, εντός ή εκτός νομισματικής ένωσης ή και ευρωζώνης συνεπάγεται και περιφρούρηση των συνόρων για έλεγχο των μεταναστευτικών ροών. Το ελληνικό κράτος, όπως και κάθε κράτος θα είναι το κράτος των πολιτών του-όχι όλων των «ανθρώπων».

#11

Η ελληνική κρίση και η διαπραγμάτευση πυροδότησαν κακές -κατά τη γνώμη μας- αναγνώσεις της έννοιας του χρέους. Σωστά το χρέος διαβάζεται ως μια βίαιη τεχνολογία εξουσίας, που συγκροτεί και κατασκευάζει τον «χρεωμένο άνθρωπο» που τον κάνει πιο παραγωγικό, πειθαρχημένο ατομικό κτλ. Λανθασμένα όμως η συζήτηση επικεντρώθηκε στην πάση θυσία αποτίναξη και διαγραφή του χρέους και όχι στη μορφή αυτής της διαδικασίας (της «αποχρέωσης»). Αυτές οι αναγνώσεις, κατά βάση vulgus φουκωϊκές  ξεχνούν μια βασική -σωστή κατά τη γνώμη μας- διατύπωση του ίδιου: «η βία, η απαγόρευση, η άρνηση δεν είναι ουσιαστικές μορφές της εξουσίας αλλά τα όρια της, οι τραχιές και ακραίες μορφές της». Η βία είναι το ακραίο μέσο/μορφή αλλά και το αποτέλεσμα της αντίστασης στην εξουσία, όταν κάθε άλλη στρατηγική έχει αποτύχει, όταν το υποκείμενο της εξουσίας τείνει να ξεφύγει από την εξουσία, από την ίδια την υποκειμενοποίηση του. Αυτό σημαίνει ότι η βία (και το χρέος) δεν ήρθαν ουρανοκατέβατα από την εξουσία αλλά σε πρώτο βαθμό ήταν θετικά παράγωγα της ταξικής πάλης. Έδειχναν ότι «κάτι δεν πήγε καλά» η ελλάδα δεν ήταν αρκετά παραγωγική. Η παραγωγικότητα δεν είναι τεχνική λεπτομέρεια, αλλά αμιγώς κοινωνική κατασκευή. Η ύπαρξη χρέους σημαίνει αρχικά ότι η συσσώρευση δεν είχε την προβλεπόμενη θετική πορεία, άρα η ταξική πάλη ακόμα και διαμεσολαβημένη σε κρατικά συνδικάτα κάτι έκανε σωστό. Το χρέος είναι η ακραία καπιταλιστική πρακτική καταστολής, αφού όμως έχει προκύψει πρώτα ως πρόβλημα  για το κεφάλαιο. Η ύπαρξη χρέους ήταν θετικός και όχι αρνητικός δείκτης της ταξικής πάλης, Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο ότι η αποτίναξη του χρέους ως εξουσιαστικής τεχνολογίας έπρεπε (και έγιναν τέτοιες προσπάθειες) να γίνει ως άρνηση της κοινωνικοποίησης του (δεν πληρώνουμε από τα «κάτω»). Αυτό θα σήμαινε και άμεση αύξηση του κρατικού χρέους και σύγκρουση με το κράτος. Αντίθετα η ρητορική περί αποτίναξης του χρέους, χωρίς καμία κριτική στη μορφή αυτής διαδικασίας, ανέθεσε (μετά από συνεχείς ήττες) αυτή την αποστολή στο κράτος του ΣΥΡΙΖΑ. Με αυτό το τρόπο ως προς το κοινό αίτημα διαγραφής του χρέους μέσω του κράτους, έθεσε άπαντες και ως υποκείμενα του, παρήγαγε εθνικισμό, εθνική ενότητα και αδιέξοδα, τα οποία τώρα φτάνουν στο όριο τους.

#12

Από την πλευρά της ταξικής πάλης που υποτίθεται την υπερασπίζεται η αριστερά, τη θέση του κεφαλαιοκράτη Κ  στη σχέση Κ-(Ερ.δ+Μ.Π)= Κεφ+Κ'(κέρδος) μπορεί να την κατέχουν πάνω από δύο πρόσωπα, ο δρων κεφαλαιοκράτης αλλά και ο πιστωτής( Κδ και Κπ αντίστοιχα) που δίνει το αρχικό κεφάλαιο. Ενώ εδώ όντως μπορεί να εμφανίζονται ζητήματα σύγκρουσης συμφερόντων για το «μοίρασμα»  της υπεραξίας μεταξύ δρώντα κεφαλαιοκράτη και πιστωτή κεφαλαιοκράτη, είναι εμφανές ότι από «προλεταριακή σκοπιά» η εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης είναι η ίδια, κυρίως άμα πρέπει να ανταποκριθεί στα ίδια πρότυπα κερδοφορίας. Οι πολιτικές δυνάμεις που ασχολούνται με το ζήτημα των «δανειστών» συζητούν ζητήματα του κεφαλαίου και όχι της εργατικής τάξης.

#13

Σε επίπεδο λόγου και πρακτικής, κάθε πράξη και κάθε σημαίνον αποκτά ένα συμπαγές νόημα μέσα σε ένα ευρύτερο λειτουργικό ιστορικό πλαίσιο λόγου και πρακτικών στο οποίο εγγράφεται. Αυτό το ευρύτερο πλαίσιο συνήθως είναι μια «πόλωση» που απαιτεί έναν «εξωτερικό εχθρό» για να συγκροτηθεί (και ταυτόχρονα τον συγκροτεί). Το αντικείμενο που διεκδικούν και προσπαθούν να συγκροτήσουν αμφότερες οι πλευρές είναι συνήθως αφηρημένες προνομιακές έννοιες όπως η «ανάπτυξη», ο «ευρωπαϊσμός», ο «ελληνισμός» κτλ. Ο λόγος και η πρακτική δεν έχουν μια υποκειμενική αυτόνομη νοηματοδότηση όπως νομίζουν οι φιλελεύθεροι υπερασπιστές του «ατόμου» ως αυτόνομου και αυτοσυγκροτούμενου υποκειμένου, αλλά αποκτούν νόημα ιστορικά μόνο εντός του ευρύτερου πλαισίου λόγου και πρακτικών στο οποίο εγγράφονται και το οποίο τελικά αναπαράγουν. Το πλαίσιο αυτό, έχει μια συγκεκριμένη ιστορική μορφή και, άσχετα με τις  μικροδιαφοροποιήσεις των επιμέρους λόγων που εγγράφονται σε αυτό, έχει ένα εννιαίο χαρακτήρα και εκφράζει σε τελική ανάλυση κοινές πρακτικές με κοινό ιστορικό αποτέλεσμα. Έτσι, ο δημόσιος λόγος όπως πολώνεται αυτή στιγμή (και έχει συγκεκριμένες πρακτικές προεκτάσεις και νοηματοδοτήσεις) χωρίζεται πρακτικά σε δύο μορφές εθνικής ενότητας, που η κάθε μία εκπροσωπεί μια ελαφρώς διαφορετική οργάνωση της αστικής κοινωνίας. Πλέον εγγράφει τη ΧΑ, την ΑΝΤΑΡΣΎΑ, τον ΣΥΡΙΖΑ  και τους ΑΝΕΛ στην μια πλευρά και την ΝΔ, το Δίκτυο 21 και το Ποτάμι στην άλλη. Αυτοί είναι οι βασικοί πολιτικοί φορείς των δύο πλευρών. Μόνο και μόνο αυτή η σύμπλευση θα έπρεπε να δημιουργεί προβληματισμούς στους υπερασπιστές του «ΟΧΙ», ότι εγγράφονται (και εκφράζουν) στο ίδιο πατριωτικό πλαίσιο λόγων και πρακτικών και συντελούν στη αναπαραγωγή του και την ιστορική του διεκπεραίωση. Αντίθετα η όποια «προλεταριακή» πολιτική αν υπήρχε (αλλά θα έπρεπε να έχει και κοινωνικό φορέας ως υποκείμενο αυτό…) θα έπρεπε να αναμετρηθεί και με τις δύο λογικές και όχι να στριμώχνεται σαν κολαούζος στην αστική πολιτική και να προσπαθεί να ανατιμηθεί μέσα από τις ίδιες τις (κρατικές) διαμεσολαβήσεις της ταξικής κυριαρχίας. Όπως γράφαμε και σε άλλο κείμενο: «Ο ανταγωνισμός πλέον δεν γίνεται μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας σε επίπεδο υποκειμένων, αλλά αντίθετα αποκτά τη μορφή του «ποιο κομμάτι της τάξης -και του κεφαλαίου- θα αναπαραχθεί και ποιο θα χάσει σε αυτή τη κατάσταση και θα ενταχθεί στον «μόνιμο υπερπληθυσμό των αποκλεισμένων».

#14

Το να πούμε «αποχή» από το δημοψήφισμα δεν έχει νόημα, καθώς δεν αλλάζει κάτι: το ίδιο το δημοψήφισμα ως οριοθέτηση των επιλογών από το κράτος δεν έχει νόημα. Πέρα από την ιστορική πλέον «προλεταριακή»  επαναστατική πρακτική, υπάρχει και η κομμουνιστική πρακτική ως -εφήμερη οφείλουμε να παραδεχτούμε- άμεση κριτική της κοινωνίας της αξίας. Συντρόφισσες, όσες διαφορές και ας έχουμε, ας τις συντρίψουμε, ελάτε για μια ακόμα φορά στη μαγική μας μάζωξη, βάλτε τα μαύρα σας. Κάπου στο περιθώριο του έθνους, ας κάνουμε ιστορία .

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΛΗΓΩΜΕΝΗ ΜΑΣ ΛΕΝΕ – ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΑΠΑΝΤΑΜΕ.