Σρι Λάνκα: Ταραχές για το θάνατο ενός κατοίκου από μολυσμένο νερό

[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=_VM6sSrSzxg[/youtube]

Οι κατοικοι της  Weliweriya έκλεισαν το δρόμο διαμαρτυρόμενοι για το θάνατο ενός ανθρώπου που θεωρούν ότι οφείλεται στην μόλυνση ποσιμου νερού από παρακείμενο εργοστάσιο. Αρχικά εμφανίζεται η αστυνομία, η οποία αδυνατεί να ανοίξει το δρόμο και στη συνέχεια ο στρατός.

24 μετανάστες νεκροί στο Αιγαίο

_0001

 

παλιότερο αυτοκόλλητο που ταιριάζει γάντι στο συνδιασμό της τεράστιας “εθνικής μας επιτυχίας” να “αυξήσουμε” τον τουρισμό, δουλεύοντας μαύρα με 300 ευρώ και του τελευταίου δολοφονικού αλισβερισιού πάμφτηνης εργασιακής δύναμης:

Αναδημοσιεύουμε από clandestina:

Τουλάχιστον 24 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους νωρίς το πρωί όταν ένα πλοιάριο φορτωμένο με μετανάστες χωρίς χαρτιά που κατά πάσα πιθανότητα είχε ως τελικό προορισμό την Ελλάδα βυθίστηκε στα ανοιχτά των τουρκικών ακτών, όπως μετέδωσε το τουρκικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Dogan.
Γύρω στις 2 τα ξημερώματα η τουρκική ακτοφυλακή έλαβε σήμα έκτακτης ανάγκης από τον καπετάνιο του σκάφους ο οποίος ανέφερε ότι βυθιζόταν στα ανοιχτά του Εζίνε, στην επαρχία Τσανάκαλε. Σύμφωνα με τον καπετάνιο στο πλοιάριο επέβαιναν πάνω από 30 άτομα.
Σκάφη της ακτοφυλακής, ένα ελικόπτερο και ένα αεροσκάφος που έσπευσαν στην περιοχή εντόπισαν τα πτώματα 18 αρχικά και στη συνέχεια 24 ανθρώπων και κατάφεραν να ανασύρουν ζωντανούς από τη θάλασσα 12 μετανάστες χωρίς χαρτιά.
Σύμφωνα με τις τουρκικές αρχές, το πλοιάριο πιθανότατα είχε ως τελικό προορισμό τη Λέσβο.

 

Λίγα λόγια για τον “Ευριπίδη” και τον κάθε “μικρό” καπιταλιστή

every2

Προχθές το απόγευμα έγινε έξω από το βιβλιοπωλείο “Ευριπίδης” στο Χαλάνδρι μια κινητοποίηση του ΣΥΒΧΑ και αλληλέγγυων συντρόφων της Ρ. Η Ρ. αποτελεί τυπική περίπτωση απόλυσης στην Ελλάδα της σκληρής αναδιάρθρωσης των μνημονίων. Δούλευε στο βιβλιοπωλείο αυτό για έξι χρόνια και το αφεντικό του “Ευριπίδη” την έδιωξε την Παρασκευή 19/7 για δύο λογους: γιατί ήταν “ακριβη” γι’αυτόν και γιατί είναι ενεργό μέλος του σωματείου. Το αφεντικό, που είναι βέβαια “εναλλακτικός” και άτομο “της κουλτούρας και του πολιτισμού”, την έχει κοπανήσει για μερικές μέρες ώστε να μην ενοχληθεί από όλη αυτή τη φασαρία και να μη στεναχωρηθεί βλέποντας το μαγαζί του άδειο από πελάτες και περικυκλωμένο από αλληλέγγυους προλετάριους, που επικοινωνούν στους δυνητικούς πελάτες του τι κάνει στις εργαζόμενες που εκμεταλλεύεται για να αυξήσει την κερδοφορία του.

Στη “συζήτηση” που έγινε ανάμεσα σε μέλη του σωματείου και αλληλέγγυους με την αντικαταστάτρια του αφεντικού και το ρουφιάνο υπάλληλο/προιστάμενο, ο οποίος αρχικά είχε το θράσος να σκίσει το κείμενο που μοιραζόταν στους άλλους υπαλλήλους, αποδεικνύοντας τη φασιστική νοοτροπία του, ακούστηκαν διάφορα ωραία, ότι θα ήταν καλύτερα να “βάλουμε τους αλληλέγγυους στην αποθήκη” κτλ. Αλλά θα ασχοληθούμε με το πιο σημαντικό από όσα ακούστηκαν κατά τη γνώμη μας. Η αντικαταστάτρια του “λούη” αφεντικού είπε ότι “η απόλυση της Ρ. ήταν αναγκαία για την επιβίωση της επιχείρησης”.

Ο φετιχισμός του κεφαλαίου (δηλαδή η μόνη έγκυρη πραγματικότητα) μας επιβάλει να αναρωτηθούμε: Λέει αλήθεια ή ψέματα; Όντως θα έκλεινε ο “Ευριπίδης” αν δεν απέλυε σήμερα τη Ρ. και αύριο την κάθε εργαζόμενη που γουστάρει;  Η απάντηση είναι αντικειμενικά όχι. Όχι, γιατί ο “Ευριπίδης” άνοιξε μέσα στην κρίση κι άλλο μαγαζί και μάλιστα στην Κηφισιά και παρότι είχε να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό του πάμπλικ που άνοιξε πρόσφατα στο χαλάνδρι. Η ερώτηση όμως που μας αναγκάζει η κυρίαρχη καπιταλιστική ιδεολογία να απαντήσουμε είναι λάθος στη βάση της. Όταν το αφεντικό λέει ότι δεν μπορεί να “επιβιώσει”, δεν εννοεί την επιβίωση όπως εμείς. Το αφεντικό δεν επιβιώνει με τα κέρδη του όπως εμείς με το μισθό μας. Ο μισθός είναι το “καλάθι των εμπορευμάτων” που χρειαζόμαστε για να μπορούμε να ξαναπάμε την άλλη μέρα στη δουλειά. Τα λεφτά που βγάζει το αφεντικό από την εκμετάλλευση μας έχουν διαφορετική λειτουργία από το μισθό μας, είναι κεφάλαιο. Κεφάλαιο σημαίνει ότι τα λεφτά του πρέπει να γίνονται συνεχώς περισσότερα ώστε να μπορεί να “επιβιώσει” ως κεφάλαιο, δηλαδή να μεγεθυνθεί, να βγάζει από το χρήμα του ολοένα και περισσότερο χρήμα.

Το ερώτημα δεν είναι πόσο άπληστος είναι το αφεντικο του κάθε “Ευριπίδη”. Το ερώτημα είναι γιατί να μην απολύσει την κάθε εργαζόμενη του, που παίρνει μισθό ένα αστρονομικό ποσό 700-800 ευρώ, όταν μπορεί στη θέση της να πάρει μια άλλη με 480 ευρώ; (κάτι που στην περίπτωση της Ρ. είχε ήδη κάνει ο πονηρός, εναλλακτικός και πρώην χίπης αφεντικός του Ευριπίδη και είχε φροντίσει φυσικά να εκπαιδεύσει την καινούργια υπάλληλο η Ρ. πριν την απολύσει). Γιατί να μην αυξήσει την υπεραξία που παράγεται από τις εργαζόμενες του, γιατί να μην ανοίξει και ένα μαγαζί ακόμη; Γιατί να αφήσει τον τομέα της κουλτούρας και του πολιτισμού στα χέρια του “μεγάλου” καπιταλιστή πάμπλικ ( ο οποίος έτσι κι αλλιώς έχει τους πιο φτηνούς εργαζόμενους); Γιατί να μην ευημερήσει κι αυτός ένας μικρός και “ποιοτικός” καπιταλιστής που “κάνει καλά τη δουλειά του” και του δίνεται χώρος τώρα μέσα στην κρίση που κλείνουν τα άλλα μικρά κεφαλαιάκια να χωθεί στα πόδια των μεγάλων; Αν δε θέλουμε να πέσουμε στην ηθική αντιμετώπιση των πραγμάτων, η απάντηση είναι: Πράγματι, γιατί όχι;

Το κεφάλαιο έχει το δικό του δίκιο από την πλευρά του και μεις οι προλετάριοι και προλετάριες το δικό μας δίκιο. Δεν υπάρχει “αλήθεια”, υπάρχει μια μάχη που δίνεται συνεχώς ανάμεσα σ’αυτά τα “δίκια” και ποτέ δεν πρόκειται να τελειώσει όσο το κεφάλαιο παραμένει κεφάλαιο και εμείς παραμένουμε εργαζόμενοι, δηλαδή, “φορείς εργασιακής δύναμης”, “μεταβλητό κεφάλαιο”.

Ο μόνος λόγος στη συγκεκριμένη περίπτωση να μην απολύσει τελικά ο “μπουχός” αφεντικό του Ευριπιδη τη Ρ. είναι να φοβηθεί το συσχετισμό. Να ξέρει ότι θα χάσει πολλά λεφτά στην περίοδο λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία, να ξέρει ότι το όνομα του στην πιάτσα των ευαίσθητων πελατών-αναγνωστών θα αμαυρωθεί και άρα θα χάσει και μελλοντικά λεφτά (εχτές, από ότι μάθαμε, πολλοί περαστικοί είπαν: αφού είναι έτσι ΔΕΝ ΞΑΝΑΠΑΤΑΜΕ στον Ευριπίδη), να ξέρει ότι αν βάλει κάτω το excelάκι του που  εμπιστεύεται πιο πολύ κι από τον εαυτό του, αυτό θα του απαντήσει ότι καλύτερα είναι να ξαναπροσλάβει τη Ρ., κι ας είναι μέλος του σωματείου, κι ας κάνει απεργίες, να ξέρει γενικότερα, δηλαδή, ότι “καλύτερα να μη μπλέξει μ’αυτούς”. Και να κάνει ότι έκανε και την προηγούμενη φορά που πήγε να απολύσει μια συνάδελφο της Ρ. Να αναγκαστεί να την ξαναπροσλάβει γιατί με βάση τους συσχετισμούς αυτό θα είναι πλέον το “συμφέρον” του. Το αποτέλεσμα λοιπόν θα κριθεί από αυτή τη μάχη, και δεν είναι σίγουρο ποιο θα είναι. Εξαρτάται από πολλούς παράγοντες πόσο μπορεί να το τραβήξει το “μικρό” κεφάλαιο του “Ευριπίδη” που ολοένα και μεγαλώνει από την εκμετάλλευση της Ρ. και των συναδέλφων της.

Οι περισσότερες όμως προλετάριες και προλετάριοι που απολύονται δεν είναι μέλη του σωματείου. Φεύγουν με σκυφτό το κεφάλι και ψάχνουν αλλού για δουλειά με 480 ευρώ πλέον. Γιατί τόσο κοστολογεί πια το τομάρι μας το κεφάλαιο. Για όλες αυτές και όλους αυτούς, για όλους μας, λοιπόν, δεν πρέπει να εστιάζουμε στον κάθε καπιταλιστή και το πόσο άπληστος είναι. Στη φάση που βρισκόμαστε δεν πρέπει να περιμένουμε τίποτα άλλο, από τη συνέχιση και την ένταση του πολέμου εναντίον μας. Κι αν υπάρχει περίπτωση να βγούμε εμείς κερδισμένοι από τον πόλεμο αυτό, θα είναι μόνο αν ο εχθρός που πολεμάμε γίνει το κεφάλαιο συνολικά, το κεφάλαιο σαν κοινωνική σχέση. Η κατάργηση της εκμετάλλευσης, η κατάργηση του κοινωνικού μας ρόλου, είναι η μόνη κατάσταση που μπορούμε σήμερα να πούμε ότι είναι “νίκη”.

 

 

Αρχαία ελληνική δημοκρατία, δουλεία, και σύγχρονη πολιτική σκέψη

b7324-filoksenia-sthn-arxaia-ellada-2

Αναδημοσιεύουμε από το blog Lenin Reloaded  αυτό το κείμενο που λειτουργεί ως απάντηση-κριτική στο κείμενο «Η ακαταμάχητη γοητεία της Δημοκρατίας»: Σημειώσεις για μια λέξη που δεν λέει να μας αφήσει, του συντρόφου Γ.Σ. που δημοσιεύσαμε εδώ, (η έμφαση σε ορισμένα σημεία δική μας).

Οι λυρικοί παιάνες στην αρχαία ελληνική δημοκρατία ως αποθέωση και πεμπτουσία του “πολιτικού βίου” σπάνια καταπιάνονται είτε με την άκρως σημαντική για τους ίδιους τους αρχαίους αστάθειά της, είτε με το πρόβλημα της δουλείας, το οποίο οι αρχαίοι δεν είχαν την προδιάθεση να αντιληφθούν ως πρόβλημα. Όταν συμβαίνει και κάποιος ενοχληθεί να καταγράψει την σιωπηλή παρουσία μιας μεγάλης πλειοψηφίας πληθυσμού που δεν την αφορούσε στο παραμικρό η “επινόηση της δημοκρατίας”, το γεγονός της ύπαρξής της καταγράφεται ως απλώς παραπληρωματικό: “είχαν βέβαια και δούλους.” Όμως η αρχαία δημοκρατία δεν επιτεύχθηκε παρά την ύπαρξη δουλείας· μάλλον, η ύπαρξη δουλείας ήταν βασική και ουσιώδης προϋπόθεση της αρχαίας δημοκρατίας. Αναγκαία και όχι ικανή προϋπόθεση, βέβαια. Αλλά προϋπόθεση, παρ’ όλα αυτά.

Γιατί πέρα από την κεντρικότητά της στην αρχαία αθηναϊκή οικονομική ζωή, η δημοκρατική σημασία της δουλείας αφορούσε την χρησιμότητά της ως μέσο εξαγοράς χρόνου. Η άμεση δημοκρατία, η δημοκρατία των πολιτών, δεν είχε ως μοναδική της προϋπόθεση τον συγκριτικά περιορισμένο αριθμό του πληθυσμού της· είχε ως επιπρόσθετη προϋπόθεσή της την ικανότητα των πολιτών της να αφιερώνουν χρόνο στα κοινά αντί για τις ιδιωτικές τους υποθέσεις. Και τον χρόνο αυτόν τον εξασφάλιζε η εργασία δούλων. Χωρίς δούλους, με άλλα λόγια, οι αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί θα ήταν απλώς αδιανόητοι. Κανείς δεν θα ήταν σε θέση να ξοδεύει τη μέρα του στην αγορά και στην εκκλησία, να ακούει ρήτορες, να ψηφίζει για τα πάντα, να εκλέγεται και να εκλέγει.
Η καθοριστική σημασία της δουλείας για την δυνατότητα της κλασικής δημοκρατίας να υπάρξει υποβαθμίστηκε, παραδόξως, από την φαινομενική ικανότητα της σύγχρονης αστικής τάξης να λύσει το πρόβλημα: αφού ως γνωστόν, οι αστικές επαναστάσεις κατέληξαν, πιο γρήγορα ή πιο αργά η καθεμιά, στην καθολική ψήφο και το καθολικό δικαίωμα του εκλέγεσθαι, η δουλεία δεν μπορεί να ήταν και τόσο κρίσιμη για την ιστορική δημοκρατία όσο θα φαινόταν.

Φυσικά, οι αστικές επαναστάσεις οδήγησαν, αργά ή γρήγορα, και στην κατάργηση της σύγχρονης δουλείας, μόνο όμως αφού είχαν αντικαταστήσει τον πληθυσμό των δούλων με αυτόν των ελεύθερων ανθρώπων που δεν έχουν τίποτε να πουλήσουν παρά την εργασία τους — αυτών δηλαδή που ο Μαρξ ονόμασε προλετάριους.

Για την αστική τάξη, πρόκειται περί θαύματος: από τα τέλη του 18ου αιώνα και μετά, οι κοινωνίες αποκτούν τη δυνατότητα καθολικοποίησης των δημοκρατικών δικαιωμάτων χωρίς μεγάλες αναταραχές και πολέμους, κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Και αφού αυτό επετεύχθη, το θεμελιώδες καθήκον της αριστεράς είναι να υπηρετήσει και να προστατέψει αυτό το μοναδικό ιστορικό θαύμα.

Continue reading

Γερμανία: Εμπρησμός οχημάτων μέσα σε στρατόπεδο

αναδημοσίευση από indymedia:

Σε μάστιγα για το Γερμανικό Στρατό εξελίσσονται οι επιθέσεις αγνώστων κατά σταθμευμένων οχημάτων εντός των στρατοπέδων του. Ο τελευταίος εμπρησμός προκλήθηκε στις 02:00 τα ξημερώματα της 27ης Ιουλίου όταν άγνωστοι δράστες παρείσφρυσαν στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του πεδίου ασκήσεων στο Havelberg και τοποθέτησαν αυτοσχέδιους εμπρηστικούς μηχανισμούς κάτω από σταθμευμένα οχήματα. Τα πυροσβεστικά οχήματα έφτασαν με καθυστέρηση τριών ωρών με αποτέλεσμα την καταστροφή 16 οχημάτων, μεταξύ των οποίων και τροχοφόρων τεθωρακισμένων μεταφοράς προσωπικού Fuchs. Ορισμένοι μηχανισμοί που δεν πυροδοτήθηκαν, εξετάζονται από τις αρχές. Το φαινόμενο εμφανίστηκε τον Απρίλιο του 2009 όταν άγνωστοι πυρπόλησαν 30 σταθμευμένα οχήματα του Γερμανικού Στρατού σε στρατόπεδο της Δρέσδης. Ακολούθησαν εμπρηστικές επιθέσεις το Μάιο του 2011 σε στρατόπεδο του Ρόστοκ με καταστροφή 7 οχημάτων και τον Ιούνιο του 2012 σε στρατόπεδο του Ανόβερου με καταστροφή 13 οχημάτων, όλες κατά τη διάρκεια της νύχτας. Eίναι πάντως κοινό μυστικό πως πίσω από τις επιθέσεις βρίσκονται ακροαριστερές οργανώσεις. Στην περίπτωση του Havelberg, η επίθεση σημειώθηκε λίγες ώρες μετά από διαδήλωση αριστεριστών της «Πρωτοβουλίας “War starts here”» μπροστά από την πύλη παρακείμενου στρατοπέδου.

και από τον τύπο τους:

Ένας εμπρησμός που προκλήθηκε από αυτοσχέδιους μηχανισμούς που είχαν τοποθετηθεί κάτω από οχήματα σημειώθηκε τη νύχτα της Παρασκευής προς Σάββατο σε ένα στρατόπεδο στην πόλη Χάβελμπεργκ στην Σαξονία-Άνχαλτ, στη βορειοδυτική Γερμανία, ανακοίνωσε την 27η Ιουλίου ο γερμανικός στρατός.

Continue reading

#OpAntiSH: εμπειρίες από τον αγώνα ενάντια στη σεξουαλική βία της πλατείας Ταχρίρ

4cea22c5e5230ae22a2675a652a905ff

Αναδημοσίευση από jadaliyya

We were on the edge of Tahrir Square on Wednesday 3 July when the army made its announcement. The square burst into jubilation. A member of our team checked his smartphone. He shouted over the din of drumbeats and squealing vuvuzelas: “Morsi’s gone. They’ve appointed the head of the constitutional court in his place and suspended the elections.”

We watched the celebrations. I looked around at the people I knew, with some of whom I had shared—what do I call it, the Tahrir of yore?—and the subsequent two-and-a-half years of anger, euphoria, exhaustion, triumph, dejection. Their faces were as expressionless as mine. The only emotion I could locate inside myself was fear—not of the political future, about which I no longer felt I understood a thing, and had lost my faith and footing in—but of the very next moment: how would we get back into the square?

After ten minutes, we could not put it off any more. We had to deliver food to the intervention teams posted around the square, and the celebrations would just get more massive and feverish as the night wore on. Our team formed a line and dove into the crowds, holding tightly onto one another and trying to protect each other from any onslaught of hands. I tried to be present—if not to enjoy the festivities, then at least to notice them—but all I could think of was cutting across this heaving sea. In a distant part of my mind I wondered about fear: is it an idea or a real understanding in the body? If I did not known what I did, would I be able to feel the exhilaration, to lose myself in the crowd as I had done before?

We reached the first intervention team and I flopped in their midst—an isle of safety in the square. This was not some slick special-forces unit in imposing uniform. It was a group of young women and women wearing white T-shirts with red lettering that said: “Anti-Sexual Harassment” and on the back, “A Square Safe for Everyone.”

It was my first day of volunteering with Operation Anti-Sexual Harassment/Assault (OpAntiSH). With everything I had heard about Tahrir lately, it was the last place I wanted to be. And yet—I no longer felt I had a place in the marches taking place all over the city; I could not stay home; and I could not turn my back on the one thing in the midst of all the madness that seemed to cleanly matter, to make sense.

I was trembling as I got out of the taxi by the Nile that afternoon and walked alone to our meeting point behind the square. As we gathered around in a circle to be briefed, a part of me was bewildered at the red nails of the girl standing next to me, at the smiles on people’s faces, when on mine tragedy must have been writ large—a sort of newcomer’s naiveté. I had not yet had time to recalibrate, to normalize.

Continue reading

Και στη Νέα Ζηλανδία το κράτος ψηφίζει νόμο για την επιτήρηση του εσωτερικού εχθρού

8972722_600x400

από τον τύπο τους:

The thousands of people who marched in protest of a new bill that would grant the New Zealand’s government sweeping spy powers, were misinformed, Prime Minister John Key has said playing down the nationwide protests.

The surveillance bill, which is expected to be passed in parliament, would allow New Zealand’s Government Communications Security Bureau (GCSB) free rein to listen in on citizens’ phone conversations.

Kiwis took to the streets on Saturday in 11 cities and towns in what has been dubbed as an “uphill battle” to stop the bill from going through.

Key, however, argued on Sunday that the turnout was “quite light” and insisting that those involved in the mass demonstrations were ill-informed or had a political agenda.

“At the risk of encouraging them to have more protests, I would have actually said those numbers were quite light – it wasn’t anything like what we saw for mining or anything else,”
 he told TVNZ’s Q&A program on Sunday.

“Secondly, a lot of people that would go along would be either A, politically aligned, or B, with the greatest of respect, misinformed,” he stressed.

#SammyYatim: H αστυνομία κάνει τη δουλειά της και στο Τορόντο

[youtube]https://www.youtube.com/watch?v=bnTTlxwI6N0[/youtube]

Ένας 18χρονος απειλούσε με ένα μαχαίρι μερικές δεκάδες μπάτσους που τον είχαν περικυκλώσει με περιπολικά και τον σημάδευαν με όπλα. Ε, ευτυχώς η κοινωνία γλύτωσε από έναν ακόμη τρομοκράτη. Τα μπάχαλα που αντιστοιχούν όμως που είναι;

Μια σύντομη κριτική της αυτοοργάνωσης στην Ελλάδα*

chaplin_3

αναδημοσίευση από barikat.gr

* Μια προηγούµενη εκδοχή του κειµένου αυτού παρουσιάστηκε στη συζήτηση µε τίτλο «Το χρήµα σε κατάσταση κρίσης: το παράδειγµα της Ελλάδας», µε αφορµή την προβολή της ταινίας της Anja Kirchner και του David Panos, Ultimate Substance, στο Neue Berliner Kunstverein.

Καθώς σήµερα στην Ελλάδα το κράτος αποσύρεται  από την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναµης µε τη µορφή της πρόνοιας, αντικαθιστώντας την µε τα «προγράµµατα απασχόλησης»  και την καταστολή, ενώ το κεφάλαιο,  µεγάλο και µι- κρό, αναγκάζεται να αποσυρθεί από επενδύσεις και την παραγωγή, πετώντας όλο και µεγαλύτερο κοµµάτι του πληθυσµού εκτός της επίσηµης αγοράς εργασίας και προς την «µαύρη»/επισφαλή εργασία και την ανεργία, έχουν εµφανιστεί πολλές αυτοοργανωµένες δραστηριότητες, καθώς και ένα αυξηµένο ενδιαφέρον για αυτές, ακόµα και από το κράτος. Αυτές οι δραστηριότητες συχνά αποτελούν άµεση απάντηση στη συµπίεση προηγούµενων πηγών αναπαραγωγής (µισθοί, συντάξεις, πρόνοια), και εµφανίζονται ως αναγκαίες. Ωστόσο, όχι µόνο είναι συµπτωµατικές της κρίσης, αλλά και αυτές οι ίδιες διαπερνώνται από την κρίση. Ο σκοπός αυτού του κειµένου είναι να αναπτυχθούν κάποιες σκέψεις σχετικά µε αυτές τις δραστηριότητες, όχι από τη σκοπιά τού αν είναι σωστές ή λάθος ή αν οι άνθρωποι θα έπρεπε να κάνουν κάτι άλλο, αλλά από τη σκοπιά των ορίων ή αντιφάσεων που αντιµετωπίζουν. Οι έννοιες του χρήµατος, της εµπορευµατικής ανταλλαγής, της αξίας και της αφηρηµένης  εργασίας σχετίζονται άµεσα µε αυτή τη συζήτηση.

Η εµπορευµατική ανταλλαγή είναι αυτό ακριβώς που συνέχει τα εγχειρήµατα εναλλακτικής  οικονοµίας που δηµιουργούν δίκτυα εναλλακτικών νοµισµάτων ή τράπεζες χρόνου. Ο στόχος αυτών των εγχειρηµάτων είναι, από τη µία, να δηµιουργήσουν οικονοµική δραστηριότητα εκεί που δεν υπάρχει, και, από την άλλη, να δηµιουργήσουν σχέσεις κοινότητας και αλληλεγγύης ανάµεσα στους κατοίκους µιας περιοχής. Ένα τοπικό νόµισµα, είτε βασίζεται στον χρόνο είτε όχι, περιορίζει το πεδίο των ανταλλακτικών δραστηριοτήτων και προστατεύει τα µέλη του δικτύου από τον εξωτερικό ανταγωνισµό. Θα µπορούσαµε να πούµε ότι πρόκειται για ένα είδος µικροπροστατευτισµού. Επιπλέον, προσπαθεί να χτίσει δεσµούς κοινότητας ανάµεσα στα µέλη. Αυτές οι δύο πλευρές των εγχειρηµάτων αυτών συνδέονται στενά η µία µε την άλλη και οι αντιφάσεις τους προεικονίζουν µελλοντικές εντάσεις εντός αυτής της αλληλεξάρτησης.

Η ύπαρξη σχέσεων απλής ανταλλαγής ανάµεσα στα µέλη σηµαίνει ότι µιλάµε για οικιακή παραγωγή που είναι εξαρτηµένη από την ευρύτερη οικονοµία στο εξωτερικό της κοινότητας. Η ανταλλακτική κοινότητα δεν είναι λοιπόν εντελώς αυτόνοµη αλλά διαπερνάται από την εξελισσόµενη κρίση. Είναι δύσκολο να παραµείνει ανεπηρέαστη από την απαξίωση της εργασιακής δύναµης. Από την άλλη πλευρά, ακόµα και αν επιτύχει έναν βαθµό αυτονοµίας, µια κοινότητα που βασίζεται στην απλή ανταλλαγή δηµιουργεί αναγκαστικά δεσµούς αλληλεξάρτησης βασισµένους στην τοπική ιδιοκτησία, δεν αποτελείται από άτοµα που ελεύθερα επιλέγουν τις µεταξύ τους σχέσεις. Αυτό έχει ως συνέπεια την πιθα- νότητα οι κοινότητες αγώνα που µπορεί να αναδυθούν από τις ανταλλακτικές κοινότητες να βρεθούν αγκιστρωµένες σε ζητήµατα τοπικής ταυτότητας και τοπικής ιδιοκτησίας και να έρθουν σε σύγκρουση µε τους «εκτός» υπερασπιζόµενες αυτή την τοπικότητα, αντί να κινηθούν προς την κατάργηση των σχέσεων ιδιοκτησίας.

Μέσα σε αυτές τις µικροαγορές ήδη βλέπουµε ένα γενικό ισοδύναµο που αποτελεί µέτρο της ανταλλακτικής αξίας, είτε αυτό είναι εναλλακτικό χρήµα είτε πίστωση χρόνου, καθώς και παραγωγή για την αγορά, πράγµα το οποίο σηµαίνει ότι η εργασία ως εργασία που παράγει εµπορεύµατα ήδη εξισώνεται µέσω της ανταλλαγής, και εποµένως υπάρχει ως αφηρηµένη απέναντι στις συγκεκριµένες ιδιότητές της. Ωστόσο, οι τράπεζες χρόνου, κινητοποιηµένες από την ιδέα της ισότητας, χρησιµοποιούν  τον χρόνο συγκεκριµένης εργασίας ως µέτρο του πλούτου, αγνοώντας τις όποιες διαφοροποιήσεις στην παραγωγικότητα, την εντατικότητα και τη συνθετότητα της εργασίας. Ωστόσο, η συνύπαρξη αυτών των διαφοροποιήσεων απαιτεί µια διαρκή διαπραγµάτευση γύρω από την αξία της κάθε ώρας διαφορετικών συγκεκριµένων εργασιών ώστε να συνεχίζει να ισχύει αυτή η αρχή της ισότητας. Η εξίσωση των διαφορετικών εργασιών στην αγορά απαιτεί την επαρκή µορφή της. Αυτή η διαπραγµάτευση µπορεί είτε να οδηγήσει στο να µετατραπούν οι πιστώσεις χρόνου σε πραγµατικό χρήµα, δηλαδή να πάψουν να µετρούνται στη βάση του χρόνου συγκεκριµένης  εργασίας, είτε στην αναγκαιότητα να υπάρχουν αυστηροί και συνεχείς έλεγχοι στις ιδιότητες και τις µορφές της εργασίας που ανταλλάσσεται, κάτι που θα εµποδίζει την επέκταση αυτής της µικροαγοράς. Η τράπεζα χρόνου, συνεπώς, δεν µπορεί να εξαπλωθεί χωρίς να εισάγει τη µορφή-χρήµα, και δεν µπορεί να αποφύγει την εισαγωγή του χρήµατος χωρίς να συρρικνωθεί. Στον βαθµό που εξαπλώνεται, η διαφοροποίησή της από την κυρίαρχη οικονοµία θα τείνει να εξαφανιστεί.

Η άποψη που θεωρεί τις εναλλακτικές οικονοµίες ως κάτι περισσότερο από προσπάθειες επιβίωσης µέσα στην κρίση και αναζητά έναν επαναστατικό ορίζοντα σε αυτό που είναι και όχι στη ρήξη µε το περιεχόµενό  τους, βλέπει το χρήµα ως απλή κυριαρχία ή ως απλό σύµβολο,[1]  αντί για αυτό που είναι: ένα αφηρηµένο ισοδύναµο, µια λειτουργία, το πιο επαρκές µέσο της ανταλλαγής. Η εµπορευµατική ανταλλαγή καθιστά αναγκαίο το χρήµα, δεν «κυριαρχείται» από αυτό. Η ανταλλαγή, η αφηρηµένη εργασία, ο καταµερισµός της εργασίας, είναι προϋποθέσεις της παραγωγής αξίας, µε άλλα λόγια του καπιταλισµού. Δεν είναι «αυθεντικές» σχέσεις τις οποίες ο καπιταλισµός εκ των υστέρων ιδιοποιείται. Οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις δεν γίνονται λιγότερο καπιταλιστικές αντικαθιστώντας το χρήµα µε κάτι άλλο, που ούτως ή άλλως καταλήγει αναγκαστικά και πάλι να είναι χρήµα.[2] Η κατάργηση του χρήµατος ως διαµεσολάβησης των σχέσεων παραγωγής δεν µπορεί να συµβεί χωρίς την κατάργηση όλων των άλλων διαµεσολαβήσεων που συντηρούν και συντηρούνται από το χρήµα, παντού σε όλη την κοινωνία και όχι µόνο τοπικά.

Τα κοινωνικά εγχειρήµατα που προτάσσουν τη χαριστικότητα επίσης αντιµετωπίζουν όρια που τίθενται από την ίδια τη φύση της δραστηριότητάς τους, στην προσπάθειά τους να παρέχουν κοινωνικές υπηρεσίες από τις οποίες το κράτος έχει αποσυρθεί. Τα εγχειρήµατα αυτά είναι ταυτόχρονα συµπτωµατικά της κρίσης και απαραίτητα για την επιβίωση εντός της. Περιλαµβάνουν  από κουζίνες που προσφέρουν δωρεάν φαγητό σε άστεγους,  ανταλλακτικά παζάρια ρούχων και «κοινωνικά παντοπωλεία», µέχρι νηπιαγωγεία και δωρεάν µαθήµατα για παιδιά. Τα παραπάνω οργανώνονται τόσο από πολιτικές οµάδες όσο και αυθόρµητα.Το ζήτηµα της περίθαλψης  είναι ενδιαφέρουσα περίπτωση, καθώς υπάρχουν αυτο-οργανωµένα ιατρεία σε αρκετές πόλεις. Τα ιατρεία αυτά τα λειτουργούν εργαζόµενοι στον τοµέα της υγείας που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους δωρεάν, και όλοι οι χώροι, ο εξοπλισµός και τα φάρµακα προέρχονται  από δωρεές αλληλέγγυων.[3] Αποτελούν κοµµάτι των αγώνων των εργαζοµένων στον χώρο της υγείας και του αγώνα για καθολική δωρεάν περίθαλψη, και επιχειρούν την αποεµπορευµατοποίησή  της στην πράξη. Ωστόσο, η αντίφαση που αντιµετωπίζουν αυτά τα εγχειρήµατα γίνεται τόσο περισσότερο εµφανής όσο η αρχή της αυτονοµίας (από το κράτος, τις ΜΚΟ, την εκκλησία ή ιδιωτικές εταιρίες) αναδύεται πιο δυναµικά εντός τους, έχοντας το πρόταγµα της αυτοδιαχείρισης  ως ορίζοντα. Τα κοινωνικά ιατρεία αλληλεγγύης εµπλέκονται σε µια δραστηριότητα  το ίδιο το περιεχόµενο της οποίας καθορίζεται από την ταξική σχέση: µια αναπαραγωγική λειτουργία που µέχρι πρόσφατα επιτελούσε το κράτος για τη συντήρηση της εργασιακής δύναµης, λειτουργία που πλέον δεν είναι διατεθειµένο να αναλάβει. Οι πρακτικές τους αντικειµενικά δεν µπορούν να αποφύγουν το ζήτηµα του τι είναι η ίδια η ιατρική γνώση, που σε τελική ανάλυση ορίζεται από την ύπαρξή της ως αναπόσπαστο κοµµάτι της αναπαραγωγής  της εργατικής δύναµης ως εργατικής δύναµης (καταλληλότητα για εργασία), και της παραγωγής των ιατρικών τεχνολογιών διαµέσου υπολογισµών κόστους και απόδοσης των επενδύσεων για τις βιοµηχανίες φαρµάκων και ιατρικού εξοπλισµού. H «υγεία», λοιπόν, ακόµα και στο στοιχειώδες επίπεδο στο οποίο περιορίζονται  τα κοινωνικά ιατρεία, δεν µπορεί, εξ ορισµού, να είναι «δωρεάν» και κάποια στιγµή θα έρθει ο καιρός που η οικονοµική ενίσχυση από τους συντρόφους δεν θα είναι αρκετή. Τότε, το πρόβληµα του να διατηρηθεί η αυτονοµία χάριν του αγώνα για την αυτοδιαχείριση εµφανίζεται διπλό: από τη µια πλευρά, η µη αποδοχή χορηγιών από εταιρίες, ΜΚΟ ή το κράτος, θα σηµαίνει ότι είναι αδύνατον να συνεχιστεί το εγχείρηµα,  κάτι που θα άφηνε χωρίς περίθαλψη αυτούς που δεν έχουν πρόσβαση στο σύστηµα υγείας. Από την άλλη, υπάρχει το ερώτηµα του αν η ίδια η προϋπόθεση των υπηρεσιών «υγείας» – η εργασία, ο καταµερισµός της και η αναπαραγωγή της, µε άλλα λόγια, η διαχείριση της ζωής µε σκοπό την παραγωγή – µπορεί πραγµατικά να αµφισβητηθεί µέσω του πολυπόθητου σχεδίου της αυτοδιαχείρισης.

Ενώ το πρώτο πρόβληµα συχνά αναγνωρίζεται ξεκάθαρα από όσους συµµετέχουν στα εγχειρήµατα αυτά, αυτό που θεωρούν ως την πιο ελπιδοφόρα πλευρά της δράσης τους είναι η δηµιουργία «αλληλέγγυων υποκειµένων» τα οποία συνδέουν άµεσα µε την εργατική αυτοδιαχείριση. Το όριο που πρέπει να ξεπεραστεί, εδώ, όµως, δεν βρίσκεται στο επίπεδο του υποκειµένου αλλά στις δυνατότητες των συγκεκριµένων πρακτικών. Η δωρεάν προσφορά υπηρεσιών υγείας µπορεί να είναι απαραίτητη υπό τις σηµερινές συνθήκες για την επιβίωση πολλών προλετάριων, αλλά δεν µπορεί να βάλει τέλος στη συστηµατική διαµεσολάβηση της «υγείας» από το χρήµα. Ακόµα και στο ιδανικό πλαίσιο µιας «αυτοδιαχειριζόµενης κοινωνίας», η «υγεία» δεν θα έπαυε να είναι εµπόρευµα, ακριβώς επειδή η ίδια η εµπορευµατική µορφή, η εργασία, ο καταµερισµός της και η µέτρηση της παραγωγικότητάς  της, δεν θα αµφισβητούνταν. Η «υγεία» λοιπόν θα συνέχιζε να βασίζεται στη συντήρηση της εργασιακής δύναµης µε τον πιο οικονοµικό τρόπο. Ίσως, αντίθετα, σε µια γενικευµένη  κατάσταση ρήξης, που θα ενέπλεκε ολόκληρη την κοινωνία, σε µια ολική σύγκρουση ενάντια στην τάξη του κεφαλαίου και το κράτος, όπου θα αµφισβητούνταν οι διαµεσολαβήσεις του χρήµατος και της ανταλλαγής, θα βλέπαµε µαζί και την αµφισβήτηση της ίδιας της «υγείας». Τότε, η αυτοοργάνωση των υπηρεσιών «υγείας» θα αναγκαζόταν να αντιµετωπίσει θέµατα όπως αυτά του καταµερισµού της εργασίας και των σχέσεων εξουσίας ανάµεσα σε γιατρούς και ασθενείς, τα οποία προϋποθέτουν καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Η γενίκευση και σύγκλιση τέτοιων ρήξεων, όµως, δεν είναι το ίδιο µε την εξάπλωση των αυτόνοµων χώρων, ή µε τον πολλαπλασιασµό και τη µεγέθυνση αυτών που συχνά αποκαλούνται «κοινά».[4] Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι η µορφή της αυτόνοµης οργάνωσης  είναι πάντα µια κοινότητα τα µέλη της οποίας έχουν κοινά συµφέροντα και κοινή ιδιοκτησία. Η ιδιοκτησία δεν καταργείται, αλλά απλώς ανήκει στην κοινότητα.  Αυτό που βρίσκεται εντός της πάντα ορίζεται από ό,τι βρίσκεται εκτός της και από τα όρια που τη χωρίζουν από αυτό. Από τη µια πλευρά, µια αυτόνοµη κοινότητα αντιµετωπίζει όλους τους κινδύνους του τοπικισµού, ακόµα και του εθνικισµού, ενώ από την άλλη, τα όρια που τη χωρίζουν από τον «καπιταλισµό» δεν είναι καθόλου στεγανά. Ο καπιταλισµός όχι µόνο δεν απειλείται ή διαρρηγνύεται από κοινότητες που βασίζονται στη χαριστικότητα, αλλά είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη τέτοιων κοινοτήτων, οι οποίες αναπόφευκτα εξαρτώνται από την εµπορευµατική παραγωγή και την ανταλλαγή για την επιβίωσή τους (εκτός αν πρόκειται για πρωτογονιστικές κοµµούνες). Η ίδια η πρακτική της χαριστικότητας δεν έχει κάποιο ουσιαστικό νόηµα ανεξάρτητα από το τι είναι αυτό που µοιράζεται κανείς και υπόποιες συνθήκες. Σε ατοµικό επίπεδο, η πρακτική αυτή θα µπορούσε ίσως να παρακάµψει το χρήµα, αλλά δεν το αποκλείει εξ ορισµού – η χαριστικότητα µπορεί κάλλιστα να είναι χαρακτηριστικό φιλικών σχέσεων αλλά και συστατικό στοιχείο της καπιταλιστικής παραγωγής.

Αυτές οι αντιφάσεις της κοινότητας και της ιδιοκτησίας είναι πλέον εµφανείς σε εγχειρήµατα που στοχεύουν στην «απελευθέρωση» δηµοσίων χώρων, ιδιαίτερα στην Αθήνα. Αν ένα κατειληµµένο πάρκο, που έχει φυτευτεί µε µεράκι µε την ελπίδα να γίνει καταφύγιο αλληλέγγυας δραστηριότητας µέσα στη ζούγκλα της πόλης είναι ταυτόχρονα και δηµόσιος χώρος όσο και κάθε άλλος µέσα στην πόλη, αναπόφευκτα θα είναι και τόπος των ίδιων κοινωνικών αντιφάσεων. Έτσι, λίγες επιλογές αποµένουν για να διατηρηθεί ακέραιος αυτός που οι οργανωτές του θεωρούν ότι θα έπρεπε να είναι ο χαρακτήρας του, πέρα από την αστυνόµευση τελικά του χώρου. Όντως, αρκετοί από αυτούς που επιθυµούν την υπεράσπιση αυτών των χώρων τους αστυνοµεύουν από ναρκοµανείς και βαποράκια –που τυγχάνει να είναι συνήθως µετανάστες– και οι συγκρούσεις µεταξύ τους στο δρόµο δεν είναι σπάνιες.

Continue reading

Προλεταριακή αστυνομία: Η περίπτωση του Μεξικό και της Βενεζουέλας

Στο Μεξικό:

[youtube]https://www.youtube.com/watch?v=8XiSnCt9fDc[/youtube]

Στη Βενεζουέλα:

[youtube]https://www.youtube.com/watch?v=H5KMgC70diE[/youtube]

Στο κείμενο Η ιστορική παραγωγή της επανάστασης της τρέχουσας περιόδου, που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2010 στο περιοδικό blaumachen υπήρχε η ακόλουθη εκτίμηση:

“Η αύξηση του τμήματος της τάξης που δεν έχει πρόσβαση σε επίσημη απασχόληση μόνιμα ή για πολύ μεγάλα διαστήματα και η διάχυση του φαινομένου και σε μεγαλύτερες ηλικίες θα σημάνει αύξηση της «εγκληματικότητας», με πιο πιθανή απάντηση του κράτους την γκετοποίηση-αποκλεισμό ολόκληρων περιοχών μέσα στους αστικούς πολεοδομικούς σχηματισμούς. Η τάση δημιουργίας gated communities, δηλαδή φυλασσόμενων περιοχών κατοικιών, νησίδων ασφαλείας μέσα σε μια θάλασσα περιοχών κατοικιών χωρίς επαρκείς υποδομές θα γίνει ακόμη πιο ισχυρή. Η κατοικία, για μέρος του πληθυσμού, θα υπαχθεί σταδιακά στη σφαίρα της ανεπίσημης οικονομίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η αύξηση της βίας σε μοριακό επίπεδο και η ανάληψη της επιβολής του νόμου και της τάξης από μικρομαφίες κάθε τύπου, που θα βρίσκονται σε συνεννόηση με το κράτος ή υπό την ανοχή του, θα θέτουν ολοένα και περισσότερο την ύπαρξη του ελεύθερου εργάτη ως τέτοιου σε κρίση”.

Η πραγματικότητα δείχνει ότι η υπεράσπιση του ταξικού ανήκειν περνάει και μέσα από την ανάληψη της διατήρησης της τάξης από μέρος του προλεταριάτου, ενάντια στην έλλειψη αστυνόμευσης από το κράτος. Η αυτοδιαχείριση της καταστολής, η παραγωγή της καταστολής ως αυτοπροστασίας αποτελεί άλλη μια ένδειξη της σύγχρονης αντίφασης ανάμεσα στη διεκδίκηση της υπεράσπισης της (καπιταλιστικής) κοινωνίας και της κατάργησης αυτής της κοινωνίας, της επανάστασης, της κομμουνιστικοποίησης.