Category Archives: ΙΣΤΟΡΙΑ

“Κουρδικό ζήτημα”, Ισλαμικό Κράτος, ΗΠΑ και περίχωρα

Αναδημοσιεύουμε εδώ το ενδιαφέρον κριτικό κείμενο των Il latto cattivo για την Rojava, το ισλαμικό κράτος και όχι μόνο. Παρά το γεγονός ότι έχει γραφτεί πάνω από έναν χρόνο πριν, διατηρεί αυτούσια την αξία του. Το κείμενο έχει αναρτηθεί αρχικά στο site των Παιδιών της Γαλαρίας.

 

kourdistan

 

 

«Κουρδικό ζήτημα», Ισλαμικό Κράτος, ΗΠΑ και περίχωρα

Il Lato Cattivo (Οκτώβρης 2014)

 

Το κείμενο που ακολουθεί είχε ετοιμαστεί αρχικά για μία εκδήλωση –που πραγματοποιήθηκε στην Μπολόνια στις αρχές του Σεπτεμβρίου 2014– με τον Ντανιέλε Πεπίνο, συγγραφέα του άρθρου «Kurdistan. Nell’occhio del ciclone» [Κουρδιστάν. Στο μάτι του κυκλώνα] (Nunatak, ν. 35, καλοκαίρι 2014). Αδυνατώντας να συμμετέχουμε στην εκδήλωση, ξαναδουλέψαμε το αρχικό κείμενο και αυτό που ακολουθεί μπορεί να διαβαστεί είτε σαν μία σειρά σημειώσεων στο περιθώριο του προαναφερθέντος κειμένου είτε σαν ένα αυτόνομο κείμενο.

Το «Kurdistan. Nell’occhio del ciclone» έχει το αδιαμφισβήτητο προτέρημα ότι παρουσιάζει με σαφήνεια τις πολιτικές δυνάμεις που είναι ενεργές στην περιοχή του Κουρδιστάν, όμως το άρθρο εγείρει κάποια ερωτήματα με τα οποία εμείς θα θέλαμε να ασχοληθούμε. Πέρα από μία απλή αξιοποίηση της επέμβασης των πολιτοφυλακών του ΡΚΚ προς υποστήριξη των κούρδων Γεζίντι που απειλούνται από το Ισλαμικό Κράτος (IS) στο βόρειο Ιράκ, ο συγγραφέας εμφανίζεται σαν απολογητής αυτής της οργάνωσης και της υποτιθέμενης «ελευθεριακής» στροφής της (ο αποκαλούμενος «δημοκρατικός συνομοσπονδισμός»). Επιπλέον, η απουσία μίας περιγραφής των κοινωνικών και ταξικών δυνάμεων που εκφράζει η κάθε δύναμη, κάνει τις ενέργειές τους να εμφανίζονται ως το προϊόν απλών υποκειμενικών επιλογών, τις οποίες κάνουν ακαθόριστα άτομα. Τέλος, διάφορα ζητήματα, από τη χρηματοδότηση του ίδιου του ΡΚΚ μέχρι τις συμμαχίες που διαμορφώνονται στη Μέση Ανατολή, εξετάζονται επί τροχάδην. Φυσικά για να αναλύσει κανείς εξαντλητικά όλα αυτά τα ζητήματα θα έπρεπε να γράψει ολόκληρα βιβλία, και για αυτόν το λόγο πιστεύουμε ότι οι σημειώσεις που ακολουθούν θα είναι εξίσου ελλιπείς. Όμως νομίζουμε ότι θα μπορέσουν να ρίξουν ένα διαφορετικό φως τόσο στις πρόσφατες εξελίξεις στο «κουρδικό ζήτημα», όσο και στα όσα συμβαίνουν για ακόμα μια φορά στη Μέση Ανατολή. Χωρίς να ξεχνάμε ότι, εάν αυτό μπορεί να έχει κάποια χρησιμότητα για εμάς ή για άλλους, αυτή βρίσκεται στο γεγονός ότι μπορεί να θέσει όχι το ζήτημα της αυτονομίας (ό,τι κι αν σημαίνει αυτή), αλλά του κομμουνισμού.

Το κουρδικό ζήτημα: μια ιστορική ανασκόπηση

Η εμφάνιση ενός συγκεκριμένου «κουρδικού ζητήματος» μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, θα πρέπει να εγγραφεί στη χαοτική διαδικασία του σχηματισμού των εθνών-κρατών στην Εγγύς και Μέση Ανατολή. Παντού, ο σχηματισμός ενός σύγχρονου έθνους-κράτους συνεπάγεται την ανάγκη να συμπίπτουν τα διοικητικά σύνορα του Κράτους με εκείνα μίας και μοναδικής εθνικής κοινότητας. Τα πολυεθνικά κράτη αποτελούν ως επί το πλείστον προβληματικές ή εξαιρετικές καταστάσεις: το έθνος-κράτος, δηλαδή το Κράτος του Κεφαλαίου, είναι μονο-εθνικό, δεδομένου ότι η σχέση μεταξύ του ατόμου και του Κράτους που αυτό έχει κατασκευάσει δεν μπορεί να ανεχτεί την υπακοή σε ενδιάμεσες κοινότητες· επομένως το Κράτος και το έθνος πρέπει να συμπίπτουν. Η διαδικασία αυτή δεν έχει τίποτα το «φυσικό», είναι μία διαδικασία ομογενοποίησης που συμπεριλαμβάνει κάθε είδους πρόχειρες λύσεις, και μπορεί να χρησιμοποιήσει ήπιες μορφές αφομοίωσης όπως και την πιο κτηνώδη μορφή εθνικής κάθαρσης. Εάν αληθεύει ότι στην Ευρώπη το παζλ των πληθυσμών αποτέλεσε μικρότερο εμπόδιο απ’ ό,τι στα Βαλκάνια ή τη Μέση Ανατολή, ο λόγος δεν οφείλεται τόσο στη μικρότερη ή μεγαλύτερη πολυπλοκότητα ή την επιλυσιμότητα του παζλ αυτού καθαυτού, αλλά στο γεγονός ότι, εάν στην Ευρώπη ο σχηματισμός των εθνών-κρατών πραγματοποιήθηκε με την ώθηση μιας ενδογενούς καπιταλιστικής ανάπτυξης, που με τη σειρά της κατέστη εφικτή χάρη σε μία ακριβή διαδοχή προγενέστερων τρόπων παραγωγής, στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή αυτός ακολούθησε μια καπιταλιστική ανάπτυξη που πήγαζε από αλλού και τους ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς που προκλήθηκαν απ’ αυτήν. Από τον κατακερματισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή το διαμοιρασμό των εδαφών της από τις νικήτριες δυνάμεις του πολέμου, τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, προέκυψε η μετέπειτα δημιουργία, από τη μία, του Ιράκ και της Συρίας, υπό βρετανική εντολή το πρώτο και γαλλική η δεύτερη, και από την άλλη της Τουρκίας με την άνοδο του εθνικιστικού κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ). Ο τελευταίος, αμέσως, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον πολυεθνικό χαρακτήρα του μελλοντικού τουρκικού Κράτους (Τούρκοι, Κούρδοι και Έλληνες της Ανατολίας), αν και αυτή είχε ήδη «απλοποιηθεί» λόγω της εξόντωσης των Αρμενίων από τους Νεότουρκους τη διετία 1915-’16 (1.200.000 νεκροί). Όσον αφορά τους Κούρδους, η Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) είχε ήδη προβλέψει τη δυνατότητα δημιουργίας ενός μικρού ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, υπό τον όρο ότι αυτό θα ανταποκρινόταν στη συλλογική βούληση του κουρδικού πληθυσμού καθώς και ότι θα ιδρυόταν και ένα αρμενικό κράτος σε ορισμένες επαρχίες της ανατολικής Ανατολίας. Οι προϋποθέσεις αυτές απορρίφθηκαν από ορισμένους φύλαρχους και από τους σεΐχηδες (γαιοκτήμονες), λόγω της πολύ μικρής έκτασης που θα καταλάμβανε το προβλεπόμενο κουρδικό κράτος σε σχέση με το μέγεθος της περιοχής που καταλάμβαναν οι κουρδικοί πληθυσμοί, έκταση που άλλωστε θα μειωνόταν ακόμα περισσότερο από τη δημιουργία ενός αρμενικού κράτους. Ο εμβρυώδης κουρδικός εθνικισμός επιχείρησε τότε να προσδεθεί στους κεμαλιστές, οι οποίοι σαν απάντηση, αφού κατόρθωσαν να παγιώσουν τις θέσεις τους, κατέστειλαν, πέρα από τους μαρξιστές, και την κουρδική αντιπολίτευση κοντά στο Koçgiri (1921) και επέβαλαν με τη Συνθήκη της Λοζάννης (1923) την αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών που είχε υπογραφεί τρία χρόνια νωρίτερα, ορίζοντας τα σημερινά σύνορα της Τουρκίας και αφήνοντας έτσι το νότιο Κουρδιστάν υπό βρετανική εντολή.

Η ιστορία του κουρδικού κινήματος χωρίζεται σε δύο μεγάλες περιόδους: η πρώτη, από το 1919 μέχρι το 1990 με μία σαφή τομή το 1946 (Δημοκρατία του Μαχαμπάντ), είναι η περίοδος του εθνικισμού με τη στενή έννοια· η δεύτερη, από το 1990 μέχρι σήμερα, είναι εκείνη που θα αποκαλέσουμε, ακολουθώντας τον Χαμίτ Μποζαρσλάν, ως «κρίση του εθνικισμού». Αν και σε μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Μέση Ανατολή, αυτές οι μεγάλες ιστορικές καμπές αποτυπώνουν την εναλλαγή, στο εσωτερικό του κουρδικού χώρου, τριών διαφορετικών φραξιών της αστικής τάξης που ηγούνταν της κοινωνίας: γαιοκτητική αστική τάξη, διανοούμενη μικροαστική τάξη και πετρελαϊκή αστική τάξη. Η πρώτη περίοδος –την οποία σημαδεύει η ηγεμονία της γαιοκτητικής αστικής τάξης– χαρακτηρίζεται από μια σειρά βίαιων εξεγέρσεων: από το 1919 μέχρι το 1930. Στο ιρανικό Κουρδιστάν την εξέγερση καθοδηγεί η συνομοσπονδία των φυλών υπό την ηγεσία του Shikak – την οποία αρχικά υποστήριξαν οι κεμαλιστές, για να της εναντιωθούν στη συνέχεια. Στο Ιράκ, το κίνημα καθοδηγεί, αρχικά, ο σεΐχης Μαχμούντ Μπαρζαντζί –ο οποίος αυτοανακηρύχθηκε Βασιλιάς του Κουρδιστάν– και στη συνέχεια η οικογένεια Μπαρζανί. Στην Τουρκία, καταγράφονται δεκαοκτώ εξεγέρσεις μέσα σε λιγότερο από δεκαπέντε χρόνια (1927-’30 στο Αραράτ· 1936-’38 στο Ντερσίμ)· οι Κούρδοι της Συρίας συμμετέχουν σε πολλά από αυτά τα κινήματα. Το τελευταίο σημαντικό γεγονός αυτής της περιόδου είναι η ανακήρυξη, στις 22 Ιανουαρίου 1946, μίας αυτόνομης δημοκρατίας στο Ιράν, στο κενό που είχε δημιουργήσει η σοβιετική κατοχή ενός τμήματος της χώρας. Η Δημοκρατία του Μαχαμπάντ, αδυνατώντας να κινητοποιήσει το σύνολο των Κούρδων του Ιράν (μολονότι προστρέχουν να την υπερασπιστούν πολυάριθμοι Κούρδοι από την Τουρκία και το Ιράκ), σπαρασσόμενη από εσωτερικές διαμάχες, θα διαλυθεί στις 15 Δεκεμβρίου του 1946 από τον ιρανικό στρατό και ο πρόεδρος της, ο Μουχάμεντ, θα εκτελεστεί. Το KDP του Μουσταφά Μπαρζανί με τους πεσμεργκά του, που είχε προστρέξει από το Ιράκ για να υποστηρίξει τη Δημοκρατία, κατέφυγε στην ΕΣΣΔ όπου θα παραμείνει μέχρι το 1958.

Τις εξεγέρσεις αυτές, που συχνά επεκτείνονταν και πέρα από τα σύνορα ενός κράτους και συνήθως επέσειαν την κατηγορία ότι υποδαυλίζονταν από ξένες δυνάμεις, κατέστειλαν από κοινού οι εμπλεκόμενες χώρες:

Καμία από αυτές [οι νεογέννητες αστικές τάξεις της Τουρκίας, της Συρίας, του Ιράν και του Ιράκ, σ.σ.] δεν είχε τον παραμικρό δισταγμό να πράξει μέχρι τέλους το βρώμικο έργο της. Η πρώτη που διακρίθηκε για την άγρια καταστολή εις βάρος των Κούρδων ήταν η «προοδευτική» αστική τάξη της Τουρκίας, υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ, για τον οποίο ίσως [sic!, σ.σ] ακόμα η ίδια η Τρίτη Διεθνής των πρώτων χρόνων έτρεφε αρκετές ψευδαισθήσεις […] ο κεμαλισμός εξαπέλυσε, από το ’25 μέχρι το ’37, την αιματηρή καταστολή των επαναλαμβανόμενων λαϊκών εξεγέρσεων, μέχρι του σημείου να υποβιβάσει τους Κούρδους σε «ορεσίβιους Τούρκους» και το Κουρδιστάν σε Ανατολική Τουρκία, χάρη σε εκστρατείες ειρήνευσης στις οποίες η τουρκική κυβέρνηση (ειδικά το ’25) είχε την αποτελεσματική βοήθεια της Γαλλίας. Η αραβο-ιρακινή αστική τάξη, από τη μεριά της, η οποία εφήρμοσε και συνεχίζει να εφαρμόζει το βίαιο εξαραβισμό της πετρελαιοφόρας κουρδικής περιοχής του Κιρκούκ, σε μια πρώτη φάση με τη συμβολή της Μεγάλης Βρετανίας (’43-’45) και σε μία δεύτερη με τη, αν μη τι άλλο, στρατιωτική υποστήριξη της ΕΣΣΔ (’61- ’75), σύντριψε ένα γενικευμένο ανταρτοπόλεμο. Η ιρανική αστική τάξη, η οποία ούτε καν με τον ψευτο-επαναστάτη δρ. Μοσαντέκ δεν αναγνώρισε την ύπαρξη ενός εθνικού κουρδικού ζητήματος στο Ιράν, διακρίθηκε όχι μόνο για τη διαρκή καταστολή, που από κάποιες απόψεις θύμιζε «τελική λύση», εις βάρος των Κούρδων του Ιράν, αλλά και για την ενεργό συμμετοχή της στην καταστολή των εξεγέρσεων των Κούρδων της Τουρκίας (τη δεκαετία του ’30), καθώς και για τον αισχρό κυνισμό με τον οποίο, σε συνεργασία με τη ΣΙΑ και τον Κίσινγκερ, έπαιξε το χαρτί της «υποστήριξης» των Κούρδων του Ιράκ το ’75. Η αστική τάξη της Συρίας, τέλος, η πιο… προοδευτική απ’ όλες (όπως γνωρίζουν καλά οι Παλαιστίνιοι των προσφυγικών στρατοπέδων της Συρίας), παρόλο που στην επικράτειά της δεν αντιμετώπιζε κάποιον πραγματικό «κουρδικό κίνδυνο», εκδίωξε από τις εκτάσεις που διέμεναν 140.000 φτωχούς κούρδους αγρότες και εγκατέστησε στη θέση τους άραβες, χρησιμοποίησε συστηματικά εις βάρος των Κούρδων διοικητικές διακρίσεις, αστυνομικές διώξεις και τιμωρητικές απολύσεις καθώς και πάσης φύσεως τεχνάσματα της… προόδου.1

Το διάστημα ανάμεσα στο ’46 και το ’58 είναι «η εποχή της σιωπής»: με εξαίρεση κάποιες μεμονωμένες τοπικές εξεγέρσεις και την τοπική εκλογική επιτυχία του KDP (80% των ψήφων) στο Ιράν του Μοσαντέκ, το κουρδικό κίνημα έμοιαζε σε αφασία. Ωστόσο η ένταση της καταστολής, από μόνη της, δεν αρκεί για να εξηγήσει την κατάσταση αυτή. Πράγματι, τη δεκαετία του ’50 σημειώνεται η απαρχή μιας μαζικής εξόδου από την ύπαιθρο, ιδιαίτερα στο τουρκικό και το ιρακινό Κουρδιστάν, όπου οι πόλεις του Ντιγιαρμπακίρ, του Ερμπίλ και της Σουλεϊμανίγια ξεπερνούν τους 100.000 κατοίκους). Χάρη στην ανάπτυξη του δικτύου μεταφορών και την εντατικοποίηση της σχολειοποίησης στο τουρκικό Κουρδιστάν –που με τη σειρά τους συνδέονται με την ανάπτυξη της τουρκικής βιομηχανίας– κάνει την εμφάνισή της μία μικροαστική τάξη που αποτελείται κυρίως από δασκάλους και εκπρόσωπους των ελεύθερων επαγγελμάτων, καθώς και από αυτοδίδακτους τεχνίτες· πολλοί νέοι που προέρχονται από τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού αποκτούν την ευκαιρία να αφοσιωθούν στις σπουδές. Αυτή η μορφωμένη μικροαστική τάξη –που σχηματίσθηκε στη Δυτική Τουρκία, στην Ιστανμπούλ και την Άγκυρα, οι μοναδικές πανεπιστημιακές πόλεις που υπήρχαν στη χώρα τη δεκαετία του ’50– αναβίωσε τον κουρδικό εθνικισμό τις δεκαετίες του ’60 και του’ 70, μετά το πρώτο πραξικόπημα στην Τουρκία (1960), προσδίδοντας στο κίνημα έναν πιο σαφή εθνικο-λαϊκό χαρακτήρα:

Οι πατριώτες της αριστεράς κατόρθωσαν να κινητοποιήσουν τις μάζες. Η επιτυχία τους συνδεόταν με την ικανότητά τους να «εκμεταλλευτούν ορισμένες οικονομικές δυσκολίες» και να αναδείξουν ορισμένες ανισότητες (την υπανάπτυξη της Ανατολικής Τουρκίας, την ανεπάρκεια των πόρων που δέσμευαν τα πενταετή πλάνα). Επίσης οφειλόταν εξίσου στην ικανότητά τους να συνταχθούν με τους πληθυσμούς που επλήγησαν από την απαλλοτρίωση των αγροτικών εκτάσεων προς όφελος της πετρελαϊκής βιομηχανίας στην επαρχία Μπατμάν. Ξεσηκώθηκαν για να υπερασπιστούν και τους αγρότες και εργάτες της επαρχίας αυτής που ζητούσαν να απασχοληθούν στην εξόρυξη του πετρελαίου. Έγιναν οι συνήγοροι των ακτημόνων αγροτών και των, στην πλειοψηφία τους αγροτικών, πληθυσμών που υφίσταντο τη βίας των ειδικών μονάδων του στρατού.2

Είναι η λεγόμενη «γενιά του ’49».

Το πραξικόπημα της 12ης Μαρτίου 1971 στην Τουρκία, προκάλεσε βίαιες αντιδράσεις, εκκινούμενες και από την οικονομική κατάσταση· είναι «τα χρόνια της ακυβερνησίας», στη διάρκεια των οποίων η μία κυβέρνηση διαδεχόταν την άλλη, αδυνατώντας όλες να διατηρήσουν στα χέρια τους τα ηνία της κατάστασης, μέχρι το νέο στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980. Σε αυτήν τη φάση, οι παράνομες κουρδικές οργανώσεις πολλαπλασιάζονται· η κοινωνική τους σύνθεση είναι σχεδόν η ίδια με εκείνη της αμέσως προηγούμενης περιόδου: φοιτητές και ελεύθεροι επαγγελματίες· αντιθέτως, ο μέσος όρος ηλικίας των μελών τους πέφτει και από πολιτική άποψη στρέφονται προς το μαρξισμό-λενινισμό που εκείνη την εποχή ήταν πολύ της μόδας στους ευρωπαίους διανοούμενους. Μετά τη γενική αμνηστία της 26ης Απριλίου 1974, οι Κούρδοι που είχαν συλληφθεί μετά το πραξικόπημα του 1971 για πολιτικά αδικήματα, απελευθερώθηκαν και όσοι είχαν καταφύγει στο εξωτερικό μπόρεσαν να επιστρέψουν. Τότε δημιουργούνται οργανώσεις όπως το PSKT (Σοσιαλιστικό Κόμμα του Τουρκικού Κουρδιστάν, το οποίο έχει ως στόχο ένα αυτόνομο Κουρδιστάν στα πλαίσια μιας σοσιαλιστικής Τουρκίας) και το PKK (το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν, υπέρ της ανεξαρτησίας του Κουρδιστάν). Οι κουρδικές οργανώσεις που δημιουργήθηκαν την περίοδο αυτή θα επιδοθούν σε έναν ανηλεή αγώνα μεταξύ τους και μόνο το PKK και (σε μικρότερο βαθμό) το PSKT θα επιβιώσουν μέχρι το πολλοστό πραξικόπημα του 1980.

Αρχικά το PKK ήταν μόλις κάτι περισσότερο από μία σέχτα νεαρών φοιτητών, που η πολιτική τους κουλτούρα περιοριζόταν σε έναν πολύ θολό μαρξισμό και κυρίως στην προσωπολατρία του Αμπντουλάχ Οτσαλάν (που ανήκε στην «γενιά του ’49»)· ο ταξικός χαρακτήρας που διεκδικεί το όνομα της οργάνωσης παραμένει σε καθαρό φραστικό επίπεδο, ή κάτι το ευκταίο. Μια πρωτο-κομματική δομή υφίστατο ήδη από το 1974, αλλά το κόμμα ιδρύθηκε επίσημα μόλις το 1978. Αυτό διακήρυσσε ότι τελικός στόχος του ήταν η απελευθέρωση του Κουρδιστάν από την τουρκική αποικιοκρατία, «η οποία είχε τη στήριξη του ιμπεριαλισμού, από το εξωτερικό, και των μεταπρατών φεουδαρχών, στο εσωτερικό». Οι κούρδοι «φεουδάρχες» (δηλαδή η γαιοκτητική αστική τάξη) και φύλαρχοι περιγράφονται ως «η σημαντικότερη κοινωνική αιτία που εμποδίζει την ανάπτυξη του κουρδικού έθνους»3. Το PKK, επομένως, αντιγράφει το μοντέλο οργανώσεων ανάλογου προσανατολισμού (μαρξιστικές-λενινιστικές, γκεβαριστικές, τριτοκοσμικές κλπ.) που, καλώς ή κακώς, είχαν εξαπλωθεί μέχρι τότε στη Λατινική Αμερική, την Ασία και την Αφρική, αλλά μπαίνει στο προσκήνιο με μία μικρή καθυστέρηση, ενώ αυτές είχαν αρχίσει να ακολουθούν καθοδική πορεία. Ιδιαίτερα στην περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής,

Η συντριπτική ήττα που υπέστησαν οι αραβικοί στρατοί από εκείνον του Ισραήλ [είναι] αδιαμφισβήτητα το κυριότερο γεγονός που [σπάει] οριστικά την ακολουθία των συνεχόμενων επιτυχιών του επαναστατικού αραβικού εθνικισμού, αντιμπεριαλιστικού και ενωτικού, πρωτοπορία του οποίου ήταν η νασερική Αίγυπτος μετά την εθνικοποίηση του Σουέζ το 1956.4

Αν και μακροπρόθεσμα οι συνέπειες αυτής της καθυστέρησης θα γίνουν αισθητές, αυτή δεν είναι άμεσα αντιληπτή. Από το 1978, η οργάνωση γίνεται αρκετά ισχυρή για να εξαπολύσει τον «επαναστατικό πόλεμο ενάντια στους φεουδάρχες»· σε αυτήν τη φάση η δράση της συνίσταται κυρίως σε απόπειρες δολοφονίας (επιτυχημένες και μη) εις βάρος φυλάρχων, αλλά συμμετέχει και στις τοπικές εκλογές (το 1979 εκλέγεται ο πρώτος υποψήφιος που έχει την υποστήριξη του PKK στο Μπατμάν). Ταυτόχρονα, ο «επαναστατικός πόλεμος» διεξάγεται και εναντίον των αντίπαλων οργανώσεων: οι συγκρούσεις μεταξύ του PKK και του KUK (Εθνικοί Απελευθερωτές του Κουρδιστάν) στις επαρχίες του Μαρντίν και του Χακάρι είναι εξαιρετικά αιματηρές, με δεκάδες νεκρούς και τραυματίες. Μετά το πραξικόπημα του 1980, η πλειοψηφία των μελών του PKΚ που δεν κατόρθωσαν να εγκαταλείψουν την Τουρκία, συνελήφθησαν (τα επίσημα στοιχεία μιλάνε για 1.800 συλληφθέντες, αλλά μόνο η φυλακή του Ντιγιαρμπακίρ «φιλοξένησε» περίπου 5.000 Κούρδους κατηγορούμενους για συμμετοχή στο ΡΚΚ)· δεκάδες κρατούμενοι πέθαναν στη διάρκεια απεργιών πείνας.

Το 1981 ξεκίνησε η αναδιοργάνωση του ΡΚΚ στο εξωτερικό, αλλά, από τη σκοπιά της διεθνούς κατάστασης, η κρίσιμη χρονιά είναι το 1979: η Αίγυπτος του Σαντάτ αναγνώρισε το Ισραήλ (συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ) επισημοποιώντας έτσι τη χρεοκοπία του παναραβικού σοσιαλισμού· η ιρανική επανάσταση, που ξεκίνησε στα εργοστάσια και τις λαϊκές συνοικίες, έφερε στην εξουσία τον Χομεϊνί· η ΕΣΣΔ κατέλαβε το Αφγανιστάν. Σε αυτό το ζοφερό σκηνικό, μέσα στο οποίο η συνοχή αυτού που ακόμα μπορούσε να πλασάρεται ως ένα σχετικό ενιαίο αντιμπεριαλιστικό μέτωπο, λιώνει σαν το χιόνι στον ήλιο (προς όφελος του ισλαμισμού), το κουρδικό ζήτημα εξελίσσεται θέλοντας ή μη μέσα στις συγκρούσεις ανάμεσα στα κράτη που διαμοιράζονται τα κουρδικά εδάφη, από τις εντάσεις μεταξύ της Τουρκίας και της Συρίας μέχρι τον πόλεμο Ιράκ-Ιράν. Στα αιτήματα για αυτονομία και τον αντι- ισλαμικό προσανατολισμό των Κούρδων του Ιράν, οι αγιατολάχ απάντησαν με σκληρότητα (45.000 νεκροί σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς)· το ιρανικό KDP και η Komalah5 αναδιπλώνονται τότε στο Ιράκ. Από την άλλη πλευρά των συνόρων, οι Κούρδοι του Ιράκ –αντιμέτωποι με τον εξαραβισμό της επαρχίας του Κιρκούκ που προώθησε ο Σαντάμ Χουσεϊν προκειμένου να «προστατεύσει το αραβικό έθνος»– αποδέχονται την υποστήριξη του Ιράν. Μετά το 1988 (τελευταία φάση του ιρανο- ιρακινού πολέμου) το ιρακινό καθεστώς προχώρησε στη συστηματική εξόντωση τους κάνοντας χρήση χημικών όπλων, προκαλώντας 180.000 θύματα· οι δυτικές δυνάμεις καταδίκασαν τις διώξεις εναντίον των Κούρδων, χωρίς όμως να επιβάλλουν συγκεκριμένες κυρώσεις, τουλάχιστον μέχρι τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου. Σε ένα άλλο μέτωπο, το 1979, η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με το Ιράκ, οι εντάσεις με την Τουρκία καθώς και η ανάγκη να εδραιώσει την ηγεμονία των Αλεβιτών και να περιθωριοποιήσει τους Σιίτες, ωθούν τον Χαφέζ αλ Άσαντ6 να παρουσιαστεί ως προστάτης των Κούρδων της περιοχής. Η ηγεσία του ΡΚΚ, την οποία η Συρία προσεταιρίστηκε στα πλαίσια αυτής της στρατηγικής, κατέφυγε στη Συρία για να ξεφύγει από την καταστολή του τουρκικού κράτους το ίδιο έτος. Το συριακό καθεστώς επέτρεψε στο ΡΚΚ τη στρατολόγηση νέων μελών και το τελευταίο αποδείχθηκε ένα χρήσιμο εργαλείο για τον έλεγχο του συριακού Κουρδιστάν. Ενώ στο Λίβανο ο εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν ακόμα στην πρώτη φάση του (1975- 1990), το ΡΚΚ, εννοείται χάρη στην προστασία της Δαμασκού, απόκτησε βάσεις στην κοιλάδα Μπεκάα, όπου ίδρυσε την πρώτη στρατιωτική ακαδημία του. Το 1983, το KDP, προκειμένου να αποτρέψει την Τουρκία από το να συνεργαστεί με το Ιράκ, υπέγραψε ένα σύμφωνο συνεργασίας με το ΡΚΚ που επέτρεψε στο τελευταίο να οργανώσει επιχειρήσεις ανταρτοπολέμου από τα ιρακινά εδάφη που συνορεύουν με την Τουρκία. Στις 15 Αυγούστου 1984, το ΡΚΚ επανέλαβε την ένοπλη πάλη επιτιθέμενο σε δύο θέσεις του τουρκικού στρατού. Αυτή την περίοδο άρχισε να συντελείται μία αλλαγή στην κοινωνική βάση της οργάνωσης:

Το αντάρτικο του ΡΚΚ προσελκύει πολύ γρήγορα την προσοχή των νεαρών Κούρδων που πυκνώνουν τις γραμμές του. Στρατολογεί μαζικά νέα μέλη στην ύπαιθρο, αλλά και στις κουρδικές πόλεις, κούρδους νεαρούς και εργάτες στις μεγάλες τουρκικές πόλεις, σε ορισμένες ευρωπαϊκές πόλεις, στη Συρία και στη Λιβύη. Το ΡΚΚ αποκτά έτσι ένα κυρίως αγροτικό χαρακτήρα.7

Σε αυτό το σημείο, έχει ενδιαφέρον να δούμε και όσα αναφέρει ο Paul White στο βιβλίο του Primitive rebels or revolutionary modernizers? The kurdish national movement in Turkey σχετικά με την κοινωνική βάση του ΡΚΚ. Να τι προκύπτει από μία προσωπική συνομιλία του συγγραφέα με τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν που πραγματοποιήθηκε το 1992:

Οτσαλάν: Το ΡΚΚ έχει την υποστήριξη όσων εργάζονται: των αγροτών, της μικροαστικής τάξης, της αστικής τάξης των πόλεων. Το ΡΚΚ υποστηρίζουν οι φτωχοί πατριώτες και η μεσαία τάξη.
White: Μα ποια είναι η πολυπληθέστερη ομάδα; Κατονομάσατε διάφορες κοινωνικές ομάδες. Νομίζω ότι η κύρια ομάδα, η πιο μεγάλη, είναι οι φτωχοί αγρότες, σωστά;

Οτσαλάν: Ε, ναι, είναι οι κύριοι υποστηρικτές του αγώνα μας. Ειδικά αυτήν τη στιγμή, είναι εκείνοι που υποστηρίζουν με μεγαλύτερη ζέση την πάλη. Πριν τις 15 Αυγούστου [του 1984, σ.σ.], πριν τη δεκαετία του ’80, όταν άρχισαν όλα, ήταν κυρίως οι νέοι των πόλεων, οι διανοούμενοι, η μεσαία τάξη των πόλεων.8

 

Το 1985 η τουρκική κυβέρνηση άρχισε να οργανώνει συστηματικά τις επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών, αρχικά δημιουργώντας τις πολιτοφυλακές των χωριών, δηλαδή φυλές που εξοπλίστηκαν ενάντια στο ΡΚΚ. Αυτά τα μέτρα δεν ήταν αρκετά για να εμποδίσουν το ΡΚΚ από το να διεξάγει επιχειρήσεις, μετά το 1987, σε όλες τις ορεινές περιοχές του τουρκικού Κουρδιστάν. Όταν το τουρκικό κράτος κήρυξε τις κουρδικές πόλεις σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης (1987), το ΡΚΚ απάντησε, την άνοιξη του 1989, με μία σειρά εκκλήσεων για μαζική δράση. Η ανταπόκριση των «μαζών» ήταν θετική: το 1989, στο Σιλόπι, επ’ ευκαιρίας της κηδείας ενός αντάρτη του ΡΚΚ, η νεκρική πομπή μετατρέπεται σε διαδήλωση διαμαρτυρίας· περίπου ένα μήνα αργότερα, το περιστατικό επαναλήφθηκε και στις γειτονικές πόλεις. Το Μάρτιο του 1990, στη Νουσαγίμπ, η κηδεία ενός άλλου αντάρτη μετατρέπεται σε εξέγερση. Σε αυτό το κύμα ταραχών συμμετέχουν χιλιάδες άτομα, και στη διάρκεια των διαμαρτυριών υπάρχουν δεκάδες θύματα. Στο 20 Μαρτίου 1990, στη Νουσαγίμπ, δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στην αστυνομική καταστολή. Μέχρι τα τέλη του 1990, οι μαζικές διαμαρτυρίες έχουν εξαπλωθεί σε όλες τις «νοτιο-ανατολικές επαρχίες» της Τουρκίας. Το 1991, το κίνημα έχει πλέον εξαπλωθεί σχεδόν σε όλες τις κουρδικές πόλεις και σε πολλές τουρκικές πόλεις (Άγκυρα, Ιστανμπούλ, Άδανα, Ιζμίρ, Ντενιζλί). Για όλη την περίοδο που εξετάζουμε, παράλληλα με τις κινητοποιήσεις, συνεχίστηκε η έξοδος των Κούρδων προς την Ευρώπη· κύριοι προορισμοί τους είναι η Ομοσπονδιακή Γερμανία, η Γαλλία και η Σουηδία.

Τη δεκαετία του ’90 –παρά την κατασταλτική πολιτική του τουρκικού κράτους και την όξυνση της εμφύλιας ενδοεθνικής σύρραξης μεταξύ του ΡΚΚ και των Κούρδων του Ιράκ (KDP)– ο ανταρτοπόλεμος αναπτύχθηκε πέρα από κάθε λογική πρόβλεψη, στη βάση του αιτήματος για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους. Το 1995, ιδρύθηκε ένα εξόριστο κουρδικό κοινοβούλιο (με έδρα στην Ευρώπη) και, μολονότι δεν επιτεύχθηκε ο στόχος του σχηματισμού μιας τοπικής κυβέρνησης, το ΡΚΚ έφτασε να εκτελεί μια σειρά λειτουργιών του κράτους, όπως η φορολόγηση και η απονομή της δικαιοσύνης. Στην ίδια περίοδο έκαναν την εμφάνισή τους και «Κούρδοι λεγκαλιστές», έκφραση μίας μεσαίας τάξης (το 62,5% έχει τελειώσει το λύκειο), που είναι διχασμένη ανάμεσα στο αντάρτικο και τη θέληση να έρθει σε διάλογο με την κυβέρνηση και την «κοινωνία των πολιτών» της Τουρκίας. Η ύπαρξη ενός λεγκαλιστικού ρεύματος, η επιρροή του οποίου δεν είναι ευκαταφρόνητη (αν και δεν έρχεται άμεσα σε σύγκρουση με την προοπτική του αντάρτικου), σε συνδυασμό με τον αρνητικό απολογισμό της στρατιωτικής εκστρατείας, η οποία διατήρησε σε υψηλά επίπεδα την κινητοποίηση των Κούρδων, αλλά ουσιαστικά δεν έφερε καμία σημαντική «κατάκτηση», ώθησαν το ΡΚΚ να ακολουθήσει άλλους δρόμους (στους οποίους θα αναφερθούμε στη συνέχεια). Όμως, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, ήρθε το σοκ της σύλληψης του Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Μετά απ’ αυτό το γεγονός, την περίοδο ανάμεσα στο 1999 και το 2005, επικράτησε σχετική ηρεμία: η προοπτική της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση φέρνει σε δύσκολη θέση το ΡΚΚ, το οποίο, προφανώς, δεν έχει κανένα συμφέρον να θέσει εμπόδια στην ενταξιακή διαδικασία, λόγω του πραγματικού ή υποτιθέμενου οφέλους που θα αποκόμιζαν οι Κούρδοι της Τουρκίας όσον αφορά την αναγνώρισή τους. Επομένως, το ΡΚΚ ανακοίνωσε μία μονομερή «εκεχειρία» που αποσκοπούσε κα στο να αποτρέψει την εκτέλεση του Οτσαλάν. Η «μακριά ανακωχή» ήταν μία φάση χαλάρωσης για τον άμαχο πληθυσμό του Κουρδιστάν, αλλά και δυσαρέσκειας για πολλά μέλη του ΡΚΚ, όπως και πολλών εσωτερικών διενέξεων που επιλύθηκαν με τη βία. Η τουρκική κυβέρνηση συνέχιζε ακατάπαυστα της στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον του, γεγονός που μακροπρόθεσμα δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στην επανάληψη των ένοπλων ενεργειών από το ΡΚΚ. Από το 2005 μέχρι σήμερα, οι συγκρούσεις ανάμεσα στο ΡΚΚ και τον τουρκικό στρατό είναι συνεχείς. Κάποιες από τις ενέργειες του ΡΚΚ είχαν ως στόχο και αμάχους (Ντιγιαρμπακίρ, 3 Ιανουαρίου 2008: 5 νεκροί και 68 τραυματίες). Οι πιέσεις της τουρκικής κυβέρνησης στις ΗΠΑ επέτρεψαν στην Τουρκία να πραγματοποιήσει στρατιωτικές επιχειρήσεις στο έδαφος του Ιράκ, ώστε να καταστρέψει τις βάσεις του ΡΚΚ στα βουνά του Καντίλ: την 1η Δεκεμβρίου 2007 πραγματοποιήθηκε η πρώτη αεροπορική επίθεση· στις 22 Φεβρουαρίου 2008 ήρθε η σειρά των χερσαίων δυνάμεων. Η «Επιχείρησης Ήλιος» ολοκληρώθηκε με το θάνατο 240 «τρομοκρατών» αλλά και 28 τούρκων στρατιωτών. Τότε οι ΗΠΑ αναθεώρησαν τη αρχική τους απόφαση και ανακάλεσαν τη συγκατάθεσή τους, γεγονός που αύξησε το κύρος του ΡΚΚ. Το Μάιο του 2009, ο Γιασάρ Μπουγιούκανιτ –αρχηγός του τουρκικού γενικού επιτελείου που μόλις είχε συνταξιοδοτηθεί – δήλωσε στα μμε ότι η Τουρκία δεν θα κατορθώσει να εκδιώξει το ΡΚΚ από τις βάσεις του στο Καντίλ, ακόμα κι αν στείλει εκεί το σύνολο του τουρκικού στρατού.

Ακόμα και σήμερα οι κάτοικοι του τουρκικού Κουρδιστάν, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, ζουν στη φτώχεια. Η «έφοδος των επενδύσεων», που είχε υποσχεθεί στα τέλη της δεκαετίας του ’90 ο τούρκος πρωθυπουργός Ετσεβίτ, παρέμεινε ουσιαστικά νεκρό γράμμα. Παρά τη σημαντική οικονομική ανάπτυξη που γνώρισε η Τουρκία, η περιοχή στην οποία κατοικούν οι Κούρδοι παραμένει η φτωχότερη της χώρας.

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι ανισότητες ανάμεσα στις κουρδικές επαρχίες και την υπόλοιπη Τουρκία, παρά τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί, παραμένουν πολύ μεγάλες. Η σύρραξη μεταξύ του ΡΚΚ και του τουρκικού στρατού, είχε καταστροφικές επιπτώσεις στις οικονομικές δραστηριότητες της κουρδικής υπαίθρου, και ειδικά στην κτηνοτροφία, επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο την κατάσταση […] Σήμερα, η φτώχεια πλήττει το 85 με 90% των κατοίκων των νοτιο-ανατολικών επαρχιών (τουρκικό Κουρδιστάν) και το ποσοστό ανεργίας (18%) είναι πολύ υψηλότερο από εκείνο της υπόλοιπης Τουρκίας (11,8%). Το 2006, στις κουρδικές επαρχίες έφτασε μόνο το 8% των πόρων που προορίζονταν για την τόνωση των επενδύσεων. Τον Ιούνιο του 2010, μόνο το 5% των επιχειρήσεων που είναι μέλη της Ένωσης των Τούρκων Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών (TUSIAD), η οποία εκπροσωπεί το 65% της βιομηχανικής παραγωγής της Τουρκίας, βρισκόταν στις κουρδικές επαρχίες.9

Η εσωτερική μετανάστευση οδήγησε ένα μεγάλο αριθμό Κούρδων να αναζητήσει εργασία στα μεγάλα αστικά κέντρα της δυτικής Τουρκίας. Αν και δεν διαθέτουμε ασφαλείς πληροφορίες σχετικά, είναι βάσιμο να υποθέσουμε ότι οι μισθοί των κούρδων εργατών είναι σε γενικές γραμμές χαμηλότεροι από εκείνους των τούρκων συναδέλφων τους. Τα τελευταία χρόνια (ειδικά το 2010), κυρίως επ’ ευκαιρίας των συγκρούσεων ανάμεσα στο ΡΚΚ και τον τουρκικό στρατό, στις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας σημειώθηκαν πραγματικά αντι-κουρδικά πογκρόμ, γεγονός που ενδεχομένως σχετίζεται –εάν η υπόθεσή μας είναι ακριβής– με τις πιέσεις που ασκεί στους μισθούς η ύπαρξη αυτής της φτηνής εργασιακής δύναμης.

Από την άλλη πλευρά των τουρκικών συνόρων, στο Ιράν, μετά την εποχή του Καταμί, που είχε γεννήσει πολλές ελπίδες (καθώς και πολλές ψευδαισθήσεις) για την παραχώρηση ενός καθεστώτος αυτονομίας, η εκλογή του Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, το 2005, είχε ήδη προκαλέσει εξεγέρσεις σε αρκετές πόλεις του ιρανικού Κουρδικού, που συνοδεύτηκαν από μερικές ενέργειες του PJAK (Κόμμα της Ελεύθερης Ζωής στο Κουρδιστάν, που ιδρύθηκε το 2003 από μερικά πρώην μέλη του KDP του Ιράν)· το 2008, η γενική απεργία η οποία προκηρύχθηκε στη μνήμη ενός κούρδου αγωνιστή που σκοτώθηκε το 1989, είχε μεγάλη ανταπόκριση στις κυριότερες κουρδικές πόλεις. Το 2009, στις ίδιες πόλεις οι διαμαρτυρίες ενάντια στην επανεκλογή του Αχμαντινετζάντ ήταν μαζικές και το 2010, τέσσερις Κούρδοι ακτιβιστές δικάστηκαν και εκτελέστηκαν. Η εκλογή του μετριοπαθούς Χασάν Ροχανί, το 2013, μετρίασε το ριζοσπαστισμό της περιόδου του Αχμαντινετζάντ, τόσο όσον αφορά τον αντιαμερικανισμό, που αποδείχθηκε ιδιαίτερα επιζήμιος για την ιρανική οικονομία, στο γεωπολιτικό επίπεδο, όσο και όσον αφορά την πολιτική «σιδερένιας πυγμής» απέναντι στην κουρδική μειονότητα.

Στη Συρία, η εκδίωξη του Οτσαλάν από τη χώρα το 1998 κατόπιν εντολής τους Χαφέζ αλ Άσαντ, σήμανε το τέλος τους συρο-κουρδικού ειδυλλίου, ενώ ο θάνατος του ίδιου του Άσαντ πατρός, το 2000, το κατέστησε οριστικό. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, η δυσαρέσκεια και το αίτημα για «εκδημοκρατισμό» (καθώς και οι φιλο-αμερικανικές συμπάθειες) των Κούρδων της Συρίας θα εκδηλωθούν σε πλείστες όσες ευκαιρίες μέχρι τις διαδηλώσεις του 2011 και το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου το επόμενο έτος· έναν πόλεμο από τον οποίο η κουρδική αντιπολίτευση μάλλον αποστασιοποιήθηκε (μια στάση για τα αίτια της οποίας θα πρέπει να αναρωτηθούμε). Λόγου χάρη, το 2004, στη διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα που είχε αντιμέτωπες την τοπική ομάδα του Καμιτσλί (η μεγαλύτερη κουρδική πόλη της Συρίας) και εκείνη της Ντέιρ εζ Ζορ, η παρέμβαση της αστυνομίας μετά από ένα φραστικό καβγά ανάμεσα σε Άραβες και Κούρδους οπαδούς, προκάλεσε 7 νεκρούς, γεγονός που με τη σειρά του πυροδότησε ένα κύμα εξεγέρσεων που από το Καμιτσλί εξαπλώθηκε στις πόλεις του Αφρίν, του Χαλεπίου και της Δαμασκού. Οι εξεγερμένοι έκαψαν φωτογραφίες των Άσαντ, πατέρα και γιου, και ανέμιζαν κουρδικές και αμερικανικές σημαίες κραυγάζοντας «Λευτεριά στο Κουρδιστάν!».

Στο Ιράκ, οι ένδοξες μέρες του αυτονομιστικού αντάρτικου του KDP του Μουσταφά Μπαρζανί απέχουν έτη φωτός:

[…] ο πόλεμος του Κόλπου του 1991, άλλαξε ριζικά τα δεδομένα όσον αφορά το κουρδικό ζήτημα. Ο πόλεμος είχε ως αποτέλεσμα τη θέσπιση μίας προστατευόμενης περιοχής μέσα στην οποία οι ιρακινοί κούρδοι μπόρεσαν να δημιουργήσουν θεσμούς που διαχειρίζονται μόνοι τους. […] Τέλος, ο πόλεμος του Ιράκ του 2003 που εκθρόνισε τον Σαντάμ Χουσεΐν, οδήγησε στην επανένωση του Ιράκ με τον περιφερειακό χώρο του, και επισημοποίησε το ρόλο των ιρακινών Κούρδων ως στρατηγικών συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Κούρδοι του Ιράκ μπόρεσαν να αποκτήσουν σημαντική επιρροή πάνω στους Κούρδους της Τουρκίας, της Συρίας και του Ιράν. Η εμπειρία των Κούρδων του Ιράκ επηρέασε και τις τουρκικές αρχές, οι οποίες πλέον δεν μπορούν να αγνοήσουν τη νέα πολιτική και οικονομική θέση των ιρακινών Κούρδων σε σχέση με τα σύνορά τους.10

Μετά τη λήξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων του 1991, η απώλεια εκ μέρους της ιρακινής κυβέρνησης του ελέγχου στα εδάφη της, επέτρεψε στο ΡΚΚ, πέρα από το να ανεφοδιάζεται με προμήθειες και πυρομαχικά, να αποκτήσει και ένα μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών στο Ιράκ. Όμως η άνοδος του σημερινού KDP του Μασούντ Μπαρζανί (σύμμαχος της Άγκυρας και των ΗΠΑ) και μαζί του μίας αστικής τάξης συνδεδεμένης με την πρόσοδο από το πετρέλαιο, έκανε τη ζωή του ΡΚΚ αρκετά δύσκολη. Όχι μόνο λόγω των ενδο-κουρδικών συγκρούσεων που προκάλεσε, αλλά και λόγω της περιοδικής επανεμφάνισης «διαλυτικών» φραξιών στο εσωτερικό του ΡΚΚ, στις οποίες θα επανέλθουμε στη συνέχεια.

Αυτά σε σχέση με το παρελθόν. Σήμερα το κουρδικό ζήτημα βρίσκεται και πάλι στην πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, κυρίως αφότου άρχισε να εξαπλώνεται το διαβόητο Ισλαμικό Κράτος (IS). Ο διεθνής Τύπος πανηγυρίζει για τη σωτήρια επέμβαση των «Κούρδων» προς όφελος των Γεζίντι στο βόρειο Ιράκ. Το γεγονός ότι τα μμε παραλείπουν να αναφέρουν ότι οι περί ων ο λόγος Κούρδοι είναι οι αποκαλούμενοι και ως «τρομοκράτες» του ΡΚΚ ή του PYD και όχι οι πεσμεργκά του Μασούντ Μπαρζανί, οι οποίοι αντίθετα το έβαλαν στα πόδια, δεν αλλάζει τους όρους της συζήτησης, που είναι μία τετριμμένη μετωπική λογική ενάντια στο IS. Μπορούμε να την υιοθετήσουμε; Η απάντηση είναι όχι. Ας δούμε το γιατί.

Αναδιάρθρωση του κεφαλαίου και απο-εθνικοποίηση του Κράτους

Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημερινή εξέλιξη του κουρδικού ζητήματος και την πορεία που ακολούθησαν οι πολιτικές εκφράσεις του –με πρώτο το PKK– εάν δεν εξετάσουμε το τέλος της χρυσής εποχής των «εθνικισμών από τα κάτω» – σοσιαλιστικών ή «προοδευτικών»– στην περιφέρεια και την ημι-περιφέρεια του καπιταλιστικού συστήματος και τα αίτια που το προκάλεσαν. Αυτή η πολιτικό- κοινωνική προοπτική έβρισκε το λόγο ύπαρξής της στην παγκόσμια δομή του καπιταλιστικού συστήματος, όπως αυτή παγιώθηκε την περίοδο από το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου μέχρι την κρίση του 1973. Βασισμένη στη διαίρεση σε ένα «κέντρο» και μία «περιφέρεια» –και κυρίως σε σταθερές σχέσεις, που είχαν επιβληθεί σε εθνική κλίμακα, ανάμεσα στο ένα και την άλλη– αυτή η δομή είχε αναθέσει στο πρώτο την ευθύνη και την τιμή να αποτελέσει την ατμομηχανή της συσσώρευσης με μία εντατική βιομηχανική ανάπτυξη και στη δεύτερη τον εξαρτημένο ρόλο του προμηθευτή πρώτων υλών σε χαμηλό κόστος· το «σοσιαλιστικό μπλοκ» με όλες τις εσωτερικές συγκρούσεις του (ΕΣΣΔ εναντίον Κίνας κλπ) ήταν μία κλειστή περιοχή συσσώρευσης, αποκλεισμένη από την παγκόσμια αγορά, η οποία λειτουργούσε σαν πόλος έλξης για όλες τις προσπάθειες των χωρών της περιφέρειας να «αποσυνδεθούν» (Samir Amin) από το ρόλο που τους είχε ανατεθεί. Η διαφοροποίηση αυτή στο επίπεδο του κοινωνικού σχηματισμού αποκτούσε ένα νόημα –όπως συμβαίνει σε κάθε εποχή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής– μόνο μέσα στις αμοιβαίες σχέσεις στο εσωτερικό του παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας («η οικονομία-κόσμος»), του οποίου η συνολική συνοχή δεν απέκλειε το ενδεχόμενο εσωτερικών συγκρούσεων:

Η συνύπαρξη αυτών των παραλλαγών ήταν εφικτή χάρη στο διεθνές νομισματικό σύστημα που επέτρεπε μία αυτονομία στα μοντέλα εθνικής ρύθμισης. Πράγματι, η ακόμα πενιχρή συνεισφορά του εξωτερικού εμπορίου στο ΑΕΠ, ο χαμηλός βαθμός χρηματοπιστωτικής ενοποίησης λόγω του ελέγχου της διεθνούς κίνησης των κεφαλαίων, το δικαίωμα υποτίμησης των εθνικών νομισμάτων στα πλαίσια ενός συστήματος σταθερών αλλά διευθετήσιμων συναλλαγματικών ισοτιμιών, προσέδιδαν ένα βαθμό ελευθερίας στην οικονομική πολιτική.11

Τόσο στα καπιταλιστικά κέντρα όσο και, κατά τρόπο εκ διαμέτρου αντίθετο, στις χώρες της περιφέρειας

η ανάπτυξη των διαμεσολαβητικών θεσμών είχε, λοιπόν, ένα εθνικό χρώμα και επέτρεπε την ανάπτυξη εθνικών ρυθμίσεων του φορντιστικού καθεστώτος ανάπτυξης (ή υπανάπτυξης, σ.σ.)12

Η κρίση της δεκαετίας του ’70, η οποία εκδηλώθηκε για πρώτη φορά με το πρώτο πετρελαϊκό σοκ, σημάδεψε εξίσου την κρίση αυτής της δομής· με τη σχετική αποβιομηχάνιση της Ευρώπης και των ΗΠΑ, την κατάρρευση του «σοσιαλιστικού μπλοκ» και την αποσύνθεση του Τρίτου Κόσμου σε «αυτούς που βούλιαξαν» (ο Τέταρτος και ο Πέμπτος Κόσμος) και σε «αυτούς πού σώθηκαν» (οι αναδυόμενες χώρες: Βραζιλία, Κίνα, Ινδία, Τουρκία κλπ), προέκυψε ένα νέο σχήμα το οποίο – πόρρω απέχον από το να καταργήσει ή να αμβλύνει την πόλωση ανάμεσα στον κέντρο και την περιφέρεια (η λεγόμενη άνιση ανάπτυξη)– την κατέστησε ακόμα πιο περίπλοκη, από-εθνικοποιώντας την. Επιβλήθηκε μια διαφορετική τριχοτόμηση, δομημένη ιεραρχικά σε ζώνες: Στην κορυφή βρίσκονται τα καπιταλιστικά υπέρ- κέντρα τα οποία είναι συνδεδεμένα με το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και την υψηλή τεχνολογία· στη μέση, βρίσκεται μία ενδιάμεση ζώνη χωρισμένη σε μεταφορές και εμπορική διανομή από τη μια, συναρμολόγηση, συχνά για λογαριασμό τρίτων, από την άλλη· στη βάση της πυραμίδας βρίσκονται ζώνες στις οποίες έχουν εκδηλωθεί κρίσεις ή αποτελούν «κοινωνικές χωματερές», οι οποίες χαρακτηρίζονται από την εξάπλωση κάθε είδους μαύρης οικονομίας. Η τριχοτόμηση αυτή αναπαράγεται με φρακταλικό τρόπο, σε όλες τις κλίμακες, από τον πλανήτη ολόκληρο μέχρι την τελευταία γειτονιά.13 Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, σαν ένα νέο είδος «ιδανικού συλλογικού καπιταλιστή», γίνεται ο βασικός φορέας αυτού του σχήματος (και η διόγκωσή του την κατάλληλη στιγμή συγκρατείται από το σπάσιμο διάφορων «φουσκών»)· είναι το τίμημα που πρέπει να καταβληθεί για ένα νέο κύκλο συσσώρευσης που πρέπει να μπορεί να αντλεί, να μεταφέρει και να επανεπενδύει την υπεραξία οπουδήποτε και οποτεδήποτε εμφανίζονται προοπτικές για μεγαλύτερο κέρδος.

Σήμερα το μεγάλο κεφάλαιο βρίσκεται πάνω από το εθνικό κράτος και απέναντι του τείνει να υιοθετήσει μία σχέση ταυτόχρονα εργαλειακή και συγκρουσιακή. Εργαλειακή, επειδή προσπαθεί να το κάνει να υποκύψει στα συμφέροντά του, τόσο μέσω της άμεσης δράσης των λόμπι όσο και μέσω της καθοδήγησης των αγορών. Συγκρουσιακή, επειδή η μεταφορά των συμφερόντων του σε ολόκληρο τον πλανήτη δημιουργεί στις οικονομίες των εθνών, κυρίων εκείνων του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, οικονομικά προβλήματα που δημιουργούν δυσκολίες στη λειτουργία του «εθνικού συλλογικού καπιταλιστή» που έπαιζαν τα Κράτη στο παρελθόν.14

Όπως και να έχει, η παρακμή των «εθνικών σοσιαλισμών» στις χώρες της περιφέρειας και της ημι-περιφέρειας και η καπιταλιστική αναδιάρθρωση ταυτίζονται, στο βαθμό που η κοσμοποίηση τίθεται –από τα υπέρ-κέντρα μέχρι τις ζώνες- χωματερές, από τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι την εξάπλωση «βαλκανοποιημένων» ζωνών– ως μία διαδικασία από-εθνικοποίησης του Κράτους. Εντούτοις, αυτή δεν πρέπει να γίνει αντιληπτή με τελεολογικό τρόπο, επειδή δεν πρόκειται για την οριστική υπέρβαση του έθνους-κράτους εκ μέρους της «παγκοσμιοποίησης», ούτε αυτή η τελευταία είναι το πραγματικό ανώτατο στάδιο, στο οποίο επιτέλους φτάσαμε, του καπιταλισμού· το έθνος-κράτος έγινε ένα από τα λειτουργικά στοιχεία ενός συστήματος που το υπερβαίνει:

Πράγματι, ο στόχος του Μπρέτον Γουντς ήταν να προστατεύσει τα έθνη-κράτη Κράτη απέναντι στις υπερβολικές διακυμάνσεις του διεθνούς συστήματος. Ο στόχος της σημερινής παγκόσμιας εποχής είναι τελείως διαφορετικός: παγκόσμια συστήματα και λειτουργικά μοντέλα πρέπει να εισαχθούν στα έθνη-κράτη, ανεξάρτητα από τους κινδύνους στους οποίους εκθέτονται οι οικονομίες τους λόγω αυτού του γεγονότος. Ωστόσο, η δυναμική αυτή δείχνει επίσης τον τρόπο με τον οποίο τα έθνη-κράτη έπρεπε να συμμετάσχουν στη διαδικασία αυτή: η ένταξη πλανητικών συστημάτων και μοντέλων λειτουργίας σε ένα πλαίσιο εξαιρετικά θεσποποιημένων εθνών-κρατών δεν είναι εύκολο έργο.15

Η απο-εθνικοποίηση του Κράτους αποτελεί ένα συνεκτικό σύστημα, που υπερκαθορίζει την πολιτική μορφή που αποκτά η ταξική πάλη: κατ’ αυτό τον τρόπο η εξέγερση ορισμένων προλεταριοποιημένων πληθυσμών της Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής μπορεί να ταυτιστεί ιδεολογικά με τον ιθαγενισμό· στην Παλαιστίνη, είναι αδύνατο να μην αντιληφθεί κανείς τη σύνδεση ανάμεσα στη δεύτερη Ιντιφάντα και την ανοδική πορεία της Χαμάς· γενικά στη Μέση Ανατολή, η βάση του πολιτικού Ισλάμ αποτελείται από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα και, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τη χρυσή περίοδο του αραβικού εθνικισμού, αυτό φτάνει ακόμα και να τροφοδοτείται από τους αγώνες τους· στην Ευρώπη, η προάσπιση του εθνικού ενάντια στο παγκόσμιο εμφανίζεται αναπόφευκτα κάθε φορά που υπάρχουν εταιρείες που κλείνουν ή εταιρείες που μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους εκεί όπου τα εργατικά χέρια κοστίζουν φθηνότερα. Επιπλέον το «πρόβλημα της μετανάστευσης» και το «πρόβλημα της Ευρώπης» ωθούν τα «αυτόχθονα» κομμάτια της εργατικής τάξης προς την αποχή από τις εκλογές ή προς ένα λίγο-πολύ δεξιόστροφο λαϊκισμό.16

Όλα αυτά δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με μία υποτιθέμενη αποσύνθεση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που, εάν κάποιος δεν παρέμβει, υποτίθεται ότι θα μας οδηγήσει στη «βαρβαρότητα». Το Ισλαμικό Κράτος δεν είναι ένας αναχρονισμός, αποτέλεσμα της διαδικασίας αποσύνθεσης των κοινωνικών σχέσεων, αλλά μία πολιτική οντότητα προσαρμοσμένη στην εποχή και το περιβάλλον που την παράγει: είναι το απο-εθνικοποιημένο Κράτος με σάρκα και οστά, που στη Μέση Ανατολή –συνεπεία των ίδιων λόγων που καθόρισαν τη δύση του παναραβικού εθνικισμού– δεν μπορεί παρά να σημαίνει, κυριολεκτικά, Ισλαμικό Κράτος. Από ιδεολογική σκοπιά, η επανασύσταση του Χαλιφάτου και η ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ παρουσιάζονται σαν μία αξιόπιστη απάντηση, από κάθε άποψη άξια να διαδεχθεί το «αραβικό έθνος» ως κοινωνικός και γεωπολιτικός παράγοντας· και –κάτι που είναι ακόμα σημαντικότερο– αυτή δεν είναι ουρανοκατέβατη, επειδή ακόμα και η καθημερινή ταξική πάλη, στο βαθμό που (και έως ότου) παραμένει περιορισμένη στο εσωτερικό των σχέσεων διανομής, βρίσκει τη φυσιολογική πολιτική προέκτασή της στη διεκδίκηση μιας ανακατανομής του εισοδήματος, που στην περιοχή της Μέσης Ανατολής δεν μπορεί παρά να σημαίνει επανοικειοποίηση και ανακατανομή της προσόδου. Η ύπαρξη του προλεταριάτου στο εσωτερικό των κατηγοριών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, βρίσκει πάντα κάποια μορφή πολιτικής «μετάφρασης» σε ένα δεδομένο πλαίσιο, αλλά δεν υπάρχει κανένας πειστικός λόγος ώστε αυτή να βρει απαραίτητα διέξοδο σε έναν εργατικό (και κοσμικό) ρεφορμισμό σαφώς αναγνωρίσμο, έτσι όπως συνέβη στη Δύση (μαζικά σοσιαλδημοκρατικά και σταλινικά κόμματα). Η σφαίρα της ανακατανομής του πλούτου είναι εκείνος ο θορυβώδης τόπος στον οποίο τα οικονομικά αιτήματα των προλετάριων είναι δυνατόν να μετατραπούν –ανάλογα με την περίσταση και το κοινωνικό πλαίσιο– στην πολιτική διεκδίκηση μίας πλήρους δημοκρατίας (η «πραγματική Εδέμ των δικαιωμάτων του ανθρώπου»… και του πολίτη) σε αντίθεση με τη δημοκρατία που πραγματικά υπάρχει, ή σε μία δίκαια και σωστή τάξη πραγμάτων, χωρίς διαφθορά, επειδή βασίζεται στο Θεϊκό Νόμο. Εξάλλου, το γεγονός ότι η πολιτική μορφοποίηση της ταξικής πάλης βρίσκει διέξοδο στη θρησκεία –όπως ήδη είδαμε να γίνεται στην Πολωνία της «Αλληλεγγύης» (1980)– δεν αποτελεί μία ιδιαιτερότητα του αραβικού κόσμου: «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού»17, ασφαλώς, αλλά μόνο στο βαθμό που επικυρώνει την πάλη των προλετάριων στο εσωτερικό του φετιχισμού (οι σχέσεις παραγωγής ανεστραμμένες σε σχέσεις διανομής)· αυτό δεν σημαίνει ότι, στο εσωτερικό αυτού του τελευταίου, η θρησκεία δεν μπορεί να είναι και «ο αναστεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου»18. Ότι όλα αυτά, ύστερα, γίνονται εις βάρος των δικαιωμάτων των γυναικών, και επιπλέον εις βάρος των προλετάριων γυναικών, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η διεξαγωγή της ταξικής πάλης –κάθε φορά που καλεί τις γυναίκες να συμμετάσχουν σε αυτήν, ως σύζυγοι ή απευθείας ως εργαζόμενες– θέτει το ζήτημα της (εκ νέου) τοποθέτησής τους στο χώρο του σπιτιού και, ακριβέστερα, στο ρόλο της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης· ειρήσθω εν παρόδω, αυτό σχετίζεται και με τον «πρωταγωνιστικό ρόλο» των γυναικών στη στρατιωτική πτέρυγα του PKK: ο ανταρτοπόλεμος δεν καταργεί τον ανταγωνισμό μεταξύ των φύλων, αλλά τον μετατοπίζει σε ένα άλλο πεδίο, δίνοντας συχνά στις γυναίκες μεγαλύτερο περιθώριο κινήσεων.

Όσον αφορά το Ισλαμικό Κράτος, αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση σε ό,τι έχει προηγηθεί:

Στη Συρία το IS παρουσιάζεται ως μία αποτελεσματική ένοπλη ομάδα, που πληρώνει τους μαχητές του, τους δίνει τροφή και διασφαλίζει την ανακατανομή του πλούτου σε φτωχούς και λιμοκτονούντες πληθυσμούς. Δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανοικοδόμηση ενός εκπαιδευτικού συστήματος για τους νεότερους. Συσσωρεύει σημαντικούς πόρους (φόρους, λαθρεμπόριο, λύτρα, πετρέλαιο).19

Ακόμα και η Valeria Poletti –ανεξάρτητη ερευνήτρια που πρόσφατα δημοσίευσε μία μελέτη πάνω στη σύγχρονη Μέση Ανατολή, λεπτομερέστατη αλλά διαπνεόμενη από παναραβική νοσταλγία, η οποία εντοπίζει την αιτία για την άνοδο του πολιτικού Ισλάμ σε μία υποτιθέμενη στρατηγική των ΗΠΑ που αποσκοπεί στη δημιουργία σεχταριστικών διαχωρισμών στο εσωτερικό του «αραβικού έθνους»– παραδέχεται ότι:

[…] οι Ισλαμιστές του Islamic State of Iraq and al-Sham (ISIS) στη Συρία, άμεση απόρροια του ιρακινού ISI, διακηρύσσουν ότι μάχονται εναντίον των στρατευμάτων του Άσαντ, αλλά, στην πραγματικότητα, ο σκοπός τους είναι να εγκαθιδρύσουν βραχυπρόθεσμα ένα υποκατάστατο του χαλιφάτου στις περιοχές που κατέκτησαν οι πολιτοφυλακές τους. Επομένως, τρομοκρατούν τους πολίτες και παίρνουν τα όπλα εναντίον των άλλων μαχητών, είτε αυτοί είναι κοσμικοί είτε τζιχαντιστές που δεν ανήκουν στη φράξιά τους, του επαναστατικού μετώπου […] Το ISIS […] αν και εναγκαλίζεται τη διεθνή οπτική της Αλ- Κάιντα και συμμερίζεται την ίδια ακραία οπτική της απόλυτης κυριαρχίας και ολικής εφαρμογής της σαρία, δεν έχει την επιδοκιμασία της μητρικής οργάνωσης [της Αλ-Κάιντα] όχι μόνο λόγω της διακηρυγμένης πρόθεσής της να δημιουργήσει ένα κράτος-χαλιφάτο στα εδάφη που έχει θέσει υπό τον έλεγχό του, αλλά και λόγω ιδεολογικών αποκλίσεων. Επιπλέον, οι τρομοκρατικές μέθοδοι με τις οποίες διαχειρίζεται την εξουσία (απαγωγές, βασανιστήρια, αποκεφαλισμοί, σεχταριστικές δολοφονίες εις βάρος των Σιιτών), οι οποίες προκάλεσαν τη βαθιά εχθρότητα του πληθυσμού, αποδοκιμάζονται ακόμα και από την ηγεσία της Αλ-Κάιντα.

Παρόλα αυτά, το ISIS, ακριβώς επειδή δεν παρουσιάζεται μόνο ως ένα τζιχαντιστικό ένοπλο κίνημα, αλλά διαχειρίζεται όντως τη διοίκηση και εγγυάται τη λειτουργία των κοινωνικών δομών, πέτυχε να αποκτήσει την υποστήριξη ενός τμήματος του πληθυσμού.20

Στο γεωπολιτικό επίπεδο, η απο-εθνικοποίηση του Κράτους μεταφράζεται, αντίθετα, στο τέλος του συστήματος των άκαμπτων συμμαχιών που χαρακτήριζε το διπολικό κόσμο μετά το 1945, το οποίο αντικαθιστάται από ένα σύστημα ευέλικτων συμμαχιών, κάτι που είναι ορατό σήμερα στη Μέση Ανατολή.

Από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του τον περασμένο Απρίλιο, το ISIS άλλαξε την πορεία του πολέμου στη Συρία. Υποχρέωσε επανειλημμένως τη συριακή αντιπολίτευση να διεξάγει διμέτωπο αγώνα. Εμπόδισε την είσοδο ανθρωπιστικής βοήθειας στη Συρία, και μπλόκαρε την έξοδο των ειδήσεων. Και προκειμένου να κατακτήσει την εξουσία, υποχρέωσε την κυβέρνηση των ΗΠΑ και τους ευρωπαίους συμμάχους της να αναθεωρήσουν τη στρατηγική της ασυνεχούς υποστήριξης στη μετριοπαθή και ρητορική αντιπολίτευση που απαιτούσε την απομάκρυνση του σύριου προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ. […] Εν τω μεταξύ, ορισμένες υπηρεσίες πληροφοριών, μεταξύ των οποίων και εκείνη της Γερμανίας, αποκατέστησαν σχέσεις με τη συριακή κυβέρνηση. Είναι πολύ πιθανό το ενδεχόμενο μιας περαιτέρω επανανομιμοποίησης του καθεστώτος Άσαντ λόγω της διόγκωσης της απειλής της Αλ- Κάιντα.21

Σε ένα τέτοιο κυκεώνα, οι αλλαγές συμμαχιών και η μεταπήδηση από το ένα στρατόπεδο στο άλλο αποτελούν κανόνα και επομένως κανείς πρέπει να είναι επιφυλακτικός. Όμως σε σχέση με το PYD, ο σύριος σύμμαχος του PKK, ο συγγραφέας του «Kurdistan. Nell’occhio del ciclone» γράφει:

Εδώ, μετά την εξέγερση ενάντια στο συριακό καθεστώς [το PYD] δεν συντάχθηκε ούτε με το καθεστώς του Άσαντ ούτε με τους «σύριους εξεγερμένους», ακολουθώντας έναν «τρίτο δρόμο» που συνίσταται στην απελευθέρωση και την υπεράσπιση του εδάφους του για να το διοικήσει, μαζί με τα άλλα κόμματα και οντότητες της κοινωνίας των πολιτών, όχι αποκλειστικά της κουρδικής, σε ένα είδος «ομοσπονδιακής δημοκρατίας από τα κάτω».

Ο συγγραφέας παραλείπει να πει ότι αυτός ο υποτιθέμενος «τρίτος δρόμος» δεν είναι και πολύ πραγματικός, δεδομένου ότι τον επιτρέπει ο ίδιος ο Αλ-Άσαντ, σε ένα είδος άγραφης συμφωνίας βάσει της οποίας το συριακό καθεστώς επιτρέπει στη Ροζάβα ένα βαθμό αυτονομίας με αντάλλαγμα την ουδετερότητα του κούρδων της Συρίας στο διεξαγόμενο εμφύλιο πόλεμο. Φυσικά, μπορεί κανείς να ισχυριστεί –όπως κάνει η χαρούμενη παρέα των Wu Ming στο κείμενό τους “La guerra all’ISIS, il ruolo del PKK e la zona autonoma della Rojava” [Ο πόλεμος ενάντιο στο ISIS, ο ρόλος του PKK και η αυτόνομη ζώνη της Ροζάβα], διαθέσιμο στο διαδίκτυο– ότι η αυτονομία των κούρδων στη Ροζάβα πηγαίνει προς την κατεύθυνση της δημοκρατικής συνομοσπονδίας που πρεσβεύει το PKK, αλλά εμείς νομίζουμε ότι μάλλον πηγαίνει προς την κατεύθυνση της οικοδόμησης πρωτο-κρατικών δομών οι οποίες, κάτω υπό ιδιαίτερες συνθήκες, θα μπορούσαν στο μέλλον να αποτελέσουν τα θεμέλια ενός ανεξάρτητου κουρδικού Κράτους. Πέραν τούτου, εάν δεχτούμε σαν υπόθεση εργασίας ότι το ΡΚΚ, το PYD και οι πολιτοφυλακές τους είναι εξολοκλήρου αυτοχρηματοδοτούμενα (φόροι, εμβάσματα από τους μετανάστες κλπ)22, παραμένει το πρόβλημα του ποιος τους πουλάει τα όπλα, μέσα από ποια κανάλια κλπ. Λόγου χάρη, θα ήταν δυνατό να παραμένουν ανοικτοί οι διάδρομοι μέσα από τους οποίους φτάνουν τα όπλα στις περιοχές που ελέγχουν το ΡΚΚ και οι σύμμαχοί του, χωρίς την, περισσότερο ή λιγότερο διακριτική, προστασία τουλάχιστον ενός από τα μεγάλα κράτη της περιοχής; Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το ΡΚΚ και το PYD ανεφοδιάζονται από τη μαύρη αγορά όπλων της Συρίας, από λιποτάκτες του συριακού στρατού. Αυτό ίσως να ανταποκρίνεται εν μέρει στην αλήθεια, αλλά αρκούν αυτά τα όπλα ώστε οι κουρδικές πολιτοφυλακές να αντισταθούν στην προέλαση του Ισλαμικού Κράτους, το οποίο τώρα διαθέτει, εκ των πραγμάτων, μια πραγματική κρατική δομή, ελέγχει πετρελαιοπηγές και, κυρίως, οικειοποιήθηκε μία τεράστια ποσότητα όπλων του ιρακινού στρατού που τράπηκε σε φυγή; Εν των μεταξύ, οι τελευταίες ειδήσεις που φτάνουν από την περιοχή (στις 07-10-2014, σ.σ.) λένε ότι οι σημαίες του Ισλαμικού Κράτους κυματίζουν στις στέγες της Κομπάνι, στη Συρία, και το PYD ζήτησε επίσημα την αποστολή ενισχύσεων από το τουρκικό Κουρδιστάν:

«Η κινητοποίηση για την Κομπάνι δεν είναι αρκετή, η διεθνής κοινότητα πρέπει να παρέμβει», προειδοποήσε την Πέμπτη ο Redur Xelil, ο εκπρόσωπος του YPG (η στρατιωτική πτέρυγα του PYD, σ.σ.), στη σελίδα του στο Twitter. «Σε αντίθετη περίπτωση θα έχουμε ακόμα μία γενοκτονία όπως στο Σιντζάρ, αλλά στην Κομπάνι», δήλωσε, αναφερόμενος στη μαζική φυγή των δεκάδων χιλιάδων Γιεζίντι από την περιοχή του Σιντζάρ, στο κοντινό Ιράκ.23

Όποιος θέλει να καταλάβει, καταλαβαίνει.

Από την άλλη, το συμφέρον των ΗΠΑ για τη δημιουργία ενός στρατοπέδου που θα αποτελέσει ένα ανάχωμα στο ISIS είναι πολύ πραγματικό και ελάχιστη αξία έχουν τα συνομωσιολογικά σενάρια των διαφόρων επίδοξων Μάικλ Μουρ σχετικά με την υποστήριξη των ΗΠΑ στην άνοδο του ριζοσπαστικού Ισλάμ και της Αλ- Κάιντα.24 Aκόμα κι αν αφήσουμε κατά μέρος το ζήτημα του ελέγχου των πετρελαϊκών κοιτασμάτων και των κοιτασμάτων φυσικού αερίου, το Ισλαμικό Κράτος συνεχίζει το θέαμα των εκτελέσεων δυτικών αιχμαλώτων που φορούν στολές στυλ «Γκουαντάναμο», και ο Ομπάμα δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Φυσικά, οι εποχές της 11ης Σεπτεμβρίου και του Τζορτζ Μπους του νεότερου έχουν περάσει, αλλά –όπως διαπιστώνουμε– ο βαθμός διάλυσης των διεθνών σχέσεων αυτήν τη στιγμή δεν είναι τέτοιος ώστε να εμποδίσει τη στρατιωτική παρέμβαση ενός συνασπισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ – και μάλιστα νομιμοποιημένη από την ανάγκη προστασίας των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Δεδομένου ότι οι σημαντικότερες κοσμικές δυνάμεις της περιοχής είναι –παρά τη μεταξύ τους εχθρότητα– το συριακό καθεστώς και «οι κούρδοι», τα μελλοντικά σενάρια θα μπορούσαν να μας φέρουν προ εκπλήξεων.25 Ας μιλήσουμε ξεκάθαρα: αυτό που προδιαγράφεται είναι ένα σενάριο «στυλ Γιουγκοσλαβίας», ένας ανηλεής εμφύλιος πόλεμος και «ανθρώπινα δικαιώματα» να πέφτουν από τον ουρανό. Στην περίπτωση που ένα τέτοιο σενάριο αποδειχθεί αληθινό, το ζήτημα είναι να ξέρουμε ποια θα μπορούσε να είναι η έκβασή του: μία επαναχάραξη των κρατικών συνόρων στη Μέση Ανατολή (με την ενδεχόμενη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κουρδικού Κράτους) ή η παγίωση ενός αυξανόμενου χάους χωρίς να διαφαίνεται καμία επαναστατική διέξοδος (τουλάχιστον προς στιγμήν); Κατά τα φαινόμενα, η ίδια η ύπαρξη του ΡΚΚ και η πεισματική αντίθεση της Τουρκίας στην παραχώρηση αυτονομίας στους κούρδους, είναι οι κύριες αντίρροπες δυνάμεις στο πρώτο από αυτά τα δύο ενδεχόμενα. Αλλά είναι πραγματικά έτσι; Και εάν ναι, για ποιο λόγο; Η απάντησή μας είναι ακόμα μια φορά αρνητική, και στο επόμενο κεφάλαιο θα εξηγήσουμε τους λόγους για αυτό. Η όποια «λύση» –είτε επαναστατική είτε αντεπαναστατική– θα είναι σε κάθε περίπτωση στενά ενδογενής και γεωγραφικά περιορισμένη στο χώρο της Μέσης Ανατολής· νέα και μακρόβια σύνορα θα μπορέσουν να δημιουργηθούν μόνο στο ευρύτερο πλαίσιο μίας μελλοντικής αναδιάρθρωσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, για το οποίο δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα και αόριστα σημάδια. Αλλά και το άλλο σκέλος της εναλλακτικής λύσης εξαρτάται εξίσου από ό,τι θα συμβεί αλλού (θα επιστρέψουμε σε αυτό το σημείο). Ορισμένοι πιστεύουν ότι αυτός ο πόλεμος, ο οποίος βρίσκεται μόλις στις απαρχές του, θα μπορούσε να διαρκέσει για χρόνια. Κατά τη γνώμη μας, αποτελεί συνέχεια των ασταθών ή ζοφερών αποτελεσμάτων των Αραβικών Ανοίξεων (Αίγυπτος, Τυνησία και, σε μικρότερο βαθμό, Λιβύη) και θα καταλήξει να σκιαγραφήσει μία φάση μακροχρόνιου συστημικού χάους.

Οι τρεις γεωπολιτικές προβλέψεις που διατύπωσε ο Τζιοβάνι Αρίγκι στο βιβλίο Ο Μακρύς Εικοστός Αιώνας, βασίζονταν στην ιδέα ότι η φυγή προς τα εμπρός προς ένα χρηματοπιστωτικό νεοφιλελευθερισμό απλώς θα επιμήκυνε την ηγεμονία των ΗΠΑ, και τελικά θα οδηγούσε είτε στη δημιουργία μίας παγκόσμιας αυτοκρατορίας με κέντρο την Ευρώπη, σε μια πλανητική κοινωνία της αγοράς που θα είχε σαν άξονα την Ασία είτε σε ένα μακροχρόνιο συστημικό χάος. Μία πλήρης εκδοχή του πρώτου ενδεχόμενου μπορεί ενδεχομένως να αποκλειστεί. […] Η ανάδυση ενός νέου ηγεμονικού κέντρου μοιάζει εξίσου απίθανη. […] Η πιο πιθανή εξέλιξη είναι ο συνδυασμός της πρώτης και της τρίτης υπόθεσης: ένα συντονισμός δυνάμεων που ενδεχομένως θα είναι σε θέση να εμποδίσει μία οικονομική κατάρρευση, αλλά ανίκανος να οργανώσει τη μετάβαση προς μία νέα φάση βιώσιμης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Μπαίνουμε σε μία φάση άκαρπων συγκρούσεων ανάμεσα σε έναν αποδυναμωμένο καπιταλισμό [η ηγεμονία των ΗΠΑ, σ.σ.] και μία σειρά διάσπαρτων πόλων αντίστασης, στο εσωτερικό απονομιμοποιημένων και χρεοκοπημένων πολιτικών δομών.26

Η «ελευθεριακή» στροφή του ΡΚΚ

Ο Χαμίτ Μποζαρσλάν περιγράφει ως εξής τη σύγχυση που έχει προκληθεί την τελευταία δεκαετία στο εσωτερικό του κουρδικού κινήματος από τους μετασχηματισμούς που προσπαθήσαμε να περιγράψουμε στην προηγούμενη παράγραφο:

Όλα δείχνουν ότι το κουρδικό κίνημα φτάνει για ακόμα μια φορά στο τέλος ενός ιστορικού κύκλου, που σημαδεύτηκε από τις δικές του μορφές κοινωνικοποίησης, έκφρασης, στράτευσης και ακόμα και των δικών του μορφών βίας. Το φαινόμενο δεν είναι ασφαλώς νέο. Τη δεκαετία του ’60, μία ολόκληρη γενιά εθνικιστών αγωνιστών και μαχητών που είχαν ως σημείο αναφοράς τη Δύση, ορισμένοι ενεργοί ήδη από τη δεκαετία του ’20, έδωσε τη θέση της σε μία νέα γενιά αγωνιστών ή πολεμιστών που, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ταυτίζονταν με την αριστερά. Η αποτυχία της εξέγερσης του Μουσταφά Μπαρζανί στο Ιράκ (1961-1975), θέατρο τόσο ρήξεων όσο και μετάδοσης μνήμης μεταξύ των γενεών, είχε δώσει με τη σειρά της ώθηση σε νέους πρωταγωνιστές, το PUK (Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν) στο Ιράκ, το Komalah (ομαδοποίηση) στο Ιράν και το ΡΚΚ στην Τουρκία, που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της ένοπλης πάλης. […] Σήμερα, όντας ισχυροί χάρη στη νομιμοποίηση που απέκτησαν στη διάρκεια των αγώνων του παρελθόντος που πλέον έχουν τελειώσει, αυτοί οι παλιοί αγωνιστές εξακολουθούν να κατέχουν θέσεις ευθύνης στο ιρακινό Κουρδιστάν, αλλά τώρα πια εμφανίζονται με την ιδιότητα των ανδρών ή γυναικών της πολιτικής, των γραφειοκρατών ή ακόμα και των επιχειρηματιών. […] Παρά τις αποχρώσεις που εμφανίζονται ανάλογα με την κατάσταση που επικρατεί σε κάθε χώρα, σε όλη τη διάρκεια του ιστορικού κύκλου που έκλεισε, το κουρδικό κίνημα παρέμεινε αγκιστρωμένο στην αριστερά, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη με άλλα κινήματα διαμαρτυρίας της Μέσης Ανατολής μετά το 1979, τα οποία σε μεγάλο βαθμό συνδέθηκαν με τον ισλαμισμό. Σήμερα τα αποτελέσματα της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου γίνονται αισθητά και στο Κουρδιστάν, έστω και με είκοσι χρόνια καθυστέρησης, δημιουργώντας μία παράξενη αίσθηση κενού. Εάν το κουρδικό κίνημα διαμαρτυρίας συνεχίζει να τρέφεται από έναν εθνικισμό που είναι ικανός να κινητοποιεί, μέσω των συμβόλων και των ιστορικών ή γεωγραφικών απεικονίσεών του, οι τελευταίες δεν είναι πια σε θέση να νομιμοποιήσουν μία σεχταριστική πάλη με ένα λόγο και ένα φαντασιακό παγκόσμιας εμβέλειας, που θα είχαν την ικανότητα να την υπερβούν και να της δώσουν ένα νόημα.27

Η στροφή που έγινε στο εσωτερικό του ΡΚΚ, δηλαδή η εγκατάλειψη της προοπτικής για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, που εντάσσεται ξεκάθαρα στο πλαίσιο που περιγράφει ο Μποζαρσλάν, απαντάει σε τρία διαφορετικά είδη αναγκών: 1) την αναγνώριση ενός αντικειμενικού γεγονότος, το ξεπέρασμα των «εθνικισμών από τα κάτω»· 2) την αρνητική έκβαση της στρατηγικής του ανταρτοπολέμου, σύμβολο της οποίας είναι η σύλληψη του Αμπντουλάχ Οτσαλάν στο Ναϊρόμπι το 1999· 3) τις κοινωνικές αλλαγές που σημειώθηκαν στο ιστορικό Κουρδιστάν τα τελευταία 25 χρόνια.

Σε σχέση με το πρώτο σημείο, το ξεπέρασμα των «εθνικισμών από τα κάτω» μπορεί να εξηγηθεί από την καπιταλιστική αναδιάρθρωση (όπως αναφέρθηκε προηγουμένως), αλλά –πολύ πιο πεζά– αποτελεί αντικειμενικό γεγονός ότι με τη διάλυση της ΕΣΣΔ εξαφανίστηκε ο κύριος χρηματοδότης αυτών των εθνικισμών. Στο διπολικό κόσμο που αναδύθηκε μετά το 1945, με τρόπο διαφοροποιημένο αλλά σε κάθε περίπτωση συνεπή, η ανυπομονησία των «καταπιεσμένων εθνών» να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους και οι προσπάθειες ανάπτυξης ενός εσωστρεφούς καπιταλισμού στα κράτη του Τρίτου Κόσμου, τα οποία είχαν ήδη αποκτήσει τύποις την ανεξαρτησία τους, αλλά που μαστίζονταν από την «ανάπτυξη της υπανάπτυξης» (μία μεταπρατική αστική τάξη που πουλάει φτηνά πρώτες ύλες στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για να χρηματοδοτήσει την κατανάλωσή της αντί να επενδύσει στη βιομηχανία και στη δημιουργία μίας εσωτερικής αγοράς που θα την στηρίξει), δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν (ούτε να σχεδιαστούν) εάν απουσίαζε η αιγίδα κάποιας Σοσιαλιστικής Πατρίδας και τα εξαιρετικά χαμηλότοκα και με μακροχρόνια αποπληρωμή δάνεια που έδινε αυτή. Η ατυχία (που αποτελεί και τη δυναμικότητα) του κουρδικού εθνικισμού ήταν ότι βρέθηκε χωρίς «άγιους στον παράδεισο», καθώς η διεκδίκηση ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν αποτελούσε πονοκέφαλο για τις πριμαντόνες του αραβικού αντιμπεριαλισμού που είχαν την υποστήριξη της ΕΣΣΔ.

Σε σχέση με το δεύτερο σημείο, είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι ο Οτσαλάν, αρκετό καιρό πριν τη σύλληψή του το 1999, ήταν προσανατολισμένος στην αναζήτηση μίας «πολιτικής λύσης», κάτι που ήδη από τότε ισοδυναμούσε με μία αναθεώρηση προς τα κάτω του ιστορικού αιτήματος της ανεξαρτησίας – με την ελπίδα ότι έτσι θα αποκτούσε την εύνοια των «ιμπεριαλιστών» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι παρέμειναν ασυγκίνητοι και στο τέλος επέτρεψαν τη σύλληψή του. Η έκβαση της ευρωπαϊκής «περιπλάνησης» του Οτσαλάν, αναγνωρίστηκε από ολόκληρο το εθνικιστικό κουρδικό κίνημα ως μία ιστορική ήττα και καθόρισε, μεταξύ άλλων, την αποχώρηση μεγάλου αριθμού μελών του. Πρέπει να προσθέσουμε ότι η «πνευματική» κρίση του ΡΚΚ συνδυάστηκε με την προσχώρηση του KDP του Μασούντ Μπαρζανί στο φιλο-αμερικανικό στρατόπεδο και δεν είναι λίγοι εκείνοι που ελπίζουν ότι αυτή η συμμαχία θα επιτρέψει να επιτευχθεί διά της διπλωματικής οδού εκείνο που το ΡΚΚ δεν μπόρεσε να πετύχει χρησιμοποιώντας το «μαρξισμό» και τον ανταρτοπόλεμο. Εξάλλου, οι ελπίδες που γέννησε η εκτίμηση που χαίρουν οι ιρακινοί Κούρδοι στα μάτια των ΗΠΑ είναι δικαιολογημένες, αν και η ίδρυση ενός κουρδικού κράτους δεν φαίνεται να βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη: στο πλαίσιο των στρατηγικών μελετών του στρατού των ΗΠΑ διεξάγεται μία συζήτηση σχετικά με την προοπτική δημιουργίας ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους (βλ. το παράρτημα).

Όσον αφορά τις καθαρά κοινωνικές αλλαγές που πραγματοποιούνται σε ολόκληρο το ιστορικό Κουρδιστάν, όσο κι αν είναι της μόδας να παρουσιάζονται οι δυναμικές του κουρδικού χώρου σαν να συντελούνται σε ένα είδος εξωτικού ορεσίβιου μικροκλίματος,

Το κοινωνικό πλαίσιο της δεκαετίας του 2000 δεν μπορεί να συγκριθεί με τις προγενέστερες περιόδους. Οι διαμαρτυρίες των Κούρδων διεξάγονται σε ένα χώρο που σε μεγάλο βαθμό είναι αστικοποιημένο. Το τοπίο της υπαίθρου με το οποίο ήταν συνδεδεμένοι οι Κούρδοι, τόσο στην καθημερινή πραγματικότητά τους όσο και στο φαντασιακό των οριενταλιστών, έχει ουσιαστικά εκλείψει […]. Στο ιρακινό Κουρδιστάν, όπου τα κουρδικά χωριά καταστράφηκαν μαζικά στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 από το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν, τα τρία τέταρτα του πληθυσμού ζουν στις τρεις μεγάλες πόλεις, την Ερμπίλ, την Ντιχόκ και τη Σουλεϊμανία. […] Στη Συρία, ο κεντρικός πυρήνας των κούρδων πολιτικών έδωσε πάντα τους αγώνες του στις πόλεις και σήμερα, ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν, στο προσκήνιο βρίσκονται οι διανοούμενοι και οι νεολαίοι. Στο Ιράν, παρομοίως, αν και η εξουσία δεν εφήρμοσε ποτέ μία πολιτική εσκεμμένης καταστροφής της κουρδικής υπαίθρου, η δημογραφική και πολιτική βαρύτητα των αγροτικών περιοχών μειώνεται προς όφελος καμιάς δεκάδας πόλεων που, αν και είναι από τις λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομικά, χαρακτηρίζονται από μία μεγάλη ζωτικότητα. Εάν ο πληθυσμός της πλειοψηφίας των κουρδικών πόλεων αυτής της χώρας κυμαίνεται ανάμεσα στους 100 με 150 χιλιάδες κατοίκους, η Ουρμία φτάνει τους 600.000. Η ίδια δυναμική παρατηρείται και στην Τουρκία, όπου το φυλετικό φαινόμενο ήταν τόσο απτό στο παρελθόν της κουρδικής αντίστασης. [..] Ένα άλλο στοιχείο, πολύ πιο αισθητό απ’ ό,τι στο παρελθόν, αφορά τη βαρύτητα των εσωτερικών διασπορών στο καθένα από αυτά τα κράτη. Εάν η Βαγδάτη σταμάτησε, για προφανείς λόγους, να είναι ένα μέρος συγκέντρωσης των Κούρδων, άλλες πρωτεύουσες ή μεγάλες πόλεις επεκτείνουν το χώρο των Κούρδων πολύ πιο μακριά από το ιστορικό Κουρδιστάν: η Ιστανμπούλ –όπου ζουν μερικά εκατομμύρια Κούρδοι– και μερικές άλλες τουρκικές πόλεις, το Χαλέπι και η Δαμασκός, όπου ζουν περίπου 600.000 Κούρδοι, ή ακόμα και η Τεχεράνη. […] Τέλος, εάν δεν αποτελεί νέο η παρουσία περισσότερων από ένα εκατομμύριο Κούρδων στην Ευρώπη, αυτή η άλλη διασπορά, πολύ διαφορετική από εκείνη που είχε σχηματιστεί στην πρώην ΕΣΣΔ ή στον αραβικό κόσμο, και ειδικά στο Λίβανο, έχει αναδιαμορφωθεί εξίσου ριζικά […], τραγουδιστές ποπ ή μηχανικοί, ιδιοκτήτες εστιατορίων ή ανειδίκευτοι εργάτες, παραμένουν αφοσιωμένοι στην κουρδική υπόθεση χωρίς όμως να δέχονται τον έλεγχο μίας πολιτικής οργάνωσης πάνω στην καθημερινή τους ζωή.28

Η καθιέρωση της Τουρκίας ως μίας «αναδυόμενης» οικονομίας από τη μία, και η πετρελαϊκή τοξίνωση της Μέσης Ανατολής από την άλλη, δημιούργησαν ένα χάσμα ανάμεσα σε ένα Κουρδιστάν αστικό και φτωχό αλλά σε επέκταση και ένα Κουρδιστάν αγροτικό και ορεσίβιο σε εγκατάλειψη, γεγονός που οδηγεί το ΡΚΚ –στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90– να είναι όλο και περισσότερο η έκφραση και ο φορέας των αιτημάτων του δεύτερου, αφήνοντας το πρώτο σε άλλες δυνάμεις.

Υπό το πρίσμα των όσων είπαμε προηγουμένως, είναι προφανές ότι η υποτιθέμενη «ελευθεριακή» στροφή του ΡΚΚ δεν είναι λοιπόν η Επιτέλους Αποκεκαλυμμένη Αλήθεια που κάθε κοινωνικό κίνημα θα έπρεπε να υιοθετήσει. Αντίθετα, αυτή απαντάει στα εξής συγκεκριμένα προβλήματα: 1) το πρόβλημα της «ιστορικής νομιμοποίησης», που συνδέεται με τη δύση (κρίση) των παραδοσιακών μοντέλων του μαρξιστικού-λενινιστικού ή τριτοκοσμικού αντάρτικου· 2) ένα πρόβλημα «ιδεολογικής δικαιολόγησης» μπροστά σε μία συντριπτική ιστορική ήττα· 3) ένα πρόβλημα «πολιτισμικής προσαρμογής» σε ένα τελείως διαφορετικό κοινωνικό πλαίσιο. Αυτός ήταν ο λόγος που το ΡΚΚ προσπάθησε να προσδεθεί στο κίνημα της άλλης παγκοσμιοποίησης.29 Το «κίνημα των κινημάτων», ο «λαός του Σιάτλ», παρείχαν στον Οτσαλάν και τους συντρόφους του όλο το απαραίτητο υλικό για να πραγματοποιήσουν την επιβεβλημένη από τη συγκυρία θεωρητική και οργανωτική ανανέωση, μεταξύ άλλων και σε ό,τι αφορά την άρθρωση μίας προοπτικής που ήταν και παραμένει εκείνη της εθνικής απελευθέρωσης, μολονότι αποποιείται τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους. Από τη νέα του θεωρητική πηγή, το ΡΚΚ αντλεί τόσο τα δυνατά όσο και τα αδύνατα σημεία της: ανάμεσα στα πρώτα είναι μία αποτελεσματική ρητορική, ικανή να κοινοποιήσει τον κόσμο, που προκρίνει τις αλλαγές που πρέπει να πραγματοποιηθούν εδώ και τώρα, την επίκληση της ηθικής, την κριτική της ιεραρχίας, το εγκώμιο της οριζοντιότητας, ένα θεωρητικό εκλεκτικισμό (οικολογία, φεμινισμός κλπ.) που αρνείται τις ενοποιητικές συνθέσεις, οι οποίες θυμίζουν υπερβολικά «μαρξισμό»· στις δεύτερες βρίσκονται μία επιμονή στην αυτοδιάθεση και την αυτονομία που κρύβει το προγραμματικό κενό: στα πιο πρόσφατα κείμενα του Οτσαλάν που έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά – Δημοκρατικός Συνομοσπονδισμός και Πόλεμος και Ειρήνη στο Κουρδιστάν, διαθέσιμα στο διαδίκτυο– με εξαίρεση κάποιες γενικές εκκλήσεις για μία πιο δίκαιη αναδιανομή του πλούτου, μάταια θα αναζητήσει κανείς ποια κοινωνικά μέτρα σκοπεύει να υιοθετήσει το ΡΚΚ στην περίπτωση που ιδρυθεί η υποθετική δημοκρατική συνομοσπονδία που πρεσβεύει. Η σύνθεση της κοινωνικής του βάσης, το πλαίσιο μέσο στο οποίο δρα, οι θεωρητικές του αναφορές, κάνουν το ΡΚΚ να μοιάζει όλο και περισσότερο με ένα είδος μεσανατολικού EZLN, αλλά… για ακόμα μια φορά το ΡΚΚ έρχεται στο προσκήνιο με καθυστέρηση: η στροφή του δημοκρατικού συνομοσπονδισμού συντελείται επίσημα το 2002, ενώ οι διαμαρτυρίες που κατέληξαν σε εξέγερση επ’ ευκαιρίας του G8 της Γένοβας το 2001, σημαίνουν την αρχή της αργής παρακμής του κινήματος για την άλλη παγκοσμιοποίηση. Τότε πού πρέπει να στραφούν; Σε ποιον πρέπει να απευθυνθούν; Μία φράξια του ΡΚΚ, της οποίας ηγείται ο Οσμάν Οτσαλάν (αδελφός του Αμπντουλάχ) έχει έτοιμη την απάντηση: στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από την άλλη, η σπουδαιότητα του κουρδικού πιονιού στη σκακιέρα του Ιράκ κάνει τις ΗΠΑ να σκεφτούν το ενδεχόμενο να ανοίξουν ένα δίαυλο επικοινωνίας και με το ΡΚΚ, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα δούναι και λαβείν με αμοιβαία οφέλη και για τις δύο πλευρές: από τη μία, το ΡΚΚ θα έπρεπε να ενώσει τις δυνάμεις του στην προσπάθεια για τον «εκδημοκρατισμό» της περιοχής και να θέσει τέλος στις ενδο-κουρδικές συγκρούσεις, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες θα δεσμεύονταν να άρουν όλα τα εμπόδια στις διεθνείς δραστηριότητες του ΡΚΚ και να ασκήσουν πιέσεις για μία βελτίωση των συνθηκών κράτησης του Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Ο Οσμάν Οτσαλάν επιβεβαίωσε την ύπαρξη επαφών ανάμεσα στο ΡΚΚ «σε τοπικό επίπεδο» και τις ΗΠΑ:

[…] οργανώθηκαν ανεπίσημες συναντήσεις με ορισμένους αμερικανούς επίσημους χάρη σε διαμεσολαβητές που βρίσκονται κοντά στην οργάνωσή μας. Υπήρξαν μορφές μιας αμοιβαίας αναγνώρισης. Οι αμερικανοί επιθυμούν να κερδίσουν τη συμπάθεια των Κούρδων· από την πλευρά μας, εμείς επιθυμούμε να βρούμε μία από κοινού λύση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εμείς δεν συνεργαστήκαμε με το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν και ποτέ δεν σταθήκαμε εμπόδιο στα αμερικανικά συμφέροντα, ενώ οι αμερικανοί έβλαψαν του Κούρδους· είμαστε σε γνώση του ρόλου που έπαιξαν στη σύλληψη του Αμπντουλάχ Οτσαλάν.30

Η διαμάχη ως προς το ποια στάση πρέπει να υιοθετηθεί απέναντι στις ΗΠΑ οδήγησε, το 2004, σε μία διάσπαση: η φράξια του Οσμάν Οτσαλάν αποσχίστηκε και ίδρυσε το ανοιχτά φιλο-αμερικανικό PWD (Πατριωτικό Δημοκρατικό Κόμμα):

Η οργάνωση δεν θεωρεί τις Ηνωμένες Πολιτείες μία αποικιοκρατική δύναμη, αλλά τη χώρα που έσωσε τους Κούρδους. […] Το PWD, για να υπογραμμίσει την υποστήριξή της στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα αποστείλει στις 7 Νοεμβρίου 2004 συγχαρητήρια επιστολή στον Πρόεδρο Τζορτζ Μπους για τη επανεκλογή του.31

Δεν αναφέρουμε αυτά τα επεισόδια για να υποστηρίξουμε την ύπαρξη ενός μεγάλου σχεδίου ή μίας συνομωσίας στην οποία το ΡΚΚ είναι ο πολλοστός κρυφός σύμμαχος των ΗΠΑ, αλλά είναι απολύτως αναγκαίο να τονίσουμε: 1) το διφορούμενο χαρακτήρα του ΡΚΚ και το γεγονός ότι αυτό ανέκαθεν προχωρούσε στα τυφλά· 2) το γεγονός ότι στην περίπτωση που πράγματι διαφαινόταν η υπόθεση ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν, το ΡΚΚ θα βρισκόταν στη δύσκολη θέση να επιλέξει εάν θα συμμετάσχει στην ίδρυσή του με σκυμμένο το κεφάλι ή να διακινδυνέψει την περαιτέρω περιθωριοποίησή του και την έναρξη ενός νέου αιματηρού κύκλου ενδο-κουρδικών συγκρούσεων.

Ας κλείσουμε αυτή την αναφορά με μία γενικότερη σκέψη. Τουλάχιστον μετά τα πραξικοπήματα στη Συρία (1966) και το Ιράκ (1968) που έφεραν στην εξουσία τα κόμματα Μπάαθ, η ανατρεπτική πλευρά του κουρδικού ζητήματος βρισκόταν στο γεγονός ότι ήταν μία ζωντανή διαμαρτυρία του διαμερισμού της Μέσης Ανατολής μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και του φιλο-σοβιετικού αντιμπεριαλισμού που ισχυριζόταν ότι εναντιωνόταν σ’ αυτόν το διαμερισμό. Οι σημερινές εξελίξεις δείχνουν ακόμα μια φορά ότι ένας ολόκληρος ιστορικός κύκλος ολοκληρώθηκε και εξάντλησε όλες τις εσωτερικές του δυνατότητες, συμπεριλαμβανομένης εκείνης που υποστηρίζει «μέχρι τέλους (δηλαδή, μέχρι το δικαίωμα απόσχισης και μέχρι την ήττα της χώρας “τους”) το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των καταπιεζόμενων λαών για έναν προλεταριακό σκοπό και μία ρητά προλεταριακή στρατηγική».32 Κανένας ιστορικο- κοινωνικός καθορισμός και καμία κοινοτιστική πρόταση δεν αντιπροσωπεύουν, από μόνα τους, ένα εμπόδιο στην αξιοποίηση του κεφαλαίου. Το εθνικό ζήτημα παραμένει, αλλά κυρίως σαν ένα ζήτημα για το κεφάλαιο: η κομμουνιστική επανάσταση θα μπορέσει να το επιλύσει μόνο στις δικές της βάσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, θα το κάνει η αντεπανάσταση με το δικό της τρόπο, ικανοποιώντας τις εθνικές διεκδικήσεις ή διαφορετικά οργανώνοντας το βίαιο εκτοπισμό ή την εξόντωση του εν λόγω πληθυσμού.

Ο κουρδικός λαός είναι σε μεγάλο βαθμό «διεθνοποιημένος». […] Εκατομμύρια κούρδοι εργάτες απασχολούνται στα εργοστάσια και στα χωράφια των ανεπτυγμένων δυτικών χωρών. Πολέμησαν στο πλάι των προλετάριων της Δύσης και ακόμα πιο λυσσασμένα από αυτούς, δεδομένου ότι δεν είχαν τίποτα να χάσουν. Για αυτά τα εκατομμύρια, που βίωσαν τις ώριμες συνθήκες της προλεταριακής επανάστασης, μία επιστροφή στις συνθήκες του «αστικού εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα» θα ήταν ένα τεράστιο βήμα προς τα πίσω.33

Είναι αλήθεια, και είναι αλήθεια και για τους μη «διεθνοποιημένους» κούρδους προλετάριους, αλλά μόνο από τη σκοπιά της κατάργησης των τάξεων, δηλαδή του «… του κινήματος που καταργεί…».

«… το κίνημα που καταργεί…»: το τοπικό, το εθνικό, το παγκόσμιο

Ένα μεγάλο νεφέλωμα «κινημάτων» –οπλισμένα και μη, που κινούνται μεταξύ της κοινωνικής ληστείας και του οργανωμένου ανταρτοπολέμου– δρουν στις πιο άθλιες περιοχές του παγκόσμιου καπιταλιστικού σκουπιδότοπου, παρουσιάζοντας χαρακτηριστικά όμοια με εκείνα του σημερινού ΡΚΚ. Αυτά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, προσπαθούν να αντισταθούν στην καταστροφή ήδη περιθωριακών οικονομιών επιβίωσης, στη λεηλασία των τοπικών φυσικών και μεταλλευτικών πόρων, ή στην επιβολή της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας της γης, η οποία περιορίζει ή εμποδίζει την πρόσβαση σ’ αυτήν και τη χρήση της· μπορούμε να αναφέρουμε σαν παραδείγματα την πειρατεία στις θάλασσες ανοιχτά της Σομαλίας, το MEND στη Νιγηρία, τους Ναξαλίτες στην Ινδία, τους Μαπούτσε στη Χιλή. Μολονότι οι μορφές πάλης και ο λόγος που υιοθέτησαν αυτά τα κινήματα δεν είναι μόνο επιφαινόμενα, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε το κοινό περιεχόμενο τους που είναι η αυτοάμυνα. Μία αυτοάμυνα που μπορεί να θεωρηθεί ζωτική, αλλά που δεν διαφέρει, όσον αφορά τη φύση της, από εκείνη που εκφράζεται σε οποιαδήποτε συνδικαλιστική ενέργεια που αποσκοπεί στην υπεράσπιση του μισθού ή των συνθηκών εργασίας εκείνων που συμμετέχουν σε αυτήν. Ακριβώς όπως θα αποτελούσε ένα τρικ να παρουσιάσουμε ένα μισθολογικό αγώνα, ακόμα κι αν είναι εξαιρετικά σκληρός και ευρύς, σαν ένα «επαναστατικό κίνημα», κατά τον ίδιο τρόπο θα ήταν παραπλανητικό να αποδώσουμε σε αυτό τον τύπο αυτοάμυνας που ασκούν εξαθλιωμένοι πληθυσμοί ένα εγγενές επαναστατικό νόημα. Φυσικά ένα τέτοιο ταχυδακτυλουργικό κόλπο μπορεί να πιάσει πατώντας στην ηθική, δηλαδή αντιπαραθέτοντας από τη μια τους «προνομιούχους δυτικούς» και από την άλλη της «Γης τους κολασμένους» που είναι έτοιμοι για την επανάσταση. Όμως αυτός ο ρετρό αντιμπεριαλισμός σύντομα αποδεικνύεται ξεπερασμένος. Είτε μας αρέσει είτε όχι δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι αυτά τα κινήματα συχνά βρίσκονται όχι σε ένα υποτιθέμενο και ανύπαρκτο έξω από την παραγωγή και κυκλοφορία της αξίας, αλλά στο περιθώριό τους, και ορισμένες φορές υπερασπίζονται μικρούς αρχαίους κόσμους (πανάρχαια έθιμα κλπ.) που οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις καταστρέφουν ή έχουν από καιρό αλλάξει. Όμως δεν είναι δυνατόν να είμαστε ταυτόχρονα και υπέρ της κομμουνιστικής επανάστασης και υπέρ της διατήρησης των μικρών αρχαίων κόσμων. Εάν αληθεύει ότι ο καπιταλισμός τούς αποσταθεροποιεί, τότε και η επαναστατική καταστροφή του καπιταλισμού δεν θα μπορούσε παρά να έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα δεν έχει νόημα και το να υποστηρίζουμε την καταστροφή τους από τον καπιταλισμό: εμείς πιστεύουμε ότι αυτά τα κινήματα θα πρέπει να ενσωματωθούν ή/και να απορροφηθούν (κάτι που δεν μπορεί παρά να προκαλέσει συγκρούσεις) από το πραγματικό κίνημα για την καταστροφή του κεφαλαίου και ότι αυτό δεν είναι εφικτό να γίνει μέσω πολιτικών ελιγμών (δημοκρατικές ή λενινιστικές συμμαχίες), ούτε με ενδιάμεσα μέτρα τα οποία αποσκοπούν στην όξυνση της αναγκαστικής προλεταριοποίησης που προσπαθεί να επιτύχει το κεφάλαιο. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από την καρδιά του τρόπου παραγωγής (κάτι που δεν σημαίνει απαραίτητα «η Δύση») και όχι από την περιφέρειά του. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την πάντα παγκόσμια εξάπλωση του καπιταλιστικού συστήματος και την ιεραρχία που δημιουργεί: έτσι όπως ένας ταμίας, ένα δάσκαλος και ένας εργάτης –όντας όλοι μισθωτοί εργάτες– δεν έχουν τις ίδιες πιθανότητες να επιδράσουν στην παραγωγή υπεραξίας, κατ’ αυτό τον τρόπο μία εξεγερσιακή κρίση δεν έχει την ίδια σπουδαιότητα και τις ίδιες συνέπειες σε παγκόσμιο επίπεδο, εάν εκδηλωθεί στο Καζακστάν ή στη Γερμανία (το ζήτημα να εντοπίσουμε τον «αδύναμο κρίκο της αλυσίδας» παραμένει ακόμα επίκαιρο).

Η μόνη τοπική κοινωνική κρίση που πραγματικά προεικόνισε με τι θα μπορούσε να μοιάζει μία επαναστατική διαδικασία στις μέρες μας και την αδυναμία της καπιταλιστικής σχέσης να αναπαραχθεί, είναι η Αργεντινή του 2001: μία μεγάλη χώρα (σε αντίθεση με την Ελλάδα του 2008), εκβιομηχανισμένη, σχετικά «ανεπτυγμένη», που βρίσκεται από τη μια μέρα στην άλλη στο χείλος της αβύσσου λόγω μίας νομισματικής κρίσης. Εκεί, στο κίνημα που ακολούθησε το κραχ, όλες οι αυτο-λογίες (αυτοοργάνωση, αυτονομία, αυτοδιαχείριση) αποκάλυψαν τον καθαρά αμυντικό χαρακτήρα τους, επειδή αυτο-οργανωνόμαστε πάντα στη βάση αυτού που είμαστε στο εσωτερικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (εργάτης της μιας ή της άλλης επιχείρησης, κάτοικος αυτής ή της άλλης γειτονιάς), ενώ η εγκατάλειψη του αμυντικού («διεκδικητικού») πεδίου συμπίπτει με το γεγονός ότι όλα αυτά τα υποκείμενα αναμειγνύονται μεταξύ τους και ότι οι διαχωρισμοί υποχωρούν, επειδή αρχίζει να υποχωρεί η σχέση που τις δομεί: η σχέση κεφαλαίου-μισθωτής εργασίας. Αυτό ισχύει σε κάθε κλίμακα, και στο παγκόσμιο επίπεδο: μία γενικευμένη κοινωνική κρίση δεν είναι το άθροισμα τοπικών κρίσεων που εξελίσσονται παράλληλα, χωρίς να έρχονται σε επαφή. Αφού οι εξεγερσιακές ή προ-εξεγερσιακές κρίσεις αγγίξουν ένα βαθμό επέκτασης, οι εξεγερμένοι σε μία δεδομένη χώρα θα υποχρεωθούν –από την ίδια την ανάγκη να συνεχίσουν τη σύγκρουση– να αναζητήσουν υποστήριξη πέρα από τα εθνικά σύνορα, ή να μετακινηθούν μαζικά (ή να διασκορπιστούν) έξω από αυτά τα σύνορα για να υποστηρίξουν την εξέγερση αλλού. Μόνο έτσι –υλικά, και όχι στη βάση αφηρημένων διεθνιστικών εκκλήσεων– η κομμουνιστική επανάσταση μπορεί να καταστρέψει τους διαχωρισμούς και να ενοποιήσει την ανθρωπότητα. Ο

κομμουνισμός δεν μπορεί να είναι μία «δημοκρατική συνομοσπονδία» που θα εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο για τον απλό λόγο ότι η συνομοσπονδία προϋποθέτει ακόμα το έθνος ως υποκείμενο που συνδέεται ομοσπονδιακά: πατρίδα μας όλη η γη, ασφαλώς… αλλά ένας Κούρδος παραμένει πάντα ένας Κούρδος και ένας Ιταλός του νότου παραμένει… ένας χωριάτης. Είναι μία απλή αντιπαραβολή ανόμοιων πραγμάτων, και αυτό είναι ακόμα υπερβολικά λίγο.

Μπροστά στη χρεοκοπία του υπαρκτού μαρξισμού και του υπαρκτού σοσιαλισμού, έφυγε από τη μόδα η εξύμνηση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και μία αντι-παραγωγίστικη –εκ διαμέτρου αντίθετη– ιδεολογία επικράτησε στο εσωτερικό της «αντικαπιταλιστικής κριτικής». Όμως η εξύμνηση σεχταριστικών-τοπικιστικών κινημάτων αποδεικνύεται μία αντίφαση αν λάβουμε υπόψη μας την οπτική του παρατηρητή που τα εξυμνεί, η οποία –έχοντας πάει συνήθως να τα βρει στην άλλη άκρη του κόσμου– είναι κάθε άλλο παρά σεχταριστική-τοπικιστική. Είναι η αντίφαση του ανθρωπολόγου που πηγαίνει να μελετήσει τους κατοίκους των Νήσων Τρόμπριαντ και ισχυρίζεται ότι δεν είναι ο ιμπεριαλισμός που τον πήγε εκεί.

Το ιστορικό νόημα του κεφαλαίου δεν βρίσκεται στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά στην παγκόσμια αλληλεξάρτηση που δημιούργησε. Στο περίφημο απόσπασμα από τη Γερμανική Ιδεολογία πάνω στο «πραγματικό κίνημα που καταργεί την παρούσα κατάσταση των πραγμάτων», ο Μαρξ εξυμνεί την έλευση μίας παγκόσμιας ιστορίας, που προκλήθηκε από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και προσθέτει:

Δίχως αυτό, 1) ο κομμουνισμός δεν θα μπορούσε να υπάρξει παρά σαν ένα τοπικό γεγονός, 2) οι ίδιες δυνάμεις επικοινωνίας δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σαν παγκόσμιες […] και 3) κάθε επέκταση της επικοινωνίας θα καταργούσε τον τοπικό κομμουνισμό. Εμπειρικά ο κομμουνισμός είναι δυνατός μονάχα σαν πράξη των κυρίαρχων λαών μονομιάς και ταυτόχρονα […].34

Κατ’ αυτή την έννοια –εκτός κι αν σκεφτόμαστε ότι είναι εφικτό να κάνουμε «την αναρχία σε μία μόνο χώρα», έτσι όπως μία εποχή ήθελαν να κάνουν το σοσιαλισμό σε μία μόνη χώρα– το ερώτημα εάν το ΡΚΚ, ο EZLN ή οποιαδήποτε άλλη οργάνωση είναι ή όχι «επαναστατική», είναι ένα λάθος ερώτημα: καμία οργανωτική συνέχεια, από τους σημερινούς αγώνες μέχρι την επανάσταση, δεν είναι νοητή, για τον απλό λόγο ότι το υποκείμενο που οργανώνεται δεν θα είναι πια το ίδιο. Το ζήτημα τίθεται τελείως διαφορετικά: να πάμε να δούμε ποιες αντιφατικές δυναμικές εμπεριέχονται σε μία συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα ή σε ένα συγκεκριμένο αγώνα –των οποίων η μία ή άλλη οργάνωση μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να είναι μια μορφοποίηση– και ποιες ρήξεις μπορούν να παράγουν. Αυτοί είναι οι όροι του προβλήματος. Εδώ η Ρόδος, εδώ και το πήδημα!

Παράρτημα

Το μέλλον της Μέσης Ανατολής

σύμφωνα με τον αντισυνταγματάρχη Ralph Peters

 

Τα νέα σύνορα στη Μέση Ανατολή, σύμφωνα με τον αντισυνταγματάρχη Ralph Peters

«[…] Η πιο κατάφωρη αδικία στις διαβόητα άδικες περιοχές ανάμεσα στα Βαλκάνια και τα Ιμαλάια είναι η απουσία ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους. Υπάρχουν 27 με 36 εκατομμύρια Κούρδοι που ζουν στις όμορες περιοχές της Μέσης Ανατολής (οι αριθμοί είναι ανακριβείς επειδή κανένα κράτος δεν έχει επιτρέψει μέχρι τώρα μία ειλικρινή απογραφή τους). Περισσότεροι από το σημερινό πληθυσμό του Ιράκ, ακόμα και ο μετριοπαθέστερος υπολογισμός καθιστά τους Κούρδους τη μεγαλύτερη εθνική ομάδα χωρίς το δικό της κράτος. Ακόμα χειρότερα, οι Κούρδοι καταπιέζονται απ’ όλες σχεδόν τις κυβερνήσεις που ήλεγξαν τους λόφους και τα βουνά στα οποία ζουν από την εποχή του Ξενοφώντα.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους έχασαν μία χρυσή ευκαιρία για να αποκαταστήσουν αυτή την αδικία μετά την πτώση της Βαγδάτης. Ένα κράτος- Φρανκεστάιν, κατασκευασμένο από κομμάτια που δεν ταιριάζουν μεταξύ τους, το Ιράκ θα έπρεπε να χωριστεί αμέσως σε τρία μικρότερα κράτη. Δεν το κάναμε από δειλία και κοντόφθαλμη οπτική, υποχρεώνοντας τους Κούρδους του Ιράκ να υποστηρίξουν τη νέα ιρακινή κυβέρνηση, κάτι το οποίο κάνουν απρόθυμα, ως quid pro quo για την καλή μας θέληση. Όμως σε περίπτωση που γινόταν ένα ελεύθερο δημοψήφισμα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι περίπου το εκατό τοις εκατό των Κούρδων του Ιράκ θα ψήφιζαν υπέρ της ανεξαρτησίας.

Όπως θα το έκαναν και οι Κούρδοι της Τουρκίας, που υποφέρουν εδώ και χρόνια, και οι οποίοι υφίστανται από δεκαετίες μια βίαιη στρατιωτική καταστολή και τον υποβιβασμό τους, εδώ και πολλές δεκαετίες, σε «ορεσίβιους Τούρκους», σε μια προσπάθεια να ξεριζώσουν την ταυτότητά τους. Ενώ, στην Τουρκία, η δυσχερής θέση των Κούρδων είχε αμβλυνθεί κάπως στη διάρκεια των τελευταίων δέκα χρόνων, η καταστολή ξαφνικά οξύνθηκε ξανά και το ανατολικό πεμπτημόριο της Τουρκίας θα έπρεπε να θεωρείται μία κατεχόμενη περιοχή. Όσον αφορά τους Κούρδους της Συρίας και του Ιράν, και αυτοί, με τη σειρά τους, θα έτρεχαν να ενωθούν με το ανεξάρτητο Κουρδιστάν, εάν μπορούσαν. Η άρνηση των νόμιμων δημοκρατιών του κόσμου να υπερασπιστούν την ανεξαρτησία των Κούρδων, είναι ένα αμάρτημα της

παράλειψης πολύ βαρύτερο από τα αδέξια, μικρότερα αμαρτήματα που διαπράττονται εις βάρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τα οποία συνήθως συγκινούν τα μμε της χώρας μας. Και παρεμπιπτόντως, ένα ελεύθερο Κουρδιστάν που θα εκτεινόταν από το Ντιγιαρμπακίρ μέχρι το Ταμπρίζ [πόλη του ιρανικού Κουρδιστάν. σ.τ.μ.], θα ήταν το πιο φιλοδυτικό κράτος στην περιοχή που εκτείνεται ανάμεσα στη Βουλγαρία και την Ιαπωνία.35

Σημειώσεις:

1 “Con il proletariato e i lavoratori rivoluzionari del Kurdistan” [Με το προλεταριάτο και τους επαναστάτες εργαζόμενους του Κουρδιστάν], ένθετο στο Quaderni Marxisti, τ. 3, 1984.

2 Özcan Yilmaz, La formation de la nation kurde en Turquie [Ο σχηματισμός του κουρδικού έθνους στην Τουρκία] PUF, Παρίσι 2013, σελ. 114.

3 Βλ. Kurdistan Devriminim Yolu, το πολιτικό μανιφέστο της οργάνωσης.

4 Georges Corm, Petrolio e rivoluzione. Il Vicino Oriente negli anni d’oro [Πετρέλαιο και επανάσταση. Η χρυσή εποχή της Εγγύς Ανατολής], Jaca Book, Μιλάνο 2005

5 Πολιτική οργάνωση των Κούρδων του Ιράν (βλ. παρακάτω).

6 Ηγέτης της θρησκευτικής ομάδας των Αλεβιτών, γραμματέας του Αραβο-Σοσιαλιστικού Κόμματος Μπάαθ (εθνικιστικού) και πρόεδρος της Συρίας από το 1971 μέχρι το 2000· πατέρας του σημερινού προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ.

7 Özcan Yilmaz, ό.π., σελ. 144.

8 Paul White, Primitive rebels or revolutionary modernizers? The kurdish national movement in Turkey [Πρωτόγονοι εξεγερμένοι ή επαναστάτες εκσυγχρονιστές; Το κουρδικό εθνικό κίνημα στην Τουρκία], Zed Books, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 2000, σελ. 156.

9 Özcan Yilmaz, ό.π., σελ. 178.

10 Sabri Cigerli & Didier Le Saout, Öcalan et le PKK [Ο Οτσαλάν και το ΡΚΚ], Maisonneuve & Larose, Παρίσι 2005, σελ. 385-386.

11 Michel Aglietta & Giorgio Lunghini, Sul capitalismo contemporaneo [Για το σύγχρονο καπιταλισμό], Bollati Boringhieri, Τορίνο 2001, σελ. 33.

12 Ό.π.

13 Βλ. Théorie Communiste & Alcuni fautori della comunizzazione, A fair amount of killing, 2004

14 Ernesto Screpanti, L’imperialismo mondiale e la grande crisi [Ο παγκόσμιος ιμπεριαλισμός και η μεγάλη κρίση], 2013, σελ. 10.

15 Saskia Sassen, Territorio, autorità, diritti. Assemblaggi dal medioevo all’età globale [Έδαφος, εξουσία, δικαιώματα. Συναρμολογήσεις από το Μεσαίωνα μέχρι την παγκόσμια εποχή], Bruno Mondatori, Μιλάνο 2008

16 Βλ. “Perché la classe operaia va in paradiso (e a destra)” [Για ποιο λόγο η εργατική τάξη πηγαίνει στον Παράδεισο (και στη δεξιά)], Il Giornale, 25/4/2012· “Grillo, la classe operaia in paradiso assieme alle partita IVA” [Γκρίλο, η εργατική τάξη στον παράδεισο μαζί με τα μπλοκάκια], La Stampa, 30/1/2013.

17 Καρλ Μαρξ, Κριτική της φιλοσοφίας του δικαίου του Χέγκελ, Εισαγωγή.

18 Ό.π.

19 “Comment faire la guerre à l’État Islamique?” [Πώς πρέπει να διεξαχθεί ο πόλεμος ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος;], από την ιστοσελίδα της Le Monde, 21/9/2014, η έμφαση δική μας.

20 Valeria Poletti, L’incendio del Medio Oriente, le connessioni inattese [Η πυρκαγιά της Μέσης Ανατολής, οι απροσδόκητες διασυνδέσεις], 2014, διαθέσιμο στο διαδίκτυο, σελ. 113-114, η έμφαση δική μας

21 Valeria Poletti, ό.π., σελ 114.

22 Όπως μας πληροφορεί η συλλογικότητα Endnotes, που επιμελήθηκε τη μετάφραση του παρόντος κειμένου στα αγγλικά, σύμφωνα με μία αναφορά του International Crisis Group, οι περιοχές που ελέγχονται από PYD δέχονται χρηματική βοήθεια από τη συριακή κυβέρνηση, ενώ το ΡΚΚ δέχεται περιοδικά υλική βοήθεια από την κυβέρνηση του Ιράν.

23 Aπό την ιστοσελίδα των Financial Times, 18-9-2014.

24 Bλ., παραδείγματος χάρη, “Operazione ISIS, l’obbiettivo è la Cina” [Επιχείρηση ISIS, ο στόχος είναι η Κίνα], Il Manifesto, 16/9/2014.

25 Bλ., “Usa con l’Iran e Turchia con i curdi, quelle strane alleanza contro il Califfo” [Οι ΗΠΑ με το Ιράν και η Τουρκία με τους κούρδους, οι παράξενες συμμαχίες εναντίον του Χαλίφη], La Repubblica, 2/9/2014.

26 Gopal Balakrishnan, “Speculations on the stationary state”, New Left Review, ν. 59, Σεπτέμβριος- Οκτώβριος 2009.

27 Hamit Bozarslan, Conflit kurde. Le brasier oblie du Moyen-Orient [Κουρδική σύρραξη. Η ξεχασμένη πυρκαγιά της Μέσης Ανατολής], Ed. Autrement, Παρίσι 2009, σελ. 22-24.

28 Hamit Bozarslan, ό.π., σελ. 20-22.

29 Το γεγονός ότι σήμερα το ΡΚΚ και το YPG προσφέρονται μια χαρά στα υπολείμματα του κινήματος για την άλλη παγκοσμιοποίηση προκειμένου να επιχειρήσουν να αναβιώσουν τις φαντασίες τους για καπιταλισμούς με ανθρώπινο πρόσωπο, μας το αποδεικνύει ο καθηγητής Sandro Mezzadra (Σάντρο Μετσάντρα), ο οποίος σε ένα πρόσφατο άρθρο του με τίτλο “Kobane è sola?” [Η Κομπάνι είναι μόνη;] (διαθέσιμο στο euronomade.info). Αυτός ο επιφανής καθηγητής του Πανεπιστημίου της Μπολόνια, μας εξηγεί ότι στην αυτονομιστική εμπειρία της Ροζάβα «πρέπει να αναγνωρίσουμε τις διασυνδέσεις με την πιο πρόσφατη ιστορία μας, […] τον απόηχο του Σιάτλ, της Γένοβας, του ζαπατισμού […] ένα νήμα συνέχειας που ξετυλίγεται από τις εξεγέρσεις στη Βόρειο Αφρική και τις χώρες του Μασρέκ το 2011, περνώντας από το ισπανικό 15Μ, το κίνημα του Occupy, τις εξεγέρσεις στην Τουρκία και τη Βραζιλία πέρσι […]»· επομένως εμείς θα έπρεπε να «διεκδικήσουμε εκείνον το κομμουνισμό (sic!), να κατέβουμε στο δρόμο και να ταχθούμε υπέρ της άμυνας της Κομπάνι και της Ροζάβα. Να επαναεφεύρουμε από εδώ, με τελείως υλικούς όρους, την εναντίωση στον πόλεμο». Να επαναεφεύρουμε την εναντίωση στον πόλεμο, βεβαίως, αλλά αφού εκδηλώσουμε τη θλίψη μας για «τη σποραδικότητα και την απόλυτη αναποτελεσματικότητα» των επιδρομών του διεθνούς συνασπισμού. Πότε να περιμένουμε τις εκκλήσεις για την αποστολή χερσαίων δυνάμεων; Επειδή «μία αστυνομική επιχείρηση που διεξάγεται με αεροπορικούς βομβαρδισμούς είναι ένα παράδοξο. Μία αστυνομική επιχείρηση που ξεκινάει εγκαταλείποντας το έδαφος και τους ανυπεράσπιστους ανθρώπους που πρέπει να προστατέψει, στις συμμορίες των εγκληματιών, εάν δεν είναι ένα τεράστιο λάθος, είναι μία τρέλα.» (Adriano Sofri, “Non chiamatela guerra” [Μην τον αποκαλείτε πόλεμο], La Repubblica, 7 Μαΐου 1999). Σ.τ.μ.: Ο Sofri είναι ο πρώην ηγέτης της ιταλικής ακροαριστερής οργάνωσης Lotta Continua που ήταν ενεργή της δεκαετία του ’70. Το 1999, αρθρογράφησε υπέρ των «ανθρωπιστικών» βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ στη Σερβία και το Κόσοβο.

30 Courier International, 23-29 Οκτωβρίου 2003. 31 Sabri Cigerli & Didier Le Saout, ό.π., σελ. 381.

31 Sabri Cigerli & Didier Le Saout, ό.π., σελ. 381.

32 “Con il proletariato e i lavoratori rivoluzionari del Kurdistan”, ό.π.

33 “Quale rivoluzione per il Kurdistan? [Ποια επανάσταση για το Κουρδιστάν;], Quaderni Internazionalisti, προκήρυξη, 1999, διαθέσιμο στο διαδίκτυο

34 Καρλ Μαρξ, Η Γερμανική Ιδεολογία, τ. Α ́, Gutenberg, Αθήνα 1997, σελ. 81.

 35 Αποσπάσματα από το άρθρο του Ralph Peters, “Blood borders” [Ματωμένα σύνορα], Armed Forces Journal, Ιούνιος 2006 (http://larsanderson.org/files/2011/10/armed-forces-journal-blood-borders-june- 2006.pdf).

ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΑ ΣΤΗ ΛΕΩΦΟΡΟ BAGHRAMYAN

Αναδημοσιεύουμε ένα εκτενές άρθρο από το New Left Review no 95 για το κίνημα “Dev em” στην Αρμενία το περασμένο καλοκαίρι. Πέρα από τις προϋποθέσεις ανάπτυξης ανταγωνιστικών προθέσεων στον δρόμο, που αναπτύσσονται με αρκετές λεπτομέρειες και με φόντο την ιστορική τους διαδρομή, έχει μια σημασία να διερευνήσουμε τον τρόπο με τον οποίο εμφανίστηκε το έμφυλο ζήτημα εκεί και να επιμείνουμε, διαμέσου αυτής της διερεύνησης, στη μεγάλη σημασία του ζητήματος της σύνθεσης για τους αγώνες του παρόντος και του μέλλοντος.

2015-06-23t155128z579613154gf10000136780rtrmadp3armenia-protest

ARMENIA’S FUEL PROTESTS

Ένα προηγούμενο post, σε αυτό το blog, για το ίδιο θέμα μπορεί να βρεθεί εδώ.

Χαλιφάτο και βαρβαρότητα (πρώτο μέρος)

Στο πολύ ενδιαφέρον μπλογκ ddt21.noblogs.org δημοσιεύτηκε πρόσφατα ένα εκτενές κείμενο πάνω στο Ισλαμικό Κράτος, θέτοντας και απαντώντας μια σειρά ερωτημάτων όπως πώς οργανώνει την επικράτειά του, αν αποτελεί ή όχι έναν απελευθερωτικό στρατό, ποιος ο ρόλος των θεσμών στην οργάνωση ποιας καθημερινότητας, πώς οργανώνεται κοινωνικά και οικονομικά το χαλιφάτο κ.α. Και οπωσδήποτε κατατίθενται ορισμένες ενδιαφέρουσες σκέψεις πάνω στην ίδια την έννοια του κράτους. Σημαντικό επιπλέον πλεονέκτημα του κειμένου, οι πλούσιες βιβλιογραφικές παραπομπές του. Όλα είναι, δυστυχώς, στη γαλλική γλώσσα.

 

Όποια-ος γαλλομαθής ενδιαφέρεται να συμβάλλει στη μετάφραση του κειμένου στα ελληνικά, ας επικοινωνήσει μαζί μας.
Sans-titre-1

 

Califat et barbarie (première partie)

 

 

 

 

Το χρονικό μιας ήττας

Αναδημοσιεύουμε παρακάτω το ομότιτλο ενδιαφέρον κείμενο από το Κενό Δίκτυο, μια ειλικρινή επισκόπηση του κινήματος των τελευταίων χρόνων. Πάντα έχει σημασία να αναζητούνται οι αιτίες… Φουλ Céline λοιπόν…

 

290309_2785905041945_1087847126_33051490_424072371_o

 

“Η μεγάλη ήττα, σε όλα τα πράγματα, είναι να ξεχνάς προπαντός τι σε έκανε να ψοφήσεις […] Άμα βρεθούμε στο χείλος της τρύπας, δεν πρέπει να κάνουμε ούτε τους καμπόσους, ούτε όμως να ξεχάσουμε, πρέπει να τα διηγηθούμε όλα κατά λέξη…”
Céline, Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας

 

Κάθε κατάτμηση της ιστορίας σε περιόδους είναι ριψοκίνδυνη και, έως ένα βαθμό, αυθαίρετη. Παρόλα αυτά, η υπογραφή ενός νέου Μνημονίου από μια κυβέρνηση που αποκλείεται να συγκυβερνούσε έξω από την αξίωση πολιτικής εκπροσώπησης των αγώνων ενάντια στο μνημόνιο και η συνακόλουθη προκήρυξη εκλογών ώστε να συγκροτηθεί μια νέα κυβέρνηση που θα υλοποιήσει τις προβλεπόμενες πολιτικές λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης, δικαιολογεί τον ισχυρισμό ότι κλείνει μια περίοδος κατά την οποία ο κοινωνικός και πολιτικός ανταγωνισμός συμπυκνώθηκε και σφραγίστηκε από το δίπολο “μνημόνιο/αντιμνημόνιο”. Εκ των πραγμάτων, για όποιον επηρεάζεται από τις “μνημονιακές” πολιτικές, και ακόμα περισσότερο για όποιον βρέθηκε στο δρόμο απέναντι στην υλοποίηση τους, ένας απολογισμός του τι έγινε παίρνει τη μορφή της εξιστόρησης μιας ήττας. Επειδή όμως το κλείσιμο μιας περιόδου υπονοεί άνοιγμα μιας άλλης, ένας τέτοιος απολογισμός δεν κοιτάει μόνο πίσω αλλά και μπροστά, μεταβαίνοντας από αυτό-που-έγινε σε αυτό-που-μπορεί-να-γίνει.

Μέσα στους κύκλους της αναρχίας, της αυτονομίας και της άκρας αριστεράς είναι διαδεδομένη η απαξίωση του αντιμνημονιακού κινήματος ως “μικροαστικού όχλου” ή “διαταξικού χυλού”. Φυσικά, καθαυτό το γεγονός της “διαταξικότητας” όχι μόνο δεν είναι ιστορικά πρωτότυπο – το κάθε άλλο – αλλά ήταν και πλήρως αναμενόμενο. Το Μνημόνιο (από το “1” έως το “3”) αποτελεί απαραίτητη νομική έκφραση μιας καθόλα πραγματικής διαδικασίας, “αληθινό” όσο και η κατά 25% πτώση του βιοτικού επιπέδου που επικύρωσε. Στο βαθμό που αυτή η πτώση δεν αφορούσε μόνο μια τάξη αλλά διάφορες κοινωνικές ομάδες – ιδιαίτερα τα λεγόμενα “λαϊκά στρώματα” (μισθωτούς, ανέργους, ελεύθερους επαγγελματίες, συνταξιούχους, μικροϊδιοκτήτες) – ήταν αναπόφευκτο ότι οι ροές άρνησης των πολιτικών λιτότητας και υποτίμησης θα έπαιρναν τη μορφή μιας ετερογενούς – ή αλλιώς “διαταξικής” – συνάρμοσης.[1] Έπεται ότι ως εμπειρική διαπίστωση η κατηγορία της διαταξικότητας στερείται νοήματος.

Φυσικά, επειδή κάτι παράγεται ιστορικά, εν προκειμένω το αντιμνημονιακό κίνημα, (ή πιο συγκεκριμένα το περιλάλητο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου) δεν σημαίνει ότι πρέπει και να το αποδεχτούμε. Οφείλουμε εν τούτοις να κατανοήσουμε τα γιατί του. Επειδή, όμως, δεν είμαστε ουδέτεροι θεατές αλλά επιθυμητικά υποκείμενα που εμπλέκονται σε αυτό που προσπαθούν να κατανοήσουν υπάρχει πάντα μπροστά μας η παγίδα να εντάσσουμε και εξηγήσουμε αυτό που έγινε μέσα από τις προϋποθέσεις της δικής μας επιθυμίας· φερειπείν, αν θεωρούμε προϋπόθεση για να γίνει αυτό που θέλουμε την “ορθή” ταξική συνείδηση, η έλλειψη της να εξηγεί το ότι δεν έγινε αυτό που θέλαμε. Μέσω αυτής της κυκλικής – και εντελώς αντί-διαλεκτικής – λογικής, που συγχέει είναι και δέον, πραγματικό και επιθυμία, δεν αποτυγχάνουμε μόνο να κατανοήσουμε επαρκώς γιατί έγινε αυτό που έγινε -δηλαδή πως παράχθηκε ιστορικά· εξίσου σημαντικά, όσοι αγώνες δεν εναρμονίζονται στα “πρέπει” μας ερμηνεύονται με αρνητικούς όρους, με βάση αυτό που τους λείπει. Έτσι, η ιστορία μετατρέπεται σε θλιμμένο χρονικό μιας Έλλειψης ενώ στην πορεία εξαφανίζεται η όποια θετικότητα των αγώνων, οι μικρές αρνήσεις και οι μεγάλες προσδοκίες, οι γραμμές έντασης και φυγής που παρήχθησαν, οι μορφές παρέμβασης και επιρροής στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι.

Υπονοούν, άραγε, αυτές οι παραδοχές κάποια άκριτη αποδοχή των αντιμνημονιακών αγώνων; Καθόλου. Αν η διαταξικότητα ως εμπειρική διαπίστωση δεν έχει κριτικό χαρακτήρα, ως πολιτική κριτική ενέχει πολλά βάσιμα στοιχεία· πάνω από όλα, η πολιτική αφήγηση που επικράτησε σε διάφορες αποχρώσεις – δεξιές και αριστερές – εντός της αντιμνημονιακής συνάρμοσης χαρακτηριζόταν από έναν εθνολαϊκισμό που αφενός νομιμοποιούσε τα συμφέροντα κοινωνικών ομάδων που ωφελήθηκαν τις δεκαετίες της μεταπολίτευσης και του εκσυγχρονισμού μέσω των προνομιακών (πελατειακών) σχέσεων που απέκτησαν με το κράτος-κόμμα και αφετέρου εμπόδιζε την παραγωγή εσωτερικών αποκλίσεων που θα προέκριναν τα ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και πολιτικού μετασχηματισμού προς όφελος των υποτελών τάξεων. Τα προβλήματα με την κριτική ξεκινάνε όταν αρχίζει να τίθεται ως έπρεπε των αγώνων άρα και ως βασική έλλειψη τους, η (μη) πολιτική συγκρότηση της εργατικής τάξης και η (μη) κάθοδος της στους δρόμους ως συνειδητή και αυτόνομη δύναμη.[2] Για να αποφευχθεί εδώ μια ιδεαλιστική συνάρθρωση επιθυμίας και πραγματικού πρέπει να απαντηθούν ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα. Γιατί η προοπτική μιας πολιτικά συγκροτημένης εργατικής τάξης εμφανίστηκε μόνο ως μειοψηφική προτροπή χωρίς αποδέκτη και όχι ως πρακτική δυνατότητα που εγγραφόταν σε μια μαζική ροή; Γιατί σήμερα ο μόνος δημοφιλής πολιτικά αντί-λόγος στον νεοφιλελευθερισμό είναι ο (αριστερός ή δεξιός) λαϊκισμός ενώ όσο πιο εργατιστικός ένας λόγος τόσο πιο περιθωριακός είναι; Ελλιπής ταξική συνείδηση, είναι η εύκολη απάντηση. Τι σημαίνει όμως ακριβώς αυτό; Αν αφορά μια προβληματική κατανόηση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, είναι δύσκολο όντως να αρνηθεί κανείς τη φτώχεια και το χαμηλό επίπεδο του δημόσιου λόγου. Αν από την άλλη υπονοείται κάποια “προλεταριακή αυθεντικότητα” σε αντιπαραβολή με τον “μικροαστισμό” του αντιμνημονιακού όχλου, κινούμαστε στα πλαίσια ενός κανονιστικού ιδεαλισμού. Όσοι κατέβηκαν στο δρόμο μια χαρά “συνείδηση” των συμφερόντων τους είχαν είτε ως μικροϊδιοκτήτες, μισθωτοί ή άνεργοι· δεν είναι τυχαίο ότι μια από τις κορυφώσεις του αντιμνημονιακού αγώνα, που μορφολογικά θα μπορούσε να αποτελεί το ξέσπασμα μιας μαζικής εξέγερσης, – η 12η Φεβρουαρίου – συνέβη τη μέρα ψήφισης της μείωσης του βασικού μισθού και του επιδόματος ανεργίας. Αυτή όμως η συνείδηση εντάσσεται και διαχέεται στις ροές όπου τα εργατικά στρώματα συναρμόζονται με αυτό το ετερογενές πλήθος που μοιράζεται μεταξύ του πολλά (χρέη, υποχρεώσεις, εξαρτήσεις, επισφάλεια, ματαιωμένες προσδοκίες) αλλά και που το χωρίζουν αρκετά ώστε να μη συγκροτεί (πολιτική) τάξη όσο μια “αόρατη πλειοψηφία” – την οποία και η έννοια του Λαού προσπαθεί να φέρει στη δημόσια σφαίρα, με όλα τα προβλήματα και τους αποκλεισμούς που περιέχονται.[3]

Φυσικά, η ποσότητα δεν είναι και ποιότητα. Ακόμα περισσότερο, εφόσον η επιθυμία είναι μια παραγωγική διαδικασία τίποτα δεν εμποδίζει να επιχειρηθεί αυτό που τώρα μοιάζει ανέφικτο να γίνει εφικτό. Αυτή δεν είναι και η ουσία κάθε πολιτικής χειραφέτησης; Από την άλλη, επειδή δεν μπορούμε να υπερπηδήσουμε την ιστορία – δηλαδή τις υλικές συνθήκες στις οποίες ζούμε – η “πολιτική ανασυγκρότηση της τάξης”[4] δεν μπορεί να γίνει με όρους του παρελθόντος αλλά πρέπει να αντιμετωπίσει μια πολύ συγκεκριμένη πραγματικότητα: τον κατακερματισμό και τη διαφοροποίηση των εργατικών τάξεων που έχει προσλάβει διεθνή έκταση, τη διευρυμένη επισφάλεια, την εξάπλωση δουλειών που δεν παράγουν κανένα “class-pride”, την παρακμή του κοινωνικού κόσμου της εργασίας και των κοινοτήτων που τον αναπαρήγαγαν, τις σύγχρονες μορφές και τεχνικές εξουσίας, εξάρτησης και υποκειμενικοποίησης που τέμνουν παραδοσιακούς ταξικούς διαχωρισμούς, τη σύμφυση ανθρώπινου/τεχνικού και υποκειμένου/αντικειμένου σε ροές και μορφές που δυσκολεύουν τη θεμελίωση ενός πολιτικού προτάγματος στη “ζωντανή εργασία” κ.α. Σε κάθε περίπτωση, η “συνείδηση” είναι μια υλική διαδικασία συμμετοχής σε έναν δεδομένο κόσμο· εφόσον αυτός ο κόσμος δεν αποτελεί στατική διαρρύθμιση πραγμάτων αλλά ροές έντασης (συλλογικών και ατομικών, οργανικών και ανόργανων) σωμάτων, η συνείδηση, ως μια τέτοια σωματική ροή, υπόκειται σε διαδικασίες μεταλλαγής και ριζοσπαστικοποίησης οι οποίες όμως συντελούνται μόνο εν τω γίγνεσθαι του κόσμου άρα και των αγώνων που παράγονται ιστορικά. Έξω από αυτό το πλαίσιο, κάθε αναφορά σε “ταξική συνείδηση” ως αυτό-αναγνώριση που εμπεριέχει αυταπόδεικτες αλήθειες και κανονιστικές συμπεριφορές είναι απλά ιδεαλισμός (είτε ρομαντικής είτε ορθολογικής απόχρωσης) που έρχεται από τον 19ο αιώνα.

Επιστρέφοντας λοιπόν στους αντιμνημονιακούς αγώνες, στη δεδομένη συγκυρία της ελληνικής κοινωνίας όπως έβγαινε από 20 χρόνια “εκσυγχρονισμού”, δεν θα μπορούσε να παραχθεί ιστορικά κάτι άλλο από ένα κοινωνικά και πολιτικά ετερογενές κίνημα που συναρμοζόταν στη βάση ενός αρνητικού παρανομαστή – ενάντια δηλαδή στο Μνημόνιο. Συγχρόνως, επειδή ένα σημαντικό κομμάτι αυτών που βγήκαν στους δρόμους ήταν υλικά και ψυχικά προσδεμένοι στους όρους ζωής τους, αναμενόμενα ήθελαν να τους υπερασπίσουν ή να τους αποκαταστήσουν.[6] Ο αναγκαστικά αμυντικός χαρακτήρας που προσέλαβε το αντιμνημονιακό κίνημα όμως δεν εξάντλησε τη δυναμική του· επειδή οι πολιτικές διαμεσολαβήσεις που επικύρωναν τους υπάρχοντες όρους ζωής διαλύονταν μέσα από το Μνημόνιο – με πλέον χτυπητό παράδειγμα το ΠΑΣΟΚ – μια τέτοια υπεράσπιση/αποκατάσταση απαιτούσε και έναν μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος, ανοίγοντας έτσι ένα ορίζοντα αλλαγής.

Εντός αυτού του δυναμικού πεδίου αναδείχθηκαν μειοψηφικά κομμάτια που επένδυσαν την επιθυμία για άρνηση και αλλαγή με ριζοσπαστικό και συγκρουσιακό περιεχόμενο, συντελώντας, ειδικά όσον αφορά το συγκρουσιακό στοιχείο, ώστε και η μάζα των αγωνιζομένων να πάει πολύ πέρα από την αφετηρία της. Δεν πρέπει να υποτιμάμε την παρουσία αυτών των μειοψηφιών ούτε τις εκτεταμένες συγκρούσεις ως υλική υπενθύμιση και κατώφλι μιας δυνατότητας· ποτέ δεν συναρμόστηκε όμως μια πολιτική δύναμη ικανή να γίνει φορέας ενός επαναστατικού μετασχηματισμού. Στην κρίσιμη μάζα του το αντιμνημονιακό κίνημα διατήρησε τον συντηρητικό (υπό την έννοια της επιθυμίας συντήρησης μιας υπάρχουσας συνθήκης) και ρεφορμιστικό χαρακτήρα του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούσε να γίνει τίποτα άλλο από αυτό που έγινε, ούτε είναι άχρηστες τέτοιες υποθέσεις στο πλαίσιο επινόησης νέων πολιτικών ακολουθιών, στρατηγικών και τακτικών. Όσο όμως ανοιχτοί και αν ήταν οι αγώνες σε περαιτέρω ροές ριζοσπαστικοποίησης οι ψυχικές, υλικές και πολιτικές συνθήκες για μια κοινωνική (και δη ελευθεριακή-κομμουνιστική) επανάσταση απλά δεν υπήρχαν.

Η όποια δυναμική μετασχηματισμού συνεπώς παρέμεινε κατά βάση ενταγμένη στο τρίπτυχο άρνησης/ αποκατάστασης/αλλαγής, το οποίο, διαποτισμένο με όλα τα σχετικά (μίκρο- ή μάκρο-) συμφέροντα και προσδοκίες, όριζε τις ροές επιθυμίας που συνέθεταν το αντιμνημονιακό κίνημα, όπως και τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις, εντάσεις και αντιφάσεις του. Αυτό το τρίπτυχο μπορεί να ανιχνευθεί σε όλα τα ορόσημα του κινήματος: στην αγριεμένη μάζα της 5ης Μάη του ΄11, στις πλατείες της αγανάκτησης[7] αλλά και της δημοκρατικής παραγωγής (όπως και του διαχωρισμού “πάνω και “κάτω” Συντάγματος), στην εξεγερτική έκρηξη της 12ης Φεβρουάριου του ΄12, στο Όχι του δημοψηφίσματος. Από αυτά τα “μεγάλα” συμβάντα μέχρι τις “μικρές” αντιστάσεις – τις αρνήσεις αξιολόγησης και πληρωμών, τις επανασυνδέσεις κλπ – το εν λόγω τρίπτυχο παρήχθη ως υλική δύναμη που παρεμπόδιζε την υλοποίηση του Μνημονίου και που δεν προκάλεσε απλά τεράστια κρατική καταστολή αλλά ώθησε το ντόπιο και διεθνές κατεστημένο σε συνεχείς πολιτικούς ελιγμούς και αναδιατάξεις.

Εδώ εντάσσεται και η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Όσοι λένε ότι η “πρώτη φορά Αριστερά” ήταν ένα αποκούμπι του συστήματος έχουν δίκιο. Ήταν όντως μόνο μια κυβέρνηση με βάση ένα αριστερό κόμμα που (θα) μπορούσε να συνεχίσει την αναδιάρθρωση μέσω της υπογραφής ενός τρίτου Μνημονίου. Αλλά αν μια διαλεκτική ανάλυση προσπαθεί να κατανοήσει το δομικό και το υποκειμενικό ως τροπικές εκφάνσεις της ίδιας πραγματικότητας και όχι ως διακριτούς παράγοντες, δεν πρέπει να τα συγχέει μεταξύ τους, καταλήγοντας έτσι να αναγιγνώσκει πολιτικές διαδικασίες και γεγονότα -όπως τη διαβόητη διαπραγμάτευση- ως φαινομενικότητες που κρύβουν σκοτεινά σχέδια “των εξουσιαστών”. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ στην κυβερνητική εξουσία δεν ήταν καθόλου μέρος κάποιου πλάνου των διεθνών ελίτ και της ντόπιας ολιγαρχίας και για αυτό άλλωστε επί της ουσίας δεν έγινε – όσον αφορά ό, τι αντιπροσώπευε και την έφερε εκεί – ποτέ αποδεκτή. Αν, λοιπόν, στην Ελλάδα, μόνο η “αριστερά του κεφαλαίου” μπορούσε να υπογράψει ένα νέο Μνημόνιο αυτό δείχνει όχι μόνο το βάρος της ιστορίας αλλά και τη δύναμη του αντιμνημονιακού κινήματος. Υπό αυτή την έννοια, η 25η Ιανουαρίου ήταν σαφέστατα μια νίκη του τελευταίου, αφού σηματοδότησε την άνοδο στην κυβέρνηση πολιτικών δυνάμεων που από τα Αριστερά και τα Δεξιά διαμεσολαβούσαν και εξέφραζαν την επιθυμία άρνησης/ αποκατάστασης/αλλαγής.

Το γεγονός όμως, τότε, ότι η κυβέρνηση που εξέλεξε η αντιμνημονιακή συνάρμοση υπέγραψε ένα νέο μνημόνιο, χρησιμοποιώντας μάλιστα όλα τα αντιδημοκρατικά τρικ που υπάρχουν στη φαρέτρα του κοινοβουλευτισμού, συμπυκνώνει αυτό που φάνηκε σε όλες τις άλλες στιγμές-ορόσημα, με τελευταίο πάλι το δημοψήφισμα, δηλαδή την αδυναμία αποτροπής των πολιτικών λιτότητας και υποτίμησης. Υπό αυτή την έννοια, όλες οι εκδηλώσεις της δύναμης του αντιμνημονιακού κινήματος ως συνάρμοση άρνησης/αποκατάστασης/αλλαγής ήταν συγχρόνως εκδηλώσεις της αδυναμίας του και των ορίων του. Το θέμα εδώ δεν είναι να δικαιολογηθεί η κυβέρνηση ρίχνοντας την ευθύνη στο κίνημα, κατά το κλασικό “αυτό θέλει ο κόσμος”. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κατατρόπωση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, και ειδικότερα της προοπτικής μιας αριστερής κυβερνητικότητας που κόμιζε ο ΣΥΡΙΖΑ, οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη μη-επιθυμία ρήξης και σύγκρουσης των κυβερνόντων, μια μη-επιθυμία που είναι συνυφασμένη με τον πολιτικό ρεφορμισμό. Με άλλα λόγια, στον πυρήνα της υπογραφής του νέου Μνημονίου υπάρχει μια χαμηλής έντασης επιθυμία, κάτι που δεν πρέπει να προσληφθεί ως ψυχολογικοποίηση αλλά ως ρητή πολιτική κριτική. Η ίδια όμως πολιτική κριτική αφορά και το αντιμνημονιακό κίνημα. Η “μνημονιακή συμμόρφωση” του ΣΥΡΙΖΑ, συνεπώς, είναι κάτι παραπάνω από ήττα της επίδοξης νέας σοσιαλδημοκρατίας, του αριστερού κυβερνητισμού και του πολιτικού ρεφορμισμού. Μαζί με όλα αυτά είναι και ήττα των αντιμνημονιακών αγώνων, μια ήττα που αντανακλά την αδυναμία (πραγμάτωσης) της επιθυμίας άρνησης/αποκατάστασης/αλλαγής. Το αντιμνημονιακό κίνημα δεν μπορούσε να αρνηθεί το Μνημόνιο διότι η αλλαγή που επέφερε δεν μπορούσε να υπερασπιστεί και να αποκαταστήσει αυτό που υπήρχε.

Αυτή η ήττα του ρεφορμισμού όχι μόνο ως πολιτική προοπτική αλλά και ως ψυχική επένδυση, είναι επίπονη στις άμεσες επιπτώσεις της αλλά από την άλλη ανοίγει νέους ορίζοντες. Δυστυχώς, στον α/α χώρο και στην άκρα αριστερά υπάρχει η τάση να σταματά η ανάλυση εδώ και να αποδίδεται πλήρως η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ και του αντιμνημονιακού κινήματος στον ρεφορμισμό τους (ή ακόμα χειρότερα όσον αφορά τον πρώτο στις δόλιες του εξουσιαστικές προθέσεις). Το πρόβλημα με αυτό είναι ότι, χωρίς να αναγνωρίζεται, διαπράττεται το σφάλμα που κάνει από τη δική του σκοπιά ο συντηρητικός αναθεωρητισμός αναφορικά με την επαναστατική παράδοση: διαγιγνώσκει ένα φαινόμενο ως εγγενές αποτέλεσμα της εσωτερικής λογικής μιας πολιτικής και ιδεολογικής προοπτικής αγνοώντας έτσι τις ιστορικές συνθήκες.[8] Από μια διαλεκτική σκοπιά, φυσικά, οι τελευταίες δεν είναι καθαρή εξωτερικότητα, αλλά ένα πεδίο που περιέχει τη δράση των υποκειμένων. Από αυτή τη σκοπιά, είναι η εξαρχής συγκαταβατική στάση της κυβέρνησης που συντέλεσε να οδηγηθεί η κατάσταση σε τόσο οριακό σημείο. Ήταν όμως το ενδεχόμενο οικονομικής ασφυξίας και κοινωνικής κατάρρευσης απλά ιδεολογήματα; Όσο σημαντικό και αν είναι να τονίζεται ότι η κρίση δεν αποτελεί φυσικό γεγονός την κάνει αυτό λιγότερο αντικειμενική; Ο κόσμος, πάντως, μπορεί να έχει έλλειμμα κριτικής κατανόησης και μπόλικες αυταπάτες αλλά δεν είναι μπούφοι: κατάλαβαν ότι μια μη-συμφωνία είναι άλμα στην αβεβαιότητα και για αυτό δεν αντέδρασαν μετά τη σύναψη συμφωνίας παρόλο που την είχαν καταψηφίσει στο δημοψήφισμα. Αυτό δεν ακυρώνει το Όχι αλλά το βάζει στη σωστή του διάσταση: ήταν μια στιγμή συλλογικής άρνησης, σημαντική αν ληφθεί υπόψη η περιρρέουσα τρομοκρατία αλλά χωρίς τη δύναμη να πάρει τη μορφή κατάφασης άρα και (τη δεδομένη στιγμή) έναν αντικυβερνητικό χαρακτήρα. Όταν η ρήξη επενδύεται τόσο ώστε να γίνει πυρηνική έννοια του φαντασιακού είναι εύκολο να υποβαθμίζονται οι πραγματικές επιπτώσεις όπως και ότι δεν είναι όλοι πρόθυμοι να τις αντιμετωπίσουν, ειδικά όταν οι εναλλακτικές που προσφέρονται αδυνατούν να εμπνεύσουν ή να πείσουν ότι θα επιφέρουν κάποια σημαντική βελτίωση της ζωής.

Εδώ βρίσκεται, από τη σκοπιά μιας ριζικής κριτικής στο υπάρχον και η ουσία του ζητήματος: όχι μόνο το ότι οι αγώνες ενάντια στη λιτότητα και την υποτίμηση δεν αποτέλεσαν μονάδες παραγωγής μιας συνολικής εναλλακτικής αλλά και η μεγάλη αδυναμία των διάφορων ριζοσπαστικών/επαναστατικών τάσεων να γίνουν κομιστές μιας τέτοιας εναλλακτικής και να πάνε πέρα από τη συνθηματολογία, μια παθιασμένη όσο και αφηρημένη ρητορική καταστροφής ή μια ρομαντική και αισθητικοποιημένη “άρνηση”.

Υπάρχει πχ. μια επένδυση στους “αδιαμεσολάβητους” ταξικούς αγώνες, ιδιαίτερα στον μαχητικό συνδικαλισμό. Το ερώτημα εδώ δεν είναι αν ο τελευταίος είναι εφικτός, κάτι που άλλωστε απαντιέται καταφατικά στο πρακτικό επίπεδο μέσα στους αγώνες που δίνονται. Όμως ως συνδικαλισμός – ως αγώνας επί των όρων διεξαγωγής της μισθωτής εργασίας – εγγράφεται, αναδύεται και καθορίζεται από μια δεδομένη οικονομική-νομική-πολιτική συνθήκη. Η εντατικοποιημένη διεθνοποίηση των ροών του κεφαλαίου, η χρηματιστικοποίηση, οι διεθνείς θεσμοί και δομές εξουσίας με τους μηχανισμούς επιβολής που διαθέτουν, η κρίση και η υπέρ-συσσώρευση, η υποτίμηση και η λιτότητα ως νομικό-υλική οργάνωση τους, ορίζουν την οικονομική συγκυρία και το δικαιϊκό-πολιτικό πλαίσιο, δηλαδή την πραγματικότητα των όποιων εργατικών αγώνων. Αν ο “αγώνας ενάντια στα αφεντικά” δεν λάβει υπόψη του αυτές τις προκείμενες είναι απλά μια αφαίρεση που υποδύεται το υπέρ-ιστορικό αξίωμα. Πως μέσα στις συνθήκες επιθετικής αναδιάρθρωσης που έχουν παραχθεί στην Ελλάδα, και αδιαφορώντας για το γενικό καθεστώς λιτότητας και ύφεσης που έχει επιβληθεί, είναι δυνατόν να επιτευχθεί μια μη-αποσπασματική ανατίμηση της εργατικής δύναμης; Μπορεί επιμέρους αγώνες να νικήσουν και να δικαιωθούν αλλά ο συνδικαλισμός αναπόφευκτα αναδύεται σε μια πραγματικότητα όπου πολύ χειρότερο από το να σε εκμεταλλεύονται είναι το να μην σε εκμεταλλεύονται.[9] Σε τέτοιες συνθήκες η ανάδυση ενός προωθητικού μαζικού εργατικού κινήματος είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ακόμα όμως και αν αναπτυσσόταν ένα τέτοιο εργατικό κίνημα αδυνατώ να δω πως μια βαθιά κοινωνική μεταρρύθμιση υπέρ της εργασίας θα μπορούσε να ευδοκιμήσει έξω από την εγγραφή της σε μια συνολικότερη εναλλακτική στο νεοφιλελεύθερο καθεστώς συσσώρευσης και κυβερνολογικής.

Ως μέρος μιας τέτοιας συνολικότερης εναλλακτικής προτάσσεται η δημιουργία και επέκταση αυτόνομων αντί-δομών έξω από τα υπάρχοντα θεσμικά πλαίσια. Τι ακριβώς όμως οργανώνουν, διαχειρίζονται και αρνούνται αυτές οι (αντί)δομές; Οι συλλογικές κουζίνες μαγειρεύουν προϊόντα που ακόμα και αν απαλλοτριωθούν έχουν παραχθεί ως εμπορεύματα. Οι καταλήψεις κλέβουν ρεύμα το οποίο παράγεται σε εργοστάσια. Αρνούμαστε να πληρώσουμε εισιτήρια σε μεταφορικά μέσα που θέλουν καύσιμα για να κινηθούν· και ούτω καθεξής. Ακόμα και η επέκταση στην παραγωγή, όπως δείχνει η ΒΙΟ.ΜΕ, με κανένα τρόπο δεν αποσπά μια δομή αυτοδιαχείρισης από την αγορά και τους καταναγκασμούς της πχ. την ανάγκη εύρεσης κεφαλαίου κίνησης. Εδώ ενυπάρχουν δυο κρίσιμα συμπεράσματα: στην παρούσα συγκυρία οι αντί-δομές (α) προϋποθέτουν μια στοιχειωδώς λειτουργική οικονομία άρα και ένα λειτουργικό κράτος· (β) αποτελούν εναλλακτική μορφή αντιμετώπισης της λιτότητας. Υπάρχουν, φυσικά, ποιοτικές διαφορές με άλλες μορφές διαχείρισης της φτώχειας, πχ. αυτές της οργανωμένης φιλανθρωπίας, διαφορές που διακρίνουν τις κινηματικές αντί-δομές ως ανταγωνιστικά εγχειρήματα. Αλλά πρέπει να έχουμε ένα μέτρο των πραγμάτων και του μεγέθους τους. Σημαντικά ως πειραματισμοί, αλλά για κανένα λόγο ακόμα στο επίπεδο διευρυμένης ροής κοινωνικής μεταρρύθμισης ή μετασχηματισμού, τα όποια αυτό-οργανωμένα εγχειρήματα είναι αναγκασμένα να διαπραγματεύονται συνεχώς με τα όρια και τις αντιφάσεις τους.

Φυσικά, η επανάσταση υποτίθεται ότι είναι η λύση σε αυτά τα ζητήματα, το ποιοτικό άλμα που θα ξεπεράσει καταστρέφοντας τις μορφές πραγμάτωσης του κεφαλαίου άρα και τους καταναγκασμούς που προκύπτουν εξ αυτών. Έξω όμως από έναν άκρατο βολονταρισμό ή το αποκαλυπτικό όραμα της παγκόσμιας ανάφλεξης που θα κάψει τον “παλιό κόσμο”, ένα επαναστατικό ξέσπασμα, ακόμα και αν εξελιχθεί σε διεθνές επαναστατικό κύμα, δεν μπορεί να παρακάμψει την ιστορική του πραγματικότητα πχ. το ρόλο που έχει σήμερα το χρήμα στην αναπαραγωγή της (κοινωνικής) ζωής. Είναι ενδιαφέρον εδώ ότι ενώ ενίοτε τονίζεται ως παραδειγματική η μονομερής διαγραφή του χρέους από τους Μπολσεβίκους δεν αποδίδεται το ίδιο βάρος στο ότι μετέπειτα αναγκάστηκαν να ψάξουν νέα δάνεια (αλλά και τεχνογνωσία) από τις καπιταλιστικές δυνάμεις. Στη σημερινή εποχή ηγεμονίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, όπου οι ροές παραγωγής εγγράφονται σε και διαμεσολαβούνται από ροές πίστωσης που εμπλέκουν κάθε επιμέρους δραστηριότητα (είτε παραγωγική είτε καταναλωτική) στα παγκόσμια κυκλώματα του κεφαλαίου, η ανάγκη για δανεισμό θα ήταν ακόμα επιτακτικότερη για μια επαναστατημένη επικράτεια, εφόσον φυσικά δεν θα ήθελε να γνωρίσει καταστάσεις που θα κάνανε το “Μεγάλο Άλμα Εμπρός” να μοιάζει με σχολική εκδρομή. Φυσικά, αυτό θα σηματοδοτούσε εγγραφή σε μια σχέση χρέους, ενώ αντιστρόφως όσο περιοριζόταν ο δανεισμός και επιχειρείτο κάποια μορφή παραγωγικής αυτοδυναμίας θα αναπαραγόταν και κάποια μορφή λιτότητας. Προφανώς, αυτή η λιτότητα δεν θα ήταν ίδια με τη λιτότητα που επιβάλλεται σήμερα ως τεχνική νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της κρίσης υπέρ του κεφαλαίου. Αλλά θα παρέμενε μια τεχνητή εν σχέση με τις υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, με όλες τις εντάσεις που αναπόφευκτα αυτό θα παρήγαγε. Κάτι τέτοιο, εν τέλει, σημαίνει ότι όπως και ο ρεφορμισμός έτσι και η επανάσταση (θα) μετέχει σε μια εκ των βασικών αντιφάσεων της εποχής: ενώ υπάρχουν τεράστιες παραγωγικές και τεχνικές δυνατότητες ο ιστορικός ορίζοντας καθορίζεται από τη διευρυμένη αναπαραγωγή χρέους και λιτότητας.

Όλα αυτά δεν ταυτίζουν την επανάσταση με τον ρεφορμισμό, απλά τονίζουν ότι οι δυο αυτές πολιτικές προοπτικές μοιράζονται την ίδια πραγματικότητα άρα μετέχουν των αντιφάσεων της. Κατά τον ίδιο τρόπο, η παραδοχή ότι η επανάσταση δεν μπορεί απλά να παρακάμψει με μια πράξη βούλησης τον κύκλο της λιτότητας και του χρέους δεν σημαίνει ότι είναι εξ ορισμού καταδικασμένη. Αντιθέτως, ο (ελευθεριακός) κομμουνισμός είναι μια αντικειμενική δυνατότητα της εποχής που όχι μόνο πιστοποιείται ως γίγνεσθαι σε πλείστες διαδικασίες αλλά σχετίζεται άμεσα με την προαναφερθείσα αντίφαση και τις εντάσεις που τη συνοδεύουν και παράγει. Η πραγμάτωση, όμως, μια τέτοιας δυνατότητας δεν μπορεί παρά να αφορά μια μακρά και αβέβαιη διαδικασία που θα πρέπει να διαβεί την ιστορική συγκυρία χωρίς να στηρίζεται μόνο σε ένα ηρωικό ήθος διαρκούς επαναστατικής επιστράτευσης.

Για την ώρα, πάντως, βρισκόμαστε στο χείλος της τρύπας· εκτείνοντας το βλέμμα φαίνεται μια παγκόσμια οικονομία σε κατάσταση νευρικής κρίσης ενώ η εξαθλίωση, η βαρβαρότητα και το κοινωνικό χάος ως αποτελέσματα αλλά και τεχνικές διαχείρισης των παγκόσμιων ροών του κεφαλαίου διευρύνονται. Επικεντρώνοντας στον ελλαδικό χώρο διακρίνεται ο ορίζοντας μιας μακράς λιτότητας και κάμποσα ατομικά και συλλογικά αδιέξοδα. Η εκτίμηση μου είναι ότι, έξω από μια σταθεροποίηση και ανάκαμψη της οικονομίας, ο εσωτερικός ανταγωνισμός θα συμπυκνωθεί σταδιακά στο δίπολο “μέσα/έξω από την Ε.Ε.”, άρα και στο δίπολο Ευρώ/Δραχμή. Όπως και με το “μνημόνιο/αντιμνημόνιο” είναι δεδομένο ότι αυτό το δίπολο εμπεριέχει πολλές παγίδες και όρια όσον αφορά τη βελτίωση της ζωής των υποτελών τάξεων. Αλλά αν όντως παραχθεί ιστορικά θα πρέπει να το διαβούμε προσπαθώντας να διαπραγματευτούμε με αυτά του τα όρια, ανιχνεύοντας τις όποιες δυνατότητες και ορίζοντες (θα) ανοίγονται. Ό, τι όμως και αν βρίσκεται μπροστά μας θα κουβαλάει τις (θετικές και αρνητικές) παρακαταθήκες του αντιμνημονιακού κινήματος, αρνήσεις που αναζητούν τις καταφάσεις τους και ήττες που ζητάνε τη δικαίωση τους, από τη μακρινή 5η Μάη μέχρι την όψιμη 5η Ιούλη.

(Και κάτι σαν) Επίλογος

“Ακόμα και ένα αδιέξοδο είναι καλό αν αποτελεί μέρος ενός ριζώματος”.

G. Geleuze & F. Guattari, Κάφκα: Προς μια ελάσσων λογοτεχνία

Η μη-ανταπόκριση μεταξύ πραγματικού και επιθυμίας αποτελεί οντολογική προϋπόθεση κάθε κοινωνικού μετασχηματισμού άρα και καταστατική συνθήκη της ανθρώπινης ιστορικότητας. Αποτελεί όμως και γενεσιουργό συνθήκη εντάσεων και αντιφάσεων. Όσοι ειδικά επενδύουν σε ένα ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνικής πραγματικότητας καλούνται να ισορροπήσουν στο χάσμα επιθυμίας και πραγματικού, αντιμετωπίζοντας ή απωθώντας το δυσάρεστο (;) γεγονός ότι οι υποτελείς τάξεις συνήθως δεν δρουν όπως θέλουμε. Το ζήτημα εδώ δεν είναι να αντιπαραβληθεί κάποιο “αγνό” κοινωνικό υποκείμενο ή μια “αδιαμεσολάβητη” κοινωνική παρουσία σε “παραμορφωτικές” πολιτικές μεσολαβήσεις και ιδεολογίες με το (υποτίθεται) καταπιεστικό πάθος τους για ολότητα. Τίποτα από ό, τι ειπώθηκε δεν αναιρεί την επιθυμία αλλά και ανάγκη να υποβάλουμε τον κόσμο σε συνολική κριτική, να οραματιζόμαστε έναν άλλο κόσμο και να τον προετοιμάζουμε πρακτικά. Αλλά πρέπει να το κάνουμε χωρίς έπαρση, αναγνωρίζοντας τον περιθωριακό χαρακτήρα των φορέων επαναστατικής ιδεολογίας όπως και το ότι ούτε κατά διάνοια δεν έχουμε επεξεργαστεί επαρκώς τρόπους επίλυσης των τεράστιων δυσκολιών που θέτει η συγκυρία. Ακόμα γονιμότερο, όμως, θα ήταν να αναγνωριστεί ο προβληματικός χαρακτήρας της κατάστασης, καθώς ένα πρόβλημα δεν αποτελεί μια δυσκολία – την οποία απλά πρέπει να ξεπεράσουμε για να φτάσουμε κάπου που γνωρίζουμε – αλλά μια ανοιχτή διαδικασία της οποίας την απάντηση δεν ξέρουμε εκ των προτέρων. Μια τέτοια έλλειψη απάντησης αναπόφευκτα θα βιώνεται ενίοτε με όρους αδυναμίας και αδιεξόδου. Αλλά δεν υπονοεί παραίτηση. Αντιθέτως ίσως επιτρέψει την παραγωγή ενός προγράμματος που θα θεμελιώνεται στην ιστορική συγκυρία αλλά και στις υγιείς και δημιουργικές δυνάμεις που δρουν εντός της χωρίς να αυταπατάται ότι όλα τα φλέγοντα ζητήματα που τίθενται μπορεί να επιλυθούν εκ των προτέρων.

Στο κατώφλι που ο πραγματισμός συναντά την ουτοπία…

 

[1] Η ορολογία δεν είναι τυχαία. Το αντιμνημονιακό μπλοκ ήταν μια συνάρμοση και όχι μια “συμμαχία”. Η τελευταία αποτελεί μια πολιτική πράξη μεταξύ δυο ή περισσότερων συλλογικών φορέων στη βάση κάποιων ρητά διατυπωμένων συμφωνιών ή στόχων. Η συνάρμοση αποτελεί μια πιο γενική κατηγορία που αφορά την παραγωγή ιστορικών μορφών μέσα από δυναμικές ροές έντασης και η οποία δεν είναι απαραίτητα προϊόν συνειδητού υπολογισμού και στοχοθεσίας. Ενώ λοιπόν η σύναψη μιας συμμαχίας παράγει μια νέα συνάρμοση δεν είναι κάθε συνάρμοση και μια συμμαχία.

[2] Κάποιες τάσεις φυσικά όταν μιλάνε για την “τάξη μας” και την ανάγκη πολιτικής της συγκρότησης δεν αναφέρονται στην εργατική τάξη αλλά γενικότερα στους “καταπιεσμένους”. Δυστυχώς εδώ τα πράγματα είναι ακόμα δυσκολότερα, καθώς η καταπίεση, υπαρκτή όσο και αν είναι, είναι τόσο γενική σαν κατηγορία και περιέχει τόσες διαφοροποιήσεις που δεν είναι δυνατόν να θεμελιώσει ένα ταξικό ανήκειν, εφόσον φυσικά δεν χρησιμοποιούμε τον όρο “τάξη” με ένα εντελώς αφηρημένο ή βολονταριστικό τρόπο π.χ. “όσοι αγωνίζονται ενάντια στο κεφάλαιο”. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξουν κοινότητες αγώνα μεταξύ των υποτελών τάξεων, αλλά επειδή μιλάμε πάντα για μια πολλαπλότητα αυτή δεν μπορεί να συγκροτηθεί κάτω από μια υποτιθέμενη ταυτότητα συμφερόντων.

[3] Ο μεγάλος απών από το σχήμα του (εθνικού) Λαού είναι φυσικά και ο μεγάλος απών του αντιμνημονιακού κίνηματος, οι μετανάστες, μια απουσία που καταδεικνύει από μόνη τα όρια αυτού του κινήματος. Πρόκειται για ένα μεγάλο ζήτημα το οποίο δεν ξεμπερδεύεται σε μια υποσημείωση.

[4] Παρεμπιπτόντως, είναι ενδιαφέρον ότι όταν μιλάμε για πολιτική συγκρότηση χρησιμοποιείται πάντα ο ενικός ενώ ιστορικά όταν παράχθηκε ένα ισχυρό ταξικό ανήκειν μέσα στα εργατικά στρώματα, η εργατική τάξη διαφοροποιήθηκε πολιτικά. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία.

[6] Ούτε αυτό είναι καινοφανές, όπως και δεν αναιρεί την παραγωγή ριζοσπαστικών χαρακτηριστικών και τάσεων εντός ενός τέτοιου κινήματος υπεράσπισης/αποκατάστασης. Πρβλ., πχ., την μελέτη των λαϊκών κινημάτων της πρώιμης βιομηχανικής περιόδου από τον Craig Calhoun, The Question of Class Struggle: Social Foundations of Popular Radicalism during the Industrial Revolution, (Chicago: The University of Chicago Press, 1982)

[7] Η ονομασία “Αγανακτισμένοι” προκάλεσε αρκετά επικριτικά και ειρωνικά σχόλια, ως σύμπτωμα υποτίθεται του μικροαστισμού και της ελλειμματικής πολιτικής συγκρότησης και ταξικής συνείδησης των συμμετεχόντων. Όμως, όπως ο Σπινόζα έχει προ πολλού παρατηρήσει, η αγανάκτηση δεν είναι ένα ποταπό ατομικό ή ηθικό συναίσθημα αλλά ένα πολιτικό πάθος ικανό να κινητοποιήσει και εγγραφεί σε συλλογικές διαδικασίες εξέγερσης ή μετασχηματισμού. Για όποιον θέλει να το επιβεβαιώσει αυτό θα συνιστούσα απλά να δει το Θωρηκτό Ποτέμκιν.

[8] Πρβλ. την εξαιρετική μελέτη του Domenico Losurdo, War and Revolution: Rethinking the 20th Century, (London and New York: Verso, 2015).

[9] Σύμφωνα με την ρήση ενός στοχαστή, Γάλλου νομίζω, το όνομα του οποίου τώρα δεν θυμάμαι. Φυσικά αυτή η αντίφαση είναι εγγενής στον καπιταλισμό, αλλά εντείνεται όσο βαθαίνει η πραγματική υπαγωγή της ζωής στο κεφάλαιο.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ: Silence_Infinis / Κενό Δίκτυο

ΑΚΤΙΒΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ (ΑΤΟΜΙΚΟΙ) ΕΡΓΑΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

Αναδημοσιεύεται (με δικό μας υπέρτιτλο) η τοποθέτηση της συλλογικότητας …σε τροχιά σύγκρουσης, η οποία κατατέθηκε σε πρωθύστερο χρόνο κατά τη διάρκεια δημόσιας εκδήλωσης σε κεντρική πλατεία του Αμαρουσίου το περασμένο φθινόπωρο και αφορά τη γνωστή υπόθεση του καφέ Scherzo στο Μαρούσι.

cropped-cafe4


 

Τοποθέτηση συλλογικότητας σε τροχιά σύγκρουσης για την εκδήλωση:

«νέες συνθήκες εκμετάλλευσης και εργοδοτική τρομοκρατία στους χώρους εργασίας, η περίπτωση των μεταναστ(ρι)ών εργατ(ρι)ών και σύγχρονοι εργατικοί αγώνες: Με αφορμή την υπόθεση του Scherzo καφέ στο Μαρούσι»

Το παρόν κείμενο αποτελεί τη βιωμένη εμπειρία μας από τον αγώνα που ξεκίνησε ο Γιασίρ τον περασμένο χειμώνα (2014) μετά τον ξυλοδαρμό του, την κλοπή μέρους των δεδουλευμένων του και την άρνηση καταβολής των χρωστούμενων από το αφεντικό της καφετέριας Scherzo στο Μαρούσι, Δ. Τυρολόγο. Η απόφασή μας να ασχοληθούμε με την υπόθεση της καφετέριας Scherzo δεν εξαντλείται σε συγκινησιακούς λόγους (ο ξυλοδαρμός του Γ.), αν και έπαιξαν το ρόλο τους, ούτε επειδή μας το επέβαλε αποκλειστικά η πολιτική μας ταυτότητα. Απορρέει και από το γεγονός ότι το ίδιο το υποκείμενο Γ. – όντας μέρος του πιο υποτιμημένου κομματιού του προλεταριάτου και της κοινωνικής ομάδας με τις λιγότερο σημαντικές να βιωθούν ζωές – επέλεξε να συγκρουστεί με το σύγχρονο καθεστώς παρανομοποίησης των μεταναστ(ρι)ών, διεκδικώντας με πολύ υλικούς όρους (ένσημα, μισθοί, αποζημίωση) την ορατότητά του στο δημόσιο πεδίο. Αφενός, δηλαδή, μέσω του αγώνα του Γ. έγιναν ορατές οι πτυχές της καταπίεσής του οι οποίες μέχρι τότε δεν εμφανίζονταν ως τέτοιες αφετέρου η ορατότητά του επιβεβαιώθηκε όταν έγινε μέλος του σωματείου του. [1]

Η οργανωτική μορφή του αγώνα αποτέλεσε ένα επιπλέον έναυσμα για τη στήριξη και συμμετοχή μας σε αυτόν. Συστάθηκε μια ανοιχτή συνέλευση αλληλεγγύης που έτρεξε και οργάνωσε τον αγώνα (με εβδομαδιαίο ραντεβού)· μια ανοιχτή συνέλευση που λάμβανε χώρα εντός μιας κατάληψης (και όχι σε μία κλειστή αίθουσα της ΓΣΕΕ!) και, αρχικά, απαρτιζόταν από πολιτικές συλλογικότητες, από καταλήψεις και στέκια, από μία λαϊκή συνέλευση και από μεμονωμένα άτομα, από το σωματείο βάσης στον κλάδο του επισιτισμού και από τον Γ. Η παντελής, δε, απουσία της αριστεράς –τόσο ως διαμεσολαβητή μεταξύ αφεντικού και εργάτη όσο και ως επιδίωξη άντλησης πολιτικής υπεραξίας –άφησε το πεδίο ανοιχτό ώστε να τεθούν με κινηματικό τρόπο τα διακυβεύματα του αγώνα.

Ξεκινώντας από αυτές τις πρώτες παρατηρήσεις ή/και διαπιστώσεις, είναι σημαντικό να πούμε ότι ο δηλωμένος στόχος που ένωσε (και συσπείρωσε) όλα αυτά τα ετερόκλητα υποκείμενα στον αγώνα αυτόν ήταν να κερδηθεί ο αγώνας του Γ. (αρχικά) μέσω των παρεμβάσεων στην καφετέρια Scherzo και (στη συνέχεια μέσω) των δράσεων στο πεδίο του Αμαρουσίου. Αυτό που εννοούμε είναι πως δεν έγινε κάποια προσπάθεια να συγκλίνουν τα πολιτικά σκεπτικά των συλλογικοτήτων και να σχεδιαστεί μια κοινή στρατηγική σε βάθος χρόνου αλλά συν-λειτουργήσαμε στη βάση της δράσης. Η οπτική μας διερευνά τον αγώνα αυτόν σαν ένα κομμάτι, (ιστορικό) αποτέλεσμα των ακηδεμόνευτων και αιτηματικών αγώνων των μεταναστ(ρι)ών που διεξάγονται τα τελευταία χρόνια (300 μετανάστες απεργοί πείνας, εργατικός αγώνας μεταναστών αλιερ-γατών στη Ν. Μηχανιώνα, διεκδίκηση δεδουλευμένων στη Μανωλάδα, εξέγερση στο στρατόπεδο κράτησης της Αμυγδαλέζας, απεργία μεταναστών εργατών γης στη Σκάλα Λακωνίας, αγώνες μεταναστών μικροπωλητών πέριξ της Ασοεε) και διαπλέκονται με ή/και συναντούν τις πολιτικές μας διαδικασίες ως α/α/α χώρου. Μέσα στη σχέση αυτή μεταβάλλονται οι αντιλήψεις και οι πρακτικές μας γύρω από μια σειρά ζητημάτων.

Όταν μιλάμε για έναν αγώνα με συνέχεια (εβδομαδιαίες παρεμβάσεις/ αποκλεισμοί του μαγαζιού και συνελεύσεις) και αρκετούς μήνες διάρκεια είναι προφανές ότι θα υπάρξουν “λαμπρές” στιγμές από άποψη μαζικότητας, διαθεσιμότητας και όρεξης του κόσμου, και στιγμές ύφεσης. Στην περίπτωση του αγώνα στο Scherzo, οι καλές του στιγμές (πορεία, πρώτοι αποκλεισμοί, παρέμβαση αντιπληροφόρησης στη γειτονιά που μένει ο Τ.) ήταν κυρίως στην αρχή του, αν εξαιρέσουμε την μοτοπορεία της Πρωτομαγιάς που μάζεψε πολύ κόσμο, μετά και το συμβάν με τους πυροβολισμούς του Τ. στην πίσω αυλή του μαγαζιού. Πολύ γρήγορα, η μαζικότητα υποχώρησε καταλήγοντας οι δράσεις να αφορούν στενά τον κόσμο γύρω από τη συνέλευση αλληλεγγύης. Παράλληλα και οι ίδιες οι δράσεις περιορίστηκαν στους αποκλεισμούς/ παρουσία κάποιων από εμάς, κάθε Σάββατο έξω από το μαγαζί για κάποιες ώρες.

Ψηλαφίζοντας τους λόγους που οδήγησαν τον περισσότερο αλληλέγγυο κόσμο να σταματήσει να έρχεται, καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα: πρώτον, η έλλειψη άμεσου διακυβεύματος για τους/τις αλληλέγγυους/αλληλέγγυες. Με άλλα λόγια, το ότι ούτε υπήρξε άμεση και σύντομη δικαίωση[2], κυρίως για την πράξη του ξυλοδαρμού, ούτε (υπήρξε) μία συγκρουσιακή απάντηση από εμάς (σαμποτάζ, φάπες στον Τυρολόγο[3]), θεωρούμε ότι έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο. Δεύτερον, και σε συνάρτηση με το πρώτο, η αμφιθυμία απέναντι σε ό, τι έγινε αντιληπτό ως δίπολο «παρανομίας-νομιμότητας», όπου ως «νομιμότητα» κωδικοποιήθηκε η εργατική διεκδίκηση (και) μέσω της δικαστικής οδού, ενώ ως «παρανομία» παρουσιάστηκε η έκφραση άμεσης ταξικής οργής. Η φαινομενική[4]σύγκρουση «παρανομία-νομιμότητα» ήταν εξαιρετικά καθοριστική για τον αγώνα που διεξήχθη ακριβώς επειδή είναι σαφές ότι (εξακολουθεί να) συντηρεί την πολιτική αντίληψη ότι οι νόμοι έρχονται μόνο από τα πάνω. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, το κράτος και η “κοινωνία” είναι δύο εντελώς ασύνδετοι πόλοι, όπου ό,τι κάνει ο καθένας δεν επηρεάζει τον άλλο –ή τον επηρεάζει με ένα μαγικό τρόπο.[5] Αντίθετα, βάσει της δικής μας οπτικής, οι νόμοι συνιστούν αποτυπώσεις των συσχετισμών των κοινωνικών ανταγωνισμών. Και από τη στιγμή που το κράτος διαμεσολαβεί όλες τις κοι-νωνικές σχέσεις, θεωρούμε ότι, δεν μπορούν οι όποιες εκφράσεις ταξικού ανταγωνι-σμού να αποφύγουν το «δικαστικό κομμάτι», δηλαδή την εμπλοκή του ελληνικού κρά-τους.[6] Για εμάς, δηλαδή, ενώ η σύγκρουση και η διεκδίκηση εμφανίζονται ως διαχωρισμένα το ένα από το άλλο, είναι/ ήταν ένα διακύβευμα το να προσπαθήσουμε να τα συνδέσουμε. Την ίδια στιγμή, κρίνουμε ότι αρκετός κόσμος περιχαρακώθηκε στον έναν από τους δύο πόλους, ενώ ούτε η ίδια η συνέλευση αλληλεγγύης μπόρεσε να ξεφύγει από αυτό το διπολισμό – παρότι έγιναν κάποιες προσπάθειες κυρίως μέσω συγκεκριμένων δράσεων. Τέλος – και σε σχέση με το ίδιο ζήτημα – αποφασίσαμε να παραμείνουμε ως συλλογικότητα στη συνέλευση και να στηρίζουμε τις παρεμβάσεις, παρότι είχαμε (και στο εσωτερικό μας) διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με το πώς θα έπρεπε να συμμετέχουμε στον αγώνα· βάρυναν ως πολύ σημαντικά και η σχέση που χτίσαμε με το Γ. και ο ίδιος ο αγώνας ως προοπτική.

Και στην περίπτωση του αγώνα στο Scherzo, η διεκδίκηση και με νομικά μέσα, αποτέλεσε ένα εργαλείο με άμεσα αποτελέσματα για το Γ., που δεν ήταν η νικηφόρα προοπτική του αγώνα με χρηματικούς ή/και ηθικούς όρους, αλλά η ορατότητα της εργασίας του (και της ύπαρξής του). Με άλλα λόγια, αποτελεί μία πράξη καταστροφής (μία ρήξη) της στρατηγικής που στήνουν οι από τα πάνω (κράτος, αφεντικά, μπάτσοι, δικαστές, κλπ) με τους από κάτω (ρατσιστές, αγανακτισμένοι πολίτες, έλληνες μικροαστοί) γύρω από την παραγωγή, διακίνηση και χρήση της «παρανομοποιημένης» εργασίας.[7] Για εμάς, δεν τίθεται ζήτημα ρεφορμισμού του αγώνα (επειδή αντί να τα κάνουμε γης μαδιάμ πήγαμε στην επιθεώρηση εργασίας) και ούτε αυτός (ο αγώνας) μπορεί να ταυτίζεται με τους ρεφορμιστικούς αγώνες της ΓΣΕΕ και της αριστεράς, για τους λόγους που εξηγήσαμε.

Ένα ακόμη σημείο αφορά τα υποκείμενα (δηλαδή όλους και όλες εμάς) που συμμετείχαν στον αγώνα και τις πρακτικές τους. Είναι σαφές ότι δεν μιλάμε για έναν αποκλειστικά συνδικαλιστικό αγώνα καθώς η σύνθεση του αλληλέγγυου κόσμου δεν εξαντλήθηκε στην ταυτότητα του/της εργάτη/εργάτριας και επειδή οι δράσεις δεν πε-ριορίστηκαν στον εργασιακό χώρο. Αντίθετα, ο αγώνας διαχύθηκε στο δημόσιο χώρο, σε τοπικό επίπεδο αλλά και σε κεντρικό (μέσω της μοτοπορείας της Πρωτομαγιάς και της παρέμβασης που ακολούθησε) ενώ κατάφερε να συσπειρώσει διαφορετικές ταυτότητες. Ο αγώνας αυτός μπορούμε να πούμε ότι ήταν αφενός «υβριδικός», με την έννοια πως η συνάρθρωση[8] των ταυτοτήτων του εργάτη και του μετανάστη ήταν εκείνη που μπόρεσε να βάλει τον Γ. σε μια τόσο υποτιμημένη θέση και επέτρεψε στον Τ. να ασκήσει τέτοια εξουσία πάνω στον Γ· αφετέρου ήταν και «συγκεκριμένος», γιατί συγκρούστηκε τόσο με τα αφεντικά αυτού του κόσμο, όσο και με ένα συγκεκριμένο ρατσιστή, ελληνά-ρα, μαφιόζο και σεξιστή: τον Τυρολόγο.

Ο αγώνας αυτός είναι ενδεικτικός μιας σειράς από σύγχρονους αγώνες που λαμβάνουν χώρα σε όλη την (αυτοαποκαλούμενη) ελλαδική επικράτεια. Στους αγώνες αυτούς αναδεικνύεται μια διαπλοκή των σχέσεων εξουσίας/ αντίστασης – στα πεδία του έθνους, της τάξης, της σεξουαλικότητας[9], και χωρίς να περιορίζεται σ’ αυτά – που συνθέτουν τα υποκείμενα που τους διεξάγουν (μετανάστες, αλληλέγγυες/οι). Παράλληλα, φανερώνονται οι προοπτικές, οι αδυναμίες και οι προβληματισμοί που πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσα από την όξυνση και διεύρυνση των πεδίων των κοινωνικών ανταγωνισμών.

… σε τροχιά σύγκρουσης
10/2014

 

Σημειώσεις:

[1] Παρουσιάζοντας τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στους αγώνες και την ορατότητα/αναγνώριση. Εδώ, βέβαια, αναδεικνύονται και οι πτυχές της επιλογής του Γ. να “τρέξει” με αυτό το συγκεκριμένο τρόπο τον αγώνα και να μην απευθυνθεί λ.χ. σε κάποια μ.κ.ο. αναθέτοντας εκεί τη “λύση” των προβλημάτων του.

[2] Στο σημείο αυτό έχει μια σημασία να αναφερθεί ότι εντός της συλλογικότητάς μας έχει εκφραστεί και η αντίληψη που υποστηρίζει ότι η ηθική δικαίωση του Γ. δεν θα επέλθει μέσω ενός οικονομικού αντιτίμου· πόσο μάλλον αν λανθασμένα θεωρηθεί ότι η αστική δικαιοσύνη –που εξαρχής είναι εχθρι-κή απέναντί μας – θα δικάσει το δίκιο του Γ. – και μέσω αυτού, το “δικό μας”. Σύμφωνα με τη θέση αυτή, η οποία κεντράρει στην αξιοπρέπεια του εργάτη Γ., ο πρώτος στόχος (θα έπρεπε να) είναι το να έχει υλικές ζημιές/απώλειες το αφεντικό του και στη συνέχεια να υπάρξουν οι όποιες διεκδικήσεις.

[3] Θυμίζουμε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο ίδιος ρατσιστής-αφεντικό έχει δράσει ξανά στο παρελθόν με παρόμοιο τρόπο, όταν είχε εκβιάσει και τραμπουκίσει δημόσια Αλβανό εργάτη που δού-λευε στο μαγαζί του.

[4] Στις σχετικές συζητήσεις που κάναμε (ως συλλογικότητα) διατυπώθηκε η άποψη πως ενώ αντιλαμβανόμαστε ως ψευδές το δίλημμα για τους λόγους που θα εξηγηθούν αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει πραγματικές συνέπειες ως δίλημμα. Κάτι που οφείλεται στο γεγονός πως ο διαχωρισμός αυτός έχει διαμορφωθεί κοινωνικά και ιστορικά ως κυρίαρχη πραγματικότητα.

[5] Άμεσο αποτέλεσμα της άποψης αυτής είναι και το ότι οι διεκδικητικοί αγώνες θεωρούνται ρεφορμιστικοί, αφού δεν οδηγούν σε μια άμεση κατάργηση του υπάρχοντος.

[6] Ακόμη και στην υποθετική περίπτωση όπου είχε υπάρξει μόνο μια φυσική-υλική σύγκρουση το κράτος δεν θα εμφανιζόταν εκ των υστέρων εκεί για να προσπαθήσει να επικυρώσει την ισχύ του (που για λίγο θα είχε χάσει);

[7] Αυτή η διαχείριση της εργασίας εντάσσεται στη σύγχρονη βιοπολιτική συνθήκη, όπου οι σχέσεις εξουσίας δεν είναι μόνο κατασταλτικές αλλά και παραγωγικές: διαμορφώνουν, δηλαδή, τα υποκείμενα και δεν τα αποκλείουν.

[8] Η εικόνα των εθνικά άλλων, με κατώτερη ταξική θέση, να εξεγείρονται είναι εκείνη που τρομάζει τόσο. Αυτό φαίνεται από το μένος με το οποίο αντιμετωπίζονται από τα αφεντικά οι μετανάστες που τολμούν να σηκώσουν κεφάλι και να ζητήσουν τα αυτονόητα. Στην ΟΙΚΟΜΕΤ που επιτέθηκαν με βιτριόλι στην Κ. Κούνεβα, στη Σαλαμίνα που ξυλοκόπησαν και βασάνισαν τον μετανάστη υπάλληλο που ζητούσε τα δεδουλευμένα του, στα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας που επιτέθηκαν με πυροβολισμούς στους απεργούς μετανάστες, στη Σκάλα Λακωνίας που απάντησαν με πογκρόμ μπάτσων στην απεργία των εργατών γης, δεν συνέβη τίποτε άλλο παρά η επιβεβαίωση των κυρίαρχων ταυτοτήτων απέναντι στην έμπρακτη αμφισβήτησή τους από τους αγώνες των μεταναστών.

[9]Στη συζήτηση εντός της συλλογικότητάς μας η σεξουαλικότητα ως πεδίο σχέσεων εξουσίας/ αντίστασης τέθηκε ως εξής: ο Τ. ξυλοκοπώντας το Γ. (μέσα από τη χρήση σωματικής βίας, δηλαδή) επιτέλεσε την ανωτερότητα της αρρενωπότητάς του. Η εργασία που εκτελούσε ο Γ. στο Scherzo (λάντζα), που κατατάσσεται στα επαγγέλματα αναπαραγωγής, σε συνδυασμό με το γεγονός πως εκείνος έφαγε το ξύλο τον καθιστά λιγότερο αρρενωπό. Μια αναπαράσταση που συναρθρώνεται με την ταξική του κατωτερότητα και την εθνικά υποτιμημένη του ύπαρξη. Ο τρόπος, δηλαδή, με τον οποίο διαπλέκονται οι ταυτότητες του Γ. (εθνικά άλλος – λιγότερο αρρενωπός – προλετάριος) σε σχέση με την αντίστοιχη άρθρωση των ταυτοτήτων του Τ. (έλληνας – άνδρας – αφεντικό) εγγράφει τη ζωή του Γ. ως μια ζωή που αξίζει λιγότερο να βιωθεί. Ο αγώνας του Γ. και η διεκδικητικότητά του μετέβαλαν την αναπαράσταση της αρρενωπότητάς του· αφού από μια υποδεέστερη θέση μπόρεσε να αντιπαρατεθεί στο αφεντικό του. Η αναταραχή της αρρενωπότητας του αφεντικού του δημιούργησε ένα τέτοιο άγχος ώστε ο μόνος τρόπος να το ξεπεράσει ήταν να το λύσει στο πεδίο που (σε τελική ανάλυση) φαίνεται ποιος-είναι-ο-άντρας. Έτσι, λοιπόν, ο Τ. μέσω του ξυλοδαρμού αποκατέστησε τη συμβολική τάξη που διαταράχθηκε από τον αγώνα του Γιασίρ: θέλησε να δείξει πώς επιβάλλονται οι άντρες. Ή τουλάχιστον αυτό προσπάθησε να κάνει. [Ας σημειωθεί εδώ ότι αυτή είναι μια θέση που δεν μας βρίσκει όλες και όλους σύμφωνες.]

Στη Ν. Φιλαδέλφεια οι μπουλντόζες παίρνουνε φωτιά

Αναδημοσίευση από το blog της ελευθεριακής συλλογικότητας ΑΝΑΖΩΠΥΡΩΣΗ, το πρωτότυπο εδώ.

prasinoi-kadoi1

Στη Ν. Φιλαδέλφεια οι μπουλντόζες παίρνουνε φωτιά

Στις 10 Νοεμβρίου 2014 δημοσιεύθηκε το σχέδιο τεχνικού προγράμματος και προϋπολογισμού του δήμου Ν. Φιλαδέλφειας – Ν. Χαλκηδόνας για το οικονομικό έτος 2015, το οποίο ψηφίστηκε από το δημοτικό συμβούλιο στις 3 Δεκεμβρίου 2014. Σε αυτόν τον προϋπολογισμό συμπεριλαμβάνεται η κατεδάφιση της κατάληψης Στρούγκα. Οι καταληψίες της Στρούγκας κληθήκανε από τη δημοτική αρχή να συμμετάσχουν σε συζήτηση μαζί της, ώστε η τελευταία να τους ενημερώσει για τις προθέσεις της σχετικά με το χώρο. Φυσικά, οι καταληψίες αρνήθηκαν να παρευρεθούν σε μια τέτοια συνάντηση. Η οικονομική επιτροπή του δήμου μάλιστα προχώρησε στις 8 Δεκεμβρίου στην απευθείας ανάθεση επιμέρους εργολαβιών που απαιτούνται για την υλοποίηση της πολιτικής απόφασης της δημοτικής αρχής του ΣΥΡΙΖΑ, με πρόσχημα “να μη χαθούν τα ευρωπαϊκά κονδύλια”. Στις 5 Αυγούστου 2015, η ίδια δημοτική αρχή κατεδαφίζει την κατάληψη Κένταυρος στο άλσος της Ν. Φιλαδέλφειας.

Αυτές οι μπουλντόζες δεν ήταν οι μόνες που κόβουν βόλτες -ή ίπτανται ως απειλές ενός ζοφερού μέλλοντος- στους δρόμους της Ν. Φιλαδέλφειας. Πριν δώδεκα χρόνια, τον Μάιο του 2003 είχαν εμφανιστεί μπουλντόζες ανάπτυξης στην περιοχή, με σκοπό το γκρέμισμα του ποδοσφαιρικού γηπέδου της ΑΕΚ και την ανέγερση νέου. Το παλιό γήπεδο γκρεμίστηκε, όμως νέο γήπεδο δεν χτίστηκε. Λεφτά δεν υπήρχαν, νομικά πλαίσια δεν υπήρχαν. Το μόνο που υπήρχε ήταν αντίδραση από κατοίκους στην περιοχή ενάντια στην κατασκευή μεγαλύτερου γηπέδου, υπόγειου πάρκινγκ κι εμπορικών καταστημάτων.

Πλέον, τα πράγματα μοιάζουνε καλύτερα για την ΑΕΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση πλέον διακυρρήτει ότι θα βρει άκρη στα νομικά προβλήματα για την ανέγερση του γηπέδου. Η συριζαίικη δημοτική αρχή της Ν. Φιλαδέλφειας ενώ δείχνει να εναντιώνεται στην ανέγερση επαγγελματικού γηπέδου κι εμπορικού κέντρου, κάνει ότι καλύτερο μπορεί ώστε οι “πιέσεις” της να είναι όσο πιο νομικά μικρές, ανώδυνες κι ανούσιες γίνεται. Ίσα-ίσα για να μπορεί να εμφανίζεται ως εκπρόσωπος των αγωνιζόμενων κατοίκων για την προστασία του άλσους ενάντια στα συμφέροντα του Μελισσανίδη και κάθε λογής επιχειρηματία.

Η “Δικέφαλος 1924 Κατασκευαστική ΑΕ”, συμφερόντων Μελισσανίδη, είχε καταθέσει έγγραφο το οποίο υποτίθεται ότι τη νομιμοποιούσε να ζητήσει οικοδομική άδεια για την ανέγερση νέου γηπέδου. Το έγγραφο όμως κρίθηκε αόριστο και ανεπαρκές από το Αυτοτελές Τμήμα Νομοθετικής Πρωτοβουλίας και Εργου του ΥΠΑΠΕΝ (Υπουργείο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος κι Ενέργειας), που αποφάνθηκε ότι πρέπει να διερευνηθεί αν η εταιρεία του Μελισσανίδη ανήκει σε αυτούς “που σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 42 δύνανται να υπογράφουν με το ως άνω ερασιτεχνικό αθλητικό σωματείο ΑΕΚ ειδικές προγραμματικές συμβάσεις αθλητικής ανάπτυξης”. Τότε ο Μελισσανίδης, στις 3 Φεβρουαρίου 2015, συγκάλεσε γενική συνέλευση της ερασιτεχνικής ΑΕΚ, στην οποία αποφασίστηκε η μεταβίβαση όλων τα δικαιωματών της ερασιτεχνικής ΑΕΚ στην εταιρεία του Μελισσανίδη, και στη συνέχεια η εταιρεία κατέθεσε αυτή τη σύμβαση στη ΔΑΟΚΑ (Διεύθυνση Αρχιτεκτονικής, Οικοδομικών Κανονισμών και Αδειοδοτήσεων), ζητώντας την έκδοση άδειας ΜΠΕ (Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων) για την κατασκευή και λειτουργία του “Κέντρου Αθλητισμού, Μνήμης και Πολιτισμού στη Ν. Φιλαδέλφεια Αττικής”. Η ΔΑΟΚΑ διαβίβασε αυτή τη σύμβαση στο Αυτοτελές Τμήμα Νομοθετικής Πρωτοβουλίας και Έργου η οποία θα αποφανθεί αν η σύμβαση ανάμεσα στην ερασιτεχική ΑΕΚ και τη “Δικέφαλος 1924 ΑΕ” μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη για την ανέγερση γηπέδου. Η απάντηση εκκρεμεί και δεν πρόκειται να εκδοθεί πριν από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο του 2015.

Νομότυπα, ο χώρος για το γήπεδο έχει παραχωρηθεί προς χρήση από την ερασιτεχνική ΑΕΚ για τις δικές της ανάγκες, οπότε ούτε η “Δικεφάλος 1924 ΑΕ” μπορεί να χτίσει το γήπεδο, ούτε οποιοδήποτε γήπεδο χτιστεί μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την ΠΑΕ ΑΕΚ. Όμως, το κράτος δεν παραχώρησε ένα κομμάτι του άλσους στην ερασιτεχνική ΑΕΚ για τον άθληση ερασιτεχνών. Η ιστορία μυρίζει χρήμα, και πολύ χρήμα δεν μπορεί να βγει από τον ερασιτεχνικό αθλητισμό. Κι αυτό φαίνεται, καθώς ενώ το Αυτοτελές Τμήμα Νομοθετικής Πρωτοβουλίας και Έργου του ΥΠΑΠΕΝ δεν έχει αποφανθεί ακόμα σχετικά με την εγκυρότητα της (παράνομης) σύμβασης ανάμεσα στην ερασιτεχνική ΑΕΚ και τη “Δικέφαλος 1924 ΑΕ” του υιού Μελισσανίδη, η Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης έχει θέσει σε δήμοσια διαβούλευση τη ΜΠΕ για την ανέγερση του “Κέντρου Αθλητισμού, Μνήμης και Πολιτισμού στη Ν. Φιλαδέλφεια Αττικής” που έχει καταθέσει η “Δικέφαλος 1924 ΑΕ”. Και ποιο είναι το “κέντρο αθλητισμού”; Σύμφωνα με το έγγραφο που κατέθεσε η εταιρεία δεν πρόκειται για τίποτα άλλο από επαγγελματικό ποδοσφαιρικό γήπεδο προδιαγραφών της UEFA και χωρητικότητας 32.000 θεατών. Και φυσικά, στο έγγραφο προβλέπεται πως η “Δικέφαλος 1924 ΑΕ” θα έχει το αποκλειστικό δικαίωμα πάσης φύσεως οικονομικής εκμετάλλευσης του γηπέδου για τα επόμενα 49 χρόνια.

Παρόλα τα νομικά προβλήματα, τα πράγματα ύστερα από τόσα χρόνια βρίσκονται σε καλό δρόμο για την ΑΕΚ. Τα προβλήματα εύκολα μπορούν να λυθούν είτε με κάποια αλλαγή στη σχετική νομοθεσία είτε κάνοντας τα “στραβά μάτια” και προσπερνώντας την -βλέπε και την περίπτωση του Athens Mall. Για τους δύσπιστους, ας αναφέρουμε ότι η νομοθεσία σχετικά με τις παραχωρήσεις ακινήτων από το κράτος για κοινοφελείς σκοπούς (στην προκειμένη περίπτωση για την ανέγερση γηπέδου για τις ανάγκες των αθλητών της ερασιτεχνικής ΑΕΚ) προβλέπει ότι η παραχώρηση ανακαλείται “αν ο χρήστης δεν εκπληρώσει το σκοπό της παραχώρησης εντός πενταετίας από την έκδοση της απόφασης παραχώρησης ή αν αλλάξει ο σκοπός της παραχώρησης, χωρίς τη συναίνεση του οργάνου που εξέδωσε την πράξη αυτή”. Από τότε όχι πέντε, αλλά δώδεκα χρόνια έχουν περάσει κι η ερασιτεχνική ΑΕΚ δεν έχει χτίσει ακόμα γήπεδο για τις ανάγκες της. Όμως ο χώρος δεν ανακλήθηκε ποτέ από το κράτος. Αφού λοιπόν το κράτος δεν ανακάλεσε τον χώρο για την πρώτη περίπτωση, θα τον ανακάλεσει για την δεύτερη; Για το χτίσιμο δηλαδή γηπέδου από την “Δικέφαλος 1924 ΑΕ” για την ΠΑΕ ΑΕΚ;

Όπως έχουμε γράψει και παλαιότερα (βλέπε το περσινό μας κείμενο με τίτλο “Μαφία”), η κατασκευή του γηπέδου θα δώσει νέα πνοή στην οικονομική ζωή της Ν. Φιλαδέλφειας. Πέρα από τις νέες επιχειρήσεις που θα εμφανιστούν (εντός κι εκτός του άλσους), κι οι ήδη υπάρχουσες θα ανθίσουν από τη δημιουργία του γηπέδου. Μικροεπιχειρηματίες, μικροβιοτέχνες και γενικά μικροαφεντικά της περιοχής θα δουν τις δουλειές τους να “ανοίγουν”. Από τα περίπτερα και τα ψητοπωλεία μέχρι τα αθλητικά είδη και όχι μόνο, τα καταστήματα της περιοχής θα αποκτήσουν νέο αγοραστικό κοινό. Οι καταναλωτές που θα επισκέπτονται τη Ν. Φιλάδελφεια κάθε Κυριακή για να εκτονώνονται στο γήπεδο, θα διασκεδάζουν και θα κάνουν τα ψώνια τους στα καταστήματα της περιοχής.

Η καπιταλιστική ανάπτυξη ήδη καλπάζει στη Ν. Φιλαδέλφεια. Τα τελευταία χρόνια τα καταστήματα εστίασης (bar, καφετέριες, ταχυφαγεία κλπ) πληθαίνουν με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου στις περιοχές της Ν. Φιλαδέλφειας και Ν. Χαλκηδόνας. Πιο συγκεκριμένα, από το 2010 έως σήμερα, τα καταστήματα εστίασης στην περιοχή έχουν αυξηθεί περισσότερο από 47% και πλέον ξεπερνούν τα 440. Πλέον, πεζοδρόμια και πεζόδρομοι είναι ασφυκτικά γεμάτα από τα τραπεζοκαθίσματα των καταστημάτων σε τέτοιο βαθμό που πολλές φορές μπορείς να τα διασχίσεις μόνο με μεγάλη δυσκολία. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η συριζαίικη δημοτική αρχή θέλει να επικαιροποιήσει το προεδρικό διάταγμα της προστασίας του προσφυγικού συνοικισμού με βάση τον Ν. 4269/14 “περί χωροταξικής και πολεοδομικής μεταρρύθμισης”. Ο νόμος αυτός καταργεί την προστασία των περιοχών αμιγούς κατοικίας και ενθαρρύνει την εκμετάλλευση της γης για εμπορικούς σκοπούς, απορρυθμίζοντας τους περιοριστικούς πολεοδομικούς μηχανισμούς του παρελθόντος. Δηλαδή, ακόμα περισσότερα μαγαζιά για την περιοχή.

Το γήπεδο της ΑΕΚ, οι μέλλουσες επιχειρήσεις εντός κι εκτός του άλσους, και ο σχεδιαζόμενος σταθμός της νέας γραμμής 4 του μετρό (είτε γίνει τελικά στην ίδια τη Ν. Φιλαδέλφεια είτε στον Περισσό σε σημείο 7 λεπτά περπατήματος από την πλατεία Πατριάρχου, δηλαδή το κέντρο της Ν. Φιλάδελφειας) θα επιφέρουν την πολυπόθητη από το κεφάλαιο ανάπτυξη της περιοχής. Μια ανάπτυξη της τσέπης τους και της εκμετάλλευσης της εργασίας μας. Μια ανάπτυξη του τσιμέντου και της μόλυνσης. Η ανάπλαση της Ν. Φιλάδελφειας πλησιάζει απειλητικά, κι από γειτονιά εργατών προσφύγων θα μετατραπεί σε ένα τεράστιο κέντρο διασκέδασης και κατανάλωσης. Και σαν μην έφταναν αυτά, υπάρχει κι ο κίνδυνος της “πειραιοποίησης” της Ν. Φιλάδελφειας. Ο κίνδυνος δημιουργίας ιδιωτικού στρατού του Μελισσανίδη -μεταμφιεσμένο σε οπαδικό σύνδεσμο- που θα φέρνει σε πέρας τις βρώμικες δουλειές του ιδίου κι άλλων επιχειρηματιών, μαφιόζων και φασιστών της περιοχής, ο οποίος θα προσπαθεί να γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος στην εξέδρα και στους δρόμους της περιοχής. Και για να μπορέσει ο κύριος “Τίγρης” να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του ευκολότερα χωρίς να χρειάζεται τη μεσολάβηση του πολιτικού προσωπικού του δήμου, δεν θα μπορούσαμε να αφήσουμε έξω απ’την ενδεχόμενη “πειραιοποίηση” και την πιθανότητα να κωλοκαθήσει ο ίδιος σε κάποια καρέκλα του δημοτικού συμβουλίου με τη δημιουργία κάποιας νέας παράταξης, ακουλουθώντας τον δρόμο που χάραξαν ο Μαρινάκης κι ο Μπέος. Μην ξεχνάμε πως ήδη στις τελευταίες δημοτικές εκλογές, ο Μελισσανίδης “κατέβασε” υποψήφιο δήμαρχο τον Γεωργαμλή, παλαίμαχο παίκτη και πρώην βοηθό προπονητή της ΑΕΚ, με την παράταξη “Ένωση Δημοτών”. Η προεκλογική καμπάνια της “Ένωσης Δημοτών” στηρίχτηκε στην προώθηση της ανέγερσης του γηπέδου και στις κατηγορίες των πολιτικών της αντιπάλων ως… φανατικοί οπαδοί του Ολυμπιακού, μέχρι κι ανδρείκελα του Μαρινάκη!

Με όλα αυτά λοιπόν, πως θα μπορούσαν να μην δεχτούν επιθέσεις τα ανταγωνιστικά εγχειρήματα της γειτονιάς; Πέρυσι, ακύρωση των ανοιχτών εκδηλώσεων και δράσεων του Συντονιστικού Κατοίκων Ν. Φ. – Ν. Χ. για το ζήτημα του άλσους αρχικά μέσω τραμπουκισμών και τελικά μέσω δολοφονικών επιθέσεων και το σπάσιμο κι απόπειρα εμπρησμού της κατάληψης Στρούγκας. Φέτος, από πλευράς του δήμου, η εξαγγελία πλάνου κατεδάφισης της Στρούγκας και η κατεδάφιση του Κενταύρου.

Όταν όμως καταλάγιασαν οι ήχοι από τις μπουλντόζες στον Κένταυρο, απλώθηκε “σιωπή”. Τα περισσότερα κείμενα που βγήκαν γύρω από το ζήτημα δεν μιλήσαν άμεσα κι ανοιχτά ούτε για τα επιχειρηματικά συμφέροντα που λυμαίνονται το άλσος, ούτε για την αγωνιστική παρακαταθήκη των περασμένων ετών για την υπεράσπισή του. Αντί αυτού, αρκέστηκαν σε μια αντικατασταλτική ρητορεία για τον ΣΥΡΙΖΑ. Για εμάς που υπογράφουμε το παρών κείμενο, η κατεδάφιση της κατάληψης του Κενταύρου έγινε επειδή στάθηκε, και στο μέλλον θα στεκόταν ακόμα μεγαλύτερο, εμπόδιο στα ευρύτερα καπιταλιστικά πλάνα για την περιοχή.

Οι μπουλντόζες παίρνουνε φωτιά στη Ν. Φιλάδελφεια. Προσπαθούνε να γκρεμίσουν τα προλεταριάκα μας συμφέροντα και να οικοδομήσουν αυτά τα κεφαλαίου. Η Στρούγκα, ο Κένταυρος κι όλοι οι αγωνιζόμενοι κάτοικοι της Ν. Φιλαδέλφειας μάχονται, ο καθένας με τον τρόπο του, ενάντια στην καπιταλιστική ανάπτυξη της περιοχής. Μάχονται ενάντια στην καταστροφή ενός απ’τους ελάχιστους εναπομείναντες ελεύθερους χώρους πράσινου μέσα στη τσιμεντένια Βαβυλώνα. Μάχονται ενάντια στην “πειραιοποίηση” της γειτονιάς τους. Στεκόμαστε δίπλα τους κι έχουμε να πούμε μόνο ένα πράγμα:

Το μόνο γήπεδο στο οποίο θα παίξουμε ποδόσφαιρο θα είναι τα συντρίμμια των ναών του εμπορεύματος

Πρωτοβουλία ατόμων από την ελευθεριακή συλλογικότητα
Αναζωπύρωση

Global working class

Αναδημοσίευση ενός άρθρου από το τελευταίο τεύχος του γερμανικού περιοδικού Wildcat no.98 σχετικά με την εξέλιξη της ταξικής πάλης τα τελευταία χρόνια, το πρωτότυπο εδώ.


Global working class – Wildcat Germany

Indonesian workers' demonstration during national strike for higher wages, 2013.

 

Uprising or Class Struggle?

The concept of class has become popular again. After the most recent global economic crisis, even bourgeois newspapers started posing the question: “Wasn’t Marx right after all?” For the last two years Thomas Piketty’s ‘Capital in the Twenty-First Century’ has been on the bestseller list – a book which describes in a detailed way how historically, the capitalist process of accumulation resulted in a concentration of wealth into the hands of a tiny minority of capital owners. In western democracies too, significant inequalities have led to an increase in fear of social uprisings. This spectre has haunted the world in recent years – from riots in Athens, London, Baltimore, to the revolts in North Africa, which at times got rid of whole state governments. As usual during these times of unrest, while one faction of the rulers call for repression and weapons, the other raises the ‘social question’, which is supposed to be solved by reforms or redistribution policies.

Global crisis has de-legitimated capitalism; the politics of the rulers and governments to make the workers and poor pay for the crisis has fuelled anger and desperation. Who would still dispute that we live in a ‘class society’? But what does that mean?

‘Classes’ in the more narrow sense of the word only emerge with capitalism – but the disappropriation from the means of production on which the property-less state of the proletarian is based, has not been a singular historical process. Disappropriation is a daily reoccurrence within the production process itself: workers produce, but the product of their labour does not belong to them. They only get what they need for the reproduction of their labour power, or that according to the living standard that they have claimed through struggle.

In principle, class societies don’t recognise any privileges by birthright, rather the ownership of money determines one’s position in society. In principle capitalism makes it possible to have a career that starts from being a dishwasher to becoming a stock market speculator (or at least a small entrepreneur, which is the hope of many migrants). At the same time, members of the petty bourgeoisie or artisans can descend into the ranks of the proletarians. Climbing up the social ladder is rarely the result of one’s own labour, rather of the ability to become a capitalist and to appropriate other people’s labour. (The mafia, as well, possesses this ability.)

In actual fact, a process of class polarisation takes place, which Marx and Engels had already grasped as an explosive force and precondition for revolution. “The proletarian movement is the self-conscious, independent movement of the immense majority, in the interests of the immense majority.” (Manifesto) Immanuel Wallerstein declared Marx’s thesis of class polarisation to be his most radical one, which – once related to the world system – has been proven to be true. Polarisation means, on one hand, proletarianisation, on the other hand bourgeoisification.

Capital is not simply wealth accumulated in the hands of a few. Capital is the precondition and result of the capitalist process of production, in which living labour creates value, which is appropriated by others. For capitalism is not typically the ‘exploitation’ of a single worker by an artisan master, but the exploitation of a big mass of workers in a factory. It is a mode of production based on the fact that millions of people work together although they don’t know each other. They produce value together, but together they can also refuse this work and question the social division of labour. As labour power, workers are part of capital; as the working class, they are capital’s biggest enemy within.

Generations of ‘scientific management’ researchers have tried to expropriate workers’ knowledge of how to produce in order to become independent from them. They have established parallel production units in order to be able to continue production in case workers go on strike. They have closed down and relocated factories in order to be able to increase exploitation of, and control over, new groups of workers. But they were not able to exorcise the spectre. During the strike-waves of 2010, for the first time it haunted all parts of the globe simultaneously. These struggles are currently in the process of changing this world. Even academia has become aware of it and after a long time has turned the working class into an object of their research again – as numerous publications, new magazines and web-pages demonstrate, through which left-wing social scientists try to create links between workers in different continents. In Germany for the last 25 years, workers were left alone with their struggles – here, as well, social movements and intellectuals have started referring to them again.

Retrospective 1978 – the working class at the height of their power

Up to 1989, we were able to explain to ourselves what was happening in this world, or rather, the class struggles were able to explain it to us. The revolutionary awakening around 1968 led to a new surge of workers’ struggles in most countries, and brought forth a comprehensive critique of the factory system and culture of work backed by the trade unions in the metropolis. At the end of the 1970s the working class was at the height of their power. Wages and incomes were secured by collective bargaining and permanent and relatively secure employment was still the norm. In the industrial nations, the material conditions of workers within the framework of their total social wage were better than ever before in history. And their struggles in the industrial core sectors enforced better conditions for everyone.

As early as during the crisis of 1973/74, their productive power had started to be undermined through the relocation of labour intensive mass production to Southeast Asia and restructuring within the factories. Capital wanted to get rid of workers who had become combative and confident. The coup in Chile in 1973 and the ascent of the ‘Chicago Boys’ indicated the direction the counter-revolution of 1979/80 would take, which was identified with the names of Thatcher and Reagan, and which lead to secular defeats of what was, up until that point, central parts of the working class (defeat at FIAT in 1980; the military coup in Turkey; the 1979-81 counter-revolution in Iran after the workers’ council had been smashed; military rule in Poland at the end of 1981; the 1985 defeat of the miners in England…). Direct attacks in the form of mass redundancies and segmentation of the workforce followed. The working class on a national level [nationale Arbeiterklassen] barricaded themselves behind their workplaces and was able – though with big differences according to each country – to fight off direct deteriorations of conditions for a substantial period of time.

For people at the time, the 1980s in Western Europe were contradictory times: on the one hand massive attacks, on the other hand, radical social movements. But seen from today’s perspective it was a decade of dramatic defeats. Austerity politics lead to a dismantling of welfare entitlements and/or these were more tightly linked to actively seeking work. Images from the US showed long queues of unemployed people in front of recruitment agencies, portraying the new dimension of impoverishment of the US working class – a working class that used to be so powerful. In Germany during the mid 1980s, trade union mobilisation for working-time reductions (to combat unemployment!) in return for the flexibilisation and casualisation of ‘normal permanent work contracts’ marked a watershed. The 1980s are represented by military dictatorships and economic decline in large parts of Latin America, state bankruptcy in Mexico, the debt crisis and IMF dictates to enforce ‘structural adjustment programs’.

Since the mid-1980s, the high economic growth rates of the four young ‘tiger-states’, Hong Kong, Singapore, Taiwan and South Korea, turned old assumptions of dependence theory upside-down. The massive strike movements of 1984 focused everyone’s attention on South Korea. Under the ruling conditions of a western-oriented developmental dictatorship, which had massacred a workers’ uprising only seven years earlier, a working class had emerged that challenged South Korea capital and its’ factory regime with radical forms of struggle. Thanks to high wage increases, within the span of a few years, workers were able to catch up with their counterparts in the west. During the late 1980s in Europe, as well, a new class composition seemed to develop within a series of struggles (the nurses’ movement, nursery strikes, train drivers in Italy and France, truck drivers in France, the wildcat strike at VW…) – but then a crisis and war followed, and a massacre that changed the world…

Crisis and surge in proletarianisation in the 1990s

In June 1989 the army opened fire on Tiananmen Square mainly because masses of workers appeared in support of the students. Not students, but workers’ leaders were given the death penalty or long prison sentences. Unofficial unions were immediately declared illegal and their leaders thrown into jail.

This example did not repeat itself in Berlin or Leipzig. There the regime surrendered. When the wall fell in 1989, Wildcat approached the collapse of real existing socialism optimistically. In 1988/89 class struggles in West Germany had intensified and in the course of the regime-change in the east we witnessed mass debates in local workplaces and on the streets about a social future beyond capitalism and GDR socialism – which today has been long forgotten. The economic devastation of the former GDR initially triggered a broad movement of struggle against factory closures and the deterioration of social services.

Following the massacre of the Gulf War in 1991 and the onset of the economic crisis, which was delayed in Germany due to the post-reunification boom but then kicked in even harder in 1993, we saw a massive collapse of existing conditions in the metal industry in the former West Germany. Trade unions did their bit to rescue Germany as the ‘export-nation’, for example in 1994 the IG Metall (metal union) accepted an intensification of work and massive flexibilisation of working times in the ‘Agreement of Pforzheim’. In addition, welfare benefits were attacked across the board.

Struggles that were hoped for – mainly in the factories that were in the process of being dismantled in the former east of Germany – largely did not materialise. The migration of high-skilled workers from east to west worked as a safety valve for social pressure – and resulted in wages dropping for the first time in the west during the post-war period. Mass unemployment in the east was buffered through various means e.g. companies would send workers on training programs continuously because they wasn’t any work, hours of work were reduced, sometimes to zero-hours. At the same time, when we pointed out that the workmate next to us earned double as much as we did for the same work, we would suddenly start hearing comments on the shop-floor like, “The main thing is that we have a job”. The ‘industrial reserve army’ was back! From then on they were increasingly able to divide workers on the shop floor through the massive use of temp work and short-term contracts.

In West Germany in the 1970s, we had learned that, to a large extent, the function of the unemployed ‘reserve army’ to build pressure on employed workers had been undermined: as long as it was no problem to find a job, you could enjoy paid unemployment as a welcome break. Therefore, we were cautious of using terms like ‘reserve army’ and, above all, argued against a premature capitulation. We then also witnessed a rapid deterioration of conditions for unemployed workers. The Hartz laws (unemployment benefit reforms in 2004/2005) resulted in a much larger drop of income in cases of (longer term) unemployment.

The dissolution of the ‘Eastern Bloc’ was also a rupture in regards to triggering a new boost in proletarianisation of the global population. While in the Eastern European countries, a type of ‘primitive accumulation’ took place with former political officials robbing and amassing huge financial wealth through wild privatisations and the masses of workers losing their entitlements to land, accommodation and pensions, which had previously been mediated through the socialist state. On a global scale all regimes shifted towards ‘neoliberalism’, in addition to increased war scenarios – and for the first time since WWII, also in Europe itself.

Return of the proletarian condition

When the threatening image of ‘globalisation’ was manufactured in Germany during the early/mid-1990s (after ‘lean production’ and ‘Toyotism’ in previous years), Wildcat, on one side, tried to emphasise the trump card workers still possessed (“they need workers’ knowledge”, “they face high costs for transport and transactions”), and on the other side, to analyse the potentials that lay in the socialisation of production. If the whole world has become capitalist, then there are no non-capitalist sectors available anymore that could provide capital with a reserve of fresh labour power, which means that at some point, capital faces a global working class.

“Instead of consolidating the mirage of the over-bearing power of capital and subjugation of workers, we have to ask where the new dependencies of capital on the working class are situated… And does the fact that workers cooperate across continents bear new potentials of fighting capital on a global scale.” [1]

Similarly, we did not regard the formation of the EU immediately and automatically as a deterioration of the possibilities for struggles. These were thoughts, which, at the time, only few wanted to share. Our proposal of militant research on a European scale of various sectors – the automobile industry, hospital work, migration, casualisation – petered out. For most of the left, other questions had higher priority: the end of the ‘socialist bloc’, the new wave of nationalism and racism; migrants; the creation of alternative trade unions…

With his publication of, ‘The return of the proletarian condition’ in 1993, Karl-Heinz Roth called upon the left to engage with the question of ‘work’ again. Countering the propagandists of a postmodern society, he sketched out the “tendency towards ‘one’ new proletariat in ‘one’ capitalist world”. He saw a ” homogenisation of employment relations towards casualisation, contract work and ‘dependent’ self-employment “. His idea though that a left milieu, which was subjected to casualisation itself, should have a specific interest in the militant research of class relations, contained a basic flaw: On one side the dissolution of left-wing (infra-)structures and the tendency towards individualisation had already progressed considerably, and on the other side, left academics were still able to find some financial support from universities or research foundations. The traditional left criticised Roth in a rather harsh and dogmatic manner, because he had allegedly given up on central parts of the working class prematurely; his vision of ‘proletarian circles’ as nuclei for organisation were discarded as sectarian.

His prophecies made at the time are astonishingly accurate once they are related to today’s conditions. This is despite the fact that, at the time, the changes that he mentioned with regard to the “globalisation of production” were just about to become visible and access to the internet and electronic communication was barely available to the common user. Many hopes regarding an expansion of social revolts have since then been disillusioned and many of his preliminary proposals – mainly formulated in response to his critics – to form international associations were not taken up, or rather, are still waiting to be turned into practice. The main reason though why such proposals were not greeted with a broad-based agreement was the fact that the 1990s in Europe was a decade of defeats, internalised in preemptive obedience by the left through postmodern and poststructuralist theories and its search for the right kind of identities. All attempts of generalisation were destroyed from within.

Since its origin, Wildcat’s role has been to spread the word of worldwide class struggles in its local surroundings, but after the dissolution of the Eastern Bloc this did not work anymore. Many readers, as well, resigned, facing the declared victory of capitalism. Wildcat did not want to just continue as normal and to keep the flag raised high. In 1995 the editorial collective put the publication of the magazine on halt for several years and continued the debate in the form of the Wildcat-Zirkular.

Anti-Glob

The emergence of the EZLN in the Lacandon Jungle during the beginning of the NAFTA agreement in 1994 put revolution back on the agenda again and opened the way for completely new discourses and high hopes. Even more so when an ‘anti-globalisation movement‘ came together with the organised labour movement in response to the WTO conference in Seattle in 1999.

Radical struggles seemed to be taking place in the ‘global south’ and in the countryside, in the form of struggles against ‘enclosures’ and ‘valorisation’, rather than in the global factories. In the factories people were put under pressure, their jobs were cut back, they were supposed to work more etc. – and then read newspaper articles which explained to them why things were like they were: globalisation means increased competition and we are only able to stay afloat if we lower our wages. That sounds logical, right? Finally, these are all assumptions that confine you to the role of a victim of all-powerful developments. Therefore we made an effort to criticise the notion of globalisation and its propagandistic application: The debate about ‘globalisation’ tries to, “on an ideological level, sell a 30-year phase of capitalism’s global stagnation as a triumphal series of victories”. [2]

Instead of using the terms ‘globalisation’ or ‘neoliberalism’ we continued writing about capitalism and referred to the tumultuous developments in Asia.

Asia is where it’s at…

The term ‘global working class’ (“Weltarbeiterklasse”) appeared for the first time in Wildcat Zirkular no.25 (April 1996). The article ‘World in a Radical Change’ [3] described the process of proletarianisation from Bangladesh to Indonesia to China, which was accompanied by intense struggles and riots and the emergence of a new workforce migrating from the countryside to the urban world: young women, who prefer factory work to the patriarchal rule in the village. These young workers are declared as being a vanguard of the making of a new working class, which is a reason to give us hope again. The article assumes that an “explosion of needs/desires” is the material basis of ‘neoliberalism’, which dissolved workers’ rigidity in the old industrial nations and which now initiates a global transformation of class relations starting from Asia. The workers in the old industrial centres will soon lose their position of being the only workers able to manufacture cars. The article was a call for inquiry of these changes in Asia, Latin America, and Africa – and for a reconsideration of theoretical “ballast” e.g. in the form of theories about “the new enclosures” or the “end of development”.

What followed was an intense debate in Wildcat Zirkular about the validity of seemingly self-explanatory press releases about workers’ unrest and the significance of the working class in East Asia. Parts of the editorial collective denied the “crisis of capital” und relocated all revolutionary hope towards the “new” working class in Asia:

“What is it that we want to hint at: the global working class recomposes itself in an unprecedented scope and speed. This has two aspects and both improve the potentials for communism.

1. The proletariat has become the quantitative majority of the global population or put another way: the departure of the masses in search of their luck is a step towards the completion [4] of developed capitalism. Only now can what Marx and Engels postulated 150 years ago in the ‘Communist Manifesto’ become true.

2. The ‘old’ working class, which is synonymous with social-democracy, trade unions, communist parties, blue overalls, workers’ pride, company-based interests… loses significance worldwide and dissolves itself in equal measures through escape from the factories, being thrown out of the factories and in defensive struggles. In principle this process is the same here as it is, for example, in China. But in turn there emerges a new working class consisting of young workers, and above all, first generation female workers. And it is wholly unnecessary to explain why a seventeen-year old girl embodies more revolutionary hope than a 35-year old family man.” [5]

A different part of the editorial collective merely saw a repetition of the mass-workers’ history, but no new quality, and insisted on a theoretical grounding of the notion of ‘global working class’:

“The emergence of a ‘global working class’ is based on the question of whether a real socialisation through a global productive cooperation takes place, meaning, the question of to what extent the global production of capital opens the possibility of communism. […] To answer this question we first of all have to understand the inner connection between exploited people around the globe, namely, that they already produce this (inverted/upside-down) world – and that they are therefore able to change it.” [6]

” One of the main problems of revolutionary politics today lies in its inability to criticise theoretically and practically the global production process in such a radical demystifying way.” [7]

Worldwide proletarianisation and supply shock

In January 1998 Karl-Heinz Roth, too, claimed that 150 years after the Communist manifesto, the proletariat has constituted itself for the first time objectively worldwide – and that contrary to Rosa Luxemburg’s presumption, non-capitalist sectors have been completely integrated too. ” For the first time in history the property-less, who have to offer and sell their labour power in order to live, quantitatively constitutes the majority of the world population” . [8]

This assumption raises questions on at least two levels: Do we understand this process as a first step in the constitution of a class without the means of subsistence, followed by a second step in the form of the transition of landless proletarians into waged workers? Or does a universe of different relations of exploitation develop? What does this mean for the development of struggles? [9]

Throughout the 1980s the autonomous left in Germany related more to the subsistence economy (or to what one read into it) and riots by those who had been excluded from the capitalist production process than to ‘wage workers’. In 1983 Wallerstein had already pointed out that the large majority of the world population today works harder and longer and for less income than 400 years ago. This process of increasing dependency on wage income we could call, in Marx’s sense, ‘proletarianisation’. This means: an increase of real purchasing power; it is therefore in the long-term interests of capital, but against the interests of individual capitalists who are interested in low reproduction costs of their workers, meaning, they are interested in a ‘semi-proletarianisation’: a household economy based on income from different sources and the subsistence economy or in-house-work. [10]

In contrast, full proletarianisation (meaning: both wife and husband are free wage-labourers and buy all of their means of subsistence) is desired rather by the proletarians. Full proletarianisation requires a ‘welfare state’, which transfers income to those who don’t work. East Germany was a role-model case for ‘full-proletarianisation’ – which solved its labour shortage problems with migrants from Vietnam and Mozambique. Based on Luxemburg’s thesis that capitalism is not able to reproduce the workforce it exploits, Wallerstein demonstrates that large parts of the global population never achieves full-proletarianisation, but rather that households stay dependent on subsistence production and self-employed activities of all kind.

Forces of Labor

Wildcat pointed out the vulnerability of the new transport chains within the new global landscape, which were otherwise difficult to comprehend due to rapid changes and shifts. We focused our attention on the new locations of production – during the 1990s, automobile factories not only emerged in Asia, but also in Eastern Europe.

Helpful in this regard was the book ‘Forces of Labor’ by Beverly Silver, who, within the framework of world-systems analysis, positioned working class unrest at the centre of her research. She was able to point out that, historically, wherever capital goes, struggles follow: in reaction to the workers’ revolts in the 1970s capital built new car factories in South Africa and Brazil – and thereby triggered a new dynamic of powerful workers’ struggles. During the 1980s the car industry boomed in South Korea – which lead to similar persistent struggles by a new generation of workers.

What was important was that Silver looked at the entire globe and established the fact that ‘fixes’ were only temporary repair jobs of the system and that capital time and again had to confront resistance – because labor unrest is endemic to capitalism. Though her schematic categorisation into ‘Marxian’ struggles and ‘Polanyi-type’ struggles were less helpful.

Silver assumed that the weakening of workers’ ‘bargaining power’ in the countries of the global north would only be temporary. Her empirical data initially only reached up to 1990, but was then extended to 1996 – and up to 1990 her analysis does fit the picture. In Eastern Europe though, wages are still significantly lower than in the West. Automobile workers have ceased to be the best paid workers, at least this is not true for all places around the globe. Silver has a cyclical picture of the world, crisis is always cyclical, always followed by phases of development and boom. From her perspective a big crisis would mean that fundamental transformations, instability and a new hegemonic force in the world system would emerge. She does not pose the question of how workers’ struggle might lead to communism and she has ‘not noticed’ the long phase during which workers in Southeast Asia did not pose a revolutionary threat to capitalism. Today, Silver explains the deep crisis of the global labour movement by the fact that the ‘financial fix’ was combined with a ‘de-making’ of the established working classes. Capital has been removed from production, the destructive side was dominant. Nevertheless, she states that the financial fix was effective only temporarily and has also shifted the crisis geographically – and has finally lead to a new and deep crisis of legitimisation of capitalism. [11]

And it is true that there has hardly ever been as much organised resistance against infrastructure projects, dams, power plants etc. – particularly in the more recently industrialised countries like India, Indonesia or China. Whether we grasp them as struggles against ‘commodification’ – or simply as against the destruction of the basis of livelihood: by now a global experience has emerged that ‘technical progress’ does not automatically lead to ‘development’, but is going hand in hand with destruction – and that we can get organised against this.

This is contrasted by the fact that capital has never before, during a process of industrialisation, encountered so little resistance from workers as during the phase between 1990 and 2005. It was able to deteriorate workers conditions continuously without being seriously threatened by their collective resistance. The compensation of industrial jobs with high-quality service jobs that had been predicted vanished into thin air. During this period workers’ struggles globally – in China, too – had a largely defensive character, lead by the ‘old working classes’ against closures or outsourcing/re-locations. (That also explains why, during the same period, the left threw the notion of class overboard.)

The opening of the labour markets in India and China during the 1990s led to a ‘supply shock’: almost overnight the supply of labour power doubled. There were double as many workers employed in industry in China compared to the G7 states put together. China became the factory of the world and main export location for industrially produced consumer goods, in particular of those with high product volumes. The consequences for a part of the global working class were – as predicted – catastrophic: the garment industry left Mexico and shifted to Asia. China joining the WTO in 2002 and the Multi Fibre Agreement 2005 was supposed to be the peak of this development – but then things changed: in China workers in the new factories started to fight and their struggles expanded…

What has changed in the last 40 years

Since the ‘oil crisis’ in 1973 there have been changes with long-term impacts: today over seven billion people live on this planet. Between 1950 and 1970 the annual growth rate of the global population was 2 per cent, since then the growth rate has slowed down, in particular in those areas where proletarianisation takes place.

In the ‘developing countries’ the labour force has been increasing by 2 per cent, which means that the total labour force has doubled in 30 years, while in Europe this process took 90 years. Proletarianisation takes place at a much more rapid pace than the capitalist economy is able to absorb: many do not find wage labour that pays enough to live on. A huge number of proletarians end up in the informal sector. The share of women as part of the total the labour force increases. Unemployment rates are high, particularly amongst young people, even higher amongst migrants, or rather, minorities. (This aggravates the ruling class’ fear that was previously mentioned: there is a correlation between high levels of unemployment amongst young men and frequency of social unrest; ‘social unrest’ has hiked after 2009, with an increase of 10 per cent of recorded incidents – mainly in the Middle-East, North Africa, but also in Southern Europe, the former Eastern Bloc and a little less in South Asia.)

Employment in agriculture has shrunk dramatically; only in the poorest regions does more than half of the population still work on the fields. The concentration process in the agro-industry continues and peasants turn into agricultural labourers, some of who live in towns rather than the countryside. In East Asia the flight from the countryside leads, to a large extent, directly into industrial work, while in Latin America and Africa it is mainly the service sector that registers growth. Since 2007 (more than) half of the global population lives in urban areas. In the developing countries in particular the mega-cities grow, 80 per cent of the inhabitants live in slums. Slum cities are an expression of the fact that people want to become part of the global working class. They are starting-points and transit-stations for a better life – in the respective or a different country, wherever labour is needed.

In the worldwide process of proletarianisation ‘mobile labour’ (or ‘migrant labour’) has become the most general form of labour, as much in the form of migration to a different country (e.g. the EU) or as internal migration (e.g. in China, where the government estimates that there are 130 million migrant labourers, out of whom 80 million have migrated from the poorer inner regions towards the coastal towns). The number of international migrants today (2013) is higher than ever before: 232 million (in 2000 there were 175 million), out of which 20 to 30 million are without papers. Their share as part of the total population increased between 2000 and 2013 from 2.9 to 3.3 per cent. The large majority are labour migrants, not refugees or asylum seekers.

A noteworthy development is the increase of a proletariat of migrant workers, who – mediated through the international recruitment agencies – engage in ‘simple’ work in different countries for low pay, but who are not supposed to settle down there: construction workers from India, Pakistan, Bangladesh who work on the big construction sites in the gulf states, who live in camps and whose collective situation has frequently resulted in strikes and rebellion – confronted with draconian repression. Millions of domestic workers from the Philippines or Indonesia etc. who work in rich or better-off households in the gulf states, but also in Hong Kong. Care workers for elderly people, who move from Eastern Europe to the West, in order to work in households that cannot afford to hire a local carer. Increasingly industrial workers, as well, are recruited to work in faraway ‘free production zones’, in order to undermine the local working class.

Peoples’ living conditions are largely determined by where they live – but the working conditions of ‘simple’ workers in the global north and south are becoming structurally more similar. In the assembly plants for the production of complex mass-consumer goods in China and India, too, machinery of the most modern standard is used. Simple manual labour takes place at the fringe-parts of the supply-chain in the slums’ backyards, but also in the warehouses of the distribution centres in the heart of Europe or the US. Within the same value chain absolute and relative surplus value production are combined.

Up until the crisis of 1973/74, persistent economic growth had more than compensated for productivity increases and for successful ‘rationalisation’, meaning, the employment rate did not decrease and the welfare state was expanded. Since then, growth of industrial production has stagnated – currently it is around 3 per cent, in the near future around 1.5 per cent?

Employment in manufacturing (including construction) has increased globally, but rates of industrialisation like we saw 50 or 100 years ago are not reached anywhere anymore: capital leaves places much faster than in the past, relocates production to ‘cheaper’ areas or transforms it locally into a ‘service’ – or stops investing at all. In many of the newly industrialised countries the share of industrial workers has already reached its peak at 20 per cent of the total workforce.

In the old industrial nations a process of de-industrialisation takes place – though we can make out major differences: in the US 11 per cent work in industries, while Germany is at the top of the list in the EU with 22 per cent (2007). In 1970 industrial workers still accounted for 37 per cent (while today, work outsourced to ‘industry-related service providers’ does not count as industrial work anymore). [12]

Globalisation has resulted in a new polarisation between higher and lower qualified jobs. In the older industrial nations any jobs that require a medium level of qualification are reduced, new jobs tend to be temporary and less well paid. The ‘service sector’ grows globally – and here, as well, these two poles are replicated: both ‘simple work’ (cleaning, care-work) and ‘non-routine’ jobs of higher skill-levels increase, whereas routine jobs of medium level qualifications (accountant, office clerks) decrease: the introduction of computers has made many aspects of this work redundant or it was able to be relocated more easily. This is one of the reasons why the wage gap within the sector widens.

Unequal incomes

During the 19th and 20th century the differences in income levels between different countries were the most pronounced. Over the years these differences decreased due to the working class struggles within the countries. In the last 20 years this tendency towards equality has changed again: while conditions between different nations become more similar, income differences within countries have sharpened drastically.

In the newly industrialised countries the wage gap is similarly high as in Europe 100 years ago. In the US wage differences were the least stark during the period between 1950 and 1970 – during the 1960s they were less pronounced compared to France, where only after 1968 were the lower income levels able to catch up. Since the neoliberal counter-revolution the income disparity has exploded, which has been further aggravated since the global crisis – especially once we look at take-home wages after tax and transfer-incomes. Between 1970 and 2010 the average value of private assets in money-terms increased significantly, particularly in Japan and Europe. This increase of the ‘savings rate’ translated into a decrease in growth – companies stopped investing. Financial assets owned by the nation state decreased and state debt grew. (Not only) in the former state-capitalist countries, extreme plundering and amassing of assets into private hands took place during the process of privatisation. [13]

Different Sectors – different conditions for struggle

Mining: Formerly, mining workers and their families lived close to the pits, their villages were also communities of struggle. Here a major process of restructuring is taking place, particularly when it comes to open-cast mining: now, miners are often employed as temporary contract workers and they live in container settlements (or other forms of arranged accommodation) far away from their families.

Textiles/Garments/Shoes: These are the most important sectors in developing nations. Mainly young women are employed – similar to the situation in 19th century Europe. The ‘new international division of labour’ during the 1970s had its origins in these sectors. Factories can be relocated more easily, machinery is not particularly expensive. The sector is characterised by small and medium size companies, the profit margins are low. Companies largely depend on supply-contracts with big fashion brands or retail chains. Design and (sometimes) cutting is done separately from the more labour-intensive (outsourced) production department. In 2005 and 2008 global import barriers that were meant to protect local industries were abolished. Today, China (or rather ‘companies in China’) is the biggest manufacturer worldwide, employing 2.7 million people. Companies with headquarters in Taiwan run factories in Mexico and Nicaragua, companies from China open new plants in Africa.

Automobile: Are still the most complex consumption good. A few transnational automobile corporations dominate the sector with long-term planning for local production units and high demands concerning infrastructure. The sector depends massively on state subsidies. Modern factories make use of expensive machinery and increasingly only employ workers with technical qualifications. The workforce is segmented into permanents, people with temporary contracts, agency workers, contract workers, all divided by significant wage differences. This is a global phenomenon.

Consumer electronics: Partly skilled labour, but also a big share of workers trained on the job. The quality levels demanded of these products are high, because the products tend to be expensive. According to the machine equipment we mainly see longer-term investments, therefore also very minute planning of where to establish production. The sub-contracted production for various brands in mega-factories, most of all in China, has become common (Foxconn etc.): their production capacity is extensive enough to produce mobile phones for the whole globe.

Construction: During the last decades the sector has played an increasingly important role, due to the fact that real estate and gigantic construction projects were a means to inflate speculative bubbles. Mainly migrants from the countryside or from abroad are employed on construction sites. Largely male workers. Major construction projects are often developed outside urban areas, meaning that workers are placed in camps.

Logistics: Alongside the global relocation of production the amount of transport work has increased drastically, while there was a significant drop in transport costs. Besides a few highly paid professional groups, the sector consists mainly of simple manual labour, often done by migrants in semi-legal conditions. In distribution centres everywhere around the globe new concentrations of mass work are emerging.

Service work: Everything that is not agriculture, mining or direct manufacturing work. While formerly service work was done wherever the actual service was needed, today much of the office work, such as back-office, accountancy, call centre work etc. can be performed anywhere in the world, as long as it has internet connection.

The segmentation of workers through different employment relations is a big challenge for common struggles, the old habitual formulas have become ineffective. (After the strikes at the beginning of the 1970s the ‘guest workers’ (Gastarbeiter) have struggled their way into the trade unions and became the reliable foundation for all future mobilisations. In contrast, the new migrants are mostly contract or temp workers.)

But only in Stalinist or social-democratic storytelling did the working class used to be a homogeneous block. In reality it was very heterogeneous in the 19th century or in 1920, too – and not only in terms of the divisions between male and female workers or locals and migrants. We cannot equate working class with industrial workers! Even in England in the 19th century half of the workforce was employed outside the factory system. And we could also find wage differences of 300 per cent between factory workers with German passports. Historically the working class learnt time and again to struggle (together) under such circumstances.

The end of the peasant question

In autumn 2008 an article was published in Wildcat no.82, which engaged with the romantisation of the peasantry by the anti-globalisation movement. The main thesis was that today there is no separate ‘peasant question’ anymore and that it is rather about the recomposition of the global working class from below.

“In earlier phases of history humans used to produce their means of subsistence in small communities and they were dependent on the natural fluctuations of production. In contrast to that capitalism created the world market right from the start, and its main productive force (machinery) is itself a product of human labour. The general context of a global society becomes the basic condition of our existence and reproduction (“Second Nature”) and in this sense it is the real human community. Only since humans’ livelihood started to depend on social rather than on individual labour have we been able to raise the question of collective appropriation of the means of production at all – and nowadays actually on a global level!” [14]

Contrary to this Samir Amin [15], amongst others, continues to present a classic anti-imperialist position. He still divides the globe up into the triad (EU, Japan, US) and the periphery, in which 80 per cent of the world population live, half of them in the countryside. Without finding a solution for these people, no ‘other world’ would be possible. Amin reckons that the process which other people call globalisation is actually an ongoing implosion of the imperialist system. He discards the notion of the anti-glob movement to change the world without taking power as naive – as naive as the idea of an ecological compromise with capital. He alleges that the ‘imperialist rent’, from which the social middle-strata in the global north benefit, is a barrier to the path for common struggle. In order to establish socialism or communism, workers and peoples have to find offensive strategies on three levels, already pointed out by Mao: the people, the state, the nation. A return to the Keynesian post-war model is impossible – history doesn’t have a reverse gear. But according to Amin the peasant question is still central: access to land for all peasants and development of a more productive agriculture, opposed to peasant folklore. Building of industry and development of the forces of production.

These political proposals are as antiquated as the analysis stuck in the past: by now in China the third generation of migrant workers are working in the global factories. In the process of exodus of millions of uprooted peasants from the rural areas, an industrial working class has been formed in classical ways. The division between urban and rural dwellers has not been overcome, but the former villagers have largely dissolved their ties to the land and, above all, they don’t want to return to it!

More interesting though is Amin’s argument against the idea that the developing countries in the ’emerging markets’, e.g. the new Tiger states, Brazil, Turkey etc., could become the new centres of capitalism: according to him the necessary ‘security valves’ for that to happen are missing in these regions. Proletarianisation in Europe in the 18th century had migration to America as a security valve. Today it would need several Americas for similar processes of industrialisation to happen in the ’emerging market’ countries. Therefore they don’t have a chance to catch up. This argument has to be further sharpened towards the following question: What happens in the actual and current processes of industrialisation once struggles cannot be channeled into social democracy on one hand or mass migration on the other?

Proletarianisation translates into class struggle

Often, we only realise in hindsight if and when a qualitative shift took place. In 2004 the first ‘global traffic jam’ was reported. The strikes in the Chinese Pearl River delta in 2004 at the peak of the boom marked the first big cycle of struggles in the ‘new factories’. Through offensive struggles they gained significant wage increases and had an effect on the situation in factories in the whole of East Asia. In Vietnam, Cambodia, Bangladesh, Bahrain, workers’ strikes erupted and with the bus drivers’ dispute in Iran in 2006, the first important strike since 1979 took place! A worldwide groundswell of workers’ struggles can be retraced from 2006, meaning before the global economic crash. This groundswell transformed into a wave reaching its peak in 2010, when strikes took place in nearly every country in the world, and which opened the way for the political revolutions and protest movements on the streets to come. The latter attracted more media attention, but without the strikes in the phosphate industry in Tunisia and the mass strikes in the textile industry in Mahalla in Egypt between 2006 and 2008, the uprisings in these countries would not have taken place.

The waves of protests 2006 – 2013

The years 2006 to 2013 were characterised by a wave of mass protests on the streets, strikes and uprisings on an unprecedented scale. According to the Friedrich-Ebert-Stiftung New York [16] the wave is only comparable to the revolutionary upheavals of 1848, 1917 or 1968 – the think-tank analysed 843 protest movements in total between 2006 and 2013, in 87 countries, which cover 90 per cent of the world population. Protests of all kinds, against social injustice, against war, for real democracy, against corruption, riots against food price hikes, strikes against employers, general strikes against austerity. (Less positive were e.g. the clerical mobilisations against abortions in Poland).

Noteworthy is the large number of protests taking place in ‘high income’ countries and the fact that 48 per cent of violent protests take place in low-income countries; in most cases they target high food and energy prices. 49 protests demanded agrarian reform, 488 were targeted against austerity policy and demanded social justice, while 376 protests had ‘real democracy’ as their proclaimed aims. Many protests were expressions of the complete loss of trust in ‘Politics’. Nevertheless, in most cases the protestors aimed their demands at the state: the responsible politicians were supposed to act. Often the forms of struggles went beyond traditional demonstrating or striking and were act of ‘civil disobedience’, such as blockades and occupations. In particular the occupations of public squares and the common organisation of daily life as a form of struggle impacted on the entire Mediterranean region and the US.

The comparison with ‘1968’ disguises more than it is able to clarify: 1968 stands for a global revolutionary movement, but 1968 was not the peak year of strikes – on the contrary, these began in the early 1960s and only reached their peak in the mid-/end-1970s.

The wave of struggle since 2005 has very different facets:

Food Riots

Since the beginning of the global economic crisis speculative, capital has fled towards ‘secure’ assets, such as raw materials, staple food and agricultural land and thereby, within a short span of time, has triggered a massive hike of basic food prices; these reached historical highs first in December 2007 and then again in 2010. Between autumn 2007 and summer 2008 proletarians in large parts of Africa and China reacted with strikes and uprisings and forced their governments or employers to continue subsidising basic foodstuffs.

The movement of the squares

On the ‘squares’, revolutionary groupings and tendencies were active, but as a minority. Most of the participants were ‘active on the streets’ for the first time and demonstrated considerable ability to self-organise daily life and reproduction – but they were not ‘political’. The media picture of these movements were largely influenced by the social middle-strata, may be because journalists are best at communicating with people from their own social background. And a mass protest in the capital is more visible than a strike in the provinces. Due to this, the participation of proletarians was largely underestimated although many of them took part and fought the cops on the front lines. But these movements were, in most cases, aimed against the government, against corruption and for ‘real democracy’ and not for the ’cause of the workers’. [17] The movement seemed to have a global character but remained trapped within the framework of their respective nation states. Many of these movements had ‘two souls’: on one side, poorer proletarians and migrants who had become unemployed, on the other side, precarious academics who regarded a well-paid job as a human right. The middle-strata were particularly affected by interest policies, state debts and austerity measures – some became more radical and acted. At times they managed the leap into politics and into participation in power through elections – like the Podemos in Spain.

Global strike wave

In Wildcat no.90 Steven Colatrella in his text, ‘In Our Hands is Placed a Power‘, highlighted that the struggles formed themselves into a global strike wave during the last third of 2010. In 2010 strikes reached a geographical and quantitative scope unprecedented in history. He attributes this to the end of neoliberalism and the re-constitution of the working class. According to Colatrella the expansion of ‘traditional strikes’ can provide struggles with power and direction and help to overcome the weaknesses of the ‘IMF riots’.

“But the shifting of production globally did not produce new working classes, […] but rather this global shifting created new structural power for large sectors of workers that had rarely had such power except perhaps at the strictly national level.” [18]

Workers in the textile, shoe, automobile or other factories were now able to attack the world economy both on a national and global level. Closer integration into the world economy and the simultaneous attacks on their living standards through the capitalist crisis has increased both their structural and organisational power. The strike wave is part of class formation, it links up struggles and politicises the struggle against capitalist globalisation. Workers who defend their economic interests are directly confronted with political power. Their struggles are therefore political.

Colatrella conceptualises the global strike wave since 2007 as ‘strikes against global governance’, meaning, as a worldwide and simultaneous action of workers in many countries against the same enemy. But simultaneity does not create commonality as such and a common enemy does not necessarily create links amongst those in struggle.

BRICS, MINTS – the hotspots of the strike wave

Facing stagnating growth rates in the old core countries, capital’s hope focused on the so-called BRICS states (Brazil, Russia, India, China, South Africa – where 40 per cent of the world population resides; the abbreviation is an invention of the US investment bank Goldman-Sachs in 2001), which (apart from Russia) contain a young, ascending, industrial workforce who want to claim a better life. Brazil’s state president promised everyone a promotion into the ‘middle class’. Initially it seemed that the BRICS-states were not affected by the global crisis and state-controlled economies like China seemed ‘immune’ against it. Idle capital flew towards these regions, the growth rates at first continued to increase, though slower than in the preceding years. But particularly in these ‘championed’ countries of capitalism, workers managed to enforce considerable wage increases through hard struggles.

Their strikes have many things in common: they mostly happen in the central sectors of the respective economy, the affected companies operate on a multinational level, in their struggles workers get into confrontation with existing unions, they look for alternative unions or make use of their own forms of organisation. In many cases the state attacks the strikers violently, at the same time workers use violence against managers or strike-breakers. [19]

In 2014 these strikes continued, although in the case of India, against the background of a massive devaluation of the local currency and a decrease in sales in the automobile sector. Since 2013 a lot of capital has been withdrawn from the BRICS states and transferred to the so-called MINTS-states Mexico, Indonesia, Nigeria, Turkey and South Korea – these states, as well, have a large and very young population and at least some of them have been sites of huge protest movements during recent years. In June 2013 an uprising took place in Turkey (‘Gezi Park protests‘) and in May 2015 the entire automobile sector was shaken by a strike wave, in the course of which workers chased away their old trade unions.

In Iran, 2014 was the year with the highest amount of industrial disputes and workers’ protests. The peak moment was the strike of 5,000 workers in the iron ore mines of Bafgh where workers managed to stop privatisation. They walked out for nearly 40 days until the last arrested worker had been released – it was the longest dispute since the revolution in 1979.

In the newly industrialised countries, workers’ movements emerged that are noticeably similar, despite their culturally and politically very different respective surroundings – and these movements have enforced considerable wage gains within the span of a few years. [20] Workers made use of their position in the international production chains e.g. during the Honda strike in China. [21]

In many struggles egalitarian demands were put forward to act against the segmentation within the workforce, which employers nowadays try to enforce in all companies around the world with a higher share of skilled workers (Examples: car workers in India, mining workers in South Africa). [22]

Workers and state

How do workers’ struggles become revolutionary? Revolution evades derivation from objective conditions. If in a society characterised by patriarchal relations female workers fight collectively for the improvement of their living and working conditions, if they take risks in struggle, cross boundaries, discover new potentials and want to find out more about the world, then this process is probably ‘revolutionary’. What kind of notion of ‘communism’ do workers have in a country where the capitalists are organised within the CP? They will have to develop something new in struggle. This will surely not only start from the factories alone, it needs external impulses e.g. from youth movements that put any- and everything into question.

‘Global working class’ is a counter-thesis to the idea of a ‘national working class’. It assumes that the conditions for an integration of the working class into the state through a (social democratic) labour movement no longer exist. In 1848 workers did not yet have a ‘fatherland’, a proletarian artisan did not care whether he worked in Cologne, Paris or Brussels. Only state welfare policy and the orientation of the workers’ parties towards ‘fighting itself into the state’ have tied the workers to the nation. Since 1968 a broad and long-term re-orientation of proletarian movements away from the state – and from concepts of the state – has taken place. Since the 1980s the dismantling of welfare has caused a certain ‘alienation’ of large parts of society from the state, but for the ‘central working class’ the state still functions: just consider the massive state interventions since 2008 to rescue the automobile industry in Germany, the US and in France. For the traditional left the state is the political field within which the capitalist system can be changed, or rather, its worst consequences can be ‘reigned in’.

Historically capital was a global relation, mediated through the world market, right from its beginning. But without the state and the law (enforcement) and the national labour markets, capital would not have been able to survive and to develop. The welfare state guarantees certain social securities only for its own population and thereby turns proletarians into ‘citizens’. But capital was only able to develop by accessing an industrial reserve army in the form of agricultural labourers, peasants, under-employed proletarians in other countries. Today, in nearly all industrial nations there are multinational working classes without deeper ties to the state in which they live – while the ‘local’ and ‘naturalised’ workers and descending middle-strata cling to the state and want special protection.

During the last 20 years the class enemy has dismantled state structures wherever they were not able to cope with class struggle: private armies, mafia and civil war rule. This destruction of social security systems caused large-scale flight movements. In such threatening situations ‘strong states’ or ‘controlled democracies’ (Russia, China) become more attractive as islands of stability. Where does the working class use the absence of the state to build their own structures? What’s the score with a globalisation from below?

Global learning processes

Today it is possible for workers to establish direct contacts between themselves across, even far distances, without having to rely on mediators. Thanks to digital networks it has become much easier, even in remote areas, to know what is going on in the world compared to three, four decades ago. Struggles become contagious if workers in one company see that other workers take a risk and are successful – as for example the strike in the shoe factories of Yue Yuen in 2014 in which 40,000 workers took part. In 2015 around 90,000 workers of the same company walked out in Vietnam, while simultaneously 6,000 workers again went on strike in China. Since the 2014 dispute hardly a month has passed in China without at least one shoe factory being affected by workers’ industrial actions. Workers notice their respective struggles, also across national borders – even without visible organisational contacts. Workers of different factories report on conditions and discuss them e.g. on internet forums.

Migrants

The most obvious links between the proletarians of all countries are migrants. There were historical moments when masses of militant workers left their respective countries to avoid repression – like Spain and Greece in the 1970s or Turkey in the 1980s – and brought with them their experiences of struggle and of how to organise. In the struggles in the factories in Germany they often became the vanguard. Another example is the migrants from Mexico, who left to find work in agriculture in the US and who organised strikes there. (Not all labour migrants are or remain proletarians – self-employment is often the only way out of misery and the network of fellow country(wo)men the organisation of choice. Migrants often belong to those groups of people who want to progress and get on in life come what may and are able to mobilise a reservoir of badly paid labour from within their communities for this aim. Therefore such networks are hardly of use as an organisational foundation in class struggle.)

” The proletariat thus seems to disappear at the very moment when the proletarian condition becomes generalized.” (Samir Amin)

For four decades the speed of class movements was not able to match the speed with which capital roamed the globe in search for valorisable labour power. Now this situation has turned around. Workers in Egypt, China, Bangladesh, Mexico, South Africa etc. make use of the new technical possibilities for their own interests; their struggles quickly attract a global audience. For the first time a global working class emerges, which has the ability to organise global production and reproduction – and can therefore transform this world. In the global north this ‘new condition’ is more difficult to detect because since the 1980s capital has used the threat of relocation to blackmail people. (While at the same time a small part of the working class – ‘medium strata’ – was able to make money from financialisation and speculation at least temporarily, sometimes more than through work.)

The role of the left

What role can left activists or left-wing academics play? Since the big strike wave in 2010, left-leaning social science around the globe has rediscovered the working class and researches their movements. But even if sociologists interview individual workers they tend to become frustrated, because these people only think about themselves and their families. Are they ” a different type of human species ” once they are at work or when they struggle together? E.P. Thompson wrote in 1963 that if you stop social history at any given moment you will find only individuals. ‘Class’, in contrast, defines people who live their own history – therefore a sufficiently long period of history has to be analysed. ‘The Making of…’ is a development within political and cultural history at the same time as within economic history. ” The working class made itself as much as it was made.” [23]

And why should workers tell social scientists anything at all?

In ‘Junge Welt’, [24] the Hungarian philosopher Gaspar Miklos Tamas recently said that for the first time in history we face the grotesque situation of a Marxist intelligentsia without a Marxist movement. This brings with it two dangers: on one side, the danger of vanguardism that speaks in the name of a passive proletariat – a proletariat, however, that does not know it is being spoken for and which does not share the vanguard’s values that tell the proletariat what it is supposed to feel, think and do. Mainly small radical left groups face this danger. The other danger is that the radical left fuses with the general, democratic, anti-fascist and egalitarian movement – which would cause the Marxist critique to disappear.

Both these tendencies exist in relation to the new class struggles. Some want to found a ‘new International’ as early as now – while there are so many of them already! Others refuse to criticise the working class and only want to support workers in their struggles. They want to make use of decentralised networks organised by NGOs or they make a beeline for the unions. International conferences deal with the question of how workers can get in touch on a global level. In addition there is still the traditional ‘workers’ internationalism’ that is organised in centralistic and hierarchical ways with little open debate. At international conferences delegates pretend that everywhere, manual or office workers with life-long employment in one company still exist, whose trade union or workers’ party still obtain a share of the growing wealth for them. [25]

But there are also efforts by left activists who are critical of the trade unions to organise contacts between different locations of multinational corporations – though it is very difficult to go beyond mutual visits and to actually struggle together or organise solidarity strikes.

Over the last five years a different part of the radical left that wants to abolish the state placed their hope in uprisings. The ‘movement of squares’ in 2011 overtook the debate about the ‘coming insurrection’. But Greece in 2008, Indignados, Gezi Park, Stuttgart21, Hong Kong etc. were all movements with hundreds of thousands of participants – but which, in the end, were not able to enforce anything! These movements made visible the potentials that simultaneous uprisings on a global scale have – but also brutally demonstrated their limitations: from the commune of Tahrir to the military dictatorship. The many movements since Seattle, the mass uprisings in Argentina in 2001 and lastly Occupy Wall St. etc., have shown with the utmost clarity that an overturning of the existing social order is only possible once workers take part in the uprising as workers. It is not enough that they take part in demonstrations, but don’t go on strike. In capitalism, strike is the ultimate weapon, where real power develops and collective subjects form themselves.

Even the Invisible Committee, which up to now didn’t care much for workers, started to approach them (at least verbally) [26] – this is an interesting development: because whoever wants to abolish the state, whoever wants revolution won’t be able to do it without the workers! Proletarians are the vast majority of the population and their struggles push things forward. Nevertheless most leftists still don’t critically analyse the struggles that are actually taking place, but in an immediate reflex raise the question of ‘class consciousness’ instead. They imagine a proletariat organised in a party and union, which has not existed in such a way since the 1950s. “What else do we expect?” an article in Wildcat-Zirkular no.65 asked polemically. ” The emergence of proletarian world organisations? Solidarity strikes? Copycats? A worldwide political movement? The new and interesting phenomena regarding world revolution is the very fact that no one has got parameters, criteria or even answers to tackle that question. Criteria could be whether commonalities develop during different struggles – and up to now this does not seem to be the case. Workers struggle, but they don’t struggle together… Rather the opposite is true: they just fight for themselves and only rely on their own strength. They don’t even wait for their colleagues in the neighbouring company.” [27]

Workers ignore old organisations and parties; new ones are not yet visible. There isn’t any idea of a new society yet, which takes hold of the masses. In the struggles themselves we can see some new developments though. In Asia and beyond workers have proven extraordinary capabilities to organise their struggles and coordinate them beyond the boundaries of their respective regions. They have understood that they can only win collectively. They raise egalitarian demands against the divisions that capital introduced. They don’t let unions hold them back, who want to control them. They don’t shy away from hard confrontations. They address and create problems for which the system has no solutions.

In their struggles they get into conflict with a social system, which hasn’t got anything to offer the large majority apart from austerity politics – a system, which is no longer able to transform the struggles into ‘development’. A social system that steers towards its next crash, under the leadership of its ‘last superpower’, which fights against its economic and political demise by all means necessary. The strongest military power in the world is no longer able to win wars, not to mention to create new stable states, but can only destroy. By doing this it will further undermine the legitimacy of this world order and mobilise more and more people against itself.

Who will shape the coming social confrontations? The global middle classes who follow nationalist mobilisations out of fear of losing their social acquis? Or the global proletariat, on whose labour their wealth and power depends? The collective intelligence of the rebellious proletariat is superior to the narrow-minded experts of the institutions; their ability to organise production and to self-organise can guarantee the supply of necessary goods and services for the people – the various movements of the squares and against big infrastructure projects have proven this. They are the only force that can oppose the destructive potency of capital.

In Wildcat we have often voiced the hope of an ‘encounter of the workers’ movement and social movement’ – in order to define the role of the social-revolutionary left. As if it was just about an addition of forces, which does not have to hurt anyone. A ‘side-by-side’ on the ‘squares’, under conditions of mutual indifference. This won’t cut it in future – if we want to get things moving.

A new revolutionary subject won’t just be an outcome of ‘homogenisation’ (even less of an ‘alliance!’), but rather of processes of polarisation – and divisions within the working class. The political discussion and practice of the left will have to come to terms with this.

Footenotes

[1] “Vom Klassenkampf zur ‘sozialen Frage'” [“From class struggle to the ‘social question'”], Wildcat Zirkular 40/41

[2] “Vom schwierigen Versuch, die kapitalistische Krise zu bemeistern” [“On the difficult effort to deal with the capitalist crisis”], Wildcat Zirkular no.56/57, May 2000

[3] “Note: There is no simple translation for the German word “Umwälzung”. It means transition, transformation, turning upside down, in some circumstances circulation – in fact: radical change.”

[4] “Voll-Endung”: insinuates ‘completion’ and ‘end’

[5] “Globalize it!”, preface to Wildcat-Zirkular 38, July 1997

[6] “Asien und wir” [Asia and us”], Wildcat-Zirkular no. 39, August 1997

[7] “Open letter to John Holloway”, Wildcat-Zirkular no.39, August 1997
http://www.wildcat-www.de/en/zirkular/39/z39e_hol.htm

[8] “Die neuen Arbeitsverhaeltnisse und die Perspektive der Linken” [“The new work relations and the perspective of the left”], Wildcat-Zirkular 42/43, March 1998

[9] “Chiapas und die globale Proletarisierung” [“Chiapas and the global proletarianisation”], Wildcat-Zirkular no.45, June 1998

[10] “Historical Capitalism”, Immanuel Wallerstein, 1983

[11] “Forces of Labor – Workers’ movements and globalization since 1870”, Beverly Silver, 2003
https://libcom.org/files/Beverly_J._Silver-Forces_of_Labor__Workers’_Movements_and_Globalization_Since_1870_(Cambridge_Studies_in_Comparative_Politics)__-Cambridge_University_Press(2003).pdf

[12] Peter Dicken, ‘Global Shift, Mapping the changing contours of the world economy’. 6th edition. 2011

[13] Goeran Therborn, ‘Class in the 21st Century’, NLR 78, 2012

[14] ‘Beyond the peasant international’, Wildcat no.82, Autumn 2008
http://www.wildcat-www.de/en/wildcat/82/w82_bauern_en.html

[15] Samir Amin, ‘The implosion of contemporary capitalism’, New York 2013

[16] Isabel Ortiz, Sara Burke, Mohamed Berrada, Hernan Cortes, ‘World Protests 2006 – 2013’, FES New York Office 2013

[17] Compare the article on Hong Kong by Mouvement Communiste:
http://mouvement-communiste.com/documents/MC/Letters/LTMC1439%20ENvG.pdf

[18] Wildcat no.90, summer 2011
http://www.wildcat-www.de/en/wildcat/90/w90_in_our_hands_en.htm

[19] Joerg Nowak, ‘Fruehling der globalen Arbeiterklasse. Neue Streikwelle in den BRICS-Staaten, 2014
‘Massenstreiks und Strassenproteste in Indien und Brasilien’, Peripherie 137, 2015
‘Massenstreiks in der globalen Krise’, Standpunkte 10/2015, online auf rosalux.de
Torsten Bewernitz, ‘Globale Krise – globale Streikwelle? Zwischen den oekonomischen und demokratischen politischen Protesten herrscht keine zufaellige Gleichzeitigkeit’. Prokla 177, 12/2014
Dorothea Schmidt, ‘Mythen und Erfahrungengrinie Einheit der deutschen Arbeiterklasse um 1900. Prokla 175, 6/2014

[20] Beverly Silver sees her thesis verified by the struggle waves in 2010: the relocation of capital towards China has created a new and growing combative working class. She still thinks in categories of pendulum movements: Making – unmaking – remaking of the working class, and currently the pendulum is swinging back. According to Silver this time in history it is neither possible, nor desirable, to respond to these struggles in form of Keynesian social partnership.
Beverly Silver, ‘Theorising the working class in twenty-first-century global capitalism’, in: Workers and labour in a globalised capitalism (Palgrave Macmillan); edited by Maurizio Atzeni (2014)
http://krieger.jhu.edu/arrighi/research/socialprotest/

[21] See article on China in this issue of Wildcat [no English translation available]

[22] In Germany only workers at Daimler in Bremen have tried to respond to management plans of outsourcing work to ‘service providers’ by going on wildcat strike, but they were not able to put a halt to the scheme

[23] E.P. Thompson, The making of the English working-class, 1963

[24] ‘Die zwei grossen Gefahren’ [The two big dangers’], conversation with Gaspar Miklos Tamas, 4th of June 2015

[25] Global Labour Journal
www.escarpmentpress.org/globallabour
Global Labour Institute
www.globallabour.info
Global Dialogue
www.isa-global-dialogue.net/volume-4-issue1/

[26] Invisible Committee, ‘To our friends’
“To say that plainly: so long as we can’t do without nuclear power plants and dismantling them remains a business for people who want them to last forever, aspiring to abolish the state will continue to draw smiles; so long as the prospect of a popular uprising will signify a guaranteed fall into scarcity, of health care, food, or energy, there will be no strong mass movement…
What defines the worker is not his exploitation by a boss, which he shares with all other employees. What distinguishes him in a positive sense is his embodied technical mastery of a particular world of production. There is a competence in this that is scientific and popular at the same time, a passionate knowledge that constituted the particular wealth of the working world before capital, realizing the danger contained there and having first extracted all that knowledge, decided to turn workers into operators, monitors, and custodians of machines. But even there, the workers’ power remains: someone who knows how to make a system operate also knows how to sabotage it in an effective way. But no one can individually master the set of techniques that enable the current system to reproduce itself. Only a collective force can do that.
…In other words: we need to resume a meticulous effort of investigation. We need to go look in every sector, in all the territories we inhabit, for those who possess strategic technical knowledge. Only on this basis will movements truly dare to “block everything.””

[27] ‘Das Ende der Entwicklungsdiktaturen’ [‘The end of the developmental dictatorships’, Wildcat-Zirkular no.65, February 2003]

Ανήλικοι τα έκαναν γυαλιά-καρφιά σε γαλλικό νηπιαγωγείο

Αναδημοσίευση από το χθεσινό “Βήμα” (το αρχικό link εδώ) μαζί με ένα σχετικό βίντεο (εδώ, στα γαλλικά):

 

 

ecole

 

“Οι βάνδαλοι με τα κοντά παντελονάκια”

Παρίσι

Η δημοτική αρχή κοινότητας στην περιοχή του Παρισιού κατέθεσε μήνυση τη Δευτέρα μετά τον βανδαλισμό νηπιαγωγείου από 22 παιδιά ηλικίας από 5 έως 13 ετών.Αναποδογυρισμένα ράφια, σπασμένες βιτρίνες, τοίχοι λερωμένοι με μπογιές: Οι «βάνδαλοι με τα κοντά παντελονάκια» εισέβαλαν σε νηπιαγωγείο στο Μελούν το Σάββατο και προκάλεσαν εκτεταμένες καταστροφές σε πολλές τάξεις.Τα παιδιά συνελήφθησαν από αστυνομικούς, την οποία κάλεσε κάτοικος, την ώρα που «εξέρχονταν από το κτίριο» ή «βρίσκονταν ακόμα στο εσωτερικό του», γνωστοποίησε πηγή της αστυνομίας.«Καταρχάς καταθέσαμε μήνυση κατ’ αγνώστων και όταν ολοκληρωθεί η ανάκριση των παιδιών θα καταθέσουμε μήνυση κατά προσώπων» εξήγησε το περιβάλλον του δημάρχου.

Καθώς πρόκειται για ανηλίκους, εξετάζεται η επιβολή αναμορφωτικών μέτρων, τη φύση των οποίων δεν διευκρίνισε η εισαγγελία, ενώ προσέθεσε ότι «οι γονείς είναι υπεύθυνοι σε αστικό επίπεδο για τα παιδιά τους και οφείλουν να επιδιορθώσουν τις ζημιές».

Σύμφωνα με αστυνομική πηγή, τα παιδιά επηρεάστηκαν από την «ψυχολογία της μάζας» και προχώρησαν στη λεηλασία του σχολείου.

 

Φως, νερό, τηλέφωνο, ταξική πάλη σε δόσεις

Αναδημοσιεύουμε εδώ το ενδιαφέρον κείμενο του συντρόφου από τη ΣΚΥΑ σχετικά με το παρόν και το μέλλον των τοπικών συνελεύσεων γειτονιάς. Το πρωτότυπο μπορεί να βρεθεί εδώ, francais and english here.

«’δω σ’ αυτή τη γειτονιά, στην παρακάτω ρούγα

τη φωλιά της έχτισε μια πέρδικα μικρούλα»

παραδοσιακό απ’ την κέρκυρα

Η εξέγερση του Δεκέμβρη του ’08 κι έπειτα το “κίνημα των πλατειών” του καλοκαιριού του ’11 άνοιξαν διάπλατα τον δρόμο για τις μορφές οργάνωσης και αγώνα που κωδικοποιήθηκαν ως συνελεύσεις γειτονιάς. Μιλάμε για ανοιχτές συλλογικές διαδικασίες με αυτοοργανωμένο χαρακτήρα που προσπάθησαν να εδαφικοποιήσουν την πολιτική τους παρέμβαση σε επίπεδο γειτονιάς με τρόπο δημόσιο και σταθερό. Εδώ, βέβαια, δεν θα προσπαθήσουμε να συντάξουμε την ιστορία ή να εκθέσουμε τη γενεαλογία των συνελεύσεων γειτονιάς στην Αθήνα, ούτε και να παρουσιάσουμε όλα τους τα πολιτικά περιεχόμενα μέσα σε 4000 λέξεις. Ο σκοπός μας είναι να αναλύσουμε τη θέση των συνελεύσεων γειτονιάς μέσα στον κύκλο αγώνων ενάντια στην υποτίμηση της εργασίας και της ζωής μας την εποχή της καπιταλιστικής κρίσης και αναδιάρθρωσης. Με λίγα λόγια, προσπαθούμε να δούμε πώς τοποθετούνται τα τελευταία χρόνια οι συνελεύσεις γειτονιάς απέναντι στα ζητήματα που έχουν θέσει οι άμεσες συνέπειες της κρίσης/αναδιάρθρωσης στα πεδία της κοινωνικής αναπαραγωγής και της εκμεταλλευτικής σχέσης.

Εδώ πρέπει να τονιστεί η σκοπιά απ” την οποία γράφω αυτό το κείμενο. Καταρχήν, από τη σκοπιά της προσωπικής συμμετοχής και δέσμευσης σε εγχειρήματα γειτονιάς εδώ και 6 περίπου χρόνια. Δεύτερον, με μια διάθεση αναστοχασμού πάνω στον κύκλο αγώνων που ενεπλάκησαν οι συνελεύσεις γειτονιάς. Και τρίτον, επιθυμώντας τη συνεισφορά στην χάραξη μιας στρατηγικής για τους αγώνες που έρχονται. Όλα αυτά συνεπάγονται δύο βασικά πράγματα. Ότι κάθε κριτική που γίνεται μέσα στο κείμενο είναι σε ένα δεδομένο βαθμό και αυτοκριτική. Κι έπειτα ότι το κείμενο αυτό γράφεται, εν τέλει, από τη σκοπιά της πραγματικής υπεράσπισης των συνελεύσεων και της απόπειρας διερεύνησης των ορίων και των δυνατοτήτων τους ως εδαφικοποιημένες μορφές οργάνωσης και αγώνα.

Ας δούμε, καταρχήν, τι εννοούμε λέγοντας πεδία κοινωνικής αναπαραγωγής και εκμετάλλευσης. Όπως είναι γνωστό και άμεσα βιωμένο από όλες και όλους, η τάξη των εκμεταλλευόμενων δεν αναπαράγει τον εαυτό της αποκλειστικά μέσω του μισθού ως αμοιβή για την εργασία της. Η κοινωνική μας αναπαραγωγή, δηλαδή χοντρικά το να μπορούμε να επιβιώνουμε καθημερινά ως κοινωνικά υποκείμενα, έχει ένα κόστος που εξαρτάται τόσο από τον άμεσο μισθό (δηλαδή τα λεφτά στο χέρι που πληρώνουν για ενοίκιο, τροφή, διασκέδαση κλπ.) όσο και από τον έμμεσο μισθό που λαμβάνουμε από το κράτος με τη μορφή παροχών και υπηρεσιών (όπως περίθαλψη, εκπαίδευση, επιδόματα, άδειες, συγκοινωνίες κλπ.). Το επίπεδο της κοινωνικής μας αναπαραγωγής συνίσταται στο ερώτημα “πώς τη βγάζουμε”, ποιές είναι οι ανάγκες μας και πώς τις καλύπτουμε. Το ερώτημα αυτό απαντάται κάθε φορά ιστορικά από το τι διεκδικούμε και τι κατακτούμε στα πεδία του άμεσου και του έμμεσου μισθού. Η διαδικασία της κρίσης έφερε από νωρίς πολύ σημαντικές συνέπειες στην καθημερινή μας αναπαραγωγή. Συνοπτικά, το κεφάλαιο μας αναγκάζει να ζήσουμε με λιγότερα (σε λεφτά και σε παροχές) απ” ό,τι είχαμε μάθει να ζούμε. Σ” αυτό το πεδίο λοιπόν, οι συνελεύσεις γειτονιάς έδωσαν αγώνες που άγγιζαν με άμεσο τρόπο το πώς καλύπτουμε συλλογικά τις ανάγκες μας μέσα στο ασφυκτικό περιβάλλον της κρίσης, τους οποίους θα δούμε και αναλυτικότερα στη συνέχεια.

Αν δίναμε έναν συνολικό και αφαιρετικό ορισμό στις συνελεύσεις γειτονιάς, θα λέγαμε ότι αποτελούν μορφές οργανωμένης κι εδαφικοποιημένης προλεταριακής δραστηριότητας. Σ” ένα δεύτερο επίπεδο, αποτελούν επίσης μικρούς αλλά σημαντικούς σταθμούς ταξικής ανασύνθεσης με όρους αγώνα. Ας εξηγηθούμε. Υποστηρίζουμε ότι, πέρα από τα επί μέρους πολιτικά τους περιεχόμενα, οι συνελεύσεις είναι μορφές οργάνωσης και αγώνα των εκμεταλλευόμενων/καταπιεζόμενων για να καλύψουν συλλογικά τις ανάγκες τους σε τοπικό επίπεδο μέσα σε συνθήκες καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Αυτό σημαίνει, συνοπτικά, ότι σήκωσαν αγώνες πάνω σε άμεσα και πιεστικά επίδικα για τους από κάτω αυτά τα τελευταία 5-6 χρόνια, από τα χαράτσια της ΔΕΗ, τα εισιτήρια στα νοσοκομεία και το κόστος μεταφοράς μέχρι την ανάκληση απολύσεων και τη διεκδίκηση δεδουλευμένων, το ζήτημα της τροφής και το μπλοκάρισμα της καπιταλιστικής αξιοποίησης δημόσιων χώρων. Επιπλέον, οι συνελεύσεις έφτιαξαν έναν καινούριο χώρο και χρόνο μέσα στις γειτονιές όπου συναντήθηκαν και κοινωνικοποιήθηκαν με όρους μοιράσματος και αγώνα υποκείμενα που ήταν λίγο-πολύ διαχωρισμένα μεταξύ τους –ή τουλάχιστον δεν βρίσκονταν μέχρι τότε μαζί σε κοινές συλλογικές διαδικασίες (εργαζόμενες, άνεργοι, φοιτήτριες, μαθητές, νοικοκυρές, συνταξιούχοι).

Όλα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν ότι αυτές οι διαδικασίες αυτοπροσδιορίζονταν ρητά ως τέτοιες, δηλαδή ως μορφές προλεταριακής δραστηριότητας και ταξικής ανασύνθεσης. Απ” όσο γνωρίζω, κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί σε καμία συνέλευση γειτονιάς. Εδώ λοιπόν ανακύπτει ένα ζήτημα του πώς αναλύουμε τα πράγματα στα οποία συμμετέχουμε. Ο Μαρξ είχε γράψει ότι όπως δεν μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο από τη γνώμη που έχει το ίδιο για τον εαυτό του, έτσι δεν μπορούμε να κρίνουμε μια τέτοια εποχή ανατροπής από τη συνείδηση που έχει για τον εαυτό της. Εμείς θα προσθέταμε επίσης ότι δεν μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο από αυτά που λέει, αλλά (κυρίως) από αυτά που κάνει. Από εκεί ξεκινάμε λοιπόν, από την ίδια την πράξη. Τα παραπάνω συμπεράσματα τα βγάζουμε μέσα από την εμπειρία και τη συμμετοχή μας στους αγώνες (τι κάνουμε και πώς το κάνουμε), αλλά και μέσα από την κοινωνική και ταξική τους σύνθεση (ποιοι και ποιες το κάνουμε). Άρα, πρόκειται για μια ερμηνεία πολιτική κι όχι περιγραφική, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα και μια πολιτική πρόταση ανάλυσης και δράσης. Εν ολίγοις, δεν βλέπουμε τις κινητοποιήσεις των συνελεύσεων απλώς ως “πολιτικές παρεμβάσεις” αλλά ως ταξικούς αγώνες με τα δικά τους περιεχόμενα, αντιφάσεις, δυνατότητες και όρια. Επίσης, δεν βλέπουμε τους συμμετέχοντες απλά ως “κατοίκους” (έστω και πολιτικοποιημένους), αλλά ως ζωντανές κοινότητες αγώνα εκμεταλλευόμενων που δημιουργούν μεταξύ τους κοινωνικές σχέσεις. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να κοιτάμε τι λένε οι άνθρωποι για τον εαυτό τους; Σε καμία περίπτωση. Πρέπει όμως να έχουμε κατά νου ότι αυτό που λένε, παρότι σημαντικό, δεν είναι και κανένας τελειωτικός ορισμός, ούτε απαραίτητα αντικατοπτρίζει το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Για να είμαστε πιο ακριβείς, το πώς μιλάς γι” αυτά που κάνεις δεν είναι παρά μια στιγμή στα πλαίσια μιας διαδικασίας (αυτό-)μετασχηματισμού. Είναι δηλαδή ένα συνεχές πολιτικό διακύβευμα που δείχνει πόσο βαθαίνει στην πραγματικότητα η συλλογική πράξη κι ο συλλογικός λόγος.

Θεωρούμε ότι αυτή είναι μια παγίδα που πέφτουν αρκετά κομμάτια του κινήματος, γενικά όταν καταπιάνονται με τη σχέση πολιτικού και κοινωνικού, αλλά και ειδικά όταν συζητάνε για τις συνελεύσεις γειτονιάς. Οι τελευταίες έχουν συχνά δεχθεί κριτική ως μικροαστικές ή διαταξικές, ότι δεν έχουν πραγματικά πολιτικά περιεχόμενα ή ότι δεν έχουν πραγματική “ταξική συνείδηση”. Δεν θα απαντήσουμε εδώ αναλυτικά, θα αρκεστούμε όμως σε λίγες συνοπτικές παρατηρήσεις. Καταρχήν, δεν μπορείς να κρίνεις με αφηρημένους ιδεολογικούς όρους ανοιχτές κοινωνικές διαδικασίες που περιλαμβάνουν τόσο πολιτικοποιημένους αγωνιστές, όσο και ευρύτερα κομμάτια της τάξης που πολιτικοποιούνται για πρώτη φορά. Δεύτερον, ακόμα κι αν οι όροι συγκρότησης των συνελεύσεων θεωρητικά επιτρέπουν (δηλαδή δεν απαγορεύουν ρητά) τη συμμετοχή μικρο-αφεντικών, στην πράξη βλέπουμε ότι κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Δηλαδή, υπάρχει κάτι που αποτρέπει ή αποθαρρύνει έμπρακτα τη συμμετοχή τους. Κι αυτό είναι ότι, τρίτον, αν δούμε τον κύκλο ταξικών αγώνων των τελευταίων χρόνων στην εργασία και την αναπαραγωγή, θα διαπιστώσουμε ότι οι συνελεύσεις γειτονιάς έχουν εμπλακεί σε αυτόν πολύ περισσότερο από την συντριπτική πλειοψηφία των συλλογικών πολιτικών υποκειμένων (πολλά εκ των οποίων, παρότι έχουν σημαία τους την “ταξική συνείδηση”, έχουν συνηθίσει να βλέπουν τους αγώνες από ασφαλή απόσταση και με “προλεταριακά” κυάλια). Και τέλος, αν περιμένουμε από τα υποκείμενα του αγώνα να μιλήσουν την ιδεολογική ή θεωρητική γλώσσα της ταξικής πάλης, θα καταλήξουμε να θεωρούμε “προλετάριους” και “κατόχους” ταξικής συνείδησης μόνο όσους συμφωνούν με τις πολιτικές μας απόψεις, κι όχι όσους αναπτύσσουν στην πράξη ανταγωνιστική δραστηριότητα προς το κεφάλαιο και τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις.

Οι συνελεύσεις γειτονιάς τοποθετήθηκαν μέσα στον κύκλο αγώνων ενάντια στην πολιτική της υποτίμησης με αρκετά κοινό και συνεκτικό τρόπο, συχνά ως αποτέλεσμα και των μεταξύ τους πολιτικών σχέσεων. Αυτό το έκαναν σε δύο παράλληλες κατευθύνσεις, ειδικά την περίοδο ’10-’13, αλλά και πιο πρόσφατα σε ένα βαθμό. Η πρώτη κατεύθυνση ήταν η δημιουργία σχέσεων αγώνα και αλληλεγγύης σε τοπικό επίπεδο, κυρίως μέσα από διεκδικήσεις και δομές γύρω από το κόστος ζωής. Αυτή η κατεύθυνση περιελάμβανε διεκδικητικούς αγώνες γύρω από το ρεύμα, τις συγκοινωνίες και την περίθαλψη, αλλά και στήσιμο δομών αλληλοβοήθειας όπως οι συλλογικές κουζίνες, τα χαριστικά-ανταλλακτικά παζάρια, τα μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας σε μαθητές και τα κοινωνικά ιατρεία. Η δεύτερη κατεύθυνση ήταν η οργανωμένη και πολύ συχνά συγκρουσιακή παρουσία στο δρόμο ως ορατά συλλογικά υποκείμενα, ειδικά στις μαζικές απεργιακές διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και σε απεργιακές κινητοποιήσεις σε τοπικό επίπεδο, όπως πορείες μέσα στη γειτονιά και μετά κάθοδος στο κέντρο μαζί με άλλες συνελεύσεις, ή απεργιακά μπλοκαρίσματα εργασιακών χώρων. Συνολικά, θα λέγαμε ότι τα κεντρικότερα πολιτικά περιεχόμενα των συνελεύσεων σ” αυτήν την περίοδο ήταν απ” τη μία η στάση πληρωμών από τα κάτω και η προώθηση της αλληλεγγύης στην καθημερινότητα, και απ” την άλλη η έμπρακτη σύγκρουση με τις προσταγές του κεφαλαίου σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο.

Αυτή η μορφή δραστηριότητας των συνελεύσεων βρίσκεται εδώ και αρκετό καιρό σε κρίση. Η κρίση των συνελεύσεων γειτονιάς, η οποία αφορά τόσο τη μορφή και το περιεχόμενό τους, μας δείχνει ότι έχουν κάνει έναν πολιτικό κύκλο, χωρίς να σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι έχουν χρεοκοπήσει πολιτικά ή ότι έχουν σταματήσει να δίνουν αγώνες. Η κρίση τους αυτή αφορά τόσο αντικειμενικούς, όσο και υποκειμενικούς παράγοντας. Πρώτα απ” όλα, το βάθεμα της ίδια της καπιταλιστικής κρίσης και η απουσία σημαντικών πρακτικών αποτελεσμάτων από την σκοπιά των αγώνων (παρόλη την ένταση και τη συγκρουσιακότητά τους), οδήγησε πολύ κόσμο στην απογοήτευση από τις συλλογικές διαδικασίες και συχνά στη στροφή προς την προσδοκία εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Η σταδιακή και γενικότερη ύφεση του κοινωνικού ανταγωνισμού από το ’12 κι έπειτα, παρήγαγε επίσης και μια απομάκρυνση ενός κομματιού του κινήματος από τις ανοιχτές συλλογικές διαδικασίες. Η απομάκρυνση αυτή, ως επιστροφή στις άκαμπτες πολιτικές ταυτότητες, πήρε δύο κυρίως μορφές: αφενός την αναζήτηση πολιτικών απαντήσεων σε κλειστές διαδικασίες ιδεολογικού τύπου και αφετέρου την ιδεολογική περιχαράκωση και κλείσιμο των ίδιων των συνελεύσεων, ακόμα κι αν τυπικά διατηρούν την ανοιχτή λειτουργία τους. Για να το πούμε με πιο απλά λόγια, αρκετές συνελεύσεις έχουν διαλυθεί ή υπολειτουργούν και στις περισσότερες έχει μείνει αυτήν τη στιγμή λιγότερος και κυρίως πολιτικοποιημένος κόσμος.

Θα προσπαθήσουμε εδώ να δούμε αυτήν την κρίση των συνελεύσεων από τη σκοπιά των αγώνων που έχουν σηκώσει αυτά τα χρόνια στην αναπαραγωγή και την εργασία. Θα προσπαθήσουμε δηλαδή να αναλύσουμε την κρίση τους ως προϊόν των ορίων που συναντούν μέσα στους αγώνες, και να διερευνήσουμε το ξεπέρασμά της ως πραγματική δυνατότητα μέσα στους αγώνες.

Ας ξεκινήσουμε κοιτώντας πρώτα το περιεχόμενο των αγώνων που έδωσαν οι συνελεύσεις γύρω από την κοινωνική αναπαραγωγή μας ως εκμεταλλευόμενοι κι εκμεταλλευόμενες. Όπως είπαμε και νωρίτερα, η διαδικασία της κρίσης/αναδιάρθρωσης έφερε γρήγορα άμεσες συνέπειες στο κόστος της καθημερινής μας ζωής. Οι συνελεύσεις γειτονιάς άνοιξαν αρκετά γρήγορα πεδία αγώνα γύρω από αυτό το κόστος με τρόπο αρκετά διαφορετικό απ” ό,τι είχαν συνηθίσει να κάνουν οι παραδοσιακές πολιτικές μορφές. Αντί να ξεκινήσουν αφηρημένες πολιτικές καμπάνιες ξερά καταγγελτικού ή στενά ιδεολογικού περιεχομένου, επέλεξαν αφενός να δεσμευτούν (με όσες δυνάμεις είχαν) σε διεκδικητικούς αγώνες και να προωθήσουν έμπρακτα την κοινωνική στάση πληρωμών προς το κράτος και το κεφάλαιο, κι αφετέρου να δημιουργήσουν αυτόνομες δομές κάλυψης άμεσων κοινωνικών αναγκών.

Όσον αφορά τη στάση πληρωμών από τα κάτω, τα τρία κυριότερα πεδία αγώνα που ανοίχτηκαν ήταν η άρνηση πληρωμής του χαρατσιού στους λογαριασμούς της ΔΕΗ και οι επανασυνδέσεις κομμένου ρεύματος, η προσπάθεια μπλοκαρίσματος του 5ευρου εισιτηρίου στα νοσοκομεία και η διεκδίκηση ελεύθερων μετακινήσεων, η οποία πήρε τη μορφή της εναντίωσης στις αυξήσεις των εισιτηρίων στα μέσα μαζικής μεταφοράς και του έμπρακτου σαμποτάζ των ελέγχων. Έχει μεγάλη σημασία να σημειώσουμε σ” αυτό το σημείο ότι οι συνελεύσεις κατάφεραν να “πέσουν μέσα” ιστορικά όσον αφορά κάποια από τα κεντρικά ταξικά επίδικα της συγκυρίας σε επίπεδο καθημερινότητας. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη αρετή του να κάνεις ανταγωνιστική πολιτική εκκινώντας από κοινωνικές ανάγκες. Από τη μία το να προσπαθείς να μπλοκάρεις την αναδιάρθρωση εδαφικοποιημένα σε πραγματικό χώρο και χρόνο, κι απ” την άλλη να προσπαθείς να συνδεθείς και να χτίσεις σχέσεις αγώνα με κοινωνικά υποκείμενα πάνω σε άμεσα επίδικα με συγκεκριμένους στόχους. Τέτοια ήταν και τα επίδικα διεκδίκησης που απασχόλησαν τις συνελεύσεις στο επίπεδο της κοινωνικής αναπαραγωγής, καθώς η επιβολή έκτακτων φόρων, συνδεόμενη με ένα βασικό κοινωνικό αγαθό όπως το ρεύμα, η διάλυση της δημόσιας υγείας και το κόστος μετακίνησης στην πόλη αφορούν το επίπεδο ζωής των εκμεταλλευόμενων με εξαιρετικά άμεσο και πιεστικό τρόπο. Απ” την άλλη πλευρά, οι περισσότερες συνελεύσεις προσπάθησαν να στήσουν σταθερές δομές κάλυψης αντίστοιχων αναγκών με όρους αυτοοργάνωσης της καθημερινότητας και αλληλεγγύης μεταξύ των από κάτω. Τέτοια παραδείγματα, αρκετά εκ των οποίων αναφέραμε και παραπάνω, άνοιγαν ζητήματα τροφής, περίθαλψης και ειδών πρώτης ανάγκης.

Αυτή η διττή δραστηριότητα ήταν και είναι βασικό κομμάτι της ζωής των περισσότερων συνελεύσεων γειτονιάς. Παρόλα αυτά, παρήγαγε μια σειρά από αντιφάσεις και όρια που θεωρούμε ότι δεν έχουν συζητηθεί επαρκώς, κάτι στο οποίο συμβάλει και η γενικότερη απροθυμία αναστοχασμού και αυτοκριτικής από αρκετά τμήματα του ανταγωνιστικού κινήματος. Παρότι επιφανειακά οι διεκδικητικοί αγώνες και οι αυτόνομες δομές φαίνεται να αλληλοσυμπληρώνονται, αυτό συμβαίνει, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, σε ένα διαχωρισμένο ή αφηρημένο επίπεδο. Κι εδώ διαφαίνεται ένα έλλειμμα ουσιαστικής συζήτησης πάνω στο τι ανάγκες θέλουμε να καλύψουμε και με ποιον τρόπο. Δεν έχουμε αυτή τη στιγμή το χώρο να αναλύσουμε εις βάθος κάθε ξεχωριστό αγώνα και δομή, οπότε θα προσπαθήσουμε να δούμε κάποια από τα όρια που διατρέχουν τις περισσότερες από αυτές τις διαδικασίες, προσπαθώντας να εξηγούμαστε όσον το δυνατόν περισσότερο μέσα από παραδείγματα.

Οι διεκδικητικοί αγώνες όπως το χαράτσι, τα μέσα μεταφοράς και τα νοσοκομεία αναγκάστηκαν να πατήσουν πάνω σε δύο βάρκες. Από τη μία πλευρά αναπτυσσόταν η λογική της άμεσης δράσης και της (σχεδόν) καθημερινής κινητοποίησης εκ μέρους των συνελεύσεων, κι από την άλλη αναδυόταν μια ιδιότυπη λογική ανάθεσης που πατούσε σε επίδικα αγώνα. Με άλλα λόγια, ενώ οι συνελεύσεις έτρεχαν καθημερινά αυτούς τους αγώνες και τους καλούσαν συνήθως με ανοιχτό και δημόσιο τρόπο, πολύς κόσμος τις έβλεπε σαν «ρομπέν των δασών» που ήρθε για να τους λύσει το πρόβλημα, ακόμα κι αν είναι με άμεσο και αγωνιστικό τρόπο. Αυτό έγινε ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση των χαρατσιών, όπου ενώ τα τηλέφωνα επανασύνδεσης έπαιρναν φωτιά, οι συνελεύσεις στελεχώνονταν από πολύ λιγότερο κόσμο. Θα ήταν όμως επιφανειακό αν δεν βλέπαμε πώς συνδυάζονται μεταξύ τους αυτές οι δύο δυναμικές. Όπως θα ήταν επιφανειακό αν απλώς μέναμε στο ότι “έτσι είναι ο κόσμος, τα θέλει όλα έτοιμα”. Θεωρούμε ότι υπήρχε κάτι μέσα στον τρόπο δράσης μας που δεν δημιουργούσε, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις ενέτεινε την ανάθεση. Από την πλευρά των συνελεύσεων φάνηκε να υπερισχύει συχνά ο ακτιβισμός και η προπαγάνδα δια της πράξης, παρά η συζήτηση πάνω σε μια συγκεκριμένη τακτική και στρατηγική που θα μας οδηγούσε στη νίκη. Τις περισσότερες φορές καλούσαμε τον κόσμο σε πολιτική ανυπακοή και στάση πληρωμών, χωρίς να κοιτάμε πώς θα συγκρουστούμε αποτελεσματικά με το ίδιο το κράτος ώστε να κερδίσουν αυτοί οι αγώνες και χωρίς να ψάχνουμε εκείνες τις διεργασίες που θα μας επιτρέψουν να δημιουργήσουμε πραγματικές σχέσεις αγώνα με τους υπόλοιπους εκμεταλλευόμενους. Πώς φτιάχνουμε κοινότητες αγώνα που να περιέχουν κι άλλο κόσμο πέρα από εμάς τους ίδιους; Αυτό το ερώτημα παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό υπόρρητο –ή απαντιόταν απλώς με το “ε, ας έρθουν στη συνέλευση”. Κι υπάρχει επίσης εδώ ένα ζήτημα σχετικά με το πόσο ανοιχτές είναι πραγματικά οι διαδικασίες μας ώστε να μαζικοποιηθούν από κόσμο που έρχεται για να καλύψει τις ανάγκες του με συλλογικό τρόπο. Επιπλέον, μιας και οι αγώνες αυτοί περιστρέφονταν γύρω από κρατικές υπηρεσίες, δεν διερευνήθηκε ποτέ σοβαρά το πώς μπορούμε να συνδεθούμε με τους εργαζόμενους στις υπηρεσίες αυτές πέρα από τις συνδικαλιστικές τους γραφειοκρατίες και συντεχνίες, ώστε το μπλοκάρισμα της αναδιάρθρωσης να επιχειρηθεί ταυτόχρονα από τους εργαζόμενους και τους χρήστες των υπηρεσιών. Ένα τέτοιο στοίχημα ήταν η σύνδεση με εργαζόμενους στις μεταφορές την περίοδο του χειμώνα ’10-’11, όταν κι οι ίδιοι βρίσκονταν σε κινητοποιήσεις, η οποία όμως δεν περπάτησε πέρα από κάποιες ήδη υπάρχουσες πολιτικές σχέσεις.

Όσον αφορά τις δομές αλληλεγγύης (κουζίνες, παζάρια, ιατρεία κλπ), τα πράγματα είναι ακόμα πιο περίπλοκα, μιας και η απουσία ουσιαστικής συζήτησης πάνω στο περιεχόμενό τους τις οδήγησε σε σημαντική κρίση ή απομαζικοποίηση και, σε αρκετά περιπτώσεις, σε διάλυση ή ενσωμάτωση. Παρότι αποτέλεσαν και αποτελούν σημαντικό χώρο μοιράσματος και κοινωνικοποίησης για την καθημερινότητα των συνελεύσεων, τις περισσότερες φορές δεν ξεκινούσαν από τις ανάγκες των συμμετεχόντων σε πρώτο πρόσωπο. Αντ” αυτού, προσπαθούσαν να καλύψουν τα κενά που άφηνε πίσω του το καταρρέον κράτος πρόνοιας, είτε το έβαζαν σαν στόχο είτε όχι. Με λίγα λόγια, αντί να προσανατολιστούν στην κάλυψη των αναγκών (υλικής αναπαραγωγής και κοινωνικοποίησης) της κοινότητας αγώνα, επιχειρούσαν να απευθυνθούν με γενικό και αφηρημένο τρόπο συνολικά “στην κοινωνία”. Αυτό δημιουργεί μια σειρά από ζητήματα. Πρώτον, ότι οι συνελεύσεις μας δεν μπορούν να καλύψουν αυτό το κενό κοινωνικής αναπαραγωγής, ακόμα και να το θέλουν. Δεύτερον, “η κοινωνία” πάντα επιλέγει, εν τέλει, αυτούς που το κάνουν καλύτερα (δηλαδή έχουν υποδομές, φράγκα και πλάτες για να το κάνουν), όπως οι δήμοι, η εκκλησία, οι ΜΚΟ, ή σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και οι φασίστες (μόνο για έλληνες βέβαια…). Τρίτον, καταλήγουμε έτσι συχνά να προσφέρουμε τζάμπα εργασία για τομείς της κοινωνικής παραγωγής από τους οποίους αποσύρεται το κράτος αντί να διεκδικούμε τη διεύρυνση του κοινωνικού μισθού με αγωνιστικό τρόπο και ταξικό περιεχόμενο. Δηλαδή, αντί να διεκδικούμε συνεχώς εδάφη από το κράτος στη βάση της ικανοποίησης των συλλογικών μας αναγκών και της αλλαγής του συσχετισμού δύναμης απέναντι στις κατεστημένες εκμεταλλευτικές σχέσεις, δεν είναι λίγες οι φορές που καταλήγουμε να αναπαράγουμε λογικές «εθελοντισμού με ανθρωπιστικούς όρους», έστω κι αν αυτό δεν αποτελεί πρόθεσή μας. Θεωρούμε ότι αυτές οι αντιφάσεις των δομών αλληλεγγύης είναι που σε ένα βαθμό τις κάνουν μορφές αυτοδιαχείρισης της φτώχειας σε μικρή κλίμακα. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι όσες από αυτές τις δομές δεν συνδέονταν με συνελεύσεις που είχαν πιο ξεκάθαρα αντιθεσμικά ή αντιεξουσιαστικά χαρακτηριστικά, προσδέθηκαν γρήγορα στο πολιτικό άρμα του ΣΥΡΙΖΑ (με μορφές όπως η “αλληλεγγύη για όλους”), αναζητώντας πολιτική νομιμοποίηση και έμμεση κυβερνητική (πλέον) χρηματοδότηση.

Περνώντας τώρα στο πεδίο των αγώνων στους εργασιακούς χώρους, θα δούμε ότι τα τοπικά εγχειρήματα έχουν συσσωρεύσει αρκετά σημαντική εμπειρία σύγκρουσης με το κεφάλαιο πάνω σε συγκεκριμένα ταξικά επίδικα σε αρκετούς τομείς του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Αυτό συνιστά με έναν τρόπο ποιοτικό ξεπέρασμα του τρόπου που παραδοσιακά ασχολούνται οι πολιτικές μορφές της αντιεξουσίας με την ταξική πάλη, δηλαδή της γενικής κι αφηρημένης ιδεολογικής καταδίκης της μισθωτής σκλαβιάς χωρίς εδαφικοποίηση σε συγκεκριμένους αγώνες και χωρίς σύνδεση με ευρύτερα κομμάτια της τάξης. Οι συνελεύσεις γειτονιάς από την άλλη πλευρά, συνήθως σε συνεργασία με εργατικά σωματεία και συλλογικότητες, σε πολλές περιπτώσεις δεσμεύτηκαν με όρους καθημερινού αγώνα σε άμεσες εργατικές διεκδικήσεις. Παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Στον ιδιωτικό τομέα ενεπλάκησαν κυρίως σε αγώνες για διεκδίκηση δεδουλευμένων ή ανάκληση απολύσεων, όπως στα φροντιστήρια Ανέλιξη στην Ηλιούπολη, στην ACS του Αλίμου, στο φαστφουντάδικο Gamato στου Ζωγράφου, στο βιβλιοπωλείο Ευριπίδης στο Χαλάνδρι, στο καφέ Scherzo στο Μαρούσι, στις απεργιακές περιφρουρήσεις στα καταστήματα Wind, στα σουπερμάρκετ ΑΒ στο Χολαργό και σε αρκετές ακόμα περιπτώσεις που μας διαφεύγουν ή δεν τις γνωρίζουμε καν. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι οι συνελεύσεις γειτονιάς σήκωσαν, μαζί με τα σωματεία βάσης, ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της αλληλεγγύης στην απεργία της Χαλυβουργίας αλλά και του αγώνα ενάντια στην κατάργηση της κυριακάτικης αργίας, τόσο με συμμετοχή στα κεντρικά απεργιακά καλέσματα αλλά και με πραγματοποίηση αποκλεισμών σε τοπικό επίπεδο. Στον δημόσιο τομέα, απ” την άλλη πλευρά, υπήρξε έντονη συμμετοχή των τοπικών εγχειρημάτων από τα ανατολικά της Αθήνας στην απεργία των διοικητικών υπαλλήλων του Πανεπιστημίου Αθηνών ενάντια στη διαθεσιμότητα και στην απεργιακή περιφρούρηση της πανεπιστημιούπολης, όπως και στις κινητοποιήσεις που έγιναν την ίδια περίοδο από κοινού με εργαζόμενους στις εργολαβίες σίτισης της Φοιτητικής Εστίας. Επιπλέον, αρκετές συνελεύσεις ενεπλάκησαν στις κινητοποιήσεις ενάντια στην «κοινωφελή» εργασία, όπως στην περίπτωση του δήμου Καισαριανής και τις συγκεντρώσεις στα κεντρικά γραφεία του ΟΑΕΔ στον Άλιμο.

Στους αγώνες αυτούς, παρότι υπήρξαν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, οι συνελεύσεις γειτονιάς εμφανίζονταν συνήθως ως αλληλέγγυοι και αλληλέγγυες, με τον πρώτο λόγο να έχουν τα σωματεία ή οι εργατικές συλλογικότητες. Εδώ ανοίγει ένα σημαντικό ζήτημα. Η γνώμη μου είναι ότι αφενός η εντύπωση αυτή είναι επιφανειακή όσον αφορά την πραγματικότητα των ίδιων των αγώνων, κι ότι αφετέρου η ίδια η ταυτότητα του “αλληλέγγυου” μυστικοποιεί το περιεχόμενο της συμμετοχής των συνελεύσεων σ” αυτούς τους αγώνες. Υποστηρίζουμε ότι πολλοί απ” αυτούς τους αγώνες δεν θα είχαν καταφέρει να δοθούν (ή να νικήσουν) χωρίς την άμεση εμπλοκή των συνελεύσεων κι ότι η ταυτότητα της αλληλεγγύης σε αρκετές περιπτώσεις δεν επέτρεψε στις συνελεύσεις να συνδεθούν σε άμεσο κι αποτελεσματικό επίπεδο με εργαζόμενους ως ταξικές κοινότητες αγώνα. Ας το πάρουμε από την αρχή. Στους περισσότερους απ” αυτούς τους αγώνες, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα και σε όσους είχε άμεση εμπλοκή κι ο γραφών, σχηματίστηκαν συνελεύσεις αλληλεγγύης που απαρτίζονταν συνήθως από τον εκάστοτε εργαζόμενο ή εργαζόμενους, το αντίστοιχο κλαδικό σωματείο ή εργατική συλλογικότητα και μία ή περισσότερες συνελεύσεις γειτονιάς. Κάθε φορά που δίνεται ένα εργατικός αγώνας, το άμεσο επίδικο είναι το ποίοι και ποιές είναι αυτοί που βάζουν πλάτη, δηλαδή δεσμεύονται σε καθημερινό επίπεδο. Αυτό δεν είναι ζήτημα τεχνικό, δηλαδή ποσότητας ατόμων, αλλά ζήτημα πολιτικό. Σε πολλές περιπτώσεις οι συνελεύσεις εμφανίζονταν σαν “τοπικός εφεδρικός στρατός αλληλεγγύης”, ενώ στην πραγματικότητα έπαιρναν την καθημερινότητα του αγώνα στις πλάτες τους –το χτίσιμο σχέσεων με τους εργαζόμενους σε επίπεδο γειτονιάς, την κοινωνικοποίηση και το άνοιγμα του αγώνα στην περιοχή, τη μαζική συμμετοχή στις τοπικές κινητοποιήσεις. Εδώ είναι που βλέπουμε και κάποιες από τις αντικειμενικές και υποκειμενικές αδυναμίες της παραδοσιακής συνδικαλιστικής εκπροσώπησης της τάξης, ακόμα και της αυτοοργανωμένης εκδοχής της. Παρά τη μαχητική και χρήσιμη εμπειρία των σωματείων βάσης σε εργατικές κινητοποιήσεις, χρειάζεται να απαντήσουμε με ειλικρίνεια στο ερώτημα του τι είναι που κάνει τελικά έναν αγώνα να κερδίζει ή έστω να δίνεται με πραγματικούς όρους. Ποιες διαδικασίες είναι σε θέση να παρέμβουν αποτελεσματικά στους χώρους εργασίας; Μπορεί αυτή η παρέμβαση να έχει αποκλειστικά κλαδικό χαρακτήρα ή χρειάζεται ευρύτερα ταξικά και κοινωνικά περιεχόμενα; Την πραγματική πίεση στην επιθεώρηση εργασίας ή στους αποκλεισμούς μαγαζιών την ασκεί, εν τέλει, η επίσημη μορφή του σωματείου ή η μαζικότητα, η αποφασιστικότητα και η σύνδεση με ευρύτερα κομμάτια της τάξης που κατοικούν ή εργάζονται στην περιοχή; Αυτά τα ερωτήματα δεν υπονοούν μια απάντηση που λέει ότι οι συνελεύσεις γειτονιάς μπορούν να υποκαταστήσουν την παρέμβαση εντός των εργασιακών χώρων –χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι τα σωματεία είναι απαραίτητα σε θέση να κάνουν κάτι τέτοιο τα ίδια.

Αντίθετα, προσπαθούμε εδώ να θέσουμε ένα ζήτημα που στην πραγματικότητα αφορά τις ίδιες τις συνελεύσεις. Το να βλέπουν συχνά τον εαυτό τους ως “απλώς” αλληλέγγυους/αλληλέγγυες και όχι ως ισότιμους πρωταγωνιστές αυτών των αγώνων, δηλαδή ως ταξικές κοινότητες αγώνα που χτίζουν σχέσεις σε τοπικό επίπεδο, παράγει μια σειρά από όρια κι αντιφάσεις που περιορίζουν το ίδιο το περιεχόμενο της συμμετοχής τους στους εργατικούς αγώνες. Βλέπουμε ότι παρόλο που ο κόσμος των συνελεύσεων γειτονιάς είναι εξαιρετικά πρόθυμος να εμπλακεί με πραγματικούς όρους σε εργατικούς αγώνες ως αλληλέγγυος, απ” την άλλη πλευρά δε φαίνεται έτοιμος να δώσει τέτοιους αγώνες ο ίδιος σε πρώτο πρόσωπο. Με λίγα λόγια, δε φαίνεται να έχουν αναπτυχθεί αυτές οι συλλογικές σχέσεις κι αυτά τα συλλογικά περιεχόμενα στο εσωτερικό των συνελεύσεων ώστε να ξεκινήσουν από το τι ανάγκες και τι προβλήματα έχουν οι ίδιες και οι ίδιοι που συμμετέχουν σ” αυτές. Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στις συνελεύσεις κινείται συνήθως στα γκρίζα όρια μεταξύ επισφάλειας και ανεργίας, άλλος κόσμος είναι απλήρωτος μήνες ή είναι ανασφάλιστος, αλλά δεν έχουμε δει να ξεπηδούν αγώνες που να δίνονται από τις συνελεύσεις για την κάλυψη καταρχήν των αναγκών των μελών τους. Εμφανίζεται λοιπόν εδώ η αντίφαση να ψάχνουμε την ταξική πάλη κάπου έξω από τους ίδιους μας τους εαυτούς ως εκμεταλλευόμενα υποκείμενα. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να ερμηνεύσουμε αυτήν την αντίφαση, αλλά θα αρκεστούμε εδώ σε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι υπάρχει πάντα η πρόκληση να ξεπεράσουμε την παραδοσιακή λογική των πολιτικών χώρων που επιλέγουν να ανοίγουν ζητήματα με όρους πολιτικής καμπάνιας και όχι άμεσης προσωπικής/συλλογικής εμπλοκής ως κοινωνικά και ταξικά υποκείμενα. Δεύτερον, ότι χρειάζεται να χτίσουμε τέτοιες συλλογικές σχέσεις κοινότητας και μοιράσματος που να μας δώσουν την απαραίτητη αυτοπεποίθηση να αγωνιστούμε σε άμεσο επίπεδο ξέροντας ότι οι σύντροφοι κι οι συντρόφισσές μας θα δώσουν μαζί μας αυτόν τον αγώνα μέχρι το τέλος. Όπως και να “χει, το πώς δίνεις αγώνες από την δική σου θέση, επηρεάζει και το πως στέκεσαι δίπλα σε αγώνες άλλων. Για να το πούμε και αλλιώς, παρότι οι αγώνες αυτοί είχαν άμεσο ταξικό περιεχόμενο, τις περισσότερες φορές οι συνελεύσεις ενεπλάκησαν σ” αυτούς τους αγώνες με την ταυτότητα των πολιτικοποιημένων υποκειμένων της γειτονιάς, κι όχι ως εργαζόμενες/άνεργοι που αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα και αναζητούν τρόπους να συνδεθούν μεταξύ τους ως κοινότητα αγώνα.

Συνοψίζοντας τα ζητήματα που έχουμε ανοίξει, θα λέγαμε ότι για μας οι συνελεύσεις γειτονιάς αποτελούν κοινότητες αγώνα που βρίσκονται σε ύφεση, συνεχίζοντας όμως να δίνουν αγώνες στα πεδία της κοινωνικής αναπαραγωγής και της εκμετάλλευσης της εργασίας. Αν έχουν καταφέρει κάτι σημαντικό κατά τον τελευταίο κύκλο αγώνων, αυτό ήταν κατά τη γνώμη μας η κοινωνικοποίηση της ταξικής πάλης σε εδαφικοποιημένο επίπεδο και η ανασύνθεση κομματιών της τάξης με όρους αγώνα. Και τα δύο αυτά βέβαια, τα έχουν καταφέρει με τρόπο μερικό και αντιφατικό, δηλαδή δε συνιστούν παρά ένα σχετικό ξεπέρασμα των ορίων που έχουν οι παραδοσιακές πολιτικές ή συνδικαλιστικές μορφές, παραμένοντας σε έναν (σημαντικό) βαθμό δέσμιες παραδοσιακών λογικών πολιτικής παρέμβασης. Αν δεν αναστοχαστούμε συλλογικά πάνω σε όσα έχουμε κάνει μέχρι τώρα και δεν προσπαθήσουμε να μάθουμε από τα λάθη και τις ελλείψεις μας, δεν θα καταφέρουμε ούτε να αναλύσουμε τα όριά μας, ούτε να πραγματοποιήσουμε τις δυνατότητές μας. Δεν θα καταφέρουμε, εν τέλει, να κρατήσουμε ζωντανές και να διευρύνουμε τις σχέσεις αλληλεγγύης και αγώνα που έχουμε δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια, ούτε να τις υπερασπιστούμε απέναντι στην απογοήτευση, την απόσυρση, την περιχαράκωση και την ενσωμάτωση.

peter poor

ζωγράφου, ιούνης ’15