Tag Archives: ΑΡΜΕΝΙΑ

ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΑ ΣΤΗ ΛΕΩΦΟΡΟ BAGHRAMYAN

Αναδημοσιεύουμε ένα εκτενές άρθρο από το New Left Review no 95 για το κίνημα “Dev em” στην Αρμενία το περασμένο καλοκαίρι. Πέρα από τις προϋποθέσεις ανάπτυξης ανταγωνιστικών προθέσεων στον δρόμο, που αναπτύσσονται με αρκετές λεπτομέρειες και με φόντο την ιστορική τους διαδρομή, έχει μια σημασία να διερευνήσουμε τον τρόπο με τον οποίο εμφανίστηκε το έμφυλο ζήτημα εκεί και να επιμείνουμε, διαμέσου αυτής της διερεύνησης, στη μεγάλη σημασία του ζητήματος της σύνθεσης για τους αγώνες του παρόντος και του μέλλοντος.

2015-06-23t155128z579613154gf10000136780rtrmadp3armenia-protest

ARMENIA’S FUEL PROTESTS

Ένα προηγούμενο post, σε αυτό το blog, για το ίδιο θέμα μπορεί να βρεθεί εδώ.

Αρμένικα αραβουργήματα

Αναδημοσίευση του ομότιτλου ενδιαφέροντος κειμένου από το blog https://aruthlesscritiqueagainsteverythingexisting.wordpress.com. Keep up the good work σύντροφε!

Αρμένικα αραβουργήματα – Հայկական Նախշեր

0,,18536656_303,00

Μια παρουσίαση των αρμένικων πορειών του περασμένου καλοκαιριού στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κρίσης, του υπερπληθυσμού και της εξαφάνισης της εργατικής ταυτότητας.

Η Αρμενία μια χώρα της πρώην ΕΣΣΔ, έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια έντονη κουλτούρα πορειών, διαδηλώσεων κτλ. Αποκορύφωμα αυτών των πορειών υπήρξαν οι πορείες του καλοκαιριού του 2015 ενάντια στις αυξήσεις του ηλεκτρικού ρεύματος. Παρόλα αυτά οι αρμένικες πορείες έφεραν ενα σύνολο ιδιαιτεροτήτων σχετιζόμενων τόσο με την ευρύτερη καπιταλιστική κρίση, αλλά και με το ειδικό ιστορικό ανατολικοευρωπαϊκό συγκείμενο.

Κρίση και «οικονομία»

Η Αρμενία είναι 93η σε 132 χώρες στην διεθνή ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα. Η όλη οικονομία, όπως και σε αρκετές άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες έχει πάρει τη μορφή του «ολιγαρχικού κράτους», με ένα περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων να ελέγχουν το 60% της οικονομίας, επιχειρήσεις κυρίως χαμηλής παραγωγικότητας. Ένα μεγάλο κομμάτι των εργαζομένων, συμμετέχει σε κρατικά συνδικάτα, ενώ άλλοι (περί το 20% της εργατικής δύναμης) έχουν διαφύγει στην «μαύρη οικονομία». Οι ίδιες επιχειρήσεις έχουν στενούς δεσμούς με πολιτικούς της χώρας αλλά και με επιχειρηματικούς κύκλους της Ρωσίας. Η οικονομία της Αρμενίας βασίστηκε κυρίως σε βιομηχανικές εξαγωγές και εξαγωγές πρώτων υλών (30% του ΑΕΠ). Ένα πρόσθετο 20%(!) του ΑΕΠ της χώρας προέρχεται από τα εμβάσματα των αρμένιων μεταναστών στο εξωτερικό κυρίως στις ΗΠΑ, τη Ρωσία και σε μικρότερο βαθμό την ΕΕ. Η εσωτερική ζήτηση βασίστηκε μέχρι το 2010 στην ανοικοδόμηση(περί το 20% του ΑΕΠ). Οι εξαγωγές της χώρας κατευθύνονται κατά κύριο λόγο στη Ρωσία, και σε δεύτερη θέση με μικρή διαφορά προς την ΕΕ. Μετά την έλευση της καπιταλιστικής κρίσης το 2010, και την όλο και πιο βαθιά κρίση και συρρίκνωση της αγοράς και της «αστικής κοινωνίας» γενικότερα οι εξαγωγές μειώθηκαν αισθητά, κατά 20% ενώ οι διακυμάνσεις του ρουβλιού, και η κρίση στην ΕΕ μείωσαν τα εμβάσματα των μεταναστών κατά 50%. Η ανεργία άρχισε να καλπάζει και από 6,2% το 2008 φτάνει στο 2013 στο επίσημα στο 18%(με την πραγματική ανεργία να λένε μερικοί ότι είναι κοντά στο 30%). Η Αρμενία με την έλευση της κρίσης βιώνει μια αύξηση των εισαγωγών της και ραγδαία μείωση των εξαγωγών της που αποτελούσαν βασικό εισόδημα, το εμπορικό ισοζύγιο γίνεται αρνητικό, και αυξάνει το εμπορικό έλλειμμα της χώρας κατά 50% από το 2010. Σε αντίθεση με άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες η Αρμενία εφαρμόζει εδώ και χρόνια νεοφιλελεύθερες πολιτικές αναδιάρθρωσης, μειώσεις μισθών και συντάξεων κτλ. Αυτός ο μηχανισμός φαινόταν να «λειτουργεί» στο βαθμό που μέχρι το 2009 οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν διψήφιοι, η κοινωνική δυσαρέσκεια εκτονώνονταν στη μετανάστευση, ενώ όσοι έμεναν στη χώρα, «κάπως» ζούσαν, με μισθούς ύψους 250ε. Μετά το 2010 λόγω της κρίσης, της μείωσης των εξαγωγών και των εμβασμάτων  και της πτώσης των τιμών των εξαγώγιμων προϊόντων, την αύξηση της ανεργίας και της μετανάστευσης , η Αρμένικη κοινωνία- η οποία είχε ήδη ιστορικό κινητοποιήσεων από το 2008- χωρίστηκε στα δύο, ενώ συνολικά το κράτος, έπρεπε να επιλέξει μια περιφέρεια συσσώρευσης, ποσοστού κέρδους, παραγωγικότητας, εμπορίου, επιτόκια κτλ. Αυτό θα σήμαινε φυσικά τη περαιτέρω παραγωγή ή παραμονή κάποιων ως αποκλεισμένων, ή αρκετά υποτιμημένων ανάλογα με το που δούλευαν ή το που και πως ήλπιζαν να δουλέψουν.

Αξίζει να σημειωθεί εξ αρχής ότι το 2015 οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας δεν αυξήθηκαν λόγω αύξησης των εισαγόμενων πρώτων υλών παραγωγής της. Αν και οι Αρμενία παράγει το 36% της ηλεκτρικής της ενέργεια με εισαγόμενο αέριο από τη Ρωσική Ομοσπονδία, και έχει και δικό της πυρηνικό εργοστάσιο, όπως ισχυρίζονται ξεκάθαρα οι ίδιοι οι ιθύνοντες της υπηρεσίας ενέργειας, η απότομη άνοδος των τιμών είναι αναγκαία για να συγκεντρωθεί κεφάλαιο εκσυχρονισμού των μέσων παραγωγής και διανομής ενέργειας του δικτύου,δεδομένου ότι η Αρμενία ήθελε να αποφύγει να δανειστεί ξανά. Ήδη οι μεγάλες παραγωγικές ηλεκτρικές μονάδες της χώρας, βάσει του μέσου ποσοστού κέρδους της αρμένικης οικονομίας, αποκόμιζαν ελλειμματικά έσοδα και χρωστάνε πολλά. Επίσης το παλιό τεχνολογικά παραγωγικό δίκτυο και δίκτυο διανομής της Αρμενίας φοβόταν ότι οποιαδήποτε αυξομείωση τις τιμές του εισαγόμενου αερίου (παρά το γεγονός ότι υπήρχε για πολλούς λόγους πίστωση από τη ρωσική πλευρά) θα προκαλούσε τεράστιες αυξομοιώσεις στις τιμές του ρεύματος, μεγαλύτερες από μια ελεγχόμενη αύξηση από το κράτος. Δεδομένου ότι ήδη η Αρμένικη οικονομία υποφέρει από χαμηλή ανταγωνιστικότητα και πτώση των εξαγωγών κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό. Παρόλα αυτά όπως είναι εμφανές η αναπόφευκτη αυτή απόφαση, δηλαδή η αποφυγή αύξησης του χρέους, χρεοκοπίας των ενεργειακών επιχειρήσεων και ταυτόχρονα το χαμηλό μέσο ποσοστό κέρδους και ανταγωνιστικότητας της αρμένικης οικονομίας σε συνδυασμό με τη κρίση συσσώρευσης και τη μείωση των εξαγωγών, βυθίζει τελικά την Αρμενία σε βαθύτερη κρίση, πλήττει συνολικά τον πληθυσμό της χώρας, ανεξαρτήτως τάξης, μια χώρα που το 40% του πληθυσμού δηλώνει ότι θέλει να ζήσει στο εξωτερικό.

Βλέπουμε ότι οι διεθνείς νόρμες παραγωγικότητας και ποσοστού κέρδους, με βάση τα διεθνή πρότυπα δεν αποτελούν προϊόν ενός κοινού νομίσματος ή όχι, αλλά μορφές της ίδιας της έννοιας της αναπόφευκτης χρηματικής μετρισημότητας κάθε είδους συναλλαγής, βάσει του ανταγωνισμού μεταξύ ατομικών κεφαλαίων, εθνικών κεφαλαίων κτλ. Οι αφηρημένες νόρμες, αυτές οι οποίες εκφράζονται στο/και από το πιστωτικό σύστημα αλλά δεν είναι το πιστωτικό σύστημα, πλανώνται όπως έλεγε ο Μαρξ σαν «ένα θεϊκό χέρι πάνω από την πραγματική κοινωνία, που φέρνει δυστυχία ή ευτυχία στους ανθρώπους». Αυτή είναι η αφηρημένη δυναμική της αξίας σε παγκόσμιο επίπεδο έχει να κάνει με την μετρησιμότητα του χρήματος και του κεφαλαίου ως τέτοια, ως κοινωνικές σχέσεις και όχι με το συνάλλαγμα. Η κρίση στην ανατολική Ευρώπη πέρα από αδύναμα κεφάλαια χτυπάει και διαψεύδει και τις αδύναμες θεωρίες .

Το υποκείμενο των πορειών σε αναζήτηση ταυτότητας

 Παρόλο που και στην Αρμενία το δίπολο εκφράστηκε ως στήριξη ή καταγγελία της ΕΕ και της Ρωσίας, οι μηχανισμοί κοινωνικής υποκειμενικότητας που δρούσαν εδώ ήταν αρκετά διαφορετικοί από την Ουκρανική περίπτωση αλλά και από τη Μακεδονική. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται προς την Ρωσία και/ή την ΕΕ ήταν λίγο πολύ οι ίδιες, με τη Ρωσία και άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες να είναι ο βασικός πελάτης, ενώ η «γεωγραφική» κατανομή αυτών των κεφαλαίων εντός της χώρας ήταν αρκετά ομοιογενής. Άλλοι ερμήνευαν την πτώση της αρμενικής οικονομίας στην πιθανή απομάκρυνση από τη Ρωσία, άλλοι στη διαφθορά και άλλοι στην υψηλότερη ανταγωνιστικότητα του Ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Η «θρησκεία της καθημερινής ζωής» όπως θα έλεγε ο Μαρξ, αυτές οι καθημερινές «άμεσες» αντιλήψεις που μας δίνει η μορφή της αστικής κοινωνίας, (αντιφατικές μεταξύ τους, και ποτέ μονοδιάστατες), σε αντίθεση με άλλες χώρες, δεν προσέφεραν κανένα «σταθερό», επιβεβαιωμένο «υλικό» σημείο για τον σχηματισμό των αντίπαλων «κοινωνικών στρατοπέδων». Έτσι οι διάφορες πολιτικές ομαδοποιήσεις που «εξέφραζαν» την «πορεία προς την ΕΕ ή την Ευρασιατική Ένωση, δεν αποκτούσαν σταθερή βάση. Η συρραφή των «καθημερινών υλικών και εμπειριών» των υποκειμένων δεν μπορούσε να σχηματοποιηθεί σε σταθερά πολιτικά «ιδεολογικά» στρατόπεδα, είχε μια μορφή τυχαιότητας και ρευστότητας, μια μορφή μεγάλης «ερμηνευτικότητας» αυτών των εμπειριών. Οι πολιτικές δυνάμεις αποτελούσαν έκφραση αλλά και συμπύκνωναν σε «ιδεολογίες» πλήθος ετερόκλητων καθημερινών εμπειριών οι οποίες (σε αντίθεση πχ με την Ουκρανία) πέρα από τη γενική και αόριστη κρίση τους (βλ. παρακάτω), δεν είχαν ένα σταθερό «εδαφικοποιημένο» σημείο αναφοράς, ορατό και αντιληπτό από το σύνολο της κοινωνικής εμπειρίας, πχ στη κατανομή των κεφαλαίων οικονομικό-γεωγραφικά προς τη μία ή την άλλη πλευρά.  Αυτό οδήγησε σε μια ακόμα μεγαλύτερη ρευστοποίηση των ταυτοτήτων, όχι απλά της εργατικής ταυτότητας αλλά της ίδιας της ενότητας των «αντιπολιτευόμενων φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων». Αν κάθε πλατεία προσκρούει στο εσωτερικό τείχος των αφηρημένων και ετερόκλητων σχέσεων της που γίνονται όριο, αυτό στην Αρμένικη περίπτωση ήταν τόσο έντονο που οι συνεχείς «φιλοευρωπαϊκές» πορείες δεν κατάφεραν να εκφράσουν τίποτα το συλλογικό, ούτε καν να κεφαλαιοποιηθούν από κάποιο κόμμα κεντρικά, ενώ όπως μαρτυρούν πολλές συνεντεύξεις μέρος των διαδηλωτών διαρκώς «μεταπηδούσε» από το ένα στρατόπεδο στο άλλο και τελικά επηρέασε βαθιά την κατάληξη των πορειών. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι στις πορείες του 2015 δεν υπήρξε έντονα αντί-ιμπεριαλιστική ρητορική (παρόλο που η εταιρία ηλεκτρικής ενέργειας ανήκει κατά 98%σε ρωσικές εταιρίες και συνολικά ο τομέας της ενέργειας κατά 80%). Αυτό γιατί αφενός  οι αδιέξοδες πορείες του 2013-2014 έδειξαν ότι το δίπολο ανατολή-δύση δεν οδηγεί πουθενά, αφετέρου γιατί το ζήτημα της ανόδου των τιμών (οι οποίες έχουν αυξηθεί 23% τελευταία 5 χρόνια) φαινόταν να μην έχει άμεση σχέση με την επιλογή περιφέρειας συσσώρευσης και επηρέαζε άμεσα συνολικά τον πληθυσμό.[1]

Παρόλα αυτά πυρήνας του ζητήματος και εδώ παραμένει η οριακή κρίση αναπαραγωγής των αστικών υποκειμένων τα οποία βιώνουν τόσο την εργασία αλλά και το κύκλωμα του κεφαλαίου γενικά σαν μια ρευστή, εξαναγκαστική και επισφαλή συνθήκη, εν πολλοίς αρνητική από τη μία αλλά από την άλλη ως τη μόνη κοινότητα που εξασφαλίζει μια στοιχειώδη κοινωνική αναπαραγωγή. Αυτή είναι η γενική αντίφαση της συγκυρίας. Έτσι συνολικά τα αστικά υποκείμενα βρίσκουν και εδώ τον εαυτό τους σε κρίση, βλέπουν την δραστηριότητα τους, ως όριο του εαυτού τους και συνειδητοποιούν ότι παράγεται διαρκώς ένα κομμάτι πληθυσμού όλο και πιο επισφαλές, όλο και πιο περιθωριοποιημένο. Το κεφάλαιο είτε είναι ιδιαίτερα επισφαλές πλέον ή έχει εξασφαλίσει μεγάλη κινητικότητα, τίποτα παραπάνω δεν μπορεί να δοθεί στην εργασία πέρα από την ελάχιστη δυνατή συνθήκη της ίδιας της εργασίας. Γιαυτό και τα υποκείμενα επιδιώκουν την ανακατασκευή ενός «υγιούς καπιταλισμού» all for all, με «ίσα δικαιώματα, ευκαιρίες κτλ», καθώς τόσο το habitus του κεϋνσιανού κράτους, όσο και γενικά της «αστικής ισότητας» είναι βαθιά ριζωμένα στο αστικό υποκείμενο, το οποίο υπάρχει μόνο στα πλαίσια του κράτους[2].  Παρόλα αυτά οι μηχανισμοί υποκειμενοποίησης της λύσης προς τινά κατεύθυνση είναι ιδιαίτερα ρευστοποιημένοι καθώς η αντιπαράθεση δεν εμφανίζεται ούτε στη Ευρώπη ούτε στην Αρμενία ως άμεση αντιπαράθεση μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας. Αντίθετα το (ανταγωνιστικό/επιχειρηματικό) κράτος διαμεσολαβεί την σταθεροποίηση και την αναδιάρθρωση αυτής της αντίφασης στα διεθνή πλαίσια, μέσω ανάλογων πολιτικών και αναπόφευκτα το κάνει αυτό και σε βάρος των πιο μικρών και μη-παραγωγικών κεφαλαίων.[ βλ.2] Συνεπώς εμφανίζεται διαρκώς σαν κρίση μεταξύ της υποτιθέμενης οικουμενικότητας της ισότητας των αστικών ρόλων και του πλέον έμπρακτου αποκλεισμού ενός inter-class κομματιού της αστικής κοινωνίας. Στα πλαίσια αυτά εμφανίζεται πάντα και μια επίκληση στον λαό/έθνος και μια άνοδος του πατριωτισμού. Αυτό έπαιξε κομβικό ρόλο στο κίνημα στην Αρμενία μεταξύ 2013-2014.

Οι πορείες, η κρίση και η αφηρημένη ενότητα ως όριο.

2013

Οι πρώτες πορείες ξεκινούν Φεβρουάριο του 2013 όταν ο φιλοευρωπαίος και ηγέτης της αντιπολίτευσης Raffi Hovannisian την επόμενη των εκλογών ισχυρίζεται ότι οι εκλογές είναι νοθευμένες και ότι αυτός ειναι ο πραγματικός νικητής. Παρόλα αυτά, κανένας από τους υποτιθέμενους συμμάχους του Raffi σε διεθνές επίπεδο δεν τον στηρίζει. Ο ίδιος χρησιμοποιούσε στη ρητορική του ένα μείγμα εθνικισμού και ακραίου δυτικού φιλελευθερισμού, μιλώντας για την «ανασυγκρότηση της χώρας» και τον εξορθολογισμό της αγοράς» «πάταξη της διαφθοράς» κτλ. Αυτή η πολιτική κίνηση αποτέλεσε την αφορμή για την έκρηξη των κοινωνικών αντιθέσεων στη Αρμενία και το ξεκίνημα των πορειών. Από τον Ιανουάριο του 2013 μέχρι το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους χιλιάδες διαδηλωτών που υποστήριζαν τον φιλοευρωπαίο Raffi μαζεύονται στη κεντρική πλατεία της αρμένικης πρωτεύουσας ζητώντας τη παραίτηση της νέας κυβέρνησης και σημειώνονται συγκρούσεις με την αστυνομία. Φοιτητές στο πανεπιστήμιο του Γεριβάν αρχίζουν απεργία πεινάς τον Μάιο με αίτημα τη παραίτηση της κυβέρνησης. Παρόλα αυτά η κυβέρνηση καθώς είχε ισχυρή πλειοψηφία και έβλεπε επίσης ότι η σύνθεση των διαδηλωτών ήταν αρκετά χαλαρή, δεν υποχωρεί, οι πορείες ουσιαστικά σταματούν αρχές Σεπτεμβρίου, μετά από μια μικρή αναλαμπή όταν η κυβέρνηση ανακοινώνει ότι θα μετάσχει στην Ευρασιατική ένωση. Παράλληλα 50 εθνικιστές υπό τον Shant Harutyunyan, παλιό αρμένιο βετεράνο στρατιωτικό διαδηλώνουν στις 5 Νοεμβρίου του 2013 και ζητούν τη παραίτηση της κυβέρνησης. Συλλαμβάνονται 14, μεταξύ αυτών και ο ίδιος και κατηγορούνται για αντίσταση και βια κατά των αρχών και από τότε παραμένουν στη φυλακή.

Παρά τις προσπάθειες των πολιτικών αρχηγών, κυρίως του Raffi Havannisian αλλά και των δυτικών ευρωπαϊκών ΜΚΟ, οι φιλοευρωπαίοι διαδηλωτές δεν ταυτίζονται με τη προσπάθεια του και επικεντρώνονται σε πορείες ενάντια σε «στόχους του Ρωσικού ιμπεριαλισμού» όπως τον ονομάζουν, κυρίως σε διαδηλώσεις έξω από το κοινοβούλιο (που η κυβέρνηση θεωρείται φιλορωσική) αλλά και στο κτήριο της Gazprom στο Γεριβάν . Από τον Οκτώβριο μέχρι το Δεκέμβριο, χιλιάδες διαδηλωτές με αρμένικες σημαίες διαδηλώνουν ενάντια στην είσοδο της χώρας στην ένωση της Ρωσίας, τα επιχειρήματα τους κινούνται στα πλαίσια του αντί-αποικιακού λόγου και του «εξορθολογισμού του κράτους». Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα σε αυτές τις πορείες εμφανίζονται και πρωτοβουλίες για τα δικαιώματα της γυναίκας και των ομοφυλοφίλων ως ιδέες «άμεσα συνδεδεμένες με την ΕΕ». Παρόλα αυτά οι συμφωνίες υπογράφονται και η Αρμενία ανακοινώνει επίσημα την ιδιωτικοποίηση του δικτύου ενέργειας της και τη πώληση του στη ρωσική Gazprom. Εδώ εμφανίζεται μια ενδιαφέρουσα στροφή αλλά και ειρωνεία των κοινωνικών αντιθέσεων. Το διαταξικό πλήθος που νιώθει αποκλεισμένο και πιστεύει ότι ο εξορθολογισμός της «εθνικής οικονομίας» στα πρότυπα της ΕΕ θα του εξασφαλίσει μια καλύτερη αναπαραγωγή, αντιστέκεται στην ιδιωτικοποίηση ενός εθνικού δικτύου. Αυτό μπορεί να ερμηνευτεί από το ίδιο το γεγονός της «πολιτικοποίησης/κρατικοποίησης» αυτών των κινημάτων. Τα κινήματα αυτά, αντιλαμβανόμενα το κεφάλαιο (και το κράτος) ως πραγμοποιημένα μεγέθη, ως απλά πράγματα και εργαλεία, θεωρούν ότι μια απλή αλλαγή χειρισμού και διακυβέρνησης του κεφαλαίου και του κράτους, μπορούν να «μεταλλάξουν» ποιοτικά τις επιπτώσεις μια ιδιωτικοποίησης ή του κρατικού μηχανισμού. Έτσι η ιδιωτικοποίηση δεν είναι κακή εν γένει αλλά εξαρτάται από τον ιδιώτη κτλ. Το ίδιο ισχύει και για το κράτος, την κυβέρνηση κτλ. Αυτό το είδος εργαλειακής αντίληψης του κράτους είναι αναπόσπαστο κομμάτι όλων των πλατειών και του «αντί-αποικιακού» λόγου.

Ταυτόχρονα την ίδια περίοδο το καλοκαίρι του 2013, έτρεχε στο Γεριβάν ένας εντελώς ξεχωριστός αγώνας. Εξαγριωμένοι διαδηλωτές με την άνοδο στις τιμές των εισιτηρίων των δημόσιων μέσων συγκοινωνίας της πόλης κατά 100%. Η αύξηση αυτή θα επηρέαζε το 70% της πόλης που χρησιμοποιεί ΜΜΜ. Τότε στις αρχές Ιουλίου του 2013 ξέσπασε το κίνημα «δεν πληρώνουμε 150 δράμια». Επί ένα μήνα γίνονταν πορείες στο κέντρο με χιλιάδες κόσμου, με αποκλεισμούς λεωφορείων και συγκρούσεις με την αστυνομία. Το κίνημα αν και αρχικά αποτελούταν από νέους της «επισφάλειας» και ανέργους αλλά και νεαρούς εργαζομένους, τελικά πλαισιώνεται από κόσμο μεγαλύτερης ηλικίας, ακόμα και από «celebrities», και πέρα από της συγκρούσεις γίνονται συλλογικές είσοδοι σε λεωφορεία με κόσμο να πληρώνει το παλιό κόμιστρο και καθώς και αποκλεισμοί δρόμων και λεωφορείων με καθιστικές διαμαρτυρίες. Τελικά στις 26 Ιουλίου ο νόμος για την αύξηση καταργείται και οι διαδηλωτές γιορτάζουν την νίκη τους με πορεία στο κέντρο της πόλης μέχρι τα μεσάνυχτα, σαν τεράστιο υπαίθριο πάρτι. Οι δράσεις οργανώνονταν μέσω facebook σύμφωνα με τους ίδιους τους διαδηλωτές. Παρόλα αυτά οι αγωνιζόμενοι σε αυτό τον αγώνα ήξεραν ότι το ζήτημα ίσως κάποια στιγμή να επέστρεφε, στα πλαίσια της επικείμενης αναδιάρθρωσης/επιλογής περιφέρειας, καθώς όπως δήλωνε και  επικεφαλής των συγκοινωνιών της πόλης, η «άνοδος έχει να κάνει με τη γενικότερη πορεία της οικονομίας και των υπηρεσιών».

2014

Το 2014 είναι μια σχετικά ήρεμη χρονιά μέχρι τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του έτους. Τότε η κυβέρνηση της Αρμενίας υπογράφει στο Μινσκ τη συμφωνία επίσημης εισόδου στην Ευρασιατική ένωση. Στο Γεριβάν χιλιάδες φιλοευρωπαίοι διαδηλωτές και υποστηρικτές της αντιπολίτευσης βγαίνουν στο δρόμο, φωνάζοντας «έρχονται οι Ρώσοι». Οι πορείες ανάλογα με το από ποιο κόμμα της αντιπολίτευσης υποστηρίζονταν ειχαν ελαφρώς παραλλαγμένα αιτήματα.Όλες όμως κατηγορούσαν τον πρόεδρο και τον πρωθυπουργό της χώρας πάνω σε μια σειρά αξόνων αιτημάτων που είχαν ιδιαίτερα αντιφατικό χαρακτήρα. Από τη μία τον καλούσαν να μην ιδιωτικοποιήσει (πώληση σε ρωσικές εταιρίες) τις μεγάλες υποδομές της χώρας, τον καλούσαν να μην ξανατεθεί το ζήτημα αύξησης των ΜΜΜ, από την άλλη τον καλούσαν να πάρει μέτρα ενάντια στα μονοπώλια, δηλαδή τον καλούσαν να προχωρήσει σε διάφορες ιδιωτικοποιήσεις, πολλαπλού χαρακτήρα. Αυτά τα τρία αιτήματα δείχνουν ότι το αντιπολιτευόμενο φιλοευρωπαϊκό κίνημα, και τα κόμματα της αντιπολίτευσης που προσπαθούσαν να επωφεληθούν τα μέγιστα από αυτό ήταν ένα αρκετά ετερόκλητο συνονθύλευμα το οποίο γύρω από τον αφηρημένο άξονα του φιλοευρωπαϊσμού και του «αντι-ρωσισμού» ανέπτυσσε ένα πλήθος λόγων και πρακτικών, που εξέφραζαν αρκετά διαφορετικές ανάγκες, οι οποίες όμως τώρα είχαν βρεθεί σε μια «κοινή αντιπολιτευόμενη πλευρά» και θεωρούσαν ότι ένας εξορθολογισμός του κεφαλαίου θα τους σώσει. Οι πορείες ακριβώς για αυτό το λόγο, λόγω των έντονα αφηρημένων σχέσεων στο εσωτερικό τους, χάνουν γρήγορα την ενότητα και την όποια ένταση είχαν, τα αντιπολιτευόμενα κόμματα δεν κατορθώνουν να ανεβάσουν τα εκλογικά τους ποσοστά. Οι πορείες σταματούν πρακτικά τα Χριστούγεννα.

2015- Η ατέρμονη γοητεία των αρμένικων αραβουργημάτων και η διάλυση των προηγούμενων ομαδοποιήσεων.

Οι πορείες αυτής της χρονιάς ήταν μακράν οι πιο δυναμικές. Το οριακό σημείο της κρίσης τελικά εκφράστηκε όχι άμεσα στην επιλογή περιφέρειας αλλά στην άνοδο των τιμών του ρεύματος. Οι πορείες αυτές αποτελούσαν συνέχεια τόσο των προηγούμενων πορειών αλλά και εξέλιξη τους, ενώ σημαντική ήταν η επίδραση που άσκησαν τα ουκρανικά γεγονότα. Μικρές αντικυβερνητικές πορείες συνεχίζονται από τις αρχές του έτους μέχρι και το καλοκαίρι. Τότε η εταιρία ενέργειας της Αρμενίας, που ανήκε κατά 98% σε ρωσική εταιρία ανεβάζει τις τιμές του ρεύματος κατά 16%. Οι αλλαγές στα τιμολόγια θα ίσχυαν από την 1 Αυγούστου. Οι πορείες ξεκινούν σχεδόν άμεσα. Στις 17 Ιουνίου μια ομάδα φιλοδυτικών κεντροαριστερών φοιτητών συγκεντρώνονται έξω από τα γραφεία της εταιρίας απαιτώντας πάγωμα των τιμών. Επιτίθενται στην αστυνομία και στο κτήριο με αυγά και ντομάτες. Η αστυνομία τους διαλύει βίαια και συλλαμβάνει 6 από αυτούς. Στις 19 σε 3 πόλεις της Αρμενίας και στην πρωτεύουσα χιλιάδες διαδηλωτές κατακλύζουν τους δρόμους, συγκρούονται με την αστυνομία και απαιτούν ή τη κατάργηση του νόμου ή της παραίτηση της κυβέρνησης. Την επόμενη 7000 άτομα βγαίνουν στους δρόμους του Γεριβάν, και αρχίζουν να ζητούν την επανεθνικοποίηση του δικτύου ενέργειας της Αρμενίας. Από τις  20 μέχρι τις 24 κάθε μέρα γίνονται συγκρούσεις στο δρόμο, με κανόνια νερού από την πλευρά της αστυνομίας, τραυματίες και από τις δύο πλευρές. Το βράδυ της 24ης 20.000 άτομα στο κέντρο του Γεριβάν χτίζουν οδοφράγματα, και αρχίζουν να κινούνται ως πορεία προς την οικία του προέδρου της χώρας. Ταυτόχρονα μέσω των social media οργανώνουν διάφορες δράσεις, όπως από τις 21.00 μέχρι τις 22.00 κάθε βράδυ να ανοίγουν όλες τις ηλεκτρικές συσκευές στα σπίτια τους προσπαθώντας να ρίξουν το δίκτυο της εταιρίας όπως ισχυρίζονταν οι ίδιοι. Από τις 25 κυκλοφορούν φήμες ότι η κυβέρνηση ετοιμάζεται να πάρει πίσω το νομοσχέδιο. Οι πορείες γίνονται πιο μαζικές σε πέντε πόλεις της χώρας. Στις 27 ο πρόεδρος της χώρας ανακοινώνει μικρότερες αυξήσεις και ειδικά τιμολόγια για τις ασθενείς οικογένειες. Οι πορείες εξοργίζονται, οχυρώνονται στις 1 Ιουλίου στο κέντρο του Γεριβάν και καταθέτουν αιτήματα με διορία μέχρι τις 21.00 στις 6 Ιουλίου η κυβέρνηση να ικανοποιήσει τουλάχιστον ένα τα αιτήματα τους, αλλιώς θα περικύκλωναν την προεδρική οικία με κάδους σκουπιδιών. Η δράση αυτή ονομάστηκε «το βήμα προς τα εμπρός» και άρχισε να γίνεται viral στα αρμένικα social media. Τα αιτήματα ήταν «πλήρης κατάργηση των αυξήσεων, άμεση απελευθέρωση των συλληφθέντων της 23ης Ιουνίου, και το κόστος της ενέργεια να μείνει ίδιο με σταδιακή μείωση στο μέλλον ανάλογα με «τη πορεία της οικονομίας». Στις 5 η αστυνομία ανακοίνωσε ότι απελευθερώνει τους διαδηλωτές της 23ης Ιουνίου. Οι διαδηλωτές δεν εγκαταλείπουν την πλατεία. Στις 6 Ιουνίου το βράδυ η αστυνομία επιτίθεται στα οδοφράγματα, συλλαμβάνει 47 άτομα και τραυματίζει δεκάδες. Οι πορείες έμειναν γνωστές  ως «Ηλεκτροερεβάν».

Σύμφωνα με τις συνεντεύξεις διάφορων ακτιβιστριών και ακτιβιστών που είδαν το φως της δημοσιότητας, τα γεγονότα ξεκίνησαν με μια συνέλευση που καλέστηκε στο κέντρο του Γεριβάν στις 27 Μαϊου. Η εκδήλωση καλέστηκε μέσω facebook και άλλων μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η συνέλευση καλέστηκε από οργανώσεις της αντιπολίτευσης αλλά γρήγορα πλαισιώθηκε από αρκετό κόσμο ο οποίος δεν είχε σχέση με τις αρχικές οργανώσεις. Αυτό φάνηκε όταν τον Ιούνιο στις 20, η προεδρία της χώρας κάλεσε σε διαπραγματεύσεις τους διαδηλωτές (τον ρόλο του διαμεσολαβητή θα έπαιζε η φιλοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατική αντιπολίτευση), ουσιαστικά οι διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν καθώς η αντιπολίτευση δεν εξέφραζε τίποτα το ουσιαστικό από τους συγκεντρωμένους. Είναι εντυπωσιακό ότι στις πορείες για την ενέργεια ακριβώς επειδή η ανάγκη που τις πυροδότησε ήταν πολύ συγκεκριμένη και άμεση, ο διαχωρισμός μεταξύ φιλορώσων-αντιρώσων/φιλοευρωπαίων διαδηλωτών άρχισε να ρευστοποιείται αρκετά, αποτέλεσμα του ήδη ρευστού χαρακτήρα της ταυτότητας των διαδηλωτών τα προηγούμενα χρόνια. Όπως οι ίδιοι μαρτυρούν υπάρχουν μεταξύ τους  ψηφοφόροι της κυβέρνησης, φιλορώσοι, άτομα με φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό που συμμετείχαν στις πορείες των προηγούμενων ετών ή άτομα που συμμετείχαν στις πορείες για το κόμιστρο στα λεωφορεία. Η κοινή πλατφόρμα αιτημάτων εδώ είναι το άμεσο αίτημα μείωσης των τιμών της ενέργειας. Τα αντι-ιμπεριαλιστικά συνθήματα, κυρίως εναντίων της Ρωσίας, ενώ σαφώς ακούγονται (κυρίως με την αιτιολογία ότι η εταιρία είναι ρωσική) δεν αποτελούν κεντρικά συνθήματα από όλους τους διαδηλωτές, ο περισσότερος κόσμος τα αγνοεί καθώς είναι εμφανές ότι δεν υπάρχει σχέση της ανόδου των τιμών με το καθεστώς ιδιοκτησίας. Αντιθέτως η όλη ρητορική στράφηκε στο ζήτημα της αντι-διαφθοράς. Για την άνοδο των τιμών κατηγορούνται από τους διαδηλωτές οι ίδιοι οι ιθύνοντες της εταιρίας ενέργειας για «κακοδιαχείριση» και για πλουσιοπάροχο βίο, κατασπατάληση χρήματος κτλ. Έτσι η συνθηματολογία και απέφυγε έναν ξεκάθαρα αντι-ιμπεριαλιστικό, αντι-αποικιακό/πατριωτικό χαρακτήρα και κυρίως εξέφραζε με διαμεσολαβημένο τρόπο μια κριτική στην εμφανή συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, στην ανισότητα του κοινωνικού πλούτου σε περίοδο κρίσης. Από την άλλη, η πολιτική ταυτότητα που και εδώ διαμεσολάβησε τα πάντα, δεν έδωσε τη δυνατότητα πιο άμεσης κριτικής των καπιταλιστικών σχέσεων μεταξύ των καπιταλιστικών κοινωνικών κατηγοριών (πχ το ηλεκτρικό ρεύμα ως εμπόρευμα ή δυναμικές κινητοποιήσεις με απαλλοτριώσεις κτλ) αλλά ήταν -με αρκετά επιθετικούς όρους- αίτημα προς τη κυβέρνηση και κυρίως ως προς το δικαστικό σύστημα να αναλάβει δράση εναντίον της διαφθοράς. Αυτό έχει να κάνει προφανώς και με την ιδιαιτερότητα του εμπορεύματος «ενέργεια» που είναι μέσω της ίδιας της αξίας χρήσης του πιο στενά συνδεδεμένο με το κράτος .

Ο χαρακτήρας των πορειών όμως ενώ γίνεται χωρίς εμφανή κομματικό χαρακτήρα, με ένα άμεσο αίτημα αναπαραγωγής, αυτό γίνεται αντιληπτό ως «δικαίωμα» και γιαυτό όλα αυτά τα διακριτά υποκείμενα ενοποιούνται υπό τη ταυτότητα της «κινητοποίησης πολιτών για το δικαίωμα στη ζωή» .Όπως σημειώνει ο Σαμβελ Μαρντινοσιαν «οι πορείες έχουν πολύ διαφορετικό κόσμο και στο βαθμό που εξακολουθούν να μην έχουν κεντρικά πολιτικό χαρακτήρα έρχονται περισσότεροι». Ακριβώς όμως λόγω ότι η άνοδος της ενέργειας επηρεάζει συνολικά μια κοινωνία βουτηγμένη στην επισφάλεια  με μισθούς 250ε και μεγάλο αριθμό μη-αποδοτικών κεφαλαίων, μικροκεφαλαιούχων κτλ, και ακριβώς επειδή η αναπαραγωγή γίνεται αντιληπτή ως «το δικαίωμα του πολίτη στη ζωή» ως πολιτικό αίτημα στο κράτος, το κεντρικό σύμβολο αυτού του inter-class πλήθους παραμένει η αρμένικη σημαία και καμιά άλλη. Καμιά άλλη ταυτότητα δεν βγήκε μπροστά. Το Ελεκτροερεβάν πάρα τη δυναμικότητα του, ηττήθηκε λόγω της κεντρικής του αντίφασης -εδώ δεν μιλάμε αξιολογικά, ήταν μια αναπόφευκτη αντίφαση- από τη μία όντας δυναμικό δεν αποδεχόταν κανένα συμβιβασμό με την κυβέρνηση, από την άλλη όμως εξέφραζε τελικά (λόγω και της ιδιαιτερότητας του ζητήματος που ήταν η ηλεκτρική ενέργεια) ένα αίτημα προς το κράτος. Οι επιθετικοί διαδηλωτές των τελευταίων ημερών είχαν μια διστακτική και αμήχανη υποστήριξη από τον υπόλοιπο κόσμο των πορειών που δεν κατανοούσε «που πάει όλο αυτό».

Οι πολιτικές δυνάμεις και η σύνδεση με άλλα κινήματα της κρίσης

Τέλος ενδιαφέρον έχει η πολιτική χαρτογράφηση του Ελεκτροερεβάν. Πέρα από την αντιπολίτευση η οποία αποπειράθηκε να διαμεσολαβήσει τις πορείες και κομμάτι των εθνικιστών το οποίο και αυτό συμμετείχε στις πορείες προσπαθώντας και αυτό να τις διαμεσολαβήσει και να κεφαλαιοποιήσει κομμάτι τους τελικά κανείς δεν το κατάφερε. Το ίδιο ονειρευόταν και ο σχετικά ενεργός αντι-εξουσιαστικός χώρος της Αρμενίας που συμμετείχε μαζικά στις κινητοποιήσεις. Όμως το αφηρημένο τείχος εντός όλων των κινητοποιήσεων τέτοιου τύπου, μεταξύ των αστικών υποκειμένων και της «πολιτικής ταυτότητας», το γεγονός ότι ακόμα και μια τόσο άμεση ανάγκη όπως το ηλεκτρικό ρεύμα εκφράστηκε ως πολιτική ταυτότητα, καθώς πλέον και οι μικροκαπιταλιστές και οι εργάτες νιώθουν επισφαλείς, σημαίνει ότι αυτός ο παράγοντας (το ηλεκτρικό ρεύμα) βιωνόταν με διαφορετικό τρόπο ανάλογα το πλήθος υποκειμενοποιήσεων και βιωμάτων του καθενός, κανένας άμεσος συσχετισμός με την έννοια της τάξης δεν ήταν ορατός. Αντιθέτως το πρόβλημα εμφανιζόταν σαν «πρόβλημα του κρατικού μηχανισμού, σαν πρόβλημα δηλαδή του συνολικού πλαισίου της αστικής κοινωνίας». Η αλήθεια είναι ότι οι πορείες στην Αρμενία για αυτό το λόγο είχαν από τη μία και αυτές (όπως παντού) πατριωτικό χαρακτήρα, από την άλλη όμως η οργανωμένη ακροδεξιά λόγω της πολιτικής αδυναμίας δεν έπαιξε κάποιο ρόλο ιδιαίτερο στα γεγονότα. Αντιθέτως το ρόλο των πατριωτών τον έπαιξαν εδώ οι αναρχικοί, οι οποίοι είχαν όντως μαζικό μπλοκ, ήταν οι πρώτοι που συνελήφθησαν στα γεγονότα στις 22 και 23. Οι ίδιοι κατάφεραν να γίνουν «γνωστοί» μεταξύ των διαδηλωτών αφενός ως «ήρωες» για την αγωνιστικότητα τους αφετέρου επειδή έπαιξαν και οι ίδιοι σε κάποιο βαθμό το χαρτί της ρητορικής που συνδύαζε και τις δύο πλευρές των πορειών: και αντι-ιμπεριαλισμό και αντί-διαφθορά, (τα οποία φυσικά δεν είναι τόσο δύσκολο να συνδυαστούν, είναι κλασσικό επιχείρημα των θεωριών εξάρτησης). Σε αυτό το κείμενο αναρχικών από το Γεριβάν αναφέρεται ότι αιτία για την αύξηση των τιμών είναι «η αποικιακή πολιτική της Ρωσίας και τα διεφθαρμένα στελέχη της Αρμενίας που  έχουν σαν σκοπό μόνο το κέρδος». Παρόλα αυτά ακριβώς επειδή το αίτημα είναι ως προς το κράτος, δεν έχει νόημα να μετέχεις σε μια οργάνωση που διακηρύσσει ότι δεν θέλει να έχει σχέση μαζί του. Έτσι εκτός από συμπάθειες τίποτα παραπάνω δεν κερδήθηκε. Αυτό ήταν και το τέλος της αναρχικής όμορφης άνοιξης στις αρμένικες πλατείες.

Αξίζει επίσης εν συντομία να σημειωθεί ότι η ρωσική τηλεόραση που έχει κυρίαρχη θέση στα αρμένικα ΜΜΕ αρχικά παρομοίαζε τις πορείες με το ουκρανικό Μαϊντάν. Παρόλα αυτά το ουκρανικό Μαϊντάν τόσο λόγω του εντελώς αφηρημένου χαρακτήρα που είχε το ίδιο όσο λόγω του τρόπου που προβλήθηκε από τα ρωσικά ΜΜΕ αλλά κυρίως λόγω των συνεπειών του έχει αρκετά αρνητική φήμη μεταξύ των αρμένιων διαδηλωτών -παρά τις κάποιες ομοιότητες του με τις κινητοποιήσεις στην Αρμενία, όπως το έντονα πατριωτικό συναίσθημα. Γιαυτό και ένα από τα βασικά συνθήματα των αρμενίων, κάτω από τις θάλασσες των αρμένικων σημαιών, ήταν το «εδώ δεν είναι Μαϊντάν». Αυτό αποτελούσε έκφραση τόσο της διαφοροποίησης τους στο είδος του πατριωτισμού (δεν εκφράζονταν εναντίων ενός «εξωτερικού» εχθρού  ή ενός καταστατικού «άλλου») αλλά ως συνολική ενότητα της αστικής κοινωνίας που διεκδικεί το δικαίωμα της να «ζει»,  εδώ υπήρχε ένα συνολικό αίτημα της αστικής κοινωνίας που ήταν συγκεκριμένο.

υποσημειώσεις

[1] Προφανώς το ζήτημα της ενέργειας έχει τεράστια σημασία στη πορεία των επιχειρηματικών κύκλων, και η επιλογή περιφέρειας συσσώρευσης επίσης έχει σημασία για το πως η ενέργεια (κυρίως άμα τη μονοπωλεί σχετικά η μία από τις δύο περιφέρειες) σχετίζεται με το μέσο ποσοστό κέρδους που θα υπάρχει σε σχέση με την παραγωγικότητα, τις πληθωριστικές «προστατευτικές» πολιτικές, τα ωράρια εργασίας που μπορεί να ακολουθηθούν, την ένταση εργασίας κλτ αλλά αυτά στο άμεσο μικροεπίπεδο είναι ορατά σε δεύτερο χρόνο και γιαυτό δεν αποτέλεσαν σημείο αναφοράς στο κίνημα της ενέργειας. Παρόλα αυτά καλό είναι να θυμόμαστε ότι και το δυτικό και το ανατολικό σενάριο, ακολουθώντας διαφορετικές πολιτικές και τρόπους ρύθμισης της συσσώρευσης και της ταξικής πάλης, μέσω διαφορετικών νομισματικών πολιτικών τελικά κάνουν αυτό που πάντα κάνει το κεφάλαιο: αυξάνουν την άντληση σχετικής και απόλυτης υπεραξίας

[2] Η απεύθυνση αιτημάτων καταφατικών στους αστικούς ρόλους μόνο στο κράτος μπορεί να κατευθυνθεί γιατί το κράτος είναι η εξωτερικευμένη μορφή των αστικών ρόλων, είναι προϋπόθεση και αποτέλεσμα της συσσώρευσης. Παρόλα αυτά ως μηχανισμός το κράτος αποτελεί τη βασική μορφή διαμεσολάβησης μεταξύ της διεθνούς διάστασης του ΚΤΠ και της εσωτερικής. Έτσι είναι ο βασικός μηχανισμός μέσω του οποίου τα διεθνή πρότυπα παραγωγικότητας, η διεθνής εμπορευματική αλυσίδα, η κινητικότητα του κεφαλαίου κτλ εμφανίζεται στο εσωτερικό της χώρας και αντίστροφα. Αποτελεί τον πιο άμεσο και ορατό διαμεσολαβητή αυτής της διαδικασίας και γιαυτό αποτελεί το κέντρο βάρους των αιτημάτων των αστικών υποκειμένων για μια ειδική επιλογή μεταξύ της μιας ή της άλλης περιφέρειας, επιλογής δηλαδή συμμετοχής σε μια συγκεκριμένη εκδοχή του «διεθνούς» με συγκεκριμένα πρότυπα παραγωγικότητας, μέσο ποσοστό κέρδους, επιτόκια, διεθνείς τιμές κτλ. Παρόλα αυτά καθώς ο διεθνής καπιταλισμός πλέον χαρακτηρίζεται από μεγάλη κινητικότητα, υπερπληθυσμό, επισφάλεια, ψηφιοποίηση κτλ, η αστική κοινωνία δε πολώνεται ταξικά, αλλά από τη μία απευθύνεται στο κράτος για να διαχειριστεί τη σχέση εσωτερικό/εξωτερικό, τις ισοτιμίες, τις εξαγωγές/εισαγωγές κτλ  από την άλλη το κράτος έχει περιορισμένες δυνατότητες καθώς πάντα έχει ένα «ξένο υλικό διαχειριστεί», δραστηριοποιείται σε  «συνθήκες που δεν επιλέγει» το ίδιο καθώς το κεφάλαιο είναι εξ ορισμού μια διεθνής ανταγωνιστική σχέση και πρέπει να ισορροπήσει είτε με νεοφιλελεύθερες είτε με «προστατευτικές μεθόδους» σε συγκεκριμένα πρότυπα παραγωγικότητας/ανταγωνισμού κτλ που τα θέτει η ίδια η αλληλοδιαπλοκή των διεθνών κεφαλαίων. Εδώ τα αστικά υποκείμενα βιώνουν ένα «έλλειμμα δημοκρατίας» και το κράτος βρίσκεται σε μια αντιφατική και μετέωρη πολιτική μορφή. Η διαμεσολάβηση του διεθνούς με το εσωτερικό από τη κρατική μορφή επηρεάζει κομβικά τη συσσώρευση είτε στο επίπεδο των εμπορικών και καπιταλιστικών συμφωνιών γενικά περί αμοιβαίας αξιοποίησης των κεφαλαίων (όπως στη περίπτωση των συσσωματώσεων περιφερειών όπως η ΕΕ και η Ευρασιατική ένωση) είτε σε επίπεδο συσσώρευσης συναλλαγματικών και πλουτοπαραγωγικών πηγών, ενέργειας κτλ. Η Αρμενία συνδυάζει όλους τους παραπάνω παράγοντες  .

k10-09-01-77

.

Φωτογραφίες.