Monthly Archives: October 2015

Αρμένικα αραβουργήματα

Αναδημοσίευση του ομότιτλου ενδιαφέροντος κειμένου από το blog https://aruthlesscritiqueagainsteverythingexisting.wordpress.com. Keep up the good work σύντροφε!

Αρμένικα αραβουργήματα – Հայկական Նախշեր

0,,18536656_303,00

Μια παρουσίαση των αρμένικων πορειών του περασμένου καλοκαιριού στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κρίσης, του υπερπληθυσμού και της εξαφάνισης της εργατικής ταυτότητας.

Η Αρμενία μια χώρα της πρώην ΕΣΣΔ, έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια έντονη κουλτούρα πορειών, διαδηλώσεων κτλ. Αποκορύφωμα αυτών των πορειών υπήρξαν οι πορείες του καλοκαιριού του 2015 ενάντια στις αυξήσεις του ηλεκτρικού ρεύματος. Παρόλα αυτά οι αρμένικες πορείες έφεραν ενα σύνολο ιδιαιτεροτήτων σχετιζόμενων τόσο με την ευρύτερη καπιταλιστική κρίση, αλλά και με το ειδικό ιστορικό ανατολικοευρωπαϊκό συγκείμενο.

Κρίση και «οικονομία»

Η Αρμενία είναι 93η σε 132 χώρες στην διεθνή ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα. Η όλη οικονομία, όπως και σε αρκετές άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες έχει πάρει τη μορφή του «ολιγαρχικού κράτους», με ένα περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων να ελέγχουν το 60% της οικονομίας, επιχειρήσεις κυρίως χαμηλής παραγωγικότητας. Ένα μεγάλο κομμάτι των εργαζομένων, συμμετέχει σε κρατικά συνδικάτα, ενώ άλλοι (περί το 20% της εργατικής δύναμης) έχουν διαφύγει στην «μαύρη οικονομία». Οι ίδιες επιχειρήσεις έχουν στενούς δεσμούς με πολιτικούς της χώρας αλλά και με επιχειρηματικούς κύκλους της Ρωσίας. Η οικονομία της Αρμενίας βασίστηκε κυρίως σε βιομηχανικές εξαγωγές και εξαγωγές πρώτων υλών (30% του ΑΕΠ). Ένα πρόσθετο 20%(!) του ΑΕΠ της χώρας προέρχεται από τα εμβάσματα των αρμένιων μεταναστών στο εξωτερικό κυρίως στις ΗΠΑ, τη Ρωσία και σε μικρότερο βαθμό την ΕΕ. Η εσωτερική ζήτηση βασίστηκε μέχρι το 2010 στην ανοικοδόμηση(περί το 20% του ΑΕΠ). Οι εξαγωγές της χώρας κατευθύνονται κατά κύριο λόγο στη Ρωσία, και σε δεύτερη θέση με μικρή διαφορά προς την ΕΕ. Μετά την έλευση της καπιταλιστικής κρίσης το 2010, και την όλο και πιο βαθιά κρίση και συρρίκνωση της αγοράς και της «αστικής κοινωνίας» γενικότερα οι εξαγωγές μειώθηκαν αισθητά, κατά 20% ενώ οι διακυμάνσεις του ρουβλιού, και η κρίση στην ΕΕ μείωσαν τα εμβάσματα των μεταναστών κατά 50%. Η ανεργία άρχισε να καλπάζει και από 6,2% το 2008 φτάνει στο 2013 στο επίσημα στο 18%(με την πραγματική ανεργία να λένε μερικοί ότι είναι κοντά στο 30%). Η Αρμενία με την έλευση της κρίσης βιώνει μια αύξηση των εισαγωγών της και ραγδαία μείωση των εξαγωγών της που αποτελούσαν βασικό εισόδημα, το εμπορικό ισοζύγιο γίνεται αρνητικό, και αυξάνει το εμπορικό έλλειμμα της χώρας κατά 50% από το 2010. Σε αντίθεση με άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες η Αρμενία εφαρμόζει εδώ και χρόνια νεοφιλελεύθερες πολιτικές αναδιάρθρωσης, μειώσεις μισθών και συντάξεων κτλ. Αυτός ο μηχανισμός φαινόταν να «λειτουργεί» στο βαθμό που μέχρι το 2009 οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν διψήφιοι, η κοινωνική δυσαρέσκεια εκτονώνονταν στη μετανάστευση, ενώ όσοι έμεναν στη χώρα, «κάπως» ζούσαν, με μισθούς ύψους 250ε. Μετά το 2010 λόγω της κρίσης, της μείωσης των εξαγωγών και των εμβασμάτων  και της πτώσης των τιμών των εξαγώγιμων προϊόντων, την αύξηση της ανεργίας και της μετανάστευσης , η Αρμένικη κοινωνία- η οποία είχε ήδη ιστορικό κινητοποιήσεων από το 2008- χωρίστηκε στα δύο, ενώ συνολικά το κράτος, έπρεπε να επιλέξει μια περιφέρεια συσσώρευσης, ποσοστού κέρδους, παραγωγικότητας, εμπορίου, επιτόκια κτλ. Αυτό θα σήμαινε φυσικά τη περαιτέρω παραγωγή ή παραμονή κάποιων ως αποκλεισμένων, ή αρκετά υποτιμημένων ανάλογα με το που δούλευαν ή το που και πως ήλπιζαν να δουλέψουν.

Αξίζει να σημειωθεί εξ αρχής ότι το 2015 οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας δεν αυξήθηκαν λόγω αύξησης των εισαγόμενων πρώτων υλών παραγωγής της. Αν και οι Αρμενία παράγει το 36% της ηλεκτρικής της ενέργεια με εισαγόμενο αέριο από τη Ρωσική Ομοσπονδία, και έχει και δικό της πυρηνικό εργοστάσιο, όπως ισχυρίζονται ξεκάθαρα οι ίδιοι οι ιθύνοντες της υπηρεσίας ενέργειας, η απότομη άνοδος των τιμών είναι αναγκαία για να συγκεντρωθεί κεφάλαιο εκσυχρονισμού των μέσων παραγωγής και διανομής ενέργειας του δικτύου,δεδομένου ότι η Αρμενία ήθελε να αποφύγει να δανειστεί ξανά. Ήδη οι μεγάλες παραγωγικές ηλεκτρικές μονάδες της χώρας, βάσει του μέσου ποσοστού κέρδους της αρμένικης οικονομίας, αποκόμιζαν ελλειμματικά έσοδα και χρωστάνε πολλά. Επίσης το παλιό τεχνολογικά παραγωγικό δίκτυο και δίκτυο διανομής της Αρμενίας φοβόταν ότι οποιαδήποτε αυξομείωση τις τιμές του εισαγόμενου αερίου (παρά το γεγονός ότι υπήρχε για πολλούς λόγους πίστωση από τη ρωσική πλευρά) θα προκαλούσε τεράστιες αυξομοιώσεις στις τιμές του ρεύματος, μεγαλύτερες από μια ελεγχόμενη αύξηση από το κράτος. Δεδομένου ότι ήδη η Αρμένικη οικονομία υποφέρει από χαμηλή ανταγωνιστικότητα και πτώση των εξαγωγών κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό. Παρόλα αυτά όπως είναι εμφανές η αναπόφευκτη αυτή απόφαση, δηλαδή η αποφυγή αύξησης του χρέους, χρεοκοπίας των ενεργειακών επιχειρήσεων και ταυτόχρονα το χαμηλό μέσο ποσοστό κέρδους και ανταγωνιστικότητας της αρμένικης οικονομίας σε συνδυασμό με τη κρίση συσσώρευσης και τη μείωση των εξαγωγών, βυθίζει τελικά την Αρμενία σε βαθύτερη κρίση, πλήττει συνολικά τον πληθυσμό της χώρας, ανεξαρτήτως τάξης, μια χώρα που το 40% του πληθυσμού δηλώνει ότι θέλει να ζήσει στο εξωτερικό.

Βλέπουμε ότι οι διεθνείς νόρμες παραγωγικότητας και ποσοστού κέρδους, με βάση τα διεθνή πρότυπα δεν αποτελούν προϊόν ενός κοινού νομίσματος ή όχι, αλλά μορφές της ίδιας της έννοιας της αναπόφευκτης χρηματικής μετρισημότητας κάθε είδους συναλλαγής, βάσει του ανταγωνισμού μεταξύ ατομικών κεφαλαίων, εθνικών κεφαλαίων κτλ. Οι αφηρημένες νόρμες, αυτές οι οποίες εκφράζονται στο/και από το πιστωτικό σύστημα αλλά δεν είναι το πιστωτικό σύστημα, πλανώνται όπως έλεγε ο Μαρξ σαν «ένα θεϊκό χέρι πάνω από την πραγματική κοινωνία, που φέρνει δυστυχία ή ευτυχία στους ανθρώπους». Αυτή είναι η αφηρημένη δυναμική της αξίας σε παγκόσμιο επίπεδο έχει να κάνει με την μετρησιμότητα του χρήματος και του κεφαλαίου ως τέτοια, ως κοινωνικές σχέσεις και όχι με το συνάλλαγμα. Η κρίση στην ανατολική Ευρώπη πέρα από αδύναμα κεφάλαια χτυπάει και διαψεύδει και τις αδύναμες θεωρίες .

Το υποκείμενο των πορειών σε αναζήτηση ταυτότητας

 Παρόλο που και στην Αρμενία το δίπολο εκφράστηκε ως στήριξη ή καταγγελία της ΕΕ και της Ρωσίας, οι μηχανισμοί κοινωνικής υποκειμενικότητας που δρούσαν εδώ ήταν αρκετά διαφορετικοί από την Ουκρανική περίπτωση αλλά και από τη Μακεδονική. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται προς την Ρωσία και/ή την ΕΕ ήταν λίγο πολύ οι ίδιες, με τη Ρωσία και άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες να είναι ο βασικός πελάτης, ενώ η «γεωγραφική» κατανομή αυτών των κεφαλαίων εντός της χώρας ήταν αρκετά ομοιογενής. Άλλοι ερμήνευαν την πτώση της αρμενικής οικονομίας στην πιθανή απομάκρυνση από τη Ρωσία, άλλοι στη διαφθορά και άλλοι στην υψηλότερη ανταγωνιστικότητα του Ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Η «θρησκεία της καθημερινής ζωής» όπως θα έλεγε ο Μαρξ, αυτές οι καθημερινές «άμεσες» αντιλήψεις που μας δίνει η μορφή της αστικής κοινωνίας, (αντιφατικές μεταξύ τους, και ποτέ μονοδιάστατες), σε αντίθεση με άλλες χώρες, δεν προσέφεραν κανένα «σταθερό», επιβεβαιωμένο «υλικό» σημείο για τον σχηματισμό των αντίπαλων «κοινωνικών στρατοπέδων». Έτσι οι διάφορες πολιτικές ομαδοποιήσεις που «εξέφραζαν» την «πορεία προς την ΕΕ ή την Ευρασιατική Ένωση, δεν αποκτούσαν σταθερή βάση. Η συρραφή των «καθημερινών υλικών και εμπειριών» των υποκειμένων δεν μπορούσε να σχηματοποιηθεί σε σταθερά πολιτικά «ιδεολογικά» στρατόπεδα, είχε μια μορφή τυχαιότητας και ρευστότητας, μια μορφή μεγάλης «ερμηνευτικότητας» αυτών των εμπειριών. Οι πολιτικές δυνάμεις αποτελούσαν έκφραση αλλά και συμπύκνωναν σε «ιδεολογίες» πλήθος ετερόκλητων καθημερινών εμπειριών οι οποίες (σε αντίθεση πχ με την Ουκρανία) πέρα από τη γενική και αόριστη κρίση τους (βλ. παρακάτω), δεν είχαν ένα σταθερό «εδαφικοποιημένο» σημείο αναφοράς, ορατό και αντιληπτό από το σύνολο της κοινωνικής εμπειρίας, πχ στη κατανομή των κεφαλαίων οικονομικό-γεωγραφικά προς τη μία ή την άλλη πλευρά.  Αυτό οδήγησε σε μια ακόμα μεγαλύτερη ρευστοποίηση των ταυτοτήτων, όχι απλά της εργατικής ταυτότητας αλλά της ίδιας της ενότητας των «αντιπολιτευόμενων φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων». Αν κάθε πλατεία προσκρούει στο εσωτερικό τείχος των αφηρημένων και ετερόκλητων σχέσεων της που γίνονται όριο, αυτό στην Αρμένικη περίπτωση ήταν τόσο έντονο που οι συνεχείς «φιλοευρωπαϊκές» πορείες δεν κατάφεραν να εκφράσουν τίποτα το συλλογικό, ούτε καν να κεφαλαιοποιηθούν από κάποιο κόμμα κεντρικά, ενώ όπως μαρτυρούν πολλές συνεντεύξεις μέρος των διαδηλωτών διαρκώς «μεταπηδούσε» από το ένα στρατόπεδο στο άλλο και τελικά επηρέασε βαθιά την κατάληξη των πορειών. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι στις πορείες του 2015 δεν υπήρξε έντονα αντί-ιμπεριαλιστική ρητορική (παρόλο που η εταιρία ηλεκτρικής ενέργειας ανήκει κατά 98%σε ρωσικές εταιρίες και συνολικά ο τομέας της ενέργειας κατά 80%). Αυτό γιατί αφενός  οι αδιέξοδες πορείες του 2013-2014 έδειξαν ότι το δίπολο ανατολή-δύση δεν οδηγεί πουθενά, αφετέρου γιατί το ζήτημα της ανόδου των τιμών (οι οποίες έχουν αυξηθεί 23% τελευταία 5 χρόνια) φαινόταν να μην έχει άμεση σχέση με την επιλογή περιφέρειας συσσώρευσης και επηρέαζε άμεσα συνολικά τον πληθυσμό.[1]

Παρόλα αυτά πυρήνας του ζητήματος και εδώ παραμένει η οριακή κρίση αναπαραγωγής των αστικών υποκειμένων τα οποία βιώνουν τόσο την εργασία αλλά και το κύκλωμα του κεφαλαίου γενικά σαν μια ρευστή, εξαναγκαστική και επισφαλή συνθήκη, εν πολλοίς αρνητική από τη μία αλλά από την άλλη ως τη μόνη κοινότητα που εξασφαλίζει μια στοιχειώδη κοινωνική αναπαραγωγή. Αυτή είναι η γενική αντίφαση της συγκυρίας. Έτσι συνολικά τα αστικά υποκείμενα βρίσκουν και εδώ τον εαυτό τους σε κρίση, βλέπουν την δραστηριότητα τους, ως όριο του εαυτού τους και συνειδητοποιούν ότι παράγεται διαρκώς ένα κομμάτι πληθυσμού όλο και πιο επισφαλές, όλο και πιο περιθωριοποιημένο. Το κεφάλαιο είτε είναι ιδιαίτερα επισφαλές πλέον ή έχει εξασφαλίσει μεγάλη κινητικότητα, τίποτα παραπάνω δεν μπορεί να δοθεί στην εργασία πέρα από την ελάχιστη δυνατή συνθήκη της ίδιας της εργασίας. Γιαυτό και τα υποκείμενα επιδιώκουν την ανακατασκευή ενός «υγιούς καπιταλισμού» all for all, με «ίσα δικαιώματα, ευκαιρίες κτλ», καθώς τόσο το habitus του κεϋνσιανού κράτους, όσο και γενικά της «αστικής ισότητας» είναι βαθιά ριζωμένα στο αστικό υποκείμενο, το οποίο υπάρχει μόνο στα πλαίσια του κράτους[2].  Παρόλα αυτά οι μηχανισμοί υποκειμενοποίησης της λύσης προς τινά κατεύθυνση είναι ιδιαίτερα ρευστοποιημένοι καθώς η αντιπαράθεση δεν εμφανίζεται ούτε στη Ευρώπη ούτε στην Αρμενία ως άμεση αντιπαράθεση μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας. Αντίθετα το (ανταγωνιστικό/επιχειρηματικό) κράτος διαμεσολαβεί την σταθεροποίηση και την αναδιάρθρωση αυτής της αντίφασης στα διεθνή πλαίσια, μέσω ανάλογων πολιτικών και αναπόφευκτα το κάνει αυτό και σε βάρος των πιο μικρών και μη-παραγωγικών κεφαλαίων.[ βλ.2] Συνεπώς εμφανίζεται διαρκώς σαν κρίση μεταξύ της υποτιθέμενης οικουμενικότητας της ισότητας των αστικών ρόλων και του πλέον έμπρακτου αποκλεισμού ενός inter-class κομματιού της αστικής κοινωνίας. Στα πλαίσια αυτά εμφανίζεται πάντα και μια επίκληση στον λαό/έθνος και μια άνοδος του πατριωτισμού. Αυτό έπαιξε κομβικό ρόλο στο κίνημα στην Αρμενία μεταξύ 2013-2014.

Οι πορείες, η κρίση και η αφηρημένη ενότητα ως όριο.

2013

Οι πρώτες πορείες ξεκινούν Φεβρουάριο του 2013 όταν ο φιλοευρωπαίος και ηγέτης της αντιπολίτευσης Raffi Hovannisian την επόμενη των εκλογών ισχυρίζεται ότι οι εκλογές είναι νοθευμένες και ότι αυτός ειναι ο πραγματικός νικητής. Παρόλα αυτά, κανένας από τους υποτιθέμενους συμμάχους του Raffi σε διεθνές επίπεδο δεν τον στηρίζει. Ο ίδιος χρησιμοποιούσε στη ρητορική του ένα μείγμα εθνικισμού και ακραίου δυτικού φιλελευθερισμού, μιλώντας για την «ανασυγκρότηση της χώρας» και τον εξορθολογισμό της αγοράς» «πάταξη της διαφθοράς» κτλ. Αυτή η πολιτική κίνηση αποτέλεσε την αφορμή για την έκρηξη των κοινωνικών αντιθέσεων στη Αρμενία και το ξεκίνημα των πορειών. Από τον Ιανουάριο του 2013 μέχρι το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους χιλιάδες διαδηλωτών που υποστήριζαν τον φιλοευρωπαίο Raffi μαζεύονται στη κεντρική πλατεία της αρμένικης πρωτεύουσας ζητώντας τη παραίτηση της νέας κυβέρνησης και σημειώνονται συγκρούσεις με την αστυνομία. Φοιτητές στο πανεπιστήμιο του Γεριβάν αρχίζουν απεργία πεινάς τον Μάιο με αίτημα τη παραίτηση της κυβέρνησης. Παρόλα αυτά η κυβέρνηση καθώς είχε ισχυρή πλειοψηφία και έβλεπε επίσης ότι η σύνθεση των διαδηλωτών ήταν αρκετά χαλαρή, δεν υποχωρεί, οι πορείες ουσιαστικά σταματούν αρχές Σεπτεμβρίου, μετά από μια μικρή αναλαμπή όταν η κυβέρνηση ανακοινώνει ότι θα μετάσχει στην Ευρασιατική ένωση. Παράλληλα 50 εθνικιστές υπό τον Shant Harutyunyan, παλιό αρμένιο βετεράνο στρατιωτικό διαδηλώνουν στις 5 Νοεμβρίου του 2013 και ζητούν τη παραίτηση της κυβέρνησης. Συλλαμβάνονται 14, μεταξύ αυτών και ο ίδιος και κατηγορούνται για αντίσταση και βια κατά των αρχών και από τότε παραμένουν στη φυλακή.

Παρά τις προσπάθειες των πολιτικών αρχηγών, κυρίως του Raffi Havannisian αλλά και των δυτικών ευρωπαϊκών ΜΚΟ, οι φιλοευρωπαίοι διαδηλωτές δεν ταυτίζονται με τη προσπάθεια του και επικεντρώνονται σε πορείες ενάντια σε «στόχους του Ρωσικού ιμπεριαλισμού» όπως τον ονομάζουν, κυρίως σε διαδηλώσεις έξω από το κοινοβούλιο (που η κυβέρνηση θεωρείται φιλορωσική) αλλά και στο κτήριο της Gazprom στο Γεριβάν . Από τον Οκτώβριο μέχρι το Δεκέμβριο, χιλιάδες διαδηλωτές με αρμένικες σημαίες διαδηλώνουν ενάντια στην είσοδο της χώρας στην ένωση της Ρωσίας, τα επιχειρήματα τους κινούνται στα πλαίσια του αντί-αποικιακού λόγου και του «εξορθολογισμού του κράτους». Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα σε αυτές τις πορείες εμφανίζονται και πρωτοβουλίες για τα δικαιώματα της γυναίκας και των ομοφυλοφίλων ως ιδέες «άμεσα συνδεδεμένες με την ΕΕ». Παρόλα αυτά οι συμφωνίες υπογράφονται και η Αρμενία ανακοινώνει επίσημα την ιδιωτικοποίηση του δικτύου ενέργειας της και τη πώληση του στη ρωσική Gazprom. Εδώ εμφανίζεται μια ενδιαφέρουσα στροφή αλλά και ειρωνεία των κοινωνικών αντιθέσεων. Το διαταξικό πλήθος που νιώθει αποκλεισμένο και πιστεύει ότι ο εξορθολογισμός της «εθνικής οικονομίας» στα πρότυπα της ΕΕ θα του εξασφαλίσει μια καλύτερη αναπαραγωγή, αντιστέκεται στην ιδιωτικοποίηση ενός εθνικού δικτύου. Αυτό μπορεί να ερμηνευτεί από το ίδιο το γεγονός της «πολιτικοποίησης/κρατικοποίησης» αυτών των κινημάτων. Τα κινήματα αυτά, αντιλαμβανόμενα το κεφάλαιο (και το κράτος) ως πραγμοποιημένα μεγέθη, ως απλά πράγματα και εργαλεία, θεωρούν ότι μια απλή αλλαγή χειρισμού και διακυβέρνησης του κεφαλαίου και του κράτους, μπορούν να «μεταλλάξουν» ποιοτικά τις επιπτώσεις μια ιδιωτικοποίησης ή του κρατικού μηχανισμού. Έτσι η ιδιωτικοποίηση δεν είναι κακή εν γένει αλλά εξαρτάται από τον ιδιώτη κτλ. Το ίδιο ισχύει και για το κράτος, την κυβέρνηση κτλ. Αυτό το είδος εργαλειακής αντίληψης του κράτους είναι αναπόσπαστο κομμάτι όλων των πλατειών και του «αντί-αποικιακού» λόγου.

Ταυτόχρονα την ίδια περίοδο το καλοκαίρι του 2013, έτρεχε στο Γεριβάν ένας εντελώς ξεχωριστός αγώνας. Εξαγριωμένοι διαδηλωτές με την άνοδο στις τιμές των εισιτηρίων των δημόσιων μέσων συγκοινωνίας της πόλης κατά 100%. Η αύξηση αυτή θα επηρέαζε το 70% της πόλης που χρησιμοποιεί ΜΜΜ. Τότε στις αρχές Ιουλίου του 2013 ξέσπασε το κίνημα «δεν πληρώνουμε 150 δράμια». Επί ένα μήνα γίνονταν πορείες στο κέντρο με χιλιάδες κόσμου, με αποκλεισμούς λεωφορείων και συγκρούσεις με την αστυνομία. Το κίνημα αν και αρχικά αποτελούταν από νέους της «επισφάλειας» και ανέργους αλλά και νεαρούς εργαζομένους, τελικά πλαισιώνεται από κόσμο μεγαλύτερης ηλικίας, ακόμα και από «celebrities», και πέρα από της συγκρούσεις γίνονται συλλογικές είσοδοι σε λεωφορεία με κόσμο να πληρώνει το παλιό κόμιστρο και καθώς και αποκλεισμοί δρόμων και λεωφορείων με καθιστικές διαμαρτυρίες. Τελικά στις 26 Ιουλίου ο νόμος για την αύξηση καταργείται και οι διαδηλωτές γιορτάζουν την νίκη τους με πορεία στο κέντρο της πόλης μέχρι τα μεσάνυχτα, σαν τεράστιο υπαίθριο πάρτι. Οι δράσεις οργανώνονταν μέσω facebook σύμφωνα με τους ίδιους τους διαδηλωτές. Παρόλα αυτά οι αγωνιζόμενοι σε αυτό τον αγώνα ήξεραν ότι το ζήτημα ίσως κάποια στιγμή να επέστρεφε, στα πλαίσια της επικείμενης αναδιάρθρωσης/επιλογής περιφέρειας, καθώς όπως δήλωνε και  επικεφαλής των συγκοινωνιών της πόλης, η «άνοδος έχει να κάνει με τη γενικότερη πορεία της οικονομίας και των υπηρεσιών».

2014

Το 2014 είναι μια σχετικά ήρεμη χρονιά μέχρι τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του έτους. Τότε η κυβέρνηση της Αρμενίας υπογράφει στο Μινσκ τη συμφωνία επίσημης εισόδου στην Ευρασιατική ένωση. Στο Γεριβάν χιλιάδες φιλοευρωπαίοι διαδηλωτές και υποστηρικτές της αντιπολίτευσης βγαίνουν στο δρόμο, φωνάζοντας «έρχονται οι Ρώσοι». Οι πορείες ανάλογα με το από ποιο κόμμα της αντιπολίτευσης υποστηρίζονταν ειχαν ελαφρώς παραλλαγμένα αιτήματα.Όλες όμως κατηγορούσαν τον πρόεδρο και τον πρωθυπουργό της χώρας πάνω σε μια σειρά αξόνων αιτημάτων που είχαν ιδιαίτερα αντιφατικό χαρακτήρα. Από τη μία τον καλούσαν να μην ιδιωτικοποιήσει (πώληση σε ρωσικές εταιρίες) τις μεγάλες υποδομές της χώρας, τον καλούσαν να μην ξανατεθεί το ζήτημα αύξησης των ΜΜΜ, από την άλλη τον καλούσαν να πάρει μέτρα ενάντια στα μονοπώλια, δηλαδή τον καλούσαν να προχωρήσει σε διάφορες ιδιωτικοποιήσεις, πολλαπλού χαρακτήρα. Αυτά τα τρία αιτήματα δείχνουν ότι το αντιπολιτευόμενο φιλοευρωπαϊκό κίνημα, και τα κόμματα της αντιπολίτευσης που προσπαθούσαν να επωφεληθούν τα μέγιστα από αυτό ήταν ένα αρκετά ετερόκλητο συνονθύλευμα το οποίο γύρω από τον αφηρημένο άξονα του φιλοευρωπαϊσμού και του «αντι-ρωσισμού» ανέπτυσσε ένα πλήθος λόγων και πρακτικών, που εξέφραζαν αρκετά διαφορετικές ανάγκες, οι οποίες όμως τώρα είχαν βρεθεί σε μια «κοινή αντιπολιτευόμενη πλευρά» και θεωρούσαν ότι ένας εξορθολογισμός του κεφαλαίου θα τους σώσει. Οι πορείες ακριβώς για αυτό το λόγο, λόγω των έντονα αφηρημένων σχέσεων στο εσωτερικό τους, χάνουν γρήγορα την ενότητα και την όποια ένταση είχαν, τα αντιπολιτευόμενα κόμματα δεν κατορθώνουν να ανεβάσουν τα εκλογικά τους ποσοστά. Οι πορείες σταματούν πρακτικά τα Χριστούγεννα.

2015- Η ατέρμονη γοητεία των αρμένικων αραβουργημάτων και η διάλυση των προηγούμενων ομαδοποιήσεων.

Οι πορείες αυτής της χρονιάς ήταν μακράν οι πιο δυναμικές. Το οριακό σημείο της κρίσης τελικά εκφράστηκε όχι άμεσα στην επιλογή περιφέρειας αλλά στην άνοδο των τιμών του ρεύματος. Οι πορείες αυτές αποτελούσαν συνέχεια τόσο των προηγούμενων πορειών αλλά και εξέλιξη τους, ενώ σημαντική ήταν η επίδραση που άσκησαν τα ουκρανικά γεγονότα. Μικρές αντικυβερνητικές πορείες συνεχίζονται από τις αρχές του έτους μέχρι και το καλοκαίρι. Τότε η εταιρία ενέργειας της Αρμενίας, που ανήκε κατά 98% σε ρωσική εταιρία ανεβάζει τις τιμές του ρεύματος κατά 16%. Οι αλλαγές στα τιμολόγια θα ίσχυαν από την 1 Αυγούστου. Οι πορείες ξεκινούν σχεδόν άμεσα. Στις 17 Ιουνίου μια ομάδα φιλοδυτικών κεντροαριστερών φοιτητών συγκεντρώνονται έξω από τα γραφεία της εταιρίας απαιτώντας πάγωμα των τιμών. Επιτίθενται στην αστυνομία και στο κτήριο με αυγά και ντομάτες. Η αστυνομία τους διαλύει βίαια και συλλαμβάνει 6 από αυτούς. Στις 19 σε 3 πόλεις της Αρμενίας και στην πρωτεύουσα χιλιάδες διαδηλωτές κατακλύζουν τους δρόμους, συγκρούονται με την αστυνομία και απαιτούν ή τη κατάργηση του νόμου ή της παραίτηση της κυβέρνησης. Την επόμενη 7000 άτομα βγαίνουν στους δρόμους του Γεριβάν, και αρχίζουν να ζητούν την επανεθνικοποίηση του δικτύου ενέργειας της Αρμενίας. Από τις  20 μέχρι τις 24 κάθε μέρα γίνονται συγκρούσεις στο δρόμο, με κανόνια νερού από την πλευρά της αστυνομίας, τραυματίες και από τις δύο πλευρές. Το βράδυ της 24ης 20.000 άτομα στο κέντρο του Γεριβάν χτίζουν οδοφράγματα, και αρχίζουν να κινούνται ως πορεία προς την οικία του προέδρου της χώρας. Ταυτόχρονα μέσω των social media οργανώνουν διάφορες δράσεις, όπως από τις 21.00 μέχρι τις 22.00 κάθε βράδυ να ανοίγουν όλες τις ηλεκτρικές συσκευές στα σπίτια τους προσπαθώντας να ρίξουν το δίκτυο της εταιρίας όπως ισχυρίζονταν οι ίδιοι. Από τις 25 κυκλοφορούν φήμες ότι η κυβέρνηση ετοιμάζεται να πάρει πίσω το νομοσχέδιο. Οι πορείες γίνονται πιο μαζικές σε πέντε πόλεις της χώρας. Στις 27 ο πρόεδρος της χώρας ανακοινώνει μικρότερες αυξήσεις και ειδικά τιμολόγια για τις ασθενείς οικογένειες. Οι πορείες εξοργίζονται, οχυρώνονται στις 1 Ιουλίου στο κέντρο του Γεριβάν και καταθέτουν αιτήματα με διορία μέχρι τις 21.00 στις 6 Ιουλίου η κυβέρνηση να ικανοποιήσει τουλάχιστον ένα τα αιτήματα τους, αλλιώς θα περικύκλωναν την προεδρική οικία με κάδους σκουπιδιών. Η δράση αυτή ονομάστηκε «το βήμα προς τα εμπρός» και άρχισε να γίνεται viral στα αρμένικα social media. Τα αιτήματα ήταν «πλήρης κατάργηση των αυξήσεων, άμεση απελευθέρωση των συλληφθέντων της 23ης Ιουνίου, και το κόστος της ενέργεια να μείνει ίδιο με σταδιακή μείωση στο μέλλον ανάλογα με «τη πορεία της οικονομίας». Στις 5 η αστυνομία ανακοίνωσε ότι απελευθερώνει τους διαδηλωτές της 23ης Ιουνίου. Οι διαδηλωτές δεν εγκαταλείπουν την πλατεία. Στις 6 Ιουνίου το βράδυ η αστυνομία επιτίθεται στα οδοφράγματα, συλλαμβάνει 47 άτομα και τραυματίζει δεκάδες. Οι πορείες έμειναν γνωστές  ως «Ηλεκτροερεβάν».

Σύμφωνα με τις συνεντεύξεις διάφορων ακτιβιστριών και ακτιβιστών που είδαν το φως της δημοσιότητας, τα γεγονότα ξεκίνησαν με μια συνέλευση που καλέστηκε στο κέντρο του Γεριβάν στις 27 Μαϊου. Η εκδήλωση καλέστηκε μέσω facebook και άλλων μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η συνέλευση καλέστηκε από οργανώσεις της αντιπολίτευσης αλλά γρήγορα πλαισιώθηκε από αρκετό κόσμο ο οποίος δεν είχε σχέση με τις αρχικές οργανώσεις. Αυτό φάνηκε όταν τον Ιούνιο στις 20, η προεδρία της χώρας κάλεσε σε διαπραγματεύσεις τους διαδηλωτές (τον ρόλο του διαμεσολαβητή θα έπαιζε η φιλοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατική αντιπολίτευση), ουσιαστικά οι διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν καθώς η αντιπολίτευση δεν εξέφραζε τίποτα το ουσιαστικό από τους συγκεντρωμένους. Είναι εντυπωσιακό ότι στις πορείες για την ενέργεια ακριβώς επειδή η ανάγκη που τις πυροδότησε ήταν πολύ συγκεκριμένη και άμεση, ο διαχωρισμός μεταξύ φιλορώσων-αντιρώσων/φιλοευρωπαίων διαδηλωτών άρχισε να ρευστοποιείται αρκετά, αποτέλεσμα του ήδη ρευστού χαρακτήρα της ταυτότητας των διαδηλωτών τα προηγούμενα χρόνια. Όπως οι ίδιοι μαρτυρούν υπάρχουν μεταξύ τους  ψηφοφόροι της κυβέρνησης, φιλορώσοι, άτομα με φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό που συμμετείχαν στις πορείες των προηγούμενων ετών ή άτομα που συμμετείχαν στις πορείες για το κόμιστρο στα λεωφορεία. Η κοινή πλατφόρμα αιτημάτων εδώ είναι το άμεσο αίτημα μείωσης των τιμών της ενέργειας. Τα αντι-ιμπεριαλιστικά συνθήματα, κυρίως εναντίων της Ρωσίας, ενώ σαφώς ακούγονται (κυρίως με την αιτιολογία ότι η εταιρία είναι ρωσική) δεν αποτελούν κεντρικά συνθήματα από όλους τους διαδηλωτές, ο περισσότερος κόσμος τα αγνοεί καθώς είναι εμφανές ότι δεν υπάρχει σχέση της ανόδου των τιμών με το καθεστώς ιδιοκτησίας. Αντιθέτως η όλη ρητορική στράφηκε στο ζήτημα της αντι-διαφθοράς. Για την άνοδο των τιμών κατηγορούνται από τους διαδηλωτές οι ίδιοι οι ιθύνοντες της εταιρίας ενέργειας για «κακοδιαχείριση» και για πλουσιοπάροχο βίο, κατασπατάληση χρήματος κτλ. Έτσι η συνθηματολογία και απέφυγε έναν ξεκάθαρα αντι-ιμπεριαλιστικό, αντι-αποικιακό/πατριωτικό χαρακτήρα και κυρίως εξέφραζε με διαμεσολαβημένο τρόπο μια κριτική στην εμφανή συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, στην ανισότητα του κοινωνικού πλούτου σε περίοδο κρίσης. Από την άλλη, η πολιτική ταυτότητα που και εδώ διαμεσολάβησε τα πάντα, δεν έδωσε τη δυνατότητα πιο άμεσης κριτικής των καπιταλιστικών σχέσεων μεταξύ των καπιταλιστικών κοινωνικών κατηγοριών (πχ το ηλεκτρικό ρεύμα ως εμπόρευμα ή δυναμικές κινητοποιήσεις με απαλλοτριώσεις κτλ) αλλά ήταν -με αρκετά επιθετικούς όρους- αίτημα προς τη κυβέρνηση και κυρίως ως προς το δικαστικό σύστημα να αναλάβει δράση εναντίον της διαφθοράς. Αυτό έχει να κάνει προφανώς και με την ιδιαιτερότητα του εμπορεύματος «ενέργεια» που είναι μέσω της ίδιας της αξίας χρήσης του πιο στενά συνδεδεμένο με το κράτος .

Ο χαρακτήρας των πορειών όμως ενώ γίνεται χωρίς εμφανή κομματικό χαρακτήρα, με ένα άμεσο αίτημα αναπαραγωγής, αυτό γίνεται αντιληπτό ως «δικαίωμα» και γιαυτό όλα αυτά τα διακριτά υποκείμενα ενοποιούνται υπό τη ταυτότητα της «κινητοποίησης πολιτών για το δικαίωμα στη ζωή» .Όπως σημειώνει ο Σαμβελ Μαρντινοσιαν «οι πορείες έχουν πολύ διαφορετικό κόσμο και στο βαθμό που εξακολουθούν να μην έχουν κεντρικά πολιτικό χαρακτήρα έρχονται περισσότεροι». Ακριβώς όμως λόγω ότι η άνοδος της ενέργειας επηρεάζει συνολικά μια κοινωνία βουτηγμένη στην επισφάλεια  με μισθούς 250ε και μεγάλο αριθμό μη-αποδοτικών κεφαλαίων, μικροκεφαλαιούχων κτλ, και ακριβώς επειδή η αναπαραγωγή γίνεται αντιληπτή ως «το δικαίωμα του πολίτη στη ζωή» ως πολιτικό αίτημα στο κράτος, το κεντρικό σύμβολο αυτού του inter-class πλήθους παραμένει η αρμένικη σημαία και καμιά άλλη. Καμιά άλλη ταυτότητα δεν βγήκε μπροστά. Το Ελεκτροερεβάν πάρα τη δυναμικότητα του, ηττήθηκε λόγω της κεντρικής του αντίφασης -εδώ δεν μιλάμε αξιολογικά, ήταν μια αναπόφευκτη αντίφαση- από τη μία όντας δυναμικό δεν αποδεχόταν κανένα συμβιβασμό με την κυβέρνηση, από την άλλη όμως εξέφραζε τελικά (λόγω και της ιδιαιτερότητας του ζητήματος που ήταν η ηλεκτρική ενέργεια) ένα αίτημα προς το κράτος. Οι επιθετικοί διαδηλωτές των τελευταίων ημερών είχαν μια διστακτική και αμήχανη υποστήριξη από τον υπόλοιπο κόσμο των πορειών που δεν κατανοούσε «που πάει όλο αυτό».

Οι πολιτικές δυνάμεις και η σύνδεση με άλλα κινήματα της κρίσης

Τέλος ενδιαφέρον έχει η πολιτική χαρτογράφηση του Ελεκτροερεβάν. Πέρα από την αντιπολίτευση η οποία αποπειράθηκε να διαμεσολαβήσει τις πορείες και κομμάτι των εθνικιστών το οποίο και αυτό συμμετείχε στις πορείες προσπαθώντας και αυτό να τις διαμεσολαβήσει και να κεφαλαιοποιήσει κομμάτι τους τελικά κανείς δεν το κατάφερε. Το ίδιο ονειρευόταν και ο σχετικά ενεργός αντι-εξουσιαστικός χώρος της Αρμενίας που συμμετείχε μαζικά στις κινητοποιήσεις. Όμως το αφηρημένο τείχος εντός όλων των κινητοποιήσεων τέτοιου τύπου, μεταξύ των αστικών υποκειμένων και της «πολιτικής ταυτότητας», το γεγονός ότι ακόμα και μια τόσο άμεση ανάγκη όπως το ηλεκτρικό ρεύμα εκφράστηκε ως πολιτική ταυτότητα, καθώς πλέον και οι μικροκαπιταλιστές και οι εργάτες νιώθουν επισφαλείς, σημαίνει ότι αυτός ο παράγοντας (το ηλεκτρικό ρεύμα) βιωνόταν με διαφορετικό τρόπο ανάλογα το πλήθος υποκειμενοποιήσεων και βιωμάτων του καθενός, κανένας άμεσος συσχετισμός με την έννοια της τάξης δεν ήταν ορατός. Αντιθέτως το πρόβλημα εμφανιζόταν σαν «πρόβλημα του κρατικού μηχανισμού, σαν πρόβλημα δηλαδή του συνολικού πλαισίου της αστικής κοινωνίας». Η αλήθεια είναι ότι οι πορείες στην Αρμενία για αυτό το λόγο είχαν από τη μία και αυτές (όπως παντού) πατριωτικό χαρακτήρα, από την άλλη όμως η οργανωμένη ακροδεξιά λόγω της πολιτικής αδυναμίας δεν έπαιξε κάποιο ρόλο ιδιαίτερο στα γεγονότα. Αντιθέτως το ρόλο των πατριωτών τον έπαιξαν εδώ οι αναρχικοί, οι οποίοι είχαν όντως μαζικό μπλοκ, ήταν οι πρώτοι που συνελήφθησαν στα γεγονότα στις 22 και 23. Οι ίδιοι κατάφεραν να γίνουν «γνωστοί» μεταξύ των διαδηλωτών αφενός ως «ήρωες» για την αγωνιστικότητα τους αφετέρου επειδή έπαιξαν και οι ίδιοι σε κάποιο βαθμό το χαρτί της ρητορικής που συνδύαζε και τις δύο πλευρές των πορειών: και αντι-ιμπεριαλισμό και αντί-διαφθορά, (τα οποία φυσικά δεν είναι τόσο δύσκολο να συνδυαστούν, είναι κλασσικό επιχείρημα των θεωριών εξάρτησης). Σε αυτό το κείμενο αναρχικών από το Γεριβάν αναφέρεται ότι αιτία για την αύξηση των τιμών είναι «η αποικιακή πολιτική της Ρωσίας και τα διεφθαρμένα στελέχη της Αρμενίας που  έχουν σαν σκοπό μόνο το κέρδος». Παρόλα αυτά ακριβώς επειδή το αίτημα είναι ως προς το κράτος, δεν έχει νόημα να μετέχεις σε μια οργάνωση που διακηρύσσει ότι δεν θέλει να έχει σχέση μαζί του. Έτσι εκτός από συμπάθειες τίποτα παραπάνω δεν κερδήθηκε. Αυτό ήταν και το τέλος της αναρχικής όμορφης άνοιξης στις αρμένικες πλατείες.

Αξίζει επίσης εν συντομία να σημειωθεί ότι η ρωσική τηλεόραση που έχει κυρίαρχη θέση στα αρμένικα ΜΜΕ αρχικά παρομοίαζε τις πορείες με το ουκρανικό Μαϊντάν. Παρόλα αυτά το ουκρανικό Μαϊντάν τόσο λόγω του εντελώς αφηρημένου χαρακτήρα που είχε το ίδιο όσο λόγω του τρόπου που προβλήθηκε από τα ρωσικά ΜΜΕ αλλά κυρίως λόγω των συνεπειών του έχει αρκετά αρνητική φήμη μεταξύ των αρμένιων διαδηλωτών -παρά τις κάποιες ομοιότητες του με τις κινητοποιήσεις στην Αρμενία, όπως το έντονα πατριωτικό συναίσθημα. Γιαυτό και ένα από τα βασικά συνθήματα των αρμενίων, κάτω από τις θάλασσες των αρμένικων σημαιών, ήταν το «εδώ δεν είναι Μαϊντάν». Αυτό αποτελούσε έκφραση τόσο της διαφοροποίησης τους στο είδος του πατριωτισμού (δεν εκφράζονταν εναντίων ενός «εξωτερικού» εχθρού  ή ενός καταστατικού «άλλου») αλλά ως συνολική ενότητα της αστικής κοινωνίας που διεκδικεί το δικαίωμα της να «ζει»,  εδώ υπήρχε ένα συνολικό αίτημα της αστικής κοινωνίας που ήταν συγκεκριμένο.

υποσημειώσεις

[1] Προφανώς το ζήτημα της ενέργειας έχει τεράστια σημασία στη πορεία των επιχειρηματικών κύκλων, και η επιλογή περιφέρειας συσσώρευσης επίσης έχει σημασία για το πως η ενέργεια (κυρίως άμα τη μονοπωλεί σχετικά η μία από τις δύο περιφέρειες) σχετίζεται με το μέσο ποσοστό κέρδους που θα υπάρχει σε σχέση με την παραγωγικότητα, τις πληθωριστικές «προστατευτικές» πολιτικές, τα ωράρια εργασίας που μπορεί να ακολουθηθούν, την ένταση εργασίας κλτ αλλά αυτά στο άμεσο μικροεπίπεδο είναι ορατά σε δεύτερο χρόνο και γιαυτό δεν αποτέλεσαν σημείο αναφοράς στο κίνημα της ενέργειας. Παρόλα αυτά καλό είναι να θυμόμαστε ότι και το δυτικό και το ανατολικό σενάριο, ακολουθώντας διαφορετικές πολιτικές και τρόπους ρύθμισης της συσσώρευσης και της ταξικής πάλης, μέσω διαφορετικών νομισματικών πολιτικών τελικά κάνουν αυτό που πάντα κάνει το κεφάλαιο: αυξάνουν την άντληση σχετικής και απόλυτης υπεραξίας

[2] Η απεύθυνση αιτημάτων καταφατικών στους αστικούς ρόλους μόνο στο κράτος μπορεί να κατευθυνθεί γιατί το κράτος είναι η εξωτερικευμένη μορφή των αστικών ρόλων, είναι προϋπόθεση και αποτέλεσμα της συσσώρευσης. Παρόλα αυτά ως μηχανισμός το κράτος αποτελεί τη βασική μορφή διαμεσολάβησης μεταξύ της διεθνούς διάστασης του ΚΤΠ και της εσωτερικής. Έτσι είναι ο βασικός μηχανισμός μέσω του οποίου τα διεθνή πρότυπα παραγωγικότητας, η διεθνής εμπορευματική αλυσίδα, η κινητικότητα του κεφαλαίου κτλ εμφανίζεται στο εσωτερικό της χώρας και αντίστροφα. Αποτελεί τον πιο άμεσο και ορατό διαμεσολαβητή αυτής της διαδικασίας και γιαυτό αποτελεί το κέντρο βάρους των αιτημάτων των αστικών υποκειμένων για μια ειδική επιλογή μεταξύ της μιας ή της άλλης περιφέρειας, επιλογής δηλαδή συμμετοχής σε μια συγκεκριμένη εκδοχή του «διεθνούς» με συγκεκριμένα πρότυπα παραγωγικότητας, μέσο ποσοστό κέρδους, επιτόκια, διεθνείς τιμές κτλ. Παρόλα αυτά καθώς ο διεθνής καπιταλισμός πλέον χαρακτηρίζεται από μεγάλη κινητικότητα, υπερπληθυσμό, επισφάλεια, ψηφιοποίηση κτλ, η αστική κοινωνία δε πολώνεται ταξικά, αλλά από τη μία απευθύνεται στο κράτος για να διαχειριστεί τη σχέση εσωτερικό/εξωτερικό, τις ισοτιμίες, τις εξαγωγές/εισαγωγές κτλ  από την άλλη το κράτος έχει περιορισμένες δυνατότητες καθώς πάντα έχει ένα «ξένο υλικό διαχειριστεί», δραστηριοποιείται σε  «συνθήκες που δεν επιλέγει» το ίδιο καθώς το κεφάλαιο είναι εξ ορισμού μια διεθνής ανταγωνιστική σχέση και πρέπει να ισορροπήσει είτε με νεοφιλελεύθερες είτε με «προστατευτικές μεθόδους» σε συγκεκριμένα πρότυπα παραγωγικότητας/ανταγωνισμού κτλ που τα θέτει η ίδια η αλληλοδιαπλοκή των διεθνών κεφαλαίων. Εδώ τα αστικά υποκείμενα βιώνουν ένα «έλλειμμα δημοκρατίας» και το κράτος βρίσκεται σε μια αντιφατική και μετέωρη πολιτική μορφή. Η διαμεσολάβηση του διεθνούς με το εσωτερικό από τη κρατική μορφή επηρεάζει κομβικά τη συσσώρευση είτε στο επίπεδο των εμπορικών και καπιταλιστικών συμφωνιών γενικά περί αμοιβαίας αξιοποίησης των κεφαλαίων (όπως στη περίπτωση των συσσωματώσεων περιφερειών όπως η ΕΕ και η Ευρασιατική ένωση) είτε σε επίπεδο συσσώρευσης συναλλαγματικών και πλουτοπαραγωγικών πηγών, ενέργειας κτλ. Η Αρμενία συνδυάζει όλους τους παραπάνω παράγοντες  .

k10-09-01-77

.

Φωτογραφίες.

H Σουηδία γίνεται η πρώτη χώρα χωρίς μετρητά

Αναδημοσίευση από το σημερινό “Βήμα”:

 

Την ώρα που οι ηλεκτρονικές πληρωμές μόλις που αρχίζουν να παίρνουν τα πάνω τους στην Ελλάδα, η πρωτοπόρος Σουηδία ετοιμάζεται για το επόμενο, ιστορικό βήμα: τη σχεδόν πλήρη κατάργηση των μετρητών.

«Τα μετρητά παραμένουν σημαντικό μέσο πληρωμών στις αγορές πολλών χωρών, αυτό όμως δεν ισχύει πλέον στη Σουηδία. Η χρήση μετρητών είναι περιορισμένη και μειώνεται ταχύτατα» λέει ο Νίκλας Άρβιντσον του Βασιλικού Ινστιτούτου Τεχνολογίας KTH.

Σε μια χώρα όπου οι χρεωστικές κάρτες χρησιμοποιούνται ακόμα και για τα μικρότερα ποσά, τα μετρητά που βρίσκονται σε κυκλοφορία περιορίζονται σήμερα στις 80 δισεκατομμύρια σουηδικές κορώνες (περίπου 8 δισ. ευρώ), μια σημαντική μείωση σε σχέση με μόλις πριν από έξι χρόνια, όταν κυκλοφορούσαν στην αγορά 106 δισ. κορώνες.

«Από το ποσό αυτό, μόνο το 40 με 60 τοις εκατό βρίσκονται πραγματικά σε κυκλοφορία» έδειξε η μελέτη του KTH. Τα υπόλοιπα μετρητά βρίσκονται καταχωνιασμένα σε σπίτια ή τραπεζικές θυρίδες ή κυκλοφορούν στην παραοικονομία.

Πέρα από τις κάρτες και τις υπηρεσίες e-banking, ένα σημαντικό εργαλείο που επιταχύνει τη μεταμόρφωση της χώρας είναι το Swish, ένα app που αναπτύχθηκε από μεγάλες σουηδικές και δανέζικες τράπεζες και επιτρέπει άμεσες πληρωμές μεταξύ ιδιωτών και επαγγελματιών σε πραγματικό χρόνο.

Το Swish έφερε επανάσταση στον τραπεζικό τομέα της Σουηδίας, ο οποίος εξάλλου πρωτοπορεί στην αξιοποίηση των Τεχνολογιών Πληροφορίας, λέει ο Άρβιντσον. «Η επιτυχία εξαρτάται επίσης από τη σουηδική παράδοση της υιοθέτησης υπηρεσιών ηλεκτρονικών πληρωμών» προσθέτει.

Εκτός του ότι μειώνουν τα κόστη και απλοποιούν τις πληρωμές, οι ψηφιακές συναλλαγές προσφέρουν επίσης διαφάνεια. Ήδη, αρκετά υποκαταστήματα τραπεζών έχουν ψηφιοποιηθεί πλήρως και απλά δεν δέχονται μετρητά.

«Στα καταστήματα που δέχονται χαρτονομίσματα και κέρματα, ο πελάτης πρέπει να εξηγεί από πού προέρχονται τα μετρητά, σύμφωνα με τους κανονισμούς για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας» αναφέρει ο Άρβιντσον. Το προσωπικό των τραπεζών είναι εξάλλου υποχρεωμένο να ειδοποιεί την αστυνομία σε περίπτωση ύποπτων συναλλαγών.

Η μελέτη του KTH αναγνωρίζει πάντως ότι η μεταμόρφωση της Σουηδίας σε χώρα χωρίς μετρητά αποτελεί πρόκληση για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με τις νέες τεχνολογίες -κυρίως ηλικιωμένους που ζουν στην επαρχία. Άλλες κοινωνικές ομάδες που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν προβλήματα είναι οι άστεγοι και οι παράτυποι μετανάστες: σε μια κοινωνία χωρίς μετρητά, θα βρίσκονται ακόμα περισσότερο στο έλεος της κυβέρνησης για την επιβίωσή τους.

Το μέλλον θα δείξει αν η ιδέα του Swish θα επεκταθεί πέρα από τη Σουηδία. Όπως το θέτει ο Άρβιντσον, «το Swish είναι καταπληκτική ιδέα, όμως η υιοθέτησή του σε διεθνές επίπεδο θα αποτελούσε πρόκληση, κυρίως επειδή απαιτείται χρόνος για να αλλάξουν από τη βάση τους τα τραπεζικά συστήματα άλλων χωρών».

«Δεν είναι όμως αδύνατο να συμβεί στο εξωτερικό μια τραπεζική επανάσταση βασισμένη στο Swish».

Το χρονικό μιας ήττας

Αναδημοσιεύουμε παρακάτω το ομότιτλο ενδιαφέρον κείμενο από το Κενό Δίκτυο, μια ειλικρινή επισκόπηση του κινήματος των τελευταίων χρόνων. Πάντα έχει σημασία να αναζητούνται οι αιτίες… Φουλ Céline λοιπόν…

 

290309_2785905041945_1087847126_33051490_424072371_o

 

“Η μεγάλη ήττα, σε όλα τα πράγματα, είναι να ξεχνάς προπαντός τι σε έκανε να ψοφήσεις […] Άμα βρεθούμε στο χείλος της τρύπας, δεν πρέπει να κάνουμε ούτε τους καμπόσους, ούτε όμως να ξεχάσουμε, πρέπει να τα διηγηθούμε όλα κατά λέξη…”
Céline, Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας

 

Κάθε κατάτμηση της ιστορίας σε περιόδους είναι ριψοκίνδυνη και, έως ένα βαθμό, αυθαίρετη. Παρόλα αυτά, η υπογραφή ενός νέου Μνημονίου από μια κυβέρνηση που αποκλείεται να συγκυβερνούσε έξω από την αξίωση πολιτικής εκπροσώπησης των αγώνων ενάντια στο μνημόνιο και η συνακόλουθη προκήρυξη εκλογών ώστε να συγκροτηθεί μια νέα κυβέρνηση που θα υλοποιήσει τις προβλεπόμενες πολιτικές λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης, δικαιολογεί τον ισχυρισμό ότι κλείνει μια περίοδος κατά την οποία ο κοινωνικός και πολιτικός ανταγωνισμός συμπυκνώθηκε και σφραγίστηκε από το δίπολο “μνημόνιο/αντιμνημόνιο”. Εκ των πραγμάτων, για όποιον επηρεάζεται από τις “μνημονιακές” πολιτικές, και ακόμα περισσότερο για όποιον βρέθηκε στο δρόμο απέναντι στην υλοποίηση τους, ένας απολογισμός του τι έγινε παίρνει τη μορφή της εξιστόρησης μιας ήττας. Επειδή όμως το κλείσιμο μιας περιόδου υπονοεί άνοιγμα μιας άλλης, ένας τέτοιος απολογισμός δεν κοιτάει μόνο πίσω αλλά και μπροστά, μεταβαίνοντας από αυτό-που-έγινε σε αυτό-που-μπορεί-να-γίνει.

Μέσα στους κύκλους της αναρχίας, της αυτονομίας και της άκρας αριστεράς είναι διαδεδομένη η απαξίωση του αντιμνημονιακού κινήματος ως “μικροαστικού όχλου” ή “διαταξικού χυλού”. Φυσικά, καθαυτό το γεγονός της “διαταξικότητας” όχι μόνο δεν είναι ιστορικά πρωτότυπο – το κάθε άλλο – αλλά ήταν και πλήρως αναμενόμενο. Το Μνημόνιο (από το “1” έως το “3”) αποτελεί απαραίτητη νομική έκφραση μιας καθόλα πραγματικής διαδικασίας, “αληθινό” όσο και η κατά 25% πτώση του βιοτικού επιπέδου που επικύρωσε. Στο βαθμό που αυτή η πτώση δεν αφορούσε μόνο μια τάξη αλλά διάφορες κοινωνικές ομάδες – ιδιαίτερα τα λεγόμενα “λαϊκά στρώματα” (μισθωτούς, ανέργους, ελεύθερους επαγγελματίες, συνταξιούχους, μικροϊδιοκτήτες) – ήταν αναπόφευκτο ότι οι ροές άρνησης των πολιτικών λιτότητας και υποτίμησης θα έπαιρναν τη μορφή μιας ετερογενούς – ή αλλιώς “διαταξικής” – συνάρμοσης.[1] Έπεται ότι ως εμπειρική διαπίστωση η κατηγορία της διαταξικότητας στερείται νοήματος.

Φυσικά, επειδή κάτι παράγεται ιστορικά, εν προκειμένω το αντιμνημονιακό κίνημα, (ή πιο συγκεκριμένα το περιλάλητο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου) δεν σημαίνει ότι πρέπει και να το αποδεχτούμε. Οφείλουμε εν τούτοις να κατανοήσουμε τα γιατί του. Επειδή, όμως, δεν είμαστε ουδέτεροι θεατές αλλά επιθυμητικά υποκείμενα που εμπλέκονται σε αυτό που προσπαθούν να κατανοήσουν υπάρχει πάντα μπροστά μας η παγίδα να εντάσσουμε και εξηγήσουμε αυτό που έγινε μέσα από τις προϋποθέσεις της δικής μας επιθυμίας· φερειπείν, αν θεωρούμε προϋπόθεση για να γίνει αυτό που θέλουμε την “ορθή” ταξική συνείδηση, η έλλειψη της να εξηγεί το ότι δεν έγινε αυτό που θέλαμε. Μέσω αυτής της κυκλικής – και εντελώς αντί-διαλεκτικής – λογικής, που συγχέει είναι και δέον, πραγματικό και επιθυμία, δεν αποτυγχάνουμε μόνο να κατανοήσουμε επαρκώς γιατί έγινε αυτό που έγινε -δηλαδή πως παράχθηκε ιστορικά· εξίσου σημαντικά, όσοι αγώνες δεν εναρμονίζονται στα “πρέπει” μας ερμηνεύονται με αρνητικούς όρους, με βάση αυτό που τους λείπει. Έτσι, η ιστορία μετατρέπεται σε θλιμμένο χρονικό μιας Έλλειψης ενώ στην πορεία εξαφανίζεται η όποια θετικότητα των αγώνων, οι μικρές αρνήσεις και οι μεγάλες προσδοκίες, οι γραμμές έντασης και φυγής που παρήχθησαν, οι μορφές παρέμβασης και επιρροής στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι.

Υπονοούν, άραγε, αυτές οι παραδοχές κάποια άκριτη αποδοχή των αντιμνημονιακών αγώνων; Καθόλου. Αν η διαταξικότητα ως εμπειρική διαπίστωση δεν έχει κριτικό χαρακτήρα, ως πολιτική κριτική ενέχει πολλά βάσιμα στοιχεία· πάνω από όλα, η πολιτική αφήγηση που επικράτησε σε διάφορες αποχρώσεις – δεξιές και αριστερές – εντός της αντιμνημονιακής συνάρμοσης χαρακτηριζόταν από έναν εθνολαϊκισμό που αφενός νομιμοποιούσε τα συμφέροντα κοινωνικών ομάδων που ωφελήθηκαν τις δεκαετίες της μεταπολίτευσης και του εκσυγχρονισμού μέσω των προνομιακών (πελατειακών) σχέσεων που απέκτησαν με το κράτος-κόμμα και αφετέρου εμπόδιζε την παραγωγή εσωτερικών αποκλίσεων που θα προέκριναν τα ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και πολιτικού μετασχηματισμού προς όφελος των υποτελών τάξεων. Τα προβλήματα με την κριτική ξεκινάνε όταν αρχίζει να τίθεται ως έπρεπε των αγώνων άρα και ως βασική έλλειψη τους, η (μη) πολιτική συγκρότηση της εργατικής τάξης και η (μη) κάθοδος της στους δρόμους ως συνειδητή και αυτόνομη δύναμη.[2] Για να αποφευχθεί εδώ μια ιδεαλιστική συνάρθρωση επιθυμίας και πραγματικού πρέπει να απαντηθούν ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα. Γιατί η προοπτική μιας πολιτικά συγκροτημένης εργατικής τάξης εμφανίστηκε μόνο ως μειοψηφική προτροπή χωρίς αποδέκτη και όχι ως πρακτική δυνατότητα που εγγραφόταν σε μια μαζική ροή; Γιατί σήμερα ο μόνος δημοφιλής πολιτικά αντί-λόγος στον νεοφιλελευθερισμό είναι ο (αριστερός ή δεξιός) λαϊκισμός ενώ όσο πιο εργατιστικός ένας λόγος τόσο πιο περιθωριακός είναι; Ελλιπής ταξική συνείδηση, είναι η εύκολη απάντηση. Τι σημαίνει όμως ακριβώς αυτό; Αν αφορά μια προβληματική κατανόηση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, είναι δύσκολο όντως να αρνηθεί κανείς τη φτώχεια και το χαμηλό επίπεδο του δημόσιου λόγου. Αν από την άλλη υπονοείται κάποια “προλεταριακή αυθεντικότητα” σε αντιπαραβολή με τον “μικροαστισμό” του αντιμνημονιακού όχλου, κινούμαστε στα πλαίσια ενός κανονιστικού ιδεαλισμού. Όσοι κατέβηκαν στο δρόμο μια χαρά “συνείδηση” των συμφερόντων τους είχαν είτε ως μικροϊδιοκτήτες, μισθωτοί ή άνεργοι· δεν είναι τυχαίο ότι μια από τις κορυφώσεις του αντιμνημονιακού αγώνα, που μορφολογικά θα μπορούσε να αποτελεί το ξέσπασμα μιας μαζικής εξέγερσης, – η 12η Φεβρουαρίου – συνέβη τη μέρα ψήφισης της μείωσης του βασικού μισθού και του επιδόματος ανεργίας. Αυτή όμως η συνείδηση εντάσσεται και διαχέεται στις ροές όπου τα εργατικά στρώματα συναρμόζονται με αυτό το ετερογενές πλήθος που μοιράζεται μεταξύ του πολλά (χρέη, υποχρεώσεις, εξαρτήσεις, επισφάλεια, ματαιωμένες προσδοκίες) αλλά και που το χωρίζουν αρκετά ώστε να μη συγκροτεί (πολιτική) τάξη όσο μια “αόρατη πλειοψηφία” – την οποία και η έννοια του Λαού προσπαθεί να φέρει στη δημόσια σφαίρα, με όλα τα προβλήματα και τους αποκλεισμούς που περιέχονται.[3]

Φυσικά, η ποσότητα δεν είναι και ποιότητα. Ακόμα περισσότερο, εφόσον η επιθυμία είναι μια παραγωγική διαδικασία τίποτα δεν εμποδίζει να επιχειρηθεί αυτό που τώρα μοιάζει ανέφικτο να γίνει εφικτό. Αυτή δεν είναι και η ουσία κάθε πολιτικής χειραφέτησης; Από την άλλη, επειδή δεν μπορούμε να υπερπηδήσουμε την ιστορία – δηλαδή τις υλικές συνθήκες στις οποίες ζούμε – η “πολιτική ανασυγκρότηση της τάξης”[4] δεν μπορεί να γίνει με όρους του παρελθόντος αλλά πρέπει να αντιμετωπίσει μια πολύ συγκεκριμένη πραγματικότητα: τον κατακερματισμό και τη διαφοροποίηση των εργατικών τάξεων που έχει προσλάβει διεθνή έκταση, τη διευρυμένη επισφάλεια, την εξάπλωση δουλειών που δεν παράγουν κανένα “class-pride”, την παρακμή του κοινωνικού κόσμου της εργασίας και των κοινοτήτων που τον αναπαρήγαγαν, τις σύγχρονες μορφές και τεχνικές εξουσίας, εξάρτησης και υποκειμενικοποίησης που τέμνουν παραδοσιακούς ταξικούς διαχωρισμούς, τη σύμφυση ανθρώπινου/τεχνικού και υποκειμένου/αντικειμένου σε ροές και μορφές που δυσκολεύουν τη θεμελίωση ενός πολιτικού προτάγματος στη “ζωντανή εργασία” κ.α. Σε κάθε περίπτωση, η “συνείδηση” είναι μια υλική διαδικασία συμμετοχής σε έναν δεδομένο κόσμο· εφόσον αυτός ο κόσμος δεν αποτελεί στατική διαρρύθμιση πραγμάτων αλλά ροές έντασης (συλλογικών και ατομικών, οργανικών και ανόργανων) σωμάτων, η συνείδηση, ως μια τέτοια σωματική ροή, υπόκειται σε διαδικασίες μεταλλαγής και ριζοσπαστικοποίησης οι οποίες όμως συντελούνται μόνο εν τω γίγνεσθαι του κόσμου άρα και των αγώνων που παράγονται ιστορικά. Έξω από αυτό το πλαίσιο, κάθε αναφορά σε “ταξική συνείδηση” ως αυτό-αναγνώριση που εμπεριέχει αυταπόδεικτες αλήθειες και κανονιστικές συμπεριφορές είναι απλά ιδεαλισμός (είτε ρομαντικής είτε ορθολογικής απόχρωσης) που έρχεται από τον 19ο αιώνα.

Επιστρέφοντας λοιπόν στους αντιμνημονιακούς αγώνες, στη δεδομένη συγκυρία της ελληνικής κοινωνίας όπως έβγαινε από 20 χρόνια “εκσυγχρονισμού”, δεν θα μπορούσε να παραχθεί ιστορικά κάτι άλλο από ένα κοινωνικά και πολιτικά ετερογενές κίνημα που συναρμοζόταν στη βάση ενός αρνητικού παρανομαστή – ενάντια δηλαδή στο Μνημόνιο. Συγχρόνως, επειδή ένα σημαντικό κομμάτι αυτών που βγήκαν στους δρόμους ήταν υλικά και ψυχικά προσδεμένοι στους όρους ζωής τους, αναμενόμενα ήθελαν να τους υπερασπίσουν ή να τους αποκαταστήσουν.[6] Ο αναγκαστικά αμυντικός χαρακτήρας που προσέλαβε το αντιμνημονιακό κίνημα όμως δεν εξάντλησε τη δυναμική του· επειδή οι πολιτικές διαμεσολαβήσεις που επικύρωναν τους υπάρχοντες όρους ζωής διαλύονταν μέσα από το Μνημόνιο – με πλέον χτυπητό παράδειγμα το ΠΑΣΟΚ – μια τέτοια υπεράσπιση/αποκατάσταση απαιτούσε και έναν μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος, ανοίγοντας έτσι ένα ορίζοντα αλλαγής.

Εντός αυτού του δυναμικού πεδίου αναδείχθηκαν μειοψηφικά κομμάτια που επένδυσαν την επιθυμία για άρνηση και αλλαγή με ριζοσπαστικό και συγκρουσιακό περιεχόμενο, συντελώντας, ειδικά όσον αφορά το συγκρουσιακό στοιχείο, ώστε και η μάζα των αγωνιζομένων να πάει πολύ πέρα από την αφετηρία της. Δεν πρέπει να υποτιμάμε την παρουσία αυτών των μειοψηφιών ούτε τις εκτεταμένες συγκρούσεις ως υλική υπενθύμιση και κατώφλι μιας δυνατότητας· ποτέ δεν συναρμόστηκε όμως μια πολιτική δύναμη ικανή να γίνει φορέας ενός επαναστατικού μετασχηματισμού. Στην κρίσιμη μάζα του το αντιμνημονιακό κίνημα διατήρησε τον συντηρητικό (υπό την έννοια της επιθυμίας συντήρησης μιας υπάρχουσας συνθήκης) και ρεφορμιστικό χαρακτήρα του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούσε να γίνει τίποτα άλλο από αυτό που έγινε, ούτε είναι άχρηστες τέτοιες υποθέσεις στο πλαίσιο επινόησης νέων πολιτικών ακολουθιών, στρατηγικών και τακτικών. Όσο όμως ανοιχτοί και αν ήταν οι αγώνες σε περαιτέρω ροές ριζοσπαστικοποίησης οι ψυχικές, υλικές και πολιτικές συνθήκες για μια κοινωνική (και δη ελευθεριακή-κομμουνιστική) επανάσταση απλά δεν υπήρχαν.

Η όποια δυναμική μετασχηματισμού συνεπώς παρέμεινε κατά βάση ενταγμένη στο τρίπτυχο άρνησης/ αποκατάστασης/αλλαγής, το οποίο, διαποτισμένο με όλα τα σχετικά (μίκρο- ή μάκρο-) συμφέροντα και προσδοκίες, όριζε τις ροές επιθυμίας που συνέθεταν το αντιμνημονιακό κίνημα, όπως και τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις, εντάσεις και αντιφάσεις του. Αυτό το τρίπτυχο μπορεί να ανιχνευθεί σε όλα τα ορόσημα του κινήματος: στην αγριεμένη μάζα της 5ης Μάη του ΄11, στις πλατείες της αγανάκτησης[7] αλλά και της δημοκρατικής παραγωγής (όπως και του διαχωρισμού “πάνω και “κάτω” Συντάγματος), στην εξεγερτική έκρηξη της 12ης Φεβρουάριου του ΄12, στο Όχι του δημοψηφίσματος. Από αυτά τα “μεγάλα” συμβάντα μέχρι τις “μικρές” αντιστάσεις – τις αρνήσεις αξιολόγησης και πληρωμών, τις επανασυνδέσεις κλπ – το εν λόγω τρίπτυχο παρήχθη ως υλική δύναμη που παρεμπόδιζε την υλοποίηση του Μνημονίου και που δεν προκάλεσε απλά τεράστια κρατική καταστολή αλλά ώθησε το ντόπιο και διεθνές κατεστημένο σε συνεχείς πολιτικούς ελιγμούς και αναδιατάξεις.

Εδώ εντάσσεται και η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Όσοι λένε ότι η “πρώτη φορά Αριστερά” ήταν ένα αποκούμπι του συστήματος έχουν δίκιο. Ήταν όντως μόνο μια κυβέρνηση με βάση ένα αριστερό κόμμα που (θα) μπορούσε να συνεχίσει την αναδιάρθρωση μέσω της υπογραφής ενός τρίτου Μνημονίου. Αλλά αν μια διαλεκτική ανάλυση προσπαθεί να κατανοήσει το δομικό και το υποκειμενικό ως τροπικές εκφάνσεις της ίδιας πραγματικότητας και όχι ως διακριτούς παράγοντες, δεν πρέπει να τα συγχέει μεταξύ τους, καταλήγοντας έτσι να αναγιγνώσκει πολιτικές διαδικασίες και γεγονότα -όπως τη διαβόητη διαπραγμάτευση- ως φαινομενικότητες που κρύβουν σκοτεινά σχέδια “των εξουσιαστών”. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ στην κυβερνητική εξουσία δεν ήταν καθόλου μέρος κάποιου πλάνου των διεθνών ελίτ και της ντόπιας ολιγαρχίας και για αυτό άλλωστε επί της ουσίας δεν έγινε – όσον αφορά ό, τι αντιπροσώπευε και την έφερε εκεί – ποτέ αποδεκτή. Αν, λοιπόν, στην Ελλάδα, μόνο η “αριστερά του κεφαλαίου” μπορούσε να υπογράψει ένα νέο Μνημόνιο αυτό δείχνει όχι μόνο το βάρος της ιστορίας αλλά και τη δύναμη του αντιμνημονιακού κινήματος. Υπό αυτή την έννοια, η 25η Ιανουαρίου ήταν σαφέστατα μια νίκη του τελευταίου, αφού σηματοδότησε την άνοδο στην κυβέρνηση πολιτικών δυνάμεων που από τα Αριστερά και τα Δεξιά διαμεσολαβούσαν και εξέφραζαν την επιθυμία άρνησης/ αποκατάστασης/αλλαγής.

Το γεγονός όμως, τότε, ότι η κυβέρνηση που εξέλεξε η αντιμνημονιακή συνάρμοση υπέγραψε ένα νέο μνημόνιο, χρησιμοποιώντας μάλιστα όλα τα αντιδημοκρατικά τρικ που υπάρχουν στη φαρέτρα του κοινοβουλευτισμού, συμπυκνώνει αυτό που φάνηκε σε όλες τις άλλες στιγμές-ορόσημα, με τελευταίο πάλι το δημοψήφισμα, δηλαδή την αδυναμία αποτροπής των πολιτικών λιτότητας και υποτίμησης. Υπό αυτή την έννοια, όλες οι εκδηλώσεις της δύναμης του αντιμνημονιακού κινήματος ως συνάρμοση άρνησης/αποκατάστασης/αλλαγής ήταν συγχρόνως εκδηλώσεις της αδυναμίας του και των ορίων του. Το θέμα εδώ δεν είναι να δικαιολογηθεί η κυβέρνηση ρίχνοντας την ευθύνη στο κίνημα, κατά το κλασικό “αυτό θέλει ο κόσμος”. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κατατρόπωση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, και ειδικότερα της προοπτικής μιας αριστερής κυβερνητικότητας που κόμιζε ο ΣΥΡΙΖΑ, οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη μη-επιθυμία ρήξης και σύγκρουσης των κυβερνόντων, μια μη-επιθυμία που είναι συνυφασμένη με τον πολιτικό ρεφορμισμό. Με άλλα λόγια, στον πυρήνα της υπογραφής του νέου Μνημονίου υπάρχει μια χαμηλής έντασης επιθυμία, κάτι που δεν πρέπει να προσληφθεί ως ψυχολογικοποίηση αλλά ως ρητή πολιτική κριτική. Η ίδια όμως πολιτική κριτική αφορά και το αντιμνημονιακό κίνημα. Η “μνημονιακή συμμόρφωση” του ΣΥΡΙΖΑ, συνεπώς, είναι κάτι παραπάνω από ήττα της επίδοξης νέας σοσιαλδημοκρατίας, του αριστερού κυβερνητισμού και του πολιτικού ρεφορμισμού. Μαζί με όλα αυτά είναι και ήττα των αντιμνημονιακών αγώνων, μια ήττα που αντανακλά την αδυναμία (πραγμάτωσης) της επιθυμίας άρνησης/αποκατάστασης/αλλαγής. Το αντιμνημονιακό κίνημα δεν μπορούσε να αρνηθεί το Μνημόνιο διότι η αλλαγή που επέφερε δεν μπορούσε να υπερασπιστεί και να αποκαταστήσει αυτό που υπήρχε.

Αυτή η ήττα του ρεφορμισμού όχι μόνο ως πολιτική προοπτική αλλά και ως ψυχική επένδυση, είναι επίπονη στις άμεσες επιπτώσεις της αλλά από την άλλη ανοίγει νέους ορίζοντες. Δυστυχώς, στον α/α χώρο και στην άκρα αριστερά υπάρχει η τάση να σταματά η ανάλυση εδώ και να αποδίδεται πλήρως η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ και του αντιμνημονιακού κινήματος στον ρεφορμισμό τους (ή ακόμα χειρότερα όσον αφορά τον πρώτο στις δόλιες του εξουσιαστικές προθέσεις). Το πρόβλημα με αυτό είναι ότι, χωρίς να αναγνωρίζεται, διαπράττεται το σφάλμα που κάνει από τη δική του σκοπιά ο συντηρητικός αναθεωρητισμός αναφορικά με την επαναστατική παράδοση: διαγιγνώσκει ένα φαινόμενο ως εγγενές αποτέλεσμα της εσωτερικής λογικής μιας πολιτικής και ιδεολογικής προοπτικής αγνοώντας έτσι τις ιστορικές συνθήκες.[8] Από μια διαλεκτική σκοπιά, φυσικά, οι τελευταίες δεν είναι καθαρή εξωτερικότητα, αλλά ένα πεδίο που περιέχει τη δράση των υποκειμένων. Από αυτή τη σκοπιά, είναι η εξαρχής συγκαταβατική στάση της κυβέρνησης που συντέλεσε να οδηγηθεί η κατάσταση σε τόσο οριακό σημείο. Ήταν όμως το ενδεχόμενο οικονομικής ασφυξίας και κοινωνικής κατάρρευσης απλά ιδεολογήματα; Όσο σημαντικό και αν είναι να τονίζεται ότι η κρίση δεν αποτελεί φυσικό γεγονός την κάνει αυτό λιγότερο αντικειμενική; Ο κόσμος, πάντως, μπορεί να έχει έλλειμμα κριτικής κατανόησης και μπόλικες αυταπάτες αλλά δεν είναι μπούφοι: κατάλαβαν ότι μια μη-συμφωνία είναι άλμα στην αβεβαιότητα και για αυτό δεν αντέδρασαν μετά τη σύναψη συμφωνίας παρόλο που την είχαν καταψηφίσει στο δημοψήφισμα. Αυτό δεν ακυρώνει το Όχι αλλά το βάζει στη σωστή του διάσταση: ήταν μια στιγμή συλλογικής άρνησης, σημαντική αν ληφθεί υπόψη η περιρρέουσα τρομοκρατία αλλά χωρίς τη δύναμη να πάρει τη μορφή κατάφασης άρα και (τη δεδομένη στιγμή) έναν αντικυβερνητικό χαρακτήρα. Όταν η ρήξη επενδύεται τόσο ώστε να γίνει πυρηνική έννοια του φαντασιακού είναι εύκολο να υποβαθμίζονται οι πραγματικές επιπτώσεις όπως και ότι δεν είναι όλοι πρόθυμοι να τις αντιμετωπίσουν, ειδικά όταν οι εναλλακτικές που προσφέρονται αδυνατούν να εμπνεύσουν ή να πείσουν ότι θα επιφέρουν κάποια σημαντική βελτίωση της ζωής.

Εδώ βρίσκεται, από τη σκοπιά μιας ριζικής κριτικής στο υπάρχον και η ουσία του ζητήματος: όχι μόνο το ότι οι αγώνες ενάντια στη λιτότητα και την υποτίμηση δεν αποτέλεσαν μονάδες παραγωγής μιας συνολικής εναλλακτικής αλλά και η μεγάλη αδυναμία των διάφορων ριζοσπαστικών/επαναστατικών τάσεων να γίνουν κομιστές μιας τέτοιας εναλλακτικής και να πάνε πέρα από τη συνθηματολογία, μια παθιασμένη όσο και αφηρημένη ρητορική καταστροφής ή μια ρομαντική και αισθητικοποιημένη “άρνηση”.

Υπάρχει πχ. μια επένδυση στους “αδιαμεσολάβητους” ταξικούς αγώνες, ιδιαίτερα στον μαχητικό συνδικαλισμό. Το ερώτημα εδώ δεν είναι αν ο τελευταίος είναι εφικτός, κάτι που άλλωστε απαντιέται καταφατικά στο πρακτικό επίπεδο μέσα στους αγώνες που δίνονται. Όμως ως συνδικαλισμός – ως αγώνας επί των όρων διεξαγωγής της μισθωτής εργασίας – εγγράφεται, αναδύεται και καθορίζεται από μια δεδομένη οικονομική-νομική-πολιτική συνθήκη. Η εντατικοποιημένη διεθνοποίηση των ροών του κεφαλαίου, η χρηματιστικοποίηση, οι διεθνείς θεσμοί και δομές εξουσίας με τους μηχανισμούς επιβολής που διαθέτουν, η κρίση και η υπέρ-συσσώρευση, η υποτίμηση και η λιτότητα ως νομικό-υλική οργάνωση τους, ορίζουν την οικονομική συγκυρία και το δικαιϊκό-πολιτικό πλαίσιο, δηλαδή την πραγματικότητα των όποιων εργατικών αγώνων. Αν ο “αγώνας ενάντια στα αφεντικά” δεν λάβει υπόψη του αυτές τις προκείμενες είναι απλά μια αφαίρεση που υποδύεται το υπέρ-ιστορικό αξίωμα. Πως μέσα στις συνθήκες επιθετικής αναδιάρθρωσης που έχουν παραχθεί στην Ελλάδα, και αδιαφορώντας για το γενικό καθεστώς λιτότητας και ύφεσης που έχει επιβληθεί, είναι δυνατόν να επιτευχθεί μια μη-αποσπασματική ανατίμηση της εργατικής δύναμης; Μπορεί επιμέρους αγώνες να νικήσουν και να δικαιωθούν αλλά ο συνδικαλισμός αναπόφευκτα αναδύεται σε μια πραγματικότητα όπου πολύ χειρότερο από το να σε εκμεταλλεύονται είναι το να μην σε εκμεταλλεύονται.[9] Σε τέτοιες συνθήκες η ανάδυση ενός προωθητικού μαζικού εργατικού κινήματος είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ακόμα όμως και αν αναπτυσσόταν ένα τέτοιο εργατικό κίνημα αδυνατώ να δω πως μια βαθιά κοινωνική μεταρρύθμιση υπέρ της εργασίας θα μπορούσε να ευδοκιμήσει έξω από την εγγραφή της σε μια συνολικότερη εναλλακτική στο νεοφιλελεύθερο καθεστώς συσσώρευσης και κυβερνολογικής.

Ως μέρος μιας τέτοιας συνολικότερης εναλλακτικής προτάσσεται η δημιουργία και επέκταση αυτόνομων αντί-δομών έξω από τα υπάρχοντα θεσμικά πλαίσια. Τι ακριβώς όμως οργανώνουν, διαχειρίζονται και αρνούνται αυτές οι (αντί)δομές; Οι συλλογικές κουζίνες μαγειρεύουν προϊόντα που ακόμα και αν απαλλοτριωθούν έχουν παραχθεί ως εμπορεύματα. Οι καταλήψεις κλέβουν ρεύμα το οποίο παράγεται σε εργοστάσια. Αρνούμαστε να πληρώσουμε εισιτήρια σε μεταφορικά μέσα που θέλουν καύσιμα για να κινηθούν· και ούτω καθεξής. Ακόμα και η επέκταση στην παραγωγή, όπως δείχνει η ΒΙΟ.ΜΕ, με κανένα τρόπο δεν αποσπά μια δομή αυτοδιαχείρισης από την αγορά και τους καταναγκασμούς της πχ. την ανάγκη εύρεσης κεφαλαίου κίνησης. Εδώ ενυπάρχουν δυο κρίσιμα συμπεράσματα: στην παρούσα συγκυρία οι αντί-δομές (α) προϋποθέτουν μια στοιχειωδώς λειτουργική οικονομία άρα και ένα λειτουργικό κράτος· (β) αποτελούν εναλλακτική μορφή αντιμετώπισης της λιτότητας. Υπάρχουν, φυσικά, ποιοτικές διαφορές με άλλες μορφές διαχείρισης της φτώχειας, πχ. αυτές της οργανωμένης φιλανθρωπίας, διαφορές που διακρίνουν τις κινηματικές αντί-δομές ως ανταγωνιστικά εγχειρήματα. Αλλά πρέπει να έχουμε ένα μέτρο των πραγμάτων και του μεγέθους τους. Σημαντικά ως πειραματισμοί, αλλά για κανένα λόγο ακόμα στο επίπεδο διευρυμένης ροής κοινωνικής μεταρρύθμισης ή μετασχηματισμού, τα όποια αυτό-οργανωμένα εγχειρήματα είναι αναγκασμένα να διαπραγματεύονται συνεχώς με τα όρια και τις αντιφάσεις τους.

Φυσικά, η επανάσταση υποτίθεται ότι είναι η λύση σε αυτά τα ζητήματα, το ποιοτικό άλμα που θα ξεπεράσει καταστρέφοντας τις μορφές πραγμάτωσης του κεφαλαίου άρα και τους καταναγκασμούς που προκύπτουν εξ αυτών. Έξω όμως από έναν άκρατο βολονταρισμό ή το αποκαλυπτικό όραμα της παγκόσμιας ανάφλεξης που θα κάψει τον “παλιό κόσμο”, ένα επαναστατικό ξέσπασμα, ακόμα και αν εξελιχθεί σε διεθνές επαναστατικό κύμα, δεν μπορεί να παρακάμψει την ιστορική του πραγματικότητα πχ. το ρόλο που έχει σήμερα το χρήμα στην αναπαραγωγή της (κοινωνικής) ζωής. Είναι ενδιαφέρον εδώ ότι ενώ ενίοτε τονίζεται ως παραδειγματική η μονομερής διαγραφή του χρέους από τους Μπολσεβίκους δεν αποδίδεται το ίδιο βάρος στο ότι μετέπειτα αναγκάστηκαν να ψάξουν νέα δάνεια (αλλά και τεχνογνωσία) από τις καπιταλιστικές δυνάμεις. Στη σημερινή εποχή ηγεμονίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, όπου οι ροές παραγωγής εγγράφονται σε και διαμεσολαβούνται από ροές πίστωσης που εμπλέκουν κάθε επιμέρους δραστηριότητα (είτε παραγωγική είτε καταναλωτική) στα παγκόσμια κυκλώματα του κεφαλαίου, η ανάγκη για δανεισμό θα ήταν ακόμα επιτακτικότερη για μια επαναστατημένη επικράτεια, εφόσον φυσικά δεν θα ήθελε να γνωρίσει καταστάσεις που θα κάνανε το “Μεγάλο Άλμα Εμπρός” να μοιάζει με σχολική εκδρομή. Φυσικά, αυτό θα σηματοδοτούσε εγγραφή σε μια σχέση χρέους, ενώ αντιστρόφως όσο περιοριζόταν ο δανεισμός και επιχειρείτο κάποια μορφή παραγωγικής αυτοδυναμίας θα αναπαραγόταν και κάποια μορφή λιτότητας. Προφανώς, αυτή η λιτότητα δεν θα ήταν ίδια με τη λιτότητα που επιβάλλεται σήμερα ως τεχνική νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της κρίσης υπέρ του κεφαλαίου. Αλλά θα παρέμενε μια τεχνητή εν σχέση με τις υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, με όλες τις εντάσεις που αναπόφευκτα αυτό θα παρήγαγε. Κάτι τέτοιο, εν τέλει, σημαίνει ότι όπως και ο ρεφορμισμός έτσι και η επανάσταση (θα) μετέχει σε μια εκ των βασικών αντιφάσεων της εποχής: ενώ υπάρχουν τεράστιες παραγωγικές και τεχνικές δυνατότητες ο ιστορικός ορίζοντας καθορίζεται από τη διευρυμένη αναπαραγωγή χρέους και λιτότητας.

Όλα αυτά δεν ταυτίζουν την επανάσταση με τον ρεφορμισμό, απλά τονίζουν ότι οι δυο αυτές πολιτικές προοπτικές μοιράζονται την ίδια πραγματικότητα άρα μετέχουν των αντιφάσεων της. Κατά τον ίδιο τρόπο, η παραδοχή ότι η επανάσταση δεν μπορεί απλά να παρακάμψει με μια πράξη βούλησης τον κύκλο της λιτότητας και του χρέους δεν σημαίνει ότι είναι εξ ορισμού καταδικασμένη. Αντιθέτως, ο (ελευθεριακός) κομμουνισμός είναι μια αντικειμενική δυνατότητα της εποχής που όχι μόνο πιστοποιείται ως γίγνεσθαι σε πλείστες διαδικασίες αλλά σχετίζεται άμεσα με την προαναφερθείσα αντίφαση και τις εντάσεις που τη συνοδεύουν και παράγει. Η πραγμάτωση, όμως, μια τέτοιας δυνατότητας δεν μπορεί παρά να αφορά μια μακρά και αβέβαιη διαδικασία που θα πρέπει να διαβεί την ιστορική συγκυρία χωρίς να στηρίζεται μόνο σε ένα ηρωικό ήθος διαρκούς επαναστατικής επιστράτευσης.

Για την ώρα, πάντως, βρισκόμαστε στο χείλος της τρύπας· εκτείνοντας το βλέμμα φαίνεται μια παγκόσμια οικονομία σε κατάσταση νευρικής κρίσης ενώ η εξαθλίωση, η βαρβαρότητα και το κοινωνικό χάος ως αποτελέσματα αλλά και τεχνικές διαχείρισης των παγκόσμιων ροών του κεφαλαίου διευρύνονται. Επικεντρώνοντας στον ελλαδικό χώρο διακρίνεται ο ορίζοντας μιας μακράς λιτότητας και κάμποσα ατομικά και συλλογικά αδιέξοδα. Η εκτίμηση μου είναι ότι, έξω από μια σταθεροποίηση και ανάκαμψη της οικονομίας, ο εσωτερικός ανταγωνισμός θα συμπυκνωθεί σταδιακά στο δίπολο “μέσα/έξω από την Ε.Ε.”, άρα και στο δίπολο Ευρώ/Δραχμή. Όπως και με το “μνημόνιο/αντιμνημόνιο” είναι δεδομένο ότι αυτό το δίπολο εμπεριέχει πολλές παγίδες και όρια όσον αφορά τη βελτίωση της ζωής των υποτελών τάξεων. Αλλά αν όντως παραχθεί ιστορικά θα πρέπει να το διαβούμε προσπαθώντας να διαπραγματευτούμε με αυτά του τα όρια, ανιχνεύοντας τις όποιες δυνατότητες και ορίζοντες (θα) ανοίγονται. Ό, τι όμως και αν βρίσκεται μπροστά μας θα κουβαλάει τις (θετικές και αρνητικές) παρακαταθήκες του αντιμνημονιακού κινήματος, αρνήσεις που αναζητούν τις καταφάσεις τους και ήττες που ζητάνε τη δικαίωση τους, από τη μακρινή 5η Μάη μέχρι την όψιμη 5η Ιούλη.

(Και κάτι σαν) Επίλογος

“Ακόμα και ένα αδιέξοδο είναι καλό αν αποτελεί μέρος ενός ριζώματος”.

G. Geleuze & F. Guattari, Κάφκα: Προς μια ελάσσων λογοτεχνία

Η μη-ανταπόκριση μεταξύ πραγματικού και επιθυμίας αποτελεί οντολογική προϋπόθεση κάθε κοινωνικού μετασχηματισμού άρα και καταστατική συνθήκη της ανθρώπινης ιστορικότητας. Αποτελεί όμως και γενεσιουργό συνθήκη εντάσεων και αντιφάσεων. Όσοι ειδικά επενδύουν σε ένα ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνικής πραγματικότητας καλούνται να ισορροπήσουν στο χάσμα επιθυμίας και πραγματικού, αντιμετωπίζοντας ή απωθώντας το δυσάρεστο (;) γεγονός ότι οι υποτελείς τάξεις συνήθως δεν δρουν όπως θέλουμε. Το ζήτημα εδώ δεν είναι να αντιπαραβληθεί κάποιο “αγνό” κοινωνικό υποκείμενο ή μια “αδιαμεσολάβητη” κοινωνική παρουσία σε “παραμορφωτικές” πολιτικές μεσολαβήσεις και ιδεολογίες με το (υποτίθεται) καταπιεστικό πάθος τους για ολότητα. Τίποτα από ό, τι ειπώθηκε δεν αναιρεί την επιθυμία αλλά και ανάγκη να υποβάλουμε τον κόσμο σε συνολική κριτική, να οραματιζόμαστε έναν άλλο κόσμο και να τον προετοιμάζουμε πρακτικά. Αλλά πρέπει να το κάνουμε χωρίς έπαρση, αναγνωρίζοντας τον περιθωριακό χαρακτήρα των φορέων επαναστατικής ιδεολογίας όπως και το ότι ούτε κατά διάνοια δεν έχουμε επεξεργαστεί επαρκώς τρόπους επίλυσης των τεράστιων δυσκολιών που θέτει η συγκυρία. Ακόμα γονιμότερο, όμως, θα ήταν να αναγνωριστεί ο προβληματικός χαρακτήρας της κατάστασης, καθώς ένα πρόβλημα δεν αποτελεί μια δυσκολία – την οποία απλά πρέπει να ξεπεράσουμε για να φτάσουμε κάπου που γνωρίζουμε – αλλά μια ανοιχτή διαδικασία της οποίας την απάντηση δεν ξέρουμε εκ των προτέρων. Μια τέτοια έλλειψη απάντησης αναπόφευκτα θα βιώνεται ενίοτε με όρους αδυναμίας και αδιεξόδου. Αλλά δεν υπονοεί παραίτηση. Αντιθέτως ίσως επιτρέψει την παραγωγή ενός προγράμματος που θα θεμελιώνεται στην ιστορική συγκυρία αλλά και στις υγιείς και δημιουργικές δυνάμεις που δρουν εντός της χωρίς να αυταπατάται ότι όλα τα φλέγοντα ζητήματα που τίθενται μπορεί να επιλυθούν εκ των προτέρων.

Στο κατώφλι που ο πραγματισμός συναντά την ουτοπία…

 

[1] Η ορολογία δεν είναι τυχαία. Το αντιμνημονιακό μπλοκ ήταν μια συνάρμοση και όχι μια “συμμαχία”. Η τελευταία αποτελεί μια πολιτική πράξη μεταξύ δυο ή περισσότερων συλλογικών φορέων στη βάση κάποιων ρητά διατυπωμένων συμφωνιών ή στόχων. Η συνάρμοση αποτελεί μια πιο γενική κατηγορία που αφορά την παραγωγή ιστορικών μορφών μέσα από δυναμικές ροές έντασης και η οποία δεν είναι απαραίτητα προϊόν συνειδητού υπολογισμού και στοχοθεσίας. Ενώ λοιπόν η σύναψη μιας συμμαχίας παράγει μια νέα συνάρμοση δεν είναι κάθε συνάρμοση και μια συμμαχία.

[2] Κάποιες τάσεις φυσικά όταν μιλάνε για την “τάξη μας” και την ανάγκη πολιτικής της συγκρότησης δεν αναφέρονται στην εργατική τάξη αλλά γενικότερα στους “καταπιεσμένους”. Δυστυχώς εδώ τα πράγματα είναι ακόμα δυσκολότερα, καθώς η καταπίεση, υπαρκτή όσο και αν είναι, είναι τόσο γενική σαν κατηγορία και περιέχει τόσες διαφοροποιήσεις που δεν είναι δυνατόν να θεμελιώσει ένα ταξικό ανήκειν, εφόσον φυσικά δεν χρησιμοποιούμε τον όρο “τάξη” με ένα εντελώς αφηρημένο ή βολονταριστικό τρόπο π.χ. “όσοι αγωνίζονται ενάντια στο κεφάλαιο”. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξουν κοινότητες αγώνα μεταξύ των υποτελών τάξεων, αλλά επειδή μιλάμε πάντα για μια πολλαπλότητα αυτή δεν μπορεί να συγκροτηθεί κάτω από μια υποτιθέμενη ταυτότητα συμφερόντων.

[3] Ο μεγάλος απών από το σχήμα του (εθνικού) Λαού είναι φυσικά και ο μεγάλος απών του αντιμνημονιακού κίνηματος, οι μετανάστες, μια απουσία που καταδεικνύει από μόνη τα όρια αυτού του κινήματος. Πρόκειται για ένα μεγάλο ζήτημα το οποίο δεν ξεμπερδεύεται σε μια υποσημείωση.

[4] Παρεμπιπτόντως, είναι ενδιαφέρον ότι όταν μιλάμε για πολιτική συγκρότηση χρησιμοποιείται πάντα ο ενικός ενώ ιστορικά όταν παράχθηκε ένα ισχυρό ταξικό ανήκειν μέσα στα εργατικά στρώματα, η εργατική τάξη διαφοροποιήθηκε πολιτικά. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία.

[6] Ούτε αυτό είναι καινοφανές, όπως και δεν αναιρεί την παραγωγή ριζοσπαστικών χαρακτηριστικών και τάσεων εντός ενός τέτοιου κινήματος υπεράσπισης/αποκατάστασης. Πρβλ., πχ., την μελέτη των λαϊκών κινημάτων της πρώιμης βιομηχανικής περιόδου από τον Craig Calhoun, The Question of Class Struggle: Social Foundations of Popular Radicalism during the Industrial Revolution, (Chicago: The University of Chicago Press, 1982)

[7] Η ονομασία “Αγανακτισμένοι” προκάλεσε αρκετά επικριτικά και ειρωνικά σχόλια, ως σύμπτωμα υποτίθεται του μικροαστισμού και της ελλειμματικής πολιτικής συγκρότησης και ταξικής συνείδησης των συμμετεχόντων. Όμως, όπως ο Σπινόζα έχει προ πολλού παρατηρήσει, η αγανάκτηση δεν είναι ένα ποταπό ατομικό ή ηθικό συναίσθημα αλλά ένα πολιτικό πάθος ικανό να κινητοποιήσει και εγγραφεί σε συλλογικές διαδικασίες εξέγερσης ή μετασχηματισμού. Για όποιον θέλει να το επιβεβαιώσει αυτό θα συνιστούσα απλά να δει το Θωρηκτό Ποτέμκιν.

[8] Πρβλ. την εξαιρετική μελέτη του Domenico Losurdo, War and Revolution: Rethinking the 20th Century, (London and New York: Verso, 2015).

[9] Σύμφωνα με την ρήση ενός στοχαστή, Γάλλου νομίζω, το όνομα του οποίου τώρα δεν θυμάμαι. Φυσικά αυτή η αντίφαση είναι εγγενής στον καπιταλισμό, αλλά εντείνεται όσο βαθαίνει η πραγματική υπαγωγή της ζωής στο κεφάλαιο.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ: Silence_Infinis / Κενό Δίκτυο