Monthly Archives: September 2015

Η ιστορία και η Σφίγγα: Περί ταραχών και εξεγέρσεων

Αναδημοσιεύουμε ένα από τα κείμενα που περιλαμβάνονται στην εξαιρετική έκδοση “ΒΑΛΤΙΜΟΡΗ” από τη Σχολή Κακών Παιδιών, το οποίο μέσω της κριτικής που ασκεί στον Badiou επιδιώκει να αναδείξει τα όρια της παραδοσιακής πολιτικής (με Π κεφαλαίο, θα λέγαμε εμείς, που εσχάτως έγινε πολύ της μόδας σε εκείνους τους κύκλους οι οποίοι συστηματικά αποφεύγουν να συνδέσουν τα όποια επαναστατικά -τους- προτάγματα με τους πραγματικούς σύγχρονους αγώνες του προλεταριάτου παντού στον πλανήτη) απέναντι στις ταραχές. Η εν λόγω μετάφραση δημοσιεύτηκε αρχικά εδώ.

eksofullo-e1434723608750

Η ιστορία και η Σφίγγα: Περί ταραχών και εξεγέρσεων

Ο Jasper Bernes και ο Joshua Clover για το «Η αναγέννηση της ιστορίας: Εποχές ταραχών και εξεγέρσεων» του Alain Badiou

1.

Οι ταραχές είναι η Σφίγγα της αριστεράς. Κάθε δήθεν ριζοσπάστης διανοούμενος αισθάνεται υποχρεωμένος, απ’ ό,τι φαίνεται, να απαντήσει στο αίνιγμα που ακούει να τίθεται από τις ταραχές του σήμερα, στο Μπαχρέιν ή τις Αστούριες, τη Χιλή ή τη Βρετανία: Γιατί τώρα; Γιατί εδώ; Γιατί στασιάζουν; Και οι απαντήσεις γενικά ανήκουν σε λίγες απλές κατηγορίες. Πρώτον, αν η εξέγερση φαίνεται να στερείται εστίασης ή να μην παρουσιάζει ξεκάθαρα αιτήματα – αν δηλαδή, δεν μπορεί να διαβαστεί ως «διαμαρτυρία», όπως στην περίπτωση των ταραχών του Λονδίνου το καλοκαίρι του 2011 – ο διανοούμενος θα τις ζωγραφίσει ως «άνευ νοήματος ξεσπάσματα» (Slavoj Žižek), που τα κάνουν «άμυαλοι ταραξίες» (David Harvey). Πάντα, οι αποδόσεις της απουσίας νοήματος πρέπει να βρουν στήριξη σε μια απολογητική κοινωνιολογία, καθιστώντας έτσι τους στασιαστές απλές παρενέργειες μιας άνισης κοινωνίας, συμπτώματα του νεοφιλελευθερισμού, της καπιταλιστικής κρίσης και της επακόλουθης λιτότητας. Συχνά, τέτοιου τύπου σχολιασμός εμμένει στην υποχωρητική ρητορική δομή του «ναι μεν, αλλά…» Με τα λόγια του Tariq Ali από το London Review of Books:

Ναι, ξέρουμε ότι η βία στους δρόμους του Λονδίνου είναι κακή. Ναι, ξέρουμε ότι το πλιάτσικο στα μαγαζιά είναι λάθος.
Αλλά γιατί συμβαίνει τώρα; Γιατί δε συνέβη πέρσι;
Γιατί οι αδικίες συσσωρεύονται με την πάροδο του χρόνου, γιατί όταν το σύστημα επιθυμεί το θάνατο ενός νεαρού μαύρου πολίτη από μια υποβαθμισμένη κοινότητα τότε, ταυτόχρονα αν και υποσυνείδητα, θέλει την απάντηση.

Πολύ χειρότερος από τέτοιες χλιαρές και απρόθυμες απολογίες είναι ο ισχυρισμός που επαναλαμβάνεται με ανησυχητική συχνότητα από ανθρώπους που θα έπρεπε να ξέρουν καλύτερα, ότι οι ταραξίες στο Λονδίνο δρούσαν ως αποτέλεσμα των αντιφατικών επιταγών της νεοφιλελεύθερης κοινωνίας. Τέτοιος σχολιασμός είναι παρομοίως μια συμπτωματική αναφορά. Για τον Harvey, οι εξεγερμένοι δεν είναι τίποτε άλλο από απλές αντανακλάσεις της απληστίας και της πλεονεξίας του μετα-θατσερικού καπιταλισμού. Για τον Πολωνό κοινωνιολόγο Zygmunt Bauman, το πλιάτσικο είναι απλά μια βίαιη και ριψοκίνδυνη εκδοχή του να κάνεις ψώνια, μια έκφραση της υλιστικής κοινωνίας των καταναλωτών.

Έπειτα, υπάρχουν και οι σχολιαστές που βλέπουνε τις ταραχές ως απλώς παραπλανημένες, και όχι ως αντανακλάσεις της καπιταλιστικής ιδεολογίας. Τέτοιοι συγγραφείς αντιλαμβάνονται τις ταραχές ως μια μηχανή που στερείται τις σωστές ράγες. Η αποτυχία ακολούθως ανήκει στην εξαθλιωμένη/ ξεχαρβαλωμένη αριστερά γενικά, που απέτυχε να παρέχει μια «εναλλακτική» ή ένα «πολιτικό πρόγραμμα» το οποίο να μπορέσει να τιθασεύσει, να σχηματοποιήσει και να κατευθύνει την οργή των ταραχοποιών. Ρωτά ο Žižek: «Ποιος θα καταφέρει να κατευθύνει την οργή των φτωχών;» Ξεχάστε την πιθανότητα οι φτωχοί να είναι ικανοί να κατευθύνουν μόνοι τους την οργή τους.

Μπορεί κανείς να δει τις θεμελιωδώς πατροναριστικές γραμμές που είναι κοινές σε όλες τις απαντήσεις. Σε κάθε μία, ο διανοούμενος καταλογίζει ένα είδος ψευδούς συνείδησης στους ταραξίες, προκείμενου να καταστεί αυτός (και συνήθως είναι αυτός) όλο και πιο αναγκαίος ως η φωνή της απούσας εξουσίας. Αυτοί οι διανοούμενοι ακούνε στις εξεγέρσεις μια ερώτηση στην οποία πρέπει να απαντήσουν. Δεν αντιλαμβάνονται ότι οι ταραχές είναι μάλλον, μια απάντηση στην ερώτηση που αρνούνται να διατυπώσουν.

2.

Ο Alain Badiou δεν είναι κάποιος που κρύβεται από τη Σφίγγα. Παρόλα αυτά, είναι ένας παράδοξος υποψήφιος για να αφιερώσει ένα ολόκληρο βιβλίο στην εκτυλισσόμενη εποχή των ταραχών. Από τη μία πλευρά είναι απολύτως λογικό: Ο Badiou έχει διατηρήσει μια σύνδεση με τη μαχητικότητα από τις μέρες του ως νεαρός μαοϊκός Γάλλος ως την τρέχουσα θέση του ως δεσπόζων αρχι-μαέστρος της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας: Πράγματι πρόκειται να εκδώσει ένα κάποιου είδους εγχειρίδιο που μεταφράζεται ως Φιλοσοφία για Αγωνιστές. Από την άλλη υπάρχει μια περίεργη αναντιστοιχία μεταξύ του στοχαστή και του θέματος – υποκειμένου εδώ, που προκαλείται εν μέρει από τους δυσανάλογους ρυθμούς και τονικότητες της θέσης των διανοούμενων και της παγκόσμιας κρίσης. Ο συλλογιστική του Badiou όσο στρατευμένη κι αν είναι, διατηρεί πάντα ένα σημαντικό βαθμό αφαίρεσης (ως φιλόσοφος, είναι ιδιαίτερα γνωστός για την προαγωγή του τομέα της οντολογίας διαμέσου της αυστηρής εφαρμογής της θεωρίας των συνόλων).

Όσον αφορά την πολιτισμική ιστορία, όμως, η μεγαλύτερη σημασία του Badiou έγκειται στη δια βίου πίστη του σε αυτό που ονόμασε «η κομμουνιστική υπόθεση1». Στα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση του Ανατολικού Μπλοκ όπου ο κομμουνισμός – ως όντως υπαρκτή πολιτική, θεωρητικό σχήμα, και κοινωνική επιθυμία – έπεσε παγκοσμίως σε αχρηστία, ο Badiou και ελάχιστοι ακόμα διαχειρίστηκαν με σύνεση οιαδήποτε σπίθα παρέμενε εντός των πνευματικών κύκλων. Με αυτή την έννοια είναι κατά πολύ μια κατοπτρική εκδοχή αυτού που ο ο Hugh Kenner, ο μεγάλος βιογράφος του Pound, έλεγε «ο άνθρωπος της δίνης», στο κέντρο μιας ιστορίας που συσπάται και μεταλλάσσεται με την ώρα. Ο Badiou είναι ένας άνθρωπος της ερήμου: μια φιγούρα του μεσοδιαστήματος άνευ ορίζοντα, όπου οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές με τον περίφημο δυναμισμό τους, παρήγαγαν ένα μονόχρωμο πολιτικό τοπίο στο οποίο κάθε σοβαρός ανταγωνισμός είχε κατά βάση εξουδετερωθεί (καίτοι υπήρξαν κάποιες συγκεκριμένες εξελίξεις στη Νότια Αμερική.) Αν η ιστορία δεν είχε ακριβώς πεθάνει, πάντως φαινόταν κάτωχρη.

Όταν πια τα ενδιαφερόμενα μέρη συναντήθηκαν για το συνέδριο «The Idea of Communism» το 2009 στο Birkbeck Institute, αυτή η σαν έρημος μικρο-εποχή είχε περάσει. Σχεδόν παντού, αν και άνισα, είχαν ξεσπάσει μαχητικοί αγώνες ενάντια στα συσπειρωμένα καθεστώτα του κεφαλαίου και του κράτους. Έλαμψαν φωτεινά, αργόσβησαν, καταστάλθηκαν βίαια ή έφαγαν τις ουρές τους2, αλλά ως γενική τάση, εξαπλώθηκαν. Η πίεση για τους φιλοσόφους να «αναθρέψουν» μια θεωρία «αντίστασης/αντίθεσης» με την ελπίδα των μελλοντικών ανταγωνισμών δε σταμάτησε, παρά σε ένα άλλο χωροχρόνο. Αναπόφευκτα (όπως χιλιάδες συνελεύσεις του Occupy μαρτυρούν), διανοούμενοι στρέφονταν στο να εμπλακούν με αυτές τις αλλαγμένες συνθήκες, εκστρατεύοντας από την έρημο για να εξετάσουν τη δράση στους δρόμους «εν τω γεννάσθαι» – ανάμεσα τους σε εξέχουσα θέση και ο Badiou.

Το συνέδριο του 2009 στο Birkbeck γέννησε πολλά βιβλία, που όλα τους ποντάρουν πολλά στο στοίχημα ότι η παρούσα περίοδος μπορεί να παρουσιάσει μια ανανέωση της «κομμουνιστικής υπόθεσης» και να κλείσει τη μακρά περίοδο νεοφιλελεύθερης αντίδρασης που κρατά από τη δεκαετία του ’70. Αλλά οι αξιώσεις για μια τέτοια ανανέωση βασίζονται μόνο σε επιλεγμένες περιπτώσεις από παρατηρημένες ιστορικές εξελίξεις, από νέες μορφές κομμουνιστικής πρακτικής ή αγώνα. Ακόμα συχνότερα, φαίνεται να ποντάρουν με βάση την αλλαγή στις κουβέντες καφενείου μεταξύ φιλοσόφων – περισσότερο μάλλον στην ιδέα του κομμουνισμού, παρά στην πολιτική πρακτική του. Αυτό έρχεται σε αξιοσημείωτη αντίθεση με την εκπόνηση του κομμουνισμού που βρίσκει κανείς για παράδειγμα, σε ένα βιβλίο όπως το «η Εξέγερση που Έρχεται», του οποίου οι συγγραφείς βασίζουν τη θεωρητική εκπόνηση ενός νέου κομμουνισμού στην κριτική εξέταση των πρακτικών, των αγώνων και των κοινωνικών κινημάτων της τελευταίας δεκαετίας. Αλλά όσοι είναι εξοικειωμένοι με τη φιλοσοφία του Badiou και το πόσο βασίζεται σε λογικές αποδείξεις, αξιώματα, και στοιχειώδη επιχειρηματολογία, δε θα εκπλαγούν που, για αυτόν, η κομμουνιστική πρακτική ακολουθεί την κομμουνιστική ιδέα. Η πρωτοκαθεδρία της ιδέας είναι ολοφάνερη στον Badiou, αν μη τι άλλο επειδή εμφανίζεται κεφαλαιογράμματη: «Ιδέα», όχι «ιδέα». Γυαλίζοντας την πλακέτα με τον τίτλο του από νωρίς, ισχυρίζεται ότι «Η μόνη πιθανότητα αφύπνισης είναι η λαϊκή πρωτοβουλία στην οποία θα ριζώσει η δύναμη μιας Ιδέας.

Έτσι και το «The Rebirth of History» χρησιμοποιεί την Αραβική Άνοιξη και άλλες εξεγέρσεις των τελευταίων ετών ως εμπειρική επικύρωση του πιο αφηρημένου πλαισίου που αναπτύσσεται στο βιβλίο «Η Κομμουνιστική Υπόθεση». Πρώτα η Ιδέα, έπειτα η ανάδυσή της στον κόσμο. Σίγουρα η σχέση μεταξύ της ιστορίας και της Ιδέας είναι πιο περίπλοκη από ότι η παραπάνω περιγραφή μπορεί να την κάνει να φαίνεται, μιας και οι «οι πολιτικές αλήθειες» που σχηματίζουν τη βάση για την «Ιδέα» παράγονται από την ιστορία κατά το ξεδίπλωμά της. Κι όμως, την ίδια στιγμή, όσο η Ιδέα είναι προϊόν της ιστορίας άλλο τόσο, παραδόξως, προηγείται αυτής: «η Ιδέα αναφέρεται σε ένα είδος ιστορικής προβολής του ιστορικού τι μέλει γενέσθαι μιας πολιτικής – ένα γίγνεσθαι που αρχικά επικύρωσε η εξέγερση». Αυτή η κυκλική χρονικότητα επιτρέπει στον Badiou να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο να εισηγείται ότι η Αραβική Άνοιξη απέτυχε εξαιτίας της έλλειψης μιας ανθεκτικής Ιδέας, και ότι ταυτόχρονα διευκόλυνε την αφύπνιση της Ιδέας στην παρούσα περίοδο.

Ανάμεσα σε αυτό που ο Badiou αποκαλεί «ενδιάμεση περίοδο» καπιταλιστικής παλινόρθωσης που ξεκινά στη δεκαετία του 1980 και σε μια νέα ακολουθία επαναστατικής πολιτικής δράσης κινούμενη από την Ιδέα, βρίσκεται η εξέγερση. Το «The Rebirth of History» είναι ουσιαστικά μια γραμματική των ταραχών, που χρησιμοποιεί τα πρόσφατα γεγονότα για να διακρίνει τις ταραχές σε αυτές που παράγουν «πολιτική αλήθεια» και εκείνες που δεν το κάνουν. Ο Badiou – ακούραστος κατασκευαστής κατηγοριών, σχημάτων και διαγραμμάτων – ταξινομεί τις ταραχές σε τρεις κατηγορίες, τις οποίες πραγματεύεται κατά σειρά αυξάνουσας πολιτικής σημασίας: οι «άμεσες», οι «λανθάνουσες» και οι «ιστορικές». Δοθέντος ότι, οι «άμεσες», αντιμπατσικές εξεγέρσεις των φτωχών όπως αυτές που έλαβαν χώρα στο Ηνωμένο Βασίλειο το καλοκαίρι του 2011 ή στα γαλλικά προάστια το 2005 ταξινομούνται ως αντανακλαστικά ξεσπάσματα μη στοχευμένης βίας, «αναρχικής και εν τέλει χωρίς μια ανθεκτική αλήθεια», ενώ αντίθετα οι ιστορικές ταραχές που παρακολουθήσαμε με τις Αραβικές εξεγέρσεις έδειξαν την ικανότητα να αντέχουν και να γενικεύουν.

Σε αντίθεση με τους περισσότερους σύγχρονούς του, ο Badiou έχει τουλάχιστον το προτέρημα ότι τουλάχιστον εξετάζει τις ταραχές από μια στρατηγική κι όχι ηθική σκοπιά, και διακρίνει μέσα τους κάτι άλλο από μια μανιασμένη αναπαράσταση της καπιταλιστικής κατανάλωσης. Δηλαδή, σε αντίθεση με τους Harvey, Žižek, Ali, και Bauman, αντιλαμβάνεται την εξέγερση ως κάτι περισσότερο από μια εκδήλωση της «κουλτούρας», κάτι περισσότερο από την έκφραση μιας υποκείμενης κοινωνικής αλήθειας που δε μπορεί παρά να επιβεβαιώνεται με τα καμένα αμάξια και τα λεηλατημένα καταστήματα. Οι ερωτήσεις που ο Badiou ακούει να εκστομίζει η Σφίγγα είναι οι σωστές: Πώς γενικεύουμε και επεκτείνουμε την επιθετική ικανότητα της εξέγερσης; Πώς και γιατί οι ταραχές εξαπλώνονται και γίνονται μια ανοιχτή εξέγερση – επανάσταση;

Αν και έχουμε ενδοιασμούς για τη διάκριση που κάνει ο Badiou ανάμεσα στις άμεσες και τις ιστορικές ταραχές, αξίζει να εμπιστευτούμε τον τρόπο με τον οποίο μετρά την επέκταση των ταραχών από την άποψη αφενός της διάδοσης στο φυσικό χώρο και αφετέρου δια μέσου των κοινωνικών κατηγοριών. Κατά την εκτίμηση του Badiou, ενώ οι άμεσες ταραχές εκτείνονται από τα προάστια του Παρισιού ως αυτά της Marseille, ή από τα council houses3 του Λονδίνου ως αυτά του Manchester, αυτό το κάνουν διαμέσου μιας μοναδικής κοινωνικής κατηγορίας: νέοι προλετάριοι άνδρες. Οι ιστορικές ταραχές, όμως παρουσιάζουν μια επέκταση σε διάφορες κατηγορίες, εξαπλωνόμενες σε άνδρες και γυναίκες, νέους και γέρους.

Ο Badiou κάνει λάθος όταν υποστηρίζει ότι οι «άμεσες» ταραχές απαρτίζονται αποκλειστικά από νέους άνδρες – άλλο δείχνουν τα αρχεία των συλλήψεων από τις ταραχές στη Βρετανία, και ακόμα, σε πολυάριθμες ταραχές της τελευταίας δεκαετίας που ορίζονται ως τέτοιες εμπλέκονταν γυναίκες, ηλικιωμένοι και παιδιά, αν και μάλλον όχι αναλογικά όσον αφορά τον αριθμό τους. Παρόλα αυτά, είναι απολύτως απαραίτητο να κατανοήσουμε το πώς οι ταραχές και οι εξεγέρσεις φτάνουν στο να περιλαμβάνουν (ή να παραμένουν περιορισμένες σε) διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Ένα πράγμα που διαχωρίζει σαφώς την Αιγυπτιακή εξέγερση από τις ταραχές του Ηνωμένου Βασιλείου ας πούμε, είναι ότι ως αποτέλεσμα κατά μεγάλο βαθμό της εδαφικοποίησης – στρατοπέδευσης στην πλατεία Tahrir, υπήρχαν πολυάριθμοι τρόποι να συμμετέχεις στον ξεσηκωμό που δεν εμπεριείχαν την άμεση μάχη με την αστυνομία και τα τσιράκια της. Αυτό δε συνεισέφερε μόνο στην επέκταση της εξέγερσης αλλά και στηn ανθεκτικότητα & διάρκεια της. Παρόλα αυτά, δε φτάνει μια εξέγερση να συντίθεται κι από άλλο κόσμο πέρα από νεαρούς προλετάριους άνδρες αν οι σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών ομάδων εξακολουθούν να ακολουθούν τον καθιερωμένο καταμερισμό της εργασίας στην καπιταλιστική κοινωνία – με τους άνδρες να συγκρούονται με την αστυνομία και τις γυναίκες να αναλαμβάνουν τις δουλειές φροντίδας, για παράδειγμα, ή τους προλετάριους να συγκρούονται και τη μεσαία τάξη να παρακολουθεί τις συνελεύσεις και να παίρνει τις σημαντικές αποφάσεις. Πρέπει να εξετάζουμε όχι μόνο το πώς μια εξέγερση εξαπλώνεται ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες αλλά και το πώς καταργεί (ή διαιωνίζει) τη βία τέτοιων κατηγοριών.

Επιπλέον, ο ίδιος ο διαχωρισμός που κάνει ο Badiou – ανάμεσα σε άμεσες ταραχές που δυναμώνουν και πεθαίνουν σα μια κραυγή, και ιστορικές ταραχές που ριζώνουν στο έδαφος του χρόνου – δεν περιλαμβάνει συνταρακτικά γεγονότα που κάθε σοβαρή μελέτη των ταραχών θα έπρεπε να λογαριάζει. Έτσι, για παράδειγμα, η διακεκομμένη σειρά ταραχών που συγκλόνισαν τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα δεν αναφέρεται καν. Είναι μια σκανδαλώδης παράλειψη. Αυτές οι ταραχές είναι ομολογουμένως δύσκολο να σχηματοποιηθούν. Είναι, σύμφωνα με την ταξινόμηση του Badiou, απλά μια ασύνδετη ακολουθία άμεσων ταραχών; Ίσως κάθε περιστατικό είναι στην κατηγορία του «άμεσου»: τα επεισόδια σπάνια διαρκούν τόσο όσο, για παράδειγμα, οι ταραχές στο Los Angeles που ακολούθησαν την ετυμηγορία της υπόθεσης του Rodney King το 1992 (οι οποίες επίσης δεν αναφέρονται). Βέβαια, στην ελληνική περίπτωση, το γενεσιουργό γεγονός ήταν, όπως είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των άμεσων ταραχών του Badiou, η δολοφονία ενός νεαρού άνδρα από την αστυνομία. Αλλά είναι αδύνατο να μιλήσουμε για «τις ταραχές των Εξαρχείων του 2008» με άλλον τρόπο πέρα από αυτόν με τον οποίο κάποιος μιλά για το πρώτο βιβλίο της ιστορίας του πελοποννησιακού πολέμου του Θουκυδίδη: ήταν αναμφισβήτητα μια αρχή, και ως εκ τούτου κομμάτι μιας ευρύτερης ενότητας. Η ελληνική εξέγερση συνεχίζει να εκτυλίσσεται, ανομοιόμορφα αλλά διαρκώς ενώ οι μήνες γίνονται χρόνια, πότε στρεφόμενη ενάντια στους μπάτσους, πότε ενάντια στις τράπεζες, τα σούπερ μαρκετ, τη βουλή. Οι πρωταγωνιστές της, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι συχνά νέοι άνδρες αναρχικοί και/ ή φοιτητές. Την ίδια στιγμή, ξεπέρασε αυτήν ακριβώς τη δημογραφική σύνθεση, γεμίζοντας την πλατεία Συντάγματος με μεγάλα κομμάτια του σώματος των πολιτών, που συχνά γεύονταν για πρώτη φορά δακρυγόνο.

Αυτή δεν είναι η μοναδική παράλειψη του Badiou, αλλά λέει πολλά. Όπως ακριβώς το θέμα της διάρκειάς της διαφεύγει από την ταξινόμηση του Badiou, έτσι και η ελληνική εξέγερση δε φαίνεται να αποκαλύπτει αν κατέχει ή όχι την Ιδέα. Τι είναι αυτό που έχει τροφοδοτήσει την οδοντωτή επιμονή της, τη μισο-εκφρασμένη ικανότητά της για γενίκευση η οποία, παρ’ όλες τις παλιρροιακές της μεταβολές της και την ελλιπή της φύση, δεν είναι ένα ασήμαντο γεγονός; Αν η κατάσταση έχει μια σταθερά, αυτή δε βρίσκεται στο βασίλειο του αφηρημένου: σίγουρα είναι η βία των πολιτικών λιτότητας, που διαπερνά τις κοινωνικές κατηγορίες. Ή για να στραφούμε πίσω στα θεωρητικά μας μητρώα, φαίνεται ότι όλες οι ταραχές που συμβαίνουν στην ιστορία, υπόκεινται σε υλικές δυνάμεις. Αντί να επιμένουμε να ρωτάμε σαν τη μάγισσα Γκλίντα4 «είσαι καλή εξέγερση ή κακή εξέγερση;» θα μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία για να κατανοήσουμε τους τρόπους με τους οποίους η ελληνική περίπτωση είναι καταφανώς διαφορετική από αυτή της Αιγύπτου ή του Ηνωμένου Βασιλείου – και συγκεκριμένα το πώς βρίσκουν τους εαυτούς τους μέσα στη διάρθρωση της παγκόσμιας κρίσης, αναμιγμένη η κάθε μία με τις αποκλίνουσες πορείες της τοπικής πολιτικής διαχείρισης.

3.

Τούτου λεχθέντος, οφείλουμε να καταπιαστούμε με αυτά που ο Badiou έχει γράψει, όχι με ό,τι δεν έχει. Σωτήρια στην αφήγησή του είναι η ευθεία αποκήρυξη του πολιτικού κόμματος και της σύνδεσής του με το κράτος, που είναι πλέον οριστικά παρωχημένο ως μηχανισμός για ένα επαναστατικό πρόγραμμα: «Η μορφή-κόμμα είχε τη μέρα της, που εξαντλήθηκε σε ένα σύντομο αιώνα από τα κρατικά της είδωλα». Αυτή ήταν η (μη-)κομματική γραμμή του φιλοσόφου για κάποιο διάστημα, και ασφαλώς σκοπεύει να αφήνει ένα παράθυρο για να αρπαχτεί από οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι προσωρινά καινούριο όσον αφορά την πολιτική αστάθεια του παρόντος. Αλλά είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο που ο Badiou και το βιβλίο αποτυγχάνουν. Γιατί, όντας ακόμα σκλάβος της Ιδέας που δείχνει το δρόμο, συνεχίζει να θεωρεί δεδομένη και να απαιτεί από εμάς την ίδια τη δραστηριότητα που είναι πιο στενά ταυτισμένη με τη μορφή – κόμμα: την οργάνωση. «Εν πάση περιπτώσει, εξακολουθεί να ισχύει,» γράφει, «ότι συγκεκριμενοποιώντας & μορφοποιώντας τα στοιχεία που συνθέτουν το γεγονός, η οργάνωση καταφέρνει να διατηρηθεί η εξουσία της… Η οργάνωση μετατρέπεται στον πολιτικό νόμο της δικτατορίας του αληθινού από τον οποίο η πραγματικότητα της ιστορικής εξέγερσης άντλησε το καθολικό της κύρος.

Έτσι: για τον Badiou, η Ιδέα έχει υπό μία έννοια αντικαταστήσει το κόμμα. Ή υπάρχει ένα τρίγωνο ταραχών/ κόμματος/ Ιδέας, και τώρα θα πρέπει η Ιδέα αντί για το κόμμα να καθοδηγεί τις ταραχές από άμεσες σε ιστορικές, στον κομμουνισμό. Ωστόσο, όντας η ίδια μη υλική, η Ιδέα θα απαιτεί κάποιου είδους πρακτική για να πραγματοποιηθεί στο εδώ και στο τώρα – και αυτή η πρακτική δράση μοιάζει πολύ με αυτό που έκανε κάποτε το κόμμα. «Υποστηρίζω ότι ο χρόνος της οργάνωσης,» γράφει σε μια ανακεφαλαίωση, «το χρονικό διάστημα της κατασκευής μιας εμπειρικής διάρκειας της Ιδέας στη μετά τις ταραχές περίοδο, είναι κρίσιμο.» Ιδού η Δικτατορία της Ιδέας.

Αυτή η προτροπή για οργάνωση ακούστηκε πολλές φορές κατά τη διάλυση των διαφόρων Occupy εδώ στις ΗΠΑ, από μια τόσο ευρεία γκάμα αριστερών στοχαστών που περιλαμβάνει από τον Noam Chomsky, τον Doug Henwood, ως και τη Jodi Dean. Και το «να οργανωθούμε», από μια άποψη, είναι αυτό που πρέπει να κάνουμε, στο μέτρο που ως έκφραση απηχεί την κοινή λογική και χωράει άπειρες ερμηνείες μέσα στην ασάφειά της. Κινδυνεύει να γίνει αυτό που ο Fredric Jameson αποκαλεί «ψευδής έννοια»: η αναγκαιότητα «να οργανωθούμε» καταλήγει στο να κάνεις αυτό που σε κάνει περισσότερο αντί για λιγότερο αποτελεσματικό. Αλλά ελλείψει οποιασδήποτε περαιτέρω στρατηγικής διαύγειας, καταλήγει να επιστρέφει σε αυτό που σήμαινε την τελευταία φορά που ήταν εδώ γύρω ως έννοια, με μια μυρωδιά θλιβερών ακτιβιστών που προσπαθούν να σου πουλήσουν Ριζοσπάστη5. Ενώπιον αυτής της τεράστιας και ασταθούς έκρηξης που το βιβλίο του Badiou επιθυμεί να καταγράψει, το κάλεσμα για «οργάνωση» λειτουργεί προς το παρόν όπως το ρεφραίν σε ένα παράδοξο τραγούδι: αυτή η νέα πολιτική είναι φανταστική, αλλά μοιάζει να έχει αγγίξει τα όριά της, χρειαζόμαστε… την παλιά πολιτική!

Τοιουτοτρόπως ο κομμουνισμός του Badiou οδηγεί τον εαυτό του αυτοστιγμεί στο χαντάκι που χωρίζει το νέο από το παλιό: «σε μια απόσταση από το κράτος», αλλά ακόμα ουσιαστικά προσανατολισμένος προς απαρχαιωμένες ιδέες σχετικά με το μαρασμό του κράτους. Αν και πλέον οργάνωση δε σημαίνει ένα κόμμα ικανό να καταλάβει την κρατική εξουσία και να στρέψει τη στρατιωτική και γραφειοκρατική του δύναμη προς συγκεκριμένους προγραμματικούς σκοπούς, σημαίνει όμως ότι «αποφασίζεις τι πρέπει να κάνει το κράτος και βρίσκεις τα μέσα να το εξαναγκάσεις να το κάνει, κρατώντας πάντα την απόστασή σου από το κράτος…» Παρά ταύτα, αυτός ο προσανατολισμός προς το κράτος – άσχετα από το ότι στηρίζεται στην τηλεκίνηση αντί στην άμεση επαφή – αναπαράγει τη βασική αδυναμία των ταραχών και των εξεγέρσεων του παρόντος, ακριβώς αυτό που προσπαθεί να ξεπεράσει. Είτε διαθέτουν είτε όχι συγκεκριμένες απαιτήσεις, αυτές οι ταραχές ακούγονται πάντα από το κράτος και τις υπάρχουσες εξουσίες ως πρακτικές εκκλήσεις για μεταρρυθμίσεις: «Να φύγει ο Mubarak!» και «Όχι άλλα μέτρα λιτότητας!». Κάπως έτσι ακούγονται παραφρασμένες οι εξεγέρσεις στην Αίγυπτο και την Ελλάδα. Αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με τις πραγματικές ιδέες των συμμετεχόντων, που μπορεί να έχουν αντικαπιταλιστικές και αντικρατικές φιλοδοξίες, όσο έχει να κάνει με τις συγκεκριμένες τους επιλογές στρατηγικής και τακτικής: για παράδειγμα το ότι συγκεντρώνονταν αμυντικά στην πλατεία, ή το ότι επιτίθονταν στο κτίριο της βουλής τη βραδιά της ψήφισης νέων μέτρων λιτότητας. Ακόμα και η δήθεν «άνευ νοήματος» βία των ταραχών του Λονδίνου ακούγεται ως έκκληση για μεταρρυθμίσεις, για τη βελτίωση της φτώχειας, του κοινωνικού αποκλεισμού, και των ρατσιστικών οχλήσεων της αστυνομίας.

Είναι ασαφές λοιπόν, ποια είναι η λύση που μπορεί να παρέχει το κάλεσμα του Badiou για «οργάνωση» στα όρια των ιστορικών ταραχών, που ο ίδιος πολύ σωστά επισημαίνει «δεν παρέχουν από μόνες τους καμία εναλλακτική στην εξουσία που αποσκοπούν να ανατρέψουν». Με την παρέκκλιση της αμφίβολης γενικά περίπτωσης του «σοσιαλισμού της Λατινικής Αμερικής» και της συνθηματοποίησης του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, καμία τέτοια εναλλακτική δεν έχει αναδυθεί στον 21ο αιώνα. Μπορούμε να αναρωτηθούμε, αντ’ αυτού αν η ίδια η έννοια της εναλλακτικής ανήκει στις πλέον ξεπερασμένες πολιτικές του κόμματος, του κράτους και του προγράμματος.

4.

Ίσως, τότε η ίδια η αμεσότητα των άμεσων ταραχών να έχει να μας διδάξει πιο πολλά από ό,τι φαίνεται. Ο Badiou προσεγγίζει για μια στιγμή την αλήθεια της αμεσότητας όταν αναφέρεται στη «συναρπαστική αίσθηση μιας απότομης μεταβολής στη σχέση μεταξύ του πιθανού και του απίθανου», η οποία θα μοιάζει οικεία σε κάθε θιασώτη της εξέγερσης. Αλλά, όπως θα μπορούσε κανείς πλέον να περιμένει, υποχωρεί άμεσα πίσω στην πολιτική αφαίρεση ρεμβάζοντας σχετικά με την «από-κρατικοποίηση του θέματος του τι είναι δυνατόν». Εδώ υπερπηδά την πραγματική εμπειρία των ταραχών, και κάνοντάς το, χάνει κι αυτό που θα μπορούσε να μάθει από αυτές: Το πρώτο είναι η συνειδητοποίηση ότι υπάρχουν πολλοί σαν κι εσένα και η αστυνομία δεν αρκεί για να σας ελέγξει, και στη συνέχεια το άμεσο άλμα να υποψιαστείς ότι επίσης μπορεί και να είσαι ελεύθερος από την πειθαρχία της αγοράς, του μισθού και του εμπορεύματος, και του κόσμου που οργανώνεται από αυτές τις αλλότριες δυνάμεις. Αντί για μια μορφή ακραίου καταναλωτισμού υψηλού κινδύνου, η λεηλασία των καταστημάτων κατά τη διάρκεια των ταραχών είναι ίσως ένα από τα καθαρότερα παραδείγματα κομμουνιστικής πρακτικής που έχουμε την παρούσα στιγμή. Και χωρίς την πρακτική η κομμουνιστική Ιδέα δε μπορεί να σημαίνει τίποτα. Πράγματι, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι σε αυτό το σημείο που βρισκόμαστε, ο κομμουνισμός μπορεί να σημαίνει μόνο την ανάπτυξη πρακτικών που αφαιρούν τα πράγματα που χρειαζόμαστε και θέλουμε, τα πράγματα που φτιάχνουμε, από τον κλοιό της ιδιοκτησίας – ένας κλοιός για την υπεράσπιση του οποίου εκατομμύρια άνθρωποι καθημερινά καταδικάζονται σε λιμοκτονία, ασθένειες, φυλάκιση και χιλιάδες ακόμα μορφές βασάνων επιπλέον.

Αν και θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, ας θυμηθούμε ότι o καταναλωτισμός εξαρτάται από το να πληρώνεις για πράγματα, με χρήματα που κερδήθηκαν με την εργασία. Το να κάνεις πλιάτσικο ένα ζευγάρι παπούτσια βασίζεται στο μίσος για τη μορφή-εμπόρευμα και τη σχέση της με την κοινωνική τάξη, κι όχι από μια σαγήνευση από το εμπόρευμα. Αυτός είναι ο λόγος που κατά τη διάρκεια των ταραχών, τα εμπορεύματα καταστρέφονται αναίτια και παιγνιδιάρικα τόσο συχνά όσο τα βουτάνε για κατανάλωση. Όπως έγραψε ο Guy Debord για την άμεση εξέγερση του Watts το 1965:

τη στιγμή που η περιβόητη αφθονία λαμβάνεται στην ονομαστική της αξία και άμεσα καταλαμβάνεται… αληθινές επιθυμίες αρχίζουν να εκφράζονται μέσα στη γιορτή, στην παιχνιδιάρικη αυτοεπιβεβαίωση, στο potlatch6 της καταστροφής. Ο άνθρωπος, που καταστρέφει εμπορεύματα, φανερώνει την ανωτερότητα του ανθρώπου πάνω στα εμπορεύματα…Από τη στιγμή που δεν αγοράζεται πλέον, το εμπόρευμα είναι ανοιχτό στην κριτική και τη μετατροπή.7

Αυτή είναι η «ανθεκτική αλήθεια» που επιβιώνει και πέρα από τις άμεσες ταραχές.

Αντί να ηθικολογούμε αντικρίζοντας περιστατικά αντικοινωνικής βίας που, αν και θλιβερά, προκύπτουν εξίσου σε καιρούς ταραχών όσο και σε καιρούς κοινωνικής ειρήνης, θα μπορούσαμε να εξετάσουμε τις άμεσες ταραχές από μια στρατηγική σκοπιά: Πώς θα μπορούσαν τέτοιες πράξεις απαλλοτριώσεων και το να παίρνεις πράγματα χωρίς αντίτιμο να αναπτυχθούν και να ενταθούν, και ποιες άλλες πρακτικές θα μπορούσαν να τις συνοδεύσουν και να βοηθήσουν στην επέκτασή των απαλλοτριώσεων; Πώς γίνεται όλο και περισσότερα άτομα να αναμιγνύονται στο ξεδίπλωμα της εξέγερσης, και τι μέτρα θα ήταν απαραίτητα για να την υπερασπιστούμε απέναντι στην επακόλουθη βία του κράτους; Η οργάνωση, υπό αυτήν την έννοια, σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που έχει στο νου του ο Badiou. Αντί για ένας μηχανισμός αναπαραγωγής της Ιδέας, γίνεται ένα μέσο για την ανάπτυξη, τη διάχυση και το συντονισμό των πρακτικών που περιέχουν μέσα τους τις ιδέες, και από τις οποίες θα ανθίσουν άλλες, άγνωστες ως σήμερα ιδέες. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Badiou δεν έχει τίποτα να πει για τη δημιουργία κουζινών και ιατρείων, αυτοσχέδιων σταθμών φόρτισης κινητών τηλεφώνων και εκθέσεων τέχνης σε μέρη όπως η πλατεία Tahrir. Αυτά είναι όντως τα είδη της οργάνωσης – μορφές αλληλοβοήθειας και προσφοράς χωρίς αντίτιμο – που μπορεί να βοηθήσουν να επεκταθεί το «να παίρνεις πράγματα χωρίς αντίτιμο» στις ταραχές, και να διευκολύνει το πέρασμα από τις ταραχές στην ανοιχτή εξέγερση, στην επανάσταση. Αυτό με τη σειρά του θα μπορούσε να μας κάνει να ξανασκεφτούμε την ουσία του κινήματος Occupy τώρα που έχει φτάσει στην πρώτη του επέτειο: δεν είναι η εισαγωγή νέων όρων στον εθνικό διάλογο, ούτε το κάλεσμα για έναν λιγότερο δηλητηριασμένο πολιτικό μηχανισμό, ούτε καν η καταγραφή των διαστάσεων της τρέχουσας καταστροφής, αλλά τα ανιχνευτικά και μερικά και παρόλα αυτά ισχυρά πειράματα αυτοοργανωμένης μέριμνας, άμυνας και πρόνοιας.

Αυτό που διαπραγματεύεται η προηγούμενη κριτική δεν είναι μόνο οι ιδέες πάνω στο πώς προκύπτει η κοινωνική αλλαγή, αλλά και οι ιδέες σχετικά με τον ρόλο των ιδεών, καθώς και οι διάφοροι διανοούμενοι που θα μπορούσαν να τις ποιμάνουν μέσα στους αγώνες που αναδύονται. Αναποδογυρίζοντας τη δήλωση του Μαρξ ότι «η ανθρωπότητα δεν θέτει στον εαυτό της παρά μόνο προβλήματα που είναι ικανή να επιλύσει», ο Badiou γράφει ότι «η Ιστορία δεν περιέχει μέσα της λύση στα προβλήματα που θέτει στην ημερήσια διάταξη». Η λύση που φαντάζεται αναδύεται πέρα από την ιστορία, από τη λογική επεξεργασία της Ιδέας και τους πιστούς υποστηρικτές της, που μεταφράζουν την αλήθεια των αγώνων του σήμερα σε οργανωτικές δομές και αρχές που νικούν. Αν και βρίσκουμε καλούς λόγους να αποφεύγουμε την αισιοδοξία του Μαρξ, ωστόσο, δεν μπορούμε να δούμε κανένα άλλο μέρος από το οποίο μπορεί να προκύψουν λύσεις αν όχι από τις πρακτικές των ταραχών, των εξεγέρσεων και των αγώνων του σήμερα. Αντί να βλέπουμε τη θεωρία ως ένα μάθημα το οποίο πρέπει να διδαχθεί στους συμμετέχοντες των εξεγέρσεων του σήμερα, μπορούμε να τη δούμε ως κάτι που ενυπάρχει μέσα σε αυτά που κάνουν. Θα μπορούσαμε να αφουγκραστούμε τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Η απάντηση στο γρίφο της Σφίγγας είναι πάντα μια άλλη ερώτηση.

Σημειώσεις/ σχόλια της μετάφρασης:

  1. Aντιγράφοντας από το οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του: ο Αλαίν Μπαντιού πρότεινε να ονομάσουμε «κομμουνιστική υπόθεση» αυτό που εμψύχωνε -από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά- τις επαναστατικές πολιτικές ή πολιτικές χειραφέτησης. Η ετυμηγορία που επιχειρεί να επιβάλει η επίσημη ιστορία είναι ότι όλες οι προσπάθειες για την πραγμάτωση αυτής της υπόθεσης κατέληξαν σε τραγικές αποτυχίες, ενώ η ίδια η υπόθεση ακυρώθηκε από την Ιστορία. Το ανά χείρας βιβλίο θέλει να εξετάσει άμεσα την περίφημη ιστορική απόδειξη αυτής της «αποτυχίας» διαμέσου τριών θεμελιακών παραδειγμάτων: της Παρισινής Κομμούνας, της Πολιτιστικής Επανάστασης και του Μάη του ’68. Διατυπώνει τη θέση ότι, όπως συμβαίνει εξίσου σε θέματα πολιτικής και επιστήμης, η τοπική αποτυχία μιας προσπάθειας δεν μας δίνει το δικαίωμα να αποφύγουμε το πρόβλημα του οποίου αυτή η αποτυχία πρότεινε μια λύση· ότι σήμερα πρέπει να φανταστούμε νέες λύσεις για τα προβλήματα στα οποία προσέκρουσε αυτός ο πειραματισμός. Αυτό ακριβώς κάνει το τελευταίο κείμενο του ανά χείρας τόμου, το οποίο εκφωνήθηκε στο Λονδίνο, τον Μάρτιο του 2009, σε ένα σημαντικό συνέδριο που είχε ακριβώς τον τίτλο «Η ιδέα του κομμουνισμού». Και μεταφράζοντας από το αγγλικό αντίστοιχο: Ξέρουμε ότι ο κομμουνισμός είναι η σωστή υπόθεση. Όσοι εγκαταλείπουν αυτήν την υπόθεση αυτομάτως εγγράφουν εαυτούς στην οικονομία της αγοράς, την κοινοβουλευτική δημοκρατία – τη μορφή του κράτους που ταιριάζει στον καπιταλισμό – και τον αναπόφευκτο και «φυσικό» χαρακτήρα των πιο τερατωδών ανισοτήτων.
  2. Kατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για μια αναφορά στον ουροβόρο όφη: αρχαίο σύμβολο της αιωνιότητας και της συνέχειας του κυκλικού χρόνου.
  1. Tα councilhouses είναι σύστημα ενοικίασης (φτηνής) οικίας στην Αγγλία. Για μια γενική εικόνα του πώς λειτουργεί το σύστημα (λίστα αναμονής – πλειοδοσία κτλ) αξίζει να επισκεφτείτε το https://www.gov.uk/council-housing
  1. Glinda: Η κατά την επίσημη ανάγνωση του «Μάγου του Οζ» καλή μάγισσα του Νότου. Για όσους δεν αρέσκονται σε επίσημες αναγνώσεις και απεχθάνονται την εξίσωση όμορφος = καλός & άσχημος = κακός, για όσους φαίνεται περίεργο να κλέβεις – τηλεμεταφέρεις τα παπούτσια μιας νεκρής στα πόδια μιας άσχετης χωρίς καν την άδεια της δεύτερης, πράγμα που οδηγεί σε ένα κυνηγητό από την αδερφή της νεκρής, και τέλος πάντων θέλουν να δουν όλους τους λόγους για του οποίους η Glindaείναι ο πιο αχρείος, φαύλος και κακοήθης χαρακτήρας που έχει γραφτεί ποτέ, μπορεί να ανατρέξει στο http://www.cracked.com/article_18881_5-reasons-greatest-movie-villain-ever-good-witch_p2.html
  1. socialistworker στο πρωτότυπο
  2. potlatch: Το πότλατς –ή όπως το ονομάζει ο Μαρσέλ Μώς «ολική παροχή αγωνιστικού τύπου»-είναι ένα έθιμο ανταγωνιστικών πλουσιοπάροχων προσφορών και σπατάλης, ομαδικής κατανάλωσης ή και καταστροφής αγαθών που προασπίζει γόητρο και δύναμη στους δωρητές. Στο πότλατς ο ανταγωνισμός φτάνει μέχρι την επιδεικτική καταστροφή του συσσωρευμένου πλούτου για να επισκιαστεί ο αντίπαλος αρχηγός και εντέλει δε πρόκειται για μια απλή τελετουργία προσφορών και δωρεών από ένα κλάν ή μια φυλή αλλά από υπερβολικές, επιδεικτικές και ανταγωνιστικές παροχές προς τα μέλη των παραληπτών. πηγή: Κατερίνα Βαλασίδη anthropologia.gr

Στις κοινωνίες του δώρου, οι έννοιες της υποχρέωσης και της ευγνωμοσύνης είναι αδιαχώριστες. Στα πότλατς της Μελανησίας και του Βορειοδυτικού Ειρηνικού, η προσφορά δώρων μπορεί να αποτελεί πράξη επίδειξης κοινωνικής δύναμης, ίσως και εχθρικότητας. Αλλά ακόμα και πέρα από αυτή την ακραία περίπτωση, σε γενικές γραμμές είναι γεγονός ότι, όπως λέει και η ανθρωπολόγος Mary Douglas, “σε ολόκληρη τη γη από την απαρχή της ιστορίας του ανθρώπινου πολιτισμού, η μεγαλύτερη διακίνηση προϊόντων γινόταν στα πλαίσια της υποχρεωτικής ανταπόδοσης των δώρων”  πηγή http://sacred-economics.com

Το δώρο σε τελική ανάλυση δεν είναι τίποτα άλλο παρά η παύση της λειτουργίας της αξίας και η κατάργηση της τιμής για κάποιο χρονικό διάστημα ή σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο/τόπο. Ο κομμουνισμός ικανοποιεί ανάγκες, οποιουδήποτε είδους με έναν τρόπο που δεν είναι ούτε δωρεάν ούτε επί πληρωμή. […]το   πρόβλημα με την έννοια του δώρου είναι ότι μας οδηγεί στη σφαίρα της διανομής. Ότι διατηρεί το διαχωρισμό ανάμεσα στην ανάγκη και τα μέσα ικανοποίησης της. Εκτός από το ότι δε χρειάζεται πληρωμή. Bruno Astarian, (2011) Δραστηριότητα Κρίσης και Κομμουνιστικοποίηση μετάφραση πρακτορείο Rioters & Blaumachen

  1. Και για να συνεχίσουμε το απόσπασμα: Η κοινωνία της αφθονίας βρίσκει τη φυσική απάντηση της στη λεηλασία. Η αφθονία της δεν είναι με κανένα τρόπο φυσική κι ανθρώπινη αφθονία, είναι αφθονία εμπορευμάτων. Και η λεηλασία, γκρεμίζοντας προς στιγμήν το εμπόρευμα ως εμπόρευμα, φανερώνει το ultima ratio (ύστατο επιχείρημα) του εμπορεύματος: τη δύναμη, την αστυνομία και τα’ άλλα ειδικευμένα αποσπάσματα που μέσα στο Κράτος κατέχουν το μονοπώλιο της ένοπλης βίας. Τι είναι ο αστυνομικός; Είναι ο ενεργός υπηρέτης του εμπορεύματος, ο άνθρωπος που έχει ολοκληρωτικά υποταχθεί στο εμπόρευμα και χάρη στη δράση του το τάδε προϊόν της ανθρώπινης εργασίας παραμένει εμπόρευμα. Η μαγική θέληση του εμπορεύματος είναι να πληρώνεται και όχι απλοϊκά ένα ψυγείο ή ένα τουφέκι, δηλαδή ένα τυφλό, παθητικό κι αναίσθητο πράγμα που υποτάσσεται σ’ οποιονδήποτε το χρησιμοποιεί. Απορρίπτοντας την ταπείνωση της εξάρτησης του ανθρώπου από τον αστυνομικό, οι Μαύροι απορρίπτουν την ταπείνωση της εξάρτησης του ανθρώπου από τα εμπορεύματα. πηγή: internationale situationniste (1999) Το ξεπέρασμα της τέχνης – ανθολογία κειμένων της καταστασιακής διεθνούς, Αθήνα: ύψιλον/βιβλία

Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Σε σχέση με προηγούμενο ποστ σχετικά με το νέο βιβλίο του Ζυλ Ντωβέ, επισυνάπτουμε παρακάτω μεταφρασμένο το εν λόγω κεφάλαιο από το αναμενόμενο καινούργιο του βιβλίο. Με την ευκαιρία αυτή να εκφράσουμε τις special ευχαριστίες μας στον σύντροφο Χαχ για την αφανή και αντιηρωϊκή μεταφραστική δουλειά του, την οποία μας παραχώρησε προς δημοσίευση (και δεν είναι η πρώτη φορά). Καλή ανάγνωση!

 

Circolo di ConversazioneΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΕ PDF

ΑΚΤΙΒΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ (ΑΤΟΜΙΚΟΙ) ΕΡΓΑΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

Αναδημοσιεύεται (με δικό μας υπέρτιτλο) η τοποθέτηση της συλλογικότητας …σε τροχιά σύγκρουσης, η οποία κατατέθηκε σε πρωθύστερο χρόνο κατά τη διάρκεια δημόσιας εκδήλωσης σε κεντρική πλατεία του Αμαρουσίου το περασμένο φθινόπωρο και αφορά τη γνωστή υπόθεση του καφέ Scherzo στο Μαρούσι.

cropped-cafe4


 

Τοποθέτηση συλλογικότητας σε τροχιά σύγκρουσης για την εκδήλωση:

«νέες συνθήκες εκμετάλλευσης και εργοδοτική τρομοκρατία στους χώρους εργασίας, η περίπτωση των μεταναστ(ρι)ών εργατ(ρι)ών και σύγχρονοι εργατικοί αγώνες: Με αφορμή την υπόθεση του Scherzo καφέ στο Μαρούσι»

Το παρόν κείμενο αποτελεί τη βιωμένη εμπειρία μας από τον αγώνα που ξεκίνησε ο Γιασίρ τον περασμένο χειμώνα (2014) μετά τον ξυλοδαρμό του, την κλοπή μέρους των δεδουλευμένων του και την άρνηση καταβολής των χρωστούμενων από το αφεντικό της καφετέριας Scherzo στο Μαρούσι, Δ. Τυρολόγο. Η απόφασή μας να ασχοληθούμε με την υπόθεση της καφετέριας Scherzo δεν εξαντλείται σε συγκινησιακούς λόγους (ο ξυλοδαρμός του Γ.), αν και έπαιξαν το ρόλο τους, ούτε επειδή μας το επέβαλε αποκλειστικά η πολιτική μας ταυτότητα. Απορρέει και από το γεγονός ότι το ίδιο το υποκείμενο Γ. – όντας μέρος του πιο υποτιμημένου κομματιού του προλεταριάτου και της κοινωνικής ομάδας με τις λιγότερο σημαντικές να βιωθούν ζωές – επέλεξε να συγκρουστεί με το σύγχρονο καθεστώς παρανομοποίησης των μεταναστ(ρι)ών, διεκδικώντας με πολύ υλικούς όρους (ένσημα, μισθοί, αποζημίωση) την ορατότητά του στο δημόσιο πεδίο. Αφενός, δηλαδή, μέσω του αγώνα του Γ. έγιναν ορατές οι πτυχές της καταπίεσής του οι οποίες μέχρι τότε δεν εμφανίζονταν ως τέτοιες αφετέρου η ορατότητά του επιβεβαιώθηκε όταν έγινε μέλος του σωματείου του. [1]

Η οργανωτική μορφή του αγώνα αποτέλεσε ένα επιπλέον έναυσμα για τη στήριξη και συμμετοχή μας σε αυτόν. Συστάθηκε μια ανοιχτή συνέλευση αλληλεγγύης που έτρεξε και οργάνωσε τον αγώνα (με εβδομαδιαίο ραντεβού)· μια ανοιχτή συνέλευση που λάμβανε χώρα εντός μιας κατάληψης (και όχι σε μία κλειστή αίθουσα της ΓΣΕΕ!) και, αρχικά, απαρτιζόταν από πολιτικές συλλογικότητες, από καταλήψεις και στέκια, από μία λαϊκή συνέλευση και από μεμονωμένα άτομα, από το σωματείο βάσης στον κλάδο του επισιτισμού και από τον Γ. Η παντελής, δε, απουσία της αριστεράς –τόσο ως διαμεσολαβητή μεταξύ αφεντικού και εργάτη όσο και ως επιδίωξη άντλησης πολιτικής υπεραξίας –άφησε το πεδίο ανοιχτό ώστε να τεθούν με κινηματικό τρόπο τα διακυβεύματα του αγώνα.

Ξεκινώντας από αυτές τις πρώτες παρατηρήσεις ή/και διαπιστώσεις, είναι σημαντικό να πούμε ότι ο δηλωμένος στόχος που ένωσε (και συσπείρωσε) όλα αυτά τα ετερόκλητα υποκείμενα στον αγώνα αυτόν ήταν να κερδηθεί ο αγώνας του Γ. (αρχικά) μέσω των παρεμβάσεων στην καφετέρια Scherzo και (στη συνέχεια μέσω) των δράσεων στο πεδίο του Αμαρουσίου. Αυτό που εννοούμε είναι πως δεν έγινε κάποια προσπάθεια να συγκλίνουν τα πολιτικά σκεπτικά των συλλογικοτήτων και να σχεδιαστεί μια κοινή στρατηγική σε βάθος χρόνου αλλά συν-λειτουργήσαμε στη βάση της δράσης. Η οπτική μας διερευνά τον αγώνα αυτόν σαν ένα κομμάτι, (ιστορικό) αποτέλεσμα των ακηδεμόνευτων και αιτηματικών αγώνων των μεταναστ(ρι)ών που διεξάγονται τα τελευταία χρόνια (300 μετανάστες απεργοί πείνας, εργατικός αγώνας μεταναστών αλιερ-γατών στη Ν. Μηχανιώνα, διεκδίκηση δεδουλευμένων στη Μανωλάδα, εξέγερση στο στρατόπεδο κράτησης της Αμυγδαλέζας, απεργία μεταναστών εργατών γης στη Σκάλα Λακωνίας, αγώνες μεταναστών μικροπωλητών πέριξ της Ασοεε) και διαπλέκονται με ή/και συναντούν τις πολιτικές μας διαδικασίες ως α/α/α χώρου. Μέσα στη σχέση αυτή μεταβάλλονται οι αντιλήψεις και οι πρακτικές μας γύρω από μια σειρά ζητημάτων.

Όταν μιλάμε για έναν αγώνα με συνέχεια (εβδομαδιαίες παρεμβάσεις/ αποκλεισμοί του μαγαζιού και συνελεύσεις) και αρκετούς μήνες διάρκεια είναι προφανές ότι θα υπάρξουν “λαμπρές” στιγμές από άποψη μαζικότητας, διαθεσιμότητας και όρεξης του κόσμου, και στιγμές ύφεσης. Στην περίπτωση του αγώνα στο Scherzo, οι καλές του στιγμές (πορεία, πρώτοι αποκλεισμοί, παρέμβαση αντιπληροφόρησης στη γειτονιά που μένει ο Τ.) ήταν κυρίως στην αρχή του, αν εξαιρέσουμε την μοτοπορεία της Πρωτομαγιάς που μάζεψε πολύ κόσμο, μετά και το συμβάν με τους πυροβολισμούς του Τ. στην πίσω αυλή του μαγαζιού. Πολύ γρήγορα, η μαζικότητα υποχώρησε καταλήγοντας οι δράσεις να αφορούν στενά τον κόσμο γύρω από τη συνέλευση αλληλεγγύης. Παράλληλα και οι ίδιες οι δράσεις περιορίστηκαν στους αποκλεισμούς/ παρουσία κάποιων από εμάς, κάθε Σάββατο έξω από το μαγαζί για κάποιες ώρες.

Ψηλαφίζοντας τους λόγους που οδήγησαν τον περισσότερο αλληλέγγυο κόσμο να σταματήσει να έρχεται, καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα: πρώτον, η έλλειψη άμεσου διακυβεύματος για τους/τις αλληλέγγυους/αλληλέγγυες. Με άλλα λόγια, το ότι ούτε υπήρξε άμεση και σύντομη δικαίωση[2], κυρίως για την πράξη του ξυλοδαρμού, ούτε (υπήρξε) μία συγκρουσιακή απάντηση από εμάς (σαμποτάζ, φάπες στον Τυρολόγο[3]), θεωρούμε ότι έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο. Δεύτερον, και σε συνάρτηση με το πρώτο, η αμφιθυμία απέναντι σε ό, τι έγινε αντιληπτό ως δίπολο «παρανομίας-νομιμότητας», όπου ως «νομιμότητα» κωδικοποιήθηκε η εργατική διεκδίκηση (και) μέσω της δικαστικής οδού, ενώ ως «παρανομία» παρουσιάστηκε η έκφραση άμεσης ταξικής οργής. Η φαινομενική[4]σύγκρουση «παρανομία-νομιμότητα» ήταν εξαιρετικά καθοριστική για τον αγώνα που διεξήχθη ακριβώς επειδή είναι σαφές ότι (εξακολουθεί να) συντηρεί την πολιτική αντίληψη ότι οι νόμοι έρχονται μόνο από τα πάνω. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, το κράτος και η “κοινωνία” είναι δύο εντελώς ασύνδετοι πόλοι, όπου ό,τι κάνει ο καθένας δεν επηρεάζει τον άλλο –ή τον επηρεάζει με ένα μαγικό τρόπο.[5] Αντίθετα, βάσει της δικής μας οπτικής, οι νόμοι συνιστούν αποτυπώσεις των συσχετισμών των κοινωνικών ανταγωνισμών. Και από τη στιγμή που το κράτος διαμεσολαβεί όλες τις κοι-νωνικές σχέσεις, θεωρούμε ότι, δεν μπορούν οι όποιες εκφράσεις ταξικού ανταγωνι-σμού να αποφύγουν το «δικαστικό κομμάτι», δηλαδή την εμπλοκή του ελληνικού κρά-τους.[6] Για εμάς, δηλαδή, ενώ η σύγκρουση και η διεκδίκηση εμφανίζονται ως διαχωρισμένα το ένα από το άλλο, είναι/ ήταν ένα διακύβευμα το να προσπαθήσουμε να τα συνδέσουμε. Την ίδια στιγμή, κρίνουμε ότι αρκετός κόσμος περιχαρακώθηκε στον έναν από τους δύο πόλους, ενώ ούτε η ίδια η συνέλευση αλληλεγγύης μπόρεσε να ξεφύγει από αυτό το διπολισμό – παρότι έγιναν κάποιες προσπάθειες κυρίως μέσω συγκεκριμένων δράσεων. Τέλος – και σε σχέση με το ίδιο ζήτημα – αποφασίσαμε να παραμείνουμε ως συλλογικότητα στη συνέλευση και να στηρίζουμε τις παρεμβάσεις, παρότι είχαμε (και στο εσωτερικό μας) διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με το πώς θα έπρεπε να συμμετέχουμε στον αγώνα· βάρυναν ως πολύ σημαντικά και η σχέση που χτίσαμε με το Γ. και ο ίδιος ο αγώνας ως προοπτική.

Και στην περίπτωση του αγώνα στο Scherzo, η διεκδίκηση και με νομικά μέσα, αποτέλεσε ένα εργαλείο με άμεσα αποτελέσματα για το Γ., που δεν ήταν η νικηφόρα προοπτική του αγώνα με χρηματικούς ή/και ηθικούς όρους, αλλά η ορατότητα της εργασίας του (και της ύπαρξής του). Με άλλα λόγια, αποτελεί μία πράξη καταστροφής (μία ρήξη) της στρατηγικής που στήνουν οι από τα πάνω (κράτος, αφεντικά, μπάτσοι, δικαστές, κλπ) με τους από κάτω (ρατσιστές, αγανακτισμένοι πολίτες, έλληνες μικροαστοί) γύρω από την παραγωγή, διακίνηση και χρήση της «παρανομοποιημένης» εργασίας.[7] Για εμάς, δεν τίθεται ζήτημα ρεφορμισμού του αγώνα (επειδή αντί να τα κάνουμε γης μαδιάμ πήγαμε στην επιθεώρηση εργασίας) και ούτε αυτός (ο αγώνας) μπορεί να ταυτίζεται με τους ρεφορμιστικούς αγώνες της ΓΣΕΕ και της αριστεράς, για τους λόγους που εξηγήσαμε.

Ένα ακόμη σημείο αφορά τα υποκείμενα (δηλαδή όλους και όλες εμάς) που συμμετείχαν στον αγώνα και τις πρακτικές τους. Είναι σαφές ότι δεν μιλάμε για έναν αποκλειστικά συνδικαλιστικό αγώνα καθώς η σύνθεση του αλληλέγγυου κόσμου δεν εξαντλήθηκε στην ταυτότητα του/της εργάτη/εργάτριας και επειδή οι δράσεις δεν πε-ριορίστηκαν στον εργασιακό χώρο. Αντίθετα, ο αγώνας διαχύθηκε στο δημόσιο χώρο, σε τοπικό επίπεδο αλλά και σε κεντρικό (μέσω της μοτοπορείας της Πρωτομαγιάς και της παρέμβασης που ακολούθησε) ενώ κατάφερε να συσπειρώσει διαφορετικές ταυτότητες. Ο αγώνας αυτός μπορούμε να πούμε ότι ήταν αφενός «υβριδικός», με την έννοια πως η συνάρθρωση[8] των ταυτοτήτων του εργάτη και του μετανάστη ήταν εκείνη που μπόρεσε να βάλει τον Γ. σε μια τόσο υποτιμημένη θέση και επέτρεψε στον Τ. να ασκήσει τέτοια εξουσία πάνω στον Γ· αφετέρου ήταν και «συγκεκριμένος», γιατί συγκρούστηκε τόσο με τα αφεντικά αυτού του κόσμο, όσο και με ένα συγκεκριμένο ρατσιστή, ελληνά-ρα, μαφιόζο και σεξιστή: τον Τυρολόγο.

Ο αγώνας αυτός είναι ενδεικτικός μιας σειράς από σύγχρονους αγώνες που λαμβάνουν χώρα σε όλη την (αυτοαποκαλούμενη) ελλαδική επικράτεια. Στους αγώνες αυτούς αναδεικνύεται μια διαπλοκή των σχέσεων εξουσίας/ αντίστασης – στα πεδία του έθνους, της τάξης, της σεξουαλικότητας[9], και χωρίς να περιορίζεται σ’ αυτά – που συνθέτουν τα υποκείμενα που τους διεξάγουν (μετανάστες, αλληλέγγυες/οι). Παράλληλα, φανερώνονται οι προοπτικές, οι αδυναμίες και οι προβληματισμοί που πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσα από την όξυνση και διεύρυνση των πεδίων των κοινωνικών ανταγωνισμών.

… σε τροχιά σύγκρουσης
10/2014

 

Σημειώσεις:

[1] Παρουσιάζοντας τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στους αγώνες και την ορατότητα/αναγνώριση. Εδώ, βέβαια, αναδεικνύονται και οι πτυχές της επιλογής του Γ. να “τρέξει” με αυτό το συγκεκριμένο τρόπο τον αγώνα και να μην απευθυνθεί λ.χ. σε κάποια μ.κ.ο. αναθέτοντας εκεί τη “λύση” των προβλημάτων του.

[2] Στο σημείο αυτό έχει μια σημασία να αναφερθεί ότι εντός της συλλογικότητάς μας έχει εκφραστεί και η αντίληψη που υποστηρίζει ότι η ηθική δικαίωση του Γ. δεν θα επέλθει μέσω ενός οικονομικού αντιτίμου· πόσο μάλλον αν λανθασμένα θεωρηθεί ότι η αστική δικαιοσύνη –που εξαρχής είναι εχθρι-κή απέναντί μας – θα δικάσει το δίκιο του Γ. – και μέσω αυτού, το “δικό μας”. Σύμφωνα με τη θέση αυτή, η οποία κεντράρει στην αξιοπρέπεια του εργάτη Γ., ο πρώτος στόχος (θα έπρεπε να) είναι το να έχει υλικές ζημιές/απώλειες το αφεντικό του και στη συνέχεια να υπάρξουν οι όποιες διεκδικήσεις.

[3] Θυμίζουμε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο ίδιος ρατσιστής-αφεντικό έχει δράσει ξανά στο παρελθόν με παρόμοιο τρόπο, όταν είχε εκβιάσει και τραμπουκίσει δημόσια Αλβανό εργάτη που δού-λευε στο μαγαζί του.

[4] Στις σχετικές συζητήσεις που κάναμε (ως συλλογικότητα) διατυπώθηκε η άποψη πως ενώ αντιλαμβανόμαστε ως ψευδές το δίλημμα για τους λόγους που θα εξηγηθούν αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει πραγματικές συνέπειες ως δίλημμα. Κάτι που οφείλεται στο γεγονός πως ο διαχωρισμός αυτός έχει διαμορφωθεί κοινωνικά και ιστορικά ως κυρίαρχη πραγματικότητα.

[5] Άμεσο αποτέλεσμα της άποψης αυτής είναι και το ότι οι διεκδικητικοί αγώνες θεωρούνται ρεφορμιστικοί, αφού δεν οδηγούν σε μια άμεση κατάργηση του υπάρχοντος.

[6] Ακόμη και στην υποθετική περίπτωση όπου είχε υπάρξει μόνο μια φυσική-υλική σύγκρουση το κράτος δεν θα εμφανιζόταν εκ των υστέρων εκεί για να προσπαθήσει να επικυρώσει την ισχύ του (που για λίγο θα είχε χάσει);

[7] Αυτή η διαχείριση της εργασίας εντάσσεται στη σύγχρονη βιοπολιτική συνθήκη, όπου οι σχέσεις εξουσίας δεν είναι μόνο κατασταλτικές αλλά και παραγωγικές: διαμορφώνουν, δηλαδή, τα υποκείμενα και δεν τα αποκλείουν.

[8] Η εικόνα των εθνικά άλλων, με κατώτερη ταξική θέση, να εξεγείρονται είναι εκείνη που τρομάζει τόσο. Αυτό φαίνεται από το μένος με το οποίο αντιμετωπίζονται από τα αφεντικά οι μετανάστες που τολμούν να σηκώσουν κεφάλι και να ζητήσουν τα αυτονόητα. Στην ΟΙΚΟΜΕΤ που επιτέθηκαν με βιτριόλι στην Κ. Κούνεβα, στη Σαλαμίνα που ξυλοκόπησαν και βασάνισαν τον μετανάστη υπάλληλο που ζητούσε τα δεδουλευμένα του, στα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας που επιτέθηκαν με πυροβολισμούς στους απεργούς μετανάστες, στη Σκάλα Λακωνίας που απάντησαν με πογκρόμ μπάτσων στην απεργία των εργατών γης, δεν συνέβη τίποτε άλλο παρά η επιβεβαίωση των κυρίαρχων ταυτοτήτων απέναντι στην έμπρακτη αμφισβήτησή τους από τους αγώνες των μεταναστών.

[9]Στη συζήτηση εντός της συλλογικότητάς μας η σεξουαλικότητα ως πεδίο σχέσεων εξουσίας/ αντίστασης τέθηκε ως εξής: ο Τ. ξυλοκοπώντας το Γ. (μέσα από τη χρήση σωματικής βίας, δηλαδή) επιτέλεσε την ανωτερότητα της αρρενωπότητάς του. Η εργασία που εκτελούσε ο Γ. στο Scherzo (λάντζα), που κατατάσσεται στα επαγγέλματα αναπαραγωγής, σε συνδυασμό με το γεγονός πως εκείνος έφαγε το ξύλο τον καθιστά λιγότερο αρρενωπό. Μια αναπαράσταση που συναρθρώνεται με την ταξική του κατωτερότητα και την εθνικά υποτιμημένη του ύπαρξη. Ο τρόπος, δηλαδή, με τον οποίο διαπλέκονται οι ταυτότητες του Γ. (εθνικά άλλος – λιγότερο αρρενωπός – προλετάριος) σε σχέση με την αντίστοιχη άρθρωση των ταυτοτήτων του Τ. (έλληνας – άνδρας – αφεντικό) εγγράφει τη ζωή του Γ. ως μια ζωή που αξίζει λιγότερο να βιωθεί. Ο αγώνας του Γ. και η διεκδικητικότητά του μετέβαλαν την αναπαράσταση της αρρενωπότητάς του· αφού από μια υποδεέστερη θέση μπόρεσε να αντιπαρατεθεί στο αφεντικό του. Η αναταραχή της αρρενωπότητας του αφεντικού του δημιούργησε ένα τέτοιο άγχος ώστε ο μόνος τρόπος να το ξεπεράσει ήταν να το λύσει στο πεδίο που (σε τελική ανάλυση) φαίνεται ποιος-είναι-ο-άντρας. Έτσι, λοιπόν, ο Τ. μέσω του ξυλοδαρμού αποκατέστησε τη συμβολική τάξη που διαταράχθηκε από τον αγώνα του Γιασίρ: θέλησε να δείξει πώς επιβάλλονται οι άντρες. Ή τουλάχιστον αυτό προσπάθησε να κάνει. [Ας σημειωθεί εδώ ότι αυτή είναι μια θέση που δεν μας βρίσκει όλες και όλους σύμφωνες.]

CRISIS OF CIVILIZATION

Πριν από μερικές μέρες, δημοσιεύτηκε το τέταρτο κεφάλαιο από το υπό έκδοση βιβλίο του Gilles Dauvé από τις εκδόσεις PM Press με τίτλο “From Crisis to Communisation”. Αναδημοσιεύουμε το κείμενο αυτό παρακάτω, που φέρει τον εν λόγω τίτλο. Το πρωτότυπο μπορεί να βρεθεί εδώ.

 

Circolo di Conversazione

 

 

 

CRISIS OF CIVILIZATION

All historical crises are crises of social reproduction. We will try and investigate how the present crisis, like and unlike others in the past, forces society to face the contradictions which formerly stimulated its dynamics but now drive it into a critical juncture. (1)

     Every major crisis forces social groups to come to grips with the deep contradictions of society. In capitalism, class confrontation is the prime mover that drives society forward : it forces the bourgeoisie to adapt to labour pressure, to “modernize”. Crisis is when these formerly positive pressures strain the social fabric and threaten to tear it apart.

Contradiction does not mean impossibility. Up to now, all big crises have ended in the system managing to pull through and eventually becoming more adaptable and protean. No “ultimate” crisis is automatically contained in even the most acute contradictions.

 

1 : Why “Civilization” ?

Capitalism is driven on by a social and productive dynamism, and by an un-heard-of regenerative ability, but it has this weakness: by its very strength, by the human energy and the technical power it sets into motion, it wears out what it exploits, and its productive intensity is only paralleled by its destructive potential, as proved by the first civilization crisis it went through in the 20th century.

No value judgement is implied here. We do not oppose civilized people to savages (even good or noble ones) or barbarians. We do not celebrate “great civilizations” which would have been witness to the progress of mankind. On the other hand, we do not use the word in the derogatory sense it has with writers like Charles Fourier, who called “civilization” a modern society plagued by poverty, trade, competition and the factory system. Neither do we refer to those huge geo-historical socio-cultural constructs known as Western, Judeo-Christian, Chinese or Islamic civilizations.

The civilization we speak of does not replace the notion of mode of production. It merely emphasizes the scope and depth of a world system that tends to be universal, and is also capable of disrupting and then reshaping all kinds of societies and ways of life. The hold of wage-labour and commodity over our life gives them a reality and dynamics that were unknown in the past. Capitalism today is the only all-encompassing network of social relationships able to expand geographically and, with the respective differences being considered, to impact on Djakarta as well as Vilnius. The spread of a world capitalist way of life is visible in similar consumer habits (McDonald’s) and architecture (skyscrapers), but has its deep cause in the dominance of value production, of productivity, of the capital-wage labour couple.

The concept of a mode of production is contemporary to capitalism. Whether or not Marx  invented the phrase, it has become common since the 19th century because capitalism imposes on us the image of factors of production combined to beget a product or a service bought or sold on a market, and of a society ruled by supply/demand and productivity.

Then the concept was retrospectively applied (often inadequately) to other systems, past and present: the Asiatic or the domestic mode of production. (2) Whatever relevance these derivations have, they pay tribute to the overwhelming presence of the capitalist mode of production.

Capitalist civilization differs from empire, which has a heart, a core, and when the core withers and dies, the whole system around it goes too. On the contrary, capitalism is a polycentric world system with several rival hegemons, which carries on as a global network if one of the hegemons expires. There is no longer an inside and an outside as with Mesopotamian, Roman, Persian, Hapsburg or Chinese empires.

A crisis of civilization occurs when the tensions that formerly helped society to develop now threaten its foundations: they still hold but they are shaken up and their legitimacy is weakened.

As is well known, tension and conflict are a sign of health in a system that thrives on its own contradictions, but the situation changes when its main constituents overgrow like cancerous cells.

A century ago, capitalism experienced such a long crisis, of which the “1929 crisis” was but the climax, and capitalism only got out of it after 1945. Going back over that period will help understand ours.

 

2 : A European Civil War

At the end of the 19th century, capitalism as it existed was no longer viable, on both sides of the capital-labour “couple”: the productive forces of industry were too big to be managed by private owners, and the worker movement too powerful to be persistently denied a social and political role. Capitalism met the issue in a variety of ways. It did not turn “socialist” but it socialized itself, which took decades and included resistance, backlash and outright reaction. (Fascism was one of them, a forced top-down national socialization, as Stalinism was in a different way.) The evolution started with English trade-unionism in the late 19th century and culminated in the post-1945 consumer society.

Reaching that stage took no less than a European civil war.

14-18 and 39-45 were a lot more than inter-State conflicts, and their paroxysmal violence  was not only caused by the extermination capacity of industry. The political and military hubris unleashed by WW II remains a mystery if we neglect the 1920s and 30s confrontation between a restless militant working class, and a bourgeoisie wavering between repression and integration, combining both without opting for the one or the other. Imperial Germany and then Weimar were perfect examples of this situation, but so were Britain where the bourgeois waged a class war in the 20s, especially against the miners, and the US, where unionization was de facto made impossible for millions of unskilled workers.

In 14-18, mutual slaughter came close to a self-destruction of the belligerents, at least until US intervention in 1917. Military illimitation illustrated the explosive power of the contradiction of a system dedicated to eliminate the remnants of the past, while trying to reunite in the trenches the classes of each country. 1918 hardly solved anything. The most advanced country, the US, exported its capital to Europe at the same time as it withdrew from the continent politically. Four outdated empires crumbled and parliamentary democracy went headway, but lacked the means to act as a social mediator. The two structuring classes of modern society remained stuck in a deadlock.

1917-39 broke down the international economy born at the end of the 19th century (the “first globalization”). It was a time of dislocation, of nationalist upsurge, of conflicts between and within States, with the creation of new nation-States without real “national” basis, for lack of a domestic market that could have helped create a people’s unity. (Two of them, Czechoslovakia and Yugoslavia, would break up at the time of the “second globalization”). The mutual dependence of national economies on the world market is essential to capitalism (even the USSR was never totally walled-in), but this process is achieved with a succession and combination of openness (liberalism) and closure (Nazism and Stalinism). Amidst these fault lines, the 1929 crisis added more class collision.

In Germany, it was not the huge unemployment rate that caused the rise of the Nazis: it was the German situation as a whole since 1918. The 29 crash accelerated the ascension of Hitler by aggravating the political factors that had undermined Weimar since 1918. From 1930, the crash facilitated the advent of an authoritarian State, which ruled by government-decrees that deprived parliament of real power. It reduced the reformist capacity of the SPD and Centrum to next to nothing, marginalized the KPD even more, and increased the discrepancy between a democratic façade and a reactionary drift to the past, illustrated by the spread of völkisch nostalgiawhich conveyed a growing nationalist-racist mood and culture. (Unfortunately, idealists like Ernst Bloch were better equipped to understand this time-warp – when the past overlapped the present – than most materialists captive of a linear vision of history. (3) ) 1929 finally signified the disunity of Germany and called for political forces able to reunite the country (the classes) through violence. Fortunes were ruined and beliefs as well. A political vacuum had to be filled, and it was not be done peacefully. Up to 1929, “conservative revolution” remained a contradiction in words: in the 30s, the oxymoron became reality. As it militarized Germany, Nazism re-forged a forced people’s community closed-in on the German race. (4)

Nazi warfare was a head-on pursuit in an all-or-nothing fight, involving planned genocide and implying the final self-immolation of the country: the regime sacrificed German unity rather than yield to clearly superior enemies. When the Nazis engaged in military competition with three great powers at the same time, this was absurd from a pragmatic point of view, yet consistent with the Nazi rise to power and the logic of the regime. This was no Clausewitz-style war aiming to achieve a decisive superiority and stopping when that goal was reached: for Hitler, annihilating the Jews and enslaving the Poles and the Russians were a priority.

In both world conflagrations, Germany stood at the epicentre, with at its heart a heavy industry constricted by a geo-political framework which prevented it from exporting as much as its productive power required.

Various authors have suggested the idea of a “European civil war” from 1917 to 1945, but arch-conservatives, like Ernst Nolte, best emphasized the class undercurrent of that period because of their “class reaction” and political bias. (5) Whatever we think of the Russian revolution and its demise, the Bolsheviks’ seizure of power was a death threat to the bourgeoisie worldwide. It is impossible to understand Mussolini and Hitler if we forget the fear (combining facts and fantasy) of the working class among the bourgeois, a fear shared by a large part of the petit-bourgeois.

Although the working class never seriously tried to overthrow bourgeois rule in Western Europe after 1918, what mattered was that unions and socialist parties were perceived of as a challenge to be met. Fascism differed from the previous variants of reaction throughout the 19th century: it had roots in the industrial world, it drew in crowds, it praised technique as much as it eulogized tradition, in that sense it partook of modernity. Against fascism, Roosevelt and the Popular Fronts reunited the worker movement and those bourgeois ready to let labour play its part politically alongside capital. In that contest, the bureaucratized worker movement led by Stalinism was both an ally and a rival of the Western bourgeoisies. It was therefore logical that national resistance against German occupation should often take on an anti-bourgeois look and discourse against traditional elites associated with fascism, in Yugoslavia, in Greece, and in Italy where patriotic war, civil war and class war mingled against the Nazifascist enemy.

In 1939-45, instead of a proletariat v. bourgeoisie fight, but as a by-product of that previously inconclusive fight, three forms of capitalism confronted each other: the Russian bureaucratic statist version temporarily allied to the Anglo-Saxon liberal variant, against the German (and to a lesser extent Japanese) attempt to create self-sufficient empires.

After 1945, in Western Europe and Japan, parliamentarianism and the constitutional State finally fulfilled their function: to get a “people” together as a nation that integrated the labouring class. In 1943, a Tory politician, Quintin Hogg, said about the English workers: “We must give them reforms or they will give us revolution”. The phrase was excessive, yet meaningful.

1945 was to be different from 1918. At the end of WW I, the most powerful capitalist country stepped aside from European politics: the US refused to be part of the League of Nations and showed little interest in the rise of Nazi Germany. While Roosevelt was busy with the New Deal, he hardly cared about the war in Spain. In 1945, the two major powers, the US and USSR, did not just rule their own countries: each had the ability and the project to extend its domination over other parts of the world. Likewise, the bourgeois were not content with having the upper hand over the workers: the ruling class organized the capital-labour relation in such a way as to consolidate and perpetuate it.

 

3 : How Capitalism Globalized its Crisis of the 1960s and 70s

The post-45 “social peace” was limited to a few dominant countries, and even there “the affluent worker” was a myth. (6) Still, Western Europe developed various forms of Welfare State to pacify the toiling masses Q. Hogg was worried about, and heavily indebted governments (backed by US and Canadian credit) managed to produce the funding. An unspoken bargain was struck.

In the final decades of the 20th century, worker pressure destabilized this consolidation.     Much is known about a crisis that started forty years ago. We will only make two points. The bourgeois managed to quell worker unrest in the 60s and 70s, but (a) did not address the real issue, and (b) the way this “victory” was won and its aftermath have led to more social unbalance. This § 3 analyzes point a. The following paragraphs will deal with point b.

In the early 1970s, capitalist production was running into its inevitable periodic predicament:  over-accumulation creates a mass of value so large that capital is unable to valorize it at the same rate as before. The all-too visible forms of overcapacity and overproduction, not to mention the State “fiscal crisis”, revealed profit deceleration.  (7)

Business re-engineering and globalization were supposed to have remedied that.

As the word suggests, globalization is perceived of as the creation of an open planetary  market where investment, goods and people could (or should) freely move as they please.

This is deceptive.

Firstly, monopolies and oligopolies have not put an end to State rule, which is in fact getting stronger in terms of law and order, and protectionism is not over.

Secondly, what is the bottom line of globalization ?

Downsizing, casualization, substitution of individual contract to collective bargaining, outsourcing of manufacturing from one continent to another, promotion of the service sector at the expense of industry… all the 80s and 90s “re-structuring” was based on one privileged  factor: the systematic lowering of labour costs.

Cutting down wages is a bourgeois constant. “The innermost secret soul of English capitalism [is] the forcing down of English wages to the level of the French and the Dutch. [..] Today, thanks to the competition on the world-market [..] we have advanced much further.” Marx quotes an English MP saying that “If China should become a great manufacturing country, I do not see how the manufacturing population of Europe could sustain the contest without descending to the level of their competitors.” Marx concludes : “The wished-for goal of English capital is no longer Continental wages but Chinese.” (Capital, vol. I, chap. 24, § 4)

Wages, however, though the most important variable in capitalism, are not the only one.

A remedy can prove worse than the cure.

Productivity gains were high again in the 1990s, especially in the US, thanks to computerization, the elimination of smokestack industries, and investment in low labour cost manufacturing in Asia. But, however much computers and containers help compress and transfer labour, they only patch up the causes of profit decline. All the critical features of the 70s are still here forty years later, masked by the profits reaped by a minority of firms and by the windfall profits in the finance sector.

The current huge technical changes, particularly the computerization of production and daily life, are misunderstood as a third “technological revolution” of comparable magnitude as those brought about by the steam engine in the early 19th century, and by electricity and the internal combustion engine late 19th-early 20th.  This is forgetting that productive forces are not mere technical tools. By themselves, petrol and chemistry would not have been enough to generate an industrial expansion between 1870 and 1914, and Taylorism-Fordism was a lot more than the conveyor belt.

The social dilemma of the interwar period (intensive accumulation without mass consumption) had been resolved in the post-45 boom: intensive accumulation with mass consumption by transforming part of productivity gains into higher wages. In the aftermath of WW II, the US would export goods that differed from those then known in Europe, manufactured by another type of management, and harbingers of an innovative lifestyle. On the contrary, in the late 20th century, the Asian tigers and dragons, “New Industrial countries” as they were called, and now China, all too quickly labelled “the workshop of the world”, make the most of existing techniques and manufacture the same objects as those made in the West, albeit at a lower cost. As supply exceeds demand, prices are pressed down… so are profits. The “long decline” that started in the mid-1970s has been compensated for but left unsolved. A new accumulation phase would imply more than technology, and require no less than the launching of new forms of production and labour, in other words a different regime of accumulation and a a different mode of regulation. On the contrary, emerging economies rely on a neo-Taylorism without Fordism(8)

The bourgeoisie has tried once more to short-circuit its partner-opponent by a roundabout technological fix, this time by a leap forward in MTC (Means of Transport & Communication): this is as successful as dosed-up growth can last.

Moreover, Chinese economy is not self-centred and at present no indicators show it is going to cease being over-dependent on exports.

Besides, as it is transferred from the old industrial metropolises to Asia, labour gets organized, presses demands, and wage rises in China start forcing companies to invest in countries with a supposedly more docile workforce.

Globalizing a problem is not enough to solve it. Internal production costs, as well as external and social costs (to remedy environmental damage) cannot be made up for by in-firm productivity gains, especially in countries which have opted for a service economy. The profitability revolution formerly experienced in agriculture and industry will never be on the same scale in the service sector: some of it is ideal for standardization (telecommunications), some is not (health care).

There is no need to dwell on the fact that since 2008, the ruling classes have treated the crisis by means that perpetuate it. Lowering labour income for the sake of reducing companies’ and governments’ deficit, and injecting more cash into banks, will not address the basic issue: insufficient value creation and investment, which no expanding trade can compensate, particularly an expansion souped-up by credit. The bourgeoisie is going the opposite way of what helped come out of the 30s Depression: demand support, public regulation, long-term investment.

So, if capitalism did make a fresh start at the fall of the 20th century, its victory was not what it seemed. The current crisis reveals that the 80s and 90s boom did not overcome the 1970s predicament: overcapacity, overproduction, overaccumulation, declining profitability. The worldwide growth of the last thirty years is undeniable and unsound. Its success is based on causes that contradict the system’s logic: capitalism cannot durably treat labour only as a cost to be reduced at all costs, prioritize the financial sector, live on debt, nor extend the American way of life on all continents. Each Earthling, or even a couple of billions, will not possess his own car, pool and watered lawn.

 

4 : Neo-Liberalism Fallacy

While each of us is personally encouraged to live on credit, States are increasingly supposed to be run on the « prudent man » principle of responsible management: “Let’s not spend more public money than we have”.

In fact, late 20th century neo-liberalism had little in common with 19th century liberalism, when the bourgeois used to cut down on public expenditure, arguing that those sums would deplete their own hard-earned money and decrease investment. The role of the State and its budget were to be kept to a minimum.

This is not at all what Thatcher and Reagan initiated. When they increased public spending by debt financing, it did not help resolve the fiscal crisis of the State, nor was it that policy’s goal : its dual purpose was to reduce the tax levy on companies, and to reduce labour ability to put pressure on profits. Privatizing and deregulating industry and banking (a process inaugurated in the US by J. Carter and continued by B. Clinton after 1993) aimed at shattering the institutional framework which provided labour with means to defend itself (the famous “Fordist compromise”). Neo-liberalism was doing away with mediations that gave a little individual and collective protection from market forces.

This had to occur at the core of the system: manufacturing, transport, energy, namely sectors which were (and still are) vital and where worker organization and unrest were the greatest. So the attack naturally targeted large factory and steel workers, miners, dockers, air traffic controllers… As those key sectors were defeated, finance took the opportunity to push for its own interest at the expense of industry: this was a side-effect of the evolution, not its cause.

The rise of Asia was another consequence of labour defeat. US, European and Japanese bourgeois started having products manufactured in Asia or Latin America, then opened their markets to Chinese imports, only after having crushed worker militancy in their own countries.

 

5 : Wages, Price & Profit

A Niagara of articles are being written to explain how the bourgeois (usually called the rich) have been stealing from the poor for the last decades. Quite true, but the relevant question is whetherafter 1980, the bourgeois counter-attack on labour was successful… or too much so. Systematic negation of the role of labour (i.e. systematic downsizing manpower and cutting down labour costs) brings profits in the short term, but proves detrimental in the long run. Global growth figures of world trade and production in the last thirty years obscure the essential: there are still not enough profits to go round. Faster capital circulation does not necessarily coincide with better profits. In 2004, a number of French companies increased their yearly profits by 55%, mainly because they freed themselves of their own less rewarding sectors. The question is how far insufficient profitability can be compensated by a strategy that benefits a minority entrenched in strategic niches (the expanding hi-tech business, companies with strong links to public spending, and last but not least finance). There is nothing new here. What was called the mixed economy or State monopoly capitalism in the 1950-80 period also relied on a constant transfer of money from business as a whole to a happy few companies. (9) But the running of such a system implied a modicum of dynamism: the most powerful firms would have been unable to take more than their share of profits if overall profitability had been lacking.

Capitalism is not simply an accumulation of money at one pole (capital) and an outright lowering of costs on the other (labour). And even less so an accumulation of speculative windfall profits made at the expense of the “real” economy, i.e. companies that make and sell items (be they mobile phones or on-line bought films). Capitalism cannot be just money sold for money.

From the mid-19th century onwards, capital has always had to take labour into account, even under Stalin and Hitler. (10) If there is one lesson to be learned from Keynes, it is that labour is both a cost and an investment.

There is a limit to what capitalism can exclude without reaching a highly critical stage: in a world where the economy and work reign, the continuity and stability of the existing social order depends on its ability to put at least a fair amount of proletarians to productive work.

Productive in more than one sense: productive of value for companies to accumulate and invest; productive of wealth for the ruling classes and of money for taxes; productive of what is needed for the upkeep and reproduction of the dispossessed as a distinct group and a pool of potential labour; productive of the necessary maintenance of what remains of other classes; and productive of “meaning”, of collective ideas, images and myths capable of getting classes together and taking them along towards some common goal: a society, and this applies to capitalist society as well, is not an addition of passive workers and atomized consumers.

The nexus here is how much capital’s treatment of labour affects the reproduction of society. The renewal of the labour force has to be global, both social and political.

On the contrary, re-engineering has been functioning since the 1980s as if labour was open to ruthless exploitation. Manpower looks inexhaustible (bosses can always hope replace insubordinate or aging proletarians by fresh ones), yet it is not.

In 19th century European factories (as in many factories in the emerging countries today), the bourgeois would exploit the worker until he wore out. This brought in lots of profits for years, but when the army called up millions of adult males in 1914, the military realized that the lower classes were plagued by malnutrition, morbidity, rickets and disability. It is fine for the individual boss to care only about the value produced in his company. Bosses as a class have to take into account the reproduction of the labouring class. Misery and profit do not always get on well:  labour is often more productive when he is better paid, housed, fed, kept in good health and even treated with a modicum of respect.

Socially, “rich” countries have abandoned their poorest 20% (the bottom fifth) to their dismal fate. The relative part of wage-labour in national income has gone down (sometimes by 10%) in the US and in most old industrial countries. Millions of young adults live in poverty, there are more and more working poor and new poor, blue collar and petty office workers (60% of the working population in France) are being levelled down, etc., yet upper class victory has its price. The drive to ultra-productivity causes work stress, loss of working hours and other expenses, the burden of which ultimately weighs on collective capital.  Likewise, cutting down the “social” wage is short-sighted policy: money spent on education, health and pension is an investment which benefits capital’s cycle. Too much cost-cutting has brought in quick profits, but the incidental expenses of globalization will have to be paid for.

The more and more unequal sharing of profits between capital and labour is one aspect of a lack of profitability, caused not by the greed of financiers (the bourgeois are no more or less greedy today than yesterday), but by the shortage of profits gained in industry and commerce. If one leaves the US aside, “the world economy proves incapable of sustaining a demand that would keep its productive (and particularly) industrial capacities busy”. This was the point made in 2005 by a French economist with no Marxist or leftist leanings, Jean-Luc Gréau. (11) He argued that the systematic worldwide lowering of labour costs is part of the problem, not the solution: “How do economists manage to publicly ignore the effects of wage deflation on the world situation ? [..] Wage deflation means deflation of value creation.”

As mass consumption is now a cornerstone of capitalism, systematic downsizing and outsourcing finally lower the purchasing power of wage-earners and unemployed. Far from being a mere fiction, money is substantified labour, and the relevance of money derives from the living labour that it represents. When labour is degraded, neither rich nor poor can endlessly buy on hire purchase, and sooner or later the debt economy meets its limits. Under-consumption is an effect, not a cause, but it intensifies the crisis.

Politically, the bourgeoisie needs workers who work and who keep quiet when they are out of work. As long as wage-labour exists, there will never be enough work for everyone. But there has to be enough of it for society to remain stable, or at least manageable.

Capitalism’s logic has never been to include everyone as a capitalist or wage-earner, nor to  turn the whole planet into middle class suburbia. Nevertheless, capital-labour relations necessitate some balance between development and underdevelopment, wealth and poverty, official and unofficial labour, job security and casual work, stability and flexibility. Otherwise, the privileged residents from suburbia will be afraid to go shopping downtown at the risk of being met by underclass gangs, muggers or looters. Too many gated communities coexisting with too many slums make a socially explosive cocktail. A society cannot be pacified only by police.

In order to reproduce itself, capitalism must not only feed and house the wage-worker, but reproduce what constitutes his life, his family, education, health, etc., therefore the whole of daily life. The supposedly normal course of capitalism is far from peaceful, and social tensions are different in Turino, 2000, from Manchester, 1850: food riots are rarely to be seen in “rich” countries now, though millions of US citizens have to eat on food stamps. Poverty and want change with the times. If contemporary daily life has been successfully turned into a succession of purchases (millions of people trade on eBay and similar sites), that does not prevent the repetition of riots in the old capitalist centres as in the new ones. Looting is not revolution, but when the poor take to the streets to go looting, as in London, 2011, it shows the market unleashes forces it cannot control.

When the bourgeois wonder how to bring back solvability not only to large masses, but to whole countries, it is because the wage relation runs the risk of not adequately providing conditions for social reproduction any more.

 

6 : The Impossibility of Reducing Everything to Time

When driven to extremes, the permanent search for time-saving becomes counter-productive. Shortening time results in everything being treated short-time. In 1960, the success of the American way of life was proved by its ability to convince the motorist to buy a new car model every two years: fifty years later, our home computer recommends we update our software every odd week. Built-in obsolescence conflicts with sustainable growth and renewable energy: the essence of time is that it can neither be stored nor renewed.

There comes a point where social pressures no longer drive the system forward, but strain it. What previously made it strong – to separate, quantify and circulate everything at maximum possible speed – turns against it.

Time is a contemporary obsession, at work, at home, in the street, everywhere. When companies try to produce and circulate everything in real time, what they are really aiming at is zero time. Modern man cannot bear to be doing only one thing at a time. A Martian visitor might think we manufacture and consume not so much objects as speed. Competition forces each firm to minimize labour costs, and each worker’s contribution is to be counted in time – however debatable the resulting figure will be. Computers and experts are there to economize time, to absorb it, eventually to nullify it: “Time & space don’t exist any more”, says your HP Photosmart printer CD. Yet this never goes fast enough to make time profitable enough.

Capitalism always proves at its best in the short term, but nowadays it lacks some vision of the future and some public regulation that only work in long time-frames.

 

7 : A Class Outof Joint

When he is left to himself, the bourgeois seeks his own maximum profit, and follows his natural inclination to combine technical prowess with money grabbing.

One of his recent favourite ways has been to promote the domination of interest-bearing capital over industrial and commercial capital.

Since the Industrial Revolution, hypertrophied finance has usually been a sign of capital overdrive. Low break-even point in manufacturing and trade spawns a tendency to seek higher capital efficiency in money circulation, which inevitably results in crude and sophisticated speculation. This works fine – as long as it lasts – for the happy few in Wall Street and the City, but results in an imbalance between the various bourgeois strata.

There is a connection between labour’s defeat at the end of the 1970s, and the shake-outs which have occurred in finance since. Financial freewheeling is one of capital’s preferred methods of negating what creates it: labour. Credit means spending the money one does not have but hopes to get, for instance by turning the (expected) rise of one’s house on the property market into an increased borrowing capacity. Money however is not endowed with an endless power of self-creation: it only makes the world go round in so far as it is crystallized labour. Financial crash is a reality-check: between labour and capital, the cause and effect relation is not what the bourgeois would like to think. Labour sets capital (and money) into motion, not the other way round.

Speculation is a natural, and indeed indispensable feature of capitalism: over-speculation heralds financial storms.

As class struggle turned in favour of the bourgeois after 1980, they took maximum advantage of the situation, of course at the expense of the proletarians, but also with a power shift within the ruling class, and the rise of financial capitalists exacting two-figure profits when industrial profit rarely exceeds 3-4% per year in the long run.  Rent, formerly surplus profits obtained by monopolising the access to resources or technologies, has tended to become the dominant form of bourgeois income: securitization (transforming debt into commodities), derivative markets (literally selling and buying the future: insurance, options, risks, derived from existing assets), speculation on commodities, speculative bubbles (particularly on the property market), stock options, etc. Hi-tech and cyber-economy revive a rentier class Keynes wished to see euthanized in the interest of the system as a whole. Financial escalation and unprecedented money creation by banks are too well known for us to go into any detail here.

Some synergy must be found between financier and engineer, shareholder and manager. Share prices are not the only yardstick for deciding the optimum cost/benefit ratio. Financial products are as “real” as ironmongery, but only in so far as they are developed in parallel to manufactured and sold objects and services which are more than mere money flows.

All bourgeois share a common position as a class. It is the would-be reformers (often repentant intellectuals familiar with the corridors of power, like J. Stiglitz, policy maker in the World Bank and the Clinton administration) who theorize the “real” economy and hope to enrol true entrepreneurs in opposition to money-makers. The bourgeois are divided but stand as one against labour to defend their interlaced interests. There was no cohesion in the German ruling class in the 1920s, until it rallied behind Hitler. A lot will depend on whether financial, industrial and commercial sectors will remain disunited, or converge on a policy of reform – not the case so far.

 

8 : The Money God that Fails

When the worker struggles of the 60s-70s were contained, unchecked capitalism acted as if it was free to capitalize everything, the air we breathe, the human genome or the Rialto bridge. Anything is liable to become an adjunct to value production or an object of commerce.

Though this trend to universal commoditization is more proof of capital’s omnipresence, capitalism cannot do with an entirely capitalized society: it needs institutions and norms that are subordinate to it, but it also needs them not to directly comply with the profit imperative. Schools are not supposed to add value to a capital. Civil servants are not business men. “Research & Development” requires basic research. Accounting requires trustworthy figures. The same company which fiddles its own book expects to be provided with honest government statistics. Public services have to submit to capitalist standards and yet retain a certain degree of autonomy.

If the limits of homo economicus are now being debated, if Karl Polanyi and his critique (The Great Transformation, published in 1944) of the illusion of a self-regulating market become fashionable, it shows that even the liberals have to admit the necessity of restraining the grip of profit-making over society. Polanyi contended that the human propensity towards the market was historical, not natural: capitalism had disembedded the production of the means of existence from both social life and nature. No Marxist and certainly not a communist, Polanyi was not opposed to the existence of a market: his remedy to the autonomization of the economy was to re-embed productive activity within mutual links.    Written in the aftermath of the Great Depression, this critique coincided with a capitalist effort to regulate market forces. In the last decades, there has been a renewed interest in Polanyi’s emphasis on “embeddedness”: reformers would like the economy to be brought under social control, in order to create a sustainable relationship with nature..

Polanyi had a point : individualist money exchange erodes the social fabric. He only failed to see that we cannot expect capitalism to limit itself: the market always tends to over-develop. As the liberals are right to point out, the advantages of capitalism come with its defects. In the colleges where The Great Transformation is taught, managers dream of tying teacher pay to students’ performance on standardized tests. Polanyi was a naïve believer in the self-critique of capitalism.

 9 : Quantifying the Qualitative (When the disease becomes the medicine)

How does a system based on universal measuring react to excess quantitativism ? By quantifying quality. You can now do a Ph.D. in Happiness Studies : Gross Domestic Product is fine when complemented by Gross National Happiness.

At a time when the West doubts its own values and looks to the East for soul food, it is not by chance that GNH originated in Bhutan, the first country where it was first officially used. The concept was not born out of pure tradition: it was invented by the local rulers when Bhutan was going through a modernization process – a code phrase for entering the capitalist age. GNH was to act as a bridge between mercantile pressures and the prevailing Buddhist mind-set, and to provide Bhutanese society with an ideology presenting wage-labour and a money economy as suited to the well-being of people. Similar surveys followed in “modern” countries, and opinion polls now collect data on wellbeing. (12)

It is a well-known sociological “law” that in a survey the questions determine the answers : the sophisticated indicators used in interviews to measure the population’s well-being served to hammer into Bhutanese heads the idea that Bhutan’s evolution was good for them.

GNH is as manipulative as GDP, but also equally deceptive for its users, be they experts or the rulers that pay the experts. While it claims to be a guide to proper planning for the future, and to be taking into account non-strictly economic factors, GNH works with the same logic as value: it puts everything together, from the water-table to girl school attendance, and synthesizes it (or pretends to) in order to reach figures and graphs that bring down reality to common features. Applying econometrics to daily life cannot compensate for the lack of a general vision that the present competing world of States and companies is by its nature incapable of achieving, as everybody actually knows. It is an open secret that GNH compilations scarcely help upgrade sustainable development, cultural integrity, ecosystem conservation, and good governance. But never mind. As GNH fails to quantify well-being and happiness, new constructs see the light of day, like the Genuine Progress Indicator. As mental health does not suffice, emotional health is now deemed metrically measurable. When factual data prove inadequate, specialists compile memories. Whenwellness falls short of required norms, a long list of various wellnesses is made up, and new papers are written.

The figure society is also a report society. In 2005, the United Nations sponsored a Millennium Environment Assessment project, to evaluate nature according to what it gives us, and to know the cost if we lost it: its contribution for 1982-2002 was estimated at $180,000 billion. The figure has been contested, which requires more MEA studies. Productivism may be discredited in manufacturing, not in research.

Happiness teachers are the contemporary lay preachers that patch up the inadequacies and monstrosities of present times. It is quite natural that Happiness research should obey the reductionist figure-obsessed logic that prevails in intellectual and political life, or in education, where school-kids are assessed by box-ticking: we are all benchmarked now. Tellingly, this is not what critics object to. They denounce the fact that governments define GNH as it suits them: isn’t that the case with all statistics ? They deplore the un-scientific criteria : how could well-being fit in with any objective standard ? Only a scientistic mind can regard happiness as an object of science, or emotion as an analog to economic progress. They bemoan the national bias, but it was inevitable Bhutan should find comfort in its own version of GNH. A 21st century US GNH would validate the American way of life as the US likes to picture itself now, a multi-cultural, eco-conscious, minority-friendly society, certainly not as it was in 1950.

GNH is a product of a time when a GDP-led world is in crisis, and deals ideologically with its crisis. Zen wisdom goes well with GNH.

 

10 : Forbidden Planet ?

A system bent on treating labour as an infinitely exploitable asset acts the same with nature. As early as the 50s and 60s, far-sighted observers warned about ecological risks. (13) Yet, as a whole, post-1980 growth has meant more production, more energy (including nuclear energy) consumption, and more planned obsolescence.

A capitalist contradiction has become more visible and more acute than a century ago: if this mode of production is bound to commoditize everything, this process includes its environment (“nature”), which can never be completely turned into commodities. It is economically sound for a fridge or a video-on-demand to be indefinitely interchangeable and renewable. The same logic does not apply to trees, fish, water or fossil fuels. It is going to be harder to do something about CO 2 than it was in the 1930s to remedy the damage done by the dust bowl. Even if the US benefits from shale oil and shale gas (which remains to be seen), for most countries the cost of fossil energy will continue to rise and become increasingly uneconomical, which does not mean that this will block the system: there is always a way out of a severe profitability dilemma, a calamitous way.

Capitalism must find some balance between itself and what it feeds on, with its social as well as natural environment: “nature” is one of those indispensable not-to-be-fully capitalized elements.

What is involved here is first the wage versus profit issue, but also everything it implies. Company, wage-labour and commodity are indeed the heart of the system, but that heart only beats by pumping what fuels it, mankind and first of all labour power, and also nature.

One does not have to be an ecological catastrophist to realize the contrast between the beginning of the 21st century and the situation in 1850 or 1920. A huge difference with the 1914-45 crisis is that accumulation now meets ecological limits as well as social ones: overexploitation of fossil fuels, overurbanization, overuse of water, climate risks… combine so that the mode of production uses up its natural capital, while the decline of Keynesianism deprives the State of its former regulating capacities.

When private market forces are no longer checked by public counter-power, capital’s inherent illimitation is given free rein. Deregulation, privatization and commercialization have contributed to deplete natural conditions which cannot be infinitely renewed. In 50 years, chemistry and agribusiness have multiplied by 4 or 5 the yield of wheat-growing land… providing the farmer inputs 10 calories to get an output of 1. The day capital has to factor in all the elements necessary to production, overexploitation will start becoming economically unprofitable.

Up to now, business could regard energy inputs, raw materials and environment as expendable sources of wealth which were taken for granted. As long as the cost of water pollution by the aluminium factory for the rest of society would not be paid for by either the producers or buyers, business could ignore it. Such a “negative externality” must now be integrated into production costs: this, capital finds difficult to do, and so far there has been less action than talk, with “systems thinking” and “systemic approach” becoming buzz words. “De-growth”, “un-growth” or “zero growth” are incompatible with a system that still relies on mass manufacturing and buying of big (cars) or small (e-readers) items, planned obsolescence, and huge coal-fired or nuclear power stations. Smartphone is as much productivist as the Cadillac car.

Ecology is now part of ruling class ideology. It has even given birth to a new popular genre: doomsaying, which in true religious fashion thrives on fear and guilt: the fault lies in human acquisitiveness, in our ingrained materialistic foolish hedonism.

Yet the world is not determined by the opposition between man and nature, between technique and nature, between a destructive megamachine and the continuation of life. The biosphere is indeed one of the limits against which capitalism collides, but the connection between the human species and the biosphere is mediated by social relations. The “nature” we are talking about is not exterior to the present mode of production: raw materials and energy are part of the framework whereby labour produces capital.

Electricity, for instance (a form and not a source of energy), perfectly suits capitalism: it exists as a mere flow that is not easy to store, and therefore must keep on circulating. If its production costs happen to exceed its benefit, what can business do except passing on the buck to the State, but where does public money come from ? We are faced with the paradox of an amazingly mobile and adaptable system that has gradually built itself on an increasingly non-reproducible material basis.

Human, social and natural ability to adapt, for better or worse, are certainly larger than we think. Soon we might have to get used to living in a highly dangerous environment. The Japanese start to wonder what is worse for a child : having to play in an irradiated playground environment, or be banned from outdoor playing ? Nuclear power creates a situation when capitalist investment could stop being profitable. For its own reproduction, a social system feeds on (human and natural) energy and raw materials. If a  system spends more resources ( = money) on preserving its environmental conditions than it is getting out of them, if the social input exceeds the social output, society breaks down.

As present society is unable to address the issue on anything like the scale necessary, two options combine: mild accommodation, and playing the sorcerer’s apprentice. Science,  business and government are currently cooking up imaginative and (allegedly) profitable geo-engineering solutions : removing carbon dioxide from the atmosphere and depositing it elsewhere (like “advanced” countries shipping their industrial toxic waste to Africa), managing solar radiation to cool the planet by reflecting radiation into space, fertilising oceans with iron, brightening clouds, etc. If climate goes wrong, let’s have weather control, and if industry puts the environment at risk, let’s change nature. (14)

Dodging the obstacle by the same means that create it : one wonders which is worse, the failure or success of such science-fictional projects.

11 : No Capitalist Self-Reform

There is no shortage of lucid perceptive minds in capitalism. Indeed, some of its early theoreticians suggested restraint (A. Smith) or reforms (Sismondi). (15) Nevertheless, such moderating influence fell on deaf ears, unless it was backed by mass action, strike, riot, Chartism, the Paris Commune, fear of revolution, or in the US the violence narrated by Louis Adamic’s Dynamite (1931). It always takes more than books and speeches for a class to realize where its long-term interest lies.

Only organized labour forced doses of regulation upon reluctant bourgeois: no New Deal without the sit-down strikes.

On the contrary, in the ebb of struggles, freewheeling capitalism acts as if it could make the most money out of anything.

Today, the more data are collected, the more sophisticated software and applied maths become (high frequency trading), the less self-control there seems to be. A case in point is the reluctance to separate investment from commercial banking, as compared to the scope of the Glass-Steagall Act in 1933. Instead, the rulers look for more control over work and over the people. Neo-liberalism never minds government when government deals with law and order, and it is quite compatible with bureaucracy. Laws, regulations, guidelines, protocols and codes of ethicshave proliferated with the computerized standardization of every domain from medical care to education or the stock exchange. The precautionary principle is hyped by the same society that keeps playing with fire (nuclear risk being just one example). Potentially unhealthy industrialized food is served by glove-wearing shop-assistants. The consensus is that the more information we read on packets or on the web, the safer we are. The “Knowing Is Doing” fallacy is typical of a world in disarray.

Self-control has never been capitalism’s strong point. The bourgeois excels in making use of human and natural resources to produce and accumulate but, despite thousands of think-tanks, he is unable to think of capitalism as a totality because it is not his business, literary. When a company invests in a factory or a mine, the managers make the most of manpower, raw materials and technology, and only take care of the rest (occupational accidents, toxic waste, water pollution, etc.) if and when they come under pressure from the work force, law, local authority or whistle blowers. Bourgeois priority is to increase the productivity of labour and capital: that is what they are bourgeois for and they prove good at it. Long-term and “holistic” thinking come second.

Paradoxically, the abundance of reform “road maps” is a sign of procrastination. Most schemes conform to the current tendency of increased individualization. Whenever the possibility of higher direct or social wage is raised, it is usually conditioned on the wage-labourer personally submitting to overtime, compulsory re-training, a private insurance policy, etc. This is neglecting the fact that a social compact is only viable if it is collectively entered into and respected: in other words, collective bargaining. Yet the bourgeoisie persists in treating society as an addition of single atoms free to associate or stay apart. Historical replies to social questions cannot be individual.

Capitalist challenge nowadays is to make labour more profitable, and also to restore a working balance between accumulation and natural conditions. The ruling classes are evading both issues.

European politics is a clear illustration of this. The rush to unity almost immediately followed the proletarian defeat of the 1970s. At the same time as China was busy accumulating dollars thanks to the US trade deficit, the euro was born. This single currency was groundless: it did not come out of any socio-economic, let alone political, coherence. What is sometimes called the biggest single world market is nothing more: the European Union is a 500 million-strong market devoid of common purpose and political leadership. Nation-building took centuries in Europe. State is now declared outmoded, whereas trade is regarded as a pacifier, equalizer and unifier. A single currency has been imposed upon unequal, rival and still national economies, as if Greece could quietly coexist with Germany (2/3 of German trade surplus comes from the euro-zone), while the European budget is a trifling amount  compared to the US federal budget. This is tantamount to diluting the social question by extending it over a larger and larger geographic area.

 

12 : Deadlock

The proletarians are not just victims of capitalist contradictions: their resistance deepens these contradictions. Chinese workers put forward wage claims. Thousands of miles away, Accor hotel cleaners fight for better working conditions. Even when defeated, and it often is, labour unrest aggravates the crisis, and contributes to a social stalemate in which up to now all classes take part, as between the two world wars.

Unlike the 30s, however, no New Deal is in sight. Far-reaching reform is impossible without a large deep social movement: deprived of mass pressure on the shopfloor and in the street, reformers remain powerless.

In the mid-20th century, in spite and because of proletarian defeats, the labour/capital confrontation finally entailed an adjustment of the exploitation of labour and began to regulate itself, with the “capital + labour + State” association.

Today, opposed classes counteract each other without any reformist nor (yet) revolutionary prospect. Up to now, capital disrupts and breaks apart labour far more than labour practically challenges its own reality. As we will see in the next chapter, few acts could qualify as anti-work or anti-proletarian.

Though the past is never re-enacted, the inter-war period offered a not too dissimilar picture, with the bourgeoisie proving unable to reform capitalism and the working class unable to overthrow it, until political and military violence unblocked the historical evolution.

As recalled in § 2, three forms of capitalism coexisted and fought in the 30s and 40s: a “market” type led by the US and Britain; a “State bureaucratic” type in the USSR; and a German very different but also State-managed type, where under Nazi rule the bourgeois kept their property and wealth but lost political leadership.

We now know what happened in 1945 and later in 1989, but in 1930 or 1950 very few (bourgeois or revolutionaries) were able to tell how it would all unfold. It is easy to explain today why the variant most adequate to the inner nature of capitalism would come out as the winner, but the other variants proved fairly resilient, to say the least. The vagaries of 20th century class struggle brought the unexpected: though they were indeed capitalist (and it was essential for radical critique to be clear on that issue, as it still is now), Stalinism and Nazism did not fit well with capitalism as communist theory was able to understand it at the time.

Because the State absorbs and concentrates society’s potential violence, intra- and inter-State contradictions, far from being neutralized, generate multiple tensions and conflicts, including those now called ethnic. Contemporary globalization inevitably comes with the prospects of war. The 1914-45 era reminds us that in the absence of revolution, disorder and cataclysm can throw a social system into turmoil without terminating it.

 

13 : No « Creative Destruction »… Yet

All the components of the crisis we have summed up refer to the degree of exploitation, to the relation between the two classes that structure the modern world.

When labour pressure is unable to moderate private capital and influence public policy, wages tend to go down, consumption to rely on hire-purchase, finance to dominate industry, privatization to develop at the expense of public services, money to colonize society, the market to evade regulation and short-termism to prevail over long term investment and planning. In Victorian days, later at the end of the 19th century, and then after the 1917-45 European civil war, each time worker unrest, in spite of its non-revolutionary character, threatened profits, until it forced the bourgeois into better adapted forms of exploitation.  Labour countervailing action periodically drives capital forward and both softens and worsens its domination: “taming” capital reinforces it.

The transition from Keynesian-Fordist national compromise to globalized unbridled bourgeois rule resulted from a shift in the social balance of power. After 1945, the business-union-State settlement depended on the ability of labour to impose some form of deal. The 1960s-70s struggles put an end to give-and-take. The ruling class won.

Today’s class struggle in the West combines labour resistance and bourgeois refusal to give up even a portion of its vested interests. The interlocking of the two forces results in a stalemate than cannot go on for ever.

Capital has acted as if it could disintegrate labour, or even obliterate it, as bluntly put by professor M. Hammer in 1990, whereas labour is the stuff capital is made of. It is sound capitalist strategy to lower the cost of labour in Denver by having local workers buy cheaper imported goods. This is what Britain did in 1846 with the repeal of Corn Laws that limited food imports : cheaper bread reduced labour’s cost of life, hence wages. But when US capital gives Denver labour the strictest minimum pay to buy mainly made in China goods, there is a flaw: what will be manufactured in Denver, and what to do with the local proles ? Not everyone has the chance to become a computer specialist, nor the ability to live on diminishing social benefits: will work in the future be (in the best of cases) casual, or (more likely) a succession of menial odd jobs and periods on the dole ? Bourgeois answer is yes : there will remain a lot of unemployed and working poor in Denver for quite a while, but it does not matter because they can still eat junk food and afford Asia-made cell phones. It is logical, but the logic is warped.

Prioritizing global over local, un-coupling the wage-worker income from the society and the market where he lives, would be feasible if labour was as flexible, fluid, separable and expandable as figures, indeed… as money, i.e. a substance that is transferable, interchangeable and dispensable with at will. And this precisely is the capitalist dream. The present condition of the world and the current crisis prove how strong this utopia is, and how wrong: virtuality is a fallacy. The “real” economy may not be as tangible as it seems, but it has a degree of reality which the financial universe is lacking. On can play with money, “liquefy” banks and launch credit lines at will for years. On the contrary, labour is neither virtual nor virtualizable.

Capitalism never overcomes its contradictions: it shifts them, adapts them to its logic while adapting itself to them.

“Capitalist production seeks continually to overcome these immanent barriers, but overcomes them only by means which again place these barriers in its way and on a more formidable scale.” (Capital, vol. III, chap. 15)

Capitalism is based on its ability to provide wage-labour with means of existence. It can keep going with billions of people starving, as long as the core – value production – perpetuates itself on a constantly enlarged scale (as required by competitive dynamics : today Shanghai is part of the centre of the system as much as Berlin). Manchester was prosperous while “the bones of cotton-weavers [were] bleaching the plains of India”, as the Governor General of India wrote in 1834. Utmost misery is no big news.

The bourgeois problem is twofold:

(a) The core itself is in deep trouble. A social system can make do with starving masses, as long as its heart provides sufficient pump action: capitalist “heart” is a value pump, and for forty years the pump has not been delivering enough, however much profit is made by a minority of firms, and whatever money is created and going round.

     (b)The heart of the matter is not the whole matter. US, European, Chinese, etc., capitalism cannot go on in an eruptive explosive world. Though eruption does not mean revolution (to give just one example, social violence in Bangladesh is as much related to religion as to class), but business needs a minimum of law and order as well as political stability.

We are not talking about countries or parts of the world (North/South, the West/Asia), but about “unequal development” within nearly every country. The ruling classes are not particularly worried about what goes on in a backwater Bolivian province, a miserable London estate, or a deprived Islamabad district, and just deal with it by appropriate doses of police beatings and public relief. A very different situation arises when Bolivian villagers, rebellious English youths or rioting urban Pakistanis create unmanageable political confusion, disturb the flow of national capital, disrupt world trade, and indirectly cause war and geopolitical chaos. Class struggle strictly speaking (viz. merely involving bourgeois v. proletarians) is not the only factor that sets capitalism off course.

Capitalism is based on conditions that must be reproduced as a whole : labour first, also everything that holds society together, not forgetting its natural bases. “Crisis of civilization” occurs when the social system only achieves this through violent tremors and shocks, which eventually drive it to a new threshold of contradiction management.

In our time, if capitalism finds a way out of the crisis, recovery will not be soft and irenic. Social earthquakes, political realignments, war, impoverishment will come together with consumer individualism in the shadow of a domineering State, in a mixture of modernity and archaism, permissiveness and religious fundamentalism, autonomy and surveillance, moral disorder and order, democracy and dictatorship. The nanny State and militarized police go hand in glove. In the emblematic capitalist country, New Orleans after Katrina in 2005 provided us with glimpses of a possible future : infrastructure breakdown, overburdened public services, effective but insufficient grassroots self-help, law and order restored by armoured vehicles.

Defining a crisis is not telling how it will be settled. No European or North American country is now approaching the point where class disunity, political confrontation, ruin of the State and loss of control on the part of the ruling class would prevent the fundamental social relation – capital/labour – from operating, but conditions are building up to create such a situation.

One thing is certain. The historical context calls for an even much deeper response than in the 1930s, and no solution is on the way, no “creative destruction”, to use a phrase coined by Schumpeter in the middle of a world war.

 

14 : Social Reproduction, So Far…

Unlike a bicycle that can be kept in its shed for a while, capitalism is never at rest : it only exists if it expands.

Social reproduction depends on the relation between the fundamental constituents of capitalist society. There’s no objective limit here. Labour may go on accepting its lot with 10% unemployed as with 1%, and the bourgeois can go on being bourgeois even if the “average” profit rate goes down to 1%, because global or average figures have meaning for the statistician, not for social groups. War brings fortunes to some, huge losses to others. There are times when the bourgeois will accept a 1% or 0% profit if he hopes thereby to continue being a bourgeois, and times when 10% is not enough, and he’ll risk his money and position to get an unsustainable 15%: then the break-even point becomes a breaking point. Capitalism is ruled by the law of profit, and its crises by “diminishing returns”, but this diminishing can hardly be quantified. This is why there have been very few figures in a study that wishes to assess the break in the social balance, viz. the contradictions able to shape and shake up a whole epoch.

(a) Which irreproducibility are we talking about ? Capitalism does not render its own production relationships null and void. No internal structural contradiction will be enough to do away with capitalism. To speak like Marx, its “immanent barriers” do not stop its course, they compel it to adjust: they rejuvenate it. The system’s social reproduction remains possible if bourgeois and proletarians let it go on.

(b) Only communist revolution can achieve capitalism’s non-reproducibility, if and when  proletarians (those with jobs and those without) abolish themselves as workers.

(c) So far nothing shows that present multiple proletarian actions (defensive and offensive) point or lead to a questioning and overthrow of the capital/labour relationship.

(d) Therefore, capitalism nowadays has the means to reproduce itself. But as its long-term profitability deficit combines with growing geopolitical destabilization aggravated by globalization, its reproduction can only occur through disruption, violence and more poverty. Stalemate creates an ever more explosive situation, and present austerity now imposed on countries like Greece is a mild indicator of troubled times to come.

 

 

***

 

“The workers’ movement has not to expect a final catastrophe, but many catastrophes, political — like wars -, and economic, like the crises which repeatedly break out, sometimes regularly, sometimes irregularly, but which on the whole, with the growing size of capitalism,become more and more devastating. And should the present crisis abate, new crises and new struggles will arise”, Anton Pannekoek wrote in 1934, before reaching his conclusion: “The self-emancipation of the proletariat is the collapse of capitalism.” Today, unless revolution does away with a system that reactivates itself by periodic self-mutilation, we are in for more extreme and devastating solutions. (16)

 

NOTES :

(1) This is the 4th chapter of a book to be published by PM Press, From Crisis to Communisation. Other chapters deal with “Legacy” (the 60s-70s), the “Birth of a Notion”, “Work Undone”, “Trouble in Class”, “Creative Insurrection”, and “A Veritable Split” (a critique of some exponents of communisation).

(2) Marshall Sahlins suggested the existence of a domestic mode of production, based on a peasant household-centred economy, with little exchange and hardly any money.

From a very different angle, Materialist Feminist Christine Delphy takes up Marx’s concept and duplicates it. Domestic labour (performed within the family by unpaid women for the benefit of men) is theorized as specific enough to be the basis of a domestic orpatriarchal mode of production, which according to Ch. Delphy coexists with the capitalist mode in capitalist societies.

(3) On historical progress/regress: Detlev J.K. Peukert, The Weimar Republic: The Crisis of Classical Modernity, 1992 (German edition, 1987).

(4) Conan Fisher, The Rise of the Nazis, 2002. For a good book on Hitler’s Germany: Adam Tooze, Wages of Destruction. The Making & Breaking of the Nazi Economy, 2006. On the 1917-37 period, G. Dauvé, When Insurrections Die (1999), on the troploin site.

(5) E. Nolte’s The European Civil War 1917-45 (published in Germany in 1987) has not been translated into English. It is more ideology than history.

(6) E. Hopkins, The Rise & Decline of the English Working Class 1918-90: A Social History, 1991.

(7)J. O’Connor, The Fiscal Crisis of the State, 1973.

(8) There appear to be two trends among critics of capitalism in its neo-liberal phase. One school of thought, by far the best known, insists on the predatory role of finance over the “real” economy. Another school, without denying the impact of finance capital, doubts the present reality of this real economy. Though we won’t pretend to settle a difficult question in a few lines, that second tendency has the merit of questioning not so much the share of the profits appropriated by a tiny minority, but the materiality of these profits. According to writers like G. Balakrishnan (Speculations on the Stationary State, in New Left Review, # 59, 2009), technological and social development has been considerable  – above all, in labour control – but has “failed to release a productivity revolution that would reduce costs and free up income for an all-round expansion” (Balakrishnan). See also W. Streeck, How Will Capitalism End ?, in New Left Review, # 87, 2014.

(9) Paul Mattick, Marx & Keynes. The Limits of the Mixed Economy, 1969.

(10)  Tim Mason, Nazism, Fascism & the Working Class, 1995.

(11)Jean-Luc Gréau, L’Avenir du capitalisme, 2005. He used to be an economic expert for the main French business confederation.

(12) In Bhutan and abroad, critics have raised the point that Bhutanese society is far from the exotic heaven of peace and harmony that its elite claims to be ruling. Labour exploitation is fierce, traditions oppressive and minorities discriminated against. Well, only the gullible thought Shangri-La was real. But even if Bhutan was a tolerant, non-sexist, worker-friendly place, or if Gross National Happiness had been invented, say, in Denmark or Iceland, GNH would still be as misleading as GDP.

(13) For instance, as early as 1956, Günther Anders was writing on The Obsolescence of the Human Species.

(14) Clive Hamilton, Earth Masters. The Dawn of the Age of Climate Engineering, 2013.

(15) Sismondi (1773-1842) was one of the first under-consumptionist theorists. Observing the early 19th century economic crises in England, he thought competition led to excessive cost-cutting, which lowered wages and prevented the workers from buying what they produced. Sismondi’s remedy was to pay them more so they would have enough purchasing power.

(16) Anton Pannekoek, The Theory of the Collapse of Capitalism, 1934.

 

ΓΙΑ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗΝ ΙΡΛΑΝΔΙΑ

Το Σάββατο 31.8.15 έγινε στο Δουβλίνο μια ακόμα μεγάλη διαδήλωση ενάντια στην αύξηση της τιμής του νερού. Εδώ μια σχετική ανταπόκριση, όπου επίσης μπορεί να βρεθεί ένα βίντεο μεγάλης διάρκειας για τη συγκεκριμένη διαδήλωση. Παράλληλα, επισυνάπτεται ένα pdf στα αγγλικά ,που αναφέρεται διεξοδικά στον εν λόγω κίνημα, με τίτλο:

The Irish water war, austerity and the “Risen people”

An analysis of participant opinions, social and political impacts and transformation potential

of the Irish anti-water charges movement

ministry of thirst