Δημοσιεύουμε σήμερα ένα κείμενο της Théorie Communiste,
το οποίο, παρότι εδώ και έναν χρόνο βρίσκεται στα ηλεκτρονικά συρτάρια μας και δε γνωστοποιήθηκε για διάφορους λόγους, παραμένει καθόλα επίκαιρο. Το πρωτότυπο κείμενο με τίτλο “Une séquence particulière” μπορεί να βρεθεί εδώ.
Μια ιδιαίτερη αλληλουχία
Σε ποιο σημείο της κρίσης βρισκόμαστε;
«Μας έκοψε το γέλιο για δέκα χρόνια»
(André Gide μετά την ομιλία του Antonin Artaud: Artaud–Mômo)
Αγώνες και κινήματα τόσο διαφορετικά όπως η αραβική εξέγερση από το 2011, τα κινήματα των «αγανακτισμένων» ή το «occupy», οι τουρκικές, βραζιλιάνικες ή βοσνιακές διαδηλώσεις, οι ουκρανικές ταραχές, το «κίνημα της τσουγκράνας» στην Ιταλία, οι απεργίες και οι εργατικές ταραχές στην Κίνα, στη νότια και νοτιοανατολική Ασία και στη Νότια Αφρική, και ακόμα, σε μια κλίμακα που δε συγκρίνεται, τα γεγονότα στη Βρετάνη, στη Γαλλία, το φθινόπωρο του 2013 ή η λαϊκή προσχώρηση στις πολιτικές θέσεις της άκρας δεξιάς παντού στην Ευρώπη· [όλα αυτά] ορίζουν, στο εσωτερικό της κρίσης που ξεκίνησε το 2007/2008, μια ιδιαίτερη αλληλουχία στην πάλη των τάξεων, η οποία άρχισε γύρω στο 2010 και εν μέσω της οποίας βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή.
2007: η κρίση της μισθωτής σχέσης
Στον καπιταλισμό που προέκυψε από την αναδιάρθρωση των δεκαετιών του ’70 και ’80 (του οποίου αυτή τη στιγμή βιώνουμε την κρίση), η αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης υπήρξε αντικείμενο μιας διπλής αποσύνδεσης. Από τη μια, αποσύνδεση μεταξύ αξιοποίησης του κεφαλαίου και αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, από την άλλη, αποσύνδεση μεταξύ της κατανάλωσης και του μισθού ως εισοδήματος.
Η ρήξη της αναγκαίας σχέσης μεταξύ αξιοποίησης του κεφαλαίου και αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης διαρρηγνύει τις περιοχές αναπαραγωγής που είχαν μια συνοχή οριοθετημένες σε εθνικό ή ακόμα και περιφερειακό επίπεδο. Αυτό το οποίο λαμβάνει χώρα είναι ο διαχωρισμός, από τη μια, αναπαραγωγής και κυκλοφορίας του κεφαλαίου και, από την άλλη, αναπαραγωγής και κυκλοφορίας της εργασιακής δύναμης.
Η τρέχουσα κρίση ξέσπασε επειδή οι προλετάριοι δεν μπορούσαν πλέον να πληρώσουν τα χρέη τους. Ξέσπασε εξαιτίας της ίδιας της μισθωτής σχέσης που θεμελίωνε τη χρηματιστικοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας: συμπίεση των μισθών απαραίτητη για τη «δημιουργία αξίας»· παγκόσμιος ανταγωνισμός της εργασιακής δύναμης. Είναι η μισθωτή σχέση που βρίσκεται στην καρδιά της τρέχουσας κρίσης.
Όλα είχαν ξεκινήσει καλά…
Στους «αυτοκτονικούς αγώνες», τους αγώνες των άνεργων και προσωρινών ή των χωρίς χαρτιά, στις ταραχές του 2005 στη Γαλλία, τις απεργίες στο Μπαγκλαντές όπου οι εργάτες καίνε τα εργοστάσια, στις ταραχές στην Ελλάδα το 2008, στις περισσότερο ή λιγότερο διεκδικητικές ταραχές στη Γουαδελούπη, τους πολύμορφους αγώνες στην Αργεντινή κ.α. εμφανίστηκε η επαναστατική δυναμική αυτού του κύκλου αγώνων: το να δρας ως τάξη είναι, από τη μια, το να μην έχεις για ορίζοντα παρά μόνο το κεφάλαιο και τις κατηγορίες της αναπαραγωγής του, από την άλλη, είναι, για τον ίδιο λόγο, το να βρίσκεσαι σε αντίφαση με την ίδια την ταξική αναπαραγωγή σου, το να τη θέτεις σε αμφισβήτηση. Είχαμε ορίσει [αυτή τη δυναμική] ως μια σύγκρουση, μια απόκλιση μέσα στη δράση του προλεταριάτου, η οποία ήταν το περιεχόμενο και το διακύβευμα της ταξικής πάλης. Δεν ήταν παρά με αυτόν τον τρόπο που μπορούσαμε να μιλάμε για επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση και είχαμε δίκιο. Αλλά…
Και μετά, όλα άρχισαν να πηγαίνουν στραβά
Η μισθωτή κοινωνία
Στις αρχές της δεκαετίας του ’10, κάτι ανατράπηκε. Η κρίση του δημοσίου χρέους προκαλεί σε όλες τις κεντρικές χώρες μια εντατικοποίηση [στη λήψη] μέτρων λιτότητας, η φορολογική πίεση εντείνεται, η κοινωνική άνοδος μέσω των σπουδών δεν αποτελεί πλέον παρά παλιομοδίτικη απάτη, η ανεργία και η επισφάλεια αναπτύσσονται αγγίζοντας κατηγορίες που μέχρι τώρα την είχαν λίγο-πολύ γλυτώσει, τις μεσαίες τάξεις.
Η είσοδος [στο προσκήνιο] κατηγοριών όπως οι μεσαίες τάξεις ή η νεολαία δεν αποτελεί απλή εμφάνιση νέων ηθοποιών σε ένα θεατρικό έργο που [ήδη] έχει γραφτεί και παραμένει αμετάβλητο· οι νέες εξελίξεις της κρίσης φτιάχνουν αυτούς τους νέους ηθοποιούς την ίδια στιγμή που τους πλήττουν, αλλά σίγουρα το πεδίο της ταξικής πάλης διευρύνεται [περνώντας] από τη μισθωτή σχέση στη μισθωτή κοινωνία. Πρόκειται για την τρέχουσα αλληλουχία.
Η πραγματική υπαγωγή συνίσταται στη συγκρότηση του κεφαλαίου σε κοινωνία. Αλλά αυτή η συγκρότηση σε κοινωνία είναι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής ως μισθωτή κοινωνία. Η μισθωτή κοινωνία αποτελεί ένα συνεχές θέσεων και αρμοδιοτήτων εντός του οποίου οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής δε βιώνονται παρά ως σχέσεις διανομής, η εκμετάλλευση ως άδικη κατανομή του πλούτου, οι κοινωνικές τάξεις ως η σχέση μεταξύ πλούσιων και φτωχών.
Μέσα στο πλαίσιο της μισθωτής κοινωνίας και των σχέσεων διανομής, η επίθεση σε όλα τα μισθιακά εισοδήματα πλήττει μεταξύ άλλων, τις μεσαίες τάξεις και τις κάνει να κατεβαίνουν στον δρόμο· επιπλέον όμως οι ίδιες οι μορφές αυτής της στιγμής της κρίσης μετατρέπουν «προς το παρόν» (?) τις μεσαίες τάξεις σε εκπρόσωπους αυτής της στιγμής. Αυτή [η μετατροπή] συμβαίνει συχνά εντός της συγκρουσιακής διασταύρωσης με άνεργους και επισφαλείς εργαζόμενους. Αντίστροφα, δημιουργεί στους περισσότερο ή λιγότερο σταθερούς εργάτες –οι οποίοι [είτε] δεν εμπλέκονται στο κίνημα ξεκινώντας από τη θέση τους στην παραγωγή [είτε] πραγματοποιούν, όπως στην Τουρκία ή τη Βραζιλία, δράσεις εντελώς παράλληλες– μια στάση απόμακρη, αν όχι καχύποπτη. Η μεσαία τάξη, με τη συνεχή και σκληρή εργασία της δημιουργίας συσχετισμών και ιεραρχιών που τη χαρακτηρίζει, αποτελεί το σταυροδρόμι των ανοδικών και καθοδικών κινήσεων της μισθωτής κοινωνίας. Αγωνίζεται για την αναπαραγωγή της μισθωτής κοινωνίας επικυρώνοντας την αυτοπροϋπόθεση του κεφαλαίου.
Την ίδια στιγμή, οι ίδιες κοινωνικές κατηγορίες εμφανίζονται ως ουσιαστικοί φορείς κοινωνικών κινημάτων στις αναδυόμενες χώρες. Η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, η Τουρκία συμπιέζονται ανάμεσα στον λειτουργικό ρόλο τους εντός ενός συστήματος που καταρρέει και στο ίδιο το επίπεδο ανάπτυξης που έχουν κατορθώσει, το οποίο δεν μπορούν ακόμα να εδραιώσουν αυτοτελώς. Λίγο ενδιαφέρει λοιπόν αν η μισθωτή κοινωνία θεωρείται [σε κάθε περιφερειακή ζώνη] ήδη δεδομένη ή βρίσκεται σε διαδικασία συγκρότησης περισσότερο ή λιγότερο πραγματοποιήσιμης· οι μεσαίες τάξεις των αναδυόμενων χωρών γίνονται ακόμα περισσότερο δυναμικές.
Η κρίση της μισθωτής σχέσης γίνεται κρίση της μισθωτής κοινωνίας θέτοντας σε κίνηση όλα τα στρώματα και τις τάξεις της κοινωνίας που ζουν από τον μισθό. Τα πάντα, στη μισθωτή κοινωνία, είναι ζήτημα πολιτικής και διανομής. Ως τιμή της εργασίας (μορφή φετίχ), ο μισθός παραπέμπει στην αδικία της διανομής, είναι φυσικό. Η αδικία της διανομής έχει έναν υπεύθυνο που «απέτυχε στην αποστολή του»: το Κράτος. Όταν η κρίση της μισθωτής σχέσης μετατρέπεται σε διαταξικό κίνημα ως κρίση της μισθωτής κοινωνίας, αυτή η τελευταία συνιστά απονομιμοποίηση της πολιτικής, η οποία καταγγέλλεται στο όνομα μιας πραγματικής εθνικής πολιτικής. Το διακύβευμα, που τίθεται παντού στην καρδιά των αγώνων αυτής της αλληλουχίας της κρίσης, είναι η νομιμοποίηση του Κράτους απέναντι στην κοινωνία του. Ανάλογα με τις περιστάσεις, τις τοπικές ιστορίες, την ύφανση των συγκρούσεων, κάτι τέτοιο μπορεί να πάρει πολύ διαφορετικές μορφές και εκ πρώτης όψεως αντιτιθέμενες, αλλά το φόντο είναι το ίδιο: το Κράτος εμφανίζεται πάντα ως ο υπεύθυνος και ως η λύση.
Για παράδειγμα, ο περίεργος συνδυασμός φιλελευθερισμού και κρατικής γραφειοκρατίας που ορίζει το Κράτος και την κυρίαρχη τάξη στις αραβικές χώρες από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο οποίος είχε φτάσει στα όριά του όσον αφορά την ανάπτυξη, ράγισε από όλες τις πλευρές. Αλλά η ανασύνθεση της κυρίαρχης τάξης και του Κράτους, στην Αίγυπτο όπως και στην Τυνησία, δεν μπορεί να επιτευχθεί με ενδογενή τρόπο. Αυτό είναι το κλειδί της κατανόησης της αραβικής εξέγερσης ως μακροπρόθεσμης διαδικασίας με τα πήγαινε-έλα της, της οποίας ένα επεισόδιο ήταν οι συγκρούσεις το καλοκαίρι του 2013 μεταξύ των φραξιών της αστικής τάξης που εκπροσωπούσαν από τη μια πλευρά οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι και από την άλλη ο Στρατός (με τις εύθραυστες ηγεμονίες που κατόρθωσαν προσωρινά να οικοδομήσουν). Το προλεταριάτο συμμετέχει όχι μόνο γιατί αυτή η αντεπανάσταση είναι η μορφή που παίρνουν τα ίδια τα πολιτικά όρια των αγώνων του, αλλά επιπλέον γιατί η χαρακτηριστική του δόμηση ως τάξη μέσα και διαμέσου των αγώνων το επιβιβάζει στην ανασύνθεση του Κράτους και της κυρίαρχης τάξης.
«Η αποεθνικοποίηση του Κράτους» (Saskia Sassen)
Στη σημερινή παγκοσμιοποίηση, αυτό που μπορεί να αξιολογηθεί ως παγκόσμιο δεν περιορίζεται σε μερικούς «παγκόσμιους» θεσμούς· το παγκόσμιο διαποτίζει εθνικούς θεσμούς και επικράτειες. Η πρόθεση του Bretton Woods ήταν η προστασία των εθνικών κρατών απέναντι στις υπέρμετρες διακυμάνσεις του διεθνούς συστήματος σύστημα. Η πρόθεση της τωρινής παγκόσμιας εποχής είναι εντελώς διαφορετική μιας και πρόκειται για τη συγκρότηση παγκόσμιων συστημάτων και τρόπων λειτουργίας στο εσωτερικό των εθνικών κρατών, όποιοι κι αν είναι οι κίνδυνοι για τις οικονομίες τους. Η αποεθνικοποίηση των κρατικών αρμοδιοτήτων συνιστά εισαγωγή παγκόσμιων πρότζεκτ μέσα στα Κράτη-έθνη (νομισματικές πολιτικές, δημοσιονομικές πολιτικές ή πολιτικές κοινωνικής προστασίας). Το Κράτος δεν είναι ένα όλο, η παγκοσμιοποίηση δεν αποτελεί μια γενική αποδυνάμωση του Κράτους, [η παγκοσμιοποίηση] περνάει από τους μετασχηματισμούς στο εσωτερικό του, δηλαδή από μια διαδικασία αποσύνδεσης των κρατικών στοιχείων [μεταξύ τους].
Η λογική του χρηματοπιστωτικού τομέα ενσωματώνεται στην εθνική πολιτική για να ορίσει αυτό που αποτελεί επαρκή οικονομική πολιτική, μια υγιή χρηματοπιστωτική πολιτική· αυτά τα κριτήρια μετασχηματίστηκαν σε νόρμες εθνικής οικονομικής πολιτικής: ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, αντιπληθωριστική πολιτική, σταθερότητα των ισοτιμιών, όροι και προϋποθέσεις του ΔΝΤ. Στον αντίποδα της «αποεθνικοποίησης», οι κεϋνσιανές πολιτικές συνιστούσαν αυτό που η Sassen αποκαλεί «το ενσωματωμένο εθνικό»: συνδυασμός εθνικής οικονομίας, εθνικής κατανάλωσης και εκπαίδευσης και κατάρτισης εθνικού εργατικού δυναμικού, καθώς και έλεγχος του χρήματος και της πίστης.
Εντός της κρίσης της μισθωτής κοινωνίας, οι αγώνες που εξελίσσονται γύρω από τη διανομή υποδεικνύουν το Κράτος ως υπεύθυνο για την αδικία. Αυτό το Κράτος, είναι το αποεθνικοποιημένο Κράτος, που διαπερνάται από την παγκοσμιοποίηση και την προωθεί.
Η έννοια του πολίτη γίνεται λοιπόν η ιδεολογία με την οποία διεξάγεται η ταξική πάλη, βλέπουμε παντού σημαίες. Στη «φορντική περίοδο», το Κράτος ήταν επιπλέον «το κλειδί του ευ-ζην», είναι αυτή η ιδιότητα του πολίτη που μας άφησε χρόνους κατά την αναδιάρθρωση των δεκαετιών του ’70 και του ’80. Μολονότι η έννοια του πολίτη αποτελεί μια αφαίρεση, αναφέρεται σε πολύ συγκεκριμένα περιεχόμενα: πλήρης απασχόληση, πυρηνική οικογένεια, τάξη-εγγύτητα-ασφάλεια, ετεροσεξουαλικότητα, εργασία, έθνος. Γύρω από αυτές ακριβώς τις θεματικές ανακατασκευάζονται ιδεολογικά, μέσα στην κρίση της μισθωτής κοινωνίας, οι ταξικές συγκρούσεις.
Η ιδεολογική ανακατασκευή των ταξικών συγκρούσεων
Είναι αναγκαίο να αποπειραθούμε τη θεωρητική κατανόηση του λόγου και των ιδεολογιών που μας περιβάλλουν και μέσα από αυτή την κατανόηση να τις αναλογιστούμε ως κάτι διαφορετικό από ένα επιφαινόμενο. Αλλά ακόμα και αυτή είναι [από μόνη της] ανεπαρκής· το ζήτημα εδώ είναι να τις θεωρήσουμε ως πρακτικά στοιχεία, χωρίς τα οποία η εννοιολογική κατασκευή της περιόδου είναι αδύνατη.
Η σχέση των ατόμων με τις παραγωγικές σχέσεις δε συνιστά ποτέ αμεσότητα στο μέτρο που αυτές οι σχέσεις είναι εκμετάλλευση και αλλοτρίωση. [Αυτή η σχέση] αποτελείται από ένα «παιχνίδι» στο οποίο παρεμβαίνουν όλες οι στιγμές του τρόπου παραγωγής. Αυτή η μη-αμεσότητα είναι αυτό που, στη Γαλλία, κάνει τη διαφορά ανάμεσα στο «Μέτωπο της Αριστεράς» και το «Εθνικό Μέτωπο» και [δίνει] πλεονέκτημα στο δεύτερο έναντι του πρώτου. Η πολιτική που δεν λαμβάνει υπόψη της αυτή τη μη-αμεσότητα αποτυχαίνει. Η «αριστερά της αριστεράς» βρίσκεται σε διαδικασία να την αναστοχαστεί, αλλά το πρόβλημά της είναι ότι το σύνολο των θεματικών αποτελεί ένα σύστημα και ως τέτοιο το σύστημα κλίνει προς τα δεξιά. Όταν το ΚΚΓ, το 1977, προήγαγε το «να παράγουμε γαλλικά», είναι το ίδιο που προσέθετε «με Γάλλους».
Ως ιδεολογική, η εθνική ιδιότητα του πολίτη απαντάει στο πραγματικό πρόβλημα της εποχής της: η κρίση της μισθωτής σχέσης που έχει γίνει κρίση της μισθωτής κοινωνίας, κρίση του αποεθνικοποιημένου Κράτους, ασυμφιλίωτη αντίθεση ανάμεσα στους νικητές και τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης. Αλλά η επιστροφή στην εθνική ιδιότητα του πολίτη είναι η ίδια η ομολογία μέσα στους αγώνες, στη βάση και στο εσωτερικό της μισθωτής κοινωνίας, ότι οι αγώνες εξελίσσονται κάτω από μια ιδεολογία. Από τη μια, η εθνική ιδιότητα του πολίτη απαντάει στο πραγματικό πρόβλημα της κρίσης της μισθωτής κοινωνίας· από την άλλη, δεν αντιστοιχεί σε αυτό [το πρόβλημα], γιατί αντιμετωπίζει [την κρίση] με «μη αυθεντικό» τρόπο ως αναπαράσταση ενός άλλου πράγματος: της απώλειας των αξιών, της αποσύνθεσης της οικογένειας, της εθνικής ταυτότητας, της κοινότητας της εργασίας. Δηλαδή, δεν απαντάει παρά στις ίδιες τις δικές της ερωτήσεις.
Σε μια πρώτη προσέγγιση, αυτή η ιδεολογία είναι κριτική, αλλά μόνο στο μέτρο που είναι η γλώσσα της διεκδίκησης στον καθρέφτη που της τείνει η λογική της διανομής και της αναγκαιότητας του Κράτους. Οι πρακτικές που υλοποιούνται κάτω από αυτή την ιδεολογία είναι αποτελεσματικές, γιατί επιστρέφουν στα άτομα μια ευλογοφανή και αξιόπιστη εικόνα αυτού που είναι και αυτού που ζουν· αποτελούν συστατικά στοιχεία της πραγματικότητας των αγώνων τους. Τα ζητήματα της διανομής, της εργασίας και της εξάρτησης από επιδόματα [assistanat], της εγκατάλειψης της περιφέρειας μέσα στην «εθνική ενότητα», των αξιών, της οικογένειας δομούν επαρκώς τη σχέση των ατόμων με τα τρέχοντα διακυβεύματα της ταξικής πάλης εν μέσω αυτής της αλληλουχίας της κρίσης.
Το ζητούμενο είναι να αναγνωρίσουμε ότι πρόκειται για μια αντικειμενική διαδικασία των σχέσεων παραγωγής που αναδομείται, εκκινώντας από τον ίδιο της τον εαυτό, ως ιδεολογικές πρακτικές που σηματοδοτούν μια ιδιαίτερη αλληλουχία.
Θεματική της ιδεολογικής ανακατασκευής των ταξικών συγκρούσεων
α) Το περιφερειακό και τοπικό στοιχείο
Η παγκοσμιοποίηση και η αποεθνικοποίηση του κράτους δημιουργούν ευρείες περιφερειακές ζώνες που είναι αποκλεισμένες από τις σημαντικές οικονομικές διαδικασίες. Το φθινόπωρο του 2013, είναι αυτή η αίσθηση περιφερειακού αποκλεισμού που ενοποίησε την εξέγερση στη Βρετάνη, τη λεγόμενη «[εξέγερση] των κοκκινοσκούφηδων», ενάντια στον «περιβαλλοντικό φόρο» και το κλείσιμο επιχειρήσεων. Για τους εργάτες της Βρετάνης, του Nord-Pas-de-Calais, της Picardie, της Λωραίνης ή του Champagne-Ardenne, η επίθεση του παγκόσμιου καπιταλισμού στο τοπικό αποτελεί από πολλές πλευρές μια λογική εξήγηση των προβλημάτων και των δυσκολιών που υφίστανται και η διατήρηση του [τοπικού αποτελεί] μια αξιόπιστη λύση.
Κατά τη διάρκεια της ελβετικής ψηφοφορίας στις 9 Φεβρουαρίου 2014 για τον «περιορισμό του αριθμού μεταναστών εργαζομένων», το «ναι» επικράτησε στην ύπαιθρο αντί για τις πόλεις και επικράτησε εκεί όπου υπήρχαν οι λιγότεροι ευρωπαίοι μετανάστες εργαζόμενοι αλλά οι περισσότεροι ντόπιοι άνεργοι.
Κατά την ιδεολογική ανακατασκευή των συγκρούσεων, το τοπικό αποτελεί σταυροδρόμι πολλών άλλων καθορισμών, με τα οποία θα ασχοληθούμε στη συνέχεια: εκεί συγκεντρώνεται ο «αυθεντικός λαός» ενάντια στις ελίτ, στους «διανοούμενους [intellos]», σε ό,τι είναι ξένο, σε αυτούς που επωφελούνται από το σύστημα κοινωνικής προστασίας και τους φόρους των άλλων. Σε αυτόν τον τύπο εξέγερσης, η αίσθηση εγκατάλειψης των ημιαστικών ζωνών και των ζωνών της υπαίθρου απέναντι στην ηγεμονία των μητροπόλεων θέτει σε αμφισβήτηση τη νομιμότητα του αποεθνικοποιημένου Κράτους, ενώνει την «αγανάκτηση ενάντια στη φορολογική πίεση» και τον «κυκεώνα των κανονισμών» κάτω από τη γενική θέληση να τεθεί ένα τέλος στο «κοινωνικό dumping» και να «διατηρηθεί η απασχόληση στη χώρα».
Από την πλευρά τους, οι βραζιλιάνικες διαδηλώσεις της άνοιξης του 2013 εγγράφονται στη μαζική επέκταση και ανακαίνιση των κεντρικών αστικών ζωνών, τη στιγμή που σημαντικά τμήματα αυτών των πόλεων είναι βυθισμένα στη φτώχεια και βιώνουν την παρακμή των υποδομών τους. Η αστική πολιτική συγκεράζει τα ζητήματα που σχετίζονται με την αναπαραγωγή της εργασίας και κατ’ επέκταση με την αναπαραγωγή των ταξικών διαφορών: ζητήματα κατοικίας (τοπικοποίηση στον χώρο που αναστατώνει η «αστική ανακαίνιση»), υγεία, εκπαίδευση, μεταφορές. Στα ζητήματα πυκνότητας, ποιότητας και κόστους των δημόσιων υπηρεσιών παίζεται όχι μόνο η αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης αλλά εξίσου τα διακυβεύματα της κοινωνικής κινητικότητας.
Στο Ρίο ή το Σάο Πάολο, όσον αφορά τόσο τη βίαιη απομάκρυνση από κεντρικές ζώνες κατοικίας όσο και τις μεταφορές και τις δημόσιες υπηρεσίες γενικά, η κοινωνική σχέση που δομεί τον αγώνα και ορίζει τα διακυβεύματα δεν είναι το κεφάλαιο ή μισθωτή εργασία αλλά η ιδιοκτησία της γης κυβερνώσα τον μετασχηματισμό του χώρου. Η διαταξικότητα είναι σύμπτωμα αυτής της κοινωνικής σχέσης παραγωγής. Πράγματι, επειδή είναι η ιδιοκτησία της γης αυτή που τους δομεί και τίθεται η ίδια ως το διακύβευμά τους, οι ταξικοί αγώνες ως αγώνες σχετικά με τις πολεοδομικές παρεμβάσεις στηρίζονται πάνω σε μια «δευτερογενή» σχέση παραγωγής: η πρόσοδος δε συνιστά παρά τμήμα της υπεραξίας που αποσπάστηκε εντός της σχέσης κεφαλαίου και εργασίας. Αυτός ο «δευτερογενής» χαρακτήρας εκδηλώνει την ουσία που του προσιδιάζει καθώς οργανώνει τους αγώνες γύρω από το εισόδημα και την κατανάλωση.
Στους αγώνες που λαμβάνουν χώρα υπό την ιδεολογία του τοπικού, ακόμα κι αν δεν πρόκειται για την ίδια δυναμική και τις ίδιες προοπτικές, περνάμε από τη μισθωτή σχέση στη μισθωτή κοινωνία, στον μισθό ως σχέση διανομής, στη νομιμότητα του υπαρκτού Κράτους. Στέρεα εδραιωμένη στη διαδοχή των μετατοπίσεων αυτών, η ιδεολογική ανακατασκευή φέρει μια πολύμορφη διαστροφή.
β) Η οικογένεια
Οι ιδέες της «ελευθερίας», του «αυτοκαθορισμού» και της «χειραφέτησης» όχι μόνο δεν μπορούν πλέον να πουν πολλά πράγματα, αλλά επιπλέον μαζί με αυτές της «επιλογής», ακόμα και του «δικαιώματος», έχουν γίνει εμβλήματα του ίδιου του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού. Για τους «χαμένους της παγκοσμιοποίησης» έχουν γίνει η διατύπωση μιας απειλής. Εφαρμοσμένες στην οικογένεια, αυτές οι ιδέες εμφανίζονται ως η υπόκωφη και ύπουλη επιχείρηση κατεδάφισης αυτού που θεωρείτο ως ο τελευταίος θεσμός [που είναι] ικανός να προστατεύει ενάντια στον «ατομικισμό».
Αυτή η ιδανική εικόνα της λεγόμενης «παραδοσιακής» οικογένειας –αν όχι «αιώνιας» ή ακόμα και «φυσικής», προστατευτικός χώρος έξω από τις καθαρά οικονομικές σχέσεις, με καθορισμένους και καθησυχαστικούς ρόλους, η οποία αποκρυσταλλώνει πολλές από τις διεκδικήσεις ενάντια στους καθορισμούς της καπιταλιστικής ανάπτυξης τους οποίους η κρίση έχει καταστήσει εμφανείς– είναι σχετικά πρόσφατης προέλευσης: διαμορφώνεται στη διάρκεια του μεσοπολέμου γύρω από τη φιγούρα του άνδρα εργάτη που δουλεύει με πλήρες ωράριο, του νομέα δικαιωμάτων, συζύγου και πατέρα και αποσυντίθεται στις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Η «σεξουαλική αδιαφοροποίηση» και η λεγόμενη «θεωρία του φύλου» βιώνονται ως απειλή πέρα από τις διαδηλώσεις ενάντια στον «γάμο για όλους», μια απειλή ενάντια σε μια τάξη πραγμάτων όπου οι κοινωνικοί ρόλοι «αντιστοιχούν» στο βιολογικό φύλο (εκτός κι αν ισχύει το αντίθετο…), όπου τα φύλα είναι «συμπληρωματικά» και όπου καθένας και καθεμία καταλαμβάνει την «παραδοσιακή» του θέση εντός της οικογένειας. Μια θέση που θα την παγίωνε για τις γυναίκες η απαγόρευση της έκτρωσης.
Όλα λαμβάνουν χώρα σαν ο αγώνας –ή μάλλον η απλή απόρριψη των κοινωνικών σχέσεων που κυριαρχούν στην παραγωγή και την αναπαραγωγή– να γινόταν στο όνομα του προηγούμενου κόσμου, τον οποίο η αναδιάρθρωση έχει καταργήσει· ενός περασμένου κόσμου που ανυψώνεται στη θέση ενός ιδεατού αντιπροτύπου. Ειδικά επειδή αυτό το αντιπρότυπο αποκτά μια εντελώς επίκαιρη αξία ενάντια στην ιδεολογική αποτελεσματικότητα μιας θεωρίας του φύλου, για την οποία δεν υπάρχουν παρά συμπεριφορές ελεύθερες και ελεύθερα τροποποιήσιμες: προκαταλήψεις ή αναπαραστάσεις. Αυτή η ιδεολογική αποτελεσματικότητα συνίσταται στην οικοδόμηση και νομιμοποίηση πρακτικών που αρνούνται την επιβολή και τους κοινωνικούς καθορισμούς που κατασκευάζουν τη διάκριση των φύλων. Όταν δεν υπάρχει επιλογή, η «φιλελεύθερη» θεωρία του φύλου εμφανίζεται στην καλύτερη περίπτωση ως φάντασμα, στη χειρότερη ως προσβολή. Ενάντια σε αυτή την αυθαίρετη αντίληψη του φύλου, η οποία όπως γράφει μια δημοσιογράφος της Monde (5 Φεβρουαρίου 2014) έκανε «τις ανισότητες μεταξύ των φύλων να ενοικούν στις αναπαραστάσεις μας», αυτό που για τις «λαϊκές τάξεις» συντονίζεται με τον συντηρητικό λόγο είναι η αναγνώριση της καταναγκαστικής πλευράς του κοινωνικού. Όχι μόνο η κοινωνική επιβολή είναι εδώ, ισχυρή, αλλά επιπλέον επιβεβαιώνει τη θετικότητά της. Η οικογένεια αποτελεί τον προμαχώνα του λαού και της «ανθρώπινης αυθεντικότητας» ενάντια στον ατομικισμό, στις ελίτ και τους ειδικούς της εκπαίδευσης, της διατροφής, της σεξουαλικότητας κλπ.
γ) Η αυθεντικότητα, οι ελίτ των διανοούμενων και το έθνος
Η οικονομική ανασφάλεια οδήγησε ένα μέρος του προλεταριάτου και των μεσαίων τάξεων να αναζητήσει αλλού ασφάλεια, σε ένα «ηθικό» σύμπαν, το οποίο θα ήταν κάπως σταθερό και το οποίο θα αποκαθιστούσε παλιές συμπεριφορές συνδεδεμένες με έναν κόσμο που έχει εξαφανιστεί. Η ελίτ –η οποία τον παλιό καιρό ήταν συνδεδεμένη με τους κατέχοντες, τις μεγάλες οικογένειες της βιομηχανίας και της τραπεζικής– θεωρείται τώρα ταυτισμένη με την αριστερά, τους διανοούμενους και τους ειδικούς, [όλοι τους] αχόρταγοι για κοινωνικές, σεξουαλικές και εθνοφυλετικές καινοτομίες. Αυτή η ανατροπή έλαβε χώρα στις ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και μπορούμε σήμερα να τη διαπιστώσουμε παντού στην Ευρώπη για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω: η συγκρότηση σε αντιπρότυπο του κόσμου που καταργήθηκε από την αναδιάρθρωση της δεκαετίας του ’70 ως αντίσταση και τρέχουσα απόρριψη του καπιταλισμού που προέκυψε από αυτή την αναδιάρθρωση.
Επισημάναμε [προηγουμένως] τη σημασία της οικογένειας και των «παραδοσιακών» κοινωνικών ρόλων της στην αναδόμηση των ταξικών συγκρούσεων στο εσωτερικό της μισθωτής κοινωνίας· η κινητοποίηση ενάντια στις εκτρώσεις βρίσκεται στο σταυροδρόμι της διατήρησης [αυτών] των ρόλων και της μάχης ενάντια στις ελίτ. Για τις τρέχουσες ιδεολογικές ανάγκες, [το γεγονός] ότι το κύμα των νόμων, που στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 επέτρεψε την έκτρωση, ήταν αποτέλεσμα των αγώνων των γυναικών εξαφανίστηκε για να επανεμφανιστεί μόνο ως παρέμβαση των γιατρών και των δικαστών στην οικογενειακή ζωή. Στις κινητοποιήσεις ενάντια στην έκτρωση όχι μόνο εστιάζεται η επανεπιβεβαίωση των παραδοσιακών έμφυλων ρόλων και της οικογένειας σύμφωνα με μια «φυσική τάξη» (στην πραγματικότητα [της φυσικής τάξης] της προηγούμενης φάσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής), αλλά επιπλέον «η φυσική τάξη» γίνεται μείζον ζήτημα του αγώνα ενάντια στη διανοητική ελίτ που αποκρυσταλλώνει σε επίπεδο ιδεολογίας και κοινωνικών αντιλήψεων όλους τους οικονομικούς και κοινωνικούς καθορισμούς του καπιταλισμού που προέκυψε από την αναδιάρθρωση των δεκαετιών του ’70.
Αυτή η πολιτιστική απόρριψη της παγκοσμιοποίησης, την περίοδο που ο καπιταλισμός εισήλθε σε κρίση, οικοδομεί μια αυθεντική λαϊκή ταυτότητα που χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς του εθνικισμού. Αυτό περιλαμβάνει και πράγματα που μπορούν να είναι εντελώς επουσιώδη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι το κόμμα αυτών που πίνουν μπύρα, αληθινό αμερικάνικο καφέ χωρίς σταγόνα γάλα, αυτών που πηγαίνουν στην Εκκλησία και έχουν όπλα· στη Γαλλία, το Εθνικό Μέτωπο είναι το κόμμα αυτού που τρώει αλλαντικά, πίνει κόκκινο κρασί και δεν έχει θρησκευτικά κολλήματα. Δεν υπάρχει εθνικισμός, ούτε ακόμα και ιδεολογία της εθνικής κυριαρχίας, χωρίς ταυτότητα και αυθεντικότητα, χωρίς τη δυνατότητα να μπορεί κανείς να πει «εμείς» και «αυτοί».
Ο λαός, ακριβώς μέσα σε μια πολυσημία (δήμος, γένος, πληβείοι) που τον κάνει να συμπίπτει με ένα έθνος πάντοτε απειλούμενο από τις ελίτ, αποτελεί ταυτόχρονα θεματοφύλακα και επινοητή αυτής της αυθεντικότητας. Αυτή η αλλαγή πεδίου [terrain] και επιπέδου [instance] απέναντι στις κοινωνικές και οικονομικές επιθέσεις συνιστά την ίδια τη φύση της ιδεολογίας: σχέση των ατόμων με τις συνθήκες ύπαρξής τους ως σχέσεις παραγωγής. Τι μπορεί να καταλαβαίνει ένας εργάτης του διυλιστηρίου του Μπερ, στη Γαλλία –πρώην διυλιστήριο της αγγλοολλανδικής Shell, έπειτα της LyondellBasell (εισηγμένη στη Wall Street), η οποία αρνείται να το πουλήσει στη Sotragem (ιταλική χρηματιστηριακή εταιρεία που πουλήθηκε σε έναν Σλοβάκο)– ένας εργάτης ο οποίος πρόκειται τότε να χάσει τη δουλειά του, όταν [ακούει] έναν Cohn-Betit να διακηρύσσει: «Η ευρωπαϊκή ταυτότητα είναι εν τω γίγνεσθαι και δεν μπορεί να αντιστοιχεί παρά μόνο σε μια ταυτότητα μετα-εθνικής φύσης. Στο μέτρο που αυτή [η ευρωπαϊκή ταυτότητα] δεν έχει καμία σχέση με μια παγιωμένη ταυτότητα, αναμφίβολα είναι λιγότερο βολική για τα άτομα. Οριακά [σκεπτόμενοι], το να είσαι ευρωπαίος, σημαίνει να μην έχεις μια προκαθορισμένη ταυτότητα». (Le Monde της 2ης Φεβρουαρίου 2014). Θα μπορούσαμε σχεδόν να κατανοήσουμε ότι ο εργάτης αυτός δολοφονικές διαθέσεις.
Στην τρέχουσα αλληλουχία, με επιθετικό τρόπο απέναντι στον ξένο και τους «εσωτερικούς εχθρούς», όπως στην Ουκρανία, ή με προοδευτικό τρόπο, όπως στη Βραζιλία, το έθνος είναι η γλώσσα και η πρακτική μορφοποίηση της οικονομικής διεκδίκησης. Στην Ουκρανία, ο εθνικισμός της εργατικής τάξης είναι αυτό που σίγουρα μοιράζονται σε μεγαλύτερο βαθμό οι ανατολικές και οι δυτικές περιοχές της χώρας: στις δυτικές είναι το Svoboda, στις ανατολικές το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Είδαμε εθνικές σημαίες στην Αθήνα, το Ρίο, την Κωνσταντινούπολη, το Κάιρο και την Τύνιδα και αν δεν τις είδαμε στη Βοσνία, το Σαράγεβο ή την Τούζλα, είναι επειδή δε θα συμβόλιζαν παρά μια παρωδία Κράτους διεφθαρμένου μέχρι το μεδούλι, ενάντια στο οποίο η εργατική εξέγερση αμέσως διαλύθηκε μέσα σε ένα κίνημα εθνικής αποκατάστασης. Τις είδαμε επίσης στις 9 Δεκεμβρίου 2013 στους δρόμους της Ιταλίας, κατά τη διάρκεια του λεγόμενου «Κινήματος των δικράνων» (forconi). Εκείνη την 9η Δεκέμβριου, είδαμε τη σύζευξη κοινωνικών ομάδων και ιδεολογιών που θα μπορούσαν να προεικονίζουν άλλα πράγματα εξίσου εκπληκτικά και ανησυχητικά. Με αυτό που στις απαρχές του ήταν μια εξέγερση των παραδοσιακών μεσαίων τάξεων ενώθηκαν στις 9 Δεκεμβρίου πολλοί νεαροί επισφαλείς εργαζόμενοι και ενήλικες άνεργοι, καθώς και επιτροπές ενοικιαστών ενάντια στις εξώσεις, τα κοινωνικά Κέντρα του Τορίνο, το κέντρο κοινωνικής ανοικοδόμησης του Μιλάνο, το Κίνημα λαϊκής απελευθέρωσης, η Επιτροπή ενοικιαστών του Σαν Σίρο. Μπορούμε να συνδέσουμε αυτή την επιτυχία των «Forconi» με αυτή της «Unione Sindicale di Base» στις συνδικαλιστικές εκλογές του Ilva Tarente, του μεγαλύτερου εργοστασίου χάλυβα της Ιταλίας (11.οοο εργάτες), καθώς και με την επιτυχία της γενικής απεργίας της 18ης Οκτωβρίου και της συγκέντρωσης στη Ρώμη που οργάνωσε η USB. Σε όλα τα επίπεδα, αυτό που απορρίπτεται είναι η ίδια συμπαιγνία ανάμεσα στις πολιτικές, οικονομικές και συνδικαλιστικές εξουσίες: η «κάστα».
Το έθνος δεν αποτελεί έμβλημα αγώνα παρά μόνο αν κατασκευάζεται ως απειλούμενο· αλλά τότε οι απειλές δεν μπορούν να διατυπωθούν παρά μόνο με τους όρους που επιβάλλει το έθνος. Η αυθεντικότητα και το έθνος δεν μπορούν να επιβληθούν ως ιδεολογία, υπό την οποία πρόκειται να λειτουργήσουν αλληλοσυγκρουόμενες πρακτικές, παρά μόνο με την προϋπόθεση μιας άλλης μετάθεσης: πρέπει η ίδια η οικονομική σύγκρουση να έχει εκ των προτέρων μεταλλαχθεί σε πολιτιστική σύγκρουση (πρόκειται για κάτι που εμφανίζεται ως πρότερο μόνο κατά τη λογική κατασκευή· στην αμεσότητα του βιωματικού όλες οι θεματικές δεν υπάρχουν παρά μόνο γονιμοποιώντας η μια την άλλη). Αυτό θα επιτευχθεί με τους πλούσιους και τους φτωχούς.
δ) Πλούσιοι και φτωχοί
Μετά από όσα έχουμε πει για τις σχέσεις διανομής, για την κρίση της μισθωτής κοινωνίας και τις αδικίες της, για την κρίση του απεθνικοποιημένου Κράτους ως υπεύθυνη γι’ αυτές τις αδικίες, δε χρειάζονται νέες εξηγήσεις για να κατανοηθεί πώς οι ταξικές αντιφάσεις γίνονται συγκρούσεις μεταξύ πλούσιων και φτωχών. Το ζήτημα που τίθεται είναι μάλλον η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τέτοιες συγκρούσεις μεταλλάσσονται σε πολιτιστικές συγκρούσεις, όπου οι πλούσιοι δεν είναι πλέον ακριβώς αυτοί που πιστεύεται και όπου οι φτωχοί πολεμάνε μεταξύ τους.
- Στην αρχή ήταν η «εργασία ως αξία» που παρήγαγε τους «αποδέκτες επιδομάτων [assistés]».
Σε έναν πρώτο χρόνο, πρόκειται για την «αποκατάσταση της εργασίας ως αξία» (σαν αυτή να το είχε ανάγκη). Οι εργατικές κατακτήσεις γίνονται δικαίωμα στην τεμπελιά, στην απάτη, στα επιδόματα [assistanat], στα συντεχνιακά πλεονεκτήματα, εμπόδιο στις εξελίξεις. Αλλά δεν πρόκειται για την κήρυξη πολέμου ενάντια στους εργαζόμενους, αλλά ενάντια σε αυτούς που νοθεύουν την εργασία ως αξία. Έτσι, οι ταξικές συγκρούσεις επανακαθορίζονται με τρόπο που αυτή η διαίρεση, που ήδη πλέον δεν αντιπαραθέτει κεφάλαιο και εργασία αλλά πλούσιους και φτωχούς, γίνεται, εξαιτίας αυτού του πρώτου μετασχηματισμού, διαίρεση ανάμεσα σε δυο υποτιθέμενες φράξιες του προλεταριάτου: «αυτών που έχουν απαυδήσει να προσπαθούν» και «των εκμεταλλευτών και απατεώνων του καθεστώτος επιδομάτων». Αυτή η διαίρεση, ανάλογα με τις συνθήκες και τις ανάγκες, διαχέεται ως ανταγωνισμός στρέφοντας τους εργάτες και τις «μικρές μεσαίες τάξεις» άλλοτε ενάντια στους «ευκατάστατους» που κατοικούν στο πάνω πάτωμα (υπάλληλοι με κατοχύρωση, εργατική δύναμη που καλύπτεται συνδικαλιστικά και τα ειδικά καθεστώτα) και άλλοτε ενάντια στους «αποδέκτες επιδομάτων» που είναι εξοστρακισμένοι λίγο πιο μακριά· ή ενάντια και στους δυο ταυτόχρονα.
Από την πλευρά της, η κατάσταση και ο τρόπος ζωής των πλούσιων, τα οποία εκτίθενται επί μακρόν στις σελίδες του κουτσομπολίστικου τύπου, μοιάζουν τόσο απρόσιτα που δεν αφορούν πλέουν τους εργαζόμενους, σαν να επρόκειτο για μια άλλη ανθρωπότητα, για έναν παράλληλο κόσμο. Ενώ αυτός που εξαπατά το ταμείο ανεργίας ή παίρνει καταχρηστικά επίδομα στέγης, αυτός μας κλέβει: «Ποιος πληρώνει σε τελική ανάλυση;». Το [γεγονός] ότι τα δημόσια ελλείμματα, με μια αξιοσημείωτη σταθερότητα [και] εσκεμμένα, κατασκευάζονται εδώ και τριάντα χρόνια σε όλες τις δυτικές χώρες –σε αντιστοιχία με τις διευθετήσεις της εκμετάλλευσης και της συσσώρευσης στον καπιταλισμό που προέκυψε από την αναδιάρθρωση της δεκαετίας του ’70 και του ’80– δεν αποτελεί ποτέ αντικείμενο συζήτησης, παρά μόνο για να ειπωθεί ότι ήμασταν υπερβολικά γενναιόδωροι. Στη διαδικασία της διαίρεσης, το τέλος της εργατικής ταυτότητας δεν είναι άνευ σημασίας. Η υποχώρηση της βιομηχανίας και η αποδυνάμωση των εργατικών συλλογικοτήτων, η επισφαλειοποίηση της απασχόλησης, μεταφράζονται μέσω του βιώματος της σχέσης με το κοινωνικό και το πολιτικό σε μια ατομικιστική βάση, κατά το οποίο η εργασία ως αξία δεν αποτελούσε πλέον μια συλλογική δύναμη που αντιτίθετο στα αφεντικά, αλλά ήταν ζήτημα ατομικής ικανότητας και προσόντων.
Η γραμμή του οικονομικού ρήγματος περνάει λοιπόν λιγότερο ανάμεσα σε καπιταλιστές και εργάτες, ούτε καν ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, αλλά περισσότερο μεταξύ μισθωτών και «αποδεκτών επιδομάτων», «λευκών» και «μειονοτήτων», «εργαζόμενων» και «απατεώνων». Για μια στιγμή τα κινήματα «occupy» ανέτρεψαν αυτές τις διαιρέσεις, αλλά χωρίς να επανεισάγουν σημαντικά ταξικά ρήγματα. Όλα παρέμειναν ζήτημα εισοδημάτων και όχι παραγωγικών σχέσεων, τον ιδεολογικό τεμαχισμό διαδέχτηκε ένα κενό ιδεολογικό αμάλγαμα.
Οι «αποδέκτες επιδομάτων», καθώς έγιναν «αυτοί που δε θέλουν να δουλέψουν», παρουσιάζουν επιπλέον το μεγάλο πλεονέκτημα να μπορούν να αποτελούν το υπόβαθρο για κάθε είδους μη οικονομικές διακρίσεις: εθνοτικές ομάδες, διαρρηγμένη και διαλυμένη οικογενειακή ζωή, ναρκωτικά, εγκληματικότητα.
- Συμπλήρωμα αυτής της διαίρεσης: ο ρατσισμός
Σε αυτό το πλαίσιο της «διατήρησης του κοινωνικού Κράτους» ή της «αποκατάστασής» του στο όνομα του κοινωνικού, οικονομικού και ιδεολογικού αντιπροτύπου της μεταπολεμικής «Ένδοξης Τριακονταετίας», το έθνος, η εθνική ιδιότητα του πολίτη και «η αυθεντικότητα» αναμειγνύονται με τη διαίρεση ανάμεσα σε «αυτούς που έχουν απαυδήσει να προσπαθούν» και τους «Άλλους». Δεν πρόκειται πλέον για απόρριψη του ξένου στο όνομα μιας εθνοφυλετικής οπτικής για το έθνος, αλλά για ένα πολύ πιο συναινετικό ιδανικό: τη διάσωση του «γαλλικού κοινωνικού μοντέλου». Αυτός ο πόλεμος στην απάτη, που βάζει στο στόχαστρο τους ξένους, έχει ως κύριο αποτέλεσμα της σύνδεση της κρίσης χρηματοδότησης των συστημάτων κοινωνικής προστασίας με ένα πρόβλημα εθνικής ταυτότητας.
Αυτή η εθνοφυλετικοποίηση της «διατήρησης του κοινωνικού Κράτους» ακολουθεί μια στρατηγική ταυτόσημη με την εθνοφυλετικοποίηση του αγώνα ενάντια στην ανεργία. Δεν πρόκειται ποτέ για άσκηση κριτικής στο κοινωνικό και οικονομικό σύστημα, αλλά για δράση με τέτοιον τρόπο ώστε ο ανταγωνισμός μεταξύ των εργαζόμενων, που είναι εγγενής στη μισθωτή εργασία, να κάνει την εργατική τάξη να υποκύπτει με κάποιον τρόπο στις παρούσες συνθήκες της κρίσης. Η μετανάστευση δεν παρουσιάζεται τόσο ως αιτία της ανεργίας· αυτό δε θα άντεχε σε καμία απολύτως ανάλυση ούτε σε καμία απολύτως βιωμένη εμπειρία κλεισίματος μιας επιχείρησης. Παρουσιάζεται «μόνο» ως κάτι που επιδεινώνει τις συνέπειες. «Ας ενεργοποιήσουμε αυτόν τον μοχλό που έχει άμεσα αποτελέσματα, και μετά ασχολούμαστε με τις δομικές αιτίες»: αυτή ήταν, στη Γαλλία, χοντρικά, η θέση του ΚΚ στις αρχές της δεκαετίας του ’80· και αυτή του Εθνικού Μετώπου τώρα.
Αλλά οι εργαζόμενοι δεν έχουν απολύτως καμία εξουσία ούτε πάνω στη ζήτηση ούτε στην προσφορά εργασίας: αν η συσσώρευση του κεφαλαίου μεγεθύνει τη ζήτηση εργασίας, μεγεθύνει επίσης την προσφορά κατασκευάζοντας υπεράριθμους. Τα ζάρια είναι πειραγμένα. Αυτό που συνενώνει όλες αυτές τις απειλές και τους δίνει συνοχή είναι η παγκοσμιοποίηση και η αποεθνικοποίηση του Κράτους. Οι νόμοι της συσσώρευσης του κεφαλαίου, που δημιουργούν απαραίτητα υπεράριθμους, έρχονται δεύτεροι· δε μοιάζουν να λειτουργούν έτσι παρά μόνο επειδή η «εθνική κοινότητα» έχει διαρρηχθεί.
Οι συγκρούσεις που δημιουργούνται από αυτό το ρήγμα προορίζονται να απορροφηθούν κατά την αποκατάσταση του έθνους και κανείς πλέον δε βλέπει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών ως τέτοιο, αλλά με όρους ολοένα και περισσότερο εθνοτικοποιημένους.
Αν οι εργαζόμενοι δεν έχουν, αυστηρά μιλώντας, καμία εξουσία ούτε πάνω στη ζήτηση ούτε πάνω στην προσφορά εργασίας, δεν έχουν επίσης ούτε στην επίδραση του εφεδρικού στρατού πάνω στους μισθωτούς, ούτε στον κατακερματισμό και τη σύνθεσή του. Ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης γνωρίζει τα αποτελέσματα μιας μηχανικής που θεωρείτο εξαφανισμένη: της απόλυτης εξαθλίωσης. Μιας Μηχανικής, εντός της οποίας λαμβάνει χώρα, στην παρούσα κατάσταση, η ίδια διαδικασία μετάλλαξης των ταξικών αντιφάσεων σε συγκρούσεις μεταξύ φτωχών και πλούσιων, αλλά κυρίως –υπό την αιγίδα του εθνικού, της αυθεντικότητας, του λαού και του ρατσισμού– μεταξύ των φτωχών.
Το κάλεσμα στους μετανάστες εργάτες [να έρθουν για δουλειά] αποτελεί τον πιο οικονομικό τρόπο εύρεσης φτηνότερης εργατικής δύναμης, ο οποίος αντιστοιχεί σε αυτόν τον μηχανισμό αντικατάστασης (που συνδέεται με τον καταμερισμό εργασίας και την εκμηχάνιση, μέσω της οποίας τίθεται σε λειτουργία η απόλυτη εξαθλίωση) μέσω του οποίου ο ντόπιος εργάτης βρίσκει τον εαυτό του εκτοπισμένο. Στη συνέχεια, τα αφεντικά εξαγγέλλουν ότι ευτυχώς «οι μετανάστες είναι εδώ για να κάνουν τις δουλειές που οι ντόπιοι δε θέλουν πλέον», όντας προφανές ότι αυτές οι δουλειές ταιριάζουν εκ φύσεως στους μετανάστες και ότι είναι η παρουσία τους που κάνει τους μισθούς να πέφτουν.
Μια πολύ μεγάλη μέση κατηγορία εργατών στις δυτικές χώρες παραμένει προσκολλημένη στο εθνικό πλαίσιο, κάτι που δεν παραλείπει να αποτελεί πηγή εσωτερικών συγκρούσεων για το προλεταριάτο. Οι υποαμειβόμενοι μισθωτοί στις παγκόσμιες πόλεις, επισφαλείς, μετανάστες και ολοένα και περισσότερο γυναίκες, δεν ανήκουν πλέον σε έναν καθυστερημένο τομέα της οικονομίας· αυτό το τμήμα εντάσσεται άμεσα σε μια παγκόσμια οικονομία και αντιστοιχεί σε μια μη εθνική οργάνωση ορισμένων τμημάτων του προλεταριάτου. Σε σύνδεση με τις άλλες κοινότητες και τους συμπατριώτες τους που έχουν μεταναστεύσει σε άλλες χώρες, οι υποαμειβόμενοι μισθωτοί ορίζουν στρατηγικές εντός του παγκόσμιου συστήματος. Παρά την επισφάλεια και τη μιζέρια τους, αυτά τα τμήματα της τάξης που συγκροτούνται μέσα στην παγκοσμιοποίηση μοιάζουν, στα μάτια αυτής της μεσαίας κατηγορίας, τόσο οικονομικά όσο και πολιτιστικά, να συνδέονται με όλους τους «κερδισμένους της παγκοσμιοποίησης».
- Στη συνέχεια, ήρθαν το Κράτος και τα «παράσιτα»
Η αποκατάσταση της εργασίας ως αξίας, που είδαμε προηγουμένως σε δράση, δεν περιορίζεται στο να αντιπαραθέτει τους «εργαζόμενους» με τους «αποδέκτες επιδομάτων»· έχει το τεράστιο προσόν να δημιουργεί μια τρίτη κατηγορία, αυτή των «παρασίτων». Αυτά τα παράσιτα εντοπίζονται εύκολα, είναι η ελίτ, όχι αυτή του πλούτου, αλλά αυτή των αλαζονικών διπλωματούχων, των κάθε είδους ειδικών, που δρουν τις περισσότερες φορές μέσα στις υπηρεσίες του Κράτους, που ρυθμίζουν και διοικούν τα πάντα, και που δεν τους αρκεί να ξεκοκαλίζουν τους φόρους αλλά μεταχειρίζονται τον αυθεντικό λαό και τις αξίες του αφ’ υψηλού. Εκείνο που αντιπαραθέτει αυτή την ελίτ με τον λαό είναι ό,τι αντιπαραθέτει την εργασία με τον παρασιτισμό, και αυτή η σύγκρουση διεξάγεται στο όνομα αξιών. Το καταπληκτικότερο προϊόν της μετάλλαξης της αντίφασης μεταξύ των τάξεων σε σύγκρουση μεταξύ πλούσιων και φτωχών, και μέσω αυτής μεταξύ εργατών από τη μια πλευρά και αποδεκτών επιδομάτων και παρασίτων από την άλλη, είναι ότι καταλήγει στον ορισμό των πρωταγωνιστών με όρους αξιών.
Το κύριο πρακτικό αποτέλεσμα αυτής της πολιτιστικής σύγκρουσης είναι να προκαλεί την εξαφάνιση του οικονομικού θεμελίου όλων των συγκρούσεων, ή ακριβέστερα να κάνει τη ρύθμιση της πολιτιστικής σύγκρουσης προϋπόθεση ρύθμισης των οικονομικών προβλημάτων. Αυτή η μη παραγωγική ελίτ που αντιπροσωπεύει το τεχνητό ενάντια στη φυσική αυθεντικότητα του λαού καταλαμβάνει το Κράτος και ζει παρασιτικά «καταβροχθίζοντας τα χρήματα από τους φόρους». Οι συγκρούσεις, όπως αυτές παίρνουν μορφή μέσα στη μισθωτή κοινωνία, επεξεργάζονται εκ νέου τις ταξικές αντιφάσεις με τέτοιον τρόπο που η προβληματική για την οποία όλα τα όργανα του Κράτους αποτελούν ταξικά όργανα παίρνεται κατά γράμμα. Δεν πρόκειται πλέον για ταξικά όργανα [που αποτελούν] έκφραση και [βρίσκονται] στην υπηρεσία της οικονομικά κυρίαρχης τάξης, η οποία κατέχει όλα τα μέσα παραγωγής, αλλά για όργανα που συγκροτούν καθεαυτά μια τάξη, στην υπηρεσία του εαυτού της.
Σίγουρα, σε αυτή την αλληλουχία, υπάρχουν απεργίες και κοινωνικές συγκρούσεις, αλλά το φόντο τους συνίσταται στο ότι ο τάδε η δείνα καπιταλιστής, η τάδε ή η δείνα επιχείρηση δεν εκπληρώνει τον ρόλο της ως κεφάλαιο· οι ένοχοι εισέρχονται τότε στην κατηγορία των «παρασίτων» και «αυτών που απολαμβάνουν» ενάντια στους «πραγματικούς παραγωγούς» και τους «απλούς ανθρώπους». Η κοινωνική δυσαρέσκεια ή και αγανάκτηση αποκτούν ένα νόημα που απαλλάσσει πλήρως τον καπιταλισμό, αν δεν πρόκειται για ένα φαντασματικό χρηματοπιστωτισμό που κατασκευάστηκε για την περίσταση. Όταν το ζήτημα των ταξικών συγκρούσεων διαχωρίζεται από τις παραγωγικές σχέσεις, κάτι που είναι ίδιον της μισθωτής κοινωνίας, ανοίγεται μια προοπτική εντελώς συντηρητική· [αυτή η προοπτική] εμπεριέχει όλους τους προβληματισμούς που παρουσιάστηκαν παραπάνω, και μια εντελώς πραγματική υποκειμενική εμπειρία, η οποία καλλιεργεί την ταξική εχθρότητα που αρνείται κατά την έκφρασή της το οικονομικό της θεμέλιο, έρχεται να την επιβεβαιώσει. Το ότι οι αυστηρά διεκδικητικοί και οικονομικοί εργατικοί αγώνες είναι πολυάριθμοι και παίρνουν ορισμένες φορές άγρια τροπή αποτελεί γεγονός, αλλά δεν μπορούμε να απομονώσουμε αυτούς τους αγώνες από ένα γενικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο και μέσω του οποίου παίρνουν ένα νόημα, στη συγκρότηση του οποίου συνεισφέρουν και οι ίδιοι.
Συμπερασματικά
Εντός της αλληλουχίας στην οποία εμπλεκόμαστε, το τωρινό πρόβλημα της ταξικής πάλης συνοψίζεται στο γεγονός ότι η άρνηση της παρούσας κατάστασης δε συνιστά ξεπέρασμά της ξεκινώντας από τον ίδιο της τον εαυτό, όπως αυτό ξεκίνησε να γίνεται στις αρχές της κρίσης, αλλά θέληση της επιστροφής σε μια προηγούμενη κατάσταση. Αλλά όλα αυτά έχουν γερές ρίζες στο παρόν.
Μόνο τώρα –με την κρίση αυτής της φάσης του κεφαλαίου και του Κράτους του και, ακριβέστερα, με το γίγνεσθαί της ως κρίση της μισθωτής κοινωνίας και του αποεθνικοποιημένου Κράτους– γίνεται έκδηλη η εξαφάνιση ολόκληρης της κοινωνικής, οικονομικής και ιδεολογικής συνάρθρωσης, το οποίο είχε μορφοποιήσει την καθημερινή ζωή και είχε καταλήξει να συγκροτήσει σύστημα κατά τη μεταπολεμική «Ένδοξη Τριακονταετία», και [αυτή η εξαφάνιση] επιβάλλεται ως σύνοψη και αιτία όλων των δεινών της εποχής. Η ίδια η σημερινή κατάσταση κάνει αυτό που έχει εξαφανιστεί να προβάλλεται ως ιδεατό αντιπρότυπο [απέναντι] στη σημερινή κοινωνία και την κρίση της, [απέναντι] σε αυτό το Κράτος, την αδικία του, την αδιαφορία του, την ανηθικότητά του.
Σε αυτή την αλληλουχία, όλα διαδραματίζονται προς το παρόν ως κρίση της σχέσης του Κράτους με την κοινωνία του και όλος ο κόσμος συμμετέχει. Υπάρχει ένας στενός δεσμός ανάμεσα στην κρίση της μισθωτής σχέσης, την κρίση της παγκοσμιοποίησης, την κρίση της μισθωτής κοινωνίας, την κρίση νομιμοποίησης και αναγνώρισης του αποεθνικοποιημένου Κράτους, ανάμεσα στη διαταξικότητα και την πολιτική. Αυτός ο δεσμός, αυτός ο κόμβος, αποτελεί την τρέχουσα αλληλουχία της κρίσης ως ταξική πάλη.
Ποιες δυναμικές βρίσκονται αυτή τη στιγμή επί το έργο εντός της τρέχουσας αλληλουχίας;
α) Η αλληλουχία της κρίσης της μισθωτής κοινωνίας αποτελεί μια στιγμή της ειδικής κρίσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής όπως αυτός αναπτύχθηκε μετά την αναδιάρθρωση.
Με την κρίση της μισθωτής σχέσης που έγινε κρίση της μισθωτής κοινωνίας, το ζήτημα αφορά μια αντίφαση που προκύπτει από αυτή τη φάση του κεφαλαίου, η οποία τώρα μπήκε σε κρίση. Η εσωτερική αντίφαση σε αυτή τη φάση της αξιοποίησης εντοπίζεται μεταξύ της άμεσα παραγωγικής εργασίας και της ίδιας της προϋπόθεσης αυτής της παραγωγικής εργασίας: το να είναι κοινωνικοποιημένη εργασιακή δύναμη, η «γενική νόηση» [general intellect]. Έχουμε εισέλθει σε αυτή την κρίση, και αυτή εμπεριέχει τη στιγμή της διαταξικότητας που είναι εγγενής στην «κοινωνικοποιημένη εργασιακή δύναμη». Με όλη της την αμφισημία που προκύπτει από την εμπεριεχόμενη αντιφατική σχέση με την παραγωγική εργασία, η κρίση της μισθωτής κοινωνίας αποτελεί μια στιγμή την οποία μπορούμε ιστορικά να τοποθετήσουμε και να κατανοήσουμε στη σχέση της με τον προηγούμενο τρόπο ανάπτυξης.
β) Αστάθεια της αλληλουχίας που αποκαλέσαμε «κρίση της μισθωτής κοινωνίας»
Μέσα στη διαταξική τους γενικότητα, τα κοινωνικά κινήματα –τα οποία στη βάση του μισθού ως σχέσης διανομής αποκρυσταλλώνονται γύρω από τη νομιμοποίηση του Κράτους σε σχέση με την κοινωνία του– υποδεικνύουν ταυτόχρονα τον μισθό ως τιμή της εργασίας, ως μορφή διανομής, και εξαιτίας της ίδιας γενικότητας, όλα τα εισοδήματα όπως από πρόσοδο, κέρδος ή τόκο ως εξαρτημένα από την εργασία. Ο μισθός ως τιμή της εργασίας υποδεικνύει επομένως αυτό που αποκρύπτει: τον μισθό ως αξία της εργασιακής δύναμης, αναγκαία εργασία, και όλα τα άλλα εισοδήματα ως μετασχηματισμένες μορφές της υπερεργασίας.
γ) Τάση για ενότητα
Η «τάση για ενότητα» που υπάρχει, είναι η αλήθεια, στους διαταξικούς αγώνες, δεν πρέπει να επισκιάζει τις συγκρούσεις ούτε να αφήνει να υποτεθεί ότι η επίλυσή τους είναι ήδη δοσμένη, ότι η σύζευξη των αγώνων ενυπάρχει σε αυτούς. Η διάλυση της μεσαίας τάξης, το ξεπέρασμα του σταδίου των ταραχών και η διάσχιση του «αόρατου φράγματος», που εξακολουθεί να είναι για τα περισσότερα σημερινά κοινωνικά κινήματα το ζήτημα της παραγωγής, εξαρτώνται από συγκυριακές πρακτικές.
Γιατί η μεσαία τάξη να μην επιδιώκει, αντίθετα, τη νίκη της αντεπανάστασης; Γιατί άραγε μέσα στον κατακερματισμό της εργατικής τάξης, οπωσδήποτε κυρίως στις περιοχές ευρείας άτυπης οικονομίας, το λιγότερο ή περισσότερο σταθερό κομμάτι της εργατικής τάξης να μην καθηλώνει τους αγώνες του για να παγιώσει τα ελπιζόμενα αποτελέσματά, όπως έγινε στην Τυνησία και την Αίγυπτο; Επιπλέον, αυτή η «τάση για ενότητα» μπορεί να απορροφηθεί εντός της πολιτικής, όπως το είδαμε στο Ιράν το 2009.
Η κοινότητα αγώνα απέχει από το να είναι εμφανής στη Βραζιλία, την Τουρκία ή το Μεξικό, παρά τη χρονική συνακολουθία. Το κεντρικό πρόβλημα παραμένει αυτό του αόρατου φράγματος της παραγωγής. Όχι ότι δεν υπάρχουν απεργίες, βίαια ή μη διεκδικητικά εργατικά κινήματα, νικηφόρα ή μη· αλλά ποτέ, φαίνεται, αυτοί οι αγώνες δεν αρθρώνονται σε μια συγκρουσιακή συνεργία με τα «κοινωνικά κινήματα», των οποίων παρόλα αυτά παραμένουν το μόνιμο και αναγκαίο υπόβαθρο.
δ) Η αναγκαιότητα για την καπιταλιστική τάξη να καταπιαστεί με την καρδιά του προβλήματος
Η διπλή αποσύνδεση της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, οι σημερινές μορφές της παγκοσμιοποίησης, η αποεθνικοποίηση του Κράτους και το ζήτημα της νομιμοποίησής του, που μορφοποιούν τους αγώνες, [και] η τοπική ανασύνθεση των κυρίαρχων τάξεων αποτελούν τις τρέχουσες μορφές εμφάνισης της κρίσης. Αλλά, αναπότρεπτα, η ιδιαιτερότητα της παρούσας κρίσης, ως κρίσης της μισθωτής σχέσης που έγινε κρίση της μισθωτής κοινωνίας, ορίζει μια κατάσταση στην οποία η παγκόσμια καπιταλιστική τάξη οδηγείται να καταπιαστεί με την καρδιά του προβλήματος: τη σχέση εκμετάλλευσης. Για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, και άρα για την καπιταλιστική τάξη, το ξεπέρασμα-επίλυση αυτών των μορφών εκδήλωσης [της κρίσης] εξαρτάται, όπως, υπό άλλες συνθήκες, στις δεκαετίες του ’30 και του ’70, από μια αναδιάρθρωση του ίδιου του θεμελίου του τρόπου παραγωγής: της σχέσης εκμετάλλευσης. Αυτό το αναγκαίο πέρασμα στην καρδιά του προβλήματος, μετά την εξέλιξη της κρίσης από κρίση της μισθωτής σχέσης σε κρίση της μισθωτής κοινωνίας, σημαίνει το πέρασμά της σε κρίση της νομισματικής δημιουργίας, η οποία, μέσα στην κρίση της μισθωτής σχέσης εντός της οποίας εγγράφεται, διατηρεί και ξεπερνά αυτή την τελευταία μετατρεπόμενη σε κρίση της αξίας ως κεφαλαίου, στη μόνη δυνατή κρίση της αξίας.
ε) Η ατίθαση παραγωγική εργασία
Μέσα σε αυτή την ανάγκη της καπιταλιστικής τάξης να καταπιαστεί με την καρδιά του προβλήματος εμφανίζεται το κεντρικό ζήτημα της παραγωγικής εργασίας.
Κάθε προλετάριος διατηρεί μια τυπικά ταυτόσημη σχέση με κάποιο ιδιαίτερο κεφάλαιο [στο οποίο απασχολείται], αλλά ανάλογα με το αν είναι παραγωγικός εργαζόμενος ή όχι, δε διατηρεί την ίδια σχέση με το κοινωνικό κεφάλαιο (δεν πρόκειται για [ζήτημα] συνείδησης, αλλά για μια αντικειμενική κατάσταση). Αν δεν υπήρχε, στο κέντρο της ταξικής πάλης, η αντίφαση την οποία αντιπροσωπεύει η παραγωγική εργασία για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή και για το προλεταριάτο, δε θα μπορούσαμε να μιλάμε για επανάσταση (θα ήταν κάτι εξωγενές στον τρόπο παραγωγής, στην καλύτερη μια ανθρωπιστική ουτοπία, στη χειρότερη τίποτα).
Οι παραγωγικοί εργάτες δεν είναι παρόλα αυτά εκ φύσεως και μόνιμα επαναστάτες. Κατά τη μοναδική [singulière] δράση τους –η οποία δε συνιστά κάτι το ιδιαίτερο αλλά απλά την εμπλοκή τους στον αγώνα– η αντίφαση που δομεί το σύνολο της κοινωνίας ως ταξική πάλη επιστρέφει στον εαυτό της, στην ίδια της τη συνθήκη. Διότι η σχέση εκμετάλλευσης δε συσχετίζει τον παραγωγικό εργάτη με ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο, αλλά άμεσα, στη σχέση του με το ιδιαίτερο κεφάλαιο, τον συσχετίζει με το κοινωνικό κεφάλαιο. Αυτό που συνεχώς αποκρύπτεται κατά την αναπαραγωγή του κεφαλαίου (γιατί είναι μέσα στην ίδια τη φύση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αυτή η αντίφαση να μην εμφανίζεται ξεκάθαρα: η υπεραξία γίνεται εξ ορισμού κέρδος και το κεφάλαιο αποτελεί αξία σε κίνηση) επιστρέφει στην επιφάνεια όχι μόνο ως μια εσωτερική αντίφαση της αναπαραγωγής (εννοημένης εδώ ως ενότητα παραγωγής και κυκλοφορίας) αλλά ως αυτό που κάνει να υπάρχει η ίδια η αντίφαση: η εργασία ως ουσία της αξίας, η οποία εντός του κεφαλαίου είναι αξία μόνο ως αξία σε κίνηση. Η αντίφαση (η εκμετάλλευση) επιστρέφει στον εαυτό της, στην ίδια της τη συνθήκη. Το να καταπιάνεσαι με την καρδιά του προβλήματος σημαίνει είναι σαν να περπατάς πάνω σε αυγά.
στ) Το ζήτημα του «αόρατου φράγματος» ως σύνθεση αυτών των δυναμικών
Αν θεωρήσουμε τα μεγάλα κοινωνικά κινήματα και τη διαταξικότητα, με την αστάθειά τους ως διεκδικητικά κινήματα στο εσωτερικό της μισθωτής κοινωνίας που αποκρύπτουν όσο και αποκαλύπτουν τον μισθό ως σχέση παραγωγής, ως μια αναγκαία στιγμή της κρίσης στην ιδιαιτερότητά της· αν θεωρήσουμε την τάση για ενότητα ως πρόβλημα ξεπεράσματος όχι μόνο της διαταξικότητας αλλά επίσης και του κατακερματισμού· αν θεωρήσουμε για την καπιταλιστική τάξη την αναγκαιότητα να καταπιαστεί με την «καρδιά του προβλήματος», και [αν θεωρήσουμε], μέσα σε αυτή την καρδιά, το ανυπέρβλητο πρόβλημα της παραγωγικής εργασίας, τότε η σύνθεση των ενεργών δυναμικών τοποθετείται ακριβώς, τόσο από τη σκοπιά του κεφαλαίου όσο και από αυτή του προλεταριάτου, σε αυτό το σημείο ρήξης που συνιστά για την αντίφαση μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου η διάσχιση αυτού του «αόρατου φράγματος». [Αυτή τη μορφή] που παίρνει η παραγωγή για τα υπαρκτά κοινωνικά κινήματα που συγκροτούνται στο επίπεδο της αναπαραγωγής αλλά επίσης και για τους διεκδικητικούς αγώνες, όσο βίαιοι και να είναι, [η μορφή που παίρνει] το ξεπέρασμα του διεκδικητικού τους χαρακτήρα, τη διάσχιση του αόρατου φράγματος της παραγωγής. Για έναν διεκδικητικό αγώνα, το ξεπέρασμα του εαυτού του ως τέτοιου σημαίνει να θέσει την αντίφαση μεταξύ των τάξεων στο επίπεδο της αναπαραγωγής της. Είναι αλήθεια πως το κύριο αποτέλεσμα της διαδικασίας παραγωγής είναι η ανανέωση του διαχωρισμού ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Αλλά αυτό δεν ισχύει χωρίς να συμπεριληφθεί η ύπαρξη της κυκλοφορίας και της ανταλλαγής και η δραστηριότητα όλων των συστατικών στοιχείων του τρόπου παραγωγής, ένα εκ των οποίων είναι και το Κράτος. Είναι με αυτόν τον τρόπο, ξεκινώντας από τη διαδικασία παραγωγής αλλά μέσα σε πρακτικές που την υπερβαίνουν, που τίθεται και αναγνωρίζεται πρακτικά το ταξικό ανήκειν ως εξωτερική επιβολή από το κεφάλαιο, δηλαδή επιβεβλημένο ως αναπαραγωγή. Είναι αδύνατον να καθοριστεί με ποια έννοια η «σύζευξη» μπορεί να συμβεί, δεδομένου μάλιστα ότι δεν μπορεί να υπάρξει «σύζευξη» παρά μόνο με τη δημιουργία, με αφετηρία πολλούς ιδιαίτερους αγώνες, μιας εντελώς καινούργιας κατάστασης που θα αλλάξει τα δεδομένα για όλους τους υπάρχοντες αγώνες: μιας συγκυρίας.
Θα ήταν αντίθετο με το πνεύμα αυτού του κειμένου να καταλήγαμε σε τόσο γενικόλογες διατυπώσεις. Αν η διάσχιση του αόρατου φράγματος είναι η σύνθεση των δυναμικών αυτής της αλληλουχίας, αυτή δε φέρει κάτι από μια αναπόφευκτη αναγκαιότητα, πέρα από το ότι είναι επίσης η στιγμή της απόφασης για την καπιταλιστική τάξη· η στιγμή κατά την οποία συμπυκνώνονται και σημασιοδοτούνται οι διάφορες δυνητικές προοπτικές της αναδιάρθρωσης, οι οποίες μέχρι τώρα υπάρχουν ως θολά περιγράμματα ενταγμένα στην κυρίαρχη γενική κίνηση. Όπως και στην αρχική φάση κάθε κρίσης, πρόκειται για τη γενική κίνηση της επιδείνωσης των χαρακτηριστικών της περιόδου που ολοκληρώνεται. Αν θεωρήσουμε αυτή τη σύνθεση, όχι ως τον γενικό καθορισμό της Επανάστασης, αλλά ως μια συγκεκριμένη πιθανότητα ξεπεράσματος μιας ιστορικά ιδιαιτεροποιημένης σχέσης εκμετάλλευσης, πρέπει να τοποθετήσουμε την πιθανότητα αυτής της σύνθεσης εντός μιας συγκυρίας που ορίζεται από το σύνολο των καθορισμών αυτής της αλληλουχίας. Μπορούμε να προτείνουμε την υπόθεση ότι η Κίνα και η Νότια και Νοτιοανατολική Ασία συμπυκνώνουν με τον καλύτερο τρόπο τα συστατικά της σύντηξης: σημαντικοί εργατικοί αγώνες εγκλωβισμένοι ανάμεσα στον ασυστημικό χαρακτήρα της μισθολογικής διεκδίκησης και την αδυναμία της να εδραιωθεί· ευρέα κοινωνικοπολιτικά κινήματα· μια κατάσταση [που μπορεί να αποτελέσει] σημείο καμπής για την ανατροπή και την πλήρη αχρήστευση της ζωνοποίησης που χαρακτηρίζει την παγκοσμιοποίηση. [Λέγοντας αυτά] δεν υποστηρίζουμε ότι αυτή η περιοχή είναι ήδη ή θα γίνει [η περιοχή] των «κυρίων του κόσμου», αλλά ότι η σημασία της και τα χαρακτηριστικά της τόσο εσωτερικά όσο και εντός του παγκόσμιου καπιταλισμού την κάνουν τον «αδύναμο κρίκο» αυτού του κόσμου. Αλλά η αποσαφήνιση αυτού του ζητήματος χρειάζεται εντελώς άλλη δουλειά από μέρους μας.
Λακωνικός επίλογος
Σήμερα βρισκόμαστε μακριά από την αυξανόμενη και άμεση ορατότητα της ταξικής και της έμφυλης αντίφασης και από τη σύνδεσή τους με την επανάσταση και τον κομμουνισμό· η μετατροπή σε ιδεολογία, μεταξύ άλλων της «θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης» τόσο ως σλόγκαν όσο και ως ακαδημαϊκό διαβατήριο, πλανάται πάνω από τα εύθραυστα κεφάλια μας.
Théorie Communiste
Απρίλιος 2014