αναδημοσίευση από blaumachen
Οι «επαναστάτες», και όσοι επιδιώκουν να δώσουν µια πολιτική διατύπωση στην εξέγερσή τους, θέλουν κατά κανόνα να καταθέτουν τη µαρτυρία τους για το µέλλον και να εγγράφουν τον λόγο τους και τη δραστηριότητά τους στη γενική κατεύθυνση αντιπαλοτήτων που κυοφορούν τις εξεγέρσεις του µέλλοντος. Αυτό είναι τελικά φυσιολογικό: κάθε ανάγνωση του κόσµου ξεκινάει αναγκαστικά από µια θέση µέσα στον κόσµο, και η βούληση να προσαρµοστεί το γίγνεσθαι του κόσµου στις επιθυµίες µας αποτελεί την αφετηρία κάθε επαναστατικής βούλησης. Το κείµενο που ακολουθεί προσπαθεί να κρατηθεί σε κάποια απόσταση. Επιχειρεί να αναφερθεί στην τωρινή εποχή εξετάζοντας τη συνάρθρωση ανάµεσα, αφενός, στην κριτική του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης και, αφετέρου, την ανάγνωση της πάλης των τάξεων – χωρίς να προσπαθεί να χαράξει επαναστατικό χρονοδιάγραµµα. Το κάνει κυρίως για να ξαναπεί το προφανές: αυτό που θα προκύψει από τον σηµερινό και τον µελλοντικό κοινωνικό πόλεµο δεν θα είναι ποτέ κάτι άλλο από προϊόν της αλληλεπίδρασης (και της ενδεχόµενης σύγκρουσης) ανάµεσα στη γενική κίνηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας και τη δραστηριότητα εκείνων που, ενώ βρίσκονται µέσα της, θα καταλήξουν να κινηθούν εναντίον της. Κανείς δεν έχει το κλειδί αυτής της δυναµικής – ούτε οι καπιταλιστές ούτε οι αυτοανακηρυσσόµενοι εχθροί τους.
ΟΛΑ ΑΛΛΑΞΑΝ, ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΑΡΧΙΖΕΙ
Μόνο οι φίλοι της Monde diplomatique πιστεύουν ότι ο καπιταλισµός είναι ένα οικονοµικό σύστηµα που βασίζεται στη µη ρυθµιζόµενη ελεύθερη ανταλλαγή – σε µια παραχάραξη της δίκαιης τάξης πραγµάτων του κόσµου εξαιτίας µιας συµµορίας καθαρµάτων που το µόνο που έχουν κατά νου είναι να πλουτίζουν παίζοντας στο χρηµατιστήριο τον πλούτο που παράγεται από τους φτωχούς, αντί να δεχτούν τη δίκαιη µοιρασιά του.
Ο καπιταλισµός είναι αυτό που δοµεί σήµερα το σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας µε τη µορφή της εργασίας, της απόσπασης αυτής της συγκεκριµένης αφαίρεσης που είναι η αξία, µέσω της παραγωγής εµπορευµάτων (του περιβόητου «πλούτου» τον οποίο οι αριστεριστές θα ήθελαν να «µοιράζεται», αλλά ο οποίος υπάρχει µόνο µε αυτή τη µορφή της «τεράστιας σώρευσης εµπορευµάτων»). Συνακόλουθα, το κεφάλαιο είναι αυτό που δοµεί µε χίλιους-δυο τρόπους τις σχέσεις µεταξύ των ανθρώπων, την κοινωνικότητά τους, τον χρόνο τους, τις νευρώσεις τους, τις σχέσεις τους µε την ανάγκη, µε τη φύση κτλ. Το κεφάλαιο είναι µια ολοποιητική κοινωνική σχέση. Εκεί βρίσκεται η καρδιά της µηχανής, που παραµένει ίδια από τότε που την ανάλυσε ο Μαρξ εδώ και κάµποσες δεκαετίες.
Αλλά ο καπιταλισµός έχει επίσης µια ιστορία, η οποία συντίθεται από κρίσεις. Μέχρι στιγµής όλες αυτές οι κρίσεις έχουν ξεπεραστεί, κάτι που επέφερε σηµαντικότατες αλλαγές στον τρόπο µε τον οποίο ο καπιταλισµός πλάθει τις κοινωνικές σχέσεις. Έτσι κυοφορήθηκε η εποχή µας, όπου το κεφάλαιο είναι πραγµατικά χρηµατιστικοποιηµένο, παγκοσµιοποιηµένο κτλ. Αυτή είναι η µορφή που έχει πάρει σήµερα η συσσώρευση – και διαδέχεται άλλα µοντέλα, που ήταν κι αυτά ακραιφνώς καπιταλιστικά (φορντισµός στη Δύση, σοσιαλισµός σε άλλα µέρη…). Αν όµως η κυριαρχία του κεφαλαίου έχει πράγµατι εµβαθυνθεί σήµερα, ο λόγος δεν είναι τόσο ότι δεν διαθέτει πια κάποια δίχτυα ασφαλείας που θα τον έκαναν πιο ανθρώπινο. Ο λόγος είναι ότι όχι µόνο δεν υπάρχει τίποτα που να του διαφεύγει γεωγραφικά, αλλά όλες οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν εφεξής υπαχθεί στην καπιταλιστική σχέση, και µάλιστα µε ολοένα πιο διάχυτο τρόπο: η εµβάθυνση της κυριαρχίας του κεφαλαίου συνοδεύεται λογικότατα από την αδιάκοπα αυξανόµενη φυσικοποίησή του. Η ιστορία έχει χαράξει µια διαδροµή: δεν υπάρχει πια άλλη υλική κοινότητα από την κοινότητα του κεφαλαίου, ακόµα και η αξία χρήσης των αντικειµένων έχει εξαφανιστεί µέσα στη γενική κίνηση της αξίας.
Όσο για την προοπτική ενός επέκεινα αυτού του κόσµου, παρά την ενδεχόµενη γενίκευση της κρίσης φαίνεται σήµερα πιο αφηρηµένη παρά ποτέ.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 η επαναστατική προοπτική συνδεόταν µε µια ενίσχυση της προλεταριακής τάξης (θεωρούµενης ως τάξης των παραγωγών), η οποία θα ερχόταν να αποσπάσει την εξουσία από την αστική τάξη για να επιβάλει στην κοινωνία τη δική της εξουσία. Αυτή η προοπτική της «εξουσίας των εργαζοµένων» –που στις διάφορες παραλλαγές της (από τη δικτατορία του κόµµατος ίσαµε τον αναρχοσυνδικαλισµό και τη γενικευµένη αυτοδιεύθυνση) δεν περιείχε σαν πρόγραµµα την υπέρβαση της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης (δεν καταργούσε την εργασία, την αξία, τον εµπορευµατικό φετιχισµό)– ήταν εγγενώς συνυφασµένη µε τη συνεχιζόµενη ύπαρξη ποικίλων µορφών αυτονοµίας όπου διαµορφωνόταν ένα κοινό ανήκειν στην προλεταριακή τάξη. Τώρα αυτό έχει εξαφανιστεί.
Δεν είναι ούτε για θρήνους ούτε για χαρές: σήµερα πια τίποτα δεν βρίσκεται αντιµέτωπο µε το κεφάλαιο. Η τελευταία αναδιάρθρωση, παγκοσµιοποιώντας την αγορά εργασίας, πολλαπλασιάζοντας τις µορφές της υπεργολαβικής ανάθεσης, διαχέοντας τον χώρο της εκµετάλλευσης και τείνοντας να κάνει αξεχώριστες τις σφαίρες της παραγωγής και της αναπαραγωγής,1 επέφερε την εξαφάνιση της προλεταριακής τάξης ως επαναστατικού υποκειµένου.
ΤΟ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ Ο,ΤΙ ΗΤΑΝ
Ας µην ξεγελιόµαστε όµως: η έκλειψη µιας κοινωνικά υπαρκτής επαναστατικής προοπτικής δεν είναι ταυτόσηµη µε ειρήνευση των ταξικών σχέσεων. Η ειρήνευση αυτή εξακολουθεί να είναι φαντασίωση των αστών. Στην κλίµακα ολόκληρου του πλανήτη, οι κολασµένοι της γης δεν παύουν να κινούνται, και µπορούµε να στοιχηµατίσουµε πως ούτε θα το κάνουν σύντοµα. Το να είναι κανείς φτωχός είναι µια βία που ωθεί στην εξέγερση, και δεν βρίσκεται στην ηµερήσια διάταξη το να πάψουν οι φτωχοί να είναι φτωχοί, ούτε καν κάπως λιγότερο φτωχοί. Επειδή, ακόµα µια φορά, ο υπαίτιος δεν είναι οι πλούσιοι αλλά η οικονοµία.