[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=BbElAfALWbM[/youtube]
Η παρακμή και η πτώση της θεαματικής-εμπορευματικής οικονομίας
Από τις 11 ως τις 16 Αυγούστου του 1965 ο μαύρος πληθυσμός του Λος Άντζελες ξεσηκώθηκε. Ένα επεισόδιο ανάμεσα σε τροχονόμους και διαβάτες εξελίχθηκε σε αυθόρμητες συγκρούσεις δύο ημερών. Οι αυξανόμενες ενισχύσεις των δυνάμεων της τάξης δεν κατόρθωσαν να ξαναπάρουν τον έλεγχο του δρόμου. Την Τρίτη ημέρα οι μαύροι πήραν όπλα λεηλατώντας τα γύρω οπλοπωλεία κι έτσι μπορούσαν να πυροβολούν ακόμα και τα ελικόπτερα της αστυνομίας. Χιλιάδες στρατιώτες και αστυνομικοί -η στρατιωτική δύναμη μιας μεραρχίας πεζικού με την υποστήριξη αρμάτων μάχης- χρειάστηκε τελικά να ριχτούν στη μάχη για να περιορίσουν την εξέγερση μέσα στη συνοικία Γουάτς (Watts)και τέλος να την ελέγξουν έπειτα από οδομαχίες πολλών ημερών. Οι εξεγερμένοι επιδόθηκαν στη γενικευμένη λεηλασία και τον εμπρησμό καταστημάτων. Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις, υπήρξαν 32 νεκροί, από τους οποίους 27 μαύροι, πάνω από 800 τραυματίες και 3000 συλλήψεις.
Οι αντιδράσεις, απ’ όπου κι αν προέρχονταν, απέκτησαν εκείνη τη σαφήνεια που μόνο το επαναστατικό γεγονός -όντας το ίδιο μια έμπρακτη αποσαφήνιση των υπαρχόντων προβλημάτων- έχει πάντοτε το προνόμιο να προσδίδει στις διάφορες αποχρώσεις της σκέψης των αντιπάλων του. Ο αρχηγός της αστυνομίας Γουίλιαμ Πάρκερ αρνήθηκε κάθε μεσολάβηση που του πρότειναν οι μεγάλες οργανώσεις των μαύρων, δηλώνοντας πολύ σωστά ότι «αυτοί οι εξεγερμένοι δεν έχουν αρχηγούς». Και βέβαια, αφού οι μαύροι δεν είχαν πια αρχηγούς, είχε έρθει η στιγμή της αλήθειας για κάθε στρατόπεδο. Τί είχε άλλωστε να πει αυτή τη στιγμή ένας απ’ αυτούς τους άνεργους πια αρχηγούς, ο Ρόυ Γουίλκινς, γενικός γραμματέας της Εθνικής Ένωσης για την Προώθηση του Έγχρωμου Πληθυσμού (NAACP) δήλωνε ότι οι εξεγερμένοι «έπρεπε να κατασταλούν με κάθε αναγκαία δύναμη». Κι ο καρδινάλιος του Λος Άντζελες, Μακ Ιντάιρ, που διαμαρτυρόταν έντονα, δεν διαμαρτυρόταν για τη βιαιότητα της καταστολής, όπως θα περίμενε κανείς τώρα που η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία εκσυγχρονίζει την εικόνα της. Αντίθετα, διαμαρτυρόταν αναστατωμένος για «μια προσχεδιασμένη εξέγερση εναντίον των δικαιωμάτων του πλησίον, εναντίον του σεβασμού του νόμου και της διατήρησης της τάξης» και καλούσε τους καθολικούς να αντιταχτούν στη λεηλασία, σ’ «αυτές τις χωρίς προφανή αιτία βιαιότητες». Όσοι πάλι κατάφεραν να δουν τα «προφανή αίτια» της οργής των μαύρων του Λος Άντζελες -χωρίς όμως να βλέπουν το πραγματικό αίτιο-, όλοι αυτοί οι ιδεολόγοι κι οι «εκπρόσωποι» της ανύπαρκτης παγκόσμιας Αριστεράς, θρήνησαν για την ανευθυνότητα, την αταξία, τη λεηλασία και κυρίως το γεγονός ότι λεηλατήθηκαν πρώτα τα καταστήματα οινοπνευματωδών και όπλων∙ κι έκλαψαν για τις 2000 καταμετρημένες εστίες πυρκαγιάς, με τις οποίες οι μαύροι του Γουάτς φώτισαν τη μάχη τους και τη γιορτή τους.
Ποιος λοιπόν υπερασπίστηκε τους εξεγερμένους του Λος Άντζελες όπως πραγματικά το άξιζαν;Εμείς θα το κάνουμε. Ας αφήσουμε τους οικονομολόγους να κλαίνε για τα 27 εκατομμύρια χαμένα δολάρια, τους πολεοδόμους να οδύρονται πάνω στις στάχτες ενός από τα πιο ωραία τους σουπερμάρκετ και τον Μακ Ιντάιρ να θρηνεί το βοηθό σερίφη που σκοτώθηκε. Ας αφήσουμε τους κοινωνιολόγους να τραβάν τα μαλλιά τους με τον παραλογισμό και το μεθύσι αυτής της εξέγερσης. Ο ρόλος ενός επαναστατικού εντύπου είναι όχι μόνο να δώσει δίκιο στους εξεγερμένους του Λος Άντζελες, αλλά και να διασαφηνίσει τους λόγους της εξέγερσής τους, να εξηγήσει θεωρητικά την αλήθεια που αναζητά η πράξη τους.
Στο Μήνυμα προς τους επαναστάτες της Αλγερίας και όλων των χωρών -που δημοσιεύτηκε στο Αλγέρι τον Ιούλιο του 1965 μετά το πραξικόπημα του Μπουμεντιέν κι εξέθετε στους αλγερινούς και στους επαναστάτες όλου του κόσμου την κατάσταση στην Αλγερία και στον υπόλοιπο κόσμο ως σύνολο– οι καταστασιακοί αναφέρθηκαν ανάμεσα στα παραδείγματά τους και στο κίνημα των αμερικάνων μαύρων που «αν καταφέρει να εκδηλωθεί με αποφασιστικότητα» θα ξεσκεπάσει τις αντιφάσεις του πιο προηγμένου καπιταλισμού. Πέντε εβδομάδες αργότερα αυτή η αποφασιστικότητα εκδηλώθηκε στους δρόμους. Η θεωρητική κριτική των πιο μοντέρνων εκδηλώσεων της σύγχρονης κοινωνίας και η έμπρακτη κριτική αυτής της κοινωνίας υπάρχουν κιόλας. Εξακολουθούν να είναι διαχωρισμένες, αλλά είναι σίγουρο πως έχουν προχωρήσει προς τις ίδιες πραγματικότητες και μιλούν για το ίδιο πράγμα. Αυτές οι δύο κριτικές εξηγούνται αμοιβαία και δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τη μία χωρίς να εξηγήσουμε την άλλη. Η θεωρία της «επιβίωσης» και του «θεάματος» διαφωτίζεται κι επαληθεύεται από αυτές τις πράξεις που η αμερικάνικη ψευδής συνείδηση δεν μπορεί να εξηγήσει. Και κάποια μέρα θα φωτίσει με τη σειρά της αυτές τις πράξεις.
Μέχρι σήμερα, οι διαδηλώσεις των μαύρων για τα «δικαιώματα του πολίτη» είχαν συγκρατηθεί από τους αρχηγούς τους σε μια νομιμότητα, που ανεχόταν τις χειρότερες βιαιότητες των δυνάμεων της τάξης και των ρατσιστών (όπως για παράδειγμα τον περασμένο Μάρτιο στην Αλαμπάμα κατά τη διάρκεια της πορείας στο Μοντγκόμερι). Ακόμα και μετά απ’ αυτό το σκάνδαλο, μια διακριτική συνεννόηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, του κυβερνήτη Γουάλας και του πάστορα Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, είχε οδηγήσει τους διαδηλωτές της Σέλμα, στις 10 Μαρτίου, να υποχωρήσουν μπροστά στην πρώτη πρόσκληση των αρχών να διαλυθούν, με αξιοπρέπεια και προσευχές! Η σύγκρουση που περίμενε τότε το πλήθος δεν ήταν παρά το θέαμα μιας ενδεχόμενης σύγκρουσης. Την ίδια στιγμή, η μη βία είχε φτάσει το γελοίο όριο του θάρρους της: να εκτίθεσαι στα χτυπήματα του εχθρού και να ανυψώνεις έπειτα το ηθικό σου μεγαλείο, ώστε να του στερήσεις την αναγκαιότητα να ξαναχρησιμοποιήσει τη δύναμή του. Αλλά το βασικό δεδομένο είναι ότι το κίνημα για τα δικαιώματα του πολίτη, χρησιμοποιώντας νόμιμα μέσα, δεν μπορούσε να θέσει παρά νομικά προβλήματα. Είναι λογικό να επικαλείσαι το νόμο σχετικά με νομικά ζητήματα. Το παράλογο είναι να ζητιανεύεις νόμιμα μπροστά στην προφανή παρανομία, λες κι αυτή η παρανομία είναι απλά ένας παραλογισμός που θα διαλυθεί μόλις τον δείξεις με το δάκτυλο. Είναι φανερό ότι η άγρια και κατάφωρη παρανομία, που ακόμα ασκείται σε βάρος των μαύρων σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ, έχει τις ρίζες της σε μια οικονομικοκοινωνική αντίφαση που δεν είναι της αρμοδιότητας των σημερινών νόμων. Είναι επίσης φανερό ότι κανένας μελλοντικός δικαστικός νόμος δε θα μπορέσει να τη θίξει στο παραμικρό ενάντια στους πιο θεμελιώδεις νόμους της κοινωνίας. Αυτό που οι αμερικάνοι μαύροι πραγματικά τολμούν να απαιτήσουν είναι το δικαίωμα να ζουν πραγματικά και σε τελική ανάλυση αυτό απαιτεί την ολοκληρωτική ανατροπή αυτής της κοινωνίας. Αυτό γίνεται όλο και πιο φανερό, καθώς οι μαύροι στην καθημερινή ζωή τους αναγκάζονται να χρησιμοποιούν όλο και πιο ανατρεπτικά μέσα. Το ζήτημα δεν είναι πλέον η κατάσταση των μαύρων της Αμερικής, αλλά η κατάσταση της Αμερικής, κάτι που απλά τυχαίνει να εκφράζεται αρχικά μεταξύ των μαύρων. Η εξέγερση του Γουάτς δεν ήταν μια φυλετική σύγκρουση: οι εξεγερμένοι δεν επιτέθηκαν στους λευκούς που βρέθηκαν στο δρόμο τους – χτύπησαν μόνο τους λευκούς αστυνομικούς. Άλλωστε, η μαύρη αλληλεγγύη δεν αφορούσε τους μαύρους καταστηματάρχες ούτε τους μαύρους αυτοκινητιστές. Ο ίδιος ο Λούθερ Κινγκ αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι τα όρια της ειδικότητας του είχαν ξεπεραστεί, δηλώνοντας τον Οκτώβριο στο Παρίσι ότι «οι συγκρούσεις δεν ήταν φυλετικές αλλά ταξικές».