Tag Archives: ΘΕΩΡΙΑ

RIP #KillahP – Ο αντιφασισμός δύναμη και όριο του κινήματος στην Ελλάδα

[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=y3JldK4InxU[/youtube]

από τους στίχους του κομματιού: “Τώρα ένα σύνθημα που ενώνει τις ρωσίδες: Μπάτσοι, γουρούνια, νταβατζήδες”

Δε θέλει και πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς ποια είναι τα στρατόπεδα που συγκρούονται. Από τη μια πλευρά είναι τα ΜΑΤ και οι “φουσκωτοί μπράβοι” των καπιταλιστών που δολοφόνησαν τον Killah P γιατί οι στίχοι των τραγουδιών του συμπυκνώνονται στο “αλήτες είναι τα ματ κι οι τραπεζίτες”, κι από την άλλη πλευρά οι προλετάριοι από τη φτωχογειτονιά που έγινε η δολοφονία, από την ευρύτερη φτωχή εργατική περιοχή αλλά και από ολόκληρη την Αθήνα και σε ολόκληρη την Ελλάδα: Οι προλετάριοι που “τα σπάνε”. Αυτές κι αυτοί που πετάνε πέτρες στους μπάτσους κι όλες αυτές κι αυτοί που τους βοηθάνε με την παρουσία τους να το κάνουν. Αυτοί που σπάνε τις βιτρίνες, τα αμάξια, τα μαγαζιά, δηλώνοντας με τις πράξεις τους απερίφραστα ότι αφού για να υπάρχει όλη αυτή η νεκρή εργασία σήμερα πρέπει να δολοφονούνται τύποι σαν τον KillahP από τους μπράβους των αφεντικών, ε, τότε, ναι! όλη αυτή η νεκρή εργασία πρέπει να καταστραφεί, να λαμπαδιάσει, να την πάρει ο διάολος.

Αυτή όμως η σύγκρουση και αυτές οι πρακτικές που είναι αναγκαίες για κάθε αλλαγή στις κοινωνικές σχέσεις δε συμβαίνουν ποτέ σε ιστορικό κενό. Δεν είναι ποτέ “Οι Πρακτικές” που αν τις ακολουθήσουν όλοι, τότε θα γίνει η επανάσταση. Είναι πρακτικές βουτηγμένες στη συγκυρία, δηλαδή σε ένα ποτάμι ολόκληρο από συνθήκες και συσχετισμούς, που είναι το αποτέλεσμα όλων των προηγούμενων συγκρούσεων και που  καθορίζει αυτές τις πρακτικές, τις βάζει σε ένα πλαίσιο και τις παρασέρνει στην πορεία του.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αντιφάσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας παράγονται ως σύγκρουση “φασισμού-αντιφασισμού”. Δεν έχει σημασία ότι γνωρίζουμε όλοι πώς η ΧΑ δεν είναι παρά ένα παράρτημα της κρατικής και ιδιωτικής αστυνομίας που καταστέλλει με όλους τους τρόπους το προλεταριάτο και διασφαλίζει τη συνέχεια της αναδιάρθρωσης, την υποτίμηση της εργασιακής δύναμης. Δεν έχει σημασία ότι γνωρίζουμε όλοι πώς το κράτος είναι αυτό που επιλέγει πώς και πότε θα οξύνει τη στρατηγική της έντασης που ακολουθεί εδώ και 5 χρόνια με ολοένα και  μεγαλύτερη προσήλωση, καθώς οι κίνδυνοι για τη συνέχεια του αυξάνονται. Όσα κι αν ξέρουμε, ότι κι αν κατανοούμε, είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγουμε από τους φετιχισμούς της καπιταλιστικής κοινωνίας, σ’αυτήν την περίπτωση, ειδικά, από το φετιχισμό της πολιτικής, το φετιχισμό της δημοκρατίας.

Η σύγκρουση αυτή τη φορά, εγκλωβισμένη μέσα στον αντιφασισμό, έγινε στην Αμφιάλη, εκεί δηλαδή που βόλευε το κράτος να γίνει, εκεί που έδρασαν οι παρακρατικοί μηχανισμοί το τελευταίο διάστημα. Δεν έγινε σε πολλά σημεία της μητρόπολης όπως το πρώτο βράσυ του Δεκέμβρη του 2008, ούτε εκφράστηκε ως επίθεση στο αρχηγείο της αστυνομίας όπως έγινε την πρώτη Κυριακή εκείνου του Δεκέμβρη. Η περίοδος που διανύουμε τώρα είναι διαφορετική και από την “περίοδο του Δεκέμβρη” (από τα φοιτητικά του 06-07 μέχρι το Μάη του ’10) και από την “αντι-μνημονιακή περίοδο” (από το Μάη του ’10 μέχρι το Φλεβάρη του ’12). Στην τωρινή περίοδο το προλεταριάτο έχει εναποθέσει τις ελπίδες του για να διασωθεί από την ισοπέδωση στην αριστερά, έτσι η περίοδος αυτή παράγει αναγκαστικά τη σύγκρουση ως σύγκρουση “δεξιάς-αριστεράς”, ως αναβίωση του ιστορικού ελληνικού διπόλου. Φαίνεται, από την ως τώρα εξέλιξη των πραγμάτων, ότι σ’αυτή τη βάση θα συνεχίσει να συγκροτείται η σύγκρουση, να δομούνται τα στρατόπεδα (χωρίς βέβαια να αποκλείονται άλλες συναντήσεις που θα φέρουν ρήξεις και ανατροπές) . Δεν έχει νόημα να κρίνουμε αξιολογικά την ιστορική παραγωγή της περιόδου. Αυτή είναι. Ας μην έχουμε όμως αυταπάτες ότι επιλέγουμε εμείς αυτό το πεδίο σύγκρουσης, ας μην έχουν αυταπάτες ακόμη και αυτοί οι σύντροφοι που έχουν ως πιο έντονο ταυτοτικό στοιχείο για τη δραστηριότητα τους τον “αντιφασισμό”.

Το κράτος κλιμακώνει συνειδητά το επίπεδο της βίας του και μας αναγκάζει να έχουμε στο οπτικό μας πεδίο ως εχθρό μας τη Χρυσή Αβγή. Παρά τις παρωπίδες όμως που μας φοράει η πραγματικότητα που ζούμε, ξέρουμε όλοι ότι τα σφαγεία δουλεύουν ακόμη κι όταν δεν έχουν όση δύναμη έχουν σήμερα οι μαχαιροβγάλτες σαν αυτούς της ΧΑ. Ο εχθρός που πρέπει να νικήσουμε για να αλλάξουμε τη ζωή μας δεν είναι αυτός που θέλει το κράτος να μας τοποθετήσει απέναντι, για να μας πείσει ότι το ίδιο είναι μαζί μας, αρκεί να καταφέρουμε με τους αγώνες και το αίμα μας να το κάνουμε “πιο” δημοκρατικό. Ο εχθρός ΔΕΝ εξαντλείται στη Χρυσή Αβγή. Ο εχθρός είναι το ίδιο το δημοκρατικό κράτος, που αποτελεί βασικό μηχανισμό αναπαραγωγής της καπιταλιστικής κοινωνίας και που όταν ζορίζεται γεννάει μέσα από τα σπλάχνα του την κάθε Χρυσή Αβγή. Και η κάθε Χρυσή Αβγή, όπως κάθε έκτρωμα που παράγεται από τα σπλάχνα του κράτους για να διαχειριστεί την ταξική πάλη, ας μην έχουμε καμία αμφιβολία, ότι αν χρειαστεί θα θυσιαστεί στο βωμό της συνέχειας του κράτους.

Ακόμη και σήμερα, παρά τα φαινόμενα και τις κορώνες του κάθε φασίστα συμβούλου του πρωθυπουργού, αυτό μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της δολοφονίας του Killah P. Ίσως η απαραίτητη για τη συνέχιση της αναδιάρθρωσης χρυσαβγιτοποίηση του κράτους να επιτευχθεί πραγματικά με την κατάργηση της Χρυσής Αβγής. Η κατάργηση της Χρυσής Αβγής από το κράτος, αν συμβεί, θα είναι μια αντιφατική “νίκη” του αντιφασιστικού κινήματος που έχει παραχθεί στην Ελλάδα. Θα μας ελαφρύνει, ειδικά όσους είμαστε στο ίδιο στρατόπεδο με τον Killah P από το βάρος που έχει προσθέσει πάνω μας η ενδυνάμωση της με τα λεφτά των αφεντικών και τις πλάτες των μπάτσων. Αλλά το κρίσιμο στοιχείο για το κράτος δεν είναι η ύπαρξη ή μη της χρυσής αβγής, το κρίσιμο είναι η συνέχιση της διαδικασίας υποτίμησης με ενσωμάτωση των δικών μας αγώνων. Αυτή η συνέχεια/ενσωμάτωση είναι που απαιτεί σήμερα την ύπαρξη καταστολής επιπέδου ΧΑ, αυτή είναι που μπορεί να αναγκάσει το κράτος να μεταμορφωθεί.

Rest In Peace λοιπόν Killah P, μας βοήθησες στον πόλεμο όσο ήσουν μαζί μας. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμη μπροστά μας…

Ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός και η αυτοδιαχείριση ως ουτοπικός ορίζοντας της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης

Ο χρηµατοπιστωτικός καπιταλισµός και η αυτοδιαχείριση ως ουτοπικός ορίζοντας της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης

αναδημοσίευση από blaumachen

Το κεφάλαιο ως χρήµα και το χρήµα ως κεφάλαιο, ιστορία και φετιχισµός

 

Tο κεφάλαιο µε τη µορφή του χρήµατος συνδέεται µε τη µορφή της κεφαλαιακής σχέσης Χ-Ε-Χ΄, πρόκειται για το λεγόµενο χρηµατικό κεφάλαιο. Το Χ αυτής της σχέσης λειτουργεί ως χρήµα το οποίο µπαίνει στη διαδικασία παραγωγής και µετατρέπεται σε κεφάλαιο. Το χρήµα λειτουργεί απευθείας ως κεφάλαιο µέσω της µορφής Χ-Χ΄. Με την ιδιότητά του να λειτουργεί ως κεφάλαιο, το χρήµα γίνεται ένα sui generis εµπόρευµα, και µέσω αυτής της µετατροπής του σε εµπόρευµα, το χρήµα ως κεφάλαιο αποτελεί τη µετατροπή του ίδιου του κεφαλαίου,ως κεφαλαίου, σε εµπόρευµα. Αυτές οι δύο µορφές (Χ-Ε-Χ΄ και Χ-Χ΄) αποτελούν δύο διαφορετικούς τρόπους µορφοποίησης των εννοιών κεφάλαιο και χρήµα. Έχει σηµασία να εστιάσουµε στο ότι σε αυτές τις µορφές το χρήµα δεν λειτουργεί απλά σαν χρήµα –αν και εµφανίζεται να λειτουργεί απλά έτσι– αφού θέτει σε ενέργεια τη διαδικασία παραγωγής και πραγµατοποιεί την υπεραξία, στην πρώτη περίπτωση το γεγονός αυτό εµφανίζεται άµεσα, ενώ στη δεύτερη δεν εµφανίζεται άµεσα.

Το κρίσιµο στοιχείο εδώ είναι να έχουµε πάντα στο µυαλό µας ότι το κεφάλαιο είναι κοινωνική σχέση που µορφοποιεί συνολικά την κοινωνία. Η έννοια µε την οποία ο Μαρξ συµπύκνωσε αυτή τη µορφοποιητική λειτουργία της εκµετάλλευσης είναι ο ΚΤΠ. Η έννοια του τρόπου παραγωγής και ειδικότερα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ) δεν αποτελεί την έννοια ενός εµπειρικά δεδοµένου καπιταλισµού (π.χ. του καπιταλισµού της Αγγλίας του 1867) αλλά η θεωρητική της λειτουργία είναι να εντοπίζει την ειδοποιό διαφορά της συγκεκριµένης (καπιταλιστικής) ταξικής εκµετάλλευσης, τον πυρήνα των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων εκµετάλλευσης, ο οποίος διαφοροποιεί το συγκεκριµένο «τρόπο» εκµετάλλευσης από οποιονδήποτε άλλο. Ο ΚΤΠ δεν αναφέρεται µόνο στο επίπεδο της εκµετάλλευσης. Αναφέρεται και στον τρόπο µε τον οποίο µετασχηµατίζεται η υπεραξία σε πρόσθετο κεφάλαιο, δηλαδή έµµεσα αναφέρεται σε όλα τα επίπεδα της καπιταλιστικής κοινωνίας, σε όλες τις σχέσεις και τους ρόλους που απορρέουν από αυτές, ώστε να αναπαράγεται η καπιταλιστική κοινωνία.

Ο ΚΤΠ, όµως, ως έννοια, έχει το δικό του πεδίο όρασης· αναφέρεται στον πυρήνα της διαδικασίας µορφοποίησης της κοινωνίας, στην κυρίαρχη όψη της: στη διευρυµένη αναπαραγωγή των δύο απαραίτητων όρων για την αναπαραγωγή του συνόλου της κοινωνίας, του κεφαλαίου και της εργασίας. Κάθε καπιταλιστικός κοινωνικός σχηµατισµός όµως έχει και µια ιστορία. Ο ταξικός συσχετισµός των δυνάµεων, και γενικότερα οι κοινωνικοί ρόλοι που τον στηρίζουν και στηρίζονται σε αυτόν, υφίστανται σωρεία µετασχηµατισµών και µεταβολών, που όλες τους αποκρυσταλλώνονται σε µετασχηµατισµούς των µορφών µέσα από τις οποίες υλοποιείται η κυριαρχία του ΚΤΠ. Πρόκειται για µετασχηµατισµούς των ιστορικών όρων εµφάνισης των σχέσεων. Χωρίς την ανάλυση αυτών ακριβώς των ιστορικών αποτελεσµάτων και της δυναµικής της ταξικής πάλης, η οποιαδήποτε µελέτη της δοµής ενός τρόπου παραγωγής, είναι ελλειπής και, σε τελική ανάλυση, µεθοδολογικά λανθασµένη.

Η γενική αυτή ανάλυση εφαρµόζεται στο συγκεκριµένο θέµα που µας αφορά εδώ. Ονοµάζουµε τον σύγχρονο καπιταλισµό χρηµατοπιστωτικό γιατί ενώ η χρηµατοπιστωτική σφαίρα είναι «αναγκαία» για τη λειτουργία κάθε καπιταλισµού, άρα εντάσσεται στην έννοια του ΚΤΠ, στον σύγχρονο νεοφιλελεύθερο καπιταλισµό, έχει ποιοτικά διαφοροποιηµένο ρόλο συγκριτικά µε αυτόν που είχε στην περίοδο πριν την ανάδυσή του, π.χ. τη δεκαετία του 1950. Στην περίοδο του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού η µορφή Χ-Χ΄ παίζει πλέον ειδικό και πρωτεύοντα ρόλο στη µορφοποίηση της κοινωνίας από τη σχέση της εκµετάλλευσης. Όταν λέµε λοιπόν ότι το κεφάλαιο γίνεται εµπόρευµα εννοούµε ότι η κοινωνική σχέση κεφάλαιο γίνεται εµπόρευµα (sui generis) και λόγω του ρόλου αυτής της µορφής το µέλλον της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι αυτό που γίνεται εµπόρευµα.

Στο τοκοφόρο κεφάλαιο (Χ-Χ΄) φαίνεται η επιστροφή του σαν κεφάλαιο να εξαρτάται από την απλή συµφωνία ανάµεσα σε δανειστή και δανειζόµενο.1 Ο Μαρξ αποκαλεί τη µορφή Χ-Χ΄ «παράλογη», «φετιχιστική», «εξωτερική». Ο Μαρξ εδώ, όπως και στην ανάλυση του φετιχισµού του εµπορεύµατος, δεν εννοεί ότι η µορφή Χ-Χ΄ είναι «ψευδής». Δεν εννοεί ότι η µορφή αυτή αποτελεί µόνο µία µορφή που δεν έχει νόηµα ως µορφή, αλλά η «αλήθειά» της «κρύβεται» στην αναπτυγµένη έκφραση της Χ-[Χ-Ε-Χ΄]-Χ΄. Και εδώ, όπως σε όλες τις εκφάνσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, ο φετιχισµός αντιστοιχεί σε µία αναγκαία, κοινωνικά έγκυρη οργάνωση της καθηµερινής λειτουργίας του κατόχου του κεφαλαίου αλλά και όλων των υπόλοιπων δρώντων παραγόντων που εµπλέκονται στην καθηµερινή αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Όταν ο Μαρξ λέει «εξωτερική» µορφή δεν παραπέµπει σε µία επιφάνεια που πίσω της κρύβεται η ουσιαστική πραγµατικότητα αλλά σε µία οργάνωση του «εσωτερικού» έτσι ώστε το Χ-Χ΄ να αποτελεί όχι µόνο αποτέλεσµα της λειτουργίας και συγχρόνως «εµπράγµατη» µορφή του σκοπού της διαδικασίας Χ-Ε-Χ΄ αλλά ταυτόχρονα να αποτελεί όρο για την οµαλή λειτουργία του Χ-Ε-Χ΄.

Παρέκβαση σχετικά µε τη µέθοδο του Μαρξ

Η µέθοδος του Μαρξ δεν είναι αυτοανάπτυξη λογικών κατηγοριών. Η ανάπτυξη της έννοιας του χρήµατος από την αρχή του πρώτου τόµου έως το σηµείο που εµφανίζεται το χρήµα ως κεφάλαιο στον τρίτο τόµο (στο κεφάλαιο για το τοκοφόρο κεφάλαιο και στη συνέχεια) αποτελεί µία από τις κινήσεις που ως σύνολο συνθέτουν την εννοιολογική ανάπτυξη της ολότητας του ΚΤΠ. Η ανάπτυξη όλων των κατηγοριών γίνεται µε τη µέθοδο της διαλεκτικής, αλλά όχι στο κενό. Η ανάπτυξη γίνεται δεδοµένης της ύπαρξης και της ιστορίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και εµβαπτίζεται ως ανάπτυξη µέσα σε αυτήν την ιστορία. Η ιστορία (κυρίως ως ταξική πάλη) αποτελεί για τον Μαρξ απαραίτητο στοιχείο συγκρότησης του εννοιολογικού του συστήµατος συνολικά, δεν είναι απλώς ένα στοιχείο «χρήσιµο» ή «διευκρινιστικό». Δεν αποδεικνύει ο Μαρξ αυτά που λέει µε «εµπειρικά παραδείγµατα». Αντίθετα δοµεί τις έννοιές του στη βάση της ύπαρξης του εξωτερικού από το εννοιολογικό του σύστηµα «πραγµατικού», δηλαδή δεδοµένης της ανεξάρτητης από την οργανωµένη σκέψη ύπαρξης της πρώτης, θολής αναπαράστασης του χαοτικού συγκεκριµένου. Μόνο µέσα από τον συνεχή αναστοχασµό αυτής της ανεξάρτητης ύπαρξης του χαοτικού συγκεκριµένου και µέσα από την εύρεση και παρουσίαση της ειδικής αλληλεπίδρασής της µε κάθε έννοια που κατασκευάζεται, και µε κάθε µετάβαση από µια «απλή» έννοια σε µια «πιο πλούσια» έννοια, µόνο µε αυτή τη διπλή κίνηση αναπτύσσεται το οικοδόµηµα του πλούσιου συγκεκριµένου, δηλαδή το οικοδόµηµα της οργανωµένης σκέψης. Η ιστορική πρακτική είναι το στοιχείο που «εµπλουτίζει» την έννοια. Αυτός ο εµπλουτισµός γίνεται µε την τοποθέτηση της έννοιας στο ιστορικό της πλαίσιο, δηλαδή, µε την εµβάπτισή της στην ολότητα των σχέσεων που έχουν παραχθεί ιστορικά. Οι συνθήκες, η ιστορική πρακτική, είναι που καθιστούν αναγκαία τη µετάβαση στην πιο «πλούσια» έννοια και δείχνουν την κατεύθυνση αυτής της µετάβασης. Μόνο έτσι το χάος της πρώτης πρόσληψης και η πραγµατικά «ακατάστατη» εµφάνιση της πραγµατικότητας µπορεί να «τακτοποιηθεί» ως εννοιολογικό σύστηµα. Σύµφωνα µε αυτή την ανάγνωση της µέθοδου του Μαρξ, µόνο όταν (εκκινώντας από το χρήµα) φτάνουµε στo χρηµατοπιστωτικό σύστηµα (µία από τις κινήσεις της εννοιολογικής ανάπτυξης της ολότητας του ΚΤΠ) εµφανίζεται ρητά η ολοκληρωµένη µορφή (της έννοιας) του χρήµατος ως κεφάλαιο, Χ-Χ΄ όπου ήδη το Χ = Χ-Ε-Χ΄. Το χρηµατοπιστωτικό σύστηµα υπάρχει ήδη όταν γράφει ο Μαρξ. Με τον ειδικό τρόπο που αναπτύσσει ο Μαρξ τις αρχικές «απλές» έννοιές του όταν ξεκινάει από την ανταλλαγή, αφήνει ανοικτή την ανάγκη της ύπαρξης των πιο «πλούσιων» εννοιών. Πρόκειται για µία κίνηση από τη µία έννοια στην άλλη που αναπτύσσει επαρκώς τις αρχικές έννοιες στη µετέπειτα πιο πλούσια µορφή τους. Το χρήµα, όταν ο Μαρξ έχει φτάσει στο «κατασκευαστικό» σηµείο που του επιτρέπει να µιλήσει για το χρηµατοπιστωτικό σύστηµα, και λειτουργεί αλλά και εµφανίζεται να λειτουργεί πλέον ως κεφάλαιο. Εµφανίζεται δηλαδή σύµφωνα µε την έννοια του κεφαλαίου ως αυτοαξιοποιούµενη αξία. Αξίζει να παρατηρήσουµε ότι ο Μαρξ εµφανίζει για πρώτη φορά το χρήµα ως κεφάλαιο ήδη στο τέταρτο κεφάλαιο του πρώτου τόµου του Κεφαλαίου αλλά τότε «διακόπτει» την εξέλιξη της έννοιας γιατί πολύ απλά, στο σηµείο που βρίσκεται η κατασκευή του, δεν µπορεί να τη συνεχίσει. Για να µπορέσει να προχωρήσει την ανάλυσή του για το χρήµα πρέπει πρώτα να αφήσει τη φασαριόζικη και «φασµατική» σφαίρα της κυκλοφορίας και να µπει µαζί µε τον εργάτη (που τον σέρνει ο κεφαλαιοκράτης από πίσω του) στη σφαίρα της παραγωγής (όπου εξαφανίζεται µαζί µε τον Μπένθαµ η ισότητα και η ελευθερία). Επανέρχεται λοιπόν στο χρήµα στον τρίτο τόµο µόνο όταν έχει εξηγήσει α) µέσω της έννοιας της υπεραξίας ότι η ανταλλαγή δεν είναι παρά ο τρόπος ύπαρξης της εκµετάλλευσης στην καπιταλιστική κοινωνία, β) ότι η κεφαλαιακή σχέση µπορεί να αναπαράγεται διευρυνόµενη ακόµη και αν υπάρχουν µόνο δύο «καθαρές» τάξεις καπιταλιστών και εργαζόµενων, και γ) ότι ο τρόπος ύπαρξης της αξίας είναι το κέρδος και ότι το κεφάλαιο εµφανίζεται στην κυκλοφορία µε τη µορφή του χρήµατος (χρηµατικό κεφάλαιο).2 Μόνο τότε εµφανίζεται η ανεπτυγµένη µορφή του χρήµατος ως κεφάλαιο, το τοκοφόρο κεφάλαιο, η µορφή Χ-Χ΄.

Η σχέση του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος µε την παραγωγή

(δηλαδή την εκµετάλλευση)

Με την εµφάνιση του τοκοφόρου κεφαλαίου το χρήµα εµφανίζεται όχι µόνο να λειτουργεί ως κεφάλαιο, δηλαδή να προκαταβάλλεται ως χρηµατικό κεφάλαιο για να εκκινήσει η διαδικασία παραγωγής, αλλά να εκχωρείται σε κάποιον ως κεφάλαιο. Ο Μαρξ προειδοποιεί ότι ναι µεν «σαν κεφάλαιο υπάρχει το κεφάλαιο στην πραγµατική κίνηση, όχι στο προτσές της κυκλοφορίας αλλά µόνο στο προτσές της παραγωγής, στο προτσές εκµετάλλευσης της εργασιακής δύναµης»αλλά «το ζήτηµα έχει όµως διαφορετικά µε το τοκοφόρο κεφάλαιο και ακριβώς αυτή η διαφορά αποτελεί τον ειδικό του χαρακτήρα». Η διαφορά είναι ότι «ο κάτοχος του χρήµατος που θέλει το χρήµα του σαν τοκοφόρο κεφάλαιο, το εκχωρεί σε έναν τρίτο, το ρίχνει στην κυκλοφορία το κάνει εµπόρευµα σαν κεφάλαιο».3 Η αξία χρήσης αυτού του εµπορεύµατος είναι η παραγωγή κέρδους. Η παραχώρηση, δηλαδή ο δανεισµός του χρήµατος για ένα ορισµένο χρονικό διάστηµα και η επανείσπραξη του ίδιου χρήµατος µε τόκο (υπεραξία), είναι η µορφή της κίνησης του τοκοφόρου κεφαλαίου.4 Το τοκοφόρο κεφάλαιο είναι ο τρόπος µε τον οποίο το χρήµα συµπεριλαµβάνει ως χρήµα τη µορφή του κεφαλαίου και εποµένως ο τρόπος µε τον οποίο το χρήµα δεν είναι µόνο µορφή εµφάνισης της αξίας και γενικό ισοδύναµο αλλά συγχρόνως είναι αυτοαξιοποιούµενο µέγεθος.

Continue reading

Η κρίση του Κράτους γενικεύεται, αλλά δεν αρκεί

897998_8a27_625x1000

Στα κράτη της “αραβικής άνοιξης” η κρίση παίρνει ολοένα και περισσότερο τη μορφή της κρίσης του ίδιου του Kράτους. Πέρα από την αποσάθρωση της Αιγύπτου, η κατάσταση γίνεται ολοένα και χειρότερη στην Τυνησία, και ποτέ δε βελτιώθηκε από το χάος που προέκυψε μετά το 2011 στη Λιβύη.  Στο κράτος αυτό δεν σταθεροποιήθηκε σε καμία στιγμή μια νομιμοποιημένη κρατική εξουσία. Αυτή η γενικευμένη αποσταθεροποίηση είναι δεδομένη στις τέσσερις δεκαετίες του κύκλου του νεοφιλελεύθερου-χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού για την υποσαχάρια αφρική, και η Νότια Αφρική εντάσσεται τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερο στην “εποχή των ταραχών” με συγκρούσεις κυρίως των βιομηχανικών εργατών στα ορυχεία και των φτωχών που διαμαρτύρονται για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης τους.

Η κρίση του Κράτους όμως δεν περιορίζεται μόνο στις χώρες του Μαγκρέμπ ή/και της Αφρικής γενικότερα. Στη λατινική αμερική, η κατάσταση επιδεινώνεται συνεχώς. Στη Βραζιλία τις τελευταίες μέρες έγιναν και πάλι βίαιες διαδηλώσεις σε αρκετές πόλεις. Η εισβολή σε τράπεζα, η καταστροφή εισόδου τηλεοπτικού σταθμού αποτελούν ενδείξεις του σημείου που βρίσκεται ακόμη η κοινωνική ένταση. Στη Χιλή εδώ και πολλούς μήνες συνεχίζονται οι συγκρούσεις για την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, στην Κολομβία οι συγκρούσεις των αγροτών, αρχικά, με την αστυνομία τείνουν να πάρουν τη μορφή εξέγερσης με τη συμμετοχή φοιτητών και άλλω προλετάριων σε αυτές, και εχθές, επίσης, έγιναν μεγάλες διαδηλώσεις στο Μεξικό ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της κρατικής εταιρείας πετρελαίου, η οποία για να συμβεί απαιτεί αναθέωρηση του συντάγματος του κράτους αυτού.

Στην νότια Ευρώπη η κρίση του Κράτους (αναδιάρθρωση με μοχλό τη συνεχή κρίση δημόσιου χρέους) εμφανίζεται ως κατάρρευση του πολιτικού σκηνικού και αδυναμία δημιουργίας ενός άλλου (κάτι που επηρεάζει έμμεσα και τις ανατολικές χώρες στις οποίες η πολιτική σύγκλιση με το νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό ήταν ταχύτατη, τα αποτελέσματα είναι εμφανή σε Βουλγαρία, Σλοβενία αλλά και Ρωσία). Στη Σουδία μετά την Αγγλία, οι ταραχές των αποκλεισμένων όρισαν την κρίση του Κράτους ως κρίση ενσωμάτωσης/αποκλεισμού του προλεταριάτου στην διαδικασία παραγωγής αξίας. Στις ΗΠΑ και στη Βρετανία η αδυναμία του κράτους να δημιουργήσει συναίνεση γύρω από έναν ακόμη ιμπεριαλιστικό πόλεμο (έναν πόλεμο που εξάγει το κοινωνικό ζήτημα του κράτους που επιτίθεται) είναι επίσης μια μορφή εμφάνισης της κρίσης του Κράτους. Η αδυναμία συναίνεσης γύρω από αυτόν τον πόλεμο είναι σημαντική καθώς η δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης αποτελεί μεταξύ άλλων και παραγόμενη διευθέτηση της κρίσης της ζωνοποίησης του κεφαλαίου. Η νέα περιφερειοποίηση που είναι αναγκαία πτυχή της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης (και επίλυση της κρίσης του Κράτους που κυοφορεί) δεν μπορεί να συμβεί χωρίς την εμπλοκή της ταξικής πάλης στα κράτη που προσπαθούν να την επιβάλλουν όπως φαίνεται (μια εξέλιξη που σχετίζεται με το γεγονός ότι η ζωνοποίηση αναπαράγεται και στο εσωτερικό των “ανεπτυγμένων” κρατών).

Στα κράτη της ανατολικής και νοτιοανατολικής ασίας στα οποία βασίζεται σε σημαντικό βαθμό η παγκόσμια συνδιασμένη συσσώρευση κεφαλαίου (και είναι πιθανό να βασιστεί ακόμη περισσότερο στο μέλλον μετά από τη διαφαινόμενη κατάρρευση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας των BRIS και της Τουρκίας) η κρίση παίρνει επίσης τη μορφή της κρίσης του Κράτους, παρά τις επιμέρους διαφορές. Στο Μπαγκλαντές η σύγκρουση έχει και στοιχεία εργατικού κινήματος και στοιχεία που προσομοιάζουν στα κινήματα του Μαγκρέμπ και της Τουρκίας, στην Κίνα το εργατικό στοιχείο είναι εντονότερο και συνδιάζεται με σκληρές συγκρούσεις γύρω από την απαλλοτρίωση γης, οι οποίες μορφοποιούν την πολιτική κρίση στο κράτος αυτό.

Η κρίση του Κράτους είναι ο τρόπος που παράγεται η καπιταλιστική κρίση στο επίπεδο της αναπαραγωγής των τάξεων, είναι μια σημαντική μορφοποίηση της εποχής των ταραχών και της άνισης δυναμικής της. Στο Κράτος, στη δυσκολία του να αναδιαρθρωθεί,  να ενσωματώσει την ταξική πάλη στις δομές του, να επανορίσει τους όρους της κοινωνικής ειρήνης, να τιθασεύσει το υπεράριθμο προλεταριάτο, να κατανείμει την εργασιακή δύναμη ικανοποιητικά με βάση το φύλο, την ηλικία ή/και τη φυλή της και να διασφαλίσει την διαφοροποιημένη υποτίμηση της εργασιακής δύναμης συνολικά, να συνεχίσει την πορεία του μέσα σε ευρύτερα περιφερειακά υπερ-κρατικά σχήματα και πιθανόν να απο-εθνικοποιηθεί μέσα σε αυτά, σε όλα αυτά τα στοιχεία είναι που συναντιούνται προς το παρόν όλες οι ετερόκλητες αντιφάσεις, σε όλα αυτά τα στοιχεία και στη συνάρθρωση τους μορφοποιείται ο τρόπος σύνδεσης της εκμετάλλευσης με όλες τις αντιφάσεις της αναπαραγωγής των τάξεων (φύλο-οικογένεια, θρησκεία, φυλή, νεολαία-εκπαίδευση, ένταξη/αποκλεισμός) και τους παραγόμενους συνδυασμούς των αντιφάσεων αυτών.

Το τέλος του εργατικού κινήματος, δηλαδή το τέλος του ορίζοντα μιας κοινωνίας στην οποία όλοι θα είναι εργάτες, είναι επίσης στοιχείο της κρίσης του Κράτους. Οι προλετάριοι και οι προλετάριες δεν έχουν ως ορίζοντα της δραστηριότητας τους την κατάκτηση της εξουσίας από το κόμμα “τους”, άρα δεν έχουν ως σαφή ορίζοντα τους τη διαχείριση ενός “άλλου τύπου” Κράτους. Αυτή η απουσία είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί θέτει το πρόβλημα της επανάστασης με αρνητικούς όρους.  Όταν δεν υπάρχει ο ορίζοντας μιας κοινωνίας στην οποία όλοι θα είναι εργάτες, υπονομεύεται ταυτόχρονα και η επίλυση των αντιθέσεων τις οποίες “τακτοποιούσε” η ηγεμονία του κοινωνικού ρόλου του εργάτη. Οι πρώην δευτερεύουσες αντιθέσεις παράγονται στον κύκλο αυτό ως άλυτες αντιφάσεις, όλα είναι σε καθεστώς αμφισβήτησης όχι όμως ως προς την ιεραρχία τους, όπως συνέβαινε μέχρι τον προηγούμενο κύκλο, αλλά ως προς την ύπαρξη τους. Δεν τίθεται θέμα “ισότητας” πλέον, τίθεται θέμα κατάργησης των ρόλων και των ταυτοτήτων, δηλαδή, θέμα κατάργησης του προλεταριάτου. Αυτή η απουσία του ορίζοντα της κοινωνίας των εργατών και της κατάληψης της κρατικής εξουσίας, όμως, ενώ ορίζει το πρόβλημα (την κατάργηση όλων των κοινωνικών ρόλων) αρνητικά, και παράγει την ανάδυση των πρών δευτερουσών αντιφάσεων στην επιφάνεια της συγκυρίας, αδυνατεί να θέσει το ζήτημα της κατάργησης των κοινωνικών ρόλων με θετικό τρόπο. Ενώ απουσιάζει η κατάληψη της κρατικής εξουσίας από τον ορίζοντα και τη δυναμική της συγκυρίας, δεν ηγεμονεύει η κατάργηση του ίδιου του Κράτους ως ορίζοντας, ένα στοιχείο αναγκαίο για την κατάργηση όλων των διαμεσολαβήσεων που συγκροτούν την ταξική κοινωνία.

Το αποτέλεσμα αυτής της αντιφατικής κατάστασης είναι η μεταβατική περίοδος, η δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης που συντελείται από την αρχή του κύκλου του νεοφιλελεύθερου-χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού (από τη σκοπιά του κεφαλαίου), η μορφοποίηση της φάσης αυτής ως “εποχή των ταραχών” (από τη σκοπιά του προλεταριάτου). Ο ορίζοντας της κατάργησης του Κράτους, ως αναγκαίου κομμουνιστικού μέτρου, δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε επίπεδο πολιτικού προγράμματος και να διαδοθεί από μια “πεφωτισμένη ηγεσία” στις προλεταριακές μάζες (οι αναρχικές πολιτικές οργανώσεις που ευαγγελίζονται την κατάργηση του Κράτους ως πρόγραμμα επιβεβαιώνουν με αυτόν τον τρόπο την καθήλωση τους στον προηγούμενο κύκλο αγώνων). Κάθε πολιτικό πρόγραμμα, ακόμη και το πιο ριζοσπαστικό προυποθετει την ύπαρξη θεσμών διαμεσολάβησης των κοινωνικών σχέσεων (ακόμη και “αμεσοδημοκρατικής” ή συμβουλιακής!) για την υλοποίηση του. Συνεπώς το Κράτος, μέσα σ’αυτό το θεωρητικό σύμπαν, για να καταργηθεί πρέπει πρώτα να κατακτηθεί, να υπάρξει μια μεταβατική περίοδος κατάργησης του (μια προοπτική που εξαντλείται στη συνεχή επίκληση της ανάστασης του νεκρού εργατικού κινήματος και της εργατικής δημοκρατίας που του αντιστοιχεί, εκεί είναι που συναντιούνται οι πολιτικές οργανώσεις όλου του “επαναστατικού” φάσματος).

Ο ορίζοντας της κατάργησης του Κράτους μπορεί να παραχθεί μόνο μέσα στη συνεχή ανανέωση των συνθηκών ύπαρξης των αγώνων που συναποτελούν την εποχή των ταραχών. Η ίδια η αναπαραγωγή του αγώνα, η ταύτιση της δραστηριότητας του αγώνα με το στόχο του, μόνο αυτή η δυναμική που έρχεται συνεχώς σε ρήξη με τον εαυτό της, που αμφισβητεί συνεχώς την καθήλωση στις όποιες “επιτυχίες” της, μπορεί στην ιστορική περίοδο που διανύουμε να είναι η παραγωγή της επανάστασης.

 

Πυκνώνει η συγκυρία στην Ελλάδα…

010

Η προχθεσινή δολοφονία του 18χρονου Θανάση Καναούτη στο Περιστέρι, αποτελεί ένα συμβάν που από μόνο του είναι αρκετό για να πυροδοτήσει αλυσιδωτές αντιδράσεις. Το πιθανότερο είναι να είχε προκαλέσει  “δυναμικά αντίποινα του δρόμου” αν δεν είχε συμβεί 15αύγουστο. Η δολοφονία δε συνέβη ξαφνικά, δε διέκοψε μια κατά τα άλλα ομαλή καθημερινότητα στα ΜΜΜ. Αποτελεί την κορύφωση μιας σειράς τραμπουκισμών των “κεφαλοκυνηγών”, των φτωχοδιαβόλων φασιστών (ή με φασιστική νοοτροπία) που πολλές φορές τους έχουμε δει να πλακώνονται στο ξύλο για τη λεία των προστίμων μπροστά στον κόσμο, πολλές φορές τους έχουμε ακούσει να λένε στους επιβάτες που μπορούν να τραμπουκίσουν “αν δεν έχεις 36 ευρώ δώσε μου 18 και είμαστε εντάξει”. Όπως η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου ήταν ένα συμβάν που αποτελούσε την κορύφωση της αστυνομικής βίας των περιπολιών στα Εξάρχεια (δεν έχουμε ξεχάσει τον μπάτσο Πατσιά που πυροβόλησε ένα σύντροφο στο πόδι το Σεπτέμβρη του 2007), έτσι και αυτό το συμβάν είναι αποτέλεσμα του ολοένα και πιο σημαντικού ρόλου της καταστολής ως βασικού μηχανισμού της κοινωνικής αναπαραγωγής.

Το συμβάν αυτό όμως αποτελεί ένα μόνο από μια σειρά γεγονότων-συμβάντων που συμβαίνουν ταυτόχρονα το τελευταίο διάστημα (ο πυροβολισμός της νεαρής στο Άργος από τον φασίστα-επιχειρηματία-πατέρα εντάσσεται στα γεγονότα αυτά), με κορυφαίο το ξέσπασμα των προλετάριων μεταναστών στην Αμυγδαλέζα. Το ότι συμβαίνουν αυτά τα γεγονότα μέσα στον Αύγουστο αποτελεί δείκτη της έντασης που κυοφορείται. Η συσσώρευση συμβάντων, η πύκνωση συγκρούσεων σε διαφορετικά μέτωπα δεν είναι ποτέ άσχετη με τη δομή της συγκυρίας. Η συγκυρία είναι ο τρόπος με τον οποίο αναδύονται στην επιφάνεια ταυτόχρονα οι συσσωρευμένες αντιφάσεις. Αυτός ο τρόπος είναι αποτέλεσμα συμπτώσεων, αλλά συμπτώσεων εντός ενός υπαρκτού πλαισίου, και ταυτόχρονα καθορίζει το που θα δοθούν οι μάχες και ποια θα είναι τα ειδικά στρατόπεδα.

Το Κράτος, ο συλλογικός καπιταλιστής, το ξέρει αυτό. Γι’αυτό με βάση την τρέχουσα  στρατηγική έντασης που ακολουθεί, ετοιμάζεται για τα χειρότερα. Ήταν επιλογή του Κράτους να συσσωρευθούν κάποια γεγονότα, όπως οι πρώτες απολύσεις ΔΥ, τον Αύγουστο για να αποφύγει τη μαζικότητα των αντιδράσεων. Εδώ εντάσσεται και η σχεδιαζόμενη εκκένωση της κατειλημμένης ΕΡΤ ανήμερα 15αύγουστο, εδώ εντάσσεται όμως και η (προσωρινή) ακύρωση αυτού του σχεδιασμού, καθώς η στρατηγική της έντασης είναι ευάλωτη στο απρόβλεπτο. Ακόμη και μια δυναμική διαδήλωση συμπαράστασης μερικών εκατοντάδων ατόμων και λίγες συγκρούσεις στο δρόμο με την αστυνομία είναι πλέον “αδιανόητη” κατάσταση για την κοινωνική ειρήνη.

Μετά τον Αύγουστο όμως η κατάσταση θα είναι δύσκολα ελέγξιμη. Στη συσσωρευμένη ένταση προστίθεται σίγουρα η ψήφιση του νόμου για το τέλος της παράτασης άρσης πελιστηριασμών, η ιδιωτικοποίηση της ΕΥΑΘ (μπορεί και της ΕΥΔΑΠ πιο σύντομα από ότι αναμενόταν), και οι κινητοποιήσεις λόγω απολύσεων στο χώρο της εκπαίδευσης και της υγείας. Η πορεία αυτής της συσσώρευμένης έντασης επικαθορίζεται και από τις διεθνείς εξελίξεις, οι οποίες φαίνεται να οδηγούν και πάλι την ταξική πάλη στην Ελλάδα στο επίκεντρο των συγκρούσεων. Η ύπαρξη “χρηματοδοτικού κενού” επιταχύνει τη διαδικασία επιβολής της αναδιάρθρωσης και ανατρέπει τους σχεδιασμούς του Κράτους (εδώ εντάσσεται και η εξάντληση του πολιτικού κεφαλαίου της “τρικομματικής”).

Η αλλαγή σε σχέση με το 2011 είναι εμφανής. Οι πρόεδροι της ΕΣΕΕ και της ΓΣΕΒΕΕ κατέστησαν σαφές ότι “πρέπει να μειωθούν οι μισθοί των εμπορουπαλλήλων”, συνεπώς η κοινωνική συμμαχία που είχε εμφανιστεί ως άνω και κάτω πλατεία Συντάγματος φαίνεται να διαλύεται πια οριστικά. Φαίνεται πιθανό τα στρατόπεδα που δημιουργούνται να έχουν μια αρκετά καθαρή ταξική χροιά (οι μετανάστες προλετάριοι, οι νέοι που δεν έχουν μέλλον, οι επισφαλείς χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, οι απολυμένοι δημόσιοι υπάλληλοι). Είναι δεδομένο ότι το όποιο ξέσπασμα θα εμφανιστεί έξω από τους χώρους εργασίας. Εαν καταφέρουν να προχωρήσουν μέχρι τις αρχές του 2014 χωρίς νέο μνημόνιο είναι πιθανό το μέτωπο στο οποίο θα ξεσπάσει η καταιγίδα να είναι η ιδιωτικοποίηση του νερού, η οποία είναι η σκληρότερη από όλες τις ιδιωτικοποιήσεις ή η αύξηση του εισιτηρίου στα νοσοκομεία.

Υπάρχει όμως μια δυνατότητα για το Κράτος να διατηρήσει το διαταξικό χαρακτήρα της σύγκρουσης και να συγκροτήσει μια νέα προσωρινή συμμαχία. Το ζήτημα που επιλέχθηκε ξαφνικά να μπει στο κέντρο της δημοσιότητας είναι οι πλειστηριασμοί των ακινήτων. Αν αυτό καταστεί το κεντρικό ζήτημα και κατορθώσουν να βρουν μια λύση στην οποία οι δανειολήπτες που προέρχονται κυρίως από τα μεσαία στρώματα των εργαζόμενων να είναι “ικανοποιημένοι” (μείωση της δόσης με αύξηση των χρόνων αποπληρωμής), τότε είναι πιθανό να υπάρξει μια ακόμη μικρή περίοδος “νηνεμίας”. Γενικότερα συμφέρει το κράτος να παραχθεί ως κεντρικό επίδικο της σύγκρουσης η ατομική ιδιοκτησία και όχι ο μισθός, ή η τιμή ενός καθοριστικού για την επιβίωση των χαμηλότερων στρωμάτων εμπόρευμα, όπως το νερό. Έτσι, ακόμη και το στρατόπεδο που θα αντιδράσει (και μπορεί να αντιδράσει δυναμικά) θα έχει στοιχεία “εθνικής ενότητας”, σεβασμού της ιδιοκτησίας κτλ.

Από την άλλη πλευρά βέβαια, αν αναγκαστούν να πάνε σε μνημόνιο και νέα μείωση του κατώτατου μισθού άμεσα, δηλαδή, το φθινόπωρο, η πολιτική κρίση είναι δεδομένη και οι συγκρούσεις στο δρόμο φαντάζουν αναπόφευκτες. Η διέξοδος των εκλογών παρότι αποτέλεσε δυνατό χαρτί της προηγούμενης φάσης δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Το βαθύ κράτος και σημαντικό τμήμα του μεγάλου κεφαλαίου δε φαίνεται καθόλου πεπεισμένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει την αναδιάρθρωση έστω με πιο ήπιους όρους και πιο χαμηλές ταχύτητες.

Βρισκόμαστε σε μια συγκυρία “αδιεξόδου” ανάλογη με αυτή του φθινοπώρου του 2011, αλλά η εκμετάλλευση ως αντίφαση παίζει ακόμη πιο κεντρικό ρόλο σήμερα πλέον. Η Αίγυπτος (αλλά και πολλά άλλα ιστορικά παραδείγματα του παρελθόντος, όπως η Γιουγκοσλαβία και η Αλγερία) μας δείχνουν ότι το Κράτος θα κάνει τα πάντα για να καταστήσει κεντρική μια άλλη αντίφαση που είναι περισσότερο διαχειρίσιμη. Οι εκλογές έχουν το πλεονέκτημα της ενσωμάτωσης της ταξικής αντίφασης στο κράτος, σε σύγκρουση δεξιάς-αριστεράς, αλλά η αριστερά δε θεωρείται “ώριμη” όπως είπαμε πριν. Αν οι εκλογές δεν προκριθούν ως λύση, η διέξοδος που φαίνεται πιθανή είναι η κεντρικοποίηση του ζητήματος των μεταναστών σε συνδυασμό με την “πολιτικοποιημένη” καταστολή, η προώθηση μιας αντζέντας έκτακτης ανάγκης.

Η επιβολή μιας “προσωρινής” κατάστασης έκτακτης ανάγκης (περιστολή άρθρων του συντάγματος, απαγόρευση του συνέρχεσθαι στο κέντρο της πόλης), με βάση την οποία θα καταστέλλονται οι μετανάστες χωρίς χαρτιά και τα “άκρα” (μέχρι και αντι-ΧΑ ρητορεία μπορεί να χρησιμοποιηθεί αν χρειαστεί) με κάποια μορφή νέας τεχνοκρατικής κυβέρνησης δεν πρέπει να αποκλείεται σ’αυτήν την περίπτωση. Κρίσιμο ζήτημα στην περίπτωση αυτή αποτελεί η πιθανή άμεση καταστολή του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. κλείσιμο του ραδιοφωνικού του σταθμού) και η αντίδραση σ’αυτήν. Η μεγάλη περαιτέρω όξυνση της καταστολής όμως σε αυτή τη φάση θα έχει ως αποτέλεσμα την όξυνση της βίας γενικότερα. Αυτό θα σημαίνει όμως ότι έχουμε διαβεί το ρουβίκωνα με ότι αυτό συνεπάγεται…

 

 

11 Αυγούστου 1965: Η εξέγερση στο Γουάτς, Λος Άντζελες

 

[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=BbElAfALWbM[/youtube]

Η παρακμή και η πτώση της θεαματικής-εμπορευματικής οικονομίας

Από τις 11 ως τις 16 Αυγούστου του 1965 ο μαύρος πληθυσμός του Λος Άντζελες ξεσηκώθηκε. Ένα επεισόδιο ανάμεσα σε τροχονόμους και διαβάτες εξελίχθηκε σε αυθόρμητες συγκρούσεις δύο ημερών. Οι αυξανόμενες ενισχύσεις των δυνάμεων της τάξης δεν κατόρθωσαν να ξαναπάρουν τον έλεγχο του δρόμου. Την Τρίτη ημέρα οι μαύροι πήραν όπλα λεηλατώντας τα γύρω οπλοπωλεία κι έτσι μπορούσαν να πυροβολούν ακόμα και τα ελικόπτερα της αστυνομίας. Χιλιάδες στρατιώτες και αστυνομικοί -η στρατιωτική δύναμη μιας μεραρχίας πεζικού με την υποστήριξη αρμάτων μάχης- χρειάστηκε τελικά να ριχτούν στη μάχη για να περιορίσουν την εξέγερση μέσα στη συνοικία Γουάτς (Watts)και τέλος να την ελέγξουν έπειτα από οδομαχίες πολλών ημερών. Οι εξεγερμένοι επιδόθηκαν στη γενικευμένη λεηλασία και τον εμπρησμό καταστημάτων. Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις, υπήρξαν 32 νεκροί, από τους οποίους 27 μαύροι, πάνω από 800 τραυματίες και 3000 συλλήψεις.

Οι αντιδράσεις, απ’ όπου κι αν προέρχονταν, απέκτησαν εκείνη τη σαφήνεια που μόνο το επαναστατικό γεγονός -όντας το ίδιο μια έμπρακτη αποσαφήνιση των υπαρχόντων προβλημάτων- έχει πάντοτε το προνόμιο να προσδίδει στις διάφορες αποχρώσεις της σκέψης των αντιπάλων του. Ο αρχηγός της αστυνομίας Γουίλιαμ Πάρκερ αρνήθηκε κάθε μεσολάβηση που του πρότειναν οι μεγάλες οργανώσεις των μαύρων, δηλώνοντας πολύ σωστά ότι «αυτοί οι εξεγερμένοι δεν έχουν αρχηγούς». Και βέβαια, αφού οι μαύροι δεν είχαν πια αρχηγούς, είχε έρθει η στιγμή της αλήθειας για κάθε στρατόπεδο. Τί είχε άλλωστε να πει αυτή τη στιγμή ένας απ’ αυτούς τους άνεργους πια αρχηγούς, ο Ρόυ Γουίλκινς, γενικός γραμματέας της Εθνικής Ένωσης για την Προώθηση του Έγχρωμου Πληθυσμού (NAACP) δήλωνε ότι οι εξεγερμένοι «έπρεπε να κατασταλούν με κάθε αναγκαία δύναμη». Κι ο καρδινάλιος του Λος Άντζελες, Μακ Ιντάιρ, που διαμαρτυρόταν έντονα, δεν διαμαρτυρόταν για τη βιαιότητα της καταστολής, όπως θα περίμενε κανείς τώρα που η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία εκσυγχρονίζει την εικόνα της. Αντίθετα, διαμαρτυρόταν αναστατωμένος για «μια προσχεδιασμένη εξέγερση εναντίον των δικαιωμάτων του πλησίον, εναντίον του σεβασμού του νόμου και της διατήρησης της τάξης» και καλούσε τους καθολικούς να αντιταχτούν στη λεηλασία, σ’ «αυτές τις χωρίς προφανή αιτία βιαιότητες». Όσοι πάλι κατάφεραν να δουν τα «προφανή αίτια» της οργής των μαύρων του Λος Άντζελες -χωρίς όμως να βλέπουν το πραγματικό αίτιο-, όλοι αυτοί οι ιδεολόγοι κι οι «εκπρόσωποι» της ανύπαρκτης παγκόσμιας Αριστεράς, θρήνησαν για την ανευθυνότητα, την αταξία, τη λεηλασία και κυρίως το γεγονός ότι λεηλατήθηκαν πρώτα τα καταστήματα οινοπνευματωδών και όπλων∙ κι έκλαψαν για τις 2000 καταμετρημένες εστίες πυρκαγιάς, με τις οποίες οι μαύροι του Γουάτς φώτισαν τη μάχη τους και τη γιορτή τους.

Ποιος λοιπόν υπερασπίστηκε τους εξεγερμένους του Λος Άντζελες όπως πραγματικά το άξιζαν;Εμείς θα το κάνουμε. Ας αφήσουμε τους οικονομολόγους να κλαίνε για τα 27 εκατομμύρια χαμένα δολάρια, τους πολεοδόμους να οδύρονται πάνω στις στάχτες ενός από τα πιο ωραία τους σουπερμάρκετ και τον Μακ Ιντάιρ να θρηνεί το βοηθό σερίφη που σκοτώθηκε. Ας αφήσουμε τους κοινωνιολόγους να τραβάν τα μαλλιά τους με τον παραλογισμό και το μεθύσι αυτής της εξέγερσης. Ο ρόλος ενός επαναστατικού εντύπου είναι όχι μόνο να δώσει δίκιο στους εξεγερμένους του Λος Άντζελες, αλλά και να διασαφηνίσει τους λόγους της εξέγερσής τους, να εξηγήσει θεωρητικά την αλήθεια που αναζητά η πράξη τους.

Στο Μήνυμα προς τους επαναστάτες της Αλγερίας και όλων των χωρών -που δημοσιεύτηκε στο Αλγέρι τον Ιούλιο του 1965 μετά το πραξικόπημα του Μπουμεντιέν κι εξέθετε στους αλγερινούς και στους επαναστάτες όλου του κόσμου την κατάσταση στην Αλγερία και στον υπόλοιπο κόσμο ως σύνολο– οι καταστασιακοί αναφέρθηκαν ανάμεσα στα παραδείγματά τους και στο κίνημα των αμερικάνων μαύρων που «αν καταφέρει να εκδηλωθεί με αποφασιστικότητα» θα ξεσκεπάσει τις αντιφάσεις του πιο προηγμένου καπιταλισμού. Πέντε εβδομάδες αργότερα αυτή η αποφασιστικότητα εκδηλώθηκε στους δρόμους. Η θεωρητική κριτική των πιο μοντέρνων εκδηλώσεων της σύγχρονης κοινωνίας και η έμπρακτη κριτική αυτής της κοινωνίας υπάρχουν κιόλας. Εξακολουθούν να είναι διαχωρισμένες, αλλά είναι σίγουρο πως έχουν προχωρήσει προς τις ίδιες πραγματικότητες και μιλούν για το ίδιο πράγμα. Αυτές οι δύο κριτικές εξηγούνται αμοιβαία και δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τη μία χωρίς να εξηγήσουμε την άλλη. Η θεωρία της «επιβίωσης» και του «θεάματος» διαφωτίζεται κι επαληθεύεται από αυτές τις πράξεις που η αμερικάνικη ψευδής συνείδηση δεν μπορεί να εξηγήσει. Και κάποια μέρα θα φωτίσει με τη σειρά της αυτές τις πράξεις.

Μέχρι σήμερα, οι διαδηλώσεις των μαύρων για τα «δικαιώματα του πολίτη» είχαν συγκρατηθεί από τους αρχηγούς τους σε μια νομιμότητα, που ανεχόταν τις χειρότερες βιαιότητες των δυνάμεων της τάξης και των ρατσιστών (όπως για παράδειγμα τον περασμένο Μάρτιο στην Αλαμπάμα κατά τη διάρκεια της πορείας στο Μοντγκόμερι). Ακόμα και μετά απ’ αυτό το σκάνδαλο, μια διακριτική συνεννόηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, του κυβερνήτη Γουάλας και του πάστορα Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, είχε οδηγήσει τους διαδηλωτές της Σέλμα, στις 10 Μαρτίου, να υποχωρήσουν μπροστά στην πρώτη πρόσκληση των αρχών να διαλυθούν, με αξιοπρέπεια και προσευχές! Η σύγκρουση που περίμενε τότε το πλήθος δεν ήταν παρά το θέαμα μιας ενδεχόμενης σύγκρουσης. Την ίδια στιγμή, η μη βία είχε φτάσει το γελοίο όριο του θάρρους της: να εκτίθεσαι στα χτυπήματα του εχθρού και να ανυψώνεις έπειτα το ηθικό σου μεγαλείο, ώστε να του στερήσεις την αναγκαιότητα να ξαναχρησιμοποιήσει τη δύναμή του. Αλλά το βασικό δεδομένο είναι ότι το κίνημα για τα δικαιώματα του πολίτη, χρησιμοποιώντας νόμιμα μέσα, δεν μπορούσε να θέσει παρά νομικά προβλήματα. Είναι λογικό να επικαλείσαι το νόμο σχετικά με νομικά ζητήματα. Το παράλογο είναι να ζητιανεύεις νόμιμα μπροστά στην προφανή παρανομία, λες κι αυτή η παρανομία είναι απλά ένας παραλογισμός που θα διαλυθεί μόλις τον δείξεις με το δάκτυλο. Είναι φανερό ότι η άγρια και κατάφωρη παρανομία, που ακόμα ασκείται σε βάρος των μαύρων σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ, έχει τις ρίζες της σε μια οικονομικοκοινωνική αντίφαση που δεν είναι της αρμοδιότητας των σημερινών νόμων. Είναι επίσης φανερό ότι κανένας μελλοντικός δικαστικός νόμος δε θα μπορέσει να τη θίξει στο παραμικρό ενάντια στους πιο θεμελιώδεις νόμους της κοινωνίας. Αυτό που οι αμερικάνοι μαύροι πραγματικά τολμούν να απαιτήσουν είναι το δικαίωμα να ζουν πραγματικά και σε τελική ανάλυση αυτό απαιτεί την ολοκληρωτική ανατροπή αυτής της κοινωνίας. Αυτό γίνεται όλο και πιο φανερό, καθώς οι μαύροι στην καθημερινή ζωή τους αναγκάζονται να χρησιμοποιούν όλο και πιο ανατρεπτικά μέσα. Το ζήτημα δεν είναι πλέον η κατάσταση των μαύρων της Αμερικής, αλλά η κατάσταση της Αμερικής, κάτι που απλά τυχαίνει να εκφράζεται αρχικά μεταξύ των μαύρων. Η εξέγερση του Γουάτς δεν ήταν μια φυλετική σύγκρουση: οι εξεγερμένοι δεν επιτέθηκαν στους λευκούς που βρέθηκαν στο δρόμο τους – χτύπησαν μόνο τους λευκούς αστυνομικούς. Άλλωστε, η μαύρη αλληλεγγύη δεν αφορούσε τους μαύρους καταστηματάρχες ούτε τους μαύρους αυτοκινητιστές. Ο ίδιος ο Λούθερ Κινγκ αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι τα όρια της ειδικότητας του είχαν ξεπεραστεί, δηλώνοντας τον Οκτώβριο στο Παρίσι ότι «οι συγκρούσεις δεν ήταν φυλετικές αλλά ταξικές».

Continue reading

Taksim Commune: Gezi Park And The Uprising In Turkey

[vimeo]http://vimeo.com/71704435#[/vimeo]

από globaluprisings

Since the end of May 2013, political unrest has swept across Turkey. In Istanbul, a large part of the central Beyoğlu district became a battle zone for three consecutive weeks with conflicts continuing afterward. So far five people have died and thousands have been injured.

The protests were initially aimed at rescuing Istanbul’s Gezi Park from being demolished as part of a large scale urban renewal project. The police used extreme force during a series of police attacks that began on May 28th 2013 and which came to a dramatic head in the early morning hours of Friday May 31st when police attacked protesters sleeping in the park.

Over the course of a few days, the police attacks grew to shocking proportions. As the images of the heavy-handed policing spread across the world, the protests quickly transformed into a popular uprising against the Prime Minister Tayyip Erdogan and his style of authoritarian rule.

This short documentary tells the story of the occupation of Gezi Park, the eviction on July 15, 2013, and the protests that have continued in the aftermath. It includes interviews with many participants and footage never before seen.

Μορφή και περιεχόμενο της κρατικής καταστολής στις καταλήψεις

07αφίσα εκδήλωση

Με αφορμή την καταστολή των καταλήψεων στην Πάτρα αναδημοσιεύουμε από το περιοδικό blaumachen#6 το κείμενο-εισήγηση του συντρόφου Α.σε εκδήλωση/συζήτηση που έγινε στην καταάληψη κτήματος Πραπόπουλου το Μάρτη του 2013.

Αντικείμενο της εκδήλωσης αποτελεί το ζήτημα της κρατικής καταστολής στις καταλήψεις. Αφορμή στάθηκαν σίγουρα οι επιθέσεις στις καταλήψεις και τα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα γύρω από την πλατεία Βικτωρίας, και το πώς αυτές έγιναν αντιληπτές όχι μόνο από τους συμμετέχοντες σε αυτά αλλά και από το υπόλοιπο «ανταγωνιστικό κίνημα»· όμως στόχος της εισήγησης δεν είναι να περιοριστεί στην ερμηνεία αυτών των επιθέσεων και να ενισχύσει την ψευδαίσθηση μιας αντιπαλότητας μεταξύ ενός «εμείς»[1] και ενός κράτους εννοημένου ως διμοιρίας δελτάδων.

Αν υπάρχει λοιπόν ένα πρώτο ζητούμενο της σημερινής κουβέντας, αυτό είναι η έμφαση στην κοινή μοίρα μεταξύ ντόπιων αντιεξουσιαστών και μεταναστών προλετάριων, κοινής μοίρας όμως ως κομμάτι του συνεχώς διευρυνόμενου υπερπληθυσμού. Και αυτό είναι κάτι που ίσως δεν τονίστηκε όσο έπρεπε κατά τις πρόσφατες επιθέσεις στις καταλήψεις.  Σίγουρα πρόκειται για μεγάλο θέμα που μπορεί να μη χωράει σε μια κουβέντα μερικών ωρών, αλλά είναι χρήσιμο να το έχουμε στο μυαλό μας ως μια έννοια-ομπρέλα, η οποία διατρέχει από τη μια άκρη ως την άλλη το θέμα μας.

Από εκεί και πέρα, η αναφορά σε μορφή και περιεχόμενο της κρατικής καταστολής αναπόφευκτα εμπεριέχει μια αντίληψη για το τι είναι το κράτος και ποιος είναι ο ρόλος του στην παρούσα συγκυρία. Αν και σε γενικές γραμμές άργησε να γίνει αντιληπτό το ποιοτικό άλμα στην κρατική καταστολή που καθιστά την αστυνομία ως τη βασική διαμεσολάβηση των κοινωνικών συγκρούσεων σε όλα τα επίπεδα, εντούτοις έχω την εκτίμηση ότι στους λεγόμενους ανατρεπτικούς κύκλους έχει μείνει πίσω η κουβέντα για το τι είναι το κράτος και από πού προκύπτει η αναγκαιότητά του τόσο σε μια καπιταλιστική κοινωνία γενικά όσο και στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία ειδικά. Οπωσδήποτε η έννοια του κράτους έκτακτης ανάγκης, καθώς και η έννοια της μηδενικής ανοχής, είναι θεωρητικά χρήσιμες, αλλά έχω την αίσθηση ότι τις περισσότερες φορές σχετίζονται μονοκόμματα με τη στρατιωτικοποίηση του κρατικού μηχανισμού και το δόγμα της ασφάλειας. Υιοθετώντας μια πιο διαλεκτική προσέγγιση στη σχέση του κράτους με τις μορφές της ταξικής πάλης, ειδικά υπό συνθήκες κρίσης της συσσώρευσης κεφαλαίου, θα μπορούσαμε να πούμε πως ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού που αποκαλείται σήμερα κράτος έκτακτης ανάγκης είναι να ορίζει (και να ορίζεται από το) τι είναι υπερπληθυσμός και πως ο διαχωρισμός, η ταξινόμηση, ο στιγματισμός, ο αποκλεισμός, η καταστολή του ποιος είναι κατάλληλος για αξιοποίηση και ποιος όχι συνιστούν τις κατεξοχήν λειτουργίες του. Και μεταξύ άλλων, φυσικά, αυτές έχουν και μια χωρική διάσταση όσον αφορά την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας, τη διαφύλαξη του ποσοστού κέρδους από τη γαιοπρόσοδο σε αστικό περιβάλλον κ.α.

Αν λοιπόν υπάρχει ένα δεύτερο ζητούμενο από τη σημερινή συζήτηση, είναι να αναδειχθούν τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου κράτους έκτακτης ανάγκης και, αν θέλετε με πιο «βαρείς» θεωρητικούς όρους, η αναγκαστικά βιοπολιτική του διάσταση σε συνθήκες πραγματικής υπαγωγής όχι μόνο της εργασίας, αλλά και ολόκληρου του κοινωνικού σχηματισμού, στο κεφάλαιο. Θα το ξαναπώ εδώ βέβαια πως σίγουρα ένα τέτοιο θέμα συζήτησης θα μπορούσε να απασχολήσει όχι μόνο μία, αλλά πολλές και πολύωρες συζητήσεις. Τουλάχιστον ας το έχουμε στο μυαλό μας μαζί με όσα θα ακολουθήσουν.

Continue reading

Fires that have Burned as long as We can Remember

“Poverty in itself does not make men into a rabble; a rabble is created only when there is joined to poverty a disposition of mind, an inner indignation against the rich, against society, against the government.”

-G.W.F. Hegel, Philosophy of Right

fire_a10d7

Αναδημοσιεύουμε από το kasamaproject αυτό το κείμενο ανάλυσης της συγκυρίας/ κριτικής στο κείμενο Από τη Σουηδία στην Τουρκία: Η άνιση δυναμική της εποχής των ταραχών  (Woland/blaumachen & friends). 

The World’s on Fire, Again

With global capital still passing discontent from continent to continent like a game of hot potato, it’s now an oft-stated adage that we live in an “era of riots.”  Blaumachen, a Greek theoretical collective often associated with the communization current, has posted a new article updating its previous analyses of this global trend.  Despite accusations of obscurantism leveled at many groups in the communization current, collectives like Blaumachen are at least admirable in their attempt to craft a recognizable analysis of current events out of the more abstract economic and political theory put forward by other theoretical collectives such asThéorie Communiste and Troploin.

In their newest work, Blaumachen propose that the current era of riots exhibits a global unevenness which can be anatomized into four distinct dynamics.  This uneven dynamism is evidenced by recent unrest in countries like Sweden, as well as the “IMF miracle” countries, Turkey and Brazil.  The mass mobilizations in these countries seem to pose new limits and prospects for global revolt in the present moment.

In Blaumachen’s schema, the global dynamics are as follows:

  1. Riots of the excluded.  These are riots such as those in the Stockholm suburbs this year, across England in 2011, and in the French banlieues in 2005.  Presumably, this also includes things like the Flatbush Rebellion here in the US.  Their participants are generally unemployed, homeless and/or immigrant youth, those resigned to a (sub)urban underclass, constantly harassed by police, with little hope of any advancement or even formal incorporation into the legally-recognized economy.  These riots take place mainly “in countries which are high in the capitalist hierarchy.”
  2. Riots of the middle-strata.  These are riots, rebellions and occupations such as those across Turkey in 2013, the Squares movement  in Greece and Spain in 2011-12, and the revolts of the Arab Spring (presumably excluding events in Libya and Syria).  Here participation is more diverse, but the key factor “is that the so-called ‘middle-strata’ are involved, and their ‘democratic’ discourse is constitutive for the movements produced.”  These riots “take place mainly in countries in the second zone and the so-called ‘emerging economies,’” though the inclusion of Spain signals that this very geopolitical stratification is increasingly threatened by the deepening of the crisis itself.
  3. Revindicative movements.  These are riots, strikes, mass protests and blockades concentrated mostly in the booming economies of China and Southeast Asia.  They take the form of “revindicative” struggles, meaning that they are making specific claims contra capital and winning gains of higher wages, lowered hours, increased safety and benefits, greater environmental regulation, etc.  Examples are the massive waves of worker unrest in China, including the Foxconn suicides, strikes and riots of 2009-2013, the Honda strike in 2010, and the recent Hong Kong dock strike/occupation, as well as similar actions by workers in Vietnam, Cambodia and elsewhere.
  4. State-integrated resistance.  This is the least theorized of the categories, though probably the most relevant with recent events in Brazil.  This dynamic “concerns the development of the contradictions in Latin American countries, which have managed to integrate resistance to neoliberalism into the state,” apparently covering events in the Populist Latin American governments like Brazil and Argentina, as well as the ostensibly “Socialist” ones, such as Bolivia and Venezuela.

Blaumachen add that, though the first and second dynamics appear increasingly connected and sometimes intersectional, it is not evident if or how the third or fourth dynamic connect with each other or with the first two—though Brazil may be currently overturning this rule.  Blaumachen’s focus is instead on the first two dynamics, and specifically on whether or not the state will be able to keep them from catastrophically intersecting in a time of crisis.

Many might oppose this sort of approach entirely, arguing that the imposition of artificial categories onto something as heterogeneous as global mass uprisings is a hopelessly abstracted procedure.  The critique has some truth to it, in that we can never hope to reduce peoples’ struggles to our analytic categories—and these categories themselves, if transmuted into a dogma, will tend to blind us to ground changes in the real world.  This, of course, happens frequently in vulgar Marxist currents, with people attempting to apply Lenin’s theory of imperialism, for example, as if it were an invariant law of nature, regardless of era or context.  But the actual Marxist approach has always sought to be a living one, responsive to (and in fact generated by) peoples’ motion.  This motion, of course, cannot be understood without a critical understanding of capitalism’s own fundamental drives—which is not the same as arguing that we ought to reduce the former to the latter.

Blaumachen’s analysis, in this context, is clearly driven by this living spirit in Marxist analysis.  It follows from peoples’ own momentum in the real world, rather than attempting to simply apply analytical schema (whether drawn from economics or poststructuralism) from above.  It avoids the normal Eurocentrism of most insurrectionary material while at the same time acknowledging that the riots within Europe are themselves often linked to distinct racial and class differentials—also implying that these riots are not entirely disconnected from imperial endeavors outside the US and Europe.  But it has a few strange omissions.  The authors offhandedly dismiss Occupy as simply “an activists’ movement […] not a mass movement,” while never even mentioning radical indigenous struggles and rural uprisings, such as the repeated occupations and blockades in British Columbia and Quebec, Idle No Morerecent actions by the Zapatistas and new armed occupations by indigenous groups in Cherán, Mexico.

Continue reading

Μια σύντομη κριτική της αυτοοργάνωσης στην Ελλάδα*

chaplin_3

αναδημοσίευση από barikat.gr

* Μια προηγούµενη εκδοχή του κειµένου αυτού παρουσιάστηκε στη συζήτηση µε τίτλο «Το χρήµα σε κατάσταση κρίσης: το παράδειγµα της Ελλάδας», µε αφορµή την προβολή της ταινίας της Anja Kirchner και του David Panos, Ultimate Substance, στο Neue Berliner Kunstverein.

Καθώς σήµερα στην Ελλάδα το κράτος αποσύρεται  από την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναµης µε τη µορφή της πρόνοιας, αντικαθιστώντας την µε τα «προγράµµατα απασχόλησης»  και την καταστολή, ενώ το κεφάλαιο,  µεγάλο και µι- κρό, αναγκάζεται να αποσυρθεί από επενδύσεις και την παραγωγή, πετώντας όλο και µεγαλύτερο κοµµάτι του πληθυσµού εκτός της επίσηµης αγοράς εργασίας και προς την «µαύρη»/επισφαλή εργασία και την ανεργία, έχουν εµφανιστεί πολλές αυτοοργανωµένες δραστηριότητες, καθώς και ένα αυξηµένο ενδιαφέρον για αυτές, ακόµα και από το κράτος. Αυτές οι δραστηριότητες συχνά αποτελούν άµεση απάντηση στη συµπίεση προηγούµενων πηγών αναπαραγωγής (µισθοί, συντάξεις, πρόνοια), και εµφανίζονται ως αναγκαίες. Ωστόσο, όχι µόνο είναι συµπτωµατικές της κρίσης, αλλά και αυτές οι ίδιες διαπερνώνται από την κρίση. Ο σκοπός αυτού του κειµένου είναι να αναπτυχθούν κάποιες σκέψεις σχετικά µε αυτές τις δραστηριότητες, όχι από τη σκοπιά τού αν είναι σωστές ή λάθος ή αν οι άνθρωποι θα έπρεπε να κάνουν κάτι άλλο, αλλά από τη σκοπιά των ορίων ή αντιφάσεων που αντιµετωπίζουν. Οι έννοιες του χρήµατος, της εµπορευµατικής ανταλλαγής, της αξίας και της αφηρηµένης  εργασίας σχετίζονται άµεσα µε αυτή τη συζήτηση.

Η εµπορευµατική ανταλλαγή είναι αυτό ακριβώς που συνέχει τα εγχειρήµατα εναλλακτικής  οικονοµίας που δηµιουργούν δίκτυα εναλλακτικών νοµισµάτων ή τράπεζες χρόνου. Ο στόχος αυτών των εγχειρηµάτων είναι, από τη µία, να δηµιουργήσουν οικονοµική δραστηριότητα εκεί που δεν υπάρχει, και, από την άλλη, να δηµιουργήσουν σχέσεις κοινότητας και αλληλεγγύης ανάµεσα στους κατοίκους µιας περιοχής. Ένα τοπικό νόµισµα, είτε βασίζεται στον χρόνο είτε όχι, περιορίζει το πεδίο των ανταλλακτικών δραστηριοτήτων και προστατεύει τα µέλη του δικτύου από τον εξωτερικό ανταγωνισµό. Θα µπορούσαµε να πούµε ότι πρόκειται για ένα είδος µικροπροστατευτισµού. Επιπλέον, προσπαθεί να χτίσει δεσµούς κοινότητας ανάµεσα στα µέλη. Αυτές οι δύο πλευρές των εγχειρηµάτων αυτών συνδέονται στενά η µία µε την άλλη και οι αντιφάσεις τους προεικονίζουν µελλοντικές εντάσεις εντός αυτής της αλληλεξάρτησης.

Η ύπαρξη σχέσεων απλής ανταλλαγής ανάµεσα στα µέλη σηµαίνει ότι µιλάµε για οικιακή παραγωγή που είναι εξαρτηµένη από την ευρύτερη οικονοµία στο εξωτερικό της κοινότητας. Η ανταλλακτική κοινότητα δεν είναι λοιπόν εντελώς αυτόνοµη αλλά διαπερνάται από την εξελισσόµενη κρίση. Είναι δύσκολο να παραµείνει ανεπηρέαστη από την απαξίωση της εργασιακής δύναµης. Από την άλλη πλευρά, ακόµα και αν επιτύχει έναν βαθµό αυτονοµίας, µια κοινότητα που βασίζεται στην απλή ανταλλαγή δηµιουργεί αναγκαστικά δεσµούς αλληλεξάρτησης βασισµένους στην τοπική ιδιοκτησία, δεν αποτελείται από άτοµα που ελεύθερα επιλέγουν τις µεταξύ τους σχέσεις. Αυτό έχει ως συνέπεια την πιθα- νότητα οι κοινότητες αγώνα που µπορεί να αναδυθούν από τις ανταλλακτικές κοινότητες να βρεθούν αγκιστρωµένες σε ζητήµατα τοπικής ταυτότητας και τοπικής ιδιοκτησίας και να έρθουν σε σύγκρουση µε τους «εκτός» υπερασπιζόµενες αυτή την τοπικότητα, αντί να κινηθούν προς την κατάργηση των σχέσεων ιδιοκτησίας.

Μέσα σε αυτές τις µικροαγορές ήδη βλέπουµε ένα γενικό ισοδύναµο που αποτελεί µέτρο της ανταλλακτικής αξίας, είτε αυτό είναι εναλλακτικό χρήµα είτε πίστωση χρόνου, καθώς και παραγωγή για την αγορά, πράγµα το οποίο σηµαίνει ότι η εργασία ως εργασία που παράγει εµπορεύµατα ήδη εξισώνεται µέσω της ανταλλαγής, και εποµένως υπάρχει ως αφηρηµένη απέναντι στις συγκεκριµένες ιδιότητές της. Ωστόσο, οι τράπεζες χρόνου, κινητοποιηµένες από την ιδέα της ισότητας, χρησιµοποιούν  τον χρόνο συγκεκριµένης εργασίας ως µέτρο του πλούτου, αγνοώντας τις όποιες διαφοροποιήσεις στην παραγωγικότητα, την εντατικότητα και τη συνθετότητα της εργασίας. Ωστόσο, η συνύπαρξη αυτών των διαφοροποιήσεων απαιτεί µια διαρκή διαπραγµάτευση γύρω από την αξία της κάθε ώρας διαφορετικών συγκεκριµένων εργασιών ώστε να συνεχίζει να ισχύει αυτή η αρχή της ισότητας. Η εξίσωση των διαφορετικών εργασιών στην αγορά απαιτεί την επαρκή µορφή της. Αυτή η διαπραγµάτευση µπορεί είτε να οδηγήσει στο να µετατραπούν οι πιστώσεις χρόνου σε πραγµατικό χρήµα, δηλαδή να πάψουν να µετρούνται στη βάση του χρόνου συγκεκριµένης  εργασίας, είτε στην αναγκαιότητα να υπάρχουν αυστηροί και συνεχείς έλεγχοι στις ιδιότητες και τις µορφές της εργασίας που ανταλλάσσεται, κάτι που θα εµποδίζει την επέκταση αυτής της µικροαγοράς. Η τράπεζα χρόνου, συνεπώς, δεν µπορεί να εξαπλωθεί χωρίς να εισάγει τη µορφή-χρήµα, και δεν µπορεί να αποφύγει την εισαγωγή του χρήµατος χωρίς να συρρικνωθεί. Στον βαθµό που εξαπλώνεται, η διαφοροποίησή της από την κυρίαρχη οικονοµία θα τείνει να εξαφανιστεί.

Η άποψη που θεωρεί τις εναλλακτικές οικονοµίες ως κάτι περισσότερο από προσπάθειες επιβίωσης µέσα στην κρίση και αναζητά έναν επαναστατικό ορίζοντα σε αυτό που είναι και όχι στη ρήξη µε το περιεχόµενό  τους, βλέπει το χρήµα ως απλή κυριαρχία ή ως απλό σύµβολο,[1]  αντί για αυτό που είναι: ένα αφηρηµένο ισοδύναµο, µια λειτουργία, το πιο επαρκές µέσο της ανταλλαγής. Η εµπορευµατική ανταλλαγή καθιστά αναγκαίο το χρήµα, δεν «κυριαρχείται» από αυτό. Η ανταλλαγή, η αφηρηµένη εργασία, ο καταµερισµός της εργασίας, είναι προϋποθέσεις της παραγωγής αξίας, µε άλλα λόγια του καπιταλισµού. Δεν είναι «αυθεντικές» σχέσεις τις οποίες ο καπιταλισµός εκ των υστέρων ιδιοποιείται. Οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις δεν γίνονται λιγότερο καπιταλιστικές αντικαθιστώντας το χρήµα µε κάτι άλλο, που ούτως ή άλλως καταλήγει αναγκαστικά και πάλι να είναι χρήµα.[2] Η κατάργηση του χρήµατος ως διαµεσολάβησης των σχέσεων παραγωγής δεν µπορεί να συµβεί χωρίς την κατάργηση όλων των άλλων διαµεσολαβήσεων που συντηρούν και συντηρούνται από το χρήµα, παντού σε όλη την κοινωνία και όχι µόνο τοπικά.

Τα κοινωνικά εγχειρήµατα που προτάσσουν τη χαριστικότητα επίσης αντιµετωπίζουν όρια που τίθενται από την ίδια τη φύση της δραστηριότητάς τους, στην προσπάθειά τους να παρέχουν κοινωνικές υπηρεσίες από τις οποίες το κράτος έχει αποσυρθεί. Τα εγχειρήµατα αυτά είναι ταυτόχρονα συµπτωµατικά της κρίσης και απαραίτητα για την επιβίωση εντός της. Περιλαµβάνουν  από κουζίνες που προσφέρουν δωρεάν φαγητό σε άστεγους,  ανταλλακτικά παζάρια ρούχων και «κοινωνικά παντοπωλεία», µέχρι νηπιαγωγεία και δωρεάν µαθήµατα για παιδιά. Τα παραπάνω οργανώνονται τόσο από πολιτικές οµάδες όσο και αυθόρµητα.Το ζήτηµα της περίθαλψης  είναι ενδιαφέρουσα περίπτωση, καθώς υπάρχουν αυτο-οργανωµένα ιατρεία σε αρκετές πόλεις. Τα ιατρεία αυτά τα λειτουργούν εργαζόµενοι στον τοµέα της υγείας που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους δωρεάν, και όλοι οι χώροι, ο εξοπλισµός και τα φάρµακα προέρχονται  από δωρεές αλληλέγγυων.[3] Αποτελούν κοµµάτι των αγώνων των εργαζοµένων στον χώρο της υγείας και του αγώνα για καθολική δωρεάν περίθαλψη, και επιχειρούν την αποεµπορευµατοποίησή  της στην πράξη. Ωστόσο, η αντίφαση που αντιµετωπίζουν αυτά τα εγχειρήµατα γίνεται τόσο περισσότερο εµφανής όσο η αρχή της αυτονοµίας (από το κράτος, τις ΜΚΟ, την εκκλησία ή ιδιωτικές εταιρίες) αναδύεται πιο δυναµικά εντός τους, έχοντας το πρόταγµα της αυτοδιαχείρισης  ως ορίζοντα. Τα κοινωνικά ιατρεία αλληλεγγύης εµπλέκονται σε µια δραστηριότητα  το ίδιο το περιεχόµενο της οποίας καθορίζεται από την ταξική σχέση: µια αναπαραγωγική λειτουργία που µέχρι πρόσφατα επιτελούσε το κράτος για τη συντήρηση της εργασιακής δύναµης, λειτουργία που πλέον δεν είναι διατεθειµένο να αναλάβει. Οι πρακτικές τους αντικειµενικά δεν µπορούν να αποφύγουν το ζήτηµα του τι είναι η ίδια η ιατρική γνώση, που σε τελική ανάλυση ορίζεται από την ύπαρξή της ως αναπόσπαστο κοµµάτι της αναπαραγωγής  της εργατικής δύναµης ως εργατικής δύναµης (καταλληλότητα για εργασία), και της παραγωγής των ιατρικών τεχνολογιών διαµέσου υπολογισµών κόστους και απόδοσης των επενδύσεων για τις βιοµηχανίες φαρµάκων και ιατρικού εξοπλισµού. H «υγεία», λοιπόν, ακόµα και στο στοιχειώδες επίπεδο στο οποίο περιορίζονται  τα κοινωνικά ιατρεία, δεν µπορεί, εξ ορισµού, να είναι «δωρεάν» και κάποια στιγµή θα έρθει ο καιρός που η οικονοµική ενίσχυση από τους συντρόφους δεν θα είναι αρκετή. Τότε, το πρόβληµα του να διατηρηθεί η αυτονοµία χάριν του αγώνα για την αυτοδιαχείριση εµφανίζεται διπλό: από τη µια πλευρά, η µη αποδοχή χορηγιών από εταιρίες, ΜΚΟ ή το κράτος, θα σηµαίνει ότι είναι αδύνατον να συνεχιστεί το εγχείρηµα,  κάτι που θα άφηνε χωρίς περίθαλψη αυτούς που δεν έχουν πρόσβαση στο σύστηµα υγείας. Από την άλλη, υπάρχει το ερώτηµα του αν η ίδια η προϋπόθεση των υπηρεσιών «υγείας» – η εργασία, ο καταµερισµός της και η αναπαραγωγή της, µε άλλα λόγια, η διαχείριση της ζωής µε σκοπό την παραγωγή – µπορεί πραγµατικά να αµφισβητηθεί µέσω του πολυπόθητου σχεδίου της αυτοδιαχείρισης.

Ενώ το πρώτο πρόβληµα συχνά αναγνωρίζεται ξεκάθαρα από όσους συµµετέχουν στα εγχειρήµατα αυτά, αυτό που θεωρούν ως την πιο ελπιδοφόρα πλευρά της δράσης τους είναι η δηµιουργία «αλληλέγγυων υποκειµένων» τα οποία συνδέουν άµεσα µε την εργατική αυτοδιαχείριση. Το όριο που πρέπει να ξεπεραστεί, εδώ, όµως, δεν βρίσκεται στο επίπεδο του υποκειµένου αλλά στις δυνατότητες των συγκεκριµένων πρακτικών. Η δωρεάν προσφορά υπηρεσιών υγείας µπορεί να είναι απαραίτητη υπό τις σηµερινές συνθήκες για την επιβίωση πολλών προλετάριων, αλλά δεν µπορεί να βάλει τέλος στη συστηµατική διαµεσολάβηση της «υγείας» από το χρήµα. Ακόµα και στο ιδανικό πλαίσιο µιας «αυτοδιαχειριζόµενης κοινωνίας», η «υγεία» δεν θα έπαυε να είναι εµπόρευµα, ακριβώς επειδή η ίδια η εµπορευµατική µορφή, η εργασία, ο καταµερισµός της και η µέτρηση της παραγωγικότητάς  της, δεν θα αµφισβητούνταν. Η «υγεία» λοιπόν θα συνέχιζε να βασίζεται στη συντήρηση της εργασιακής δύναµης µε τον πιο οικονοµικό τρόπο. Ίσως, αντίθετα, σε µια γενικευµένη  κατάσταση ρήξης, που θα ενέπλεκε ολόκληρη την κοινωνία, σε µια ολική σύγκρουση ενάντια στην τάξη του κεφαλαίου και το κράτος, όπου θα αµφισβητούνταν οι διαµεσολαβήσεις του χρήµατος και της ανταλλαγής, θα βλέπαµε µαζί και την αµφισβήτηση της ίδιας της «υγείας». Τότε, η αυτοοργάνωση των υπηρεσιών «υγείας» θα αναγκαζόταν να αντιµετωπίσει θέµατα όπως αυτά του καταµερισµού της εργασίας και των σχέσεων εξουσίας ανάµεσα σε γιατρούς και ασθενείς, τα οποία προϋποθέτουν καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Η γενίκευση και σύγκλιση τέτοιων ρήξεων, όµως, δεν είναι το ίδιο µε την εξάπλωση των αυτόνοµων χώρων, ή µε τον πολλαπλασιασµό και τη µεγέθυνση αυτών που συχνά αποκαλούνται «κοινά».[4] Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι η µορφή της αυτόνοµης οργάνωσης  είναι πάντα µια κοινότητα τα µέλη της οποίας έχουν κοινά συµφέροντα και κοινή ιδιοκτησία. Η ιδιοκτησία δεν καταργείται, αλλά απλώς ανήκει στην κοινότητα.  Αυτό που βρίσκεται εντός της πάντα ορίζεται από ό,τι βρίσκεται εκτός της και από τα όρια που τη χωρίζουν από αυτό. Από τη µια πλευρά, µια αυτόνοµη κοινότητα αντιµετωπίζει όλους τους κινδύνους του τοπικισµού, ακόµα και του εθνικισµού, ενώ από την άλλη, τα όρια που τη χωρίζουν από τον «καπιταλισµό» δεν είναι καθόλου στεγανά. Ο καπιταλισµός όχι µόνο δεν απειλείται ή διαρρηγνύεται από κοινότητες που βασίζονται στη χαριστικότητα, αλλά είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη τέτοιων κοινοτήτων, οι οποίες αναπόφευκτα εξαρτώνται από την εµπορευµατική παραγωγή και την ανταλλαγή για την επιβίωσή τους (εκτός αν πρόκειται για πρωτογονιστικές κοµµούνες). Η ίδια η πρακτική της χαριστικότητας δεν έχει κάποιο ουσιαστικό νόηµα ανεξάρτητα από το τι είναι αυτό που µοιράζεται κανείς και υπόποιες συνθήκες. Σε ατοµικό επίπεδο, η πρακτική αυτή θα µπορούσε ίσως να παρακάµψει το χρήµα, αλλά δεν το αποκλείει εξ ορισµού – η χαριστικότητα µπορεί κάλλιστα να είναι χαρακτηριστικό φιλικών σχέσεων αλλά και συστατικό στοιχείο της καπιταλιστικής παραγωγής.

Αυτές οι αντιφάσεις της κοινότητας και της ιδιοκτησίας είναι πλέον εµφανείς σε εγχειρήµατα που στοχεύουν στην «απελευθέρωση» δηµοσίων χώρων, ιδιαίτερα στην Αθήνα. Αν ένα κατειληµµένο πάρκο, που έχει φυτευτεί µε µεράκι µε την ελπίδα να γίνει καταφύγιο αλληλέγγυας δραστηριότητας µέσα στη ζούγκλα της πόλης είναι ταυτόχρονα και δηµόσιος χώρος όσο και κάθε άλλος µέσα στην πόλη, αναπόφευκτα θα είναι και τόπος των ίδιων κοινωνικών αντιφάσεων. Έτσι, λίγες επιλογές αποµένουν για να διατηρηθεί ακέραιος αυτός που οι οργανωτές του θεωρούν ότι θα έπρεπε να είναι ο χαρακτήρας του, πέρα από την αστυνόµευση τελικά του χώρου. Όντως, αρκετοί από αυτούς που επιθυµούν την υπεράσπιση αυτών των χώρων τους αστυνοµεύουν από ναρκοµανείς και βαποράκια –που τυγχάνει να είναι συνήθως µετανάστες– και οι συγκρούσεις µεταξύ τους στο δρόµο δεν είναι σπάνιες.

Continue reading

Προλεταριακή αστυνομία: Η περίπτωση του Μεξικό και της Βενεζουέλας

Στο Μεξικό:

[youtube]https://www.youtube.com/watch?v=8XiSnCt9fDc[/youtube]

Στη Βενεζουέλα:

[youtube]https://www.youtube.com/watch?v=H5KMgC70diE[/youtube]

Στο κείμενο Η ιστορική παραγωγή της επανάστασης της τρέχουσας περιόδου, που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2010 στο περιοδικό blaumachen υπήρχε η ακόλουθη εκτίμηση:

“Η αύξηση του τμήματος της τάξης που δεν έχει πρόσβαση σε επίσημη απασχόληση μόνιμα ή για πολύ μεγάλα διαστήματα και η διάχυση του φαινομένου και σε μεγαλύτερες ηλικίες θα σημάνει αύξηση της «εγκληματικότητας», με πιο πιθανή απάντηση του κράτους την γκετοποίηση-αποκλεισμό ολόκληρων περιοχών μέσα στους αστικούς πολεοδομικούς σχηματισμούς. Η τάση δημιουργίας gated communities, δηλαδή φυλασσόμενων περιοχών κατοικιών, νησίδων ασφαλείας μέσα σε μια θάλασσα περιοχών κατοικιών χωρίς επαρκείς υποδομές θα γίνει ακόμη πιο ισχυρή. Η κατοικία, για μέρος του πληθυσμού, θα υπαχθεί σταδιακά στη σφαίρα της ανεπίσημης οικονομίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η αύξηση της βίας σε μοριακό επίπεδο και η ανάληψη της επιβολής του νόμου και της τάξης από μικρομαφίες κάθε τύπου, που θα βρίσκονται σε συνεννόηση με το κράτος ή υπό την ανοχή του, θα θέτουν ολοένα και περισσότερο την ύπαρξη του ελεύθερου εργάτη ως τέτοιου σε κρίση”.

Η πραγματικότητα δείχνει ότι η υπεράσπιση του ταξικού ανήκειν περνάει και μέσα από την ανάληψη της διατήρησης της τάξης από μέρος του προλεταριάτου, ενάντια στην έλλειψη αστυνόμευσης από το κράτος. Η αυτοδιαχείριση της καταστολής, η παραγωγή της καταστολής ως αυτοπροστασίας αποτελεί άλλη μια ένδειξη της σύγχρονης αντίφασης ανάμεσα στη διεκδίκηση της υπεράσπισης της (καπιταλιστικής) κοινωνίας και της κατάργησης αυτής της κοινωνίας, της επανάστασης, της κομμουνιστικοποίησης.