Tag Archives: ΘΕΩΡΙΑ

The Pseudo-Circle of the State (L. Althusser)

Pinatubo_1992_W21

 

Καθώς το κράτος βρίσκεται στο επίκεντρο της κρίσης είτε ως κρίσης δημόσιου χρέους είτε ως κρίσης πολιτικής αναπαραγωγής του (είτε και ως συνάντηση αυτών των δύο), τα “δημοκρατικά” κινήματα της εποχής μας βρίσκονται παγιδευμένα στα γρανάζια του, στον κύκλο της αναπαραγωγής του, έναν κύκλο από τον οποίο δεν πρόκειται να διαφύγουν χωρίς να έρθουν σε ρήξη με τον εαυτό τους, και να αμφισβητήσουν το κράτος ως κράτος γενικά, και όχι ως “νεοφιλελεύθερο” κράτος, “αυταρχικό” κράτος κτλ. Κανένα νέο κράτος, καμία μεταρρύθμιση του κράτους, καμία αναδιάρθρωση του, καμία κατάληψη του, δε θα δώσει τη λύση στα προβλήματα των επαναστατών, κανένα κράτος δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μιας νικηφόρας επανάστασης, γιατί ποτέ δε θα πάψει να είναι κράτος, δηλαδή η μηχανή που “μεταφράζει” την ταξική σύγκρουση σε ένα ολόκληρο νομικό-πολιτικό θεσμικό οικοδόμημα, το οποίο στηρίζει την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Αυτά, τα εντελώς θεμελιώδη, υπενθυμίζει ο “ύστερος” Αλτουσέρ σ’αυτό το μικρό δωρικού ρυθμού κείμενο (από το βιβλίο “Philosophy of the encounter”, που αναπαράγουμε εδώ (οι εμφάσεις με italics  είναι του συγγραφέα, οι εμφάσεις με bold είναι δικές μας):

But if we take the concept of reproduction seriously; if we take seriously the requirement which ‘even a child would understand’ (Marx) – namely that, in order to exist, every ‘society’ has to reproduce the conditions of its own production, and that every class society has to perpetuate the relation of exploitation and of production that sustains it; if we conclude from this that the state plays, in this reproduction, a ‘special’ role, on condition that it is ‘separated’ from the class struggle in order to be able to intervene dependably in the service of the dominant class (a dependable servant has to be cast in a special metal and mentality); if, finally, the state can play a role only as a machine, then we are still not at the end of our labours.

For the attentive reader will certainly have noticed a curious sort of ‘play’ in our explanations.

Even if we admit the principle of the transformation of energy ensured by the state-machine, which – reproducing the result of class struggle – transforms the excess of Force of the dominant class into legal power tout court (the classes having been conjured away during this transmutation), the fact remains that we confront a situation which confront a situation which is hard to think.

If the state-machine serves to transform class Force or Violence into Power, and to transform this Power into right, laws and norms, it would seem that there is a before and an after, in the following order: before, there was the Force that is an excess of the Force of a dominant class over the dominated classes; this Force enters into the state-machine or the power-machine not as an excess of force, but as Force tout court, afterwards, at the other end of the machine, this Force emerges in the form of Power and its juridical, legal and normative forms (the way the pig comes out the other end of the meat-mincer as pate and sausages). Yet this is not quite how things happen, unless we are to trace the state back to its origin (which it is difficult to pinpoint), as Engels tried to do in his famous book (but without examining this Machine in detail). As for us, we are not only not in a position to reason about the origin; the origin, even if it could be pinned down, would be if absolutely no use to us. For what functions in the state today has nothing to do with the origin; it has to do with the forms if reproduction of both class society and the state-machine itself.

To put it another way: the Force that enters the mechanisms of the state-machine in order to emerge from them as Power (right, political laws, ideological norms) does not enter as pure Force, for the very good reason that the world from which it issues is itself already subject to the power of the state, hence to the power of right, laws and norms. This is as might be expected, since, in attempting to understand the class domination which requires a state for its defence and perpetuation, we invoked ‘the ensemble of the forms of class domination, in production, politics and ideology’. But the existence of the ensemble of these forms presupposes the existence of the state, right, political and other laws, and ideological norms. Thus there is no breaking out of the circle of the state, which has nothing of a vicious circle about it, because it simply reflects the fact that the reproduction of the material and social conditions encompasses, and implies the reproduction of, the state and its forms as well, while the state and its forms contribute, but in a ‘special’ way, to ensuring the reproduction of existing class society. The ‘special function’ of the reproduction of the state is the reproduction of the ‘special’ forms (those of the state) required to control the class conflicts that are, at the limit, capable of undoing the existing regime of exploitation. Gramsci mocked the Mancunian formula that made the state a ‘night watchman’, and he was right: for even when Mancunian capitalism was at its peak, it was absurd to conceive of the state as guarding society only at night, when everyone is asleep. The state is indeed a watchman, but it is a permanent watchman, on duty night and day, and it sees to it that, in Engels’s euphemism, ‘society’ is not ‘destroyed’ as a result of the struggle of its antagonistic classes. I would say, rather, that it sees to it that class struggle – that is, exploitation – is not abolished, but, rather, preserved, maintained, and reinforced, for the benefit, naturally, of the dominant class; hence that it sees to it that the conditions of this exploitation are conserved and reinforced. To that end, it also ‘keeps an eye out for’ explosions, which are always possible, as in 1848 and 1871 – there the result was bloodbaths – or in May 1968, when it was tear gas and the violence of street confrontations.

Continue reading

«Η ακαταμάχητη γοητεία της Δημοκρατίας»: Σημειώσεις για μια λέξη που δεν λέει να μας αφήσει

98

«Αυτά από μένα για σένα, Ω Δημοκρατία, για να σε υπηρετήσω κυρά μου!

Για σένα, για σένα κελαηδώ αυτά τα τραγούδια»

– Walt Whitman, ‘For You O Democracy’

 

του συντρόφου Γ.Σ.

Ο (όψιμος υποστηρικτής του ΣΥΡΙΖΑ) Σλάβοϊ Ζίζεκ σε ένα παλιότερο κείμενό του είχε διερωτηθεί κατά πόσον η δημοκρατία, λαμβάνοντας υπόψη τις χρήσεις που τις επιφυλάχτηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, έχει γίνει ένας όρος άχρηστος που ίσως θα έπρεπε να αφεθεί στον «εχθρό» να τoν κάνει ό,τι θέλει. Η ερώτηση του Ζίζεκ δια-τυπώθηκε σε μια ιστορική συγκυρία όπου η δημοκρατία ήταν το απόλυτο φετίχ. Πολύ παραπάνω από το να δηλώνει μια μορφή διακυβέρνησης, η Δημοκρατία ήταν ο δρόμος που όλα τα κράτη οφείλουν να διαβούν και ο προορισμός που πρέπει να φτάσουν, μια θέση που ουσιαστικά εξύψωνε τη δημοκρατία πάνω από την ιστορία (παρόλο που παραγόταν ιστορικά μέσω της διαδικασίας του «εκδημοκρατισμού») άρα και υπεράνω κάθε κριτικής. Φυσικά αναγνωρίζονταν «ατέλειες» στα υπάρχοντα δημοκρατικά πολιτεύματα, αλλά η Δημοκρατία καθαυτή δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί παρά επί κινδύνου οπισθοδρόμησης σε κάποιον τύπο ολοκληρωτισμού· ο μόνος ορθός δρόμος ήταν η σταδιακή βελτίωση, ένα εξελικτικό σχήμα με το οποίο ο κυρίαρχος λόγος δεν πρόβαλε μόνο την εικόνα του στο μέλλον αλλά συγχρόνως αποκήρυσσε και τις επαναστατικές «υπερβολές» του παρελθόντος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επίσης, απονομιμοποιείτο οποιαδήποτε πρακτική δεν ενσωματωνόταν στο θεσμικό δίκτυο των φιλελεύθερων δημοκρατιών και επομένως νομιμοποιούνταν στρατιωτικο-αστυνομικές επεμβάσεις σε περιπτώσεις όπου η δημοκρατική τάξη, της οποίας ο ορίζοντας είχε γίνει παγκόσμιος, απειλείτο.

Παρ’ όλες φυσικά τις θριαμβολογίες περί του «τέλους της ιστορίας», ούτε η κριτική ούτε η αντίσταση εξέλειψαν, και πώς θα μπορούσαν άλλωστε ενόσω το κεφάλαιο στην αέναη διαδικασία αυτο-αύξησής του συνέχιζε να παράγει εκμετάλλευση, ανισότητες, πολέμους, λεηλασία, καταστροφές, εν ολίγοις μια πραγματικότητα που ελάχιστα δικαιολογούσε τους φιλελευθέρους πανηγυρικούς. Όμως, με την εξαίρεση κάποιων μικρών ριζοσπαστικών κύκλων, οι αγώνες που έρχονταν από τα κάτω αντιμετώπιζαν τη δημοκρατία όχι ως μέρος του προβλήματος αλλά ως λύση και ιδανικό· τουτέστιν, η δημοκρατία δεν λειτουργούσε μόνο ως φετίχ ενός συστήματος κυριαρχίας και εκμετάλλευσης αλλά και ως η σημαίνουσα αρχή λόγων και πρακτικών χειραφέτησης. Η περίοδος της απόλυτης ηγεμονίας της φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι και η περίοδος του ριζοσπαστικού δημοκρατισμού, όπου η φιγούρα του πολίτη έχει αντικαταστήσει την αντίστοιχη του εργάτη ως του κατεξοχήν υποκειμένου χειραφέτησης.[i] Έτσι, όπως στον επίσημο λόγο της πολιτικής επιστήμης κυριαρχούσε η έννοια του εκδημοκρατισμού, στον κριτικό-ριζοσπαστικό λόγο συνεχώς ετίθετο το ζήτημα μιας βέλτιστης -ή βελτιωμένης– δημοκρατικής μορφής, η οποία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα περιλαμβάνει συμμετοχικές δομές όπου τα άτομα, ως «ενεργοί πολίτες», θα έχουν λόγο στα κοινά.

Όλα αυτά προ κρίσης. Και τώρα; Αναμφίβολα κάτι έχει αλλάξει. Η τρέχουσα κρίση έχει κινητοποιήσει πολιτικές μορφές έκτακτης ανάγκης προς επιβολή των όρων διασφάλισης της κερδοφορίας του κεφαλαίου και γενικότερα της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, εκκινώντας φυσικά από τη σχέση κεφάλαιο-εργασία. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε «χούντα», αφού στην Ελλάδα όπως και αλλού η διαχείριση της κρίσης γίνεται ως επί το πλείστον από δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις. Σε τελική ανάλυση, το σχήμα της «εκτροπής» παραβλέπει το γεγονός ότι η μετάβαση σε μια «μεταδημοκρατική» πολιτειακή τάξη που έχει τον χαρακτήρα τεχνοκρατικής ολιγαρχίας συντελείται εδώ και πολλά χρόνια εντός της δημοκρατικής μορφής. Υπάρχει όμως σαφέστατα μια κλιμακούμενη τάση αυταρχικοποίησης της κρατικής δομής, όχι μόνο στο επίπεδο της καταστολής αλλά εν γένει ως προς τον τρόπο διακυβέρνησης και διαχείρισης. Ειδικά σε κάποιες περιπτώσεις δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι δεν κρατούνται ούτε τα προσχήματα. Μάλιστα, δειλά-δειλά, όλο και περισσότερες «επίσημες φωνές» ψιθυρίζουν ότι η δημοκρατία αποτελεί εμπόδιο για μια εύρυθμη και λειτουργική τάξη πραγμάτων, είτε αυτή αφορά την περιλάλητη ανάπτυξη είτε πιο συγκεκριμένα πράγματα όπως μια διεθνή αθλητική διοργάνωση.

Αναμενόμενο είναι λοιπόν αυτή η διαδικασία -ειδικά σε κράτη όπως το ελληνικό όπου η αναδιάρθρωση και οι πολιτικές λιτότητας και υποτίμησης που άπτονται αυτής έχουν προσλάβει μια ιδιαίτερα βίαιη μορφή- να έχει επιφέρει σοβαρούς τριγμούς στο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα, μια κρίση νομιμοποίησης θεσμών όπως τα πολιτικά κόμματα και μια απαξίωση άλλων θεσμών όπως το κοινοβούλιο. Κι όμως, η κριτική της δημοκρατίας παραμένει ένα «minority report» αφού όχι μόνο η Κυριαρχία αλλά και ένα σημαντικό κομμάτι του τρέχοντος κύκλου αγώνων συνεχίζουν να μιλάνε τη γλώσσα της δημοκρατίας. Αυτό ισχύει ξεκάθαρα για αγώνες όπως τα «κινήματα των πλατειών» και η «Αραβική Άνοιξη» όπου η δημοκρατία ετέθη ρητά ως διεκδίκηση και πρόταγμα. Αλλά ισχύει και για εξεγέρσεις όπως στην Τουρκία και τη Βραζιλία όπου οι γενικευμένες ταραχές είχαν ως αφετηρία μια κυβερνητική απόφαση η οποία θεωρήθηκε ότι ήταν «αντιδημοκρατική». Έτσι, παρ’ όλες τις σημαντικότατες διαφορές μεταξύ τους, σε όλους αυτούς τους αγώνες τα δεινά και τα προβλήματα που ωθούν το πλήθος στο δρόμο δεν αποδίδονται στη δημοκρατία αλλά σε ένα έλλειμμα δημοκρατίας, θέτοντας ρητά ή υπόρρητα το αίτημα για  «περισσότερη» και «καλύτερη» δημοκρατία.

Η ερώτηση που οφείλει να απαντηθεί, ή τουλάχιστον να τεθεί, είναι προς τι αυτός ο επίμονος χαρακτήρας; Γιατί ενόσω οι δημοκρατίες ανά την υφήλιο θωρακίζονται απέναντί τους, οι αντιστάσεις συνεχίζουν να εγκαλούν τη Δημοκρατία ως επίδικο και θετικό ορίζοντά τους;

Continue reading

Αριστερά Αδιέξοδα ή Καταστρεπτική Κριτική;

strikers-vs-cops

Αναδημοσίευση κειμένου των φίλων του gonchao.org από το site Τα παιδιά της Γαλαρίας, για την κατάσταση στην Κίνα δες και εδώ

Οι αντιεξεγερτικές πολιτικές στην Κίνα και πώς πρέπει να απαντήσουμε σε αυτές

από τους φίλους του gongchao.org (Ιούνιος 2012)

Την άνοιξη του 2010, οι εργάτες στο εργοστάσιο της Honda στη βιομηχανική πόλη Foshan της επαρχίας Guangdong κατέβηκαν σε απεργία. Ξεπέρασαν τους διαχωρισμούς μεταξύ των μόνιμων εργαζομένων και των μαθητευόμενων τεχνικών και σταμάτησαν το σύνολο της παραγωγής της Honda στην Κίνα. Η πολυεθνική εταιρεία αναγκάστηκε να αυξήσει τους μισθούς των εργατών πάνω από 30 τοις εκατό. Αυτή η σύγκρουση πυροδότησε ένα απεργιακό κύμα σε πολλές βιομηχανίες και περιοχές που διήρκεσε περίπου δύο μήνες. Το φθινόπωρο του 2011, οι κάτοικοι του Wukan της επαρχίας Guangdong πήραν στα χέρια τους τον έλεγχο της αγροτικής τους πόλης και έδιωξαν το τοπικό κόμμα και το προσωπικό της κυβέρνησης. Διεφθαρμένοι αξιωματούχοι είχαν ξεπουλήσει τη γη χωρίς να δοθεί η αρμόζουσα αποζημίωση στους αγρότες. Αφού οι ντόπιοι απέκρουσαν τις επιθέσεις της αστυνομίας και οργάνωσαν μεγάλες συνελεύσεις στο κέντρο της πόλης για πολλές εβδομάδες, η κυβέρνηση αποδέχτηκε να κάνει μια έρευνα σχετικά με την πώληση της γης και να κηρύξει εκλογές για νέα τοπική κυβέρνηση.

Αυτά είναι εξέχοντα παραδείγματα της επιτυχίας και της αποτυχίας των αντιεξεγερτικών πολιτικών της κινεζικής κυβέρνησης. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 η κοινωνική αναταραχή οξύνεται συνεχώς με τη συμμετοχή και των τριών επικίνδυνων τάξεων: αγροτών, εργατών των αστικών κέντρων και μεταναστών εργατών. Οι συγκρούσεις για τη γη, οι απεργίες και οι αναταραχές στην ύπαιθρο αλλά και στις πόλεις θα μπορούσαν να είναι προάγγελοι μιας έκρηξης αγώνων που θα τινάξει στον αέρα τις υπάρχουσες κοινωνικοοικονομικές δομές εξουσίας. Ωστόσο, οι αντιεξεγερτικές πολιτικές αποδείχθηκαν πετυχημένες μιας και η έκρηξη δεν έχει συμβεί ακόμα παρά την ένταση και τις τριβές. Η κοινωνική αναταραχή έχει ασκήσει τεράστια πίεση στο καθεστώς αλλά δεν έχει αποδυναμώσει την εξουσία του. Η νέα άρχουσα τάξη με τα παλιά στελέχη του Κόμματος και τους καπιταλιστές απογόνους[1] και συμμάχους τους όχι μόνο εκσυγχρόνισε και ενίσχυσε τον αντιεξεγερτικό μηχανισμό αλλά δημιούργησε και μια σειρά θεσμών διαμεσολάβησης, ειρήνευσης και ενσωμάτωσης των κοινωνικών συγκρούσεων.

Μπορεί η έκρηξη να μην έχει συμβεί ακόμα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θα συμβεί. Ούτε η καταστολή ούτε η ενσωμάτωση –ούτε κάποια βελτίωση στις συνθήκες διαβίωσης- κατάφεραν να σβήσουν τη φλόγα της εξέγερσης. Οι λόγοι γι’ αυτό μπορούν να εντοπιστούν σε μια σειρά κοινωνικών τρόμων: τεράστιο χάσμα μισθών, εκτοπίσεις, χαμηλοί μισθοί, πολλές ώρες εργασίας, έλλειψη μέτρων ασφαλείας στους χώρους εργασίας με εκατομμύρια νεκρούς και ακρωτηριασμένους εργάτες, έλλειψη ενός αποτελεσματικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, μαζικές απολύσεις, φτώχεια ηλικιωμένων, εκτεταμένη διαφθορά και κατάχρηση – κάθε ένας από αυτούς τους λόγους είναι αρκετός για να συνεχιστεί ο αγώνας. Υπάρχουν δύο ερωτήματα που θα πρέπει τελικά να απαντήσουν οι προλετάριοι, οι αγρότες και όλες οι indignad@s στην Κίνα και αλλού: αφού ο καπιταλισμός αναπαράγει αυτούς τους κοινωνικούς τρόμους, πώς θα απαλλαγούμε από αυτόν και τι έρχεται μετά;

Continue reading

Wu Ming: Είμαστε όλοι ο Φλεβάρης του 1917 ή πώς να μιλήσουμε για την επανάσταση

photo_wuming

 

Αναδημοσίευση από barikat.gr

Πριν μερικές εβδομάδες, ο Guardian δημοσίευσε ένα άρθρο των Αντόνιο Νέγκρι και Μάικλ Χαρτ, με τίτλο «Οι Άραβες είναι οι νέοι πρωτοπόροι της δημοκρατίας». Οι συγγραφείς επιχείρησαν να παρουσιάσουν ένα πλαίσιο ερμηνείας των πρόσφατων λαϊκών ξεσηκωμών σε Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή. Σε κάποιο σημείο γράφουν:

«το να αποκαλούμε αυτούς τους αγώνες «επαναστάσεις» φαίνεται να παραπλανεί τους σχολιαστές, οι οποίοι υποθέτουν ότι η πορεία των γεγονότων πρέπει να υπακούει σε λογικές 1789 ή 1917 ή εν πάσει περιπτώση σε άλλες περασμένες ευρωπαϊκές επαναστάσεις εναντίον βασιλιάδων και τσάρων».

Το ερώτημα που θέσαμε ενώ ετοιμάζαμε αυτήν την ομιλία ήταν το εξής: Μπορούμε να ταυτίσουμε ένα σύγχρονο ξεσηκωμό με επανάσταση χωρίς να παραπλανηθούμε με τον παραπάνω τρόπο; Και πώς μπορούμε να περιγράψουμε μια σύγχρονη επανάσταση;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα πρόσφατα γεγονότα σε Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή, και ιδίως οι αγώνες σε Τυνησία και Αίγυπτο, άγγιξαν όλους και όλες μας, άγγιξαν τη φυσική μας υπόσταση σε ολόκληρη την Ευρώπη και το δυτικό κόσμο. Σε μια πρόσφατη διαδήλωση στο Λονδίνο, μερικοί φορούσαν μπλουζάκια με το σλόγκαν «ΠΕΡΠΑΤΑ ΣΑΝ ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ-ΔΙΑΔΗΛΩΝΕ ΣΑΝ ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ-ΠΑΛΕΥΕ ΣΑΝ ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ». Και παρ’όλα αυτά η δημόσια συζήτηση σχετικά με το ζήτημα είναι συχνά ρηχή και δημιουργεί σύγχυση, με όλες τις παγίδες και τα ιδεολογικά όπλα που θα αναλύσει ο σύντροφός μου WM2 στην ομιλία του.

Εγώ θα σταθώ στο ότι, ενώ προσπαθούμε να αποφύγουμε τέτοιες παγίδες, πρέπει ταυτόχρονα να αναζητούμε «υγιώς σχιζοφρενικές» αφηγήσεις για τις επαναστάσεις. Αυτό σημαίνει, αφηγήσεις, οι οποίες αφ’ενός να μεταδίδουν την πολλαπλότητα της διαρκούς επαναστατικής στιγμής και αφ’ετέρου να έχουν τη δυνατότητα να μας απελευθερώνουν από τα αντανακλαστικά εκείνα που προκαλούνται από κάθε είδους προδεδομένες, «παθολογικές» σχέσεις της καθημερινότητάς μας.

Τέτοιες «υγιώς σχιζοφρενικές» αφηγήσεις θα μπορούσαν να αποτελούνται από αναφορές στον 20ό αιώνα και την ευρωπαϊκή επαναστατική παράδοση, χωρίς όμως απρόσμενες ή και προκαλούσες σύγχυση γενικεύσεις* ή υπεραπλουστεύσεις. Νομίζω ότι μια τέτοιου είδους προσέγγιση θα βοηθούσε να καλύψουμε το χάσμα μεταξύ, αφ’ενός, αναλυτών -όπως ο Χαρτ και ο Νέγκρι- οι οποίοι τείνουν να δίνουν υπέρμετρη έμφαση στην ασυνέχεια με τους αγώνες και τις επαναστάσεις του 20ού αιώνα (πχ, ασυνέχειες μεταξύ των σύγχρονων λαϊκών μαζών και των προλεταρίων του 20ού αιώνα ή μεταξύ της σύγχρονης «Αυτοκρατορίας» και του τοτινού ιμπεριαλισμού) και αφ’ετέρου αναλυτών όπως ο Σλάβοι Ζίζεκ και ο Αλέν Μπαντιού. Οι τελευταίοι κάνουν συνεχείς αναφορές στην ιστορία των επαναστάσεων του 20ού αιώνα, δίνουν, ωστόσο, κάποτε την εντύπωση ότι οι αναφορές τους αυτές στόχο έχουν να προκαλέσουν σοκ στο φιλελεύθερο κοινό, παρά να παρέχουν αλήθινή βοήθεια στην παρούσα μάχη που διεξάγεται.

 

Στην ομιλία μου θα αναφερθώ σε παραδείγματα τέτοιων «υγιώς σχιζοφρενικών» αφηγήσεων της επανάστασης. Τούτο θα το κάνω συγκρίνοντας δύο έργα που παρουσιάζουν τον τρόπο που η ιταλική εργατική τάξη έβλεπε τη Ρωσική Επανάσταση του Φλεβάρη. Τα έργα αυτά είναι αφ’ενός η περιγραφή του Μαρσέλ Προυστ στον δεύτερο τόμο του Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο και αφ’ετέρου το ποίημα του Βλάντιμηρ Μαγιακόφσκι με τίτλο Εκατόν Πενήντα Εκατομμύρια. Θα ήταν μάλλον φαιδρό να αναζητήσω παραδείγματα σε δικά μας λογοτεχνικά έργα.

Continue reading

Προκαταρκτικές σημειώσεις για τον σύγχρονο φασισμό και τον αντιφασισμό

leukos-panthhras

Το να μετατραπεί όμως ένα μεγάλο κομμάτι του προλεταριάτου πραγματικά σε «ανθρώπινο πλεόνασμα», σε ανθρώπινα σκουπίδια, και να παραμείνει έτσι είναι μια υπόθεση δύσκολη. Οι εξεγέρσεις στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών δείχνουν, τουλάχιστον σε όσους και όσες έχουν την ικανότητα και το θάρρος να δουν και να ακούσουν, ότι παρά την κτηνωδία δεν είναι εύκολο να τιθασευτούν ούτε καν εκείνοι που βρίσκονται εντελώς απομονωμένοι και στην πιο δύσκολη θέση. Πρέπει να ειπωθεί ξανά: αν ο ταξικός/κοινωνικός ανταγωνισμός αφορά κοινωνικές σχέσεις και η κρίση που βιώνουμε είναι κρίση κοινωνικών σχέσεων, τότε αυτή δεν αφορά μόνο το προλεταριάτο αλλά και την καπιταλιστική τάξη, όχι μόνο τον πάτο του βαρελιού αλλά και την κορυφή του. Αυτό δεν σημαίνει πώς τα προβλήματα είναι ίδια ή της ίδιας τάξης και στις δύο περιπτώσεις ούτε, βέβαια, ότι οι δυνατότητες νίκης είναι ίδιες και για τις δυο πλευρές. Κατά κανέναν τρόπο. Ήδη το να μιλάει κανείς για φασισμό σημαίνει να μιλάει για την ήττα του προλεταριάτου και η ενίσχυση του φασισμού είναι η εμβάθυνση  αυτής της  ήττας. Εκείνο που, ωστόσο, έχει σημασία από μια προλεταριακή σκοπιά, είναι αυτή ακριβώς η δυσκολία του καπιταλιστικού κράτους να επιβληθεί απρόσκοπτα σε όλους εκείνους-ες των οποίων καταστρέφει τις δυνατότητες «ομαλής» ενσωμάτωσης στην τάξη του. Ο φασισμός, ναζιστικός ή όχι, είναι μια απ’ τις δυνατές απαντήσεις σ’ αυτή την καταστροφή, εκείνη που συνεχίζει την καταστροφή εξοντώνοντας τους αδύναμους προς όφελος των ισχυρών.

Η έμφαση είναι δική μας. Το παραπάνω είναι ένα απόσπασμα από το κείμενο του Taco,  γραμμένο στις 15/01/2013. Ολόκληρο το κείμενο:

Κράτος, «κοινωνία» και ελληνικός φασισμός

Ο καλύτερος, δηλαδή ο χειρότερος, τρόπος για να εξουδετερώνεται η κριτική κατανόηση μιας πραγματικότητας είναι αυτός της διατύπωσης «κριτικών» που λαμβάνουν ως δεδομένο το αντικείμενό τους μέσα στην απλή του αμεσότητα, χωρίς δηλαδή να καταπιάνονται στα σοβαρά με τους ιστορικούς και κοινωνικούς όρους ανάδυσής του. Γενικά μιλώντας, βασικό χαρακτηριστικό κάθε ψευδοκριτικής είναι ότι αναπτύσσεται μέσα στο πλαίσιο της απλής αμεσότητας, ότι προσαρμόζεται στο αντικείμενό της τόσο από την άποψη της ιδιαίτερης χρονικότητάς του, όσο και από εκείνη της ισχύος του. «Αυτό ήρθε τώρα, ήδη συγκροτημένο, και μας επιβάλλεται από τα πράγματα». Έτσι, η, εύλογη, πίεση της παρουσίας του εκτοπίζει, ή, τέλος πάντων, θέτει σε δεύτερη μοίρα, τις συνθήκες διαμέσου των οποίων αυτό συγκροτήθηκε και συνεχίζει να (ανα)συγκροτείται. Αφήνοντας όμως τις διαδικασίες συγκρότησής του εκτός κριτικής, η συγκεκριμένη εκδοχή κριτικής -η οποία θα μπορούσε ίσως να ονομαστεί και δημοσιογραφική- αποκαλύπτεται ως το αντίθετο της κριτικής. Προσυπογράφει εκείνο που θα ’πρεπε να αμφισβητεί.

Η απάντηση στα παραπάνω, τα οποία θεωρούνται συνήθως «ψιλά γράμματα», αν όχι καθαρό χάσιμο χρόνου, είναι, βεβαίως, έτοιμη: εντάξει με όλα αυτά, τώρα όμως τι κάνουμε;. Λες και μπορεί κανείς να επιτύχει αυτό που θέλει απλώς και μόνο επειδή το θέλει πολύ τώρα, ανεξαρτήτως του τι έκανε και τι δεν έκανε μέχρι τώρα. Οποιαδήποτε άξια λόγου απάντηση οφείλει να ξεκινά με την αμφισβήτηση του πνεύματος της ερώτησης. Ως εκ τούτου, απέναντι στη γενική «φασιστολογία» είναι ανάγκη να υπενθυμίζουμε μερικά στοιχειώδη πράγματα. Όχι, ο εγχώριος φασισμός δεν είναι η ΧΑ (όπως δεν ήταν χτες ο ΛΆΟΣ), αν και η ΧΑ είναι η πλέον καθαρή -με την έννοια της απόσταξης- εκδοχή του. Όχι, ο φασισμός δεν «ήρθε» το Μάιο του 2012. Όχι, τον φασισμό δεν τον δημιούργησαν ούτε οι «πολιτικές λιτότητας», ούτε καμιά «μνημονιακή κυβέρνηση».

Η προσέγγιση του φασισμού από τη σκοπιά της ιστορικής του ανάδυσης, καθώς αντιβαίνει στην τρέχουσα αντίληψη γι’ αυτόν η οποία αποτελεί και το «αυτονόητο» σημείο εκκίνησης κάθε συζήτησης, έχει κάποιες κρίσιμες όσο και ενοχλητικές συνέπειες. Το ξεπέρασμα της απλής αμεσότητας του σύγχρονου φασισμού σημαίνει πως για να τον κατανοήσει κανείς είναι ανάγκη να κινηθεί πέρα και έξω από αυτό που σήμερα αναγνωρίζεται γενικά ως φασισμός. Να στραφεί προς κοινωνικές και πολιτικές περιοχές που δεν θεωρούνταν (και συνεχίζουν να μην θεωρούνται) φασιστικές, αναζητώντας μέσα στις «κανονικές», «δημοκρατικές» συνθήκες τις διαδικασίες και τη δυναμική της συγκρότησής του. Μολονότι το σήμερα δεν είναι ίδιο με το χτες, είναι αδύνατο να γίνει κατανοητό αν δεν διακρίνουμε μέσα στο χτες αυτά που προετοίμαζαν και ωθούσαν στο σήμερα.

Από τη σκοπιά της έμπρακτης κριτικής του υπάρχοντος κόσμου, η κριτική του κράτους οφείλει ταυτόχρονα να αποτελεί κριτική και της «κοινωνίας». Το κράτος, όπως παρατηρούσε κάποιος ήδη από τον 19ο αιώνα, δεν αποτελεί μια «δύναμη που επιβλήθηκε στην κοινωνία απ’ έξω» αλλά πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα κοινωνικό προϊόν, ως εκείνη η «ομολογία» ότι η κοινωνία «μπερδεύτηκε σε μιαν αξεδιάλυτη αντίφαση με τον ίδιο τον εαυτό της, ότι διασπάστηκε σε ασυμφιλίωτες αντιθέσεις που είναι ανήμπορη να τις εξορκίσει»[1]. Η χρησιμότητα της συγκεκριμένης θέσης σήμερα δεν αφορά βεβαίως την υποστήριξη της υπόθεσης σχετικά με μια κάποια, ανύπαρκτη, «χρυσή εποχή» πριν την εμφάνιση του κράτους όταν οι κοινωνίες και οι άνθρωποι ζούσαν αρμονικά και χωρίς «αντιφάσεις». Αντίθετα, το σημαντικό στοιχείο σ’ αυτήν έγκειται στο ότι μας επιτρέπει, χωρίς να ρευστοποιούμε κρίσιμες διακρίσεις σε ένα αδιαφοροποίητο όλον, να συλλάβουμε και το κράτος και την «κοινωνία» ως εσωτερικά διαμεσολαβούμενους πόλους. Ο καθένας προϋποθέτει τον άλλον και συγκροτεί την ιδιαιτερότητά του σε σχέση με τον άλλο.

Ως εκ τούτου, το κράτος, μολονότι αποτελεί, πράγματι, μιαν ισχυρότατη δύναμη λήψης αποφάσεων και επιβολής τους, δεν αποτελεί ένα αύταρκες αντικείμενο, δεν αποτελεί το ίδιο εξήγηση ούτε του εαυτού του ούτε και εκείνου που θεωρείται ως εξωτερικό του, της «κοινωνίας». Το κράτος, οπωσδήποτε το καπιταλιστικό αλλά όχι μόνον αυτό, είναι προϊόν μιας ιστορικά συγκεκριμένης κοινωνικής διαίρεσης και είναι διαμέσου αυτής που συγκροτούνται και οι δύο περιοχές· και το κράτος και η «κοινωνία». Ως διαρκής προσπάθεια γεφύρωσης του κοινωνικού/ταξικού χάσματος, και μάλιστα ως διαρκής αναγγελία της ήδη περατωθείσας γεφύρωσής του, το κράτος συνιστά το ίδιο μια ζωντανή μαρτυρία του αγεφύρωτου χαρακτήρα του χάσματος. Ως αναγγελία του τέλους του κοινωνικού ανταγωνισμού, συνιστά μια δύναμη διεξαγωγής του προς όφελος της σχέσης του κεφαλαίου και των κυρίαρχων σχέσεων εξουσίας εν γένει. Απ’ αυτή την άποψη, το κοινωνικό ρήγμα που διαχωρίζοντας μορφοποιεί τόσο το κράτος, ως διακριτό πεδίο της κυρίαρχης πολιτικής εξουσίας, όσο και την «κοινωνία», διατρέχει επίσης την ίδια την «κοινωνία» και είναι αυτό που καθιστά αναγκαίο γι’ αυτήν το κράτος[2]. Έτσι, η λεγόμενη κυβέρνηση, κάθε κυβέρνηση που αποδεικνύεται σε κάποιο βαθμό ικανή να κυβερνά, στηρίζεται σε και στηρίζει συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές, σχέσεις και δυναμικές, συγκεφαλαιώνοντάς τες στο επίπεδο του καπιταλιστικού εθνικού κράτους. Η ίδια η κατηγορία καπιταλιστικό/εθνικό κράτος δεν σημαίνει παρά το ότι η κοινωνική σχέση του κεφαλαίου και οι κοινωνικές σχέσεις εξουσίας που οργανώνουν και επιβάλλουν το έθνος, έχουν συγκροτηθεί σε κράτος.

Ο σύγχρονος ελληνικός φασισμός, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ως εδώ, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια ευρεία κοινωνική κίνηση και δυναμική, μια ιδιαίτερη εκδοχή της παρούσας κρίσης και μια συγκεκριμένη τοποθέτηση στο εσωτερικό της. Ως κοινωνική κίνηση και δυναμική διατρέχει και το κράτος και την «κοινωνία» και, οπωσδήποτε, υπερβαίνει την -όποια- κυβέρνηση, την αστυνομία αλλά και την τρέχουσα έκδηλη κομματική εκδοχή συγκρότησής του, την ΧΑ[3]. Η παραπάνω διατύπωση, ωστόσο, περιλαμβάνει μιαν έννοια η οποία χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση καθώς η κυρίαρχη εκδοχή και χρήση της λειτουργεί ως εμπόδιο για την κατανόηση του εύρους και του βάθους του σύγχρονου φασισμού. Πρόκειται για την περιβόητη «κρίση», η οποία συνδέεται, πρωτίστως, με την ελλάδα, την οικονομία, το χρέος (της ελλάδας), το μνημόνιο, το ευρώ, τους έλληνες εργαζόμενους κλπ. Από μια προλεταριακή σκοπιά, παρόλα αυτά, η έννοια της κρίσης (οφείλει να) αντιτίθεται στον εθνικό/ελληνικό χαρακτήρα της και, οπωσδήποτε, δεν αντιστοιχεί σ’ αυτό που τα τελευταία τέσσερα περίπου χρόνια γίνεται ευρέως αντιληπτό ως «οικονομική κρίση».

Continue reading

DE #SUECIA A #TURQUÍA: Disparidades en la dinámica de la era de las revueltas

 

 

timthumb-1.phpUn texto corto de Woland-Blaumachen y amigos en torno a la dinámica actual de lo que denominan “la era de las revueltas”.

Fue escrito anteriormente a los acontecimientos de Brazil. Dichos acontecimientos abarcan la cuarta dinámica en la “era de las revueltas” y plantean la cuestión de la fase de la crisis en la que nos encontramos (Brazil y Turquía fueron dos milagros del FMI). Pero obviamente, la análisis de esta correlación no esta precisada en el presente texto.

En la serie de las revueltas de “excluidos” no olvidemos a Argentina en diciembre del 2012.
DE SUECIA  A  TURQUÍA: Disparidades en la dinámica de la era de las revueltas

 

El estallido social en Turquía nos obliga imperativamente a mirar de mas cerca lo que se pasa, lo que se produce, cuales son los nuevos limites producidos durante lo que hemos llamado la era de las revueltas, y de que manera serán superados. La combinación de los acontecimientos en Suecia y en Turquía, su encuentro en el tiempo, confirma la existencia de dos dinámicas de la lucha de clases evolucionando en relativa autonomía. No podemos ignorar que el encuentro esperado de estas dos practicas no se anuncia como ningún regocijo, puesto que va a cuestionar a los dos sujetos produciéndose desprovistos por el momento de ningún horizonte común en su actividad.. El envite del punto de vista de la revolución es como sera producido, sobre la base de su encuentro, su superación necesaria : la transformación de la lucha en toma de medidas comunistas contra el capital, el cuestionamiento de todos los roles que constituyen la sociedad, mediante comunización.

Ademas hay una tercera dinámica : los movimientos reivindicativos en torno al salario, que se desarrollan principalmente en la periferia que el neoliberalismo histórico integro en la acumulación internacionalizada, China y Asia del Sureste ; sin embargo los acontecimientos pendientes no hacen aparecer un encuentro de dicha dinámica con las otras. Incluso se da una cuarta dinámica referente a los países suramericanas que han logrado integrar en el interior del Estado la resistencia al neoliberalismo (Chile constituye una notable excepción ya que el movimiento de la categoría socialmente construida que es la “juventud” se vincula más a la dinámica de las revueltas). Esta cuarta dinámica es aun mas autónoma por el momento, aunque pueda preocuparnos en el futuro, particularmente en Grecia.

En lo siguiente se tratará de las dos primeras dinámicas.

Por un lado, tenemos una serie de revueltas de “excluidos”; por otro lado, desde 2011 van apareciendo una sucesión de revueltas en las que el elemento principal en lo que se refiere a su composición es el papel de la denominadas “capas medias”, cuyo discurso democrático informa a los movimientos producidos. La revueltas de excluidos se desarrollan en países situados alto en la hierarquía capitalista. Al contrario, las revueltas en las que el horizonte democrático domina, estructurando del punto de vista político a las capas medias e informando a los movimientos “de las plazas”, ocurren principalmente en países de la segunda zona y en las economías emergentes”. El que un país sin pertenecer a estas categorías se integre a dicho movimiento, i.e España, es un elemento que muestra que la crisis confirma la zapa de esta estratificación, activa ya cuando el desarrollo de este ciclo de acumulación (desde la crisis de los 1970 y 2008). El núcleo por excelencia ( EEUU. Alemania) no ha estado hasta la hora afectado por estas dinámicas. El movimiento Occupy Wall Street aun dando su nombre a esta segunda dinámica,  integra esta dinámica sólo de manera muy marginal : se trataba de un movimiento de activistas (como Blockupy en Alemania), no de un movimiento de masas como el de España, de Grecia, de “la primavera árabe”, o de Turquía.

Continue reading

#Tamarod: Η Αίγυπτος ως έκφραση του ορίου του παγκόσμιου “δημοκρατικού” κινήματος

[youtube]https://www.youtube.com/watch?v=VtEl4r65YFU[/youtube]

Η μεταβατική περίοδος της κρίσης, η εποχή των ταραχών, έχει πλέον εισέλθει στο δεύτερο στάδιο-κύμα της εδώ και ένα μήνα. Οι εξελίξεις είναι ταχύτατες και το κεφάλαιο προετοιμάζεται να απαντήσει με ολοένα και σκληρότερη καταστολή του προλεταριάτου (των μεσαίων στρωμάτων συμπεριλαμβανομένων) που ξεσπάει με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τη δομή και την ιεραρχία των αντιθέσεων σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό. Οι διαφορές αυτές αποτελούν την έκφραση μιας ενότητας, της δομικής κρίσης του νεοφιλελευθερισμού, μιας κρίσης παρατεταμένης, δηλαδή πολύ δύσκολα αντιμετωπίσιμης, μιας κρίσης που η αναδιάρθρωση που απαιτεί το περιεχόμενο της θέτει σε κίνδυνο την κοινωνική ειρήνη συνολικά.

Στην Αίγυπτο η Ταχρίρ αλλά και οι άλλες πλατείες και δρόμοι ξαναγέμισαν κόσμο, τόσο κόσμο που η κανονιστική γλώσσα του θεάματος ονόμασε τη χθεσινή μέρα “τη μεγαλύτερη διαδήλωση στην ιστορία”, παίρνοντας εκ νέου τη σκυτάλη του “κέντρου του κόσμου” από την Ταξίμ, την ίδια ώρα που για την αμερικάνικη ήπειρο το κέντρο του κόσμου εχθές βρισκόταν έξω από το στάδιο Μαρακανά, με τους διαδηλωτές να υπονομεύουν την παραγωγική διάσταση του θεάματος στον πυρήνα της και το κράτος να απαντάει ανάλογα.

BOGShlUCUAAaz1x

Η απάντηση του κεφαλαίου ως τάξης ανεξάρτητα από τη διάρθρωση που εμφανίζεται στον πολιτικό συσχετισμό θα είναι πλέον full scale καταστολή, δηλαδή η κήρυξη του πολέμου ενάντια στο προλεταριάτο (για την οποία είχαμε μιλήσει πρώτη φορά στις αρχές του 2011, εδώ) παίρνει μια αληθινά στρατιωτική διάσταση. Είτε η πολιτική προσωποποιείται στον Ερντογάν-Μόρσι, είτε στην αριστερά του νεοφιλελευθερισμού, Κίρχνερ-Λούλα-Ρούσεφ και σία, η απάντηση είναι η ίδια την κρίσιμη στιγμή. Μπορεί να υπάρχουν διαφορετικοί χρωματισμοί, την περίοδο της ειρήνης, χρωματισμοί που δεν πρέπει να υποτιμούνται γιατί αυτοί καθορίζουν το ειδικό περιεχόμενο της σύγκρουσης σε κάθε κράτος, αλλά την ώρα που “πετάγεται το καπάκι της χύτρας” το κράτος πλέον φοράει τα χακί, και ρίχνει πλαστικές και κανονικές σφαίρες στο ψαχνό.

[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=IZXjGYtxTdM[/youtube]

Το κράτος, που είναι στο επίκεντρο αυτής της διένεξης προς το παρόν, αποτελεί τη δύναμη αλλά και την αχίλλειο πτέρνα της τρέχουσας φάσης του νεοφιλελευθερισμού. Το (μη-)αίτημα για δημοκρατία είναι ο λόγος ενός αγώνα που υπερασπίζεται το ταξικό ανήκειν και συγκροτείται ως τέτοιος ακριβώς επειδή είναι η αναδιάρθρωση του κράτους που βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε μια φάση έκρηξης της εσωτερικής της αντίφασης, από τη μία πλευρά είναι απαραίτητο να επιταχυνθεί από την άλλη είναι εξίσου απαραίτητο να επιβραδυνθεί για να διατηρηθεί η κοινωνική ειρήνη. Το κράτος μετατρέπεται σε κράτος έκτακτης ανάγκης καθώς πρέπει να καθορίσει το πλεονάζον εργατικό δυναμικό με δομικούς-πολιτικούς όρους, αλλά αυτός ο καθορισμός, φαίνεται ολοένα και περισσότερο καθαρά πλέον ότι δεν μπορεί να γίνει αναίμακτα. Οι αποκλειόμενοι-υπεράριθμοι βρίσκονται μπροστά στα οδοφράγματα, έστω κι αν δεν μοιάζουν και πολύ μεταξύ τους, έστω κι αν οι πρακτικές τους συγκροτούν την άνιση δυναμική της εποχής των ταραχών, έστω κι αν ανά πάσα στιγμή μπορεί να συγκρουστούν μεταξύ τους, η ουσία είναι ότι η αναδιάρθρωση επιβάλλει τη συνάντηση τους στην πρώτη γραμμή του μετώπου.

Continue reading

Για την τρέχουσα κρίση, την Ευρωζώνη και τους ταξικούς αγώνες στην Ελλάδα

bm6

Αναδημοσίευση από blaumachen

«H Ευρωζώνη στο χείλος της διπλής ύφεσης», «Η Moody’ αξιολογεί αρνητικά τα ΑΑΑ της ΕΕ», «το ΔΝΤ προειδοποιεί για νέα παγκόσµια κρίση εκτός αν η Ευρωζώνη βρει µια λύση», «η ελληνική οικονοµία θα έχει συρρικνωθεί κατά 25% µέχρι το 2014», «η µεγαλύτερη φυγή καταθέσεων από ισπανική τράπεζα των τελευταίων 15 χρόνων καθώς οι φήµες περί διάσωσης αυξάνονται», «η Γαλλία ανακοινώνει τον σκληρότερο προϋπολογισµό των τελευταίων 30 ετών». Αυτά είναι µόνο µερικά από τα πρωτοσέλιδα των εφηµερίδων των τελευταίων δύο µηνών. Παρά τη σχιζοφρενική αισιοδοξία που διαχέεται από εκδότες εφηµερίδων, πολιτικούς και αναλυτές της τηλεόρασης, είναι σαφές ότι «η κρίση» (όλες οι πτυχές της) οδηγεί σε αδιέξοδο. Στο κείµενό σας «Η ιστορική παραγωγή της επανάστασης της τρέχουσας περιόδου»1 παρουσιάσατε µια επισκόπηση της παρούσας στιγµής και µιλήσατε για τη φύση του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού.

Ποια είναι η άποψή σας σχετικά µε τη φύση της τρέχουσας κρίσης ως κρίσης αναπαραγωγής της σχέσης του κεφαλαίου, όπως αυτή εκδηλώνεται στις διάφορες «κρίσεις χρέους» στην Ευρώπη, ως συνεχιζόµενη αύξηση του «πλεονάζοντος προλεταριάτου» και ως επέκταση της επισφάλειας; Θεωρείτε ότι οι εξελίξεις αυτές αποτελούν ένα διαρθρωτικό και µόνιµο χαρακτηριστικό της τρέχουσας περιόδου;

 

Βρισκόµαστε στους πρώτους µήνες του 2013 και η κρίση έχει ξεκινήσει από το 2007, έχει στο µεταξύ εµφανιστεί µε διαφορετικές µορφές και έχει «µεταδοθεί» από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη ενώ από τα στοιχεία διαφαίνεται η τάση να µεταδοθεί σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη. Τα στοιχεία που δείχνουν ότι κάποιες οικονοµίες (µεταξύ των οποίων και των ΗΠΑ) ανέκαµψαν µετά το 2009 αποκρύπτουν τις τάσεις που εργάζονται προς την παραγωγή µιας νέας πιο γενικευµένης αυτή τη φορά ύφεσης. Σκοπός της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης που συντελείται ταυτόχρονα αν και µε διαφορετική ένταση σε πολλά κράτη του πλανήτη είναι φυσικά η αύξηση του ποσοστού υπεραξίας, αλλά εκείνο που θα αποφασίσει αν και πότε έχει ξεπεραστεί η κρίση είναι ο βαθµός µετατροπής της υπεραξίας σε πρόσθετο κεφάλαιο, το οποίο θα µπορέσει να ξαναµπεί στον κύκλο παραγωγής υπεραξίας και να οδηγήσει σε διευρυµένη αναπαραγωγή κεφαλαίου. Έχουν περάσει περίπου 22 µήνες από όταν δηµοσιεύσαµε το κείµενο «Η εποχή των ταραχών»,2 στο 5ο τεύχος του περιοδικού µας αλλά βρισκόµαστε ακόµη στο στάδιο που ονοµάσαµε τότε «µεταβατική περίοδος της κρίσης». Με λίγα λόγια, το επιχείρηµά µας τότε ήταν ότι για να ξεπεράσει το κεφάλαιο την κρίση του πρέπει να απαξιωθεί ακόµη ένα µεγάλο µέρος κεφαλαίου το οποίο δεν αξιοποιείται ικανοποιητικά σήµερα. Προφανώς στο διάστηµα αυτό έχει απαξιωθεί ένα ακόµη µεγαλύτερο µέρος κεφαλαίου αλλά η πραγµατικότητα δείχνει ότι αυτό δεν είναι αρκετό. Αποδεικνύεται, µόνο εκ των υστέρων, ότι δεν είναι αρκετή η απαξίωση µεταβλητού κεφαλαίου που κυρίως συντελείται προς το παρόν, για να ξεπεραστεί µια τόσο σοβαρή κρίση. Διαφαίνεται όµως από τις εξελίξεις ότι η σηµερινή δοµή της καπιταλιστικής σχέσης δεν επιτρέπει στην απαξίωση να φτάσει στο µέγεθος που «πρέπει». Η απαξίωση αυτή, λόγω και του βαθµού αλληλεξάρτησης των διαφόρων ατοµικών και κρατικών κεφαλαίων, θα απειλεί την ίδια τη δοµή, δηλαδή τη σχέση ανάµεσα σε ιδιωτικά κεφάλαια, τη σχέση ανάµεσα σε κράτη, και το σηµαντικότερο την ίδια την «οµαλότητα» της σχέσης ανάµεσα στο κεφάλαιο και την εργασία που µέχρι το 2007 επέτρεπε την ικανοποιητική αναπαραγωγή του κεφαλαίου σε πολύ λιγότερο συγκρουσιακές συνθήκες από τις σηµερινές. Γίνεται λοιπόν προσπάθεια να καθυστερήσει αυτή η διαδικασία ώστε στο ενδιάµεσο η οργάνωση του ανταγωνισµού µεταξύ των κεφαλαίων να έχει βρει τη νέα ισορροπία της, η ιεραρχία µεταξύ των κρατών να µεταβληθεί και το προλεταριάτο να πειθαρχήσει στη νέα κατάσταση, δηλαδή στη µεγαλύτερη και βαθύτερη εκµετάλλευσή του.

Η κρίση πράγµατι έχει πάρει τη µορφή της κρίσης δηµόσιου χρέους σε πολλά κράτη στην Ευρώπη και φαίνεται να εξαπλώνεται µε αυτή τη µορφή της σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το γεγονός αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι.3 Η εµφάνιση της κρίσης µε τη µορφή κρίσης «δηµόσιου χρέους» είναι απαραίτητη σε αυτή τη φάση επίθεσης στο ιστορικά καθορισµένο επίπεδο αναπαραγωγής της εργατικής τάξης. Η ίδια η δοµή του µοντέλου συσσώρευσης της «πρώτης» νεοφιλελεύθερης περιόδου (πολύ σχηµατικά µεταξύ 1982 και 2008) έφερε εντός της την κρίση δηµόσιου χρέους ως δυνητικό αποτέλεσµα αλλά και ως νέα µορφοποίηση της παραγόµενης κρίσης του χρηµατοπιστωτικού τοµέα. Αυτή η νέα µορφοποίηση αποτελεί ταυτόχρονα την έκφραση της επιχειρούµενης αναδιάρθρωσης και προεικονίζει τις τάσεις προς πιθανή επίλυση των εσωτερικών αντιφάσεων της πρώτης περιόδου του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού, αλλά και προς πιθανή γενίκευση της κρίσης σε ολόκληρο τον πλανήτη. Το δεύτερο ενδεχόµενο φαίνεται αυτή τη στιγµή πιο πιθανό, βρισκόµαστε όµως ακόµη στη µεταβατική περίοδο.

Η αναδιάρθρωση συντελέστηκε βέβαια στα βασικά κέντρα συσσώρευσης του κεφαλαίου στις δεκαετίες 1970 και 1980 αλλά υπάρχουν πολλά διαφορετικά χαρακτηριστικά στη µορφή που έλαβε η αναδιάρθρωση στις διαφορετικές ζώνες του πλανήτη και στα κράτη που τις συγκροτούν καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού. Είναι αδύνατο να εξηγήσουµε την ιδιαιτερότητα της αναδιάρθρωσης σε κάθε καπιταλιστικό κράτος στα πλαίσια ενός κειµένου, γι’ αυτό (µε τον κίνδυνο να υπεραπλουστεύουµε) θα επικεντρωθούµε σε µια συγκεκριµένη διαφορά. Η κρίση, ανάλογα µε την τροπικότητα της αναδιάρθρωσης σε κάθε καπιταλιστικό κράτος, εµφανίστηκε σε κάποια κράτη αρχικά ως τραπεζική ενώ σε άλλα, όπως στην Ελλάδα, εµφανίστηκε ως κρίση δηµόσιου χρέους. Όταν λέµε ότι η κρίση εµφανίστηκε ως κρίση δηµόσιου χρέους εννοούµε ότι ο φετιχισµός της σχέσης κεφάλαιο απαιτεί η κρίση να «είναι» κρίση δηµόσιου χρέους, ώστε να προωθείται η αναδιάρθρωση µε καλύτερους συσχετισµούς στην ταξική πάλη. Αυτή η µορφή εµφάνισης σχετίζεται άµεσα µε το ρόλο του κράτους στην αναπαραγωγή της εργατικής τάξης. Σε ορισµένα κράτη, από αυτά στα οποία έχει ήδη εκδηλωθεί η κρίση, παρά την επέλαση της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης είχαµε την διατήρηση λειτουργιών του κράτους πρόνοιας, δηλαδή διατήρηση µέρους τους έµµεσου µισθού, και τη διατήρηση ενός µέρους του κεφαλαίου υπό κρατική ιδιοκτησία και διαχείριση, κάτι που σε µεγάλο βαθµό διατηρούσε τις τιµές υπηρεσιών σε χαµηλό επίπεδο.

Η δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης είναι η φάση που µε την κατάργηση του κράτους πρόνοιας για να αντιµετωπισθεί, δήθεν, το αυξανόµενο δηµόσιο χρέος και την ιδιωτικοποίηση των κρατικών κεφαλαίων επιτυγχάνεται η αύξηση του ποσοστού υπεραξίας και η δηµιουργία νέων πεδίων άντλησης υπεραξίας για ιδιωτικά κεφάλαια τα οποία εξαγοράζουν και αναδιαρθρώνουν τα κρατικά. Η δεύτερη παράµετρος σχετίζεται άµεσα µε τη βίαιη αλλαγή των εργασιακών σχέσεων, την κατάργηση της διαπραγµάτευσης µεταξύ θεσµικών φορέων του κεφαλαίου και συνδικαλιστικών οργανώσεων και το µετασχηµατισµό του ρόλου του κράτους ως µηχανισµού αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Η τάση αυτή για τον µετασχηµατισµό του ρόλου του κράτους είχε γίνει αντιληπτή ήδη από το 1979, παραδόξως, από έναν µελετητή που δεν κατανόησε τη θεωρία της αξίας του Μαρξ,4 τον Μισέλ Φουκώ (δες το βιβλίο του Birth of biopolitics, η µετάφραση δική µας): «…αντί της αποδοχής µιας ελεύθερης αγοράς που ορίζεται από το κράτος και διατηρείται υπό την εποπτεία του –η οποία ήταν, κατά κάποιον τρόπο, η αρχική φόρµουλα του φιλελευθερισµού: ας καθιερώσουµε έναν χώρο οικονοµικής ελευθερίας και ας τον οριοθετήσουµε µε ένα κράτος που θα τον εποπτεύει– οι φιλελεύθεροι της σχολής του Freiburg (ordoliberals) λένε ότι θα πρέπει να αναποδογυριστεί εντελώς αυτή η φόρµουλα και θέτουν την ελεύθερη αγορά ως την οργανωτική και ρυθµιστική αρχή του κράτους, από την αρχή της ύπαρξής του ως την τελευταία µορφή παρέµβασής του. Με άλλα λόγια: το κράτος υπό την εποπτεία της αγοράς και όχι η αγορά εποπτευόµενη από το κράτος…».

Ο ρόλος του νεοφιλελεύθερου κράτους, όπως αυτό παράγεται από την αναδιάρθρωση των δεκαετιών 1970-1980 είναι η ρύθµιση και η διευκόλυνση των όρων αναπαραγωγής όσο το δυνατόν πιο «καθαρού» ανταγωνισµού µεταξύ ιδιωτικών κεφαλαίων. Η «καθαρότητα» του ανταγωνισµού, η απάλειψη κάθε είδους «στρεβλότητας» αφορά βέβαια πρωτίστως τη (µη) δυνατότητα της εργατικής τάξης να διαπραγµατεύεται τους όρους της αναπαραγωγής της, αλλά αφορά και κάθε πεδίο πολιτικής του κράτους, υπονοµεύει δηλαδή όλα τα στοιχεία εκείνα που στο παρελθόν µπορούσαν να αποτελέσουν παράγοντες συναίνεσης ανάµεσα στις τάξεις και τα διάφορα στρώµατα και συµφέροντα της κοινωνίας. Αυτό σηµαίνει ότι η αγορά εποπτεύει συνεχώς το κράτος και το «βαθµολογεί» σχετικά µε το κατά πόσο διευκολύνει την αναπαραγωγή του «καθαρού» ανταγωνισµού, δηλαδή, κατά πόσο αναδιαρθρώνει µε την ένταση και την ταχύτητα που απαιτείται πτυχές της κεφαλαιακής σχέσης. Αυτή η συνεχώς ανανεωνόµενη αναδιάρθρωση, η διατάραξη των παλιών ισορροπιών µε σαφή κατεύθυνση τη γενική συµπίεση προς τα κάτω, στα χρόνια της επέκτασης του κύκλου συσσώρευσης (περίπου από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έως τα µέσα της δεκατίας του 2000) είχε πετύχει την αντίστοιχη συναίνεση σε ορισµένα κράτη, σε σηµαντικό βαθµό επειδή µέρος του µισθού αντικαταστάθηκε µε εύκολη πρόσβαση στον ιδιωτικό δανεισµό και η κοινωνική κινητικότητα δεν διακόπηκε. Ακριβώς, όµως, επειδή αυτός ο στόχος του ανταγωνισµού µεταξύ των πάντων µε δείκτη επιτυχίας τη γενική συµπίεση είναι ουτοπικός, αλλά και εξαιτίας του ειδικού χαρακτήρα ελέγχου που έχει ο ατοµικοποιηµένος δανεισµός των προλετάριων, το κράτος στην προσπάθειά του να ανταποκριθεί στο ρόλο του, τείνει καθ’ όλη αυτήν την περίοδο να γίνεται ολοένα και πιο παρεµβατικό, πιο πειθαρχικό, αυταρχικό, ποινικό και στην κρίση αυτό το στοιχείο φτάνει σε βαθµό παροξυσµού.

Continue reading

From Sweden to Turkey: The uneven dynamics of the era of riots

BMMV8HFCIAIFCcp.jpg-large

Short text about the current dynamics of what we have called “the era of riots”. It was written before the events in Brazil. These events include the 4th of the dynamics in the “era of riots” and ask the question of the stage of the crisis we are in (Brazil and Turkey were the IMF miracles). But of course the analysis of this correlation is not elaborated in this text.

 

The social explosion in Turkey makes it imperative to examine more closely what is happening, what is being produced, what the new limits produced in the period we call the era of riots are and how these limits will be overcome. The combination of the events in Sweden and Turkey, their temporal encounter, confirms the existence of two dynamics of class struggle, which develop each with its own relative autonomy. We cannot overlook the fact that the anticipated encounter between these practices is not likely to be harmonious and that it will raise the issue of how two historically produced “subjects”, which in their current activity have no common horizon, relate to each other. The issue, however, from the perspective of the revolution, is how, on the basis of this anticipated encounter, the necessary overcoming of these subjects is produced, how their struggle is transformed into taking communist measures against capital, i.e. into a questioning of all social roles that constitute society, into communisation.

 

There is also a third dynamic: the revindicative movements for the wage that take place mainly in the periphery, which has been incorporated into an internationalised accumulation by historical neoliberalism, namely in China and Southeast Asia. The encounter of this dynamic with the other two is not evident yet. There is also a fourth dynamic which concerns the development of the contradictions in Latin American countries, which have managed to integrate resistance to neoliberalism into the state (Chile is a notable exception; the movement of the socially constructed category of “the youth” falls more under the dynamics of the riots). This fourth dynamic is currently even more independent, although it may become specifically relevant to us in Greece in the future. Below we discuss the first two of these four dynamics.

 

On the one hand we have the riots of the “excluded”; on the other, from 2011 on, there has been a succession of riots whose most important element, in terms of composition, is that the so-called “middle strata” are involved, and their “democratic” discourse is constitutive for the movements produced. The riots of the excluded appear in countries which are high in the capitalist hierarchy. On the other hand, the riots that are dominated by the democratic horizon, which is politically constitutive for the middle strata and formative for the movements of the “squares”, take place mainly in countries in the second zone and the so called “emerging economies”. The fact that a country which does not belong in these zones, Spain, is part of this grouping suggests that the crisis affirms the undermining of this stratification, which had already taken place over the course of this cycle of accumulation (from the crisis of the 70s up to about 2008). These dynamics have not yet come into play in the very core (USA-Germany). The Occupy Wall Street movement, although it gave its name to the second dynamic, only marginally fits in it: it was an activists’ movement (Blockupy in Germany was of the same sort), not a mass movement, such as the movements in Spain, Greece, or the “Arab Spring” and the current movement in Turkey.

Continue reading

O Μαρξ για την “πραγματική δημοκρατία” και την πολιτική

images-3

[…] H πολιτική αντίληψη για τα πράγματα είναι μόνο πολιτική αντίληψη, διότι η σκέψη της δεν ξεπερνά τα όρια της πολιτικής. Όσο πιο οξεία και πιο ζωντανή είναι η πολιτική αντίληψη, τόσο πιο ανίκανη είναι να κατανοήσει τα κοινωνικά ζητήματα. Η κλασσική περίοδος της πολιτικής αντίληψης είναι η Γαλλική Επανάσταση. Αντί να προσδιορίσουν το ίδιο το κράτος (the principle of the state) ως πηγή των κοινωνικών δεινών, οι ήρωες της Γαλλικής Επανάστασης θεωρούσαν ότι τα κοινωνικά δεινά είναι η πηγή των πολιτικών προβλημάτων. Έτσι, ο Ροβεσπιέρος θεωρούσε  τον μεγάλο πλούτο και τη μεγάλη φτώχεια  εμπόδιο για την πραγματική δημοκρατία. Ως εκ τούτου, θέλησε να δημιουργήσει ένα καθολικό σύστημα σπαρτιάτικης λιτότητας. […]

απόσπασμα από το κείμενο Critical Notes on the Article: “The King of Prussia and Social Reform. By a Prussian”