Λάβαμε και δημοσιεύουμε προς συζήτηση και κριτική αντιπαράθεση το παρακάτω κείμενο του συντρόφου Lenorman:
ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά του κράτους
Αν όχι στο όνομα των μεγάλων ιδανικών, τουλάχιστον στο όνομα του ωμού πολιτικού ρεαλισμού[1]
Εμείς κάναμε όλα τα βήματα. Ο Έλληνας πρωθυπουργός κατέθεσε μία υπόθεση εργασίας, ένα σενάριο. Είναι το μόνο που μπορεί να εφαρμοστεί. Με πολύ πόνο και πάρα πολύ αίμα[2]
Σε ποιον πλανήτη αλήθεια ζούμε;
Ένας από τους πιο προβεβλημένους αρθρογράφους της αριστεράς-με-άλφα-κεφαλαίο, μόλις ο κ. Τσίπρας εξήγγειλε το δημοψήφισμα για το αν «πρέπει να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας, το οποίο κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο Eurogroup της 25.06.2015» (όπως διατυπώνεται το ερώτημα στα ψηφοδέλτια που θα τυπωθούν), έγραψε ότι «ο ελληνικός λαός ξύπνησε σε έναν άλλο πολιτικό πλανήτη». Όταν, στις 6 Ιουλίου, θα έχει πια βγει το αποτέλεσμα της κάλπης, «θα βρεθούμε, ούτως ή άλλως, σε μια άλλη Ελλάδα, με μια άλλη Αριστερά και έναν άλλο λαό – για το καλύτερο ή το χειρότερο». Ξέρουμε ήδη, ωστόσο, και γι’ αυτό μπορούμε να ελπίσουμε για το καλύτερο, ότι αυτός ο λαός είναι ένα «απείθαρχο στρατιωτάκι που δε λέει να κάτσει στη σειρά του και βάζει τρελές ιδέες ανυπακοής και ανταρσίας στους υπόλοιπους υποτελείς»[3]. Ένας άλλος, μεγαλύτερος ακόμα, star της αριστερής δημοσιογραφίας έγραψε ότι η απόφαση του κ. Τσίπρα απέδειξε, μια και καλή, για όποιαν/ον είχε αμφιβολίες, ότι «αυτός ο κόσμος, ο μικρός, ο μέγας [σ.σ. δηλ. το στελεχιακό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ και γενικότερα το ασκέρι της αριστεράς-με-άλφα-κεφαλαίο] είναι ζόρικο σινάφι». Πια, το μάθαμε από πρώτο χέρι, «η πατρίδα [sic] δεν είναι μόνη στα χέρια των τοκογλύφων [sic]» και «το δημοψήφισμα μπορεί να γίνει η μεγάλη έφοδος στον ουρανό για έναν ρημαγμένο και ταπεινωμένο λαό»[4]. Στον πλανήτη που ξυπνήσαμε το πρωί του περασμένου Σαββάτου κατοικεί ένας ξεχωριστός, ανυπότακτος λαός που σήμερα καθοδηγείται από μια ζόρικη, αποφασισμένη να κρατήσει γερά στο ταμπούρι της, ηγεσία. Απέναντί του έχει αιμοσταγείς τοκογλύφους και όλους τους δαίμονες των αγορών, δαίμονες που ασκούν την κακοποιό επίδρασή τους έξωθεν και άνωθεν, αλλά αντιστέκεται και, όπως μας εξήγησε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας στο διάγγελμά του, σε αυτά τα λευκά μάρμαρα «ξέρουμε να πολεμάμε και να νικάμε»[5]. «Αμήν», όπως θα συμπλήρωνε ο κ. Καρτερός[6], και πιθανόν και ο Άνθιμος Θεσσαλονίκης.
Το αφήγημα που μας πλασάρει αυτές τις μέρες η αριστερά του ελληνικού κράτους, γιατί αυτό, και τίποτα παραπάνω, δεν είναι η (συγ-)κυβερνώσα (με την άκρα δεξιά) αριστερά-με-άλφα-κεφαλαίο, μέσα από έναν καταιγισμό δημόσιων τοποθετήσεων, συντονισμένων στο ίδιο κλειδί, από ντροπαλούς ή μη οπαδούς και συνοδοιπόρους, επιφυλακτικούς ή μη σχολιαστές παντός καιρού, προσωρινά παρατημένους ή μη γαμπρούς[7] της πρώην άκρας αριστεράς (στρατηλάτες εν αναμονή στρατού, που λειτουργούν ως ‘ΣΥΡΙΖΑ εξωτερικού’ και δραστήρια μέλη του ευρύτερου ‘κόμματος Λαφαζάνη’, πιέζοντας για στροφή προς τη δραχμή και τη Ρωσία), αριστερόστροφους ή δεξιόστροφους γαλονάδες του κομματικού μηχανισμού, διαλλακτικά ή μη μέλη των ελληνικών διαπραγματευτικών ομάδων, ευσυγκίνητους ή μη υπουργούς, αυτό το αφήγημα, λοιπόν, που ένας ολόκληρος στρατός από εμπόρους ελπίδας μας (ξανα)πουλάει σε τιμή ευκαιρίας, είναι χτυπητά κοινότοπο. Υπό άλλες συνθήκες, θα αρκούσε απλά κανείς να επισημάνει τη συνάφειά του με τις ανοησίες που εδώ και πολλές δεκαετίες διακινεί και ανακυκλώνει η εγχώρια άκρα δεξιά, εντός και εντός του κόμματος της ΝΔ, και για μία περίοδο υιοθετούσε επίσης μια πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ, εκείνη που κυκλοφορούσε στην κωλότσεπη με την Αυριανή, και είχε ως κύριο πολιτικό εκφραστή τον κ. Κουτσόγιωργα ή τον κ. Αθανασόπουλο (έναν «σοσιαλιστή αγωνιστή» ελληνικού DNA, που ενώ δικαζόταν για μια κοινή υπόθεση απάτης δήλωνε περήφανα ότι διώκεται γιατί είναι ένας απείθαρχος έλληνας που τόλμησε να σηκώσει το ανάστημά του μπροστά στους Ευρωπαίους, με τους οπαδούς του έξω από το δικαστήριο να τραγουδούν, τι άλλο;, το Πότε θα κάνει ξαστεριά). Θα αρκούσε, επίσης, κανείς να σημειώσει ότι υπό ένα τέτοιο αφήγημα ακόμα και οι έλληνες Ναζί μπορούν να συστρατευτούν, όχι μόνο χωρίς αναστολές, αλλά και με το αίσθημα ότι κολυμπούν στα δικά τους νερά, εκεί όπου η κύρια αντίφαση που καθορίζει τι συμβαίνει στον πλανήτη γη είναι όντως αυτή ανάμεσα στους ξένους «τοκογλύφους» και τους αντιστεκόμενους «Έλληνες». Κι αυτό ακριβώς συνέβη, αφού στις 178 ψήφους με τις οποίες εγκρίθηκε η πρόταση για διενέργεια δημοψηφίσματος από το κοινοβούλιο περιλαμβάνονταν και οι ψήφοι του Λαγού και όλων των υπόλοιπων εκλεγμένων ομοϊδεατών του. Η συστράτευση, μάλιστα, της κοινοβουλευτικής ομάδας των Ναζί στο νέο μεγάλο ελληνικό «Όχι» δε σχολιάστηκε καν, ως ένα κάποιου είδους πρόβλημα, από τα μπουλούκια των αριστερών διαδικτυακών και τηλεοπτικών αγκιτατόρων, ούτε οι ψήφοι τους διαχωρίστηκαν ως ανεπιθύμητοι: αντίθετα, η κ. Κωνσταντοπούλου, το ίδιο βράδυ, εξέφρασε με ένα πλατύ χαμόγελο την ικανοποίησή της για την ευρεία πλειοψηφία, ενώ στο Πριν διαβάσαμε απλά ότι το «Όχι» των Ναζί σημαίνει, κατά βάθος, «Ναι»[8], πράγμα περίεργο, δεδομένου ότι οι ίδιοι οι Ναζί ισχυρίζονται πως το δικό τους «Όχι» αφορά κάθε πρόταση για νέο μνημόνιο, και επιμένουν ότι αποτελεί λογική απόρροια της γενικής αντιμνημονιακής τους στάσης. Πουθενά στο δημοψήφισμα, εξάλλου, ούτε στον, παραγόμενο μέσα στην ευρύχωρη συριζαίϊκη πολιτική πιάτσα, δημόσιο λόγο που το συνοδεύει και το νοηματοδοτεί ως συγκεκριμένο ιστορικό συμβάν, δεν τίθεται, έστω και έμμεσα, κάποιο ζήτημα διαφορετικό ή βαθύτερο από το ζήτημα των σχέσεων του ελληνικού κράτους με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά.
Εξίσου εύλογη θα ήταν και η γενικότερη παρατήρηση ότι τα δημοψηφίσματα που θέτουν, σε πολύ μικρά χρονικά περιθώρια δημόσιας διαβούλευσης, τεχνικού τύπου ερωτήματα, χωρίς να θίγουν πραγματικές διαζεύξεις και να αφήνουν περιθώριο για εναλλακτικές κοινωνικές επιλογές, μολονότι επενδύονται παράπλευρα με το δραματικό αίσθημα της επιλογής μεταξύ ζωής και θανάτου, αντί να παραπέμπουν σε δοκιμές άμεσης δημοκρατίας συνιστούν κόλπα προσφιλή σε αυταρχικές πολιτικές διοικήσεις για την επίτευξη νομιμοποίησης υπό ελεγχόμενες συνθήκες αντιπαράθεσης. Όλες οι παραπάνω διαπιστώσεις θα μπορούσαν να γίνουν, χωρίς να εκλαμβάνονται ως συμπτώματα «ελιτισμού», σεκταρισμού ή κρυπτο-φιλελευθερισμού. Υπό διαφορετικές, όμως, συνθήκες. Γιατί, όπως είπαμε ήδη, πια έχουμε περάσει «σε έναν άλλον πολιτικό πλανήτη». Μόνο που αυτή η διέλευση δεν έγινε, ξαφνικά, το περασμένο Σάββατο, αλλά ήδη από το 2012, όταν σύσσωμη, και χωρίς εσωτερικές διαφοροποιήσεις, η ηγεσία και η βάση του ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να προετοιμάζεται πυρετωδώς για την επόμενη εκλογική αναμέτρηση και την επικείμενη άνοδο στην εξουσία της «Αριστεράς», για «πρώτη φορά».
Πικρά, ώριμα φρούτα
Τότε, το 2012, ήταν που δρομολογήθηκε η «βίαιη ωρίμανση» του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα εξουσίας, καταπώς προέτρεπε τους συντρόφους του ένας πεπειραμένος μετρ της πολιτικής ως τέχνης του εφικτού, ο κ. Δραγασάκης, και η δημιουργία μιας «νέας μεγάλης συνθετικής Αριστεράς»[9], που δε χρειάζεται πια επιθετικούς προσδιορισμούς γιατί χωράει τα πάντα και εκκενώνει τα πάντα από το μέχρι πρότινος νόημά τους. Τότε ήταν που οι δρόμοι άρχισαν να αδειάζουν και οι κομματικοί διάδρομοι ή παράδρομοι να γεμίζουν. Τότε ήταν που η ρητορική περί νεοφιλελευθερισμού αντικαταστάθηκε από τη ρητορική περί «ανθρωπιστικής κρίσης». Τότε ήταν, επίσης, που στήθηκε όλο αυτό το δίκτυο επαφών με το ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο και το ελληνικό βαθύ κράτος που απαιτούνταν ώστε σήμερα ο ΣΕΒ, εν μέσω bank holidays, να τηρεί μια στάση σχεδόν συγκατάβασης (αρκούμενος σε μια δήλωση η οποία καλεί μεν σε καταφατική ψήφο στο δημοψήφισμα, χωρίς όμως να καταγγέλλει τη διενέργειά του, όπως π.χ. έκαναν διάφοροι άλλοι μηχανισμοί αναπαραγωγής του σημερινού καθεστώτος, μεταξύ των οποίων και η ΓΣΕΕ), και ο Άνθιμος να κάνει, εδώ και μήνες, εκκλήσεις για στήριξη της κυβέρνησης στη διαπραγματευτική της προσπάθεια. Αυτές τις επαφές και γειώσεις στο πραγματικό σύμπαν της ελληνικής αστικής τάξης και των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών του ελληνικού κράτους είναι που αντανακλά η ομαλότατη μέχρι σήμερα, και προσυμφωνημένη καιρό πριν τις εκλογές του 2015, συνύπαρξη, σε επίπεδο διακυβέρνησης, με τους ΑΝΕΛ, ένα κόμμα επιθετικού εθνικισμού, ρατσισμού, μιλιταρισμού και ομοφοβίας. Και σε αυτήν τη «βίαιη ωρίμανση» είναι που ταιριάζει γάντι αυτός ο δύσοσμος ιδεολογικός βούρκος, αυτή η αχανής θάλασσα από επαναλαμβανόμενες μπαρούφες, ετοιματζίδικους δεκάρικους, γλυκανάλατες ατάκες τύπου άρλεκιν, χυδαίους δημαγωγικούς μελοδραματισμούς[10], και κλισέ της αστικής ιδεολογίας ντυμένα με τσιτάτα του Μπένγιαμιν (!!!), του Γκράμσι ή ακόμα και του Λένιν, μέσα στον οποίο πλατσουρίζουν, ήδη από το 2010, χαρωπά άπαντες στη βάση και στην ηγεσία της «Αριστεράς», εντός και πέριξ του ΣΥΡΙΖΑ, παράγοντας και καταναλώνοντας ασταμάτητα επιφυλλίδες που μετά από μια βδομάδα, αν όχι την επόμενη μέρα, δεν αξίζει καν να διαβαστούν, πατώντας ‘like’ σε οικονομικές, πολιτικές ή θεωρητικές αναλύσεις που δεν πληρούν στοιχειώδεις κανόνες ορθολογικής επιχειρηματολογίας, χειροκροτώντας παθητικά σεσημασμένους κενολόγους πανελίστες[11] και κάθε λογής πριμαντόνες της «πολιτικής για μεγάλα παιδιά», θαυμάζοντας αυταρχικές προσωπικότητες και «μάγκες» που «ταπώνουν» τους αντιπάλους τους στην τηλεόραση ή στο κοινοβούλιο, υιοθετώντας γελοία σενάρια συνωμοσίας ή διαδίδοντας φτηνές κινδυνολογίες (οι «τοκογλύφοι» επιβουλεύονται τον πλούτο της χώρας, «ακραίοι κύκλοι» [sic] στην Ευρώπη «τορπίλισαν» [sic] τη συμφωνία γιατί θέλουν να ρίξουν τον Τσίπρα), και κυρίως κάνοντας την πάπια για τη σωρεία εξόφθαλμων γεγονότων που αποδεικνύουν, ακόμα και στον πιο αφελή, ότι η σημερινή αριστερο-ακροδεξιά κυβέρνηση στην πραγματικότητα συνεχίζει το έργο των προκατόχων της, αξιοποιώντας τα ίδια μέσα, δηλαδή, το θεσμικό οπλοστάσιο που συγκροτήθηκε τα τελευταία χρόνια, αν και με πιο κόσμιο τρόπο.
Για τον μέσο σύγχρονο αριστερό, ή μάλλον, για να ακριβολογούμε, τον μέσο οπαδό της Αριστεράς, το ότι σήμερα η Αμυγδαλέζα είναι ακόμα ανοιχτή, αποτελεί μια ασήμαντη λεπτομέρεια, κάτι το τυχαίο, κάτι που δεν είναι καθοριστικό για το τι κανείς διαλέγει να υποστηρίξει πολιτικά. Μια κυβέρνηση που κρατάει ανοιχτά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, ενώ παράλληλα αρνείται να φορολογήσει, έστω και λίγο, τους έλληνες εφοπλιστές ή να μειώσει δραστικά τις στρατιωτικές δαπάνες (αυτά τα ελληνικά «όχι» στην κατάργηση της φορολογικής ασυλίας για τις ναυτιλιακές εταιρείες, και στη δραστική μείωση των δαπανών για τον στρατό ήταν δύο από τα σημεία διαφωνίας στη διαπραγμάτευση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη), και γενικότερα καλλιεργεί συστηματικά την παθητικότητα, εκτός κι αν πρόκειται για ελεγχόμενες από την ίδια συναθροίσεις (όπως η γιορτή εθνικο-λαϊκής «υπερηφάνειας» του Καμμένου στις 25 του Μάρτη ή οι συγκεντρώσεις στήριξης της «εθνικής διαπραγματευτικής προσπάθειας»), την εθνική ομοψυχία και την ταξική συνεργασία, μπορεί κάλλιστα να είναι «δική μας», ή μια κυβέρνηση με την οποία κριτικά μπορούμε να συνταχθούμε όταν κινδυνεύει από τον Σαμαρά, τον Θεοδωράκη ή την Μέρκελ και τον Σόϊμπλε: ένα τέτοιο σκεπτικό μοιράζονται σήμερα χιλιάδες άνθρωποι οι οποίοι προτιμούν να φαντάζονται ότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι κάτι ιστορικά ανάλογο με την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης του 1944 ή με την κυβέρνηση Κερένσκι, αν όχι με την κυβέρνηση Allende στην Χιλή, από το να καθίσουν, έστω και για λίγο, να αναλογιστούν πώς και γιατί μετά τους κοινωνικούς αγώνες της προηγούμενης περιόδου προέκυψε μια τέτοια εκδοχή διαχείρισης, ή μάλλον διάσωσης, του ελληνικού καπιταλισμού. Βέβαια, στο σύμπαν της αριστεράς-με-άλφα-κεφαλαίο δεν υπάρχουν περιθώρια για να αναλογιστεί κανείς/καμιά κάτι. Δεν γίνονται ποτέ αποτιμήσεις. Ακόμα χειρότερα: κάθε αποτίμηση οφείλει να είναι και μια ένεση αυτοπεποίθησης – όλα πήγαν καλά, συνεχίζουμε, ετοιμαζόμαστε για την επόμενη μάχη, και κάθε μάχη είναι μια μάχη των μαχών, και συνεπώς όλες οι μάχες είναι το ίδιο αδιάφορες, πεδία εφαρμογής όσων ήδη ξέρουμε να κάνουμε, όσων ήδη έχουμε συνηθίσει να λέμε. Ο αναστοχασμός, η ικανότητα να σκέφτεται και να διερωτάται καμιά/κανείς για το νόημα όσων συμβαίνουν και όσων η/ο ίδια/ος πράττει, είναι δείγμα αδυναμίας, υποχώρησης, έλλειψης πίστης. Και στην αριστερά-με-άλφα-κεφαλαίο πιστεύουν πολύ, και το δείχνουν σε κάθε ευκαιρία, οργανώνοντας πανηγυρικές εκδηλώσεις κάθε λογής. Πρόκειται για εκείνη την τυφλή πίστη που πάντα αποτελεί την άλλη όψη του πιο αβυσσαλέου μηδενισμού. Γιατί σε αυτόν τον πολιτικό χώρο αν πιστεύουν πολύ και το δείχνουν, είναι γιατί στην τελική δεν πιστεύουν, έχουν πάψει οριστικά να πιστεύουν ή δεν πίστεψαν ποτέ, στη δυνατότητα μιας ριζικής κοινωνικής αλλαγής, και πιο συγκεκριμένα ακόμα στην ικανότητα των υπό εκμετάλλευση και καταπίεση ανθρώπινων όντων να αυτοχειραφετούνται, να σπάνε τις αλυσίδες τους και να αίρουν τις συνθήκες υποκειμενοποίησής τους, διακινδυνεύοντας να χάσουν τα πάντα για να κερδίσουν ένα μέλλον που στο παρόν προδιαγράφεται μονάχα μέσα από αρνήσεις και μικρές, πάντα έτοιμες να κλείσουν, ρωγμές.
Χρειάζεται καλύτερη απόδειξη από τη στάση των μεγάλων και μικρών ηγητόρων και συνολικά του «λαού της αριστεράς» αυτές τις μέρες; Οι ίδιοι άνθρωποι που μιλάνε για ρήξη με τους «δανειστές», για την ανάγκη των ηχηρών και μεγάλων «Όχι», δε βγάζουν κιχ για το πώς το προλεταριάτο θα αντιμετωπίσει μια ενδεχόμενη κατάσταση οικονομικής κατάρρευσης, έλλειψης τροφίμων, φαρμάκων κ.ο.κ. Δε θέτουν κανένα τέτοιου είδους ερώτημα. Στη μακράν καλύτερη, και ακραία μειοψηφική, περίπτωση (που μάλλον οριακά μπορεί να καταχωρηθεί στην «Αριστερά»), θα βρούμε ένα κάλεσμα για «προλεταριακή άμυνα στο αστικό σαμποτάζ» και «επιτροπές δράσης» που θα απαιτούν «από την κυβέρνηση να εξασφαλίσει και να εγγυηθεί» την επιβίωση του προλεταριάτου[12]. Κατά κανόνα, όμως, οι αριστεροί εθνοσωτήρες και οπαδοί εθνοσωτήρων με το που πάει να τεθεί αυτό το ερώτημα απλά αλλάζουν θέμα, και πότε-πότε το ρίχνουν σε ποιητικές αποστροφές γεμάτες συναισθηματικούς πλεονασμούς: θα βρεθούμε (ως «ελληνικός λαός», μην ξεχνιόμαστε … ) στο τιμόνι, θα πλεύσουμε σε αχαρτογράφητα νερά, θα ζήσουμε με αξιοπρέπεια, θα δώσουμε ένα μάθημα δημοκρατίας, «γυρίζω την πλάτη μου στο μέλλον», εμείς δεν θα γίνουμε οι «χέστηδες του 2015»[13] κλπ., κλπ., λες και μιλάνε στο προαύλιο της ΕΡΤ, υπό τους ήχους της ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης». Ενώ τόσα χρόνια οι αριστερότεροι εξ αυτών δήλωναν με ύφος εκατό καρδιναλίων ότι η ειδοποιός διαφορά της «Αριστεράς» από τον αναρχικό και αυτόνομο χώρο είναι η επίγνωση της σημασίας του «συνειδητού παράγοντα», της ευχέρειας δηλαδή οργάνωσης και χάραξης στρατηγικών σχεδιασμών σε επίπεδο κινηματικής δράσης, τώρα όποτε μιλάνε για «σχεδιασμό των επόμενων βημάτων» αυτό που εννοούν είναι τον σχεδιασμό των βημάτων ενός κράτους, ή των κομμάτων που θα διοικούν το κράτος (χωρίς καν να επιχειρούν να μετασχηματίσουν το κράτος). Η συντριπτική τους πλειοψηφία, ξεκαθαρίζει ήδη ότι δεν υπάρχει κάτι πέραν μιας καλύτερης, «για τα συμφέροντα της χώρας», διαπραγμάτευσης ανάμεσα στο ελληνικό κράτος και τους ευρωπαίους εταίρους του. Μια μειοψηφία, ιδίως εκείνη που συσπειρώνεται γύρω από το όραμα της δραχμής, θα αραδιάσει, αντίθετα, με ευκολία κάμποσα bullets περί «εθνικοποίησης τραπεζών», «μονομερούς διαγραφής του χρέους» και διάφορων άλλων μέτρων που το κράτος της επόμενης μέρας μπορεί να λάβει, αλλά δε θα βρει να πει το παραμικρό για το τι το προλεταριάτο, ως ενεργή κοινωνική δύναμη, ως υποκείμενο που δεν είναι ήδη εκεί έξω περιμένοντας το νεύμα των wannabe καθοδηγητών του, αλλά παράγεται μέσα στην ταξική πάλη, μπορεί να κάνει και πώς, για το πώς ο κόσμος του αγώνα, όσοι/ες βρίσκονται ή θα βρεθούν στο δρόμο, θα οργανώσουν τις αρνήσεις τους, θα ανοίξουν διόδους πέρα από το υπάρχον, θα αρχίσουν να καταργούν τις εκμεταλλευτικές σχέσεις και το δεδομένο σήμερα μωσαϊκό σχέσεων εξουσίας. Μόνο τα κράτη και τα κόμματα είναι υποκείμενα που παράγουν ιστορία. Το προλεταριάτο μπορεί μόνο να ζητάει, να στηρίζει, να ανταποκρίνεται στις προστακτικές του κράτους και του κόμματος που προετοιμάζεται να αναλάβει, ή έχει ήδη αναλάβει, κυβερνητικά καθήκοντα, να είναι ο δεδομένος «λαός» που θα ζυμωθεί καταλλήλως και θα οδηγηθεί στο σωστό δρόμο: η σύγχρονη χωρίς προσδιορισμούς αριστερά έχει εμπεδώσει πολύ καλά αυτό το απόσταγμα σταλινικής και σοσιαλδημοκρατικής σοφίας.
Γενεαλογώντας το αριστερό εμπόριο ελπίδας
Στο ευρύτερο κοινό της αριστεράς του κράτους, της «νέας μεγάλης συνθετικής Αριστεράς» που οραματίστηκε ο κ. Δραγασάκης και σήμερα είναι κάτι χειροπιαστά πραγματικό, η ιδεολογία που γενικά δεσπόζει είναι ένα μίγμα σταλινικού κρατισμού και σοσιαλδημοκρατικού ταξικού συμφιλιωτισμού αραιωμένο με μεγάλες ποσότητες μικροαστικού εθνικιστικού λαϊκισμού. Τα ανέκδοτα του Ζίζεκ, η οντολογία του συμβάντος του Μπαντιού, και οι υπογραφές στήριξης της Μπάτλερ ή της Σάσκια Σάσεν δε χρησιμεύουν παρά ως καρυκεύματα για να χωνεύεται ευκολότερα από τους αριστερούς υποψήφιους διδάκτορες ή πανεπιστημιακούς καθηγητές αυτή η ιδεολογία, και να αναπαράγεται αποενοχοποιημένα η κυριαρχία της[14]. Αρκεί, όμως, να ξύσουμε λίγο κάτω από τα post-modern φιλοσοφικά κλισέ ή τους αφόρητους μελοδραματισμούς, για να αντιληφθούμε ότι όσα πράγματι ιδεολογικά πρεσβεύει ένας μέσος οπαδός της αριστεράς-με-άλφα-κεφαλαίο είναι πολύ λιγότερο εκλεπτυσμένα και φανερώνουν πολύ λιγότερο ανεπτυγμένη κριτική σκέψη απ’ ό,τι αυτά που σήμερα πρεσβεύει ένας μέσος Κνίτης. Μπροστά π.χ. στα περισσότερα από όσα γράφονται στον ιστότοπο iskra ή στο left.gr τα γραπτά του Στάλιν και του Δημητρόφ μοιάζουν με διαμάντια της πολιτικής σκέψης: τουλάχιστον στα τελευταία αναγνωριζόταν ακόμα η ύπαρξη αγεφύρωτων ταξικών αντιθέσεων και η έννοια του κράτους εξακολουθούσε να αποτελεί ένα πρόβλημα, όχι τον αυτονόητο όρο κάθε δυνατής λύσης. Παρ’ όλα αυτά, η μήτρα αμφότερων είναι πράγματι κοινή. Γι’ αυτό και οι πιο σοβαροί, οι λιγότερο κυνικοί (και ασφαλώς, οι περισσότερο αφελείς), από τους θεωρητικούς της αριστεράς του κράτους είναι εκείνοι που επικαλούνται ευθέως τις ιδεολογικές παρακαταθήκες του Στάλιν και του Δημητρόφ, ιδίως για τα διαταξικά, «λαϊκά μέτωπα», τη στάση απέναντι στους μικροαστούς και στο μεσαίο κεφάλαιο, την οικειοποίηση του εθνικισμού (ή όπως οι ίδιοι προτιμούν του «πατριωτισμού»), τη διάκριση ανάμεσα σε μια αριστερή και μια επαναστατική κυβέρνηση[15]. Κι εδώ γίνονται ορατά κάποια από τα γενεαλογικά ίχνη της αριστεράς του κράτους, τα οποία ενώ φαίνονται να είναι προφανή, σπάνια εξετάζεται η ιδιαιτερότητα της ιστορικής υφής τους.
Παρά τις μεγάλες μεταξύ τους διαφορές, ο σταλινισμός και η σοσιαλδημοκρατία είχαν ως κοινό παρονομαστή το γεγονός ότι ήταν ρεύματα αντεπαναστατικά εντός του εργατικού κινήματος, ότι εξέφρασαν την άρνηση της επανάστασης μέσα στην ίδια την επανάσταση ως ιστορική διαδικασία. Ο αντεπαναστατικός τους χαρακτήρας δεν οφείλεται μονάχα στο ότι αναχαίτισαν ή κατέστειλαν μια σειρά από επαναστατικές τάσεις και απόπειρες, αλλά και στο ότι συνέβαλαν σε σημαντικό βαθμό στη διαμόρφωση του σύγχρονου κράτους, προπάντων στο σκέλος των τεχνολογιών διαχείρισης και διευρυμένης αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης. Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τους μετασχηματισμούς του κράτους από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά λέγοντας ότι είναι μετασχηματισμοί που κατέτειναν στη συγκρότηση ενός κράτους κατάλληλου να οργανώνει την πραγματική υπαγωγή της ζωντανής εργασίας στο κεφάλαιο, να διαπλάθει, δηλαδή, εκ των προτέρων, τα σώματα των προλεταρίων ως αντικείμενα υπό εκμετάλλευση. Χάρη σε αυτούς τους μετασχηματισμούς, οι ολοκληρωτικές τάσεις που ενυπάρχουν σε κάθε μορφή, ακόμα και την πιο δημοκρατική, του καπιταλιστικού κράτους άρχισαν να βγαίνουν στο προσκήνιο και να κρυσταλλώνονται ως πτυχές μιας αυτονόητης κανονικότητας. Το κράτος δε χρειαζόταν πια να εξαπολύει μαζικούς διωγμούς. Αντίθετα, χωρίς καν να τεθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αποκτούσε ως πάγιο, κανονικό του χαρακτηριστικό την πολεμική επαγρύπνηση έναντι του εσωτερικού εχθρού: η εγγραφή του προλεταριάτου στην ισχύουσα πολιτική διάταξη, η πολιτική αναγνώρισή του ως κοινωνικής δύναμης, ήταν και μια διαδικασία κατάτμησης σε ομάδες ιδιαίτερων συμφερόντων, αποδιοργάνωσης, καθολικού καθημερινού ελέγχου, πειθάρχησης και προληπτικής καταστολής. Αν εξακολουθεί να μοιάζει παράξενο το ότι τα τελευταία χρόνια στις προλεταριακές εξεγέρσεις τα γραφεία προνοιακών υπηρεσιών ή εύρεσης εργασίας καθώς και τα δημόσια μέσα μαζικής μεταφοράς γίνονται στόχος επιθέσεων είναι γιατί έχουμε μάθει να παραβλέπουμε ότι η κατασταλτική όψη της κρατικής παρέμβασης ήταν πάντοτε παρούσα σε όλες αυτές τις μορφές μέριμνας για την παραγωγή και κυκλοφορία του εμπορεύματος-εργασιακή δύναμη. Οι σοσιαλδημοκρατικές και ο σταλινικές γραφειοκρατίες επινόησαν, δοκίμασαν με επιτυχία στην πράξη, και προσέφεραν, ως υλοποιημένη συλλογική γνώση, στο οπλοστάσιο του κράτους μια πληθώρα νέων τρόπων πολιτικό-αστυνομικής διαχείρισης και κοινωνικού ελέγχου της ζωντανής εργασίας. Χωρίς αυτήν τη γενναιόδωρη συνεισφορά, ο καπιταλισμός σήμερα θα ήταν πιθανόν πολύ πιο ασταθής, ενώ εκείνες οι στρατηγικές ταξικής καθυπόταξης, με τη μετατροπή του κράτους σε μια πολεμική μηχανή για την απαξίωση της ζωντανής εργασίας, που εφαρμόστηκαν από τη δεκαετία του 1970 και συνήθως αποδίδονται με τους όρους «νεοφιλελευθερισμός» και «ορντοφιλελευθερισμός» (Ordoliberalismus), θα ήταν αδιανόητες. Η αριστερά του κράτους αποτελεί καρπό της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού από αυτήν κυρίως την άποψη.
Κι οι ίδιοι, όμως, οι μετασχηματισμοί του κράτους επέδρασαν καταλυτικά στη σοσιαλδημοκρατία και τον σταλινισμό. Όπως είχε πολύ εύστοχα περιγράψει, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο Νίκος Πουλαντζάς, ένας μαρξιστής στοχαστής το όνομα του οποίου σήμερα, κατά τρόπο ειρωνικό, χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς για τους απολογητές της αριστεράς του ελληνικού κράτους (όπως συμβαίνει με το όνομα της Λούξεμπουργκ για τους απολογητές της αριστεράς του γερμανικού κράτους), οι αναδιαρθρώσεις του κεφαλαίου και η συνεπαγόμενη ενίσχυση των οικονομικών λειτουργιών του κράτους, της παρεμβατικότητάς του ως εγγυητή για την ομαλή παραγωγή και κυκλοφορία του εμπορεύματος-εργασιακή δύναμη, επέφεραν δραστικές αλλαγές στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Πριν, ήταν το κοινοβούλιο που διατηρούσε τον ρόλο του εκφραστή των συμφερόντων των υποτελών κοινωνικών τάξεων μέσω των κομμάτων που αντιπροσώπευαν αυτές τις τάξεις. Η νομιμοποίηση του κράτους έναντι του προλεταριάτου κρινόταν στα κοινοβουλευτικά έδρανα, ήταν υπόθεση της νομοθετικής εξουσίας. Εφεξής, αυτός ο ρόλος, της οργάνωσης της συναίνεσης, θα μονοπωλούνταν από την εκτελεστική εξουσία και την κρατική διοίκηση: «Η διοίκηση δεν είναι πια ο μηχανισμός που, με κάποιες πρωτοβουλίες ή αντιστάσεις, ήταν κυρίως επιφορτισμένος με την εκτέλεση της πολιτικής γραμμής. Η κρατική γραφειοκρατία, κάτω από την επιβολή των κορυφών της εκτελεστικής εξουσίας, γίνεται όχι μόνο ο τόπος, αλλά και ο πρωτουργός της εκπόνησης της κρατικής πολιτικής»[16]. Τα πολιτικά κόμματα, με τη σειρά τους, ιδίως τα λεγόμενα κόμματα εξουσίας, και αυτό ισχύει και για τα σοσιαλδημοκρατικά και για τα κομμουνιστικά κόμματα που είχαν βρει μια σχετικά σταθερή θέση στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό και ενίοτε (όπως π.χ. στην Ιταλία) διεκδικούσαν, δια της κοινοβουλευτικής οδού, την πολιτική εξουσία, από «τόποι όπου διαμορφώνεται η πολιτική και καταστρώνονται οι συμβιβασμοί και οι συμμαχίες με βάση λίγο ή πολύ συγκεκριμένα προγράμματα», από «οργανισμοί που διατηρούν ουσιαστικούς δεσμούς αντιπροσώπευσης με τις κοινωνικές τάξεις», έτειναν να γίνουν «πραγματικοί ιμάντες μεταβίβασης των αποφάσεων της εκτελεστικής εξουσίας». Στην προγενέστερη δημοκρατική μορφή του καπιταλιστικού κράτους, τα κόμματα «παρέμεναν βασικά δίκτυα διαμόρφωσης της πολιτικής ιδεολογίας και της συναίνεσης». Στον «αυταρχικό κρατισμό», που κατά τον Πουλαντζά αποτελεί τη νεώτερη δημοκρατική μορφή του καπιταλιστικού κράτους, «η νομιμοποίηση μετατοπίζεται προς τα δημοψηφισματικά και καθαρά χειραγωγικά κυκλώματα (μέσα ενημέρωσης) που κυριαρχούνται από τη διοίκηση και την εκτελεστική εξουσία»[17]. Αν πάρουμε τοις μετρητοίς όσα γράφονται στην τελευταία πρόταση, ίσως να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί σήμερα η αριστερά του ελληνικού κράτους καταφεύγει σε ένα δημοψήφισμα όπου το δίλημμα αφορά διαφορετικές εκβάσεις της ίδιας τεχνικής διαδικασίας διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε κράτη, με το πολιτικό πλαίσιο της διαπραγμάτευσης να τίθεται εκτός δημόσιας διαβούλευσης.
Χωρίς στρατούς, εκτός και εναντίον
Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο περίγυρός του, το ισπανικό PODEMOS, και το γερμανικό κόμμα Die Linke, διαφέρουν σε πάρα πολλά σημεία από τα σοσιαλδημοκρατικά και σταλινικά κόμματα. Οι σημαντικότερες, ωστόσο, διαφορές έχουν να κάνουν ακριβώς με τους δεσμούς αντιπροσώπευσης της εργατικής τάξης, και αντίστροφα με τη σχέση προς το κράτος. Τα κόμματα της «Αριστεράς» δεν είναι μαζικά κόμματα, ούτε κόμματα που έχουν οργανικές σχέσεις με το εργατικό κίνημα. Δε συγκροτούνται μέσα στην ταξική πάλη, αλλά πλάι σε, και πάνω από αυτήν: μπροστά από το κοινοβούλιο, ενόψει εκλογικών αναμετρήσεων. Είναι εκλογικοί μηχανισμοί και ταυτόχρονα τείνουν να εμφανιστούν ως κόμματα εξουσίας, ή λειτουργούν, από την ίδρυσή τους, ως προσομοιώσεις των κομμάτων εξουσίας. Οι γραφειοκρατίες που τα διοικούν αντί να προέρχονται από το εσωτερικό του εργατικού κινήματος ή να έχουν αναδειχθεί μέσα από κοινωνικούς αγώνες, για να αυτονομηθούν σε δεύτερο χρόνο ασκώντας την πολιτική ως επάγγελμα, είτε έχουν, από την αρχή, δεσμούς με την κρατική διοίκηση (επαγγελματίες πολιτικοί, εκλεγμένοι σε διάφορα επίπεδα του κράτους) είτε εμφανίζονται, από την αρχή, ως φορείς μιας εναλλακτικής πρότασης κρατικής διαχείρισης, αποκτώντας τη συνοχή τους στη βάση της προοπτικής της διακυβέρνησης ή της συμμετοχής στη διακυβέρνηση. Δεν προδίδουν τίποτα, σε σχέση με τους προλετάριους στους οποίους απευθύνονται ως κομμάτι της εκλογικής μάζας, ακόμα κι αν αθετήσουν ορισμένες από τις προεκλογικές τους υποσχέσεις, γιατί εκ προοιμίου τοποθετούνται στο πεδίο της κρατικής διοίκησης, όχι ως εκπρόσωποι της εργατικής τάξης αλλά ως υποψήφιοι κρατικοί λειτουργοί που θα ενσωματώσουν και θα ελέγξουν καλύτερα το πόπολο που από κάτω διαμαρτύρεται, «ζητάει», «διεκδικεί», «πιέζει». Εξού και η τόσο έντονη έμφαση στη λαϊκή ή εθνική «ενότητα», στην αποκατάσταση του «διαρρηγμένου κοινωνικού ιστού», στην επιστροφή στην ομαλότητα: ο κ. Τσίπρας, όπως και ο κ. Iglesias ηγούνται κομμάτων που είναι ιμάντες μεταβίβασης της εκτελεστικής εξουσίας, μηχανισμοί που συντονίζουν και διευθετούν την κρατικοποίηση των κοινωνικών αγώνων, όχι ως έκφραση του κοινωνικού στο πολιτικό, αλλά ως προβολή του πολιτικού στο κοινωνικό. Η αριστερά του κράτους δεν είναι αυτό που παλιότερα προσδιοριζόταν τοπολογικά ως αριστερά, αν και αποτελεί, αναμφισβήτητα, απόφυση της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού. Αποτελεί το ιστορικό προϊόν της μετάλλαξης των σοσιαλδημοκρατικών και σταλινικών κομμάτων καθώς το καπιταλιστικό κράτος μετασχηματιζόταν, και εξακολουθεί να μετασχηματίζεται, σε ένα κράτος ελέγχου και διαρκούς ταξικού πολέμου, σε συνδυασμό με την ανάδυση διαταξικών μπλοκ μέσα στους ίδιους τους κοινωνικούς αγώνες, την αποσύνθεση της εργατικής ταυτότητας, τις διαδοχικές ήττες του εργατικού κινήματος στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, τη συντριβή, τέλος, και την ενσωμάτωση της Νέας Αριστεράς και των ιστορικών αριστερών αντιπολιτεύσεων στα ΚΚ, μετά τη δεκαετία του 1960.
Το δεύτερο κομμάτι του ορισμού της αριστεράς του κράτους, που μόλις προσπαθήσαμε να δώσουμε, σηκώνει μεγάλη κουβέντα. Και είναι οπωσδήποτε απαραίτητη, ως και επείγουσα, μια τέτοια αποτίμηση: πρέπει να δούμε πώς και γιατί ήδη από τη δεκαετία του 1970, με την πτώση των δικτατοριών στον ευρωπαϊκό Νότο συγκροτούνται, σε επίπεδο δρόμου, συμμαχίες ανάμεσα στο προλεταριάτο, τη μικροαστική τάξη και τμήματα ακόμα του μεγάλου κεφαλαίου, πώς και γιατί στον πρόσφατο κύκλο αγώνων ο εθνικισμός της μικροαστικής τάξης έδωσε από ένα σημείο και μετά τον τόνο στις μαζικές εκδηλώσεις εναντίωσης των ευρωπαίων προλεταρίων, πώς και γιατί ο διεθνής μαοϊσμός, ο διεθνής τροτσκισμός, η παλιά οργανωμένη αυτονομία βρέθηκαν να μετράνε τα συντρίμμια τους ή να σπεύδουν να βρουν μια θέση υπό τη σκιά κομμάτων τύπου ΣΥΡΙΖΑ, πώς και γιατί, αυτήν την ώρα, με το «Ναι» στο δημοψήφισμα συντάσσεται δημόσια η πλειοψηφία του οργανωμένου εργατικού κινήματος στην ελλάδα (η ΓΣΕΕ, το ΕΚΘ, η ΟΤΟΕ), μαζί με κάποιους αφιονισμένους πολεμοχαρείς αστούς, και με το «Όχι» ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό αφεντικών[18], μαζί με πολλούς απελπισμένους προλεταρίους. Σκοπός, όμως, του κειμένου αυτού δεν είναι να θίξει όλα αυτά τα ζητήματα, παρά μόνο έμμεσα.
Εκεί που θέλουμε, προς το παρόν, να εστιάσουμε είναι στην ιδιοσυστασία της αριστεράς του κράτους, ως τμήματος, οιονεί ή ενεργού, της κρατικής διοίκησης. Πολλοί σύντροφοι και συντρόφισσες του α/α χώρου, του μόνου πολιτικού περιβάλλοντος στο οποίο σήμερα μπορεί κανείς να ακούσει κάτι που να διαθλά, χωρίς να εξουθενώνει μέσα σε ένα κυκεώνα από κοινοτοπίες και ζωτικά ψέματα, την ένταση και το βάθος των εμπειριών ταξικής αντιπαράθεσης που συσσωρεύτηκαν από το 2007 ως το 2012, πιστεύουν ότι είναι αρκετό να υπογραμμιστεί η λέξη «διαχείριση» ώστε να χαραχθεί μια ευδιάκριτη διαχωριστική γραμμή από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους δορυφόρους του, που προσδιορίζονται, σχεδόν αντανακλαστικά, ως ο υπαρκτός αστερισμός της σύγχρονης ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Σχεδόν ποτέ δε γίνεται αντιληπτή η ουσιώδης διαφορά της αριστεράς-με-άλφα-κεφαλαίο, της αριστεράς ως φράξιας του ελληνικούς κράτους, από την αριστερά ως τοπολογικό προσδιορισμό, από τα ιστορικά κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας, του σταλινισμού, και τα θραύσματά τους. Η χρόνια απουσία μιας θεωρητικής κουβέντας για το κράτος, η εμμονή σε μια απλουστευτική άποψη που εμφανίζει το κράτος ως μια εξωτερική δύναμη καταναγκασμού, και όχι ως μια κοινωνική σχέση και μια θεσμική υλικότητα, που επικαλύπτει και ορίζει το πεδίο του πολιτικού, φαίνεται, εδώ ακριβώς, πόσο σοβαρές συνέπειες έχει. Γιατί σήμερα η «διαχείριση» του ελληνικού καπιταλισμού δεν είναι μόνο διάσωση, εν μέσω μιας παρατεταμένης κρίσης, ενός πλέγματος κοινωνικών σχέσεων ή των τρόπων με τον οποίους αυτές οι σχέσεις διαρθρώνονται. Είναι, επίσης, και αναδιάρθρωση, συνέχιση της αναδιάρθρωσης των εκμεταλλευτικών σχέσεων, απαξίωση της ζωντανής εργασίας, καθώς και μετασχηματισμός του καπιταλιστικού κράτους σε ένα κράτος εγγυητή των γενικών όρων της καπιταλιστικής παραγωγής μέσω του διαρκούς, αυτήν τη φορά, ταξικού πολέμου και της καθυπόταξης του πλεονάζοντος πληθυσμού, της αντιμετώπισής του άλλοτε ως αντικειμένου ανοιχτά αστυνομικής μεταχείρισης και άλλοτε ως στόχου τεχνοκρατικών πολιτικών ελέγχου, ζωνοποίησης, επιλεκτικής ανθρωπιστικής ανακούφισης και συστηματικού αποκλεισμού. Η διαχείριση, σήμερα, είναι και διαχείριση των στρατοπέδων συγκέντρωσης για τους παρανομοποιημένους μετανάστες, των ποικίλων ειδικών αστυνομικών σωμάτων για την καταστολή των περιθωριοποιημένων προλεταρίων, των μυριάδων εκλεπτυσμένων τεχνολογιών κοινωνικού ελέγχου για όσες και όσους πρέπει να μάθουν να πουλάνε αποτελεσματικά τους εαυτούς τους για να επιβιώσουν. Το κρίσιμο δεν είναι να στιγματιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα διαχείρισης, γενικώς και αορίστως, αλλά να διατηρήσει το πιο μαχητικό κομμάτι του προλεταριάτου την αυτοτέλειά του από, και να οξύνει την εναντίωσή του σε, κάθε επιχείρηση διάσωσης-διαχείρισης του ελληνικού καπιταλισμού, είτε έχει το πάνω χέρι η δεξιά είτε η αριστερά του κράτους.
Οι συντρόφισσες και οι σύντροφοι από τον α/α χώρο που συντάχθηκαν με το «Όχι» στο δημοψήφισμα το οποίο επέλεξε, αιφνιδιαστικά και μάλλον τυχοδιωκτικά, να κάνει η αριστερά του ελληνικού κράτους, για να επιλύσει μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικά, στις τεχνικές τους λεπτομέρειες, σενάρια συνέχισης της αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου στην ελλάδα, κρατούν αυτήν τη στάση ακριβώς επειδή εντάσσουν τους εαυτούς τους στο πιο μαχητικό τμήμα του προλεταριάτου και επειδή επιδιώκουν να διευρύνουν τους δεσμούς τους μέσα σε αυτό το τμήμα. Ίδιο είναι και το κίνητρο εκείνων των συλλογικοτήτων του α/α χώρου που υιοθετούν μια αντιΕΕ πολιτική γραμμή, αποφασίζοντας έτσι να τοποθετηθούν σε ορισμένα κομβικά ερωτήματα που τίθενται στον δημόσιο λόγο, έτσι μάλιστα όπως αυτά τίθενται, κατά τρόπο ώστε να προϋποθέτουν μόνο κράτη και κόμματα-φράξιες της κρατικής διοίκησης ως φορείς των νοητών απαντήσεων (ποιος, τι είδους υποκείμενο είναι αυτό που θα αποφασίσει την έξοδο από την ΕΕ.; Και αυτή η έξοδος τίνος πάλι πράξη θα είναι; Της «χώρας»; Του «ελληνικού λαού»; Όπου και να στρέψουμε αυτόν τον κόμπο, έτσι όπως αρθρώνεται, μόνο από κράτη ή κόμματα που διοικούν κράτη μπορεί να κοπεί). Κάθε πολιτική στάση, ακόμα και αν μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι εσφαλμένη, πρέπει να κρίνεται και με βάση τα κίνητρα που την υποκινούν. Αν δεν το κάναμε αυτό, θα έπρεπε να τσουβαλιάσουμε συντρόφισσες και συντρόφους που παίρνουν σοβαρά όσα πιστεύουν, και αγωνίζονται για την ανατροπή των εκμεταλλευτικών σχέσεων σε ενεστώτα χρόνο, με τους ψηφοθήρες ηγέτες π.χ. της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ή τους επαγγελματίες αγύρτες της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ, που αντιμετωπίζουν κάθε κινητοποίηση ως ευκαιρία ανέξοδων δημαγωγικών επιδείξεων[19]. Αλλά το γεγονός ότι αυτή η πολιτική στάση σήμερα συνοδεύεται, όλο και συχνότερα, από μια ρητορική του τύπου «όποιος δεν είναι μαζί μας, παίζει το παιχνίδι της αστικής αντεπανάστασης» αποτρέπει τόσο την αμοιβαία ισότιμη κριτική όσο και τον αναστοχασμό για το τι έχει μέχρι τώρα γίνει, τι μπορεί σήμερα να γίνει, και τι θα μπορούσε, αύριο, να αρχίσει να γίνεται. Η αξιοποίηση, επίσης, ενός μιλιταριστικού φαντασιακού, όπου στη θέση του επαναστατικού κόμματος τοποθετείται ένας επαναστατικός στρατός, το μόνο που υπόσχεται είναι μια επανάληψη καταστροφικών πρακτικών, πέρα από το ότι αποτελεί ένδειξη μια άκριτης οικειοποίησης ορισμένων από τα χειρότερα χαρακτηριστικά της πάλαι πότε ελληνικής άκρας αριστεράς.
Η αριστερά του κράτους σήμερα φαίνεται να κυριαρχεί συντριπτικά στο κομμάτι εκείνο του δημόσιου χώρου που διανοίχθηκε από τους αγώνες της προηγούμενης περιόδου. Τείνει, επίσης, να δώσει τον τόνο και στο μικρότερο εκείνο κομμάτι, τη μη κρατική δημόσια σφαίρα από εγχειρήματα έμπρακτης αμφισβήτησης του υπάρχοντος που αναδύθηκε μετά τον Δεκέμβρη του 08 και αναπτύχθηκε όταν η ταξική αντιπαράθεση είχε οξυνθεί τόσο ώστε να προκληθεί κρίση του ίδιου του κράτους. Η αποχή από το δημοψήφισμα είναι μια χειρονομία που, ενώ όλα φαίνεται να περιστρέφονται γύρω από δύο αντιπαρατιθέμενες αστικές επιλογές συντριβής της τάξης μας και περαιτέρω εξαθλίωσης των ζωών μας, υπερασπίζεται κάπως την εμπειρία συνάντησης, μέσα στους αγώνες, υποκειμένων που δεν είναι, ούτε μπορούν να γίνουν, κόμματα ή κράτη: μεταναστών, επισφαλών προλεταρίων, προλεταρίων που αμφισβητούν την ίδια την υπόστασή τους, σωμάτων που κινούνται πέρα από την κανονικότητα για την οποία έχουν διαπλαστεί. Μια τέτοια χειρονομία ομολογουμένως δε μπορεί να αποβεί ένα εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο. Αυτό ακριβώς, όμως, της προσδίδει τη σημασία της, εδώ και τώρα, ως λιγότερο εσφαλμένης επιλογής. Όχι μόνο γιατί όλα θα κριθούν στο δρόμο, αλλά και γιατί δεν πρέπει να υποχωρήσουμε από την έμπρακτη κριτική, που έχει ήδη γίνει στο δρόμο, της πολιτικής ως άθλιας τέχνης προσαρμογής στην αθλιότητα του υπάρχοντος.
Lenorman
03/07/15
[1] Π. Κοσμάς, «Ούτε ‘υπογραφή’ ούτε ‘κρίση λόγω αδιεξόδου’, αλλά συνειδητό σχέδιο ρήξης!», στον ιστότοπο: http://rproject.gr/article/oyte-ypografi-oyte-krisi-logo-adiexodoy-alla-syneidito-shedio-rixis.
[2] «Ξυδάκης: Ενώπιον της ιστορίας του ο ελληνικός λαός», στον ιστότοπο: http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22767&subid=2&pubid=64208311.
[3] Π. Παπακωνσταντίνου, «Δημοψήφισμα: Επτά κρίσιμες μέρες», στον ιστότοπο: http://kommon.gr/i/286-epta-krisimes-meres-petros-papakonstantinou.
[4] Θ. Καρτερός, «Αυτός ο κόσμος, ο μικρός, ο μέγας», στον ιστότοπο: https://left.gr/news/aytos-o-kosmos-o-mikros-o-megas.
[5] «Τσίπρας: Ο ελληνικός λαός θα σταθεί στο ύψος της ιστορίας του και θα πει το μεγάλο όχι», στον ιστότοπο: http://www.alterthess.gr/content/tsipras-o-ellinikos-laos-tha-stathei-sto-ypsos-tis-istorias-toy-kai-tha-pei-megalo-ohi.
[6] Έτσι, με αυτήν τη λέξη κλείνει το άρθρο του! Θ. Καρτερός, «Αυτός ο κόσμος», ό.π. (σημ. 2).
[7] Χρησιμοποιούμε αυτόν τον πλεονασμό, γιατί όταν ένας ανώνυμος σχολιαστής στον Ριζοσπάστη μίλησε για «παρατημένες νύφες», αναφερόμενος στη στάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετά τις εκλογές, τέθηκε ζήτημα «αγοραίων επιχειρημάτων» (βλ. την απάντηση του γραφείου τύπου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στον ιστότοπο: <http://antarsya.gr/node/2934>. Πράγματι, αυτή η κριτική είναι σωστή. Επίσης ορθό θα ήταν να θυμίσει κανείς στους αρθρογράφους του Ριζοσπάστη ότι μάλλον η πιο θλιβερή παρατημένη νύφη των τελευταίων χρόνων είναι το ίδιο το μεταπολιτευτικό ΚΚΕ, σε σχέση με το ελληνικό κράτος, αφού πια έχουν παρέλθει οι μέρες όπου η κ. Παπαρήγα μπορούσε να εξέρχεται από το Μέγαρο Μαξίμου και να καταγγέλλει το εξεγερμένο προλεταριάτο στη βάση σεναρίων συνωμοσίας, όπως έκανε το 2008, παίζοντας με εντυπωσιακή προθυμία το ρόλο της υπεύθυνης καθεστωτικής δύναμης. Γι’ αυτό είναι καλύτερο, μιλώντας για τη στάση των περισσότερων από τα στελέχη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή για τις διάφορες πολιτικές, δημοσιογραφικές και ακαδημαϊκές «μούρες» που απαρτίζουν τον ευρύτερο περίγυρό της, να μιλάμε για «προσωρινά παρατημένους γαμπρούς». Αυτό είναι και πιο μετριοπαθές (αφού αναγνωρίζει την προσωρινότητα αυτής της κατάστασης), και πιο ταιριαστό στο είδος αρρενωπότητας που δίνει τον τόνο στον σύγχρονο ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, όπου πάντα υπάρχει, ως ελκυστής των ροών συναισθηματικής ενέργειας, ένας macho άνδρας ο οποίος κλαίγεται γιατί μια, εξ ορισμού αχάριστη, υποψήφια νύφη τον παράτησε.
[8] Κ. Μάρκου, « ‘Ναι’ ο Μιχαλολιάκος, βαθύ ‘Όχι’ η ανατρεπτική Αριστερά», στον ιστότοπο: http://prin.gr/?p=7653.
[9] Γ. Δραγασάκης, «[09/09/2012]Συνέντευξη στην εφημερίδα Τύπος της Κυριακής: Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να συνεχίσει πιο εντατικά τη βίαιη ωρίμανσή του», στον ιστότοπο: http://www.dragasakis.gr/sinedeuxis.php?id=839.
[10] Η συνεχής επίκληση π.χ. των αυτοκτονιών εν μέσω κρίσης από το συριζαίϊκο κύκλωμα προπαγάνδας είναι ένα τυπικό τέτοιο παράδειγμα. Ο θάνατος χρησιμοποιείται ως αφορμή για πολιτική σπέκουλα. Με την ίδια επιπολαιότητα αντιμετωπίζεται και η πιο ακραία ιστορική εμπειρία μαζικής θανάτωσης στην μέχρι σήμερα ιστορία, η Shoah. Για πολλούς αριστερούς μπορεί κανείς να μιλάει, με την ίδια άνεση που ρουφάει το καλαμάκι στον καφέ του, για «ολοκαύτωμα» στην υγεία και την παιδεία ή να απεικονίζει, όπως έκανε ένας βουλευτής των ΑΝΕΛ, την είσοδο του Άουσβιτς με την επιγραφή «μένουμε Ευρώπη», χωρίς να αναλογίζεται ότι στο Άουσβιτς συνέβη κάτι για το οποίο το λιγότερο που θα έπρεπε καμιά/εις σήμερα να κάνει είναι είτε να σκεφτεί σοβαρά πώς αυτό έγινε δυνατό να συμβεί στην «πολιτισμένη Δύση», είτε να βγάζει το σκασμό, αν αδυνατεί να σκεφτεί τίποτα άλλο πέρα από τον ΕΝΦΙΑ, τον Πούτιν και τη νοσταλγικά ακτινοβολούσα δραχμή.
[11] Θα πρέπει να θυμίσουμε ότι ο Βαρουφάκης και ο Λαπαβίτσας έγιναν μεγάλοι και τρανοί μέσα σε αυτόν τον ιδεολογικό βούρκο. Ένας άλλος, σήμερα κάπως ξεχασμένος, αστέρας, που το 2010 μεσουρανούσε στα πάνελ του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι ο αποτυχημένος εθνοσωτήρας Καζάκης, ο άνθρωπος που όταν έγινε η στραβή στην Κύπρο έγραφε ότι οι κυπριακές τράπεζες έκλεισαν γιατί τα «αρπακτικά της ευρωζώνης» τις είχαν βάλει στο μάτι, λόγω της ανάπτυξης των δραστηριοτήτων τους εκτός ΕΕ (βλ. το άρθρο του «Γιατί έγινε η δήμευση των καταθέσεων στην Κύπρο;», στον ιστότοπο: http://dimitriskazakis.blogspot.gr/2013/03/blog-post_18.html.
[12] Κ. Μαραγκός, «Καμιά ακύρωση του δημοψηφίσματος. Όχι μέχρι το τέλος! Προλεταριακή άμυνα στο αστικό σαμποτάζ!», στον ιστότοπο: https://avantgarde2009.wordpress.com/2015/07/01/%CE%BA%CE%B1%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CE%B1%CE%BA%CF%8D%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CF%88%CE%B7%CF%86%CE%AF%CF%83%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%BF%CF%87%CE%B9/. Η Κομμουνιστική Επαναστατική Δράση, μέλος της οποία είναι ο Κ. Μαραγκός, θα ήταν άδικο να παρουσιαστεί ως ένα κομμάτι ομαλά ενσωματωμένο στην αριστερά-με-άλφα-κεφαλαίο. Η αλήθεια είναι ότι σε πολλά ζητήματα βρίσκεται εγγύτερα προς ένα τμήμα του α/α χώρου. Απευθύνεται, παρόλα αυτά, προνομιακά στο κοινό του ΣΥΡΙΖΑ.
[13] Αυτό το δήλωσε ο τραγουδοποιός Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Βλ το σχετικό ρεπορτάζ στον κεντρικό συριζαίϊκο ιστότοπο προπαγάνδας: https://left.gr/news/thanasis-papakonstantinoy-na-mi-lene-oi-apogonoi-mas-gia-toys-hestides-toy-2015.
[14] Πρέπει, εν προκειμένω, να σημειωθεί ότι αυτή η χρήση κάθε άλλο παρά εν αγνοία γίνεται των ριζοσπαστών μαρξιζόντων ή μεταμαρξιστών στοχαστών, αφού όλες/οι στηρίζουν αναφανδόν ΣΥΡΙΖΑ, στο όνομα των δημοκρατικών παραδόσεων της Ευρώπης (!!!). Όταν κατεβαίνουν, επίσης, στην πεζή πραγματικότητα των επίκαιρων ταξικών αντιπαραθέσεων συνήθως λένε πράγματα τόσο κοινότοπα και βλακώδη που κάλλιστα θα μπορούσε να τα πει και ο Τράγκας χωρίς παραπομπές στον Μάρξ, τον Χάιντεγκερ ή τον Φρόιντ. Ο πολύς Αλέν Μπαντιού π.χ. έχει κάνει την εξής εντυπωσιακή δήλωση σε ελληνίδα δημοσιογράφο: «Η Ευρώπη χρειάζεται ηγέτες όπως ο Ντε Γκωλ», βλ. τη συνέντευξή του στην Αλεξία Κεφαλά της Καθημερινής [02/02/2014] στον ιστότοπο: <http://www.kathimerini.gr/751749/article/proswpa/geyma-me-thn-k/alen-mpantioy-h-eyrwph–xreiazetai-hgetes-opws-o-nte-gkwl>.
[15] Αναφερόμαστε εδώ στα πρώην μέλη του ΚΚΕ που συσπειρώνονται γύρω από τον Εργατικό Αγώνα. Μολονότι οι θεωρίες που υποστηρίζουν είναι ανοιχτά σταλινικές, τα κείμενά τους, σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία των κειμένων που δημοσιεύονται στα αριστερά διαδικτυακά φόρα, φανερώνουν μια κάποια σοβαρή διανοητική εργασία, έχουν αρχή, μέση και τέλος, συνοχή, και πληρούν μερικά στοιχειώδη κριτήρια ορθολογικότητας. Πάσχουν επίσης σε πολύ μικρότερο βαθμό από το σύνδρομο του «επαναστατικού ψέματος».
[16] Ν. Πουλαντζάς, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, μετάφραση: Γ. Κρητικός, Αθήνα: Θεμέλιο, 1984, σελ. 322-323 (η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
[17] Ν. Πουλαντζάς, Το κράτος, ό.π., σελ. 330 (η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
[18] Στην πρώτη δημοσκόπηση για το δημοψήφισμα, που δημοσίευσε η Εφημερίδα των Συντακτών, το 46% των επιχειρηματιών και το 52% των ελεύθερων επαγγελματιών τάσσονταν με το «Όχι». Βλ. «Ψηφίζουν ‘Όχι’ στην πρόταση των θεσμών», στον ιστότοπο: https://www.efsyn.gr/arthro/psifizoyn-ohi-stin-protasi-ton-thesmon.
[19] Αξίζει εδώ να θυμηθούμε ότι την περίοδο που ο ελληνικός φασισμός έκανε μαζικά την εμφάνισή του στους δρόμους των ελληνικών πόλεων, και ιδίως της Αθήνας, πραγματοποιώντας εκατοντάδες επιθέσεις σε μετανάστες εργάτες μέσα σε λίγους μόνο μήνες, οι άνθρωποι αυτοί μιλάγανε για «παρασυρμένο λαό», θέλοντας, ακόμα και μπροστά στον πραγματικό πια κίνδυνο του εκφασισμού, να δημαγωγήσουν χυδαία ενώπιον του εθνικού ακροατηρίου. Αν εξαρτιόταν απ’ αυτούς ο αντιφασιστικός αγώνας, τώρα οι Ναζί θα είχαν κυριαρχήσει πολύ άνετα σε κάθε γειτονιά. Ευτυχώς, στη βάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (αν μπορούμε να μιλάμε για «βάση», και όχι απλά για «κοινό») υπήρξαν πολλοί που κατανόησαν τη σοβαρότητα της κατάστασης, σε αντίθεση με όσα ανεκδιήγητα έλεγε δημόσια η ηγεσία τους (με εξαίρεση το ΣΕΚ και την ΟΚΔΕ-Σπάρτακος). Στην αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχαν χρόνο για τέτοιες περισπάσεις, ούτε στη βάση, ούτε στην ηγεσία τους. Αργότερα, αφού οι εγχώριοι φασίστες αντιμετωπίστηκαν κυρίως από άλλους, η ηγεσία της ΑΝΤΡΑΣΥΑ, και οι συνδαιτυμόνες της από το ‘κόμμα Λαφαζάνη’ σκέφτηκαν πως ήρθε η ώρα να αποδείξουν τα αντιφασιστικά τους φρονήματα, όχι στην ελλάδα, αλλά … στην ουκρανία, υποστηρίζοντας ακροδεξιούς πολέμαρχους, όπως ο Μοζγκοβόι, και βαφτίζοντάς τους, μέσα από μια σωρεία αποσιωπήσεων και εσκεμμένων ψευδών, «αληθινούς αντιφασίστες» και περίπου «κομμουνιστές» (!!!).