Συνειδητή σιωπή και εξίσου συνειδητός θόρυβος· να η αντιστοιχία των ταραχών στη Βοσνία και της ανατροπής του καθεστώτος Γιανουκόβιτς στην Ουκρανία στην πολιτική φιλολογία της αριστεράς. Ό,τι δε χωράει στο αντιιμπεριαλιστικό καλούπι της θεωρίας προορίζεται για θάψιμο χωρίς πολλά-πολλά. Το κόμμα και οι οπαδοί του να είναι καλά και τα υπόλοιπα ας πετιούνται στο καλάθι της ιστορίας ως «περιθωριακά συμβάντα»…Παρακάτω κατατίθενται κάποιες σκέψεις με μορφή σημειώσεων πάνω στα γεγονότα στην Ουκρανία από μια μη αντιιμπεριαλιστική σκοπιά που αναγνωρίζει την αυτάρκεια των κινημάτων που ξεσπάνε, φυσικά όχι πάντα προς την κατεύθυνση που εμείς θα επιθυμούσαμε. Γιατί η ιστορία των μέχρι σήμερα κοινωνιών παραμένει η ιστορία της πάλης των τάξεων όσο κι αν πρεσβευτές ξένων χωρών περνούν από το Μαϊντάν για δηλώσουν τη συμπόνια του χασάπη για τα πρόβατα που πρόκειται να σφαχτούν.
Από τη σκοπιά της ακρίβειας όσων πρόκειται να ειπωθούν, δηλαδή από τη σκοπιά του «ιστορικού», θα ήταν σκοπιμότερο να περιμένουμε. Για να μπορέσουν να γίνουν γνωστά πράγματα που αφορούν το κίνημα των περασμένων μηνών και παραμένουν σε εμάς άγνωστα, να αναδυθούν πιθανώς εξελίξεις που προς το παρόν παραμένουν υπόγειες και να προσδώσουν στα μέχρι τώρα τετελεσμένα άλλο νόημα. Δεν είμαστε όμως «επιστήμονες» ούτε επιδιώξαμε ποτέ κάτι τέτοιο. Η προοπτική της ένοπλης αντιπαράθεσης στην Κριμαία –και η σοβαρή πιθανότητα ενταφιασμού του κοινωνικού ζητήματος κάτω από την ταφόπλακα της εθνικής ενότητας ενόψει ενός πολέμου μικρότερης ή μεγαλύτερης διάρκειας– μας ωθεί να αναβάλλουμε για αργότερα το σχέδιο μιας πιο ολοκληρωμένης καταγραφής του κινήματος στην Ουκρανία και να καταγράψουμε όσα μέχρι τώρα σημεία προλάβαμε να εκτιμήσουμε[1] ότι χρήζουν προσοχής από μια κινηματική προοπτική.
автономна 1
Από θεωρητικής πλευράς, οι αναφορές των θεωριών που έχουμε κληρονομήσει από τη δεκαετία του ’70 όσον αφορά τον ρόλο του κράτους και τη σχέση του με την κοινωνία των πολιτών είναι μάλλον περιορισμένες. Αυτή η περιορισμένη θεωρητική αναφορά στο κράτος δεν είναι αυτονόητη και σε γενικές γραμμές αποτελεί ευθεία συνέπεια του προηγούμενου κύκλου αγώνων που σχετίζονταν είτε με την (κριτική ενίοτε) αποδοχή των σοσιαλιστικών κρατών είτε με την ανάδειξη του εργοστασίου ως κεντρικού άξονα περιστροφής των κοινωνικών σχέσεων. Είναι σαφές ότι από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, οπότε και ολοκληρώθηκαν τα κοινωνικά θεμέλια αυτού του κύκλου αγώνων, μέχρι σήμερα έχουν μεσολαβήσει σχεδόν τέσσερις δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού, προγραμμάτων δομικής προσαρμογής κλπ. Ή, με μια άλλη ορολογία, πραγματικής υπαγωγής της εργασίας και της ζωής γενικότερα στο κεφάλαιο. Αν πράγματι η πραγματικότητα της ταξικής πάλης θεωρείται σημαντική για την ίδια την παραγωγή της θεωρίας, τότε αν μη τι άλλο ο κύκλος αγώνων που φαίνεται να ξεκίνησε με την αραβική άνοιξη[2] και θέτει το κράτος στο επίκεντρο της σύγκρουσης οφείλει να βρει την αντανάκλαση που του αντιστοιχεί στο επίπεδο της θεωρίας. Και συνακόλουθα της έμπρακτης αντιπαράθεσης.
автономна 2
Θα μπορούσε η ανατροπή του καθεστώτος στην Ουκρανία να χαρακτηριστεί «πραξικόπημα»; Για εμάς είναι σαφές ότι αυτό που έριξε το καθεστώς Γιανουκόβιτς ήταν οι αντιδράσεις ενάντια στην κρατική καταστολή[3] που ξεκίνησε αρχικά μετά την πρώτη εκκένωση του Μαϊντάν τη νύχτα της 30ης Νοεμβρίου και κυρίως μετά τις 16 Ιανουαρίου, οπότε και ψηφίστηκαν οι νόμοι ενάντια στις διαδηλώσεις. Σε αυτή τη χρονική στιγμή λαμβάνει χώρα μια ποσοτική και ποιοτική διαφοροποίηση στο εσωτερικό του κινήματος παρόλο που το (μικρό) κομμάτι του κόσμου, που πριν είχε εκφράσει συγκεκριμένες διεκδικήσεις σε σχέση με την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, παραμένει εκεί και συναντάει τους περισσότερους που κατεβαίνουν στον δρόμο μετά. Και είναι ακριβώς αυτή η δυναμική του κινήματος που εμποδίζει αφενός την ειδική αστυνομία να το διαλύσει και αφετέρου τον στρατό να παρέμβει[4]· όσο κι αν οι ουκρανικές σημαίες ήταν έντονα παρούσες δίνοντας στο διαταξικό Μαϊντάν την αύρα «κινήματος εθνικής σωτηρίας», το αιματοκύλισμα των κινητοποιήσεων[5] δικαίως θεωρήθηκε εμφυλιοπολεμική πράξη. Παράλληλα, πρέπει να σκεφτούμε τι είδους λαϊκή στήριξη (δεν) είχε η «δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση» που έπεσε, η οποία μόνο στην αρχή οργάνωσε αντιδιαδήλωση μερικών εκατοντάδων στο Μαϊντάν –όταν ο κόσμος εκεί δεν ξεπερνούσε τις μερικές χιλιάδες, κυρίως μέλη της μεσαίας τάξης που διαδήλωναν υπέρ της ΕΕ– και στη συνέχεια κατέφευγε στους πληρωμένους μπράβους και στην ειδική αστυνομία. Ούτε καν στην «κανονική» αστυνομία. Πώς θα μπορούσαν να κρατηθούν μετά από αλλεπάλληλες επιθέσεις της ειδικής αστυνομίας τα μόνιμα οδοφράγματα που στήθηκαν από τις αρχές Δεκεμβρίου, οι κατασκηνώσεις μέσα και γύρω από το Μαϊντάν, οι καταλήψεις κυβερνητικών κτιρίων αν δεν υπήρχε ευρεία αποδοχή από την πλειοψηφία του πληθυσμού;
Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα χαρακτηριστικά του κινήματος που είναι τα πιο ενδιαφέροντα από ανατρεπτική σκοπιά. Δεν παύουν όμως να είναι και προϊόντα μιας αφαιρετικής περιγραφής που αν δε συλλάβει τη συγκεκριμένη δυναμική των κινητοποιήσεων, κινδυνεύει να χάσει τον προσανατολισμό της και να υποτιμήσει τις εσωτερικές διαδικασίες και την κατάληξή τους.
автономна 3
Ο Ντωβέ, στο Quand meurent les insurrections[6], κάνει ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με την άνοδο του φασισμού την περίοδο του μεσοπολέμου:
«Ποια είναι λοιπόν η πραγματική ορμή του φασισμού, αν όχι η τάση οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης του κεφαλαίου, μια τάση που γενικεύτηκε μετά το 1914; Ο φασισμός ήταν ένας ιδιαίτερος τρόπος να επιβληθεί η ενότητα αυτή σε χώρες –όπως η Ιταλία και η Γερμανία –όπου, ακόμα κι αν η επανάσταση είχε ξεριζωθεί, το κράτος ήταν ανίκανο να επιβάλει την τάξη, ακόμα και στο εσωτερικό της ίδιας της αστικής τάξης».
«Ο φασισμός ήταν μια προσπάθεια της αστικής τάξης να τιθασεύσει δια της βίας τις δικές της αρχικά αντιφάσεις, να οικειοποιηθεί μεθόδους κινητοποίησης της εργατικής τάξης προς όφελός της, και να αναπτύξει όλες τις δυνατότητες του σύγχρονου κράτους, αρχικά εναντίον ενός εσωτερικού εχθρού, και στη συνέχεια ενός εξωτερικού».
Υπάρχουν αναλογίες ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, όμως το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίσσονται οι καπιταλιστικές σχέσεις έχει σαφώς μεταβληθεί. Πράγματι, η Ουκρανία ήταν η χώρα από τις 29 πρώην σοσιαλιστικές που επλήγη περισσότερο από την κρίση: ο πληθωρισμός έφτασε 22% το 2008, η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος ήταν στα όρια του 60%. Τον επόμενο χρόνο, το ΑΕΠ της Ουκρανίας μειώθηκε κατά 14% ενώ ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες. Επίσης, η χώρα έγινε δανείστηκε πολύ από το ΔΝΤ, μιας και οι τιμές των πρώτων υλών, με τις οποίες προμηθεύει η Ουκρανία την παγκόσμια αγορά, δεν μπορούν να σταθεροποιηθούν σε κάποιο ικανοποιητικό επίπεδο. Σε καθαρά οικονομικό επίπεδο, λοιπόν, υπήρχε έντονη αστάθεια λόγω της φύσης της ουκρανικής οικονομίας. Παράλληλα, όμως, η εσωτερική υποτίμηση δεν προχώρησε χωρίς παλινδρομήσεις μιας και είχαμε αυξήσεις του βασικού μισθού χωρίς μείωση των κρατικών ενισχύσεων σε βασικές παροχές. Αυτό από μόνο του δείχνει ότι η εργατική τάξη έχει μια μη αμελητέα διαπραγματευτική ισχύ.
Η κρίση, κυρίως, και όχι τόσο η σχετικά πρόσφατη κατασκευή του ουκρανικού κράτους ως προσάρτηση ανομοιογενών εδαφών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατέτμησε την αστική τάξη της χώρας σε αντιπαρατιθέμενα γεωπολιτικά στρατόπεδα: είτε με τη δύση και την ΕΕ, είτε με τη Ρωσία. Αυτό και μόνο το γεγονός, ότι το ουκρανικό κράτος δεν μπορούσε να εκπληρώσει μια από τις βασικές λειτουργίες του, δηλαδή να μπορεί να εμφανιστεί ως συλλογικός καπιταλιστής, είναι το βασικό στοιχείο της κρίσης του ως κράτος. Είτε με την Ευρασιατική Ένωση της Ρωσίας είτε με την ΕΕ, ποιος και πώς θα επιβάλει τα απαραίτητα διαρθρωτικά μέτρα;
Από τη στιγμή όμως που το θέμα τίθεται έτσι, δηλαδή ως κρίση-του-κράτους-σε-σχέση-με-τη-νεοφιλελεύθερη-αναδιάρθρωση, δεν μπορούμε να μιλάμε για αναβίωση του «φασιστικού φαινομένου». Πώς θα μπορούσε να σταθεί ένα φασιστικό κράτος από μόνο του, ακόμα κι αν θεμελιωνόταν σε ένα αμιγώς φασιστικό κίνημα από τα κάτω; Επιπλέον, τότε, ακόμα και μετά το τσάκισμα των προλεταριακών εξεγέρσεων που προηγήθηκαν, η εργατική τάξη και τα συμφέροντά της αναγνωρίστηκαν ως τέτοια και γι’ αυτό υπήρχε η ανάγκη να ενσωματωθούν στα πλαίσια ενός μαζικού κοινωνικού κινήματος που ήταν και ο φασισμός και ο ναζισμός. Κάτι τέτοιο σήμερα είναι αδιανόητο στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης που περνάει ακριβώς από τη διάλυση της εργατικής τάξης ως συλλογικά αναγνωρισμένου υποκειμένου. Αυτή η βασική διάσταση της σύγχρονης αναδιάρθρωσης είναι που θα εμποδίσει τους όποιους νοσταλγούς του Χίτλερ, του Μουσολίνι, του Μπαντέρα ή όποιου άλλου καθάρματος να γίνουν κάτι παραπάνω από μπάτσοι και σεκιουριτάδες, λακέδες δηλαδή των αφεντικών.
автономна 4
Για την κατανόηση των εξελίξεων στην Ουκρανία, έχει μεγάλη σημασία να απαντηθεί το ερώτημα γιατί πριν και κατά τη διάρκεια του Μαϊντάν δεν υπάρχουν εργατικές κινητοποιήσεις. Όσο κι αν έχει υποχωρήσει το εργατικό κίνημα, αυτό προσπάθησε να εμφανιστεί λίγο-πολύ σε όλες τις περιπτώσεις αυτού του κύκλου αγώνων μέχρι τώρα, με ποιο έντονη τη συμβολή του στη βοσνιακή εκδοχή. Και αυτό όχι τυχαία. Αν δεχτούμε ότι το εργατικό κίνημα υπερασπίζεται όχι μόνο τα άμεσα εργατικά συμφέροντα, αλλά και γενικότερα τον (δημοκρατικό) πλουραλισμό, την ελευθερία της έκφρασης κ.α. τότε αποκτά αυξημένη βαρύτητα η παρατήρηση των ουκρανών συντρόφων ότι αυτή σοβιετική κληρονομιά έχει διαβρωθεί εδώ και πολύ καιρό στην Ουκρανία από τον εθνικιστικό λόγο, ότι η λεγόμενη κοινωνία των πολιτών είχε συρρικνωθεί πολύ εκεί και ότι οι φιλελεύθεροι δημοκράτες ήταν πολύ περιορισμένης εμβέλειας. Με άλλα λόγια, το εργατικό κίνημα είχε «υποτιμηθεί» πολύ από μια ορισμένη πλευρά, τη «δημοκρατική/πλουραλιστική» του πλευρά: δεν είχε πλέον το «δικαίωμα» να εκφράζεται ως τέτοιο, όπως και άλλες ομάδες «δικαιωμάτων» (γυναίκες, gay, κλπ) μιας και κάτι τέτοιο εναντιωνόταν στην εθνική ενότητα. Last but not least, δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι σε μια ευρεία κινητοποίηση που εξελίσσεται σε πρώην σοσιαλιστικό περιβάλλον, όπου το ίδιο το κράτος ήταν εκφραστής και εγγυητής των εργατικών συμφερόντων, όπου το εκεί Κομμουνιστικό Κόμμα ψήφισε τα κατασταλτικά μέτρα της 16ης Ιανουαρίου και όπου ο αντικομμουνισμός είναι συνώνυμος της ανατρεπτικής ιδεολογίας, δε θα μπορούσαν να μην γκρεμίζονται μαζικά τα αγάλματα του Λένιν.
Continue reading →