Category Archives: ΘΕΩΡΙΑ

Το ισπανικό κράτος κάνει τη δουλειά του

Με το γνωστό από τους “δικούς μας” εδώ συμμορίτικο στυλ:

[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=6d3Nm3hH9fQ[/youtube]

After a demonstration in Madrid on Saturday night, seven photographers were assaulted, beaten and injured by police as they tried to cover an arrest.

Just yesterday I wrote a piece arguing that Spain, alongside a number of other countries that have experienced mass street protests in the past three years, is rapidly sliding into a new form of authoritarianism — an ostensibly “democratic” authoritarianism that hides behind a facade of free markets, fair elections and respect for the rule of law to secure the increasing concentration of wealth and power by shrinking the public space for democratic participation and popular dissent. In this brave neoliberal world, politics is giving way to policing.

Just in case this argument required any further evidence, consider these images that emerged from Spain last night. It shows seven colleagues — all independent or professional photo- and video-journalists — being assaulted, beaten and injured by riot police for trying to cover a violent arrest at the end of yet another day of protests.

περισσότερα videos εδώ: http://roarmag.org/2014/03/seven-journalists-beaten-police-spain/

SIC 2: (This not an) editorial

cropped-constructivism

Anti-editorial text of SIC 2

Crisis has become a household word and the attack on the value of labour power an everyday reality. Such an attack had already been stamped on capitalism’s genetic code by the restructuring of the ’70s–’80s, but the crisis of restructured capitalism gave it an enormous impetus. From struggles of waged workers anxiously demanding to remain such and mobilisations of pensioners defending their survival, to the outburst of rage of the ‘feral class’ in developed countries, to violent workers’ riots in the South-East Asian global factory, and all the way through to the Arab Spring and its aftermath, hard evidence of the continuing conflictuality of social reality forces even the most unrepentant end-of-history sopranos to refresh their repertoire. Admittedly, not everything bathes in perfection. But it would seem that there is good news too: nobody has to worry about where this world is going, it is a one-way street, just keep on going. Some changes in management personnel are graciously offered, the persons reciting the ‘no alternative’ mantra can always be renewed and even bear the socialist flavour. Of course, the remnants of a once optimistic citizenism keep formulating ‘proposals’ – ever less far-reaching, ever more restrained – begging capitalism to mend its ways, but nobody seems to take these noble souls seriously enough, since they dispose of no high-placed interlocutor with a receptive ear. Still, there are struggles, outbursts, riots, serving as a reminder that class struggle is always there and that capital, today no less than yesterday, is a ‘moving contradiction’. Hand in hand with it, the critical theory of its demise is being produced: history in the making is also the making of theory.

Communisation is no longer being perceived as an exotic beast, and it even tends at times to become a fashionable word. Present-day struggles highlight the end of the classical workers’ movement, together with its ambition to take the supposedly good-by-nature core of the economy away from voracious capitalist predators and run it itself. It is almost obvious that the world of our days, matter and soul alike, is the world actually produced by and for capital; that, therefore, workers and their products would have never existed as such if capital had not called them into existence in the first place; that working people’s demands have nowadays become asystemic or, in other words, a scandal akin to high treason; that proletarians are forced to defend their condition against capital but, in this struggle, actions that hurt capital are also actions that tend to call into question the proletarian condition; that communism cannot possibly be conceived as a program to be realised, but only as the historical product of proletariat’s struggle against capital and, at the same token, against its own class belonging; etc., etc. All this is reassuringly easy to show, almost worryingly so in fact.

Continue reading

Φασισμός και Εκπαίδευση

sim4

Εισήγηση του ΓΣ σε εκδήλωση που έλαβε χώρα στο Αντιφασιστικό φεστιβάλ παραστατικών τεχνών που έγινε στο Θέατρο Εμπρός

Φασισμός και Εκπαίδευση

Η σχέση μεταξύ φασισμού και εκπαίδευσης είναι εν μέρει προφανής. Αν η εξάπλωση του φασισμού προϋποθέτει την εμπέδωση και διάχυση ορισμένων πρακτικών, ιδεών και αξιών, τότε η εκπαίδευση είναι ένα βασικότατο κομμάτι της όλης διαδικασίας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα φασιστικά καθεστώτα του μεσοπολέμου έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στην εκπαίδευση. Για τον Μουσολίνι ο βασικός στόχος της εκπαίδευσης, (η οποία έβγαινε από τους τοίχους τους σχολείου για να απλωθεί και στον ελεύθερο χρόνο τον νέων μέσα από διάφορες λέσχες), έπρεπε να είναι η φασιστικοποίηση της νεολαίας, δηλαδή να κάνει τους νεαρούς Ιταλούς «καλούς φασίστες». Αλλά αυτό διαβάζεται και αντίστροφα: δηλαδή ένα βασικό στοιχείο αντίστασης στον εκφασισμό της κοινωνίας θα ήταν ένα σύστημα εκπαίδευσης που θα προήγαγε αξίες αντίθετες ή ανταγωνιστικές προς τον φασισμό: την κριτική σκέψη, την ανοχή στο διαφορετικό κλπ.

 

Δεν είναι σκοπός μου να αμφισβητήσω κάτι από αυτά επί της αρχής. Οι όποιες ενστάσεις έχω είναι όταν αυτή η προοπτική αρθρώνεται κατά τρόπο που να ταυτίζει τον φασισμό με τον σκοταδισμό και την ανορθολογικότητα. Η ακόμα πιο απλοϊκά ότι για να είναι κάποιος φασίστας πρέπει να είναι αμόρφωτος. Αυτό φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά και στον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι χρυσαυγίτες και λοιποί εθνικιστές στα social media. Φυσικά είναι αλήθεια ότι η κριτική σκέψη δεν είναι το φόρτε του «μέσου φασίστα». Αλλά η ταύτιση του φασισμού με τον σκοταδισμό και ακόμα χειρότερα με την αμορφωσιά είναι ιδιαίτερα προβληματική. Μπορεί σήμερα να μην υπάρχουν πολλοί επιφανείς φασίστες, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ιστορικά ο φασισμός προσέλκυσε ανθρώπους που ήταν οτιδήποτε πέρα από αμόρφωτοι: τον Martin Heidegger, τον Karl Schmitt, τον Ezra Pound. Πέρα από αυτό, ο φασισμός, όπως κάθε ανάλογο φαινόμενο, έχει την δική του ορθολογικότητα την οποία, στον βαθμό που θέλουμε να αντιμετωπίσουμε την λεγόμενη «φασιστική απειλή», οφείλουμε να κατανοήσουμε. Όπως έλεγε και ο Μαρξ «για να συγχωρεθεί από τις αμαρτίες της η ανθρωπότητα πρέπει να τις περιγράψει όπως είναι».

 

Όπως είναι γνωστό ο όρος «φασισμός» εμφανίστηκε ως προσδιορισμός μιας πολιτικής ιδεολογίας και ενός συστήματος διακυβέρνησης που εξαπλώθηκε σε διάφορες χώρες της Ευρώπης την περίοδο του Μεσοπολέμου. Σήμερα όμως ο φασισμός έχει διευρυνθεί ώστε να αναφέρεται σε μια στάση ζωής. Επίσης, ενώ ο φασισμός αρχικά εμφανίστηκε ως θετικός προσδιορισμός, σήμερα με την εξαίρεση αυτών που τον ασπάζονται – και είναι λίγοι πλέον που τον χρησιμοποιούν ως αυτοπροσδιορισμό – έχει προσλάβει ένα εντελώς αρνητικό πρόσημο. Ο «φασίστας» είναι κάποιος που η ζωή του ορίζεται από τον φανατισμό, την αδιαλλαξία, την άρνηση της διαφορετικότητας.

 

Εδώ φυσικά υπάρχει ένας κίνδυνος. Με το να ορίζουμε τον φασισμό με ένα τόσο γενικό τρόπο η λέξη εύκολα καταλήγει να χρησιμοποιείται με όρους πολεμικής. Ό,τι δεν μας αρέσει είναι φασιστικό. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μπορεί να βρεθεί σε ένα Κεντρικό άρθρο των Νέων, με αφορμή τα περσινά γεγονότα με τον Γερμανό πρόξενο και τους εργαζομένους στους Δήμους:

 

«Ποια είναι η διαφορά μεταξύ ενός χρυσαυγίτη που μαχαιρώνει έναν μετανάστη και ενός συνδικαλιστή που επιτίθεται σε έναν διπλωμάτη; Καμία! Η βία είναι πάντα φασιστική και οι συνδικαλιστές πρέπει να συλληφθούν πάραυτα».

Continue reading

Από τις ταραχές στην εξέγερση: η επανάσταση δεν είναι πλέον αυτή που ήταν

 

Revue internationale et stratégique 2014/1

 

Παρακάτω, δημοσιεύουμε, κατά το δυνατόν σε αξιοπρεπή αλλά όχι επαγγελματική μετάφραση, το κείμενο του καθηγητή Alain Bertho (http://berthoalain.com) με τίτλο De l’émeute au soulèvement : la révolution n’est plus ce qu’elle était, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Revue international et strategique, no93, ιανουάριος 2014. Πέρα από το γεγονός ότι δεσμευόμαστε για αναλυτικό σχολιασμό των θέσεων αυτού του κειμένου το αμέσως επόμενο διάστημα, δεν μπορούμε εντούτοις να μην επισημάνουμε ορισμένα πράγματα που αποτελούν σημαντικά σημεία προς διερεύνηση:

  • Η συλλογιστική σύμφωνα με την οποία υπάρχουν δομικές συνδέσεις ανάμεσα σε παλιότερες ταραχές όπως π.χ.  στη Γαλλία το 2005 με τις πιο σύγχρονες εξεγέρσεις στην Τυνησία, στην Αίγυπτο κ.α.
  • Η σχέση εξωτερικότητας μεταξύ των «λαών» και των Κρατών, η οποία φαίνεται να έχει μια αναλογία(;) με την παραγωγή αποκλίσεων, συγκρούσεων και εξωτερικοτήτων εντός των σύγχρονων προλεταριακών πρακτικών σε κινηματικό επίπεδο. Υπάρχουν συνδέσεις μεταξύ τους και, αν ναι, πώς αρθρώνονται μεταξύ τους;
  • Πόσο αναγκαία είναι η ανάδειξη της πολλαπλότητας (και άρα ενός εμφανώς «νεγκρικού» θεωρητικού εργαλείου) ως κεντρικής έννοιας για τη μελέτη της σχέσης μεταξύ κρατών και πληθυσμών, ειδικά σε περιβάλλον κρίσης και προλεταριακού υπερπληθυσμού;
  • Η έλλειψη οπτικής για το μέλλον και η καθήλωση σε έναν «παροντισμό», η αποδοχή «πραξικοπημάτων» κ.α. πώς (ανα)παράγονται εντός των σύγχρονων κινημάτων;
  • Πόσο αναγκαία είναι για τον Bertho, και της θεωρίας των ταραχών που εδώ και χρόνια οικοδομεί, η έννοια της «νέας μορφής πολιτικής» και μιας «νέας μορφής του μέλλοντος και του εφικτού» (και πού βρίσκεται η λογική των “κοινών” σε όλα αυτά;);

Α.

Από τις ταραχές στην εξέγερση: η επανάσταση δεν είναι πλέον αυτή που ήταν

 

O ΧΧΙος αιώνας ξεκίνησε με τρία γεγονότα μείζονος σημασίας. Το 2001, το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ θέτει ως θεμελιώδη αρχή ότι για να οικοδομήσουμε το μέλλον μαζί πρέπει να κρατηθούμε σε απόσταση από τα διακυβεύματα της εξουσίας. Την ίδια χρονιά, η συνάντηση του G8 στη Γένοβα και ο θάνατος ενός νεαρού διαδηλωτή τοποθετούν τη σύγκρουση στην καρδιά των παγκόσμιων θεσμών [gouvernance], μετά και τις ταραχές στο Σηάτλ το 1999. Μερικές εβδομάδες αργότερα, οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου εγκαινιάζουν την αλληλουχία της στρατιωτικής διάστασης της παγκοσμιοποίησης. Δεκατρία χρόνια μετά, αυτή η τριαδική παιδαγωγική μοιάζει να μπορεί να διαβαστεί καλύτερα: ένα διαζύγιο ολοκληρώνεται ανάμεσα στους λαούς και τις εθνικές εξουσίες οι οποίες ελέγχουν τον νέο παραγωγικό και χρηματοπιστωτικό μηχανισμό που καλείται παγκοσμιοποίηση.

Continue reading

Φουκώ: η κολαστική κοινωνία και ο νομαδισμός

 

Michel Foucault

Πηγή: nomadicuniversality

Όταν μίλησα για παρανομία υπό τη μορφή της λεηλασίας, μίλησα για τον συσσωρευμένο πλούτο σαν να αποτελούνταν από αγαθά προς κατανάλωση, από στοιχεία πλούτου προς θέση σε κυκλοφορία τα οποία θα μπορούσε κανείς να τα ιδιοποιηθεί είτε για να τα χρησιμοποιήσει ο ίδιος, είτε για να τα διανείμει. Αλλά αυτό ήταν απλώς μια αφαίρεση. Ο πλούτος αυτός είναι πριν απ’ όλα ένας μηχανισμός παραγωγής, σε σχέση με τον οποίο το σώμα του εργάτη –τώρα άμεσα παρόν σε σχέση με αυτόν τον πλούτο ο οποίος δεν θα του ανήκει- δεν είναι πλέον απλή επιθυμία, αλλά εργατική δύναμη, η οποία πρέπει να γίνει παραγωγική δύναμη. Σε αυτό ακριβώς το σημείο του μετασχηματισμού της σωματικής δύναμης σε εργατική δύναμη και της ενσωμάτωσης αυτής της δύναμης σε ένα σύστημα παραγωγής που θα την κάνει παραγωγική δύναμη, συγκροτείται μία νέα τάση παρανομίας, η οποία, όπως και εκείνη της λεηλασίας, αφορά τη σχέση ανάμεσα στο σώμα του εργάτη και το σώμα του πλούτου, αλλά το σημείο εφαρμογής της δεν είναι πλέον το σώμα του πλούτου ως αντικείμενο πιθανής ιδιοποίησης, αλλά το σώμα του εργάτη ως δύναμη παραγωγής.

Αυτή η τάση παρανομίας συνίσταται κατ’ ουσίαν στην άρνηση εφαρμογής αυτής της δύναμης στο μηχανισμό παραγωγής. Μπορεί να πάρει περισσότερες μορφές: 1) την απόφαση της οκνηρίας: την άρνηση του εργάτη να προσφέρει στην αγορά εργασίας αυτά τα μπράτσα αυτό το σώμα, αυτή τη δύναμη· την τάση να τα «κλέψει» από το νόμο του ελεύθερου ανταγωνισμού της εργασίας, από την αγορά· 2) την εργατική αταξία, το νομαδισμό: την άρνησή του να εφαρμόσει τη δύναμή του εκεί που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει· αυτό σημαίνει ότι διασπείρει αυτές τις δυνάμεις, αποφασίζει ο ίδιος για πόσο χρόνο θα τις εφαρμόσει· 3) η γιορτή: να μη διατηρείς αυτή τη δύναμη μέσα σε όλα όσα θα μπορούσαν να της επιτρέψουν να χρησιμοποιηθεί, να τη σπαταλάς μη φροντίζοντας το σώμα σου, πέφτοντας στην αταξία· 3) Η άρνηση της οικογένειας: να μη χρησιμοποιείς το σώμα σου για την αναπαραγωγή των εργασιακών του δυνάμεων στη μορφή μιας οικογένειας που αναθρέφει η ίδια τα τέκνα της και εγγυάται, με τις φροντίδες που τους παρέχει, την ανανέωση των εργασιακών δυνάμεων· εδώ έχουμε την άρνηση της οικογένειας μέσω της παλλακείας, της ασωτείας.

Αυτό το σύνολο πρακτικών αναδεικνύεται και καταγγέλλεται από μια ολόκληρη σειρά συγγραφέων που εμφανίζουν τις αγορεύσεις τους ως ένα εγχείρημα ηθικοποίησης της εργατικής τάξης. Έτσι, στο έργο του Delamoralisation des classes laborieuses [Περί ηθικοποιήσεως των εργαζομένων τάξεων] (Παρίσι, Guillaumin 1851), ο Grün επισημαίνει τις κύριες μάστιγες της εργατικής τάξης: 1) την ακράτεια· 2) την απερισκεψία και τους πρώιμους γάμους: ο άνθρωπος πρέπει να παντρεύεται μόνο αν έχει τα μέσα να συντηρήσει οικογένεια· πρέπει να ενσταλάξουμε την καθαρότητα των ηθών αναθέτοντας την εκπαίδευση «στη θρησκευτική διδαχή, στην ευαισθητοποίηση των πατέρων και των μητέρων, στην επαγρύπνηση των εργοδοτών»· 3) ο στροβιλισμός, τα αναρχικά πάθη, η άρνηση υπαγωγής στους νόμους και εγκατάστασης· 4) η έλλειψη οικονομίας· 5) η άρνηση εκπαίδευσης και τελειοποίησης της δύναμης προς εργασία· 6) η έλλειψη υγιεινής· 7) η κακή χρήση της αναψυχής· πρέπει λοιπόν οι εργοδότες και η διοίκηση να καταπιαστούν να τους οργανώσουν. Όλα αυτά παρουσιάζονται ως μία συνηγορία για πράγματα που θα αποσπάσουν τις εργαζόμενες τάξεις από την αθλιότητα και θα τις κάνει πιο ευτυχείς. Αλλά αυτή η φιλολογία λέει επίσης ρητά ότι είναι προς το συμφέρον του αφεντικού να εφαρμοστεί πραγματικά αυτή η δύναμη εργασίας στο μηχανισμό παραγωγής.

Continue reading

Στατιστικά για την “εποχή των ταραχών” στην αμερικανική ήπειρο

brazil-metroΗ στατιστική καταγραφή των αγώνων στην αμερικάνικη ήπειρο την περίοδο 2007-2013 από το Envisioning the New Americas (EtNA), ένα πρότζεκτ τεσσάρων μεταπτυχιακών φοιτητών του πανεπιστημίου Bielefeld στη Γερμανία (http://www.etna-project.org/), αποτυπώνει ποσοτικά την κλιμάκωση των συγκρούσεων, τη δυναμική της “εποχής των ταραχών” στην αμερικανική ήπειρο.

Η συνοπτική παρουσίαση των στατιστικών στοιχείων από το κείμενο τεκμηρίωσης του πρότζεκτ:

 General Statistics, 2007-2013

america_generalamerica_general-1a) Of the total number of protests in the period under investigation, 63,51% took place in the years 2010, 2012 and 2013. Protests increased by a yearly average of 26,46% since 2007.

b) 22% of the total protests could be considered violent, 69,44% are regular demonstrations and the remaining 8,35% are unspecified.

c) “Demonstrations” as a category has been growing steadily, rapidly and substantially since 2007, except for the year 2010. Although the other protest categories display fluctuations, it is possible to identify an overall increasing tendency when examining the entire period.

d) There has been considerable increase in all categories since 2011. Only the category

Strike or Boycott” declined substantially after 2011, eventually reaching a level below that of 2010. From 2012 to 2013, the category “Hunger Strike” grew by 264%.

Category statistics for the period 2007-2013

a) The category „Unspecified Demonstrations“ increased by an average of 24,15% per year, adding up to a total increase of 354,55% from 2007 to 2013.

b) The category “Demonstration” increased by an average of 26,41% per year, adding up to a total increase of 415,79% from 2007 to 2013.

c) The category “Hunger Strike” increased by an average of 48,48% per year, adding up to a total increase of 1491,66% from 2007 to 2013.

d) The category “Strike or Boycott” increased by an average of 20,23% per year, adding up to a total increase of 263,16% from 2007 to 2013.

e) The category “Blockade of Streets and/or Entrances” increased by an average of 39,73% per year, adding up to a total increase of 940% from 2007 to 2013.

f) The category “Riots (Violent Protests)” increased by an average of 16,91% per year, adding up to a total increase of 198,59% from 2007 to 2013.

Ειδικότερα για τη Βραζιλία:

BRazil

Μαϊντάν-Σύνταγμα χωρίς αντι-ιμπεριαλιστικό εισιτήριο

012414_ANR_Ukraine_640

 

Συνειδητή σιωπή και εξίσου συνειδητός θόρυβος· να η αντιστοιχία των ταραχών στη Βοσνία και της ανατροπής του καθεστώτος Γιανουκόβιτς στην Ουκρανία στην πολιτική φιλολογία της αριστεράς. Ό,τι δε χωράει στο αντιιμπεριαλιστικό καλούπι της θεωρίας προορίζεται για θάψιμο χωρίς πολλά-πολλά. Το κόμμα και οι οπαδοί του να είναι καλά και τα υπόλοιπα ας πετιούνται στο καλάθι της ιστορίας ως «περιθωριακά συμβάντα»…Παρακάτω κατατίθενται κάποιες σκέψεις με μορφή σημειώσεων πάνω στα γεγονότα στην Ουκρανία από μια μη αντιιμπεριαλιστική σκοπιά που αναγνωρίζει την αυτάρκεια των κινημάτων που ξεσπάνε, φυσικά όχι πάντα προς την κατεύθυνση που εμείς θα επιθυμούσαμε. Γιατί η ιστορία των μέχρι σήμερα κοινωνιών παραμένει η ιστορία της πάλης των τάξεων όσο κι αν πρεσβευτές ξένων χωρών περνούν από το Μαϊντάν για δηλώσουν τη συμπόνια του χασάπη για τα πρόβατα που πρόκειται να σφαχτούν.

Από τη σκοπιά της ακρίβειας όσων πρόκειται να ειπωθούν, δηλαδή από τη σκοπιά του «ιστορικού», θα ήταν σκοπιμότερο να περιμένουμε. Για να μπορέσουν να γίνουν γνωστά πράγματα που αφορούν το κίνημα των περασμένων μηνών και παραμένουν σε εμάς άγνωστα, να αναδυθούν πιθανώς εξελίξεις που προς το παρόν παραμένουν υπόγειες και να προσδώσουν στα μέχρι τώρα τετελεσμένα άλλο νόημα. Δεν είμαστε όμως «επιστήμονες» ούτε επιδιώξαμε ποτέ κάτι τέτοιο. Η προοπτική της ένοπλης αντιπαράθεσης στην Κριμαία –και η σοβαρή πιθανότητα ενταφιασμού του κοινωνικού ζητήματος κάτω από την ταφόπλακα της εθνικής ενότητας ενόψει ενός πολέμου μικρότερης ή μεγαλύτερης διάρκειας– μας ωθεί να αναβάλλουμε για αργότερα το σχέδιο μιας πιο ολοκληρωμένης καταγραφής του κινήματος στην Ουκρανία και να καταγράψουμε όσα μέχρι τώρα σημεία προλάβαμε να εκτιμήσουμε[1] ότι χρήζουν προσοχής από μια κινηματική προοπτική.

 

автономна 1

Από θεωρητικής πλευράς, οι αναφορές των θεωριών που έχουμε κληρονομήσει από τη δεκαετία του ’70 όσον αφορά τον ρόλο του κράτους και τη σχέση του με την κοινωνία των πολιτών είναι μάλλον περιορισμένες. Αυτή η περιορισμένη θεωρητική αναφορά στο κράτος δεν είναι αυτονόητη και σε γενικές γραμμές αποτελεί ευθεία συνέπεια του προηγούμενου κύκλου αγώνων που σχετίζονταν είτε με την (κριτική ενίοτε) αποδοχή των σοσιαλιστικών κρατών είτε με την ανάδειξη του εργοστασίου ως κεντρικού άξονα περιστροφής των κοινωνικών σχέσεων. Είναι σαφές ότι από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, οπότε και ολοκληρώθηκαν τα κοινωνικά θεμέλια αυτού του κύκλου αγώνων, μέχρι σήμερα έχουν μεσολαβήσει σχεδόν τέσσερις δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού, προγραμμάτων δομικής προσαρμογής κλπ. Ή, με μια άλλη ορολογία, πραγματικής υπαγωγής της εργασίας και της ζωής γενικότερα στο κεφάλαιο. Αν πράγματι η πραγματικότητα της ταξικής πάλης θεωρείται σημαντική για την ίδια την παραγωγή της θεωρίας, τότε αν μη τι άλλο ο κύκλος αγώνων που φαίνεται να ξεκίνησε με την αραβική άνοιξη[2] και θέτει το κράτος στο επίκεντρο της σύγκρουσης οφείλει να βρει την αντανάκλαση που του αντιστοιχεί στο επίπεδο της θεωρίας. Και συνακόλουθα της έμπρακτης αντιπαράθεσης.

автономна 2

Θα μπορούσε η ανατροπή του καθεστώτος στην Ουκρανία να χαρακτηριστεί «πραξικόπημα»; Για εμάς είναι σαφές ότι αυτό που έριξε το καθεστώς Γιανουκόβιτς ήταν οι αντιδράσεις ενάντια στην κρατική καταστολή[3] που ξεκίνησε αρχικά μετά την πρώτη εκκένωση του Μαϊντάν τη νύχτα της 30ης Νοεμβρίου και κυρίως μετά τις 16 Ιανουαρίου, οπότε και ψηφίστηκαν οι νόμοι ενάντια στις διαδηλώσεις. Σε αυτή τη χρονική στιγμή λαμβάνει χώρα μια ποσοτική και ποιοτική διαφοροποίηση στο εσωτερικό του κινήματος παρόλο που το (μικρό) κομμάτι του κόσμου, που πριν είχε εκφράσει συγκεκριμένες διεκδικήσεις σε σχέση με την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, παραμένει εκεί και συναντάει τους περισσότερους που κατεβαίνουν στον δρόμο μετά. Και είναι ακριβώς αυτή η δυναμική του κινήματος που εμποδίζει αφενός την ειδική αστυνομία να το διαλύσει και αφετέρου τον στρατό να παρέμβει[4]· όσο κι αν οι ουκρανικές σημαίες ήταν έντονα παρούσες δίνοντας στο διαταξικό Μαϊντάν την αύρα «κινήματος εθνικής σωτηρίας», το αιματοκύλισμα των κινητοποιήσεων[5] δικαίως θεωρήθηκε εμφυλιοπολεμική πράξη. Παράλληλα, πρέπει να σκεφτούμε τι είδους λαϊκή στήριξη (δεν) είχε η «δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση» που έπεσε, η οποία μόνο στην αρχή οργάνωσε αντιδιαδήλωση μερικών εκατοντάδων στο Μαϊντάν –όταν ο κόσμος εκεί δεν ξεπερνούσε τις μερικές χιλιάδες, κυρίως μέλη της μεσαίας τάξης που διαδήλωναν υπέρ της ΕΕ– και στη συνέχεια κατέφευγε στους πληρωμένους μπράβους και στην ειδική αστυνομία. Ούτε καν στην «κανονική» αστυνομία. Πώς θα μπορούσαν να κρατηθούν μετά από αλλεπάλληλες επιθέσεις της ειδικής αστυνομίας τα μόνιμα οδοφράγματα που στήθηκαν από τις αρχές Δεκεμβρίου, οι κατασκηνώσεις μέσα και γύρω από το Μαϊντάν, οι καταλήψεις κυβερνητικών κτιρίων αν δεν υπήρχε ευρεία αποδοχή από την πλειοψηφία του πληθυσμού;

Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα χαρακτηριστικά του κινήματος που είναι τα πιο ενδιαφέροντα από ανατρεπτική σκοπιά. Δεν παύουν όμως να είναι και προϊόντα μιας αφαιρετικής περιγραφής που αν δε συλλάβει τη συγκεκριμένη δυναμική των κινητοποιήσεων, κινδυνεύει να χάσει τον προσανατολισμό της και να υποτιμήσει τις εσωτερικές διαδικασίες και την  κατάληξή τους.

 

автономна 3

Ο Ντωβέ, στο Quand meurent les insurrections[6], κάνει ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με την άνοδο του φασισμού την περίοδο του μεσοπολέμου:

«Ποια είναι λοιπόν η πραγματική ορμή του φασισμού, αν όχι η τάση οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης του κεφαλαίου, μια τάση που γενικεύτηκε μετά το 1914; Ο φασισμός ήταν ένας ιδιαίτερος τρόπος να επιβληθεί η ενότητα αυτή σε χώρες –όπως η Ιταλία και η Γερμανία –όπου, ακόμα κι αν η επανάσταση είχε ξεριζωθεί, το κράτος ήταν ανίκανο να επιβάλει την τάξη, ακόμα και στο εσωτερικό της ίδιας της αστικής τάξης».

«Ο φασισμός ήταν μια προσπάθεια της αστικής τάξης να τιθασεύσει δια της βίας τις δικές της αρχικά αντιφάσεις, να οικειοποιηθεί μεθόδους κινητοποίησης της εργατικής τάξης προς όφελός της, και να αναπτύξει όλες τις δυνατότητες του σύγχρονου κράτους, αρχικά εναντίον ενός εσωτερικού εχθρού, και στη συνέχεια ενός εξωτερικού».

Υπάρχουν αναλογίες ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, όμως το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίσσονται οι καπιταλιστικές σχέσεις έχει σαφώς μεταβληθεί. Πράγματι, η Ουκρανία ήταν η χώρα από τις 29 πρώην σοσιαλιστικές που επλήγη περισσότερο από την κρίση: ο πληθωρισμός έφτασε 22% το 2008, η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος ήταν στα όρια του 60%. Τον επόμενο χρόνο, το ΑΕΠ της Ουκρανίας μειώθηκε κατά 14% ενώ ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες. Επίσης, η χώρα έγινε δανείστηκε πολύ από το ΔΝΤ, μιας και οι τιμές των πρώτων υλών, με τις οποίες προμηθεύει η Ουκρανία την παγκόσμια αγορά, δεν μπορούν να σταθεροποιηθούν σε κάποιο ικανοποιητικό επίπεδο. Σε καθαρά οικονομικό επίπεδο, λοιπόν, υπήρχε έντονη αστάθεια λόγω της φύσης της ουκρανικής οικονομίας. Παράλληλα, όμως, η εσωτερική υποτίμηση δεν προχώρησε χωρίς παλινδρομήσεις μιας και είχαμε αυξήσεις του βασικού μισθού χωρίς μείωση των κρατικών ενισχύσεων σε βασικές παροχές. Αυτό από μόνο του δείχνει ότι η εργατική τάξη έχει μια μη αμελητέα διαπραγματευτική ισχύ.

Η κρίση, κυρίως, και όχι τόσο η σχετικά πρόσφατη κατασκευή του ουκρανικού κράτους ως προσάρτηση ανομοιογενών εδαφών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατέτμησε την αστική τάξη της χώρας σε αντιπαρατιθέμενα γεωπολιτικά στρατόπεδα: είτε με τη δύση και την ΕΕ, είτε με τη Ρωσία. Αυτό και μόνο το γεγονός, ότι το ουκρανικό κράτος δεν μπορούσε να εκπληρώσει μια από τις βασικές λειτουργίες του, δηλαδή να μπορεί να εμφανιστεί ως συλλογικός καπιταλιστής, είναι το βασικό στοιχείο της κρίσης του ως κράτος. Είτε με την Ευρασιατική Ένωση της Ρωσίας είτε με την ΕΕ, ποιος και πώς θα επιβάλει τα απαραίτητα διαρθρωτικά μέτρα;

Από τη στιγμή όμως που το θέμα τίθεται έτσι, δηλαδή ως κρίση-του-κράτους-σε-σχέση-με-τη-νεοφιλελεύθερη-αναδιάρθρωση, δεν μπορούμε να μιλάμε για αναβίωση του «φασιστικού φαινομένου». Πώς θα μπορούσε να σταθεί ένα φασιστικό κράτος από μόνο του, ακόμα κι αν θεμελιωνόταν σε ένα αμιγώς φασιστικό κίνημα από τα κάτω; Επιπλέον, τότε, ακόμα και μετά το τσάκισμα των προλεταριακών εξεγέρσεων που προηγήθηκαν, η εργατική τάξη και τα συμφέροντά της αναγνωρίστηκαν ως τέτοια και γι’ αυτό υπήρχε η ανάγκη να ενσωματωθούν στα πλαίσια ενός μαζικού κοινωνικού κινήματος που ήταν και ο φασισμός και ο ναζισμός. Κάτι τέτοιο σήμερα είναι αδιανόητο στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης που περνάει ακριβώς από τη διάλυση της εργατικής τάξης ως συλλογικά αναγνωρισμένου υποκειμένου. Αυτή η βασική διάσταση της σύγχρονης αναδιάρθρωσης είναι που θα εμποδίσει τους όποιους νοσταλγούς του Χίτλερ, του Μουσολίνι, του Μπαντέρα ή όποιου άλλου καθάρματος να γίνουν κάτι παραπάνω από μπάτσοι και σεκιουριτάδες, λακέδες δηλαδή των αφεντικών.

автономна 4

Για την κατανόηση των εξελίξεων στην Ουκρανία, έχει μεγάλη σημασία να απαντηθεί το ερώτημα γιατί πριν και κατά τη διάρκεια του Μαϊντάν δεν υπάρχουν εργατικές κινητοποιήσεις. Όσο κι αν έχει υποχωρήσει το εργατικό κίνημα, αυτό προσπάθησε να εμφανιστεί λίγο-πολύ σε όλες τις περιπτώσεις αυτού του κύκλου αγώνων μέχρι τώρα, με ποιο έντονη τη συμβολή του στη βοσνιακή εκδοχή. Και αυτό όχι τυχαία. Αν δεχτούμε ότι το εργατικό κίνημα υπερασπίζεται όχι μόνο τα άμεσα εργατικά συμφέροντα, αλλά και γενικότερα τον (δημοκρατικό) πλουραλισμό, την ελευθερία της έκφρασης κ.α. τότε αποκτά αυξημένη βαρύτητα η παρατήρηση των ουκρανών συντρόφων ότι αυτή σοβιετική κληρονομιά έχει διαβρωθεί εδώ και πολύ καιρό στην Ουκρανία από τον εθνικιστικό λόγο, ότι η λεγόμενη κοινωνία των πολιτών είχε συρρικνωθεί πολύ εκεί και ότι οι φιλελεύθεροι δημοκράτες ήταν πολύ περιορισμένης εμβέλειας. Με άλλα λόγια, το εργατικό κίνημα είχε «υποτιμηθεί» πολύ από μια ορισμένη πλευρά, τη «δημοκρατική/πλουραλιστική» του πλευρά: δεν είχε πλέον το «δικαίωμα» να εκφράζεται ως τέτοιο, όπως και άλλες ομάδες «δικαιωμάτων» (γυναίκες, gay, κλπ) μιας και κάτι τέτοιο εναντιωνόταν στην εθνική ενότητα. Last but not least, δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι σε μια ευρεία κινητοποίηση που εξελίσσεται σε πρώην σοσιαλιστικό περιβάλλον, όπου το ίδιο το κράτος ήταν εκφραστής και εγγυητής των εργατικών συμφερόντων, όπου το εκεί Κομμουνιστικό Κόμμα ψήφισε τα κατασταλτικά μέτρα της 16ης Ιανουαρίου και όπου ο αντικομμουνισμός είναι συνώνυμος της ανατρεπτικής ιδεολογίας, δε θα μπορούσαν να μην γκρεμίζονται μαζικά τα αγάλματα του Λένιν.

Continue reading

HONOR THE HOOLIGANS!

 

burning-windows-tacnonet

Σύντομο κείμενο άποψης του Emir Suljagić που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Oslobođenje στις 15 Φεβρουαρίου και αφορά τις διώξεις σε σχέση με τους εμπρησμούς κυβερνητικών κτιρίων στη Βοσνία. Το πρωτότυπο εδώ.

Emir Suljagić: Honor the Hooligans!

In the world they inhabit, Esed Radeljaš is a respectable citizen. The workers of Feroelektra are not starving and are not on the verge of a collective nervous breakdown. Hidrogradnja is still a company that built up half of the Middle East. Theirupstanding state has only one problem: a group of hooligans who set fire to several curtains of the Presidency building and who will therefore have to have their legs broken. To that end, the Federal Ministry of the Interior, publicly and to teach a lesson to the people who expressed their feelings by attacking the buildings of the Sarajevo Cantonal Government and the Presidency, has filed criminal charges against twenty or so young men — for terrorism.

No one in this country fought for walls and buildings; rather, blood was spilled for what these buildings represent. Today the building of the Presidency of BiH no longer means anything to anyone, with the exception of those inside it who receive inflated salaries. The young men who attacked the building last Friday see it as a tower of injustice that has reduced their parents to extreme poverty while bestowing entire hospitals to the wives of those who work there. You know how I know this? In the same way that I knew I was hungry even after 1995; in the same way I would eat only one meal a day up until 2001. And I know the disdain for government that hunger brings.

I hope that Dragan Lukač will remember his decision to charge a group of rowdy fans with terrorism when, at the coming October elections, the SDA is ousted and new bosses arrive. And next time, when the people — not rowdy fans, but their parents and all of us together — chase them down the bypass that is still missing three centimeters of asphalt, presumably then they will remember the decision to destroy the lives of the boys who one afternoon started a revolution on our behalf.

And let’s not fool ourselves: This is a political decision, because Lukač is only as independent as his nominal boss Predrag Kurteš is. Neither exists beyond the personal will of those who currently run their parties. This, then, after all that has happened and is still happening, is a decision made by Izetbegović and Lagumdžija: After sharing nothing with the people, not a single hardship, after twenty years of poking us in the eye and rubbing salt in our wounds to keep them from healing, now, while we’re lying on the ground, beaten . . . in the end, just like in Death and the Dervish, they will piss on us.

Those who believe that the charges are the result of an independent judicial action because the Presidency building is supposedly a symbol of the state should bear one thing in mind: Each of the companies that were destroyed by Izetbegović and Lagumdžija’s friends — including the one they now blame for the riots hanging over their own heads — is a better symbol of statehood, because each of them put bread on the table for thousands of families. Everything these men touch disappears. They destroyed fifty years of an entire people’s zeal in less than two decades. Crushed, laid to waste, buried. And what’s more, now they want to criminalize our right to rebel against it. Hungry peoples do not create states. Hungry peoples disappear.

For those who were not in Skenderija last Friday, let me say this: I met war veterans who, unlike the comfortable heads of the veterans’ associations, are starving; children of martyrs who, unlike Emina Ganić, don’t have plans and ambitions; employees of Hidrogradnja who show signs of starvation. And do you know what they had in common? They were all rooting for the “hooligans” and saying, “That’s right, f*** the bastards!”

As for the plenum organizers, the first thing they did was mortgage the young men who overnight made it possible for them to negotiate with the authorities on an equal footing. And so I ask: Are we in agreement that the prosecutors and judges, who for two decades now have been appointed by those in power, should prosecute not the demonstrators who attacked the buildings of the Canton and Presidency, but instead those who have destroyed our economy? If so, I propose that we help these young men, that we do something and not stand idly by while the government breaks the legs of those who, unlike us, had the courage to speak up on our behalf. Because on that day the “hooligans” were the most honorable citizens of our country.

(Published in Oslobođenje)

Για τις αμβλώσεις: Το γυναικείο σώμα ως πεδίο μάχης

aleqm5ji6al2rt4l6p2bsz7jjron9n8usg

Η μητρότητα, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζονται κάποιοι, δεν αποτελεί σκοπό ύπαρξης της γυναίκας ή πραγμάτωση του ρόλου που αρμόζει στη βιολογική συγκρότηση του σώματός της, καθώς η αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους, δεν αποτελεί  βιολογική διαδικασία. Αντιθέτως, είναι συνθήκη επικαθορισμένη από το σύνολο των αντιθέσεων και διακρίσεων που περιγράψαμε παραπάνω. Η προσέγγιση των εννοιών όπως εγκυμοσύνη και μητρότητα, αποκομμένες από το κοινωνικό σύνολο, είναι λανθασμένη. Η εγκυμοσύνη και η μητρότητα είναι αδύνατο να συζητηθούν και να κατανοηθούν εκτός κοινωνικού συνόλου, ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν και δεν υπήρξαν ποτέ αποκομμένες από αυτόν.

Αναδημοσίευση αποσπάσματος από το κείμενο της Χ. Τριανταφυλλίδου που αναρτήθηκε στο barikat.gr

[…] Για προφανείς λόγους δεν θα ασχοληθούμε βαθύτερα με το ερώτημα, κατά πόσο ένα γονιμοποιημένο ωάριο, που εξελίσσεται σε μια βλαστοκύστη και προσκολλάται στο εσωτερικό της μήτρας μιας γυναίκας, είναι δυνατό να είναι ιδιοκτησία κάποιου θεού, τον οποίο – με εξαίρεση του Αντώνη Σαμαρά ίσως – δεν είδε και δεν άκουσε ποτέ κανείς και καμιά. Αντ’ αυτού θα  προσεγγίσουμε το θέμα, ξεκινώντας από το κοινωνικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο η σύλληψη, η γέννηση και η ανάπτυξη ενός παιδιού λαμβάνει χώρα και  το οποίο είναι κάθε άλλο παρά ουδέτερο.

Σε όλες τις εποχές και σε όλους τους πολιτισμούς, γυναίκες έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή τους εφαρμόζοντας διάφορες, πολλές φορές βίαιες τεχνικές, για να διακόψουν μια μη επιθυμητή εγκυμοσύνη. Προκειμένου να αποβάλλουν, έπαιρναν φυτικά φάρμακα ακόμα και στρυχνίνη και προσπαθούσαν με βελόνες και άλλα αιχμηρά αντικείμενα να σταματήσουν την ανάπτυξη του εμβρύου μέσα τους. Ωστόσο, οι εποχές όπου γυναίκες  στην προσπάθεια τους να τερματίσουν μια μη επιθυμητή εγκυμοσύνη έβρισκαν το θάνατο, δεν ανήκουν στο παρελθόν. Από τις περίπου 220 εκατομμύρια εγκυμοσύνες που καταγράφονται κάθε χρόνο παγκοσμίως, περίπου 30% με 35% δεν είναι σχεδιασμένες. Έτσι, κάθε χρόνο σημειώνονται 21,6 εκατομμύρια “μη ασφαλείς αμβλώσεις” (unsafe abortions), τεχνητές διακοπές κύησης δηλαδή, που εφαρμόζονται από άτομα χωρίς απαραίτητη επαγγελματική κατάρτιση ή/και υπό ελλιπείς υγειονομικές συνθήκες. Η πλειοψηφία των μη ασφαλών αμβλώσεων καταγράφονται σε αναπτυσσόμενες χώρες, στις οποίες το νομοθετικό πλαίσιο τις καθιστά ποινικό αδίκημα. Σύμφωνα με στοιχεία του παγκόσμιου οργανισμού υγείας 47.000 γυναίκες πεθαίνουν  κάθε χρόνο λόγω επιπλοκών που σχετίζονται με μια μη ασφαλής έκτρωσης.

Πίσω από τους αριθμούς βρίσκεται η πραγματικότητα. Εδώ η εγκυμοσύνη και η μητρότητα δεν είναι απλά βιολογικά φαινόμενα. Δεν είναι στάδια της απόλυτα φυσικής διαδικασίας αναπαραγωγής του ανθρώπινου είδους, αλλά αποτελούν συνθήκες με σοβαρές κοινωνικές συνέπειες, καθώς το “θαύμα της μητρότητας” δεν λαμβάνει χώρα σε κάποιο ουδέτερο ή φιλικό προς τη μητρότητα και το γυναικείο φύλο έδαφος, αλλά  πλαισιώνεται από συγκεκριμένους ταξικούς, σεξιστικούς και ρατσιστικούς φραγμούς.

Continue reading