Αναδημοσιεύουμε εδώ το ενδιαφέρον κείμενο του συντρόφου από τη ΣΚΥΑ σχετικά με το παρόν και το μέλλον των τοπικών συνελεύσεων γειτονιάς. Το πρωτότυπο μπορεί να βρεθεί εδώ, francais and english here.
«’δω σ’ αυτή τη γειτονιά, στην παρακάτω ρούγα
τη φωλιά της έχτισε μια πέρδικα μικρούλα»
παραδοσιακό απ’ την κέρκυρα
Η εξέγερση του Δεκέμβρη του ’08 κι έπειτα το “κίνημα των πλατειών” του καλοκαιριού του ’11 άνοιξαν διάπλατα τον δρόμο για τις μορφές οργάνωσης και αγώνα που κωδικοποιήθηκαν ως συνελεύσεις γειτονιάς. Μιλάμε για ανοιχτές συλλογικές διαδικασίες με αυτοοργανωμένο χαρακτήρα που προσπάθησαν να εδαφικοποιήσουν την πολιτική τους παρέμβαση σε επίπεδο γειτονιάς με τρόπο δημόσιο και σταθερό. Εδώ, βέβαια, δεν θα προσπαθήσουμε να συντάξουμε την ιστορία ή να εκθέσουμε τη γενεαλογία των συνελεύσεων γειτονιάς στην Αθήνα, ούτε και να παρουσιάσουμε όλα τους τα πολιτικά περιεχόμενα μέσα σε 4000 λέξεις. Ο σκοπός μας είναι να αναλύσουμε τη θέση των συνελεύσεων γειτονιάς μέσα στον κύκλο αγώνων ενάντια στην υποτίμηση της εργασίας και της ζωής μας την εποχή της καπιταλιστικής κρίσης και αναδιάρθρωσης. Με λίγα λόγια, προσπαθούμε να δούμε πώς τοποθετούνται τα τελευταία χρόνια οι συνελεύσεις γειτονιάς απέναντι στα ζητήματα που έχουν θέσει οι άμεσες συνέπειες της κρίσης/αναδιάρθρωσης στα πεδία της κοινωνικής αναπαραγωγής και της εκμεταλλευτικής σχέσης.
Εδώ πρέπει να τονιστεί η σκοπιά απ” την οποία γράφω αυτό το κείμενο. Καταρχήν, από τη σκοπιά της προσωπικής συμμετοχής και δέσμευσης σε εγχειρήματα γειτονιάς εδώ και 6 περίπου χρόνια. Δεύτερον, με μια διάθεση αναστοχασμού πάνω στον κύκλο αγώνων που ενεπλάκησαν οι συνελεύσεις γειτονιάς. Και τρίτον, επιθυμώντας τη συνεισφορά στην χάραξη μιας στρατηγικής για τους αγώνες που έρχονται. Όλα αυτά συνεπάγονται δύο βασικά πράγματα. Ότι κάθε κριτική που γίνεται μέσα στο κείμενο είναι σε ένα δεδομένο βαθμό και αυτοκριτική. Κι έπειτα ότι το κείμενο αυτό γράφεται, εν τέλει, από τη σκοπιά της πραγματικής υπεράσπισης των συνελεύσεων και της απόπειρας διερεύνησης των ορίων και των δυνατοτήτων τους ως εδαφικοποιημένες μορφές οργάνωσης και αγώνα.
Ας δούμε, καταρχήν, τι εννοούμε λέγοντας πεδία κοινωνικής αναπαραγωγής και εκμετάλλευσης. Όπως είναι γνωστό και άμεσα βιωμένο από όλες και όλους, η τάξη των εκμεταλλευόμενων δεν αναπαράγει τον εαυτό της αποκλειστικά μέσω του μισθού ως αμοιβή για την εργασία της. Η κοινωνική μας αναπαραγωγή, δηλαδή χοντρικά το να μπορούμε να επιβιώνουμε καθημερινά ως κοινωνικά υποκείμενα, έχει ένα κόστος που εξαρτάται τόσο από τον άμεσο μισθό (δηλαδή τα λεφτά στο χέρι που πληρώνουν για ενοίκιο, τροφή, διασκέδαση κλπ.) όσο και από τον έμμεσο μισθό που λαμβάνουμε από το κράτος με τη μορφή παροχών και υπηρεσιών (όπως περίθαλψη, εκπαίδευση, επιδόματα, άδειες, συγκοινωνίες κλπ.). Το επίπεδο της κοινωνικής μας αναπαραγωγής συνίσταται στο ερώτημα “πώς τη βγάζουμε”, ποιές είναι οι ανάγκες μας και πώς τις καλύπτουμε. Το ερώτημα αυτό απαντάται κάθε φορά ιστορικά από το τι διεκδικούμε και τι κατακτούμε στα πεδία του άμεσου και του έμμεσου μισθού. Η διαδικασία της κρίσης έφερε από νωρίς πολύ σημαντικές συνέπειες στην καθημερινή μας αναπαραγωγή. Συνοπτικά, το κεφάλαιο μας αναγκάζει να ζήσουμε με λιγότερα (σε λεφτά και σε παροχές) απ” ό,τι είχαμε μάθει να ζούμε. Σ” αυτό το πεδίο λοιπόν, οι συνελεύσεις γειτονιάς έδωσαν αγώνες που άγγιζαν με άμεσο τρόπο το πώς καλύπτουμε συλλογικά τις ανάγκες μας μέσα στο ασφυκτικό περιβάλλον της κρίσης, τους οποίους θα δούμε και αναλυτικότερα στη συνέχεια.
Αν δίναμε έναν συνολικό και αφαιρετικό ορισμό στις συνελεύσεις γειτονιάς, θα λέγαμε ότι αποτελούν μορφές οργανωμένης κι εδαφικοποιημένης προλεταριακής δραστηριότητας. Σ” ένα δεύτερο επίπεδο, αποτελούν επίσης μικρούς αλλά σημαντικούς σταθμούς ταξικής ανασύνθεσης με όρους αγώνα. Ας εξηγηθούμε. Υποστηρίζουμε ότι, πέρα από τα επί μέρους πολιτικά τους περιεχόμενα, οι συνελεύσεις είναι μορφές οργάνωσης και αγώνα των εκμεταλλευόμενων/καταπιεζόμενων για να καλύψουν συλλογικά τις ανάγκες τους σε τοπικό επίπεδο μέσα σε συνθήκες καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Αυτό σημαίνει, συνοπτικά, ότι σήκωσαν αγώνες πάνω σε άμεσα και πιεστικά επίδικα για τους από κάτω αυτά τα τελευταία 5-6 χρόνια, από τα χαράτσια της ΔΕΗ, τα εισιτήρια στα νοσοκομεία και το κόστος μεταφοράς μέχρι την ανάκληση απολύσεων και τη διεκδίκηση δεδουλευμένων, το ζήτημα της τροφής και το μπλοκάρισμα της καπιταλιστικής αξιοποίησης δημόσιων χώρων. Επιπλέον, οι συνελεύσεις έφτιαξαν έναν καινούριο χώρο και χρόνο μέσα στις γειτονιές όπου συναντήθηκαν και κοινωνικοποιήθηκαν με όρους μοιράσματος και αγώνα υποκείμενα που ήταν λίγο-πολύ διαχωρισμένα μεταξύ τους –ή τουλάχιστον δεν βρίσκονταν μέχρι τότε μαζί σε κοινές συλλογικές διαδικασίες (εργαζόμενες, άνεργοι, φοιτήτριες, μαθητές, νοικοκυρές, συνταξιούχοι).
Όλα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν ότι αυτές οι διαδικασίες αυτοπροσδιορίζονταν ρητά ως τέτοιες, δηλαδή ως μορφές προλεταριακής δραστηριότητας και ταξικής ανασύνθεσης. Απ” όσο γνωρίζω, κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί σε καμία συνέλευση γειτονιάς. Εδώ λοιπόν ανακύπτει ένα ζήτημα του πώς αναλύουμε τα πράγματα στα οποία συμμετέχουμε. Ο Μαρξ είχε γράψει ότι όπως δεν μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο από τη γνώμη που έχει το ίδιο για τον εαυτό του, έτσι δεν μπορούμε να κρίνουμε μια τέτοια εποχή ανατροπής από τη συνείδηση που έχει για τον εαυτό της. Εμείς θα προσθέταμε επίσης ότι δεν μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο από αυτά που λέει, αλλά (κυρίως) από αυτά που κάνει. Από εκεί ξεκινάμε λοιπόν, από την ίδια την πράξη. Τα παραπάνω συμπεράσματα τα βγάζουμε μέσα από την εμπειρία και τη συμμετοχή μας στους αγώνες (τι κάνουμε και πώς το κάνουμε), αλλά και μέσα από την κοινωνική και ταξική τους σύνθεση (ποιοι και ποιες το κάνουμε). Άρα, πρόκειται για μια ερμηνεία πολιτική κι όχι περιγραφική, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα και μια πολιτική πρόταση ανάλυσης και δράσης. Εν ολίγοις, δεν βλέπουμε τις κινητοποιήσεις των συνελεύσεων απλώς ως “πολιτικές παρεμβάσεις” αλλά ως ταξικούς αγώνες με τα δικά τους περιεχόμενα, αντιφάσεις, δυνατότητες και όρια. Επίσης, δεν βλέπουμε τους συμμετέχοντες απλά ως “κατοίκους” (έστω και πολιτικοποιημένους), αλλά ως ζωντανές κοινότητες αγώνα εκμεταλλευόμενων που δημιουργούν μεταξύ τους κοινωνικές σχέσεις. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να κοιτάμε τι λένε οι άνθρωποι για τον εαυτό τους; Σε καμία περίπτωση. Πρέπει όμως να έχουμε κατά νου ότι αυτό που λένε, παρότι σημαντικό, δεν είναι και κανένας τελειωτικός ορισμός, ούτε απαραίτητα αντικατοπτρίζει το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Για να είμαστε πιο ακριβείς, το πώς μιλάς γι” αυτά που κάνεις δεν είναι παρά μια στιγμή στα πλαίσια μιας διαδικασίας (αυτό-)μετασχηματισμού. Είναι δηλαδή ένα συνεχές πολιτικό διακύβευμα που δείχνει πόσο βαθαίνει στην πραγματικότητα η συλλογική πράξη κι ο συλλογικός λόγος.
Θεωρούμε ότι αυτή είναι μια παγίδα που πέφτουν αρκετά κομμάτια του κινήματος, γενικά όταν καταπιάνονται με τη σχέση πολιτικού και κοινωνικού, αλλά και ειδικά όταν συζητάνε για τις συνελεύσεις γειτονιάς. Οι τελευταίες έχουν συχνά δεχθεί κριτική ως μικροαστικές ή διαταξικές, ότι δεν έχουν πραγματικά πολιτικά περιεχόμενα ή ότι δεν έχουν πραγματική “ταξική συνείδηση”. Δεν θα απαντήσουμε εδώ αναλυτικά, θα αρκεστούμε όμως σε λίγες συνοπτικές παρατηρήσεις. Καταρχήν, δεν μπορείς να κρίνεις με αφηρημένους ιδεολογικούς όρους ανοιχτές κοινωνικές διαδικασίες που περιλαμβάνουν τόσο πολιτικοποιημένους αγωνιστές, όσο και ευρύτερα κομμάτια της τάξης που πολιτικοποιούνται για πρώτη φορά. Δεύτερον, ακόμα κι αν οι όροι συγκρότησης των συνελεύσεων θεωρητικά επιτρέπουν (δηλαδή δεν απαγορεύουν ρητά) τη συμμετοχή μικρο-αφεντικών, στην πράξη βλέπουμε ότι κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Δηλαδή, υπάρχει κάτι που αποτρέπει ή αποθαρρύνει έμπρακτα τη συμμετοχή τους. Κι αυτό είναι ότι, τρίτον, αν δούμε τον κύκλο ταξικών αγώνων των τελευταίων χρόνων στην εργασία και την αναπαραγωγή, θα διαπιστώσουμε ότι οι συνελεύσεις γειτονιάς έχουν εμπλακεί σε αυτόν πολύ περισσότερο από την συντριπτική πλειοψηφία των συλλογικών πολιτικών υποκειμένων (πολλά εκ των οποίων, παρότι έχουν σημαία τους την “ταξική συνείδηση”, έχουν συνηθίσει να βλέπουν τους αγώνες από ασφαλή απόσταση και με “προλεταριακά” κυάλια). Και τέλος, αν περιμένουμε από τα υποκείμενα του αγώνα να μιλήσουν την ιδεολογική ή θεωρητική γλώσσα της ταξικής πάλης, θα καταλήξουμε να θεωρούμε “προλετάριους” και “κατόχους” ταξικής συνείδησης μόνο όσους συμφωνούν με τις πολιτικές μας απόψεις, κι όχι όσους αναπτύσσουν στην πράξη ανταγωνιστική δραστηριότητα προς το κεφάλαιο και τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις.
Οι συνελεύσεις γειτονιάς τοποθετήθηκαν μέσα στον κύκλο αγώνων ενάντια στην πολιτική της υποτίμησης με αρκετά κοινό και συνεκτικό τρόπο, συχνά ως αποτέλεσμα και των μεταξύ τους πολιτικών σχέσεων. Αυτό το έκαναν σε δύο παράλληλες κατευθύνσεις, ειδικά την περίοδο ’10-’13, αλλά και πιο πρόσφατα σε ένα βαθμό. Η πρώτη κατεύθυνση ήταν η δημιουργία σχέσεων αγώνα και αλληλεγγύης σε τοπικό επίπεδο, κυρίως μέσα από διεκδικήσεις και δομές γύρω από το κόστος ζωής. Αυτή η κατεύθυνση περιελάμβανε διεκδικητικούς αγώνες γύρω από το ρεύμα, τις συγκοινωνίες και την περίθαλψη, αλλά και στήσιμο δομών αλληλοβοήθειας όπως οι συλλογικές κουζίνες, τα χαριστικά-ανταλλακτικά παζάρια, τα μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας σε μαθητές και τα κοινωνικά ιατρεία. Η δεύτερη κατεύθυνση ήταν η οργανωμένη και πολύ συχνά συγκρουσιακή παρουσία στο δρόμο ως ορατά συλλογικά υποκείμενα, ειδικά στις μαζικές απεργιακές διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και σε απεργιακές κινητοποιήσεις σε τοπικό επίπεδο, όπως πορείες μέσα στη γειτονιά και μετά κάθοδος στο κέντρο μαζί με άλλες συνελεύσεις, ή απεργιακά μπλοκαρίσματα εργασιακών χώρων. Συνολικά, θα λέγαμε ότι τα κεντρικότερα πολιτικά περιεχόμενα των συνελεύσεων σ” αυτήν την περίοδο ήταν απ” τη μία η στάση πληρωμών από τα κάτω και η προώθηση της αλληλεγγύης στην καθημερινότητα, και απ” την άλλη η έμπρακτη σύγκρουση με τις προσταγές του κεφαλαίου σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο.
Αυτή η μορφή δραστηριότητας των συνελεύσεων βρίσκεται εδώ και αρκετό καιρό σε κρίση. Η κρίση των συνελεύσεων γειτονιάς, η οποία αφορά τόσο τη μορφή και το περιεχόμενό τους, μας δείχνει ότι έχουν κάνει έναν πολιτικό κύκλο, χωρίς να σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι έχουν χρεοκοπήσει πολιτικά ή ότι έχουν σταματήσει να δίνουν αγώνες. Η κρίση τους αυτή αφορά τόσο αντικειμενικούς, όσο και υποκειμενικούς παράγοντας. Πρώτα απ” όλα, το βάθεμα της ίδια της καπιταλιστικής κρίσης και η απουσία σημαντικών πρακτικών αποτελεσμάτων από την σκοπιά των αγώνων (παρόλη την ένταση και τη συγκρουσιακότητά τους), οδήγησε πολύ κόσμο στην απογοήτευση από τις συλλογικές διαδικασίες και συχνά στη στροφή προς την προσδοκία εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Η σταδιακή και γενικότερη ύφεση του κοινωνικού ανταγωνισμού από το ’12 κι έπειτα, παρήγαγε επίσης και μια απομάκρυνση ενός κομματιού του κινήματος από τις ανοιχτές συλλογικές διαδικασίες. Η απομάκρυνση αυτή, ως επιστροφή στις άκαμπτες πολιτικές ταυτότητες, πήρε δύο κυρίως μορφές: αφενός την αναζήτηση πολιτικών απαντήσεων σε κλειστές διαδικασίες ιδεολογικού τύπου και αφετέρου την ιδεολογική περιχαράκωση και κλείσιμο των ίδιων των συνελεύσεων, ακόμα κι αν τυπικά διατηρούν την ανοιχτή λειτουργία τους. Για να το πούμε με πιο απλά λόγια, αρκετές συνελεύσεις έχουν διαλυθεί ή υπολειτουργούν και στις περισσότερες έχει μείνει αυτήν τη στιγμή λιγότερος και κυρίως πολιτικοποιημένος κόσμος.
Θα προσπαθήσουμε εδώ να δούμε αυτήν την κρίση των συνελεύσεων από τη σκοπιά των αγώνων που έχουν σηκώσει αυτά τα χρόνια στην αναπαραγωγή και την εργασία. Θα προσπαθήσουμε δηλαδή να αναλύσουμε την κρίση τους ως προϊόν των ορίων που συναντούν μέσα στους αγώνες, και να διερευνήσουμε το ξεπέρασμά της ως πραγματική δυνατότητα μέσα στους αγώνες.
Ας ξεκινήσουμε κοιτώντας πρώτα το περιεχόμενο των αγώνων που έδωσαν οι συνελεύσεις γύρω από την κοινωνική αναπαραγωγή μας ως εκμεταλλευόμενοι κι εκμεταλλευόμενες. Όπως είπαμε και νωρίτερα, η διαδικασία της κρίσης/αναδιάρθρωσης έφερε γρήγορα άμεσες συνέπειες στο κόστος της καθημερινής μας ζωής. Οι συνελεύσεις γειτονιάς άνοιξαν αρκετά γρήγορα πεδία αγώνα γύρω από αυτό το κόστος με τρόπο αρκετά διαφορετικό απ” ό,τι είχαν συνηθίσει να κάνουν οι παραδοσιακές πολιτικές μορφές. Αντί να ξεκινήσουν αφηρημένες πολιτικές καμπάνιες ξερά καταγγελτικού ή στενά ιδεολογικού περιεχομένου, επέλεξαν αφενός να δεσμευτούν (με όσες δυνάμεις είχαν) σε διεκδικητικούς αγώνες και να προωθήσουν έμπρακτα την κοινωνική στάση πληρωμών προς το κράτος και το κεφάλαιο, κι αφετέρου να δημιουργήσουν αυτόνομες δομές κάλυψης άμεσων κοινωνικών αναγκών.
Όσον αφορά τη στάση πληρωμών από τα κάτω, τα τρία κυριότερα πεδία αγώνα που ανοίχτηκαν ήταν η άρνηση πληρωμής του χαρατσιού στους λογαριασμούς της ΔΕΗ και οι επανασυνδέσεις κομμένου ρεύματος, η προσπάθεια μπλοκαρίσματος του 5ευρου εισιτηρίου στα νοσοκομεία και η διεκδίκηση ελεύθερων μετακινήσεων, η οποία πήρε τη μορφή της εναντίωσης στις αυξήσεις των εισιτηρίων στα μέσα μαζικής μεταφοράς και του έμπρακτου σαμποτάζ των ελέγχων. Έχει μεγάλη σημασία να σημειώσουμε σ” αυτό το σημείο ότι οι συνελεύσεις κατάφεραν να “πέσουν μέσα” ιστορικά όσον αφορά κάποια από τα κεντρικά ταξικά επίδικα της συγκυρίας σε επίπεδο καθημερινότητας. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη αρετή του να κάνεις ανταγωνιστική πολιτική εκκινώντας από κοινωνικές ανάγκες. Από τη μία το να προσπαθείς να μπλοκάρεις την αναδιάρθρωση εδαφικοποιημένα σε πραγματικό χώρο και χρόνο, κι απ” την άλλη να προσπαθείς να συνδεθείς και να χτίσεις σχέσεις αγώνα με κοινωνικά υποκείμενα πάνω σε άμεσα επίδικα με συγκεκριμένους στόχους. Τέτοια ήταν και τα επίδικα διεκδίκησης που απασχόλησαν τις συνελεύσεις στο επίπεδο της κοινωνικής αναπαραγωγής, καθώς η επιβολή έκτακτων φόρων, συνδεόμενη με ένα βασικό κοινωνικό αγαθό όπως το ρεύμα, η διάλυση της δημόσιας υγείας και το κόστος μετακίνησης στην πόλη αφορούν το επίπεδο ζωής των εκμεταλλευόμενων με εξαιρετικά άμεσο και πιεστικό τρόπο. Απ” την άλλη πλευρά, οι περισσότερες συνελεύσεις προσπάθησαν να στήσουν σταθερές δομές κάλυψης αντίστοιχων αναγκών με όρους αυτοοργάνωσης της καθημερινότητας και αλληλεγγύης μεταξύ των από κάτω. Τέτοια παραδείγματα, αρκετά εκ των οποίων αναφέραμε και παραπάνω, άνοιγαν ζητήματα τροφής, περίθαλψης και ειδών πρώτης ανάγκης.
Αυτή η διττή δραστηριότητα ήταν και είναι βασικό κομμάτι της ζωής των περισσότερων συνελεύσεων γειτονιάς. Παρόλα αυτά, παρήγαγε μια σειρά από αντιφάσεις και όρια που θεωρούμε ότι δεν έχουν συζητηθεί επαρκώς, κάτι στο οποίο συμβάλει και η γενικότερη απροθυμία αναστοχασμού και αυτοκριτικής από αρκετά τμήματα του ανταγωνιστικού κινήματος. Παρότι επιφανειακά οι διεκδικητικοί αγώνες και οι αυτόνομες δομές φαίνεται να αλληλοσυμπληρώνονται, αυτό συμβαίνει, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, σε ένα διαχωρισμένο ή αφηρημένο επίπεδο. Κι εδώ διαφαίνεται ένα έλλειμμα ουσιαστικής συζήτησης πάνω στο τι ανάγκες θέλουμε να καλύψουμε και με ποιον τρόπο. Δεν έχουμε αυτή τη στιγμή το χώρο να αναλύσουμε εις βάθος κάθε ξεχωριστό αγώνα και δομή, οπότε θα προσπαθήσουμε να δούμε κάποια από τα όρια που διατρέχουν τις περισσότερες από αυτές τις διαδικασίες, προσπαθώντας να εξηγούμαστε όσον το δυνατόν περισσότερο μέσα από παραδείγματα.
Οι διεκδικητικοί αγώνες όπως το χαράτσι, τα μέσα μεταφοράς και τα νοσοκομεία αναγκάστηκαν να πατήσουν πάνω σε δύο βάρκες. Από τη μία πλευρά αναπτυσσόταν η λογική της άμεσης δράσης και της (σχεδόν) καθημερινής κινητοποίησης εκ μέρους των συνελεύσεων, κι από την άλλη αναδυόταν μια ιδιότυπη λογική ανάθεσης που πατούσε σε επίδικα αγώνα. Με άλλα λόγια, ενώ οι συνελεύσεις έτρεχαν καθημερινά αυτούς τους αγώνες και τους καλούσαν συνήθως με ανοιχτό και δημόσιο τρόπο, πολύς κόσμος τις έβλεπε σαν «ρομπέν των δασών» που ήρθε για να τους λύσει το πρόβλημα, ακόμα κι αν είναι με άμεσο και αγωνιστικό τρόπο. Αυτό έγινε ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση των χαρατσιών, όπου ενώ τα τηλέφωνα επανασύνδεσης έπαιρναν φωτιά, οι συνελεύσεις στελεχώνονταν από πολύ λιγότερο κόσμο. Θα ήταν όμως επιφανειακό αν δεν βλέπαμε πώς συνδυάζονται μεταξύ τους αυτές οι δύο δυναμικές. Όπως θα ήταν επιφανειακό αν απλώς μέναμε στο ότι “έτσι είναι ο κόσμος, τα θέλει όλα έτοιμα”. Θεωρούμε ότι υπήρχε κάτι μέσα στον τρόπο δράσης μας που δεν δημιουργούσε, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις ενέτεινε την ανάθεση. Από την πλευρά των συνελεύσεων φάνηκε να υπερισχύει συχνά ο ακτιβισμός και η προπαγάνδα δια της πράξης, παρά η συζήτηση πάνω σε μια συγκεκριμένη τακτική και στρατηγική που θα μας οδηγούσε στη νίκη. Τις περισσότερες φορές καλούσαμε τον κόσμο σε πολιτική ανυπακοή και στάση πληρωμών, χωρίς να κοιτάμε πώς θα συγκρουστούμε αποτελεσματικά με το ίδιο το κράτος ώστε να κερδίσουν αυτοί οι αγώνες και χωρίς να ψάχνουμε εκείνες τις διεργασίες που θα μας επιτρέψουν να δημιουργήσουμε πραγματικές σχέσεις αγώνα με τους υπόλοιπους εκμεταλλευόμενους. Πώς φτιάχνουμε κοινότητες αγώνα που να περιέχουν κι άλλο κόσμο πέρα από εμάς τους ίδιους; Αυτό το ερώτημα παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό υπόρρητο –ή απαντιόταν απλώς με το “ε, ας έρθουν στη συνέλευση”. Κι υπάρχει επίσης εδώ ένα ζήτημα σχετικά με το πόσο ανοιχτές είναι πραγματικά οι διαδικασίες μας ώστε να μαζικοποιηθούν από κόσμο που έρχεται για να καλύψει τις ανάγκες του με συλλογικό τρόπο. Επιπλέον, μιας και οι αγώνες αυτοί περιστρέφονταν γύρω από κρατικές υπηρεσίες, δεν διερευνήθηκε ποτέ σοβαρά το πώς μπορούμε να συνδεθούμε με τους εργαζόμενους στις υπηρεσίες αυτές πέρα από τις συνδικαλιστικές τους γραφειοκρατίες και συντεχνίες, ώστε το μπλοκάρισμα της αναδιάρθρωσης να επιχειρηθεί ταυτόχρονα από τους εργαζόμενους και τους χρήστες των υπηρεσιών. Ένα τέτοιο στοίχημα ήταν η σύνδεση με εργαζόμενους στις μεταφορές την περίοδο του χειμώνα ’10-’11, όταν κι οι ίδιοι βρίσκονταν σε κινητοποιήσεις, η οποία όμως δεν περπάτησε πέρα από κάποιες ήδη υπάρχουσες πολιτικές σχέσεις.
Όσον αφορά τις δομές αλληλεγγύης (κουζίνες, παζάρια, ιατρεία κλπ), τα πράγματα είναι ακόμα πιο περίπλοκα, μιας και η απουσία ουσιαστικής συζήτησης πάνω στο περιεχόμενό τους τις οδήγησε σε σημαντική κρίση ή απομαζικοποίηση και, σε αρκετά περιπτώσεις, σε διάλυση ή ενσωμάτωση. Παρότι αποτέλεσαν και αποτελούν σημαντικό χώρο μοιράσματος και κοινωνικοποίησης για την καθημερινότητα των συνελεύσεων, τις περισσότερες φορές δεν ξεκινούσαν από τις ανάγκες των συμμετεχόντων σε πρώτο πρόσωπο. Αντ” αυτού, προσπαθούσαν να καλύψουν τα κενά που άφηνε πίσω του το καταρρέον κράτος πρόνοιας, είτε το έβαζαν σαν στόχο είτε όχι. Με λίγα λόγια, αντί να προσανατολιστούν στην κάλυψη των αναγκών (υλικής αναπαραγωγής και κοινωνικοποίησης) της κοινότητας αγώνα, επιχειρούσαν να απευθυνθούν με γενικό και αφηρημένο τρόπο συνολικά “στην κοινωνία”. Αυτό δημιουργεί μια σειρά από ζητήματα. Πρώτον, ότι οι συνελεύσεις μας δεν μπορούν να καλύψουν αυτό το κενό κοινωνικής αναπαραγωγής, ακόμα και να το θέλουν. Δεύτερον, “η κοινωνία” πάντα επιλέγει, εν τέλει, αυτούς που το κάνουν καλύτερα (δηλαδή έχουν υποδομές, φράγκα και πλάτες για να το κάνουν), όπως οι δήμοι, η εκκλησία, οι ΜΚΟ, ή σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και οι φασίστες (μόνο για έλληνες βέβαια…). Τρίτον, καταλήγουμε έτσι συχνά να προσφέρουμε τζάμπα εργασία για τομείς της κοινωνικής παραγωγής από τους οποίους αποσύρεται το κράτος αντί να διεκδικούμε τη διεύρυνση του κοινωνικού μισθού με αγωνιστικό τρόπο και ταξικό περιεχόμενο. Δηλαδή, αντί να διεκδικούμε συνεχώς εδάφη από το κράτος στη βάση της ικανοποίησης των συλλογικών μας αναγκών και της αλλαγής του συσχετισμού δύναμης απέναντι στις κατεστημένες εκμεταλλευτικές σχέσεις, δεν είναι λίγες οι φορές που καταλήγουμε να αναπαράγουμε λογικές «εθελοντισμού με ανθρωπιστικούς όρους», έστω κι αν αυτό δεν αποτελεί πρόθεσή μας. Θεωρούμε ότι αυτές οι αντιφάσεις των δομών αλληλεγγύης είναι που σε ένα βαθμό τις κάνουν μορφές αυτοδιαχείρισης της φτώχειας σε μικρή κλίμακα. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι όσες από αυτές τις δομές δεν συνδέονταν με συνελεύσεις που είχαν πιο ξεκάθαρα αντιθεσμικά ή αντιεξουσιαστικά χαρακτηριστικά, προσδέθηκαν γρήγορα στο πολιτικό άρμα του ΣΥΡΙΖΑ (με μορφές όπως η “αλληλεγγύη για όλους”), αναζητώντας πολιτική νομιμοποίηση και έμμεση κυβερνητική (πλέον) χρηματοδότηση.
Περνώντας τώρα στο πεδίο των αγώνων στους εργασιακούς χώρους, θα δούμε ότι τα τοπικά εγχειρήματα έχουν συσσωρεύσει αρκετά σημαντική εμπειρία σύγκρουσης με το κεφάλαιο πάνω σε συγκεκριμένα ταξικά επίδικα σε αρκετούς τομείς του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Αυτό συνιστά με έναν τρόπο ποιοτικό ξεπέρασμα του τρόπου που παραδοσιακά ασχολούνται οι πολιτικές μορφές της αντιεξουσίας με την ταξική πάλη, δηλαδή της γενικής κι αφηρημένης ιδεολογικής καταδίκης της μισθωτής σκλαβιάς χωρίς εδαφικοποίηση σε συγκεκριμένους αγώνες και χωρίς σύνδεση με ευρύτερα κομμάτια της τάξης. Οι συνελεύσεις γειτονιάς από την άλλη πλευρά, συνήθως σε συνεργασία με εργατικά σωματεία και συλλογικότητες, σε πολλές περιπτώσεις δεσμεύτηκαν με όρους καθημερινού αγώνα σε άμεσες εργατικές διεκδικήσεις. Παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Στον ιδιωτικό τομέα ενεπλάκησαν κυρίως σε αγώνες για διεκδίκηση δεδουλευμένων ή ανάκληση απολύσεων, όπως στα φροντιστήρια Ανέλιξη στην Ηλιούπολη, στην ACS του Αλίμου, στο φαστφουντάδικο Gamato στου Ζωγράφου, στο βιβλιοπωλείο Ευριπίδης στο Χαλάνδρι, στο καφέ Scherzo στο Μαρούσι, στις απεργιακές περιφρουρήσεις στα καταστήματα Wind, στα σουπερμάρκετ ΑΒ στο Χολαργό και σε αρκετές ακόμα περιπτώσεις που μας διαφεύγουν ή δεν τις γνωρίζουμε καν. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι οι συνελεύσεις γειτονιάς σήκωσαν, μαζί με τα σωματεία βάσης, ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της αλληλεγγύης στην απεργία της Χαλυβουργίας αλλά και του αγώνα ενάντια στην κατάργηση της κυριακάτικης αργίας, τόσο με συμμετοχή στα κεντρικά απεργιακά καλέσματα αλλά και με πραγματοποίηση αποκλεισμών σε τοπικό επίπεδο. Στον δημόσιο τομέα, απ” την άλλη πλευρά, υπήρξε έντονη συμμετοχή των τοπικών εγχειρημάτων από τα ανατολικά της Αθήνας στην απεργία των διοικητικών υπαλλήλων του Πανεπιστημίου Αθηνών ενάντια στη διαθεσιμότητα και στην απεργιακή περιφρούρηση της πανεπιστημιούπολης, όπως και στις κινητοποιήσεις που έγιναν την ίδια περίοδο από κοινού με εργαζόμενους στις εργολαβίες σίτισης της Φοιτητικής Εστίας. Επιπλέον, αρκετές συνελεύσεις ενεπλάκησαν στις κινητοποιήσεις ενάντια στην «κοινωφελή» εργασία, όπως στην περίπτωση του δήμου Καισαριανής και τις συγκεντρώσεις στα κεντρικά γραφεία του ΟΑΕΔ στον Άλιμο.
Στους αγώνες αυτούς, παρότι υπήρξαν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, οι συνελεύσεις γειτονιάς εμφανίζονταν συνήθως ως αλληλέγγυοι και αλληλέγγυες, με τον πρώτο λόγο να έχουν τα σωματεία ή οι εργατικές συλλογικότητες. Εδώ ανοίγει ένα σημαντικό ζήτημα. Η γνώμη μου είναι ότι αφενός η εντύπωση αυτή είναι επιφανειακή όσον αφορά την πραγματικότητα των ίδιων των αγώνων, κι ότι αφετέρου η ίδια η ταυτότητα του “αλληλέγγυου” μυστικοποιεί το περιεχόμενο της συμμετοχής των συνελεύσεων σ” αυτούς τους αγώνες. Υποστηρίζουμε ότι πολλοί απ” αυτούς τους αγώνες δεν θα είχαν καταφέρει να δοθούν (ή να νικήσουν) χωρίς την άμεση εμπλοκή των συνελεύσεων κι ότι η ταυτότητα της αλληλεγγύης σε αρκετές περιπτώσεις δεν επέτρεψε στις συνελεύσεις να συνδεθούν σε άμεσο κι αποτελεσματικό επίπεδο με εργαζόμενους ως ταξικές κοινότητες αγώνα. Ας το πάρουμε από την αρχή. Στους περισσότερους απ” αυτούς τους αγώνες, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα και σε όσους είχε άμεση εμπλοκή κι ο γραφών, σχηματίστηκαν συνελεύσεις αλληλεγγύης που απαρτίζονταν συνήθως από τον εκάστοτε εργαζόμενο ή εργαζόμενους, το αντίστοιχο κλαδικό σωματείο ή εργατική συλλογικότητα και μία ή περισσότερες συνελεύσεις γειτονιάς. Κάθε φορά που δίνεται ένα εργατικός αγώνας, το άμεσο επίδικο είναι το ποίοι και ποιές είναι αυτοί που βάζουν πλάτη, δηλαδή δεσμεύονται σε καθημερινό επίπεδο. Αυτό δεν είναι ζήτημα τεχνικό, δηλαδή ποσότητας ατόμων, αλλά ζήτημα πολιτικό. Σε πολλές περιπτώσεις οι συνελεύσεις εμφανίζονταν σαν “τοπικός εφεδρικός στρατός αλληλεγγύης”, ενώ στην πραγματικότητα έπαιρναν την καθημερινότητα του αγώνα στις πλάτες τους –το χτίσιμο σχέσεων με τους εργαζόμενους σε επίπεδο γειτονιάς, την κοινωνικοποίηση και το άνοιγμα του αγώνα στην περιοχή, τη μαζική συμμετοχή στις τοπικές κινητοποιήσεις. Εδώ είναι που βλέπουμε και κάποιες από τις αντικειμενικές και υποκειμενικές αδυναμίες της παραδοσιακής συνδικαλιστικής εκπροσώπησης της τάξης, ακόμα και της αυτοοργανωμένης εκδοχής της. Παρά τη μαχητική και χρήσιμη εμπειρία των σωματείων βάσης σε εργατικές κινητοποιήσεις, χρειάζεται να απαντήσουμε με ειλικρίνεια στο ερώτημα του τι είναι που κάνει τελικά έναν αγώνα να κερδίζει ή έστω να δίνεται με πραγματικούς όρους. Ποιες διαδικασίες είναι σε θέση να παρέμβουν αποτελεσματικά στους χώρους εργασίας; Μπορεί αυτή η παρέμβαση να έχει αποκλειστικά κλαδικό χαρακτήρα ή χρειάζεται ευρύτερα ταξικά και κοινωνικά περιεχόμενα; Την πραγματική πίεση στην επιθεώρηση εργασίας ή στους αποκλεισμούς μαγαζιών την ασκεί, εν τέλει, η επίσημη μορφή του σωματείου ή η μαζικότητα, η αποφασιστικότητα και η σύνδεση με ευρύτερα κομμάτια της τάξης που κατοικούν ή εργάζονται στην περιοχή; Αυτά τα ερωτήματα δεν υπονοούν μια απάντηση που λέει ότι οι συνελεύσεις γειτονιάς μπορούν να υποκαταστήσουν την παρέμβαση εντός των εργασιακών χώρων –χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι τα σωματεία είναι απαραίτητα σε θέση να κάνουν κάτι τέτοιο τα ίδια.
Αντίθετα, προσπαθούμε εδώ να θέσουμε ένα ζήτημα που στην πραγματικότητα αφορά τις ίδιες τις συνελεύσεις. Το να βλέπουν συχνά τον εαυτό τους ως “απλώς” αλληλέγγυους/αλληλέγγυες και όχι ως ισότιμους πρωταγωνιστές αυτών των αγώνων, δηλαδή ως ταξικές κοινότητες αγώνα που χτίζουν σχέσεις σε τοπικό επίπεδο, παράγει μια σειρά από όρια κι αντιφάσεις που περιορίζουν το ίδιο το περιεχόμενο της συμμετοχής τους στους εργατικούς αγώνες. Βλέπουμε ότι παρόλο που ο κόσμος των συνελεύσεων γειτονιάς είναι εξαιρετικά πρόθυμος να εμπλακεί με πραγματικούς όρους σε εργατικούς αγώνες ως αλληλέγγυος, απ” την άλλη πλευρά δε φαίνεται έτοιμος να δώσει τέτοιους αγώνες ο ίδιος σε πρώτο πρόσωπο. Με λίγα λόγια, δε φαίνεται να έχουν αναπτυχθεί αυτές οι συλλογικές σχέσεις κι αυτά τα συλλογικά περιεχόμενα στο εσωτερικό των συνελεύσεων ώστε να ξεκινήσουν από το τι ανάγκες και τι προβλήματα έχουν οι ίδιες και οι ίδιοι που συμμετέχουν σ” αυτές. Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στις συνελεύσεις κινείται συνήθως στα γκρίζα όρια μεταξύ επισφάλειας και ανεργίας, άλλος κόσμος είναι απλήρωτος μήνες ή είναι ανασφάλιστος, αλλά δεν έχουμε δει να ξεπηδούν αγώνες που να δίνονται από τις συνελεύσεις για την κάλυψη καταρχήν των αναγκών των μελών τους. Εμφανίζεται λοιπόν εδώ η αντίφαση να ψάχνουμε την ταξική πάλη κάπου έξω από τους ίδιους μας τους εαυτούς ως εκμεταλλευόμενα υποκείμενα. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να ερμηνεύσουμε αυτήν την αντίφαση, αλλά θα αρκεστούμε εδώ σε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι υπάρχει πάντα η πρόκληση να ξεπεράσουμε την παραδοσιακή λογική των πολιτικών χώρων που επιλέγουν να ανοίγουν ζητήματα με όρους πολιτικής καμπάνιας και όχι άμεσης προσωπικής/συλλογικής εμπλοκής ως κοινωνικά και ταξικά υποκείμενα. Δεύτερον, ότι χρειάζεται να χτίσουμε τέτοιες συλλογικές σχέσεις κοινότητας και μοιράσματος που να μας δώσουν την απαραίτητη αυτοπεποίθηση να αγωνιστούμε σε άμεσο επίπεδο ξέροντας ότι οι σύντροφοι κι οι συντρόφισσές μας θα δώσουν μαζί μας αυτόν τον αγώνα μέχρι το τέλος. Όπως και να “χει, το πώς δίνεις αγώνες από την δική σου θέση, επηρεάζει και το πως στέκεσαι δίπλα σε αγώνες άλλων. Για να το πούμε και αλλιώς, παρότι οι αγώνες αυτοί είχαν άμεσο ταξικό περιεχόμενο, τις περισσότερες φορές οι συνελεύσεις ενεπλάκησαν σ” αυτούς τους αγώνες με την ταυτότητα των πολιτικοποιημένων υποκειμένων της γειτονιάς, κι όχι ως εργαζόμενες/άνεργοι που αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα και αναζητούν τρόπους να συνδεθούν μεταξύ τους ως κοινότητα αγώνα.
Συνοψίζοντας τα ζητήματα που έχουμε ανοίξει, θα λέγαμε ότι για μας οι συνελεύσεις γειτονιάς αποτελούν κοινότητες αγώνα που βρίσκονται σε ύφεση, συνεχίζοντας όμως να δίνουν αγώνες στα πεδία της κοινωνικής αναπαραγωγής και της εκμετάλλευσης της εργασίας. Αν έχουν καταφέρει κάτι σημαντικό κατά τον τελευταίο κύκλο αγώνων, αυτό ήταν κατά τη γνώμη μας η κοινωνικοποίηση της ταξικής πάλης σε εδαφικοποιημένο επίπεδο και η ανασύνθεση κομματιών της τάξης με όρους αγώνα. Και τα δύο αυτά βέβαια, τα έχουν καταφέρει με τρόπο μερικό και αντιφατικό, δηλαδή δε συνιστούν παρά ένα σχετικό ξεπέρασμα των ορίων που έχουν οι παραδοσιακές πολιτικές ή συνδικαλιστικές μορφές, παραμένοντας σε έναν (σημαντικό) βαθμό δέσμιες παραδοσιακών λογικών πολιτικής παρέμβασης. Αν δεν αναστοχαστούμε συλλογικά πάνω σε όσα έχουμε κάνει μέχρι τώρα και δεν προσπαθήσουμε να μάθουμε από τα λάθη και τις ελλείψεις μας, δεν θα καταφέρουμε ούτε να αναλύσουμε τα όριά μας, ούτε να πραγματοποιήσουμε τις δυνατότητές μας. Δεν θα καταφέρουμε, εν τέλει, να κρατήσουμε ζωντανές και να διευρύνουμε τις σχέσεις αλληλεγγύης και αγώνα που έχουμε δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια, ούτε να τις υπερασπιστούμε απέναντι στην απογοήτευση, την απόσυρση, την περιχαράκωση και την ενσωμάτωση.
ζωγράφου, ιούνης ’15