Category Archives: ΘΕΩΡΙΑ

Είναι τα slums ένας άλλος πλανήτης;

Αναδημοσίευση από το blog της ΑΝΑΖΩΠΥΡΩΣΗΣ:

 

slums

 

 

Παρακάτω μπορείτε να βρείτε, μεταφρασμένο από εμάς, το άρθρο του Μπρούνο Ασταριάν «Are slums another planet?», το οποίο κυκλοφορούμε αποκλειστικά σε ψηφιακή μορφή. Το πρωτότυπο κείμενο μπορεί να βρεθεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.hicsalta-communisation.com/textes/are-slums-another-planet

Όποτε συναντάμε αναλύσεις σχετικά με το ζήτημα των παραγκουπόλεων και των φαβέλων, συνήθως διαβάζουμε μια από τα ίδια: μιζέρια και εξαθλίωση, εξαθλίωση και μιζέρια. Η φτώχεια, ο υποσιτισμός κι η θνησιμότητα σε αυτές τις περιοχές είναι αδιαμφισβήτητη. Όμως, λόγω αυτών των συνθηκών, οι κάτοικοι των slums συχνά ερμηνεύονται ως άμοιρα όντα των οποίων η λύτρωση βρίσκεται στα χέρια του «οργανωμένου εργατικού κινήματος». Πολλές φορές θα διαβάσουμε ότι μόνο η ανθρωπιστική βοήθεια σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της βιομηχανίας μπορεί να επιφέρει την επίλυση του προβλήματός τους. Όμως, του ορισμού της λύσης προηγείται ο ορισμός του προβλήματος, κι ο καθείς έχει τους λόγους του να θέτει το πρόβλημα σύμφωνα με τους σκοπούς του. Οι αστοί σύμφωνα με τη συσσώρευση του κεφαλαίου τους, κι οι «ορθόδοξοι» μαρξιστές σύμφωνα με την Επαναστατική Βίβλο των λενινιστικών τους οργανώσεων.

Στο παρόν άρθρο του Μπρούνο Ασταριάν συναντάμε μια διαφορετική οπτική γωνία. Ασκώντας κριτική στο βιβλίο Planet of Slums του Mike Davis, ισχυρίζεται πως οι κάτοικοι των slums αποτελούν πλήρες κομμάτι του προλεταριάτου και δεν έχουν ανάγκη κανέναν μεσσία για την απελευθέρωσή τους. Κι οι αγώνες τους καταφέρνουν κι ακούγονται πάνω από τα γελάκια των σχεδιαστών και των ιδεολόγων.

Κατεβάστε το σε μορφή pdf:
Είναι τα slums ένας άλλος πλανήτης;

“Κουρδικό ζήτημα”, Ισλαμικό Κράτος, ΗΠΑ και περίχωρα

Αναδημοσιεύουμε εδώ το ενδιαφέρον κριτικό κείμενο των Il latto cattivo για την Rojava, το ισλαμικό κράτος και όχι μόνο. Παρά το γεγονός ότι έχει γραφτεί πάνω από έναν χρόνο πριν, διατηρεί αυτούσια την αξία του. Το κείμενο έχει αναρτηθεί αρχικά στο site των Παιδιών της Γαλαρίας.

 

kourdistan

 

 

«Κουρδικό ζήτημα», Ισλαμικό Κράτος, ΗΠΑ και περίχωρα

Il Lato Cattivo (Οκτώβρης 2014)

 

Το κείμενο που ακολουθεί είχε ετοιμαστεί αρχικά για μία εκδήλωση –που πραγματοποιήθηκε στην Μπολόνια στις αρχές του Σεπτεμβρίου 2014– με τον Ντανιέλε Πεπίνο, συγγραφέα του άρθρου «Kurdistan. Nell’occhio del ciclone» [Κουρδιστάν. Στο μάτι του κυκλώνα] (Nunatak, ν. 35, καλοκαίρι 2014). Αδυνατώντας να συμμετέχουμε στην εκδήλωση, ξαναδουλέψαμε το αρχικό κείμενο και αυτό που ακολουθεί μπορεί να διαβαστεί είτε σαν μία σειρά σημειώσεων στο περιθώριο του προαναφερθέντος κειμένου είτε σαν ένα αυτόνομο κείμενο.

Το «Kurdistan. Nell’occhio del ciclone» έχει το αδιαμφισβήτητο προτέρημα ότι παρουσιάζει με σαφήνεια τις πολιτικές δυνάμεις που είναι ενεργές στην περιοχή του Κουρδιστάν, όμως το άρθρο εγείρει κάποια ερωτήματα με τα οποία εμείς θα θέλαμε να ασχοληθούμε. Πέρα από μία απλή αξιοποίηση της επέμβασης των πολιτοφυλακών του ΡΚΚ προς υποστήριξη των κούρδων Γεζίντι που απειλούνται από το Ισλαμικό Κράτος (IS) στο βόρειο Ιράκ, ο συγγραφέας εμφανίζεται σαν απολογητής αυτής της οργάνωσης και της υποτιθέμενης «ελευθεριακής» στροφής της (ο αποκαλούμενος «δημοκρατικός συνομοσπονδισμός»). Επιπλέον, η απουσία μίας περιγραφής των κοινωνικών και ταξικών δυνάμεων που εκφράζει η κάθε δύναμη, κάνει τις ενέργειές τους να εμφανίζονται ως το προϊόν απλών υποκειμενικών επιλογών, τις οποίες κάνουν ακαθόριστα άτομα. Τέλος, διάφορα ζητήματα, από τη χρηματοδότηση του ίδιου του ΡΚΚ μέχρι τις συμμαχίες που διαμορφώνονται στη Μέση Ανατολή, εξετάζονται επί τροχάδην. Φυσικά για να αναλύσει κανείς εξαντλητικά όλα αυτά τα ζητήματα θα έπρεπε να γράψει ολόκληρα βιβλία, και για αυτόν το λόγο πιστεύουμε ότι οι σημειώσεις που ακολουθούν θα είναι εξίσου ελλιπείς. Όμως νομίζουμε ότι θα μπορέσουν να ρίξουν ένα διαφορετικό φως τόσο στις πρόσφατες εξελίξεις στο «κουρδικό ζήτημα», όσο και στα όσα συμβαίνουν για ακόμα μια φορά στη Μέση Ανατολή. Χωρίς να ξεχνάμε ότι, εάν αυτό μπορεί να έχει κάποια χρησιμότητα για εμάς ή για άλλους, αυτή βρίσκεται στο γεγονός ότι μπορεί να θέσει όχι το ζήτημα της αυτονομίας (ό,τι κι αν σημαίνει αυτή), αλλά του κομμουνισμού.

Το κουρδικό ζήτημα: μια ιστορική ανασκόπηση

Η εμφάνιση ενός συγκεκριμένου «κουρδικού ζητήματος» μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, θα πρέπει να εγγραφεί στη χαοτική διαδικασία του σχηματισμού των εθνών-κρατών στην Εγγύς και Μέση Ανατολή. Παντού, ο σχηματισμός ενός σύγχρονου έθνους-κράτους συνεπάγεται την ανάγκη να συμπίπτουν τα διοικητικά σύνορα του Κράτους με εκείνα μίας και μοναδικής εθνικής κοινότητας. Τα πολυεθνικά κράτη αποτελούν ως επί το πλείστον προβληματικές ή εξαιρετικές καταστάσεις: το έθνος-κράτος, δηλαδή το Κράτος του Κεφαλαίου, είναι μονο-εθνικό, δεδομένου ότι η σχέση μεταξύ του ατόμου και του Κράτους που αυτό έχει κατασκευάσει δεν μπορεί να ανεχτεί την υπακοή σε ενδιάμεσες κοινότητες· επομένως το Κράτος και το έθνος πρέπει να συμπίπτουν. Η διαδικασία αυτή δεν έχει τίποτα το «φυσικό», είναι μία διαδικασία ομογενοποίησης που συμπεριλαμβάνει κάθε είδους πρόχειρες λύσεις, και μπορεί να χρησιμοποιήσει ήπιες μορφές αφομοίωσης όπως και την πιο κτηνώδη μορφή εθνικής κάθαρσης. Εάν αληθεύει ότι στην Ευρώπη το παζλ των πληθυσμών αποτέλεσε μικρότερο εμπόδιο απ’ ό,τι στα Βαλκάνια ή τη Μέση Ανατολή, ο λόγος δεν οφείλεται τόσο στη μικρότερη ή μεγαλύτερη πολυπλοκότητα ή την επιλυσιμότητα του παζλ αυτού καθαυτού, αλλά στο γεγονός ότι, εάν στην Ευρώπη ο σχηματισμός των εθνών-κρατών πραγματοποιήθηκε με την ώθηση μιας ενδογενούς καπιταλιστικής ανάπτυξης, που με τη σειρά της κατέστη εφικτή χάρη σε μία ακριβή διαδοχή προγενέστερων τρόπων παραγωγής, στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή αυτός ακολούθησε μια καπιταλιστική ανάπτυξη που πήγαζε από αλλού και τους ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς που προκλήθηκαν απ’ αυτήν. Από τον κατακερματισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή το διαμοιρασμό των εδαφών της από τις νικήτριες δυνάμεις του πολέμου, τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, προέκυψε η μετέπειτα δημιουργία, από τη μία, του Ιράκ και της Συρίας, υπό βρετανική εντολή το πρώτο και γαλλική η δεύτερη, και από την άλλη της Τουρκίας με την άνοδο του εθνικιστικού κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ). Ο τελευταίος, αμέσως, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον πολυεθνικό χαρακτήρα του μελλοντικού τουρκικού Κράτους (Τούρκοι, Κούρδοι και Έλληνες της Ανατολίας), αν και αυτή είχε ήδη «απλοποιηθεί» λόγω της εξόντωσης των Αρμενίων από τους Νεότουρκους τη διετία 1915-’16 (1.200.000 νεκροί). Όσον αφορά τους Κούρδους, η Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) είχε ήδη προβλέψει τη δυνατότητα δημιουργίας ενός μικρού ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, υπό τον όρο ότι αυτό θα ανταποκρινόταν στη συλλογική βούληση του κουρδικού πληθυσμού καθώς και ότι θα ιδρυόταν και ένα αρμενικό κράτος σε ορισμένες επαρχίες της ανατολικής Ανατολίας. Οι προϋποθέσεις αυτές απορρίφθηκαν από ορισμένους φύλαρχους και από τους σεΐχηδες (γαιοκτήμονες), λόγω της πολύ μικρής έκτασης που θα καταλάμβανε το προβλεπόμενο κουρδικό κράτος σε σχέση με το μέγεθος της περιοχής που καταλάμβαναν οι κουρδικοί πληθυσμοί, έκταση που άλλωστε θα μειωνόταν ακόμα περισσότερο από τη δημιουργία ενός αρμενικού κράτους. Ο εμβρυώδης κουρδικός εθνικισμός επιχείρησε τότε να προσδεθεί στους κεμαλιστές, οι οποίοι σαν απάντηση, αφού κατόρθωσαν να παγιώσουν τις θέσεις τους, κατέστειλαν, πέρα από τους μαρξιστές, και την κουρδική αντιπολίτευση κοντά στο Koçgiri (1921) και επέβαλαν με τη Συνθήκη της Λοζάννης (1923) την αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών που είχε υπογραφεί τρία χρόνια νωρίτερα, ορίζοντας τα σημερινά σύνορα της Τουρκίας και αφήνοντας έτσι το νότιο Κουρδιστάν υπό βρετανική εντολή.

Η ιστορία του κουρδικού κινήματος χωρίζεται σε δύο μεγάλες περιόδους: η πρώτη, από το 1919 μέχρι το 1990 με μία σαφή τομή το 1946 (Δημοκρατία του Μαχαμπάντ), είναι η περίοδος του εθνικισμού με τη στενή έννοια· η δεύτερη, από το 1990 μέχρι σήμερα, είναι εκείνη που θα αποκαλέσουμε, ακολουθώντας τον Χαμίτ Μποζαρσλάν, ως «κρίση του εθνικισμού». Αν και σε μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Μέση Ανατολή, αυτές οι μεγάλες ιστορικές καμπές αποτυπώνουν την εναλλαγή, στο εσωτερικό του κουρδικού χώρου, τριών διαφορετικών φραξιών της αστικής τάξης που ηγούνταν της κοινωνίας: γαιοκτητική αστική τάξη, διανοούμενη μικροαστική τάξη και πετρελαϊκή αστική τάξη. Η πρώτη περίοδος –την οποία σημαδεύει η ηγεμονία της γαιοκτητικής αστικής τάξης– χαρακτηρίζεται από μια σειρά βίαιων εξεγέρσεων: από το 1919 μέχρι το 1930. Στο ιρανικό Κουρδιστάν την εξέγερση καθοδηγεί η συνομοσπονδία των φυλών υπό την ηγεσία του Shikak – την οποία αρχικά υποστήριξαν οι κεμαλιστές, για να της εναντιωθούν στη συνέχεια. Στο Ιράκ, το κίνημα καθοδηγεί, αρχικά, ο σεΐχης Μαχμούντ Μπαρζαντζί –ο οποίος αυτοανακηρύχθηκε Βασιλιάς του Κουρδιστάν– και στη συνέχεια η οικογένεια Μπαρζανί. Στην Τουρκία, καταγράφονται δεκαοκτώ εξεγέρσεις μέσα σε λιγότερο από δεκαπέντε χρόνια (1927-’30 στο Αραράτ· 1936-’38 στο Ντερσίμ)· οι Κούρδοι της Συρίας συμμετέχουν σε πολλά από αυτά τα κινήματα. Το τελευταίο σημαντικό γεγονός αυτής της περιόδου είναι η ανακήρυξη, στις 22 Ιανουαρίου 1946, μίας αυτόνομης δημοκρατίας στο Ιράν, στο κενό που είχε δημιουργήσει η σοβιετική κατοχή ενός τμήματος της χώρας. Η Δημοκρατία του Μαχαμπάντ, αδυνατώντας να κινητοποιήσει το σύνολο των Κούρδων του Ιράν (μολονότι προστρέχουν να την υπερασπιστούν πολυάριθμοι Κούρδοι από την Τουρκία και το Ιράκ), σπαρασσόμενη από εσωτερικές διαμάχες, θα διαλυθεί στις 15 Δεκεμβρίου του 1946 από τον ιρανικό στρατό και ο πρόεδρος της, ο Μουχάμεντ, θα εκτελεστεί. Το KDP του Μουσταφά Μπαρζανί με τους πεσμεργκά του, που είχε προστρέξει από το Ιράκ για να υποστηρίξει τη Δημοκρατία, κατέφυγε στην ΕΣΣΔ όπου θα παραμείνει μέχρι το 1958.

Τις εξεγέρσεις αυτές, που συχνά επεκτείνονταν και πέρα από τα σύνορα ενός κράτους και συνήθως επέσειαν την κατηγορία ότι υποδαυλίζονταν από ξένες δυνάμεις, κατέστειλαν από κοινού οι εμπλεκόμενες χώρες:

Καμία από αυτές [οι νεογέννητες αστικές τάξεις της Τουρκίας, της Συρίας, του Ιράν και του Ιράκ, σ.σ.] δεν είχε τον παραμικρό δισταγμό να πράξει μέχρι τέλους το βρώμικο έργο της. Η πρώτη που διακρίθηκε για την άγρια καταστολή εις βάρος των Κούρδων ήταν η «προοδευτική» αστική τάξη της Τουρκίας, υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ, για τον οποίο ίσως [sic!, σ.σ] ακόμα η ίδια η Τρίτη Διεθνής των πρώτων χρόνων έτρεφε αρκετές ψευδαισθήσεις […] ο κεμαλισμός εξαπέλυσε, από το ’25 μέχρι το ’37, την αιματηρή καταστολή των επαναλαμβανόμενων λαϊκών εξεγέρσεων, μέχρι του σημείου να υποβιβάσει τους Κούρδους σε «ορεσίβιους Τούρκους» και το Κουρδιστάν σε Ανατολική Τουρκία, χάρη σε εκστρατείες ειρήνευσης στις οποίες η τουρκική κυβέρνηση (ειδικά το ’25) είχε την αποτελεσματική βοήθεια της Γαλλίας. Η αραβο-ιρακινή αστική τάξη, από τη μεριά της, η οποία εφήρμοσε και συνεχίζει να εφαρμόζει το βίαιο εξαραβισμό της πετρελαιοφόρας κουρδικής περιοχής του Κιρκούκ, σε μια πρώτη φάση με τη συμβολή της Μεγάλης Βρετανίας (’43-’45) και σε μία δεύτερη με τη, αν μη τι άλλο, στρατιωτική υποστήριξη της ΕΣΣΔ (’61- ’75), σύντριψε ένα γενικευμένο ανταρτοπόλεμο. Η ιρανική αστική τάξη, η οποία ούτε καν με τον ψευτο-επαναστάτη δρ. Μοσαντέκ δεν αναγνώρισε την ύπαρξη ενός εθνικού κουρδικού ζητήματος στο Ιράν, διακρίθηκε όχι μόνο για τη διαρκή καταστολή, που από κάποιες απόψεις θύμιζε «τελική λύση», εις βάρος των Κούρδων του Ιράν, αλλά και για την ενεργό συμμετοχή της στην καταστολή των εξεγέρσεων των Κούρδων της Τουρκίας (τη δεκαετία του ’30), καθώς και για τον αισχρό κυνισμό με τον οποίο, σε συνεργασία με τη ΣΙΑ και τον Κίσινγκερ, έπαιξε το χαρτί της «υποστήριξης» των Κούρδων του Ιράκ το ’75. Η αστική τάξη της Συρίας, τέλος, η πιο… προοδευτική απ’ όλες (όπως γνωρίζουν καλά οι Παλαιστίνιοι των προσφυγικών στρατοπέδων της Συρίας), παρόλο που στην επικράτειά της δεν αντιμετώπιζε κάποιον πραγματικό «κουρδικό κίνδυνο», εκδίωξε από τις εκτάσεις που διέμεναν 140.000 φτωχούς κούρδους αγρότες και εγκατέστησε στη θέση τους άραβες, χρησιμοποίησε συστηματικά εις βάρος των Κούρδων διοικητικές διακρίσεις, αστυνομικές διώξεις και τιμωρητικές απολύσεις καθώς και πάσης φύσεως τεχνάσματα της… προόδου.1

Το διάστημα ανάμεσα στο ’46 και το ’58 είναι «η εποχή της σιωπής»: με εξαίρεση κάποιες μεμονωμένες τοπικές εξεγέρσεις και την τοπική εκλογική επιτυχία του KDP (80% των ψήφων) στο Ιράν του Μοσαντέκ, το κουρδικό κίνημα έμοιαζε σε αφασία. Ωστόσο η ένταση της καταστολής, από μόνη της, δεν αρκεί για να εξηγήσει την κατάσταση αυτή. Πράγματι, τη δεκαετία του ’50 σημειώνεται η απαρχή μιας μαζικής εξόδου από την ύπαιθρο, ιδιαίτερα στο τουρκικό και το ιρακινό Κουρδιστάν, όπου οι πόλεις του Ντιγιαρμπακίρ, του Ερμπίλ και της Σουλεϊμανίγια ξεπερνούν τους 100.000 κατοίκους). Χάρη στην ανάπτυξη του δικτύου μεταφορών και την εντατικοποίηση της σχολειοποίησης στο τουρκικό Κουρδιστάν –που με τη σειρά τους συνδέονται με την ανάπτυξη της τουρκικής βιομηχανίας– κάνει την εμφάνισή της μία μικροαστική τάξη που αποτελείται κυρίως από δασκάλους και εκπρόσωπους των ελεύθερων επαγγελμάτων, καθώς και από αυτοδίδακτους τεχνίτες· πολλοί νέοι που προέρχονται από τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού αποκτούν την ευκαιρία να αφοσιωθούν στις σπουδές. Αυτή η μορφωμένη μικροαστική τάξη –που σχηματίσθηκε στη Δυτική Τουρκία, στην Ιστανμπούλ και την Άγκυρα, οι μοναδικές πανεπιστημιακές πόλεις που υπήρχαν στη χώρα τη δεκαετία του ’50– αναβίωσε τον κουρδικό εθνικισμό τις δεκαετίες του ’60 και του’ 70, μετά το πρώτο πραξικόπημα στην Τουρκία (1960), προσδίδοντας στο κίνημα έναν πιο σαφή εθνικο-λαϊκό χαρακτήρα:

Οι πατριώτες της αριστεράς κατόρθωσαν να κινητοποιήσουν τις μάζες. Η επιτυχία τους συνδεόταν με την ικανότητά τους να «εκμεταλλευτούν ορισμένες οικονομικές δυσκολίες» και να αναδείξουν ορισμένες ανισότητες (την υπανάπτυξη της Ανατολικής Τουρκίας, την ανεπάρκεια των πόρων που δέσμευαν τα πενταετή πλάνα). Επίσης οφειλόταν εξίσου στην ικανότητά τους να συνταχθούν με τους πληθυσμούς που επλήγησαν από την απαλλοτρίωση των αγροτικών εκτάσεων προς όφελος της πετρελαϊκής βιομηχανίας στην επαρχία Μπατμάν. Ξεσηκώθηκαν για να υπερασπιστούν και τους αγρότες και εργάτες της επαρχίας αυτής που ζητούσαν να απασχοληθούν στην εξόρυξη του πετρελαίου. Έγιναν οι συνήγοροι των ακτημόνων αγροτών και των, στην πλειοψηφία τους αγροτικών, πληθυσμών που υφίσταντο τη βίας των ειδικών μονάδων του στρατού.2

Είναι η λεγόμενη «γενιά του ’49».

Το πραξικόπημα της 12ης Μαρτίου 1971 στην Τουρκία, προκάλεσε βίαιες αντιδράσεις, εκκινούμενες και από την οικονομική κατάσταση· είναι «τα χρόνια της ακυβερνησίας», στη διάρκεια των οποίων η μία κυβέρνηση διαδεχόταν την άλλη, αδυνατώντας όλες να διατηρήσουν στα χέρια τους τα ηνία της κατάστασης, μέχρι το νέο στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980. Σε αυτήν τη φάση, οι παράνομες κουρδικές οργανώσεις πολλαπλασιάζονται· η κοινωνική τους σύνθεση είναι σχεδόν η ίδια με εκείνη της αμέσως προηγούμενης περιόδου: φοιτητές και ελεύθεροι επαγγελματίες· αντιθέτως, ο μέσος όρος ηλικίας των μελών τους πέφτει και από πολιτική άποψη στρέφονται προς το μαρξισμό-λενινισμό που εκείνη την εποχή ήταν πολύ της μόδας στους ευρωπαίους διανοούμενους. Μετά τη γενική αμνηστία της 26ης Απριλίου 1974, οι Κούρδοι που είχαν συλληφθεί μετά το πραξικόπημα του 1971 για πολιτικά αδικήματα, απελευθερώθηκαν και όσοι είχαν καταφύγει στο εξωτερικό μπόρεσαν να επιστρέψουν. Τότε δημιουργούνται οργανώσεις όπως το PSKT (Σοσιαλιστικό Κόμμα του Τουρκικού Κουρδιστάν, το οποίο έχει ως στόχο ένα αυτόνομο Κουρδιστάν στα πλαίσια μιας σοσιαλιστικής Τουρκίας) και το PKK (το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν, υπέρ της ανεξαρτησίας του Κουρδιστάν). Οι κουρδικές οργανώσεις που δημιουργήθηκαν την περίοδο αυτή θα επιδοθούν σε έναν ανηλεή αγώνα μεταξύ τους και μόνο το PKK και (σε μικρότερο βαθμό) το PSKT θα επιβιώσουν μέχρι το πολλοστό πραξικόπημα του 1980.

Αρχικά το PKK ήταν μόλις κάτι περισσότερο από μία σέχτα νεαρών φοιτητών, που η πολιτική τους κουλτούρα περιοριζόταν σε έναν πολύ θολό μαρξισμό και κυρίως στην προσωπολατρία του Αμπντουλάχ Οτσαλάν (που ανήκε στην «γενιά του ’49»)· ο ταξικός χαρακτήρας που διεκδικεί το όνομα της οργάνωσης παραμένει σε καθαρό φραστικό επίπεδο, ή κάτι το ευκταίο. Μια πρωτο-κομματική δομή υφίστατο ήδη από το 1974, αλλά το κόμμα ιδρύθηκε επίσημα μόλις το 1978. Αυτό διακήρυσσε ότι τελικός στόχος του ήταν η απελευθέρωση του Κουρδιστάν από την τουρκική αποικιοκρατία, «η οποία είχε τη στήριξη του ιμπεριαλισμού, από το εξωτερικό, και των μεταπρατών φεουδαρχών, στο εσωτερικό». Οι κούρδοι «φεουδάρχες» (δηλαδή η γαιοκτητική αστική τάξη) και φύλαρχοι περιγράφονται ως «η σημαντικότερη κοινωνική αιτία που εμποδίζει την ανάπτυξη του κουρδικού έθνους»3. Το PKK, επομένως, αντιγράφει το μοντέλο οργανώσεων ανάλογου προσανατολισμού (μαρξιστικές-λενινιστικές, γκεβαριστικές, τριτοκοσμικές κλπ.) που, καλώς ή κακώς, είχαν εξαπλωθεί μέχρι τότε στη Λατινική Αμερική, την Ασία και την Αφρική, αλλά μπαίνει στο προσκήνιο με μία μικρή καθυστέρηση, ενώ αυτές είχαν αρχίσει να ακολουθούν καθοδική πορεία. Ιδιαίτερα στην περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής,

Η συντριπτική ήττα που υπέστησαν οι αραβικοί στρατοί από εκείνον του Ισραήλ [είναι] αδιαμφισβήτητα το κυριότερο γεγονός που [σπάει] οριστικά την ακολουθία των συνεχόμενων επιτυχιών του επαναστατικού αραβικού εθνικισμού, αντιμπεριαλιστικού και ενωτικού, πρωτοπορία του οποίου ήταν η νασερική Αίγυπτος μετά την εθνικοποίηση του Σουέζ το 1956.4

Αν και μακροπρόθεσμα οι συνέπειες αυτής της καθυστέρησης θα γίνουν αισθητές, αυτή δεν είναι άμεσα αντιληπτή. Από το 1978, η οργάνωση γίνεται αρκετά ισχυρή για να εξαπολύσει τον «επαναστατικό πόλεμο ενάντια στους φεουδάρχες»· σε αυτήν τη φάση η δράση της συνίσταται κυρίως σε απόπειρες δολοφονίας (επιτυχημένες και μη) εις βάρος φυλάρχων, αλλά συμμετέχει και στις τοπικές εκλογές (το 1979 εκλέγεται ο πρώτος υποψήφιος που έχει την υποστήριξη του PKK στο Μπατμάν). Ταυτόχρονα, ο «επαναστατικός πόλεμος» διεξάγεται και εναντίον των αντίπαλων οργανώσεων: οι συγκρούσεις μεταξύ του PKK και του KUK (Εθνικοί Απελευθερωτές του Κουρδιστάν) στις επαρχίες του Μαρντίν και του Χακάρι είναι εξαιρετικά αιματηρές, με δεκάδες νεκρούς και τραυματίες. Μετά το πραξικόπημα του 1980, η πλειοψηφία των μελών του PKΚ που δεν κατόρθωσαν να εγκαταλείψουν την Τουρκία, συνελήφθησαν (τα επίσημα στοιχεία μιλάνε για 1.800 συλληφθέντες, αλλά μόνο η φυλακή του Ντιγιαρμπακίρ «φιλοξένησε» περίπου 5.000 Κούρδους κατηγορούμενους για συμμετοχή στο ΡΚΚ)· δεκάδες κρατούμενοι πέθαναν στη διάρκεια απεργιών πείνας.

Το 1981 ξεκίνησε η αναδιοργάνωση του ΡΚΚ στο εξωτερικό, αλλά, από τη σκοπιά της διεθνούς κατάστασης, η κρίσιμη χρονιά είναι το 1979: η Αίγυπτος του Σαντάτ αναγνώρισε το Ισραήλ (συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ) επισημοποιώντας έτσι τη χρεοκοπία του παναραβικού σοσιαλισμού· η ιρανική επανάσταση, που ξεκίνησε στα εργοστάσια και τις λαϊκές συνοικίες, έφερε στην εξουσία τον Χομεϊνί· η ΕΣΣΔ κατέλαβε το Αφγανιστάν. Σε αυτό το ζοφερό σκηνικό, μέσα στο οποίο η συνοχή αυτού που ακόμα μπορούσε να πλασάρεται ως ένα σχετικό ενιαίο αντιμπεριαλιστικό μέτωπο, λιώνει σαν το χιόνι στον ήλιο (προς όφελος του ισλαμισμού), το κουρδικό ζήτημα εξελίσσεται θέλοντας ή μη μέσα στις συγκρούσεις ανάμεσα στα κράτη που διαμοιράζονται τα κουρδικά εδάφη, από τις εντάσεις μεταξύ της Τουρκίας και της Συρίας μέχρι τον πόλεμο Ιράκ-Ιράν. Στα αιτήματα για αυτονομία και τον αντι- ισλαμικό προσανατολισμό των Κούρδων του Ιράν, οι αγιατολάχ απάντησαν με σκληρότητα (45.000 νεκροί σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς)· το ιρανικό KDP και η Komalah5 αναδιπλώνονται τότε στο Ιράκ. Από την άλλη πλευρά των συνόρων, οι Κούρδοι του Ιράκ –αντιμέτωποι με τον εξαραβισμό της επαρχίας του Κιρκούκ που προώθησε ο Σαντάμ Χουσεϊν προκειμένου να «προστατεύσει το αραβικό έθνος»– αποδέχονται την υποστήριξη του Ιράν. Μετά το 1988 (τελευταία φάση του ιρανο- ιρακινού πολέμου) το ιρακινό καθεστώς προχώρησε στη συστηματική εξόντωση τους κάνοντας χρήση χημικών όπλων, προκαλώντας 180.000 θύματα· οι δυτικές δυνάμεις καταδίκασαν τις διώξεις εναντίον των Κούρδων, χωρίς όμως να επιβάλλουν συγκεκριμένες κυρώσεις, τουλάχιστον μέχρι τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου. Σε ένα άλλο μέτωπο, το 1979, η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με το Ιράκ, οι εντάσεις με την Τουρκία καθώς και η ανάγκη να εδραιώσει την ηγεμονία των Αλεβιτών και να περιθωριοποιήσει τους Σιίτες, ωθούν τον Χαφέζ αλ Άσαντ6 να παρουσιαστεί ως προστάτης των Κούρδων της περιοχής. Η ηγεσία του ΡΚΚ, την οποία η Συρία προσεταιρίστηκε στα πλαίσια αυτής της στρατηγικής, κατέφυγε στη Συρία για να ξεφύγει από την καταστολή του τουρκικού κράτους το ίδιο έτος. Το συριακό καθεστώς επέτρεψε στο ΡΚΚ τη στρατολόγηση νέων μελών και το τελευταίο αποδείχθηκε ένα χρήσιμο εργαλείο για τον έλεγχο του συριακού Κουρδιστάν. Ενώ στο Λίβανο ο εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν ακόμα στην πρώτη φάση του (1975- 1990), το ΡΚΚ, εννοείται χάρη στην προστασία της Δαμασκού, απόκτησε βάσεις στην κοιλάδα Μπεκάα, όπου ίδρυσε την πρώτη στρατιωτική ακαδημία του. Το 1983, το KDP, προκειμένου να αποτρέψει την Τουρκία από το να συνεργαστεί με το Ιράκ, υπέγραψε ένα σύμφωνο συνεργασίας με το ΡΚΚ που επέτρεψε στο τελευταίο να οργανώσει επιχειρήσεις ανταρτοπολέμου από τα ιρακινά εδάφη που συνορεύουν με την Τουρκία. Στις 15 Αυγούστου 1984, το ΡΚΚ επανέλαβε την ένοπλη πάλη επιτιθέμενο σε δύο θέσεις του τουρκικού στρατού. Αυτή την περίοδο άρχισε να συντελείται μία αλλαγή στην κοινωνική βάση της οργάνωσης:

Το αντάρτικο του ΡΚΚ προσελκύει πολύ γρήγορα την προσοχή των νεαρών Κούρδων που πυκνώνουν τις γραμμές του. Στρατολογεί μαζικά νέα μέλη στην ύπαιθρο, αλλά και στις κουρδικές πόλεις, κούρδους νεαρούς και εργάτες στις μεγάλες τουρκικές πόλεις, σε ορισμένες ευρωπαϊκές πόλεις, στη Συρία και στη Λιβύη. Το ΡΚΚ αποκτά έτσι ένα κυρίως αγροτικό χαρακτήρα.7

Σε αυτό το σημείο, έχει ενδιαφέρον να δούμε και όσα αναφέρει ο Paul White στο βιβλίο του Primitive rebels or revolutionary modernizers? The kurdish national movement in Turkey σχετικά με την κοινωνική βάση του ΡΚΚ. Να τι προκύπτει από μία προσωπική συνομιλία του συγγραφέα με τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν που πραγματοποιήθηκε το 1992:

Οτσαλάν: Το ΡΚΚ έχει την υποστήριξη όσων εργάζονται: των αγροτών, της μικροαστικής τάξης, της αστικής τάξης των πόλεων. Το ΡΚΚ υποστηρίζουν οι φτωχοί πατριώτες και η μεσαία τάξη.
White: Μα ποια είναι η πολυπληθέστερη ομάδα; Κατονομάσατε διάφορες κοινωνικές ομάδες. Νομίζω ότι η κύρια ομάδα, η πιο μεγάλη, είναι οι φτωχοί αγρότες, σωστά;

Οτσαλάν: Ε, ναι, είναι οι κύριοι υποστηρικτές του αγώνα μας. Ειδικά αυτήν τη στιγμή, είναι εκείνοι που υποστηρίζουν με μεγαλύτερη ζέση την πάλη. Πριν τις 15 Αυγούστου [του 1984, σ.σ.], πριν τη δεκαετία του ’80, όταν άρχισαν όλα, ήταν κυρίως οι νέοι των πόλεων, οι διανοούμενοι, η μεσαία τάξη των πόλεων.8

 

Το 1985 η τουρκική κυβέρνηση άρχισε να οργανώνει συστηματικά τις επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών, αρχικά δημιουργώντας τις πολιτοφυλακές των χωριών, δηλαδή φυλές που εξοπλίστηκαν ενάντια στο ΡΚΚ. Αυτά τα μέτρα δεν ήταν αρκετά για να εμποδίσουν το ΡΚΚ από το να διεξάγει επιχειρήσεις, μετά το 1987, σε όλες τις ορεινές περιοχές του τουρκικού Κουρδιστάν. Όταν το τουρκικό κράτος κήρυξε τις κουρδικές πόλεις σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης (1987), το ΡΚΚ απάντησε, την άνοιξη του 1989, με μία σειρά εκκλήσεων για μαζική δράση. Η ανταπόκριση των «μαζών» ήταν θετική: το 1989, στο Σιλόπι, επ’ ευκαιρίας της κηδείας ενός αντάρτη του ΡΚΚ, η νεκρική πομπή μετατρέπεται σε διαδήλωση διαμαρτυρίας· περίπου ένα μήνα αργότερα, το περιστατικό επαναλήφθηκε και στις γειτονικές πόλεις. Το Μάρτιο του 1990, στη Νουσαγίμπ, η κηδεία ενός άλλου αντάρτη μετατρέπεται σε εξέγερση. Σε αυτό το κύμα ταραχών συμμετέχουν χιλιάδες άτομα, και στη διάρκεια των διαμαρτυριών υπάρχουν δεκάδες θύματα. Στο 20 Μαρτίου 1990, στη Νουσαγίμπ, δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στην αστυνομική καταστολή. Μέχρι τα τέλη του 1990, οι μαζικές διαμαρτυρίες έχουν εξαπλωθεί σε όλες τις «νοτιο-ανατολικές επαρχίες» της Τουρκίας. Το 1991, το κίνημα έχει πλέον εξαπλωθεί σχεδόν σε όλες τις κουρδικές πόλεις και σε πολλές τουρκικές πόλεις (Άγκυρα, Ιστανμπούλ, Άδανα, Ιζμίρ, Ντενιζλί). Για όλη την περίοδο που εξετάζουμε, παράλληλα με τις κινητοποιήσεις, συνεχίστηκε η έξοδος των Κούρδων προς την Ευρώπη· κύριοι προορισμοί τους είναι η Ομοσπονδιακή Γερμανία, η Γαλλία και η Σουηδία.

Τη δεκαετία του ’90 –παρά την κατασταλτική πολιτική του τουρκικού κράτους και την όξυνση της εμφύλιας ενδοεθνικής σύρραξης μεταξύ του ΡΚΚ και των Κούρδων του Ιράκ (KDP)– ο ανταρτοπόλεμος αναπτύχθηκε πέρα από κάθε λογική πρόβλεψη, στη βάση του αιτήματος για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους. Το 1995, ιδρύθηκε ένα εξόριστο κουρδικό κοινοβούλιο (με έδρα στην Ευρώπη) και, μολονότι δεν επιτεύχθηκε ο στόχος του σχηματισμού μιας τοπικής κυβέρνησης, το ΡΚΚ έφτασε να εκτελεί μια σειρά λειτουργιών του κράτους, όπως η φορολόγηση και η απονομή της δικαιοσύνης. Στην ίδια περίοδο έκαναν την εμφάνισή τους και «Κούρδοι λεγκαλιστές», έκφραση μίας μεσαίας τάξης (το 62,5% έχει τελειώσει το λύκειο), που είναι διχασμένη ανάμεσα στο αντάρτικο και τη θέληση να έρθει σε διάλογο με την κυβέρνηση και την «κοινωνία των πολιτών» της Τουρκίας. Η ύπαρξη ενός λεγκαλιστικού ρεύματος, η επιρροή του οποίου δεν είναι ευκαταφρόνητη (αν και δεν έρχεται άμεσα σε σύγκρουση με την προοπτική του αντάρτικου), σε συνδυασμό με τον αρνητικό απολογισμό της στρατιωτικής εκστρατείας, η οποία διατήρησε σε υψηλά επίπεδα την κινητοποίηση των Κούρδων, αλλά ουσιαστικά δεν έφερε καμία σημαντική «κατάκτηση», ώθησαν το ΡΚΚ να ακολουθήσει άλλους δρόμους (στους οποίους θα αναφερθούμε στη συνέχεια). Όμως, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, ήρθε το σοκ της σύλληψης του Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Μετά απ’ αυτό το γεγονός, την περίοδο ανάμεσα στο 1999 και το 2005, επικράτησε σχετική ηρεμία: η προοπτική της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση φέρνει σε δύσκολη θέση το ΡΚΚ, το οποίο, προφανώς, δεν έχει κανένα συμφέρον να θέσει εμπόδια στην ενταξιακή διαδικασία, λόγω του πραγματικού ή υποτιθέμενου οφέλους που θα αποκόμιζαν οι Κούρδοι της Τουρκίας όσον αφορά την αναγνώρισή τους. Επομένως, το ΡΚΚ ανακοίνωσε μία μονομερή «εκεχειρία» που αποσκοπούσε κα στο να αποτρέψει την εκτέλεση του Οτσαλάν. Η «μακριά ανακωχή» ήταν μία φάση χαλάρωσης για τον άμαχο πληθυσμό του Κουρδιστάν, αλλά και δυσαρέσκειας για πολλά μέλη του ΡΚΚ, όπως και πολλών εσωτερικών διενέξεων που επιλύθηκαν με τη βία. Η τουρκική κυβέρνηση συνέχιζε ακατάπαυστα της στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον του, γεγονός που μακροπρόθεσμα δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στην επανάληψη των ένοπλων ενεργειών από το ΡΚΚ. Από το 2005 μέχρι σήμερα, οι συγκρούσεις ανάμεσα στο ΡΚΚ και τον τουρκικό στρατό είναι συνεχείς. Κάποιες από τις ενέργειες του ΡΚΚ είχαν ως στόχο και αμάχους (Ντιγιαρμπακίρ, 3 Ιανουαρίου 2008: 5 νεκροί και 68 τραυματίες). Οι πιέσεις της τουρκικής κυβέρνησης στις ΗΠΑ επέτρεψαν στην Τουρκία να πραγματοποιήσει στρατιωτικές επιχειρήσεις στο έδαφος του Ιράκ, ώστε να καταστρέψει τις βάσεις του ΡΚΚ στα βουνά του Καντίλ: την 1η Δεκεμβρίου 2007 πραγματοποιήθηκε η πρώτη αεροπορική επίθεση· στις 22 Φεβρουαρίου 2008 ήρθε η σειρά των χερσαίων δυνάμεων. Η «Επιχείρησης Ήλιος» ολοκληρώθηκε με το θάνατο 240 «τρομοκρατών» αλλά και 28 τούρκων στρατιωτών. Τότε οι ΗΠΑ αναθεώρησαν τη αρχική τους απόφαση και ανακάλεσαν τη συγκατάθεσή τους, γεγονός που αύξησε το κύρος του ΡΚΚ. Το Μάιο του 2009, ο Γιασάρ Μπουγιούκανιτ –αρχηγός του τουρκικού γενικού επιτελείου που μόλις είχε συνταξιοδοτηθεί – δήλωσε στα μμε ότι η Τουρκία δεν θα κατορθώσει να εκδιώξει το ΡΚΚ από τις βάσεις του στο Καντίλ, ακόμα κι αν στείλει εκεί το σύνολο του τουρκικού στρατού.

Ακόμα και σήμερα οι κάτοικοι του τουρκικού Κουρδιστάν, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, ζουν στη φτώχεια. Η «έφοδος των επενδύσεων», που είχε υποσχεθεί στα τέλη της δεκαετίας του ’90 ο τούρκος πρωθυπουργός Ετσεβίτ, παρέμεινε ουσιαστικά νεκρό γράμμα. Παρά τη σημαντική οικονομική ανάπτυξη που γνώρισε η Τουρκία, η περιοχή στην οποία κατοικούν οι Κούρδοι παραμένει η φτωχότερη της χώρας.

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι ανισότητες ανάμεσα στις κουρδικές επαρχίες και την υπόλοιπη Τουρκία, παρά τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί, παραμένουν πολύ μεγάλες. Η σύρραξη μεταξύ του ΡΚΚ και του τουρκικού στρατού, είχε καταστροφικές επιπτώσεις στις οικονομικές δραστηριότητες της κουρδικής υπαίθρου, και ειδικά στην κτηνοτροφία, επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο την κατάσταση […] Σήμερα, η φτώχεια πλήττει το 85 με 90% των κατοίκων των νοτιο-ανατολικών επαρχιών (τουρκικό Κουρδιστάν) και το ποσοστό ανεργίας (18%) είναι πολύ υψηλότερο από εκείνο της υπόλοιπης Τουρκίας (11,8%). Το 2006, στις κουρδικές επαρχίες έφτασε μόνο το 8% των πόρων που προορίζονταν για την τόνωση των επενδύσεων. Τον Ιούνιο του 2010, μόνο το 5% των επιχειρήσεων που είναι μέλη της Ένωσης των Τούρκων Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών (TUSIAD), η οποία εκπροσωπεί το 65% της βιομηχανικής παραγωγής της Τουρκίας, βρισκόταν στις κουρδικές επαρχίες.9

Η εσωτερική μετανάστευση οδήγησε ένα μεγάλο αριθμό Κούρδων να αναζητήσει εργασία στα μεγάλα αστικά κέντρα της δυτικής Τουρκίας. Αν και δεν διαθέτουμε ασφαλείς πληροφορίες σχετικά, είναι βάσιμο να υποθέσουμε ότι οι μισθοί των κούρδων εργατών είναι σε γενικές γραμμές χαμηλότεροι από εκείνους των τούρκων συναδέλφων τους. Τα τελευταία χρόνια (ειδικά το 2010), κυρίως επ’ ευκαιρίας των συγκρούσεων ανάμεσα στο ΡΚΚ και τον τουρκικό στρατό, στις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας σημειώθηκαν πραγματικά αντι-κουρδικά πογκρόμ, γεγονός που ενδεχομένως σχετίζεται –εάν η υπόθεσή μας είναι ακριβής– με τις πιέσεις που ασκεί στους μισθούς η ύπαρξη αυτής της φτηνής εργασιακής δύναμης.

Από την άλλη πλευρά των τουρκικών συνόρων, στο Ιράν, μετά την εποχή του Καταμί, που είχε γεννήσει πολλές ελπίδες (καθώς και πολλές ψευδαισθήσεις) για την παραχώρηση ενός καθεστώτος αυτονομίας, η εκλογή του Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, το 2005, είχε ήδη προκαλέσει εξεγέρσεις σε αρκετές πόλεις του ιρανικού Κουρδικού, που συνοδεύτηκαν από μερικές ενέργειες του PJAK (Κόμμα της Ελεύθερης Ζωής στο Κουρδιστάν, που ιδρύθηκε το 2003 από μερικά πρώην μέλη του KDP του Ιράν)· το 2008, η γενική απεργία η οποία προκηρύχθηκε στη μνήμη ενός κούρδου αγωνιστή που σκοτώθηκε το 1989, είχε μεγάλη ανταπόκριση στις κυριότερες κουρδικές πόλεις. Το 2009, στις ίδιες πόλεις οι διαμαρτυρίες ενάντια στην επανεκλογή του Αχμαντινετζάντ ήταν μαζικές και το 2010, τέσσερις Κούρδοι ακτιβιστές δικάστηκαν και εκτελέστηκαν. Η εκλογή του μετριοπαθούς Χασάν Ροχανί, το 2013, μετρίασε το ριζοσπαστισμό της περιόδου του Αχμαντινετζάντ, τόσο όσον αφορά τον αντιαμερικανισμό, που αποδείχθηκε ιδιαίτερα επιζήμιος για την ιρανική οικονομία, στο γεωπολιτικό επίπεδο, όσο και όσον αφορά την πολιτική «σιδερένιας πυγμής» απέναντι στην κουρδική μειονότητα.

Στη Συρία, η εκδίωξη του Οτσαλάν από τη χώρα το 1998 κατόπιν εντολής τους Χαφέζ αλ Άσαντ, σήμανε το τέλος τους συρο-κουρδικού ειδυλλίου, ενώ ο θάνατος του ίδιου του Άσαντ πατρός, το 2000, το κατέστησε οριστικό. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, η δυσαρέσκεια και το αίτημα για «εκδημοκρατισμό» (καθώς και οι φιλο-αμερικανικές συμπάθειες) των Κούρδων της Συρίας θα εκδηλωθούν σε πλείστες όσες ευκαιρίες μέχρι τις διαδηλώσεις του 2011 και το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου το επόμενο έτος· έναν πόλεμο από τον οποίο η κουρδική αντιπολίτευση μάλλον αποστασιοποιήθηκε (μια στάση για τα αίτια της οποίας θα πρέπει να αναρωτηθούμε). Λόγου χάρη, το 2004, στη διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα που είχε αντιμέτωπες την τοπική ομάδα του Καμιτσλί (η μεγαλύτερη κουρδική πόλη της Συρίας) και εκείνη της Ντέιρ εζ Ζορ, η παρέμβαση της αστυνομίας μετά από ένα φραστικό καβγά ανάμεσα σε Άραβες και Κούρδους οπαδούς, προκάλεσε 7 νεκρούς, γεγονός που με τη σειρά του πυροδότησε ένα κύμα εξεγέρσεων που από το Καμιτσλί εξαπλώθηκε στις πόλεις του Αφρίν, του Χαλεπίου και της Δαμασκού. Οι εξεγερμένοι έκαψαν φωτογραφίες των Άσαντ, πατέρα και γιου, και ανέμιζαν κουρδικές και αμερικανικές σημαίες κραυγάζοντας «Λευτεριά στο Κουρδιστάν!».

Στο Ιράκ, οι ένδοξες μέρες του αυτονομιστικού αντάρτικου του KDP του Μουσταφά Μπαρζανί απέχουν έτη φωτός:

[…] ο πόλεμος του Κόλπου του 1991, άλλαξε ριζικά τα δεδομένα όσον αφορά το κουρδικό ζήτημα. Ο πόλεμος είχε ως αποτέλεσμα τη θέσπιση μίας προστατευόμενης περιοχής μέσα στην οποία οι ιρακινοί κούρδοι μπόρεσαν να δημιουργήσουν θεσμούς που διαχειρίζονται μόνοι τους. […] Τέλος, ο πόλεμος του Ιράκ του 2003 που εκθρόνισε τον Σαντάμ Χουσεΐν, οδήγησε στην επανένωση του Ιράκ με τον περιφερειακό χώρο του, και επισημοποίησε το ρόλο των ιρακινών Κούρδων ως στρατηγικών συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Κούρδοι του Ιράκ μπόρεσαν να αποκτήσουν σημαντική επιρροή πάνω στους Κούρδους της Τουρκίας, της Συρίας και του Ιράν. Η εμπειρία των Κούρδων του Ιράκ επηρέασε και τις τουρκικές αρχές, οι οποίες πλέον δεν μπορούν να αγνοήσουν τη νέα πολιτική και οικονομική θέση των ιρακινών Κούρδων σε σχέση με τα σύνορά τους.10

Μετά τη λήξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων του 1991, η απώλεια εκ μέρους της ιρακινής κυβέρνησης του ελέγχου στα εδάφη της, επέτρεψε στο ΡΚΚ, πέρα από το να ανεφοδιάζεται με προμήθειες και πυρομαχικά, να αποκτήσει και ένα μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών στο Ιράκ. Όμως η άνοδος του σημερινού KDP του Μασούντ Μπαρζανί (σύμμαχος της Άγκυρας και των ΗΠΑ) και μαζί του μίας αστικής τάξης συνδεδεμένης με την πρόσοδο από το πετρέλαιο, έκανε τη ζωή του ΡΚΚ αρκετά δύσκολη. Όχι μόνο λόγω των ενδο-κουρδικών συγκρούσεων που προκάλεσε, αλλά και λόγω της περιοδικής επανεμφάνισης «διαλυτικών» φραξιών στο εσωτερικό του ΡΚΚ, στις οποίες θα επανέλθουμε στη συνέχεια.

Αυτά σε σχέση με το παρελθόν. Σήμερα το κουρδικό ζήτημα βρίσκεται και πάλι στην πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, κυρίως αφότου άρχισε να εξαπλώνεται το διαβόητο Ισλαμικό Κράτος (IS). Ο διεθνής Τύπος πανηγυρίζει για τη σωτήρια επέμβαση των «Κούρδων» προς όφελος των Γεζίντι στο βόρειο Ιράκ. Το γεγονός ότι τα μμε παραλείπουν να αναφέρουν ότι οι περί ων ο λόγος Κούρδοι είναι οι αποκαλούμενοι και ως «τρομοκράτες» του ΡΚΚ ή του PYD και όχι οι πεσμεργκά του Μασούντ Μπαρζανί, οι οποίοι αντίθετα το έβαλαν στα πόδια, δεν αλλάζει τους όρους της συζήτησης, που είναι μία τετριμμένη μετωπική λογική ενάντια στο IS. Μπορούμε να την υιοθετήσουμε; Η απάντηση είναι όχι. Ας δούμε το γιατί.

Αναδιάρθρωση του κεφαλαίου και απο-εθνικοποίηση του Κράτους

Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημερινή εξέλιξη του κουρδικού ζητήματος και την πορεία που ακολούθησαν οι πολιτικές εκφράσεις του –με πρώτο το PKK– εάν δεν εξετάσουμε το τέλος της χρυσής εποχής των «εθνικισμών από τα κάτω» – σοσιαλιστικών ή «προοδευτικών»– στην περιφέρεια και την ημι-περιφέρεια του καπιταλιστικού συστήματος και τα αίτια που το προκάλεσαν. Αυτή η πολιτικό- κοινωνική προοπτική έβρισκε το λόγο ύπαρξής της στην παγκόσμια δομή του καπιταλιστικού συστήματος, όπως αυτή παγιώθηκε την περίοδο από το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου μέχρι την κρίση του 1973. Βασισμένη στη διαίρεση σε ένα «κέντρο» και μία «περιφέρεια» –και κυρίως σε σταθερές σχέσεις, που είχαν επιβληθεί σε εθνική κλίμακα, ανάμεσα στο ένα και την άλλη– αυτή η δομή είχε αναθέσει στο πρώτο την ευθύνη και την τιμή να αποτελέσει την ατμομηχανή της συσσώρευσης με μία εντατική βιομηχανική ανάπτυξη και στη δεύτερη τον εξαρτημένο ρόλο του προμηθευτή πρώτων υλών σε χαμηλό κόστος· το «σοσιαλιστικό μπλοκ» με όλες τις εσωτερικές συγκρούσεις του (ΕΣΣΔ εναντίον Κίνας κλπ) ήταν μία κλειστή περιοχή συσσώρευσης, αποκλεισμένη από την παγκόσμια αγορά, η οποία λειτουργούσε σαν πόλος έλξης για όλες τις προσπάθειες των χωρών της περιφέρειας να «αποσυνδεθούν» (Samir Amin) από το ρόλο που τους είχε ανατεθεί. Η διαφοροποίηση αυτή στο επίπεδο του κοινωνικού σχηματισμού αποκτούσε ένα νόημα –όπως συμβαίνει σε κάθε εποχή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής– μόνο μέσα στις αμοιβαίες σχέσεις στο εσωτερικό του παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας («η οικονομία-κόσμος»), του οποίου η συνολική συνοχή δεν απέκλειε το ενδεχόμενο εσωτερικών συγκρούσεων:

Η συνύπαρξη αυτών των παραλλαγών ήταν εφικτή χάρη στο διεθνές νομισματικό σύστημα που επέτρεπε μία αυτονομία στα μοντέλα εθνικής ρύθμισης. Πράγματι, η ακόμα πενιχρή συνεισφορά του εξωτερικού εμπορίου στο ΑΕΠ, ο χαμηλός βαθμός χρηματοπιστωτικής ενοποίησης λόγω του ελέγχου της διεθνούς κίνησης των κεφαλαίων, το δικαίωμα υποτίμησης των εθνικών νομισμάτων στα πλαίσια ενός συστήματος σταθερών αλλά διευθετήσιμων συναλλαγματικών ισοτιμιών, προσέδιδαν ένα βαθμό ελευθερίας στην οικονομική πολιτική.11

Τόσο στα καπιταλιστικά κέντρα όσο και, κατά τρόπο εκ διαμέτρου αντίθετο, στις χώρες της περιφέρειας

η ανάπτυξη των διαμεσολαβητικών θεσμών είχε, λοιπόν, ένα εθνικό χρώμα και επέτρεπε την ανάπτυξη εθνικών ρυθμίσεων του φορντιστικού καθεστώτος ανάπτυξης (ή υπανάπτυξης, σ.σ.)12

Η κρίση της δεκαετίας του ’70, η οποία εκδηλώθηκε για πρώτη φορά με το πρώτο πετρελαϊκό σοκ, σημάδεψε εξίσου την κρίση αυτής της δομής· με τη σχετική αποβιομηχάνιση της Ευρώπης και των ΗΠΑ, την κατάρρευση του «σοσιαλιστικού μπλοκ» και την αποσύνθεση του Τρίτου Κόσμου σε «αυτούς που βούλιαξαν» (ο Τέταρτος και ο Πέμπτος Κόσμος) και σε «αυτούς πού σώθηκαν» (οι αναδυόμενες χώρες: Βραζιλία, Κίνα, Ινδία, Τουρκία κλπ), προέκυψε ένα νέο σχήμα το οποίο – πόρρω απέχον από το να καταργήσει ή να αμβλύνει την πόλωση ανάμεσα στον κέντρο και την περιφέρεια (η λεγόμενη άνιση ανάπτυξη)– την κατέστησε ακόμα πιο περίπλοκη, από-εθνικοποιώντας την. Επιβλήθηκε μια διαφορετική τριχοτόμηση, δομημένη ιεραρχικά σε ζώνες: Στην κορυφή βρίσκονται τα καπιταλιστικά υπέρ- κέντρα τα οποία είναι συνδεδεμένα με το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και την υψηλή τεχνολογία· στη μέση, βρίσκεται μία ενδιάμεση ζώνη χωρισμένη σε μεταφορές και εμπορική διανομή από τη μια, συναρμολόγηση, συχνά για λογαριασμό τρίτων, από την άλλη· στη βάση της πυραμίδας βρίσκονται ζώνες στις οποίες έχουν εκδηλωθεί κρίσεις ή αποτελούν «κοινωνικές χωματερές», οι οποίες χαρακτηρίζονται από την εξάπλωση κάθε είδους μαύρης οικονομίας. Η τριχοτόμηση αυτή αναπαράγεται με φρακταλικό τρόπο, σε όλες τις κλίμακες, από τον πλανήτη ολόκληρο μέχρι την τελευταία γειτονιά.13 Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, σαν ένα νέο είδος «ιδανικού συλλογικού καπιταλιστή», γίνεται ο βασικός φορέας αυτού του σχήματος (και η διόγκωσή του την κατάλληλη στιγμή συγκρατείται από το σπάσιμο διάφορων «φουσκών»)· είναι το τίμημα που πρέπει να καταβληθεί για ένα νέο κύκλο συσσώρευσης που πρέπει να μπορεί να αντλεί, να μεταφέρει και να επανεπενδύει την υπεραξία οπουδήποτε και οποτεδήποτε εμφανίζονται προοπτικές για μεγαλύτερο κέρδος.

Σήμερα το μεγάλο κεφάλαιο βρίσκεται πάνω από το εθνικό κράτος και απέναντι του τείνει να υιοθετήσει μία σχέση ταυτόχρονα εργαλειακή και συγκρουσιακή. Εργαλειακή, επειδή προσπαθεί να το κάνει να υποκύψει στα συμφέροντά του, τόσο μέσω της άμεσης δράσης των λόμπι όσο και μέσω της καθοδήγησης των αγορών. Συγκρουσιακή, επειδή η μεταφορά των συμφερόντων του σε ολόκληρο τον πλανήτη δημιουργεί στις οικονομίες των εθνών, κυρίων εκείνων του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, οικονομικά προβλήματα που δημιουργούν δυσκολίες στη λειτουργία του «εθνικού συλλογικού καπιταλιστή» που έπαιζαν τα Κράτη στο παρελθόν.14

Όπως και να έχει, η παρακμή των «εθνικών σοσιαλισμών» στις χώρες της περιφέρειας και της ημι-περιφέρειας και η καπιταλιστική αναδιάρθρωση ταυτίζονται, στο βαθμό που η κοσμοποίηση τίθεται –από τα υπέρ-κέντρα μέχρι τις ζώνες- χωματερές, από τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι την εξάπλωση «βαλκανοποιημένων» ζωνών– ως μία διαδικασία από-εθνικοποίησης του Κράτους. Εντούτοις, αυτή δεν πρέπει να γίνει αντιληπτή με τελεολογικό τρόπο, επειδή δεν πρόκειται για την οριστική υπέρβαση του έθνους-κράτους εκ μέρους της «παγκοσμιοποίησης», ούτε αυτή η τελευταία είναι το πραγματικό ανώτατο στάδιο, στο οποίο επιτέλους φτάσαμε, του καπιταλισμού· το έθνος-κράτος έγινε ένα από τα λειτουργικά στοιχεία ενός συστήματος που το υπερβαίνει:

Πράγματι, ο στόχος του Μπρέτον Γουντς ήταν να προστατεύσει τα έθνη-κράτη Κράτη απέναντι στις υπερβολικές διακυμάνσεις του διεθνούς συστήματος. Ο στόχος της σημερινής παγκόσμιας εποχής είναι τελείως διαφορετικός: παγκόσμια συστήματα και λειτουργικά μοντέλα πρέπει να εισαχθούν στα έθνη-κράτη, ανεξάρτητα από τους κινδύνους στους οποίους εκθέτονται οι οικονομίες τους λόγω αυτού του γεγονότος. Ωστόσο, η δυναμική αυτή δείχνει επίσης τον τρόπο με τον οποίο τα έθνη-κράτη έπρεπε να συμμετάσχουν στη διαδικασία αυτή: η ένταξη πλανητικών συστημάτων και μοντέλων λειτουργίας σε ένα πλαίσιο εξαιρετικά θεσποποιημένων εθνών-κρατών δεν είναι εύκολο έργο.15

Η απο-εθνικοποίηση του Κράτους αποτελεί ένα συνεκτικό σύστημα, που υπερκαθορίζει την πολιτική μορφή που αποκτά η ταξική πάλη: κατ’ αυτό τον τρόπο η εξέγερση ορισμένων προλεταριοποιημένων πληθυσμών της Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής μπορεί να ταυτιστεί ιδεολογικά με τον ιθαγενισμό· στην Παλαιστίνη, είναι αδύνατο να μην αντιληφθεί κανείς τη σύνδεση ανάμεσα στη δεύτερη Ιντιφάντα και την ανοδική πορεία της Χαμάς· γενικά στη Μέση Ανατολή, η βάση του πολιτικού Ισλάμ αποτελείται από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα και, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τη χρυσή περίοδο του αραβικού εθνικισμού, αυτό φτάνει ακόμα και να τροφοδοτείται από τους αγώνες τους· στην Ευρώπη, η προάσπιση του εθνικού ενάντια στο παγκόσμιο εμφανίζεται αναπόφευκτα κάθε φορά που υπάρχουν εταιρείες που κλείνουν ή εταιρείες που μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους εκεί όπου τα εργατικά χέρια κοστίζουν φθηνότερα. Επιπλέον το «πρόβλημα της μετανάστευσης» και το «πρόβλημα της Ευρώπης» ωθούν τα «αυτόχθονα» κομμάτια της εργατικής τάξης προς την αποχή από τις εκλογές ή προς ένα λίγο-πολύ δεξιόστροφο λαϊκισμό.16

Όλα αυτά δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με μία υποτιθέμενη αποσύνθεση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που, εάν κάποιος δεν παρέμβει, υποτίθεται ότι θα μας οδηγήσει στη «βαρβαρότητα». Το Ισλαμικό Κράτος δεν είναι ένας αναχρονισμός, αποτέλεσμα της διαδικασίας αποσύνθεσης των κοινωνικών σχέσεων, αλλά μία πολιτική οντότητα προσαρμοσμένη στην εποχή και το περιβάλλον που την παράγει: είναι το απο-εθνικοποιημένο Κράτος με σάρκα και οστά, που στη Μέση Ανατολή –συνεπεία των ίδιων λόγων που καθόρισαν τη δύση του παναραβικού εθνικισμού– δεν μπορεί παρά να σημαίνει, κυριολεκτικά, Ισλαμικό Κράτος. Από ιδεολογική σκοπιά, η επανασύσταση του Χαλιφάτου και η ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ παρουσιάζονται σαν μία αξιόπιστη απάντηση, από κάθε άποψη άξια να διαδεχθεί το «αραβικό έθνος» ως κοινωνικός και γεωπολιτικός παράγοντας· και –κάτι που είναι ακόμα σημαντικότερο– αυτή δεν είναι ουρανοκατέβατη, επειδή ακόμα και η καθημερινή ταξική πάλη, στο βαθμό που (και έως ότου) παραμένει περιορισμένη στο εσωτερικό των σχέσεων διανομής, βρίσκει τη φυσιολογική πολιτική προέκτασή της στη διεκδίκηση μιας ανακατανομής του εισοδήματος, που στην περιοχή της Μέσης Ανατολής δεν μπορεί παρά να σημαίνει επανοικειοποίηση και ανακατανομή της προσόδου. Η ύπαρξη του προλεταριάτου στο εσωτερικό των κατηγοριών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, βρίσκει πάντα κάποια μορφή πολιτικής «μετάφρασης» σε ένα δεδομένο πλαίσιο, αλλά δεν υπάρχει κανένας πειστικός λόγος ώστε αυτή να βρει απαραίτητα διέξοδο σε έναν εργατικό (και κοσμικό) ρεφορμισμό σαφώς αναγνωρίσμο, έτσι όπως συνέβη στη Δύση (μαζικά σοσιαλδημοκρατικά και σταλινικά κόμματα). Η σφαίρα της ανακατανομής του πλούτου είναι εκείνος ο θορυβώδης τόπος στον οποίο τα οικονομικά αιτήματα των προλετάριων είναι δυνατόν να μετατραπούν –ανάλογα με την περίσταση και το κοινωνικό πλαίσιο– στην πολιτική διεκδίκηση μίας πλήρους δημοκρατίας (η «πραγματική Εδέμ των δικαιωμάτων του ανθρώπου»… και του πολίτη) σε αντίθεση με τη δημοκρατία που πραγματικά υπάρχει, ή σε μία δίκαια και σωστή τάξη πραγμάτων, χωρίς διαφθορά, επειδή βασίζεται στο Θεϊκό Νόμο. Εξάλλου, το γεγονός ότι η πολιτική μορφοποίηση της ταξικής πάλης βρίσκει διέξοδο στη θρησκεία –όπως ήδη είδαμε να γίνεται στην Πολωνία της «Αλληλεγγύης» (1980)– δεν αποτελεί μία ιδιαιτερότητα του αραβικού κόσμου: «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού»17, ασφαλώς, αλλά μόνο στο βαθμό που επικυρώνει την πάλη των προλετάριων στο εσωτερικό του φετιχισμού (οι σχέσεις παραγωγής ανεστραμμένες σε σχέσεις διανομής)· αυτό δεν σημαίνει ότι, στο εσωτερικό αυτού του τελευταίου, η θρησκεία δεν μπορεί να είναι και «ο αναστεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου»18. Ότι όλα αυτά, ύστερα, γίνονται εις βάρος των δικαιωμάτων των γυναικών, και επιπλέον εις βάρος των προλετάριων γυναικών, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η διεξαγωγή της ταξικής πάλης –κάθε φορά που καλεί τις γυναίκες να συμμετάσχουν σε αυτήν, ως σύζυγοι ή απευθείας ως εργαζόμενες– θέτει το ζήτημα της (εκ νέου) τοποθέτησής τους στο χώρο του σπιτιού και, ακριβέστερα, στο ρόλο της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης· ειρήσθω εν παρόδω, αυτό σχετίζεται και με τον «πρωταγωνιστικό ρόλο» των γυναικών στη στρατιωτική πτέρυγα του PKK: ο ανταρτοπόλεμος δεν καταργεί τον ανταγωνισμό μεταξύ των φύλων, αλλά τον μετατοπίζει σε ένα άλλο πεδίο, δίνοντας συχνά στις γυναίκες μεγαλύτερο περιθώριο κινήσεων.

Όσον αφορά το Ισλαμικό Κράτος, αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση σε ό,τι έχει προηγηθεί:

Στη Συρία το IS παρουσιάζεται ως μία αποτελεσματική ένοπλη ομάδα, που πληρώνει τους μαχητές του, τους δίνει τροφή και διασφαλίζει την ανακατανομή του πλούτου σε φτωχούς και λιμοκτονούντες πληθυσμούς. Δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανοικοδόμηση ενός εκπαιδευτικού συστήματος για τους νεότερους. Συσσωρεύει σημαντικούς πόρους (φόρους, λαθρεμπόριο, λύτρα, πετρέλαιο).19

Ακόμα και η Valeria Poletti –ανεξάρτητη ερευνήτρια που πρόσφατα δημοσίευσε μία μελέτη πάνω στη σύγχρονη Μέση Ανατολή, λεπτομερέστατη αλλά διαπνεόμενη από παναραβική νοσταλγία, η οποία εντοπίζει την αιτία για την άνοδο του πολιτικού Ισλάμ σε μία υποτιθέμενη στρατηγική των ΗΠΑ που αποσκοπεί στη δημιουργία σεχταριστικών διαχωρισμών στο εσωτερικό του «αραβικού έθνους»– παραδέχεται ότι:

[…] οι Ισλαμιστές του Islamic State of Iraq and al-Sham (ISIS) στη Συρία, άμεση απόρροια του ιρακινού ISI, διακηρύσσουν ότι μάχονται εναντίον των στρατευμάτων του Άσαντ, αλλά, στην πραγματικότητα, ο σκοπός τους είναι να εγκαθιδρύσουν βραχυπρόθεσμα ένα υποκατάστατο του χαλιφάτου στις περιοχές που κατέκτησαν οι πολιτοφυλακές τους. Επομένως, τρομοκρατούν τους πολίτες και παίρνουν τα όπλα εναντίον των άλλων μαχητών, είτε αυτοί είναι κοσμικοί είτε τζιχαντιστές που δεν ανήκουν στη φράξιά τους, του επαναστατικού μετώπου […] Το ISIS […] αν και εναγκαλίζεται τη διεθνή οπτική της Αλ- Κάιντα και συμμερίζεται την ίδια ακραία οπτική της απόλυτης κυριαρχίας και ολικής εφαρμογής της σαρία, δεν έχει την επιδοκιμασία της μητρικής οργάνωσης [της Αλ-Κάιντα] όχι μόνο λόγω της διακηρυγμένης πρόθεσής της να δημιουργήσει ένα κράτος-χαλιφάτο στα εδάφη που έχει θέσει υπό τον έλεγχό του, αλλά και λόγω ιδεολογικών αποκλίσεων. Επιπλέον, οι τρομοκρατικές μέθοδοι με τις οποίες διαχειρίζεται την εξουσία (απαγωγές, βασανιστήρια, αποκεφαλισμοί, σεχταριστικές δολοφονίες εις βάρος των Σιιτών), οι οποίες προκάλεσαν τη βαθιά εχθρότητα του πληθυσμού, αποδοκιμάζονται ακόμα και από την ηγεσία της Αλ-Κάιντα.

Παρόλα αυτά, το ISIS, ακριβώς επειδή δεν παρουσιάζεται μόνο ως ένα τζιχαντιστικό ένοπλο κίνημα, αλλά διαχειρίζεται όντως τη διοίκηση και εγγυάται τη λειτουργία των κοινωνικών δομών, πέτυχε να αποκτήσει την υποστήριξη ενός τμήματος του πληθυσμού.20

Στο γεωπολιτικό επίπεδο, η απο-εθνικοποίηση του Κράτους μεταφράζεται, αντίθετα, στο τέλος του συστήματος των άκαμπτων συμμαχιών που χαρακτήριζε το διπολικό κόσμο μετά το 1945, το οποίο αντικαθιστάται από ένα σύστημα ευέλικτων συμμαχιών, κάτι που είναι ορατό σήμερα στη Μέση Ανατολή.

Από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του τον περασμένο Απρίλιο, το ISIS άλλαξε την πορεία του πολέμου στη Συρία. Υποχρέωσε επανειλημμένως τη συριακή αντιπολίτευση να διεξάγει διμέτωπο αγώνα. Εμπόδισε την είσοδο ανθρωπιστικής βοήθειας στη Συρία, και μπλόκαρε την έξοδο των ειδήσεων. Και προκειμένου να κατακτήσει την εξουσία, υποχρέωσε την κυβέρνηση των ΗΠΑ και τους ευρωπαίους συμμάχους της να αναθεωρήσουν τη στρατηγική της ασυνεχούς υποστήριξης στη μετριοπαθή και ρητορική αντιπολίτευση που απαιτούσε την απομάκρυνση του σύριου προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ. […] Εν τω μεταξύ, ορισμένες υπηρεσίες πληροφοριών, μεταξύ των οποίων και εκείνη της Γερμανίας, αποκατέστησαν σχέσεις με τη συριακή κυβέρνηση. Είναι πολύ πιθανό το ενδεχόμενο μιας περαιτέρω επανανομιμοποίησης του καθεστώτος Άσαντ λόγω της διόγκωσης της απειλής της Αλ- Κάιντα.21

Σε ένα τέτοιο κυκεώνα, οι αλλαγές συμμαχιών και η μεταπήδηση από το ένα στρατόπεδο στο άλλο αποτελούν κανόνα και επομένως κανείς πρέπει να είναι επιφυλακτικός. Όμως σε σχέση με το PYD, ο σύριος σύμμαχος του PKK, ο συγγραφέας του «Kurdistan. Nell’occhio del ciclone» γράφει:

Εδώ, μετά την εξέγερση ενάντια στο συριακό καθεστώς [το PYD] δεν συντάχθηκε ούτε με το καθεστώς του Άσαντ ούτε με τους «σύριους εξεγερμένους», ακολουθώντας έναν «τρίτο δρόμο» που συνίσταται στην απελευθέρωση και την υπεράσπιση του εδάφους του για να το διοικήσει, μαζί με τα άλλα κόμματα και οντότητες της κοινωνίας των πολιτών, όχι αποκλειστικά της κουρδικής, σε ένα είδος «ομοσπονδιακής δημοκρατίας από τα κάτω».

Ο συγγραφέας παραλείπει να πει ότι αυτός ο υποτιθέμενος «τρίτος δρόμος» δεν είναι και πολύ πραγματικός, δεδομένου ότι τον επιτρέπει ο ίδιος ο Αλ-Άσαντ, σε ένα είδος άγραφης συμφωνίας βάσει της οποίας το συριακό καθεστώς επιτρέπει στη Ροζάβα ένα βαθμό αυτονομίας με αντάλλαγμα την ουδετερότητα του κούρδων της Συρίας στο διεξαγόμενο εμφύλιο πόλεμο. Φυσικά, μπορεί κανείς να ισχυριστεί –όπως κάνει η χαρούμενη παρέα των Wu Ming στο κείμενό τους “La guerra all’ISIS, il ruolo del PKK e la zona autonoma della Rojava” [Ο πόλεμος ενάντιο στο ISIS, ο ρόλος του PKK και η αυτόνομη ζώνη της Ροζάβα], διαθέσιμο στο διαδίκτυο– ότι η αυτονομία των κούρδων στη Ροζάβα πηγαίνει προς την κατεύθυνση της δημοκρατικής συνομοσπονδίας που πρεσβεύει το PKK, αλλά εμείς νομίζουμε ότι μάλλον πηγαίνει προς την κατεύθυνση της οικοδόμησης πρωτο-κρατικών δομών οι οποίες, κάτω υπό ιδιαίτερες συνθήκες, θα μπορούσαν στο μέλλον να αποτελέσουν τα θεμέλια ενός ανεξάρτητου κουρδικού Κράτους. Πέραν τούτου, εάν δεχτούμε σαν υπόθεση εργασίας ότι το ΡΚΚ, το PYD και οι πολιτοφυλακές τους είναι εξολοκλήρου αυτοχρηματοδοτούμενα (φόροι, εμβάσματα από τους μετανάστες κλπ)22, παραμένει το πρόβλημα του ποιος τους πουλάει τα όπλα, μέσα από ποια κανάλια κλπ. Λόγου χάρη, θα ήταν δυνατό να παραμένουν ανοικτοί οι διάδρομοι μέσα από τους οποίους φτάνουν τα όπλα στις περιοχές που ελέγχουν το ΡΚΚ και οι σύμμαχοί του, χωρίς την, περισσότερο ή λιγότερο διακριτική, προστασία τουλάχιστον ενός από τα μεγάλα κράτη της περιοχής; Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το ΡΚΚ και το PYD ανεφοδιάζονται από τη μαύρη αγορά όπλων της Συρίας, από λιποτάκτες του συριακού στρατού. Αυτό ίσως να ανταποκρίνεται εν μέρει στην αλήθεια, αλλά αρκούν αυτά τα όπλα ώστε οι κουρδικές πολιτοφυλακές να αντισταθούν στην προέλαση του Ισλαμικού Κράτους, το οποίο τώρα διαθέτει, εκ των πραγμάτων, μια πραγματική κρατική δομή, ελέγχει πετρελαιοπηγές και, κυρίως, οικειοποιήθηκε μία τεράστια ποσότητα όπλων του ιρακινού στρατού που τράπηκε σε φυγή; Εν των μεταξύ, οι τελευταίες ειδήσεις που φτάνουν από την περιοχή (στις 07-10-2014, σ.σ.) λένε ότι οι σημαίες του Ισλαμικού Κράτους κυματίζουν στις στέγες της Κομπάνι, στη Συρία, και το PYD ζήτησε επίσημα την αποστολή ενισχύσεων από το τουρκικό Κουρδιστάν:

«Η κινητοποίηση για την Κομπάνι δεν είναι αρκετή, η διεθνής κοινότητα πρέπει να παρέμβει», προειδοποήσε την Πέμπτη ο Redur Xelil, ο εκπρόσωπος του YPG (η στρατιωτική πτέρυγα του PYD, σ.σ.), στη σελίδα του στο Twitter. «Σε αντίθετη περίπτωση θα έχουμε ακόμα μία γενοκτονία όπως στο Σιντζάρ, αλλά στην Κομπάνι», δήλωσε, αναφερόμενος στη μαζική φυγή των δεκάδων χιλιάδων Γιεζίντι από την περιοχή του Σιντζάρ, στο κοντινό Ιράκ.23

Όποιος θέλει να καταλάβει, καταλαβαίνει.

Από την άλλη, το συμφέρον των ΗΠΑ για τη δημιουργία ενός στρατοπέδου που θα αποτελέσει ένα ανάχωμα στο ISIS είναι πολύ πραγματικό και ελάχιστη αξία έχουν τα συνομωσιολογικά σενάρια των διαφόρων επίδοξων Μάικλ Μουρ σχετικά με την υποστήριξη των ΗΠΑ στην άνοδο του ριζοσπαστικού Ισλάμ και της Αλ- Κάιντα.24 Aκόμα κι αν αφήσουμε κατά μέρος το ζήτημα του ελέγχου των πετρελαϊκών κοιτασμάτων και των κοιτασμάτων φυσικού αερίου, το Ισλαμικό Κράτος συνεχίζει το θέαμα των εκτελέσεων δυτικών αιχμαλώτων που φορούν στολές στυλ «Γκουαντάναμο», και ο Ομπάμα δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Φυσικά, οι εποχές της 11ης Σεπτεμβρίου και του Τζορτζ Μπους του νεότερου έχουν περάσει, αλλά –όπως διαπιστώνουμε– ο βαθμός διάλυσης των διεθνών σχέσεων αυτήν τη στιγμή δεν είναι τέτοιος ώστε να εμποδίσει τη στρατιωτική παρέμβαση ενός συνασπισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ – και μάλιστα νομιμοποιημένη από την ανάγκη προστασίας των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Δεδομένου ότι οι σημαντικότερες κοσμικές δυνάμεις της περιοχής είναι –παρά τη μεταξύ τους εχθρότητα– το συριακό καθεστώς και «οι κούρδοι», τα μελλοντικά σενάρια θα μπορούσαν να μας φέρουν προ εκπλήξεων.25 Ας μιλήσουμε ξεκάθαρα: αυτό που προδιαγράφεται είναι ένα σενάριο «στυλ Γιουγκοσλαβίας», ένας ανηλεής εμφύλιος πόλεμος και «ανθρώπινα δικαιώματα» να πέφτουν από τον ουρανό. Στην περίπτωση που ένα τέτοιο σενάριο αποδειχθεί αληθινό, το ζήτημα είναι να ξέρουμε ποια θα μπορούσε να είναι η έκβασή του: μία επαναχάραξη των κρατικών συνόρων στη Μέση Ανατολή (με την ενδεχόμενη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κουρδικού Κράτους) ή η παγίωση ενός αυξανόμενου χάους χωρίς να διαφαίνεται καμία επαναστατική διέξοδος (τουλάχιστον προς στιγμήν); Κατά τα φαινόμενα, η ίδια η ύπαρξη του ΡΚΚ και η πεισματική αντίθεση της Τουρκίας στην παραχώρηση αυτονομίας στους κούρδους, είναι οι κύριες αντίρροπες δυνάμεις στο πρώτο από αυτά τα δύο ενδεχόμενα. Αλλά είναι πραγματικά έτσι; Και εάν ναι, για ποιο λόγο; Η απάντησή μας είναι ακόμα μια φορά αρνητική, και στο επόμενο κεφάλαιο θα εξηγήσουμε τους λόγους για αυτό. Η όποια «λύση» –είτε επαναστατική είτε αντεπαναστατική– θα είναι σε κάθε περίπτωση στενά ενδογενής και γεωγραφικά περιορισμένη στο χώρο της Μέσης Ανατολής· νέα και μακρόβια σύνορα θα μπορέσουν να δημιουργηθούν μόνο στο ευρύτερο πλαίσιο μίας μελλοντικής αναδιάρθρωσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, για το οποίο δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα και αόριστα σημάδια. Αλλά και το άλλο σκέλος της εναλλακτικής λύσης εξαρτάται εξίσου από ό,τι θα συμβεί αλλού (θα επιστρέψουμε σε αυτό το σημείο). Ορισμένοι πιστεύουν ότι αυτός ο πόλεμος, ο οποίος βρίσκεται μόλις στις απαρχές του, θα μπορούσε να διαρκέσει για χρόνια. Κατά τη γνώμη μας, αποτελεί συνέχεια των ασταθών ή ζοφερών αποτελεσμάτων των Αραβικών Ανοίξεων (Αίγυπτος, Τυνησία και, σε μικρότερο βαθμό, Λιβύη) και θα καταλήξει να σκιαγραφήσει μία φάση μακροχρόνιου συστημικού χάους.

Οι τρεις γεωπολιτικές προβλέψεις που διατύπωσε ο Τζιοβάνι Αρίγκι στο βιβλίο Ο Μακρύς Εικοστός Αιώνας, βασίζονταν στην ιδέα ότι η φυγή προς τα εμπρός προς ένα χρηματοπιστωτικό νεοφιλελευθερισμό απλώς θα επιμήκυνε την ηγεμονία των ΗΠΑ, και τελικά θα οδηγούσε είτε στη δημιουργία μίας παγκόσμιας αυτοκρατορίας με κέντρο την Ευρώπη, σε μια πλανητική κοινωνία της αγοράς που θα είχε σαν άξονα την Ασία είτε σε ένα μακροχρόνιο συστημικό χάος. Μία πλήρης εκδοχή του πρώτου ενδεχόμενου μπορεί ενδεχομένως να αποκλειστεί. […] Η ανάδυση ενός νέου ηγεμονικού κέντρου μοιάζει εξίσου απίθανη. […] Η πιο πιθανή εξέλιξη είναι ο συνδυασμός της πρώτης και της τρίτης υπόθεσης: ένα συντονισμός δυνάμεων που ενδεχομένως θα είναι σε θέση να εμποδίσει μία οικονομική κατάρρευση, αλλά ανίκανος να οργανώσει τη μετάβαση προς μία νέα φάση βιώσιμης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Μπαίνουμε σε μία φάση άκαρπων συγκρούσεων ανάμεσα σε έναν αποδυναμωμένο καπιταλισμό [η ηγεμονία των ΗΠΑ, σ.σ.] και μία σειρά διάσπαρτων πόλων αντίστασης, στο εσωτερικό απονομιμοποιημένων και χρεοκοπημένων πολιτικών δομών.26

Η «ελευθεριακή» στροφή του ΡΚΚ

Ο Χαμίτ Μποζαρσλάν περιγράφει ως εξής τη σύγχυση που έχει προκληθεί την τελευταία δεκαετία στο εσωτερικό του κουρδικού κινήματος από τους μετασχηματισμούς που προσπαθήσαμε να περιγράψουμε στην προηγούμενη παράγραφο:

Όλα δείχνουν ότι το κουρδικό κίνημα φτάνει για ακόμα μια φορά στο τέλος ενός ιστορικού κύκλου, που σημαδεύτηκε από τις δικές του μορφές κοινωνικοποίησης, έκφρασης, στράτευσης και ακόμα και των δικών του μορφών βίας. Το φαινόμενο δεν είναι ασφαλώς νέο. Τη δεκαετία του ’60, μία ολόκληρη γενιά εθνικιστών αγωνιστών και μαχητών που είχαν ως σημείο αναφοράς τη Δύση, ορισμένοι ενεργοί ήδη από τη δεκαετία του ’20, έδωσε τη θέση της σε μία νέα γενιά αγωνιστών ή πολεμιστών που, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ταυτίζονταν με την αριστερά. Η αποτυχία της εξέγερσης του Μουσταφά Μπαρζανί στο Ιράκ (1961-1975), θέατρο τόσο ρήξεων όσο και μετάδοσης μνήμης μεταξύ των γενεών, είχε δώσει με τη σειρά της ώθηση σε νέους πρωταγωνιστές, το PUK (Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν) στο Ιράκ, το Komalah (ομαδοποίηση) στο Ιράν και το ΡΚΚ στην Τουρκία, που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της ένοπλης πάλης. […] Σήμερα, όντας ισχυροί χάρη στη νομιμοποίηση που απέκτησαν στη διάρκεια των αγώνων του παρελθόντος που πλέον έχουν τελειώσει, αυτοί οι παλιοί αγωνιστές εξακολουθούν να κατέχουν θέσεις ευθύνης στο ιρακινό Κουρδιστάν, αλλά τώρα πια εμφανίζονται με την ιδιότητα των ανδρών ή γυναικών της πολιτικής, των γραφειοκρατών ή ακόμα και των επιχειρηματιών. […] Παρά τις αποχρώσεις που εμφανίζονται ανάλογα με την κατάσταση που επικρατεί σε κάθε χώρα, σε όλη τη διάρκεια του ιστορικού κύκλου που έκλεισε, το κουρδικό κίνημα παρέμεινε αγκιστρωμένο στην αριστερά, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη με άλλα κινήματα διαμαρτυρίας της Μέσης Ανατολής μετά το 1979, τα οποία σε μεγάλο βαθμό συνδέθηκαν με τον ισλαμισμό. Σήμερα τα αποτελέσματα της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου γίνονται αισθητά και στο Κουρδιστάν, έστω και με είκοσι χρόνια καθυστέρησης, δημιουργώντας μία παράξενη αίσθηση κενού. Εάν το κουρδικό κίνημα διαμαρτυρίας συνεχίζει να τρέφεται από έναν εθνικισμό που είναι ικανός να κινητοποιεί, μέσω των συμβόλων και των ιστορικών ή γεωγραφικών απεικονίσεών του, οι τελευταίες δεν είναι πια σε θέση να νομιμοποιήσουν μία σεχταριστική πάλη με ένα λόγο και ένα φαντασιακό παγκόσμιας εμβέλειας, που θα είχαν την ικανότητα να την υπερβούν και να της δώσουν ένα νόημα.27

Η στροφή που έγινε στο εσωτερικό του ΡΚΚ, δηλαδή η εγκατάλειψη της προοπτικής για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, που εντάσσεται ξεκάθαρα στο πλαίσιο που περιγράφει ο Μποζαρσλάν, απαντάει σε τρία διαφορετικά είδη αναγκών: 1) την αναγνώριση ενός αντικειμενικού γεγονότος, το ξεπέρασμα των «εθνικισμών από τα κάτω»· 2) την αρνητική έκβαση της στρατηγικής του ανταρτοπολέμου, σύμβολο της οποίας είναι η σύλληψη του Αμπντουλάχ Οτσαλάν στο Ναϊρόμπι το 1999· 3) τις κοινωνικές αλλαγές που σημειώθηκαν στο ιστορικό Κουρδιστάν τα τελευταία 25 χρόνια.

Σε σχέση με το πρώτο σημείο, το ξεπέρασμα των «εθνικισμών από τα κάτω» μπορεί να εξηγηθεί από την καπιταλιστική αναδιάρθρωση (όπως αναφέρθηκε προηγουμένως), αλλά –πολύ πιο πεζά– αποτελεί αντικειμενικό γεγονός ότι με τη διάλυση της ΕΣΣΔ εξαφανίστηκε ο κύριος χρηματοδότης αυτών των εθνικισμών. Στο διπολικό κόσμο που αναδύθηκε μετά το 1945, με τρόπο διαφοροποιημένο αλλά σε κάθε περίπτωση συνεπή, η ανυπομονησία των «καταπιεσμένων εθνών» να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους και οι προσπάθειες ανάπτυξης ενός εσωστρεφούς καπιταλισμού στα κράτη του Τρίτου Κόσμου, τα οποία είχαν ήδη αποκτήσει τύποις την ανεξαρτησία τους, αλλά που μαστίζονταν από την «ανάπτυξη της υπανάπτυξης» (μία μεταπρατική αστική τάξη που πουλάει φτηνά πρώτες ύλες στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για να χρηματοδοτήσει την κατανάλωσή της αντί να επενδύσει στη βιομηχανία και στη δημιουργία μίας εσωτερικής αγοράς που θα την στηρίξει), δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν (ούτε να σχεδιαστούν) εάν απουσίαζε η αιγίδα κάποιας Σοσιαλιστικής Πατρίδας και τα εξαιρετικά χαμηλότοκα και με μακροχρόνια αποπληρωμή δάνεια που έδινε αυτή. Η ατυχία (που αποτελεί και τη δυναμικότητα) του κουρδικού εθνικισμού ήταν ότι βρέθηκε χωρίς «άγιους στον παράδεισο», καθώς η διεκδίκηση ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν αποτελούσε πονοκέφαλο για τις πριμαντόνες του αραβικού αντιμπεριαλισμού που είχαν την υποστήριξη της ΕΣΣΔ.

Σε σχέση με το δεύτερο σημείο, είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι ο Οτσαλάν, αρκετό καιρό πριν τη σύλληψή του το 1999, ήταν προσανατολισμένος στην αναζήτηση μίας «πολιτικής λύσης», κάτι που ήδη από τότε ισοδυναμούσε με μία αναθεώρηση προς τα κάτω του ιστορικού αιτήματος της ανεξαρτησίας – με την ελπίδα ότι έτσι θα αποκτούσε την εύνοια των «ιμπεριαλιστών» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι παρέμειναν ασυγκίνητοι και στο τέλος επέτρεψαν τη σύλληψή του. Η έκβαση της ευρωπαϊκής «περιπλάνησης» του Οτσαλάν, αναγνωρίστηκε από ολόκληρο το εθνικιστικό κουρδικό κίνημα ως μία ιστορική ήττα και καθόρισε, μεταξύ άλλων, την αποχώρηση μεγάλου αριθμού μελών του. Πρέπει να προσθέσουμε ότι η «πνευματική» κρίση του ΡΚΚ συνδυάστηκε με την προσχώρηση του KDP του Μασούντ Μπαρζανί στο φιλο-αμερικανικό στρατόπεδο και δεν είναι λίγοι εκείνοι που ελπίζουν ότι αυτή η συμμαχία θα επιτρέψει να επιτευχθεί διά της διπλωματικής οδού εκείνο που το ΡΚΚ δεν μπόρεσε να πετύχει χρησιμοποιώντας το «μαρξισμό» και τον ανταρτοπόλεμο. Εξάλλου, οι ελπίδες που γέννησε η εκτίμηση που χαίρουν οι ιρακινοί Κούρδοι στα μάτια των ΗΠΑ είναι δικαιολογημένες, αν και η ίδρυση ενός κουρδικού κράτους δεν φαίνεται να βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη: στο πλαίσιο των στρατηγικών μελετών του στρατού των ΗΠΑ διεξάγεται μία συζήτηση σχετικά με την προοπτική δημιουργίας ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους (βλ. το παράρτημα).

Όσον αφορά τις καθαρά κοινωνικές αλλαγές που πραγματοποιούνται σε ολόκληρο το ιστορικό Κουρδιστάν, όσο κι αν είναι της μόδας να παρουσιάζονται οι δυναμικές του κουρδικού χώρου σαν να συντελούνται σε ένα είδος εξωτικού ορεσίβιου μικροκλίματος,

Το κοινωνικό πλαίσιο της δεκαετίας του 2000 δεν μπορεί να συγκριθεί με τις προγενέστερες περιόδους. Οι διαμαρτυρίες των Κούρδων διεξάγονται σε ένα χώρο που σε μεγάλο βαθμό είναι αστικοποιημένο. Το τοπίο της υπαίθρου με το οποίο ήταν συνδεδεμένοι οι Κούρδοι, τόσο στην καθημερινή πραγματικότητά τους όσο και στο φαντασιακό των οριενταλιστών, έχει ουσιαστικά εκλείψει […]. Στο ιρακινό Κουρδιστάν, όπου τα κουρδικά χωριά καταστράφηκαν μαζικά στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 από το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν, τα τρία τέταρτα του πληθυσμού ζουν στις τρεις μεγάλες πόλεις, την Ερμπίλ, την Ντιχόκ και τη Σουλεϊμανία. […] Στη Συρία, ο κεντρικός πυρήνας των κούρδων πολιτικών έδωσε πάντα τους αγώνες του στις πόλεις και σήμερα, ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν, στο προσκήνιο βρίσκονται οι διανοούμενοι και οι νεολαίοι. Στο Ιράν, παρομοίως, αν και η εξουσία δεν εφήρμοσε ποτέ μία πολιτική εσκεμμένης καταστροφής της κουρδικής υπαίθρου, η δημογραφική και πολιτική βαρύτητα των αγροτικών περιοχών μειώνεται προς όφελος καμιάς δεκάδας πόλεων που, αν και είναι από τις λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομικά, χαρακτηρίζονται από μία μεγάλη ζωτικότητα. Εάν ο πληθυσμός της πλειοψηφίας των κουρδικών πόλεων αυτής της χώρας κυμαίνεται ανάμεσα στους 100 με 150 χιλιάδες κατοίκους, η Ουρμία φτάνει τους 600.000. Η ίδια δυναμική παρατηρείται και στην Τουρκία, όπου το φυλετικό φαινόμενο ήταν τόσο απτό στο παρελθόν της κουρδικής αντίστασης. [..] Ένα άλλο στοιχείο, πολύ πιο αισθητό απ’ ό,τι στο παρελθόν, αφορά τη βαρύτητα των εσωτερικών διασπορών στο καθένα από αυτά τα κράτη. Εάν η Βαγδάτη σταμάτησε, για προφανείς λόγους, να είναι ένα μέρος συγκέντρωσης των Κούρδων, άλλες πρωτεύουσες ή μεγάλες πόλεις επεκτείνουν το χώρο των Κούρδων πολύ πιο μακριά από το ιστορικό Κουρδιστάν: η Ιστανμπούλ –όπου ζουν μερικά εκατομμύρια Κούρδοι– και μερικές άλλες τουρκικές πόλεις, το Χαλέπι και η Δαμασκός, όπου ζουν περίπου 600.000 Κούρδοι, ή ακόμα και η Τεχεράνη. […] Τέλος, εάν δεν αποτελεί νέο η παρουσία περισσότερων από ένα εκατομμύριο Κούρδων στην Ευρώπη, αυτή η άλλη διασπορά, πολύ διαφορετική από εκείνη που είχε σχηματιστεί στην πρώην ΕΣΣΔ ή στον αραβικό κόσμο, και ειδικά στο Λίβανο, έχει αναδιαμορφωθεί εξίσου ριζικά […], τραγουδιστές ποπ ή μηχανικοί, ιδιοκτήτες εστιατορίων ή ανειδίκευτοι εργάτες, παραμένουν αφοσιωμένοι στην κουρδική υπόθεση χωρίς όμως να δέχονται τον έλεγχο μίας πολιτικής οργάνωσης πάνω στην καθημερινή τους ζωή.28

Η καθιέρωση της Τουρκίας ως μίας «αναδυόμενης» οικονομίας από τη μία, και η πετρελαϊκή τοξίνωση της Μέσης Ανατολής από την άλλη, δημιούργησαν ένα χάσμα ανάμεσα σε ένα Κουρδιστάν αστικό και φτωχό αλλά σε επέκταση και ένα Κουρδιστάν αγροτικό και ορεσίβιο σε εγκατάλειψη, γεγονός που οδηγεί το ΡΚΚ –στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90– να είναι όλο και περισσότερο η έκφραση και ο φορέας των αιτημάτων του δεύτερου, αφήνοντας το πρώτο σε άλλες δυνάμεις.

Υπό το πρίσμα των όσων είπαμε προηγουμένως, είναι προφανές ότι η υποτιθέμενη «ελευθεριακή» στροφή του ΡΚΚ δεν είναι λοιπόν η Επιτέλους Αποκεκαλυμμένη Αλήθεια που κάθε κοινωνικό κίνημα θα έπρεπε να υιοθετήσει. Αντίθετα, αυτή απαντάει στα εξής συγκεκριμένα προβλήματα: 1) το πρόβλημα της «ιστορικής νομιμοποίησης», που συνδέεται με τη δύση (κρίση) των παραδοσιακών μοντέλων του μαρξιστικού-λενινιστικού ή τριτοκοσμικού αντάρτικου· 2) ένα πρόβλημα «ιδεολογικής δικαιολόγησης» μπροστά σε μία συντριπτική ιστορική ήττα· 3) ένα πρόβλημα «πολιτισμικής προσαρμογής» σε ένα τελείως διαφορετικό κοινωνικό πλαίσιο. Αυτός ήταν ο λόγος που το ΡΚΚ προσπάθησε να προσδεθεί στο κίνημα της άλλης παγκοσμιοποίησης.29 Το «κίνημα των κινημάτων», ο «λαός του Σιάτλ», παρείχαν στον Οτσαλάν και τους συντρόφους του όλο το απαραίτητο υλικό για να πραγματοποιήσουν την επιβεβλημένη από τη συγκυρία θεωρητική και οργανωτική ανανέωση, μεταξύ άλλων και σε ό,τι αφορά την άρθρωση μίας προοπτικής που ήταν και παραμένει εκείνη της εθνικής απελευθέρωσης, μολονότι αποποιείται τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους. Από τη νέα του θεωρητική πηγή, το ΡΚΚ αντλεί τόσο τα δυνατά όσο και τα αδύνατα σημεία της: ανάμεσα στα πρώτα είναι μία αποτελεσματική ρητορική, ικανή να κοινοποιήσει τον κόσμο, που προκρίνει τις αλλαγές που πρέπει να πραγματοποιηθούν εδώ και τώρα, την επίκληση της ηθικής, την κριτική της ιεραρχίας, το εγκώμιο της οριζοντιότητας, ένα θεωρητικό εκλεκτικισμό (οικολογία, φεμινισμός κλπ.) που αρνείται τις ενοποιητικές συνθέσεις, οι οποίες θυμίζουν υπερβολικά «μαρξισμό»· στις δεύτερες βρίσκονται μία επιμονή στην αυτοδιάθεση και την αυτονομία που κρύβει το προγραμματικό κενό: στα πιο πρόσφατα κείμενα του Οτσαλάν που έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά – Δημοκρατικός Συνομοσπονδισμός και Πόλεμος και Ειρήνη στο Κουρδιστάν, διαθέσιμα στο διαδίκτυο– με εξαίρεση κάποιες γενικές εκκλήσεις για μία πιο δίκαιη αναδιανομή του πλούτου, μάταια θα αναζητήσει κανείς ποια κοινωνικά μέτρα σκοπεύει να υιοθετήσει το ΡΚΚ στην περίπτωση που ιδρυθεί η υποθετική δημοκρατική συνομοσπονδία που πρεσβεύει. Η σύνθεση της κοινωνικής του βάσης, το πλαίσιο μέσο στο οποίο δρα, οι θεωρητικές του αναφορές, κάνουν το ΡΚΚ να μοιάζει όλο και περισσότερο με ένα είδος μεσανατολικού EZLN, αλλά… για ακόμα μια φορά το ΡΚΚ έρχεται στο προσκήνιο με καθυστέρηση: η στροφή του δημοκρατικού συνομοσπονδισμού συντελείται επίσημα το 2002, ενώ οι διαμαρτυρίες που κατέληξαν σε εξέγερση επ’ ευκαιρίας του G8 της Γένοβας το 2001, σημαίνουν την αρχή της αργής παρακμής του κινήματος για την άλλη παγκοσμιοποίηση. Τότε πού πρέπει να στραφούν; Σε ποιον πρέπει να απευθυνθούν; Μία φράξια του ΡΚΚ, της οποίας ηγείται ο Οσμάν Οτσαλάν (αδελφός του Αμπντουλάχ) έχει έτοιμη την απάντηση: στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από την άλλη, η σπουδαιότητα του κουρδικού πιονιού στη σκακιέρα του Ιράκ κάνει τις ΗΠΑ να σκεφτούν το ενδεχόμενο να ανοίξουν ένα δίαυλο επικοινωνίας και με το ΡΚΚ, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα δούναι και λαβείν με αμοιβαία οφέλη και για τις δύο πλευρές: από τη μία, το ΡΚΚ θα έπρεπε να ενώσει τις δυνάμεις του στην προσπάθεια για τον «εκδημοκρατισμό» της περιοχής και να θέσει τέλος στις ενδο-κουρδικές συγκρούσεις, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες θα δεσμεύονταν να άρουν όλα τα εμπόδια στις διεθνείς δραστηριότητες του ΡΚΚ και να ασκήσουν πιέσεις για μία βελτίωση των συνθηκών κράτησης του Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Ο Οσμάν Οτσαλάν επιβεβαίωσε την ύπαρξη επαφών ανάμεσα στο ΡΚΚ «σε τοπικό επίπεδο» και τις ΗΠΑ:

[…] οργανώθηκαν ανεπίσημες συναντήσεις με ορισμένους αμερικανούς επίσημους χάρη σε διαμεσολαβητές που βρίσκονται κοντά στην οργάνωσή μας. Υπήρξαν μορφές μιας αμοιβαίας αναγνώρισης. Οι αμερικανοί επιθυμούν να κερδίσουν τη συμπάθεια των Κούρδων· από την πλευρά μας, εμείς επιθυμούμε να βρούμε μία από κοινού λύση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εμείς δεν συνεργαστήκαμε με το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν και ποτέ δεν σταθήκαμε εμπόδιο στα αμερικανικά συμφέροντα, ενώ οι αμερικανοί έβλαψαν του Κούρδους· είμαστε σε γνώση του ρόλου που έπαιξαν στη σύλληψη του Αμπντουλάχ Οτσαλάν.30

Η διαμάχη ως προς το ποια στάση πρέπει να υιοθετηθεί απέναντι στις ΗΠΑ οδήγησε, το 2004, σε μία διάσπαση: η φράξια του Οσμάν Οτσαλάν αποσχίστηκε και ίδρυσε το ανοιχτά φιλο-αμερικανικό PWD (Πατριωτικό Δημοκρατικό Κόμμα):

Η οργάνωση δεν θεωρεί τις Ηνωμένες Πολιτείες μία αποικιοκρατική δύναμη, αλλά τη χώρα που έσωσε τους Κούρδους. […] Το PWD, για να υπογραμμίσει την υποστήριξή της στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα αποστείλει στις 7 Νοεμβρίου 2004 συγχαρητήρια επιστολή στον Πρόεδρο Τζορτζ Μπους για τη επανεκλογή του.31

Δεν αναφέρουμε αυτά τα επεισόδια για να υποστηρίξουμε την ύπαρξη ενός μεγάλου σχεδίου ή μίας συνομωσίας στην οποία το ΡΚΚ είναι ο πολλοστός κρυφός σύμμαχος των ΗΠΑ, αλλά είναι απολύτως αναγκαίο να τονίσουμε: 1) το διφορούμενο χαρακτήρα του ΡΚΚ και το γεγονός ότι αυτό ανέκαθεν προχωρούσε στα τυφλά· 2) το γεγονός ότι στην περίπτωση που πράγματι διαφαινόταν η υπόθεση ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν, το ΡΚΚ θα βρισκόταν στη δύσκολη θέση να επιλέξει εάν θα συμμετάσχει στην ίδρυσή του με σκυμμένο το κεφάλι ή να διακινδυνέψει την περαιτέρω περιθωριοποίησή του και την έναρξη ενός νέου αιματηρού κύκλου ενδο-κουρδικών συγκρούσεων.

Ας κλείσουμε αυτή την αναφορά με μία γενικότερη σκέψη. Τουλάχιστον μετά τα πραξικοπήματα στη Συρία (1966) και το Ιράκ (1968) που έφεραν στην εξουσία τα κόμματα Μπάαθ, η ανατρεπτική πλευρά του κουρδικού ζητήματος βρισκόταν στο γεγονός ότι ήταν μία ζωντανή διαμαρτυρία του διαμερισμού της Μέσης Ανατολής μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και του φιλο-σοβιετικού αντιμπεριαλισμού που ισχυριζόταν ότι εναντιωνόταν σ’ αυτόν το διαμερισμό. Οι σημερινές εξελίξεις δείχνουν ακόμα μια φορά ότι ένας ολόκληρος ιστορικός κύκλος ολοκληρώθηκε και εξάντλησε όλες τις εσωτερικές του δυνατότητες, συμπεριλαμβανομένης εκείνης που υποστηρίζει «μέχρι τέλους (δηλαδή, μέχρι το δικαίωμα απόσχισης και μέχρι την ήττα της χώρας “τους”) το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των καταπιεζόμενων λαών για έναν προλεταριακό σκοπό και μία ρητά προλεταριακή στρατηγική».32 Κανένας ιστορικο- κοινωνικός καθορισμός και καμία κοινοτιστική πρόταση δεν αντιπροσωπεύουν, από μόνα τους, ένα εμπόδιο στην αξιοποίηση του κεφαλαίου. Το εθνικό ζήτημα παραμένει, αλλά κυρίως σαν ένα ζήτημα για το κεφάλαιο: η κομμουνιστική επανάσταση θα μπορέσει να το επιλύσει μόνο στις δικές της βάσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, θα το κάνει η αντεπανάσταση με το δικό της τρόπο, ικανοποιώντας τις εθνικές διεκδικήσεις ή διαφορετικά οργανώνοντας το βίαιο εκτοπισμό ή την εξόντωση του εν λόγω πληθυσμού.

Ο κουρδικός λαός είναι σε μεγάλο βαθμό «διεθνοποιημένος». […] Εκατομμύρια κούρδοι εργάτες απασχολούνται στα εργοστάσια και στα χωράφια των ανεπτυγμένων δυτικών χωρών. Πολέμησαν στο πλάι των προλετάριων της Δύσης και ακόμα πιο λυσσασμένα από αυτούς, δεδομένου ότι δεν είχαν τίποτα να χάσουν. Για αυτά τα εκατομμύρια, που βίωσαν τις ώριμες συνθήκες της προλεταριακής επανάστασης, μία επιστροφή στις συνθήκες του «αστικού εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα» θα ήταν ένα τεράστιο βήμα προς τα πίσω.33

Είναι αλήθεια, και είναι αλήθεια και για τους μη «διεθνοποιημένους» κούρδους προλετάριους, αλλά μόνο από τη σκοπιά της κατάργησης των τάξεων, δηλαδή του «… του κινήματος που καταργεί…».

«… το κίνημα που καταργεί…»: το τοπικό, το εθνικό, το παγκόσμιο

Ένα μεγάλο νεφέλωμα «κινημάτων» –οπλισμένα και μη, που κινούνται μεταξύ της κοινωνικής ληστείας και του οργανωμένου ανταρτοπολέμου– δρουν στις πιο άθλιες περιοχές του παγκόσμιου καπιταλιστικού σκουπιδότοπου, παρουσιάζοντας χαρακτηριστικά όμοια με εκείνα του σημερινού ΡΚΚ. Αυτά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, προσπαθούν να αντισταθούν στην καταστροφή ήδη περιθωριακών οικονομιών επιβίωσης, στη λεηλασία των τοπικών φυσικών και μεταλλευτικών πόρων, ή στην επιβολή της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας της γης, η οποία περιορίζει ή εμποδίζει την πρόσβαση σ’ αυτήν και τη χρήση της· μπορούμε να αναφέρουμε σαν παραδείγματα την πειρατεία στις θάλασσες ανοιχτά της Σομαλίας, το MEND στη Νιγηρία, τους Ναξαλίτες στην Ινδία, τους Μαπούτσε στη Χιλή. Μολονότι οι μορφές πάλης και ο λόγος που υιοθέτησαν αυτά τα κινήματα δεν είναι μόνο επιφαινόμενα, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε το κοινό περιεχόμενο τους που είναι η αυτοάμυνα. Μία αυτοάμυνα που μπορεί να θεωρηθεί ζωτική, αλλά που δεν διαφέρει, όσον αφορά τη φύση της, από εκείνη που εκφράζεται σε οποιαδήποτε συνδικαλιστική ενέργεια που αποσκοπεί στην υπεράσπιση του μισθού ή των συνθηκών εργασίας εκείνων που συμμετέχουν σε αυτήν. Ακριβώς όπως θα αποτελούσε ένα τρικ να παρουσιάσουμε ένα μισθολογικό αγώνα, ακόμα κι αν είναι εξαιρετικά σκληρός και ευρύς, σαν ένα «επαναστατικό κίνημα», κατά τον ίδιο τρόπο θα ήταν παραπλανητικό να αποδώσουμε σε αυτό τον τύπο αυτοάμυνας που ασκούν εξαθλιωμένοι πληθυσμοί ένα εγγενές επαναστατικό νόημα. Φυσικά ένα τέτοιο ταχυδακτυλουργικό κόλπο μπορεί να πιάσει πατώντας στην ηθική, δηλαδή αντιπαραθέτοντας από τη μια τους «προνομιούχους δυτικούς» και από την άλλη της «Γης τους κολασμένους» που είναι έτοιμοι για την επανάσταση. Όμως αυτός ο ρετρό αντιμπεριαλισμός σύντομα αποδεικνύεται ξεπερασμένος. Είτε μας αρέσει είτε όχι δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι αυτά τα κινήματα συχνά βρίσκονται όχι σε ένα υποτιθέμενο και ανύπαρκτο έξω από την παραγωγή και κυκλοφορία της αξίας, αλλά στο περιθώριό τους, και ορισμένες φορές υπερασπίζονται μικρούς αρχαίους κόσμους (πανάρχαια έθιμα κλπ.) που οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις καταστρέφουν ή έχουν από καιρό αλλάξει. Όμως δεν είναι δυνατόν να είμαστε ταυτόχρονα και υπέρ της κομμουνιστικής επανάστασης και υπέρ της διατήρησης των μικρών αρχαίων κόσμων. Εάν αληθεύει ότι ο καπιταλισμός τούς αποσταθεροποιεί, τότε και η επαναστατική καταστροφή του καπιταλισμού δεν θα μπορούσε παρά να έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα δεν έχει νόημα και το να υποστηρίζουμε την καταστροφή τους από τον καπιταλισμό: εμείς πιστεύουμε ότι αυτά τα κινήματα θα πρέπει να ενσωματωθούν ή/και να απορροφηθούν (κάτι που δεν μπορεί παρά να προκαλέσει συγκρούσεις) από το πραγματικό κίνημα για την καταστροφή του κεφαλαίου και ότι αυτό δεν είναι εφικτό να γίνει μέσω πολιτικών ελιγμών (δημοκρατικές ή λενινιστικές συμμαχίες), ούτε με ενδιάμεσα μέτρα τα οποία αποσκοπούν στην όξυνση της αναγκαστικής προλεταριοποίησης που προσπαθεί να επιτύχει το κεφάλαιο. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από την καρδιά του τρόπου παραγωγής (κάτι που δεν σημαίνει απαραίτητα «η Δύση») και όχι από την περιφέρειά του. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την πάντα παγκόσμια εξάπλωση του καπιταλιστικού συστήματος και την ιεραρχία που δημιουργεί: έτσι όπως ένας ταμίας, ένα δάσκαλος και ένας εργάτης –όντας όλοι μισθωτοί εργάτες– δεν έχουν τις ίδιες πιθανότητες να επιδράσουν στην παραγωγή υπεραξίας, κατ’ αυτό τον τρόπο μία εξεγερσιακή κρίση δεν έχει την ίδια σπουδαιότητα και τις ίδιες συνέπειες σε παγκόσμιο επίπεδο, εάν εκδηλωθεί στο Καζακστάν ή στη Γερμανία (το ζήτημα να εντοπίσουμε τον «αδύναμο κρίκο της αλυσίδας» παραμένει ακόμα επίκαιρο).

Η μόνη τοπική κοινωνική κρίση που πραγματικά προεικόνισε με τι θα μπορούσε να μοιάζει μία επαναστατική διαδικασία στις μέρες μας και την αδυναμία της καπιταλιστικής σχέσης να αναπαραχθεί, είναι η Αργεντινή του 2001: μία μεγάλη χώρα (σε αντίθεση με την Ελλάδα του 2008), εκβιομηχανισμένη, σχετικά «ανεπτυγμένη», που βρίσκεται από τη μια μέρα στην άλλη στο χείλος της αβύσσου λόγω μίας νομισματικής κρίσης. Εκεί, στο κίνημα που ακολούθησε το κραχ, όλες οι αυτο-λογίες (αυτοοργάνωση, αυτονομία, αυτοδιαχείριση) αποκάλυψαν τον καθαρά αμυντικό χαρακτήρα τους, επειδή αυτο-οργανωνόμαστε πάντα στη βάση αυτού που είμαστε στο εσωτερικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (εργάτης της μιας ή της άλλης επιχείρησης, κάτοικος αυτής ή της άλλης γειτονιάς), ενώ η εγκατάλειψη του αμυντικού («διεκδικητικού») πεδίου συμπίπτει με το γεγονός ότι όλα αυτά τα υποκείμενα αναμειγνύονται μεταξύ τους και ότι οι διαχωρισμοί υποχωρούν, επειδή αρχίζει να υποχωρεί η σχέση που τις δομεί: η σχέση κεφαλαίου-μισθωτής εργασίας. Αυτό ισχύει σε κάθε κλίμακα, και στο παγκόσμιο επίπεδο: μία γενικευμένη κοινωνική κρίση δεν είναι το άθροισμα τοπικών κρίσεων που εξελίσσονται παράλληλα, χωρίς να έρχονται σε επαφή. Αφού οι εξεγερσιακές ή προ-εξεγερσιακές κρίσεις αγγίξουν ένα βαθμό επέκτασης, οι εξεγερμένοι σε μία δεδομένη χώρα θα υποχρεωθούν –από την ίδια την ανάγκη να συνεχίσουν τη σύγκρουση– να αναζητήσουν υποστήριξη πέρα από τα εθνικά σύνορα, ή να μετακινηθούν μαζικά (ή να διασκορπιστούν) έξω από αυτά τα σύνορα για να υποστηρίξουν την εξέγερση αλλού. Μόνο έτσι –υλικά, και όχι στη βάση αφηρημένων διεθνιστικών εκκλήσεων– η κομμουνιστική επανάσταση μπορεί να καταστρέψει τους διαχωρισμούς και να ενοποιήσει την ανθρωπότητα. Ο

κομμουνισμός δεν μπορεί να είναι μία «δημοκρατική συνομοσπονδία» που θα εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο για τον απλό λόγο ότι η συνομοσπονδία προϋποθέτει ακόμα το έθνος ως υποκείμενο που συνδέεται ομοσπονδιακά: πατρίδα μας όλη η γη, ασφαλώς… αλλά ένας Κούρδος παραμένει πάντα ένας Κούρδος και ένας Ιταλός του νότου παραμένει… ένας χωριάτης. Είναι μία απλή αντιπαραβολή ανόμοιων πραγμάτων, και αυτό είναι ακόμα υπερβολικά λίγο.

Μπροστά στη χρεοκοπία του υπαρκτού μαρξισμού και του υπαρκτού σοσιαλισμού, έφυγε από τη μόδα η εξύμνηση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και μία αντι-παραγωγίστικη –εκ διαμέτρου αντίθετη– ιδεολογία επικράτησε στο εσωτερικό της «αντικαπιταλιστικής κριτικής». Όμως η εξύμνηση σεχταριστικών-τοπικιστικών κινημάτων αποδεικνύεται μία αντίφαση αν λάβουμε υπόψη μας την οπτική του παρατηρητή που τα εξυμνεί, η οποία –έχοντας πάει συνήθως να τα βρει στην άλλη άκρη του κόσμου– είναι κάθε άλλο παρά σεχταριστική-τοπικιστική. Είναι η αντίφαση του ανθρωπολόγου που πηγαίνει να μελετήσει τους κατοίκους των Νήσων Τρόμπριαντ και ισχυρίζεται ότι δεν είναι ο ιμπεριαλισμός που τον πήγε εκεί.

Το ιστορικό νόημα του κεφαλαίου δεν βρίσκεται στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά στην παγκόσμια αλληλεξάρτηση που δημιούργησε. Στο περίφημο απόσπασμα από τη Γερμανική Ιδεολογία πάνω στο «πραγματικό κίνημα που καταργεί την παρούσα κατάσταση των πραγμάτων», ο Μαρξ εξυμνεί την έλευση μίας παγκόσμιας ιστορίας, που προκλήθηκε από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και προσθέτει:

Δίχως αυτό, 1) ο κομμουνισμός δεν θα μπορούσε να υπάρξει παρά σαν ένα τοπικό γεγονός, 2) οι ίδιες δυνάμεις επικοινωνίας δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σαν παγκόσμιες […] και 3) κάθε επέκταση της επικοινωνίας θα καταργούσε τον τοπικό κομμουνισμό. Εμπειρικά ο κομμουνισμός είναι δυνατός μονάχα σαν πράξη των κυρίαρχων λαών μονομιάς και ταυτόχρονα […].34

Κατ’ αυτή την έννοια –εκτός κι αν σκεφτόμαστε ότι είναι εφικτό να κάνουμε «την αναρχία σε μία μόνο χώρα», έτσι όπως μία εποχή ήθελαν να κάνουν το σοσιαλισμό σε μία μόνη χώρα– το ερώτημα εάν το ΡΚΚ, ο EZLN ή οποιαδήποτε άλλη οργάνωση είναι ή όχι «επαναστατική», είναι ένα λάθος ερώτημα: καμία οργανωτική συνέχεια, από τους σημερινούς αγώνες μέχρι την επανάσταση, δεν είναι νοητή, για τον απλό λόγο ότι το υποκείμενο που οργανώνεται δεν θα είναι πια το ίδιο. Το ζήτημα τίθεται τελείως διαφορετικά: να πάμε να δούμε ποιες αντιφατικές δυναμικές εμπεριέχονται σε μία συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα ή σε ένα συγκεκριμένο αγώνα –των οποίων η μία ή άλλη οργάνωση μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να είναι μια μορφοποίηση– και ποιες ρήξεις μπορούν να παράγουν. Αυτοί είναι οι όροι του προβλήματος. Εδώ η Ρόδος, εδώ και το πήδημα!

Παράρτημα

Το μέλλον της Μέσης Ανατολής

σύμφωνα με τον αντισυνταγματάρχη Ralph Peters

 

Τα νέα σύνορα στη Μέση Ανατολή, σύμφωνα με τον αντισυνταγματάρχη Ralph Peters

«[…] Η πιο κατάφωρη αδικία στις διαβόητα άδικες περιοχές ανάμεσα στα Βαλκάνια και τα Ιμαλάια είναι η απουσία ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους. Υπάρχουν 27 με 36 εκατομμύρια Κούρδοι που ζουν στις όμορες περιοχές της Μέσης Ανατολής (οι αριθμοί είναι ανακριβείς επειδή κανένα κράτος δεν έχει επιτρέψει μέχρι τώρα μία ειλικρινή απογραφή τους). Περισσότεροι από το σημερινό πληθυσμό του Ιράκ, ακόμα και ο μετριοπαθέστερος υπολογισμός καθιστά τους Κούρδους τη μεγαλύτερη εθνική ομάδα χωρίς το δικό της κράτος. Ακόμα χειρότερα, οι Κούρδοι καταπιέζονται απ’ όλες σχεδόν τις κυβερνήσεις που ήλεγξαν τους λόφους και τα βουνά στα οποία ζουν από την εποχή του Ξενοφώντα.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους έχασαν μία χρυσή ευκαιρία για να αποκαταστήσουν αυτή την αδικία μετά την πτώση της Βαγδάτης. Ένα κράτος- Φρανκεστάιν, κατασκευασμένο από κομμάτια που δεν ταιριάζουν μεταξύ τους, το Ιράκ θα έπρεπε να χωριστεί αμέσως σε τρία μικρότερα κράτη. Δεν το κάναμε από δειλία και κοντόφθαλμη οπτική, υποχρεώνοντας τους Κούρδους του Ιράκ να υποστηρίξουν τη νέα ιρακινή κυβέρνηση, κάτι το οποίο κάνουν απρόθυμα, ως quid pro quo για την καλή μας θέληση. Όμως σε περίπτωση που γινόταν ένα ελεύθερο δημοψήφισμα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι περίπου το εκατό τοις εκατό των Κούρδων του Ιράκ θα ψήφιζαν υπέρ της ανεξαρτησίας.

Όπως θα το έκαναν και οι Κούρδοι της Τουρκίας, που υποφέρουν εδώ και χρόνια, και οι οποίοι υφίστανται από δεκαετίες μια βίαιη στρατιωτική καταστολή και τον υποβιβασμό τους, εδώ και πολλές δεκαετίες, σε «ορεσίβιους Τούρκους», σε μια προσπάθεια να ξεριζώσουν την ταυτότητά τους. Ενώ, στην Τουρκία, η δυσχερής θέση των Κούρδων είχε αμβλυνθεί κάπως στη διάρκεια των τελευταίων δέκα χρόνων, η καταστολή ξαφνικά οξύνθηκε ξανά και το ανατολικό πεμπτημόριο της Τουρκίας θα έπρεπε να θεωρείται μία κατεχόμενη περιοχή. Όσον αφορά τους Κούρδους της Συρίας και του Ιράν, και αυτοί, με τη σειρά τους, θα έτρεχαν να ενωθούν με το ανεξάρτητο Κουρδιστάν, εάν μπορούσαν. Η άρνηση των νόμιμων δημοκρατιών του κόσμου να υπερασπιστούν την ανεξαρτησία των Κούρδων, είναι ένα αμάρτημα της

παράλειψης πολύ βαρύτερο από τα αδέξια, μικρότερα αμαρτήματα που διαπράττονται εις βάρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τα οποία συνήθως συγκινούν τα μμε της χώρας μας. Και παρεμπιπτόντως, ένα ελεύθερο Κουρδιστάν που θα εκτεινόταν από το Ντιγιαρμπακίρ μέχρι το Ταμπρίζ [πόλη του ιρανικού Κουρδιστάν. σ.τ.μ.], θα ήταν το πιο φιλοδυτικό κράτος στην περιοχή που εκτείνεται ανάμεσα στη Βουλγαρία και την Ιαπωνία.35

Σημειώσεις:

1 “Con il proletariato e i lavoratori rivoluzionari del Kurdistan” [Με το προλεταριάτο και τους επαναστάτες εργαζόμενους του Κουρδιστάν], ένθετο στο Quaderni Marxisti, τ. 3, 1984.

2 Özcan Yilmaz, La formation de la nation kurde en Turquie [Ο σχηματισμός του κουρδικού έθνους στην Τουρκία] PUF, Παρίσι 2013, σελ. 114.

3 Βλ. Kurdistan Devriminim Yolu, το πολιτικό μανιφέστο της οργάνωσης.

4 Georges Corm, Petrolio e rivoluzione. Il Vicino Oriente negli anni d’oro [Πετρέλαιο και επανάσταση. Η χρυσή εποχή της Εγγύς Ανατολής], Jaca Book, Μιλάνο 2005

5 Πολιτική οργάνωση των Κούρδων του Ιράν (βλ. παρακάτω).

6 Ηγέτης της θρησκευτικής ομάδας των Αλεβιτών, γραμματέας του Αραβο-Σοσιαλιστικού Κόμματος Μπάαθ (εθνικιστικού) και πρόεδρος της Συρίας από το 1971 μέχρι το 2000· πατέρας του σημερινού προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ.

7 Özcan Yilmaz, ό.π., σελ. 144.

8 Paul White, Primitive rebels or revolutionary modernizers? The kurdish national movement in Turkey [Πρωτόγονοι εξεγερμένοι ή επαναστάτες εκσυγχρονιστές; Το κουρδικό εθνικό κίνημα στην Τουρκία], Zed Books, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 2000, σελ. 156.

9 Özcan Yilmaz, ό.π., σελ. 178.

10 Sabri Cigerli & Didier Le Saout, Öcalan et le PKK [Ο Οτσαλάν και το ΡΚΚ], Maisonneuve & Larose, Παρίσι 2005, σελ. 385-386.

11 Michel Aglietta & Giorgio Lunghini, Sul capitalismo contemporaneo [Για το σύγχρονο καπιταλισμό], Bollati Boringhieri, Τορίνο 2001, σελ. 33.

12 Ό.π.

13 Βλ. Théorie Communiste & Alcuni fautori della comunizzazione, A fair amount of killing, 2004

14 Ernesto Screpanti, L’imperialismo mondiale e la grande crisi [Ο παγκόσμιος ιμπεριαλισμός και η μεγάλη κρίση], 2013, σελ. 10.

15 Saskia Sassen, Territorio, autorità, diritti. Assemblaggi dal medioevo all’età globale [Έδαφος, εξουσία, δικαιώματα. Συναρμολογήσεις από το Μεσαίωνα μέχρι την παγκόσμια εποχή], Bruno Mondatori, Μιλάνο 2008

16 Βλ. “Perché la classe operaia va in paradiso (e a destra)” [Για ποιο λόγο η εργατική τάξη πηγαίνει στον Παράδεισο (και στη δεξιά)], Il Giornale, 25/4/2012· “Grillo, la classe operaia in paradiso assieme alle partita IVA” [Γκρίλο, η εργατική τάξη στον παράδεισο μαζί με τα μπλοκάκια], La Stampa, 30/1/2013.

17 Καρλ Μαρξ, Κριτική της φιλοσοφίας του δικαίου του Χέγκελ, Εισαγωγή.

18 Ό.π.

19 “Comment faire la guerre à l’État Islamique?” [Πώς πρέπει να διεξαχθεί ο πόλεμος ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος;], από την ιστοσελίδα της Le Monde, 21/9/2014, η έμφαση δική μας.

20 Valeria Poletti, L’incendio del Medio Oriente, le connessioni inattese [Η πυρκαγιά της Μέσης Ανατολής, οι απροσδόκητες διασυνδέσεις], 2014, διαθέσιμο στο διαδίκτυο, σελ. 113-114, η έμφαση δική μας

21 Valeria Poletti, ό.π., σελ 114.

22 Όπως μας πληροφορεί η συλλογικότητα Endnotes, που επιμελήθηκε τη μετάφραση του παρόντος κειμένου στα αγγλικά, σύμφωνα με μία αναφορά του International Crisis Group, οι περιοχές που ελέγχονται από PYD δέχονται χρηματική βοήθεια από τη συριακή κυβέρνηση, ενώ το ΡΚΚ δέχεται περιοδικά υλική βοήθεια από την κυβέρνηση του Ιράν.

23 Aπό την ιστοσελίδα των Financial Times, 18-9-2014.

24 Bλ., παραδείγματος χάρη, “Operazione ISIS, l’obbiettivo è la Cina” [Επιχείρηση ISIS, ο στόχος είναι η Κίνα], Il Manifesto, 16/9/2014.

25 Bλ., “Usa con l’Iran e Turchia con i curdi, quelle strane alleanza contro il Califfo” [Οι ΗΠΑ με το Ιράν και η Τουρκία με τους κούρδους, οι παράξενες συμμαχίες εναντίον του Χαλίφη], La Repubblica, 2/9/2014.

26 Gopal Balakrishnan, “Speculations on the stationary state”, New Left Review, ν. 59, Σεπτέμβριος- Οκτώβριος 2009.

27 Hamit Bozarslan, Conflit kurde. Le brasier oblie du Moyen-Orient [Κουρδική σύρραξη. Η ξεχασμένη πυρκαγιά της Μέσης Ανατολής], Ed. Autrement, Παρίσι 2009, σελ. 22-24.

28 Hamit Bozarslan, ό.π., σελ. 20-22.

29 Το γεγονός ότι σήμερα το ΡΚΚ και το YPG προσφέρονται μια χαρά στα υπολείμματα του κινήματος για την άλλη παγκοσμιοποίηση προκειμένου να επιχειρήσουν να αναβιώσουν τις φαντασίες τους για καπιταλισμούς με ανθρώπινο πρόσωπο, μας το αποδεικνύει ο καθηγητής Sandro Mezzadra (Σάντρο Μετσάντρα), ο οποίος σε ένα πρόσφατο άρθρο του με τίτλο “Kobane è sola?” [Η Κομπάνι είναι μόνη;] (διαθέσιμο στο euronomade.info). Αυτός ο επιφανής καθηγητής του Πανεπιστημίου της Μπολόνια, μας εξηγεί ότι στην αυτονομιστική εμπειρία της Ροζάβα «πρέπει να αναγνωρίσουμε τις διασυνδέσεις με την πιο πρόσφατη ιστορία μας, […] τον απόηχο του Σιάτλ, της Γένοβας, του ζαπατισμού […] ένα νήμα συνέχειας που ξετυλίγεται από τις εξεγέρσεις στη Βόρειο Αφρική και τις χώρες του Μασρέκ το 2011, περνώντας από το ισπανικό 15Μ, το κίνημα του Occupy, τις εξεγέρσεις στην Τουρκία και τη Βραζιλία πέρσι […]»· επομένως εμείς θα έπρεπε να «διεκδικήσουμε εκείνον το κομμουνισμό (sic!), να κατέβουμε στο δρόμο και να ταχθούμε υπέρ της άμυνας της Κομπάνι και της Ροζάβα. Να επαναεφεύρουμε από εδώ, με τελείως υλικούς όρους, την εναντίωση στον πόλεμο». Να επαναεφεύρουμε την εναντίωση στον πόλεμο, βεβαίως, αλλά αφού εκδηλώσουμε τη θλίψη μας για «τη σποραδικότητα και την απόλυτη αναποτελεσματικότητα» των επιδρομών του διεθνούς συνασπισμού. Πότε να περιμένουμε τις εκκλήσεις για την αποστολή χερσαίων δυνάμεων; Επειδή «μία αστυνομική επιχείρηση που διεξάγεται με αεροπορικούς βομβαρδισμούς είναι ένα παράδοξο. Μία αστυνομική επιχείρηση που ξεκινάει εγκαταλείποντας το έδαφος και τους ανυπεράσπιστους ανθρώπους που πρέπει να προστατέψει, στις συμμορίες των εγκληματιών, εάν δεν είναι ένα τεράστιο λάθος, είναι μία τρέλα.» (Adriano Sofri, “Non chiamatela guerra” [Μην τον αποκαλείτε πόλεμο], La Repubblica, 7 Μαΐου 1999). Σ.τ.μ.: Ο Sofri είναι ο πρώην ηγέτης της ιταλικής ακροαριστερής οργάνωσης Lotta Continua που ήταν ενεργή της δεκαετία του ’70. Το 1999, αρθρογράφησε υπέρ των «ανθρωπιστικών» βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ στη Σερβία και το Κόσοβο.

30 Courier International, 23-29 Οκτωβρίου 2003. 31 Sabri Cigerli & Didier Le Saout, ό.π., σελ. 381.

31 Sabri Cigerli & Didier Le Saout, ό.π., σελ. 381.

32 “Con il proletariato e i lavoratori rivoluzionari del Kurdistan”, ό.π.

33 “Quale rivoluzione per il Kurdistan? [Ποια επανάσταση για το Κουρδιστάν;], Quaderni Internazionalisti, προκήρυξη, 1999, διαθέσιμο στο διαδίκτυο

34 Καρλ Μαρξ, Η Γερμανική Ιδεολογία, τ. Α ́, Gutenberg, Αθήνα 1997, σελ. 81.

 35 Αποσπάσματα από το άρθρο του Ralph Peters, “Blood borders” [Ματωμένα σύνορα], Armed Forces Journal, Ιούνιος 2006 (http://larsanderson.org/files/2011/10/armed-forces-journal-blood-borders-june- 2006.pdf).

ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΑ ΣΤΗ ΛΕΩΦΟΡΟ BAGHRAMYAN

Αναδημοσιεύουμε ένα εκτενές άρθρο από το New Left Review no 95 για το κίνημα “Dev em” στην Αρμενία το περασμένο καλοκαίρι. Πέρα από τις προϋποθέσεις ανάπτυξης ανταγωνιστικών προθέσεων στον δρόμο, που αναπτύσσονται με αρκετές λεπτομέρειες και με φόντο την ιστορική τους διαδρομή, έχει μια σημασία να διερευνήσουμε τον τρόπο με τον οποίο εμφανίστηκε το έμφυλο ζήτημα εκεί και να επιμείνουμε, διαμέσου αυτής της διερεύνησης, στη μεγάλη σημασία του ζητήματος της σύνθεσης για τους αγώνες του παρόντος και του μέλλοντος.

2015-06-23t155128z579613154gf10000136780rtrmadp3armenia-protest

ARMENIA’S FUEL PROTESTS

Ένα προηγούμενο post, σε αυτό το blog, για το ίδιο θέμα μπορεί να βρεθεί εδώ.

Χαλιφάτο και βαρβαρότητα (πρώτο μέρος)

Στο πολύ ενδιαφέρον μπλογκ ddt21.noblogs.org δημοσιεύτηκε πρόσφατα ένα εκτενές κείμενο πάνω στο Ισλαμικό Κράτος, θέτοντας και απαντώντας μια σειρά ερωτημάτων όπως πώς οργανώνει την επικράτειά του, αν αποτελεί ή όχι έναν απελευθερωτικό στρατό, ποιος ο ρόλος των θεσμών στην οργάνωση ποιας καθημερινότητας, πώς οργανώνεται κοινωνικά και οικονομικά το χαλιφάτο κ.α. Και οπωσδήποτε κατατίθενται ορισμένες ενδιαφέρουσες σκέψεις πάνω στην ίδια την έννοια του κράτους. Σημαντικό επιπλέον πλεονέκτημα του κειμένου, οι πλούσιες βιβλιογραφικές παραπομπές του. Όλα είναι, δυστυχώς, στη γαλλική γλώσσα.

 

Όποια-ος γαλλομαθής ενδιαφέρεται να συμβάλλει στη μετάφραση του κειμένου στα ελληνικά, ας επικοινωνήσει μαζί μας.
Sans-titre-1

 

Califat et barbarie (première partie)

 

 

 

 

HOLDING PATTERN

tumblr_nw61u67QJx1u16n75o1_1280

 

 

Δημοσιεύουμε παρακάτω την ελληνική μετάφραση του κειμένου των Endnotes με τον ομώνυμο τίτλο, καθώς και την εισήγησή τους (η οποία παίζει και τον ρόλο update του αρχικού κειμένου) στις εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη το διήμερο 27-28 Νοεμβρίου.

Με την ευκαιρία αυτή, να ευχαριστήσουμε ξανά όσους και όσες μας βοήθησαν για την πραγματοποίηση αυτών των εκδηλώσεων, οι οποίες κατά γενική ομολογία πήγαν καλύτερα από το αναμενόμενο.

 

Holding pattern (ελληνική μετάφραση)

Εισήγηση Endnotes (ελληνικά)

Presentation Endnotes (english)

ΕΚΔΗΛΩΣΗ-ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ENDNOTES

Λάβαμε και δημοσιεύουμε:

 

 

Γεια σας συντρόφισσες και σύντροφοι, 

στέλνουμε αυτό το mail για να σας ενημερώσουμε για την επικείμενη κυκλοφορία των τευχών 1, 2 & 3 της κομμουνιστικής επιθεώρησης Endnotes σε ελληνική μετάφραση, καθώς και να σας καλέσουμε στις συζητήσεις που οργανώνουμε στις 27 και 28/11 σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα (στην κατάληψη Φάμπρικα Υφανέτ και στην ΑΣΟΕΕ αντίστοιχα) με μέλη του περιοδικού. Ποιοι είμαστε όμως εμείς; Είμαστε ένας κύκλος ανθρώπων από Αθήνα και Θεσσαλονίκη που βρεθήκαμε πάνω στην κοινή βάση της ανάγκης για αναστοχασμό και συζήτηση, πέρα από τις βασικές πολιτικές μας δραστηριότητες. Συναντηθήκαμε αρχικά πριν από 2 περίπου χρόνια στο πλαίσιο μιας προσπάθειας συγκρότησης ενός ευρύτερου περιβάλλοντος συζήτησης -μεταξύ άλλων- γύρω από το ρεύμα της κομμουνιστικοποίησης, η οποία όμως σύντομα αδρανοποιήθηκε. Βρεθήκαμε εκ νέου τον Φεβρουάριο του 2015 στον απόηχο της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, γεγονός που μοιραία καθόρισε τα ενδιαφέροντα και τις αγωνίες μας σε σχέση με τις εξελίξεις εκείνης της περιόδου. Καταπιαστήκαμε με μια αποτίμηση της πρόσφατης τότε αλληλουχίας αγώνων στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και παγκόσμια, με το ελληνικό κράτος και την Ε.Ε. ως περιφέρεια συσσώρευσης, τη σχέση μεταξύ εθνικού κράτους και παγκόσμιας αγοράς κ.α. Παράλληλα, συμμεριζόμενοι περισσότερο ή λιγότερο τη σημασία της συμβολής του περιοδικού Endnotes τόσο στην κριτική κατανόηση των κοινωνικών μορφών που συγκροτούν τον κόσμο μας όσο και στην προσπάθεια να εννοιολογήσουμε την τρέχουσα συγκυρία από μια σκοπιά ξεπεράσματος, εμπλακήκαμε σε μια εντατική προσπάθεια συζήτησης και μετάφρασης των κειμένων του. Στο εγχείρημα αυτό της έκδοσης συνέβαλαν απλόχερα πολλοί φίλοι και φίλες με πολλούς και διάφορους τρόπους. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο στόχος των εκδηλώσεων είναι μάλλον διττός: αφενός θέλουμε να παρουσιάσουμε τα τεύχη και (κάποιες από) τις θέσεις του περιοδικού στο ελληνικό κοινό αφετέρου προσδοκούμε να αποτελέσουν την ευκαιρία για μια αναστοχαστική συζήτηση και ένα μοίρασμα απόψεων επί της (μάλλον χαλεπής) συγκυρίας.

 

Συντροφικά, φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού

http://endnotes.org.uk

 

 

 

 

 

Endnotes [w-mail]

H Σουηδία γίνεται η πρώτη χώρα χωρίς μετρητά

Αναδημοσίευση από το σημερινό “Βήμα”:

 

Την ώρα που οι ηλεκτρονικές πληρωμές μόλις που αρχίζουν να παίρνουν τα πάνω τους στην Ελλάδα, η πρωτοπόρος Σουηδία ετοιμάζεται για το επόμενο, ιστορικό βήμα: τη σχεδόν πλήρη κατάργηση των μετρητών.

«Τα μετρητά παραμένουν σημαντικό μέσο πληρωμών στις αγορές πολλών χωρών, αυτό όμως δεν ισχύει πλέον στη Σουηδία. Η χρήση μετρητών είναι περιορισμένη και μειώνεται ταχύτατα» λέει ο Νίκλας Άρβιντσον του Βασιλικού Ινστιτούτου Τεχνολογίας KTH.

Σε μια χώρα όπου οι χρεωστικές κάρτες χρησιμοποιούνται ακόμα και για τα μικρότερα ποσά, τα μετρητά που βρίσκονται σε κυκλοφορία περιορίζονται σήμερα στις 80 δισεκατομμύρια σουηδικές κορώνες (περίπου 8 δισ. ευρώ), μια σημαντική μείωση σε σχέση με μόλις πριν από έξι χρόνια, όταν κυκλοφορούσαν στην αγορά 106 δισ. κορώνες.

«Από το ποσό αυτό, μόνο το 40 με 60 τοις εκατό βρίσκονται πραγματικά σε κυκλοφορία» έδειξε η μελέτη του KTH. Τα υπόλοιπα μετρητά βρίσκονται καταχωνιασμένα σε σπίτια ή τραπεζικές θυρίδες ή κυκλοφορούν στην παραοικονομία.

Πέρα από τις κάρτες και τις υπηρεσίες e-banking, ένα σημαντικό εργαλείο που επιταχύνει τη μεταμόρφωση της χώρας είναι το Swish, ένα app που αναπτύχθηκε από μεγάλες σουηδικές και δανέζικες τράπεζες και επιτρέπει άμεσες πληρωμές μεταξύ ιδιωτών και επαγγελματιών σε πραγματικό χρόνο.

Το Swish έφερε επανάσταση στον τραπεζικό τομέα της Σουηδίας, ο οποίος εξάλλου πρωτοπορεί στην αξιοποίηση των Τεχνολογιών Πληροφορίας, λέει ο Άρβιντσον. «Η επιτυχία εξαρτάται επίσης από τη σουηδική παράδοση της υιοθέτησης υπηρεσιών ηλεκτρονικών πληρωμών» προσθέτει.

Εκτός του ότι μειώνουν τα κόστη και απλοποιούν τις πληρωμές, οι ψηφιακές συναλλαγές προσφέρουν επίσης διαφάνεια. Ήδη, αρκετά υποκαταστήματα τραπεζών έχουν ψηφιοποιηθεί πλήρως και απλά δεν δέχονται μετρητά.

«Στα καταστήματα που δέχονται χαρτονομίσματα και κέρματα, ο πελάτης πρέπει να εξηγεί από πού προέρχονται τα μετρητά, σύμφωνα με τους κανονισμούς για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας» αναφέρει ο Άρβιντσον. Το προσωπικό των τραπεζών είναι εξάλλου υποχρεωμένο να ειδοποιεί την αστυνομία σε περίπτωση ύποπτων συναλλαγών.

Η μελέτη του KTH αναγνωρίζει πάντως ότι η μεταμόρφωση της Σουηδίας σε χώρα χωρίς μετρητά αποτελεί πρόκληση για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με τις νέες τεχνολογίες -κυρίως ηλικιωμένους που ζουν στην επαρχία. Άλλες κοινωνικές ομάδες που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν προβλήματα είναι οι άστεγοι και οι παράτυποι μετανάστες: σε μια κοινωνία χωρίς μετρητά, θα βρίσκονται ακόμα περισσότερο στο έλεος της κυβέρνησης για την επιβίωσή τους.

Το μέλλον θα δείξει αν η ιδέα του Swish θα επεκταθεί πέρα από τη Σουηδία. Όπως το θέτει ο Άρβιντσον, «το Swish είναι καταπληκτική ιδέα, όμως η υιοθέτησή του σε διεθνές επίπεδο θα αποτελούσε πρόκληση, κυρίως επειδή απαιτείται χρόνος για να αλλάξουν από τη βάση τους τα τραπεζικά συστήματα άλλων χωρών».

«Δεν είναι όμως αδύνατο να συμβεί στο εξωτερικό μια τραπεζική επανάσταση βασισμένη στο Swish».

Το χρονικό μιας ήττας

Αναδημοσιεύουμε παρακάτω το ομότιτλο ενδιαφέρον κείμενο από το Κενό Δίκτυο, μια ειλικρινή επισκόπηση του κινήματος των τελευταίων χρόνων. Πάντα έχει σημασία να αναζητούνται οι αιτίες… Φουλ Céline λοιπόν…

 

290309_2785905041945_1087847126_33051490_424072371_o

 

“Η μεγάλη ήττα, σε όλα τα πράγματα, είναι να ξεχνάς προπαντός τι σε έκανε να ψοφήσεις […] Άμα βρεθούμε στο χείλος της τρύπας, δεν πρέπει να κάνουμε ούτε τους καμπόσους, ούτε όμως να ξεχάσουμε, πρέπει να τα διηγηθούμε όλα κατά λέξη…”
Céline, Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας

 

Κάθε κατάτμηση της ιστορίας σε περιόδους είναι ριψοκίνδυνη και, έως ένα βαθμό, αυθαίρετη. Παρόλα αυτά, η υπογραφή ενός νέου Μνημονίου από μια κυβέρνηση που αποκλείεται να συγκυβερνούσε έξω από την αξίωση πολιτικής εκπροσώπησης των αγώνων ενάντια στο μνημόνιο και η συνακόλουθη προκήρυξη εκλογών ώστε να συγκροτηθεί μια νέα κυβέρνηση που θα υλοποιήσει τις προβλεπόμενες πολιτικές λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης, δικαιολογεί τον ισχυρισμό ότι κλείνει μια περίοδος κατά την οποία ο κοινωνικός και πολιτικός ανταγωνισμός συμπυκνώθηκε και σφραγίστηκε από το δίπολο “μνημόνιο/αντιμνημόνιο”. Εκ των πραγμάτων, για όποιον επηρεάζεται από τις “μνημονιακές” πολιτικές, και ακόμα περισσότερο για όποιον βρέθηκε στο δρόμο απέναντι στην υλοποίηση τους, ένας απολογισμός του τι έγινε παίρνει τη μορφή της εξιστόρησης μιας ήττας. Επειδή όμως το κλείσιμο μιας περιόδου υπονοεί άνοιγμα μιας άλλης, ένας τέτοιος απολογισμός δεν κοιτάει μόνο πίσω αλλά και μπροστά, μεταβαίνοντας από αυτό-που-έγινε σε αυτό-που-μπορεί-να-γίνει.

Μέσα στους κύκλους της αναρχίας, της αυτονομίας και της άκρας αριστεράς είναι διαδεδομένη η απαξίωση του αντιμνημονιακού κινήματος ως “μικροαστικού όχλου” ή “διαταξικού χυλού”. Φυσικά, καθαυτό το γεγονός της “διαταξικότητας” όχι μόνο δεν είναι ιστορικά πρωτότυπο – το κάθε άλλο – αλλά ήταν και πλήρως αναμενόμενο. Το Μνημόνιο (από το “1” έως το “3”) αποτελεί απαραίτητη νομική έκφραση μιας καθόλα πραγματικής διαδικασίας, “αληθινό” όσο και η κατά 25% πτώση του βιοτικού επιπέδου που επικύρωσε. Στο βαθμό που αυτή η πτώση δεν αφορούσε μόνο μια τάξη αλλά διάφορες κοινωνικές ομάδες – ιδιαίτερα τα λεγόμενα “λαϊκά στρώματα” (μισθωτούς, ανέργους, ελεύθερους επαγγελματίες, συνταξιούχους, μικροϊδιοκτήτες) – ήταν αναπόφευκτο ότι οι ροές άρνησης των πολιτικών λιτότητας και υποτίμησης θα έπαιρναν τη μορφή μιας ετερογενούς – ή αλλιώς “διαταξικής” – συνάρμοσης.[1] Έπεται ότι ως εμπειρική διαπίστωση η κατηγορία της διαταξικότητας στερείται νοήματος.

Φυσικά, επειδή κάτι παράγεται ιστορικά, εν προκειμένω το αντιμνημονιακό κίνημα, (ή πιο συγκεκριμένα το περιλάλητο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου) δεν σημαίνει ότι πρέπει και να το αποδεχτούμε. Οφείλουμε εν τούτοις να κατανοήσουμε τα γιατί του. Επειδή, όμως, δεν είμαστε ουδέτεροι θεατές αλλά επιθυμητικά υποκείμενα που εμπλέκονται σε αυτό που προσπαθούν να κατανοήσουν υπάρχει πάντα μπροστά μας η παγίδα να εντάσσουμε και εξηγήσουμε αυτό που έγινε μέσα από τις προϋποθέσεις της δικής μας επιθυμίας· φερειπείν, αν θεωρούμε προϋπόθεση για να γίνει αυτό που θέλουμε την “ορθή” ταξική συνείδηση, η έλλειψη της να εξηγεί το ότι δεν έγινε αυτό που θέλαμε. Μέσω αυτής της κυκλικής – και εντελώς αντί-διαλεκτικής – λογικής, που συγχέει είναι και δέον, πραγματικό και επιθυμία, δεν αποτυγχάνουμε μόνο να κατανοήσουμε επαρκώς γιατί έγινε αυτό που έγινε -δηλαδή πως παράχθηκε ιστορικά· εξίσου σημαντικά, όσοι αγώνες δεν εναρμονίζονται στα “πρέπει” μας ερμηνεύονται με αρνητικούς όρους, με βάση αυτό που τους λείπει. Έτσι, η ιστορία μετατρέπεται σε θλιμμένο χρονικό μιας Έλλειψης ενώ στην πορεία εξαφανίζεται η όποια θετικότητα των αγώνων, οι μικρές αρνήσεις και οι μεγάλες προσδοκίες, οι γραμμές έντασης και φυγής που παρήχθησαν, οι μορφές παρέμβασης και επιρροής στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι.

Υπονοούν, άραγε, αυτές οι παραδοχές κάποια άκριτη αποδοχή των αντιμνημονιακών αγώνων; Καθόλου. Αν η διαταξικότητα ως εμπειρική διαπίστωση δεν έχει κριτικό χαρακτήρα, ως πολιτική κριτική ενέχει πολλά βάσιμα στοιχεία· πάνω από όλα, η πολιτική αφήγηση που επικράτησε σε διάφορες αποχρώσεις – δεξιές και αριστερές – εντός της αντιμνημονιακής συνάρμοσης χαρακτηριζόταν από έναν εθνολαϊκισμό που αφενός νομιμοποιούσε τα συμφέροντα κοινωνικών ομάδων που ωφελήθηκαν τις δεκαετίες της μεταπολίτευσης και του εκσυγχρονισμού μέσω των προνομιακών (πελατειακών) σχέσεων που απέκτησαν με το κράτος-κόμμα και αφετέρου εμπόδιζε την παραγωγή εσωτερικών αποκλίσεων που θα προέκριναν τα ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και πολιτικού μετασχηματισμού προς όφελος των υποτελών τάξεων. Τα προβλήματα με την κριτική ξεκινάνε όταν αρχίζει να τίθεται ως έπρεπε των αγώνων άρα και ως βασική έλλειψη τους, η (μη) πολιτική συγκρότηση της εργατικής τάξης και η (μη) κάθοδος της στους δρόμους ως συνειδητή και αυτόνομη δύναμη.[2] Για να αποφευχθεί εδώ μια ιδεαλιστική συνάρθρωση επιθυμίας και πραγματικού πρέπει να απαντηθούν ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα. Γιατί η προοπτική μιας πολιτικά συγκροτημένης εργατικής τάξης εμφανίστηκε μόνο ως μειοψηφική προτροπή χωρίς αποδέκτη και όχι ως πρακτική δυνατότητα που εγγραφόταν σε μια μαζική ροή; Γιατί σήμερα ο μόνος δημοφιλής πολιτικά αντί-λόγος στον νεοφιλελευθερισμό είναι ο (αριστερός ή δεξιός) λαϊκισμός ενώ όσο πιο εργατιστικός ένας λόγος τόσο πιο περιθωριακός είναι; Ελλιπής ταξική συνείδηση, είναι η εύκολη απάντηση. Τι σημαίνει όμως ακριβώς αυτό; Αν αφορά μια προβληματική κατανόηση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, είναι δύσκολο όντως να αρνηθεί κανείς τη φτώχεια και το χαμηλό επίπεδο του δημόσιου λόγου. Αν από την άλλη υπονοείται κάποια “προλεταριακή αυθεντικότητα” σε αντιπαραβολή με τον “μικροαστισμό” του αντιμνημονιακού όχλου, κινούμαστε στα πλαίσια ενός κανονιστικού ιδεαλισμού. Όσοι κατέβηκαν στο δρόμο μια χαρά “συνείδηση” των συμφερόντων τους είχαν είτε ως μικροϊδιοκτήτες, μισθωτοί ή άνεργοι· δεν είναι τυχαίο ότι μια από τις κορυφώσεις του αντιμνημονιακού αγώνα, που μορφολογικά θα μπορούσε να αποτελεί το ξέσπασμα μιας μαζικής εξέγερσης, – η 12η Φεβρουαρίου – συνέβη τη μέρα ψήφισης της μείωσης του βασικού μισθού και του επιδόματος ανεργίας. Αυτή όμως η συνείδηση εντάσσεται και διαχέεται στις ροές όπου τα εργατικά στρώματα συναρμόζονται με αυτό το ετερογενές πλήθος που μοιράζεται μεταξύ του πολλά (χρέη, υποχρεώσεις, εξαρτήσεις, επισφάλεια, ματαιωμένες προσδοκίες) αλλά και που το χωρίζουν αρκετά ώστε να μη συγκροτεί (πολιτική) τάξη όσο μια “αόρατη πλειοψηφία” – την οποία και η έννοια του Λαού προσπαθεί να φέρει στη δημόσια σφαίρα, με όλα τα προβλήματα και τους αποκλεισμούς που περιέχονται.[3]

Φυσικά, η ποσότητα δεν είναι και ποιότητα. Ακόμα περισσότερο, εφόσον η επιθυμία είναι μια παραγωγική διαδικασία τίποτα δεν εμποδίζει να επιχειρηθεί αυτό που τώρα μοιάζει ανέφικτο να γίνει εφικτό. Αυτή δεν είναι και η ουσία κάθε πολιτικής χειραφέτησης; Από την άλλη, επειδή δεν μπορούμε να υπερπηδήσουμε την ιστορία – δηλαδή τις υλικές συνθήκες στις οποίες ζούμε – η “πολιτική ανασυγκρότηση της τάξης”[4] δεν μπορεί να γίνει με όρους του παρελθόντος αλλά πρέπει να αντιμετωπίσει μια πολύ συγκεκριμένη πραγματικότητα: τον κατακερματισμό και τη διαφοροποίηση των εργατικών τάξεων που έχει προσλάβει διεθνή έκταση, τη διευρυμένη επισφάλεια, την εξάπλωση δουλειών που δεν παράγουν κανένα “class-pride”, την παρακμή του κοινωνικού κόσμου της εργασίας και των κοινοτήτων που τον αναπαρήγαγαν, τις σύγχρονες μορφές και τεχνικές εξουσίας, εξάρτησης και υποκειμενικοποίησης που τέμνουν παραδοσιακούς ταξικούς διαχωρισμούς, τη σύμφυση ανθρώπινου/τεχνικού και υποκειμένου/αντικειμένου σε ροές και μορφές που δυσκολεύουν τη θεμελίωση ενός πολιτικού προτάγματος στη “ζωντανή εργασία” κ.α. Σε κάθε περίπτωση, η “συνείδηση” είναι μια υλική διαδικασία συμμετοχής σε έναν δεδομένο κόσμο· εφόσον αυτός ο κόσμος δεν αποτελεί στατική διαρρύθμιση πραγμάτων αλλά ροές έντασης (συλλογικών και ατομικών, οργανικών και ανόργανων) σωμάτων, η συνείδηση, ως μια τέτοια σωματική ροή, υπόκειται σε διαδικασίες μεταλλαγής και ριζοσπαστικοποίησης οι οποίες όμως συντελούνται μόνο εν τω γίγνεσθαι του κόσμου άρα και των αγώνων που παράγονται ιστορικά. Έξω από αυτό το πλαίσιο, κάθε αναφορά σε “ταξική συνείδηση” ως αυτό-αναγνώριση που εμπεριέχει αυταπόδεικτες αλήθειες και κανονιστικές συμπεριφορές είναι απλά ιδεαλισμός (είτε ρομαντικής είτε ορθολογικής απόχρωσης) που έρχεται από τον 19ο αιώνα.

Επιστρέφοντας λοιπόν στους αντιμνημονιακούς αγώνες, στη δεδομένη συγκυρία της ελληνικής κοινωνίας όπως έβγαινε από 20 χρόνια “εκσυγχρονισμού”, δεν θα μπορούσε να παραχθεί ιστορικά κάτι άλλο από ένα κοινωνικά και πολιτικά ετερογενές κίνημα που συναρμοζόταν στη βάση ενός αρνητικού παρανομαστή – ενάντια δηλαδή στο Μνημόνιο. Συγχρόνως, επειδή ένα σημαντικό κομμάτι αυτών που βγήκαν στους δρόμους ήταν υλικά και ψυχικά προσδεμένοι στους όρους ζωής τους, αναμενόμενα ήθελαν να τους υπερασπίσουν ή να τους αποκαταστήσουν.[6] Ο αναγκαστικά αμυντικός χαρακτήρας που προσέλαβε το αντιμνημονιακό κίνημα όμως δεν εξάντλησε τη δυναμική του· επειδή οι πολιτικές διαμεσολαβήσεις που επικύρωναν τους υπάρχοντες όρους ζωής διαλύονταν μέσα από το Μνημόνιο – με πλέον χτυπητό παράδειγμα το ΠΑΣΟΚ – μια τέτοια υπεράσπιση/αποκατάσταση απαιτούσε και έναν μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος, ανοίγοντας έτσι ένα ορίζοντα αλλαγής.

Εντός αυτού του δυναμικού πεδίου αναδείχθηκαν μειοψηφικά κομμάτια που επένδυσαν την επιθυμία για άρνηση και αλλαγή με ριζοσπαστικό και συγκρουσιακό περιεχόμενο, συντελώντας, ειδικά όσον αφορά το συγκρουσιακό στοιχείο, ώστε και η μάζα των αγωνιζομένων να πάει πολύ πέρα από την αφετηρία της. Δεν πρέπει να υποτιμάμε την παρουσία αυτών των μειοψηφιών ούτε τις εκτεταμένες συγκρούσεις ως υλική υπενθύμιση και κατώφλι μιας δυνατότητας· ποτέ δεν συναρμόστηκε όμως μια πολιτική δύναμη ικανή να γίνει φορέας ενός επαναστατικού μετασχηματισμού. Στην κρίσιμη μάζα του το αντιμνημονιακό κίνημα διατήρησε τον συντηρητικό (υπό την έννοια της επιθυμίας συντήρησης μιας υπάρχουσας συνθήκης) και ρεφορμιστικό χαρακτήρα του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούσε να γίνει τίποτα άλλο από αυτό που έγινε, ούτε είναι άχρηστες τέτοιες υποθέσεις στο πλαίσιο επινόησης νέων πολιτικών ακολουθιών, στρατηγικών και τακτικών. Όσο όμως ανοιχτοί και αν ήταν οι αγώνες σε περαιτέρω ροές ριζοσπαστικοποίησης οι ψυχικές, υλικές και πολιτικές συνθήκες για μια κοινωνική (και δη ελευθεριακή-κομμουνιστική) επανάσταση απλά δεν υπήρχαν.

Η όποια δυναμική μετασχηματισμού συνεπώς παρέμεινε κατά βάση ενταγμένη στο τρίπτυχο άρνησης/ αποκατάστασης/αλλαγής, το οποίο, διαποτισμένο με όλα τα σχετικά (μίκρο- ή μάκρο-) συμφέροντα και προσδοκίες, όριζε τις ροές επιθυμίας που συνέθεταν το αντιμνημονιακό κίνημα, όπως και τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις, εντάσεις και αντιφάσεις του. Αυτό το τρίπτυχο μπορεί να ανιχνευθεί σε όλα τα ορόσημα του κινήματος: στην αγριεμένη μάζα της 5ης Μάη του ΄11, στις πλατείες της αγανάκτησης[7] αλλά και της δημοκρατικής παραγωγής (όπως και του διαχωρισμού “πάνω και “κάτω” Συντάγματος), στην εξεγερτική έκρηξη της 12ης Φεβρουάριου του ΄12, στο Όχι του δημοψηφίσματος. Από αυτά τα “μεγάλα” συμβάντα μέχρι τις “μικρές” αντιστάσεις – τις αρνήσεις αξιολόγησης και πληρωμών, τις επανασυνδέσεις κλπ – το εν λόγω τρίπτυχο παρήχθη ως υλική δύναμη που παρεμπόδιζε την υλοποίηση του Μνημονίου και που δεν προκάλεσε απλά τεράστια κρατική καταστολή αλλά ώθησε το ντόπιο και διεθνές κατεστημένο σε συνεχείς πολιτικούς ελιγμούς και αναδιατάξεις.

Εδώ εντάσσεται και η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Όσοι λένε ότι η “πρώτη φορά Αριστερά” ήταν ένα αποκούμπι του συστήματος έχουν δίκιο. Ήταν όντως μόνο μια κυβέρνηση με βάση ένα αριστερό κόμμα που (θα) μπορούσε να συνεχίσει την αναδιάρθρωση μέσω της υπογραφής ενός τρίτου Μνημονίου. Αλλά αν μια διαλεκτική ανάλυση προσπαθεί να κατανοήσει το δομικό και το υποκειμενικό ως τροπικές εκφάνσεις της ίδιας πραγματικότητας και όχι ως διακριτούς παράγοντες, δεν πρέπει να τα συγχέει μεταξύ τους, καταλήγοντας έτσι να αναγιγνώσκει πολιτικές διαδικασίες και γεγονότα -όπως τη διαβόητη διαπραγμάτευση- ως φαινομενικότητες που κρύβουν σκοτεινά σχέδια “των εξουσιαστών”. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ στην κυβερνητική εξουσία δεν ήταν καθόλου μέρος κάποιου πλάνου των διεθνών ελίτ και της ντόπιας ολιγαρχίας και για αυτό άλλωστε επί της ουσίας δεν έγινε – όσον αφορά ό, τι αντιπροσώπευε και την έφερε εκεί – ποτέ αποδεκτή. Αν, λοιπόν, στην Ελλάδα, μόνο η “αριστερά του κεφαλαίου” μπορούσε να υπογράψει ένα νέο Μνημόνιο αυτό δείχνει όχι μόνο το βάρος της ιστορίας αλλά και τη δύναμη του αντιμνημονιακού κινήματος. Υπό αυτή την έννοια, η 25η Ιανουαρίου ήταν σαφέστατα μια νίκη του τελευταίου, αφού σηματοδότησε την άνοδο στην κυβέρνηση πολιτικών δυνάμεων που από τα Αριστερά και τα Δεξιά διαμεσολαβούσαν και εξέφραζαν την επιθυμία άρνησης/ αποκατάστασης/αλλαγής.

Το γεγονός όμως, τότε, ότι η κυβέρνηση που εξέλεξε η αντιμνημονιακή συνάρμοση υπέγραψε ένα νέο μνημόνιο, χρησιμοποιώντας μάλιστα όλα τα αντιδημοκρατικά τρικ που υπάρχουν στη φαρέτρα του κοινοβουλευτισμού, συμπυκνώνει αυτό που φάνηκε σε όλες τις άλλες στιγμές-ορόσημα, με τελευταίο πάλι το δημοψήφισμα, δηλαδή την αδυναμία αποτροπής των πολιτικών λιτότητας και υποτίμησης. Υπό αυτή την έννοια, όλες οι εκδηλώσεις της δύναμης του αντιμνημονιακού κινήματος ως συνάρμοση άρνησης/αποκατάστασης/αλλαγής ήταν συγχρόνως εκδηλώσεις της αδυναμίας του και των ορίων του. Το θέμα εδώ δεν είναι να δικαιολογηθεί η κυβέρνηση ρίχνοντας την ευθύνη στο κίνημα, κατά το κλασικό “αυτό θέλει ο κόσμος”. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κατατρόπωση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, και ειδικότερα της προοπτικής μιας αριστερής κυβερνητικότητας που κόμιζε ο ΣΥΡΙΖΑ, οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη μη-επιθυμία ρήξης και σύγκρουσης των κυβερνόντων, μια μη-επιθυμία που είναι συνυφασμένη με τον πολιτικό ρεφορμισμό. Με άλλα λόγια, στον πυρήνα της υπογραφής του νέου Μνημονίου υπάρχει μια χαμηλής έντασης επιθυμία, κάτι που δεν πρέπει να προσληφθεί ως ψυχολογικοποίηση αλλά ως ρητή πολιτική κριτική. Η ίδια όμως πολιτική κριτική αφορά και το αντιμνημονιακό κίνημα. Η “μνημονιακή συμμόρφωση” του ΣΥΡΙΖΑ, συνεπώς, είναι κάτι παραπάνω από ήττα της επίδοξης νέας σοσιαλδημοκρατίας, του αριστερού κυβερνητισμού και του πολιτικού ρεφορμισμού. Μαζί με όλα αυτά είναι και ήττα των αντιμνημονιακών αγώνων, μια ήττα που αντανακλά την αδυναμία (πραγμάτωσης) της επιθυμίας άρνησης/αποκατάστασης/αλλαγής. Το αντιμνημονιακό κίνημα δεν μπορούσε να αρνηθεί το Μνημόνιο διότι η αλλαγή που επέφερε δεν μπορούσε να υπερασπιστεί και να αποκαταστήσει αυτό που υπήρχε.

Αυτή η ήττα του ρεφορμισμού όχι μόνο ως πολιτική προοπτική αλλά και ως ψυχική επένδυση, είναι επίπονη στις άμεσες επιπτώσεις της αλλά από την άλλη ανοίγει νέους ορίζοντες. Δυστυχώς, στον α/α χώρο και στην άκρα αριστερά υπάρχει η τάση να σταματά η ανάλυση εδώ και να αποδίδεται πλήρως η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ και του αντιμνημονιακού κινήματος στον ρεφορμισμό τους (ή ακόμα χειρότερα όσον αφορά τον πρώτο στις δόλιες του εξουσιαστικές προθέσεις). Το πρόβλημα με αυτό είναι ότι, χωρίς να αναγνωρίζεται, διαπράττεται το σφάλμα που κάνει από τη δική του σκοπιά ο συντηρητικός αναθεωρητισμός αναφορικά με την επαναστατική παράδοση: διαγιγνώσκει ένα φαινόμενο ως εγγενές αποτέλεσμα της εσωτερικής λογικής μιας πολιτικής και ιδεολογικής προοπτικής αγνοώντας έτσι τις ιστορικές συνθήκες.[8] Από μια διαλεκτική σκοπιά, φυσικά, οι τελευταίες δεν είναι καθαρή εξωτερικότητα, αλλά ένα πεδίο που περιέχει τη δράση των υποκειμένων. Από αυτή τη σκοπιά, είναι η εξαρχής συγκαταβατική στάση της κυβέρνησης που συντέλεσε να οδηγηθεί η κατάσταση σε τόσο οριακό σημείο. Ήταν όμως το ενδεχόμενο οικονομικής ασφυξίας και κοινωνικής κατάρρευσης απλά ιδεολογήματα; Όσο σημαντικό και αν είναι να τονίζεται ότι η κρίση δεν αποτελεί φυσικό γεγονός την κάνει αυτό λιγότερο αντικειμενική; Ο κόσμος, πάντως, μπορεί να έχει έλλειμμα κριτικής κατανόησης και μπόλικες αυταπάτες αλλά δεν είναι μπούφοι: κατάλαβαν ότι μια μη-συμφωνία είναι άλμα στην αβεβαιότητα και για αυτό δεν αντέδρασαν μετά τη σύναψη συμφωνίας παρόλο που την είχαν καταψηφίσει στο δημοψήφισμα. Αυτό δεν ακυρώνει το Όχι αλλά το βάζει στη σωστή του διάσταση: ήταν μια στιγμή συλλογικής άρνησης, σημαντική αν ληφθεί υπόψη η περιρρέουσα τρομοκρατία αλλά χωρίς τη δύναμη να πάρει τη μορφή κατάφασης άρα και (τη δεδομένη στιγμή) έναν αντικυβερνητικό χαρακτήρα. Όταν η ρήξη επενδύεται τόσο ώστε να γίνει πυρηνική έννοια του φαντασιακού είναι εύκολο να υποβαθμίζονται οι πραγματικές επιπτώσεις όπως και ότι δεν είναι όλοι πρόθυμοι να τις αντιμετωπίσουν, ειδικά όταν οι εναλλακτικές που προσφέρονται αδυνατούν να εμπνεύσουν ή να πείσουν ότι θα επιφέρουν κάποια σημαντική βελτίωση της ζωής.

Εδώ βρίσκεται, από τη σκοπιά μιας ριζικής κριτικής στο υπάρχον και η ουσία του ζητήματος: όχι μόνο το ότι οι αγώνες ενάντια στη λιτότητα και την υποτίμηση δεν αποτέλεσαν μονάδες παραγωγής μιας συνολικής εναλλακτικής αλλά και η μεγάλη αδυναμία των διάφορων ριζοσπαστικών/επαναστατικών τάσεων να γίνουν κομιστές μιας τέτοιας εναλλακτικής και να πάνε πέρα από τη συνθηματολογία, μια παθιασμένη όσο και αφηρημένη ρητορική καταστροφής ή μια ρομαντική και αισθητικοποιημένη “άρνηση”.

Υπάρχει πχ. μια επένδυση στους “αδιαμεσολάβητους” ταξικούς αγώνες, ιδιαίτερα στον μαχητικό συνδικαλισμό. Το ερώτημα εδώ δεν είναι αν ο τελευταίος είναι εφικτός, κάτι που άλλωστε απαντιέται καταφατικά στο πρακτικό επίπεδο μέσα στους αγώνες που δίνονται. Όμως ως συνδικαλισμός – ως αγώνας επί των όρων διεξαγωγής της μισθωτής εργασίας – εγγράφεται, αναδύεται και καθορίζεται από μια δεδομένη οικονομική-νομική-πολιτική συνθήκη. Η εντατικοποιημένη διεθνοποίηση των ροών του κεφαλαίου, η χρηματιστικοποίηση, οι διεθνείς θεσμοί και δομές εξουσίας με τους μηχανισμούς επιβολής που διαθέτουν, η κρίση και η υπέρ-συσσώρευση, η υποτίμηση και η λιτότητα ως νομικό-υλική οργάνωση τους, ορίζουν την οικονομική συγκυρία και το δικαιϊκό-πολιτικό πλαίσιο, δηλαδή την πραγματικότητα των όποιων εργατικών αγώνων. Αν ο “αγώνας ενάντια στα αφεντικά” δεν λάβει υπόψη του αυτές τις προκείμενες είναι απλά μια αφαίρεση που υποδύεται το υπέρ-ιστορικό αξίωμα. Πως μέσα στις συνθήκες επιθετικής αναδιάρθρωσης που έχουν παραχθεί στην Ελλάδα, και αδιαφορώντας για το γενικό καθεστώς λιτότητας και ύφεσης που έχει επιβληθεί, είναι δυνατόν να επιτευχθεί μια μη-αποσπασματική ανατίμηση της εργατικής δύναμης; Μπορεί επιμέρους αγώνες να νικήσουν και να δικαιωθούν αλλά ο συνδικαλισμός αναπόφευκτα αναδύεται σε μια πραγματικότητα όπου πολύ χειρότερο από το να σε εκμεταλλεύονται είναι το να μην σε εκμεταλλεύονται.[9] Σε τέτοιες συνθήκες η ανάδυση ενός προωθητικού μαζικού εργατικού κινήματος είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ακόμα όμως και αν αναπτυσσόταν ένα τέτοιο εργατικό κίνημα αδυνατώ να δω πως μια βαθιά κοινωνική μεταρρύθμιση υπέρ της εργασίας θα μπορούσε να ευδοκιμήσει έξω από την εγγραφή της σε μια συνολικότερη εναλλακτική στο νεοφιλελεύθερο καθεστώς συσσώρευσης και κυβερνολογικής.

Ως μέρος μιας τέτοιας συνολικότερης εναλλακτικής προτάσσεται η δημιουργία και επέκταση αυτόνομων αντί-δομών έξω από τα υπάρχοντα θεσμικά πλαίσια. Τι ακριβώς όμως οργανώνουν, διαχειρίζονται και αρνούνται αυτές οι (αντί)δομές; Οι συλλογικές κουζίνες μαγειρεύουν προϊόντα που ακόμα και αν απαλλοτριωθούν έχουν παραχθεί ως εμπορεύματα. Οι καταλήψεις κλέβουν ρεύμα το οποίο παράγεται σε εργοστάσια. Αρνούμαστε να πληρώσουμε εισιτήρια σε μεταφορικά μέσα που θέλουν καύσιμα για να κινηθούν· και ούτω καθεξής. Ακόμα και η επέκταση στην παραγωγή, όπως δείχνει η ΒΙΟ.ΜΕ, με κανένα τρόπο δεν αποσπά μια δομή αυτοδιαχείρισης από την αγορά και τους καταναγκασμούς της πχ. την ανάγκη εύρεσης κεφαλαίου κίνησης. Εδώ ενυπάρχουν δυο κρίσιμα συμπεράσματα: στην παρούσα συγκυρία οι αντί-δομές (α) προϋποθέτουν μια στοιχειωδώς λειτουργική οικονομία άρα και ένα λειτουργικό κράτος· (β) αποτελούν εναλλακτική μορφή αντιμετώπισης της λιτότητας. Υπάρχουν, φυσικά, ποιοτικές διαφορές με άλλες μορφές διαχείρισης της φτώχειας, πχ. αυτές της οργανωμένης φιλανθρωπίας, διαφορές που διακρίνουν τις κινηματικές αντί-δομές ως ανταγωνιστικά εγχειρήματα. Αλλά πρέπει να έχουμε ένα μέτρο των πραγμάτων και του μεγέθους τους. Σημαντικά ως πειραματισμοί, αλλά για κανένα λόγο ακόμα στο επίπεδο διευρυμένης ροής κοινωνικής μεταρρύθμισης ή μετασχηματισμού, τα όποια αυτό-οργανωμένα εγχειρήματα είναι αναγκασμένα να διαπραγματεύονται συνεχώς με τα όρια και τις αντιφάσεις τους.

Φυσικά, η επανάσταση υποτίθεται ότι είναι η λύση σε αυτά τα ζητήματα, το ποιοτικό άλμα που θα ξεπεράσει καταστρέφοντας τις μορφές πραγμάτωσης του κεφαλαίου άρα και τους καταναγκασμούς που προκύπτουν εξ αυτών. Έξω όμως από έναν άκρατο βολονταρισμό ή το αποκαλυπτικό όραμα της παγκόσμιας ανάφλεξης που θα κάψει τον “παλιό κόσμο”, ένα επαναστατικό ξέσπασμα, ακόμα και αν εξελιχθεί σε διεθνές επαναστατικό κύμα, δεν μπορεί να παρακάμψει την ιστορική του πραγματικότητα πχ. το ρόλο που έχει σήμερα το χρήμα στην αναπαραγωγή της (κοινωνικής) ζωής. Είναι ενδιαφέρον εδώ ότι ενώ ενίοτε τονίζεται ως παραδειγματική η μονομερής διαγραφή του χρέους από τους Μπολσεβίκους δεν αποδίδεται το ίδιο βάρος στο ότι μετέπειτα αναγκάστηκαν να ψάξουν νέα δάνεια (αλλά και τεχνογνωσία) από τις καπιταλιστικές δυνάμεις. Στη σημερινή εποχή ηγεμονίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, όπου οι ροές παραγωγής εγγράφονται σε και διαμεσολαβούνται από ροές πίστωσης που εμπλέκουν κάθε επιμέρους δραστηριότητα (είτε παραγωγική είτε καταναλωτική) στα παγκόσμια κυκλώματα του κεφαλαίου, η ανάγκη για δανεισμό θα ήταν ακόμα επιτακτικότερη για μια επαναστατημένη επικράτεια, εφόσον φυσικά δεν θα ήθελε να γνωρίσει καταστάσεις που θα κάνανε το “Μεγάλο Άλμα Εμπρός” να μοιάζει με σχολική εκδρομή. Φυσικά, αυτό θα σηματοδοτούσε εγγραφή σε μια σχέση χρέους, ενώ αντιστρόφως όσο περιοριζόταν ο δανεισμός και επιχειρείτο κάποια μορφή παραγωγικής αυτοδυναμίας θα αναπαραγόταν και κάποια μορφή λιτότητας. Προφανώς, αυτή η λιτότητα δεν θα ήταν ίδια με τη λιτότητα που επιβάλλεται σήμερα ως τεχνική νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της κρίσης υπέρ του κεφαλαίου. Αλλά θα παρέμενε μια τεχνητή εν σχέση με τις υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, με όλες τις εντάσεις που αναπόφευκτα αυτό θα παρήγαγε. Κάτι τέτοιο, εν τέλει, σημαίνει ότι όπως και ο ρεφορμισμός έτσι και η επανάσταση (θα) μετέχει σε μια εκ των βασικών αντιφάσεων της εποχής: ενώ υπάρχουν τεράστιες παραγωγικές και τεχνικές δυνατότητες ο ιστορικός ορίζοντας καθορίζεται από τη διευρυμένη αναπαραγωγή χρέους και λιτότητας.

Όλα αυτά δεν ταυτίζουν την επανάσταση με τον ρεφορμισμό, απλά τονίζουν ότι οι δυο αυτές πολιτικές προοπτικές μοιράζονται την ίδια πραγματικότητα άρα μετέχουν των αντιφάσεων της. Κατά τον ίδιο τρόπο, η παραδοχή ότι η επανάσταση δεν μπορεί απλά να παρακάμψει με μια πράξη βούλησης τον κύκλο της λιτότητας και του χρέους δεν σημαίνει ότι είναι εξ ορισμού καταδικασμένη. Αντιθέτως, ο (ελευθεριακός) κομμουνισμός είναι μια αντικειμενική δυνατότητα της εποχής που όχι μόνο πιστοποιείται ως γίγνεσθαι σε πλείστες διαδικασίες αλλά σχετίζεται άμεσα με την προαναφερθείσα αντίφαση και τις εντάσεις που τη συνοδεύουν και παράγει. Η πραγμάτωση, όμως, μια τέτοιας δυνατότητας δεν μπορεί παρά να αφορά μια μακρά και αβέβαιη διαδικασία που θα πρέπει να διαβεί την ιστορική συγκυρία χωρίς να στηρίζεται μόνο σε ένα ηρωικό ήθος διαρκούς επαναστατικής επιστράτευσης.

Για την ώρα, πάντως, βρισκόμαστε στο χείλος της τρύπας· εκτείνοντας το βλέμμα φαίνεται μια παγκόσμια οικονομία σε κατάσταση νευρικής κρίσης ενώ η εξαθλίωση, η βαρβαρότητα και το κοινωνικό χάος ως αποτελέσματα αλλά και τεχνικές διαχείρισης των παγκόσμιων ροών του κεφαλαίου διευρύνονται. Επικεντρώνοντας στον ελλαδικό χώρο διακρίνεται ο ορίζοντας μιας μακράς λιτότητας και κάμποσα ατομικά και συλλογικά αδιέξοδα. Η εκτίμηση μου είναι ότι, έξω από μια σταθεροποίηση και ανάκαμψη της οικονομίας, ο εσωτερικός ανταγωνισμός θα συμπυκνωθεί σταδιακά στο δίπολο “μέσα/έξω από την Ε.Ε.”, άρα και στο δίπολο Ευρώ/Δραχμή. Όπως και με το “μνημόνιο/αντιμνημόνιο” είναι δεδομένο ότι αυτό το δίπολο εμπεριέχει πολλές παγίδες και όρια όσον αφορά τη βελτίωση της ζωής των υποτελών τάξεων. Αλλά αν όντως παραχθεί ιστορικά θα πρέπει να το διαβούμε προσπαθώντας να διαπραγματευτούμε με αυτά του τα όρια, ανιχνεύοντας τις όποιες δυνατότητες και ορίζοντες (θα) ανοίγονται. Ό, τι όμως και αν βρίσκεται μπροστά μας θα κουβαλάει τις (θετικές και αρνητικές) παρακαταθήκες του αντιμνημονιακού κινήματος, αρνήσεις που αναζητούν τις καταφάσεις τους και ήττες που ζητάνε τη δικαίωση τους, από τη μακρινή 5η Μάη μέχρι την όψιμη 5η Ιούλη.

(Και κάτι σαν) Επίλογος

“Ακόμα και ένα αδιέξοδο είναι καλό αν αποτελεί μέρος ενός ριζώματος”.

G. Geleuze & F. Guattari, Κάφκα: Προς μια ελάσσων λογοτεχνία

Η μη-ανταπόκριση μεταξύ πραγματικού και επιθυμίας αποτελεί οντολογική προϋπόθεση κάθε κοινωνικού μετασχηματισμού άρα και καταστατική συνθήκη της ανθρώπινης ιστορικότητας. Αποτελεί όμως και γενεσιουργό συνθήκη εντάσεων και αντιφάσεων. Όσοι ειδικά επενδύουν σε ένα ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνικής πραγματικότητας καλούνται να ισορροπήσουν στο χάσμα επιθυμίας και πραγματικού, αντιμετωπίζοντας ή απωθώντας το δυσάρεστο (;) γεγονός ότι οι υποτελείς τάξεις συνήθως δεν δρουν όπως θέλουμε. Το ζήτημα εδώ δεν είναι να αντιπαραβληθεί κάποιο “αγνό” κοινωνικό υποκείμενο ή μια “αδιαμεσολάβητη” κοινωνική παρουσία σε “παραμορφωτικές” πολιτικές μεσολαβήσεις και ιδεολογίες με το (υποτίθεται) καταπιεστικό πάθος τους για ολότητα. Τίποτα από ό, τι ειπώθηκε δεν αναιρεί την επιθυμία αλλά και ανάγκη να υποβάλουμε τον κόσμο σε συνολική κριτική, να οραματιζόμαστε έναν άλλο κόσμο και να τον προετοιμάζουμε πρακτικά. Αλλά πρέπει να το κάνουμε χωρίς έπαρση, αναγνωρίζοντας τον περιθωριακό χαρακτήρα των φορέων επαναστατικής ιδεολογίας όπως και το ότι ούτε κατά διάνοια δεν έχουμε επεξεργαστεί επαρκώς τρόπους επίλυσης των τεράστιων δυσκολιών που θέτει η συγκυρία. Ακόμα γονιμότερο, όμως, θα ήταν να αναγνωριστεί ο προβληματικός χαρακτήρας της κατάστασης, καθώς ένα πρόβλημα δεν αποτελεί μια δυσκολία – την οποία απλά πρέπει να ξεπεράσουμε για να φτάσουμε κάπου που γνωρίζουμε – αλλά μια ανοιχτή διαδικασία της οποίας την απάντηση δεν ξέρουμε εκ των προτέρων. Μια τέτοια έλλειψη απάντησης αναπόφευκτα θα βιώνεται ενίοτε με όρους αδυναμίας και αδιεξόδου. Αλλά δεν υπονοεί παραίτηση. Αντιθέτως ίσως επιτρέψει την παραγωγή ενός προγράμματος που θα θεμελιώνεται στην ιστορική συγκυρία αλλά και στις υγιείς και δημιουργικές δυνάμεις που δρουν εντός της χωρίς να αυταπατάται ότι όλα τα φλέγοντα ζητήματα που τίθενται μπορεί να επιλυθούν εκ των προτέρων.

Στο κατώφλι που ο πραγματισμός συναντά την ουτοπία…

 

[1] Η ορολογία δεν είναι τυχαία. Το αντιμνημονιακό μπλοκ ήταν μια συνάρμοση και όχι μια “συμμαχία”. Η τελευταία αποτελεί μια πολιτική πράξη μεταξύ δυο ή περισσότερων συλλογικών φορέων στη βάση κάποιων ρητά διατυπωμένων συμφωνιών ή στόχων. Η συνάρμοση αποτελεί μια πιο γενική κατηγορία που αφορά την παραγωγή ιστορικών μορφών μέσα από δυναμικές ροές έντασης και η οποία δεν είναι απαραίτητα προϊόν συνειδητού υπολογισμού και στοχοθεσίας. Ενώ λοιπόν η σύναψη μιας συμμαχίας παράγει μια νέα συνάρμοση δεν είναι κάθε συνάρμοση και μια συμμαχία.

[2] Κάποιες τάσεις φυσικά όταν μιλάνε για την “τάξη μας” και την ανάγκη πολιτικής της συγκρότησης δεν αναφέρονται στην εργατική τάξη αλλά γενικότερα στους “καταπιεσμένους”. Δυστυχώς εδώ τα πράγματα είναι ακόμα δυσκολότερα, καθώς η καταπίεση, υπαρκτή όσο και αν είναι, είναι τόσο γενική σαν κατηγορία και περιέχει τόσες διαφοροποιήσεις που δεν είναι δυνατόν να θεμελιώσει ένα ταξικό ανήκειν, εφόσον φυσικά δεν χρησιμοποιούμε τον όρο “τάξη” με ένα εντελώς αφηρημένο ή βολονταριστικό τρόπο π.χ. “όσοι αγωνίζονται ενάντια στο κεφάλαιο”. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξουν κοινότητες αγώνα μεταξύ των υποτελών τάξεων, αλλά επειδή μιλάμε πάντα για μια πολλαπλότητα αυτή δεν μπορεί να συγκροτηθεί κάτω από μια υποτιθέμενη ταυτότητα συμφερόντων.

[3] Ο μεγάλος απών από το σχήμα του (εθνικού) Λαού είναι φυσικά και ο μεγάλος απών του αντιμνημονιακού κίνηματος, οι μετανάστες, μια απουσία που καταδεικνύει από μόνη τα όρια αυτού του κινήματος. Πρόκειται για ένα μεγάλο ζήτημα το οποίο δεν ξεμπερδεύεται σε μια υποσημείωση.

[4] Παρεμπιπτόντως, είναι ενδιαφέρον ότι όταν μιλάμε για πολιτική συγκρότηση χρησιμοποιείται πάντα ο ενικός ενώ ιστορικά όταν παράχθηκε ένα ισχυρό ταξικό ανήκειν μέσα στα εργατικά στρώματα, η εργατική τάξη διαφοροποιήθηκε πολιτικά. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία.

[6] Ούτε αυτό είναι καινοφανές, όπως και δεν αναιρεί την παραγωγή ριζοσπαστικών χαρακτηριστικών και τάσεων εντός ενός τέτοιου κινήματος υπεράσπισης/αποκατάστασης. Πρβλ., πχ., την μελέτη των λαϊκών κινημάτων της πρώιμης βιομηχανικής περιόδου από τον Craig Calhoun, The Question of Class Struggle: Social Foundations of Popular Radicalism during the Industrial Revolution, (Chicago: The University of Chicago Press, 1982)

[7] Η ονομασία “Αγανακτισμένοι” προκάλεσε αρκετά επικριτικά και ειρωνικά σχόλια, ως σύμπτωμα υποτίθεται του μικροαστισμού και της ελλειμματικής πολιτικής συγκρότησης και ταξικής συνείδησης των συμμετεχόντων. Όμως, όπως ο Σπινόζα έχει προ πολλού παρατηρήσει, η αγανάκτηση δεν είναι ένα ποταπό ατομικό ή ηθικό συναίσθημα αλλά ένα πολιτικό πάθος ικανό να κινητοποιήσει και εγγραφεί σε συλλογικές διαδικασίες εξέγερσης ή μετασχηματισμού. Για όποιον θέλει να το επιβεβαιώσει αυτό θα συνιστούσα απλά να δει το Θωρηκτό Ποτέμκιν.

[8] Πρβλ. την εξαιρετική μελέτη του Domenico Losurdo, War and Revolution: Rethinking the 20th Century, (London and New York: Verso, 2015).

[9] Σύμφωνα με την ρήση ενός στοχαστή, Γάλλου νομίζω, το όνομα του οποίου τώρα δεν θυμάμαι. Φυσικά αυτή η αντίφαση είναι εγγενής στον καπιταλισμό, αλλά εντείνεται όσο βαθαίνει η πραγματική υπαγωγή της ζωής στο κεφάλαιο.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ: Silence_Infinis / Κενό Δίκτυο

Η ιστορία και η Σφίγγα: Περί ταραχών και εξεγέρσεων

Αναδημοσιεύουμε ένα από τα κείμενα που περιλαμβάνονται στην εξαιρετική έκδοση “ΒΑΛΤΙΜΟΡΗ” από τη Σχολή Κακών Παιδιών, το οποίο μέσω της κριτικής που ασκεί στον Badiou επιδιώκει να αναδείξει τα όρια της παραδοσιακής πολιτικής (με Π κεφαλαίο, θα λέγαμε εμείς, που εσχάτως έγινε πολύ της μόδας σε εκείνους τους κύκλους οι οποίοι συστηματικά αποφεύγουν να συνδέσουν τα όποια επαναστατικά -τους- προτάγματα με τους πραγματικούς σύγχρονους αγώνες του προλεταριάτου παντού στον πλανήτη) απέναντι στις ταραχές. Η εν λόγω μετάφραση δημοσιεύτηκε αρχικά εδώ.

eksofullo-e1434723608750

Η ιστορία και η Σφίγγα: Περί ταραχών και εξεγέρσεων

Ο Jasper Bernes και ο Joshua Clover για το «Η αναγέννηση της ιστορίας: Εποχές ταραχών και εξεγέρσεων» του Alain Badiou

1.

Οι ταραχές είναι η Σφίγγα της αριστεράς. Κάθε δήθεν ριζοσπάστης διανοούμενος αισθάνεται υποχρεωμένος, απ’ ό,τι φαίνεται, να απαντήσει στο αίνιγμα που ακούει να τίθεται από τις ταραχές του σήμερα, στο Μπαχρέιν ή τις Αστούριες, τη Χιλή ή τη Βρετανία: Γιατί τώρα; Γιατί εδώ; Γιατί στασιάζουν; Και οι απαντήσεις γενικά ανήκουν σε λίγες απλές κατηγορίες. Πρώτον, αν η εξέγερση φαίνεται να στερείται εστίασης ή να μην παρουσιάζει ξεκάθαρα αιτήματα – αν δηλαδή, δεν μπορεί να διαβαστεί ως «διαμαρτυρία», όπως στην περίπτωση των ταραχών του Λονδίνου το καλοκαίρι του 2011 – ο διανοούμενος θα τις ζωγραφίσει ως «άνευ νοήματος ξεσπάσματα» (Slavoj Žižek), που τα κάνουν «άμυαλοι ταραξίες» (David Harvey). Πάντα, οι αποδόσεις της απουσίας νοήματος πρέπει να βρουν στήριξη σε μια απολογητική κοινωνιολογία, καθιστώντας έτσι τους στασιαστές απλές παρενέργειες μιας άνισης κοινωνίας, συμπτώματα του νεοφιλελευθερισμού, της καπιταλιστικής κρίσης και της επακόλουθης λιτότητας. Συχνά, τέτοιου τύπου σχολιασμός εμμένει στην υποχωρητική ρητορική δομή του «ναι μεν, αλλά…» Με τα λόγια του Tariq Ali από το London Review of Books:

Ναι, ξέρουμε ότι η βία στους δρόμους του Λονδίνου είναι κακή. Ναι, ξέρουμε ότι το πλιάτσικο στα μαγαζιά είναι λάθος.
Αλλά γιατί συμβαίνει τώρα; Γιατί δε συνέβη πέρσι;
Γιατί οι αδικίες συσσωρεύονται με την πάροδο του χρόνου, γιατί όταν το σύστημα επιθυμεί το θάνατο ενός νεαρού μαύρου πολίτη από μια υποβαθμισμένη κοινότητα τότε, ταυτόχρονα αν και υποσυνείδητα, θέλει την απάντηση.

Πολύ χειρότερος από τέτοιες χλιαρές και απρόθυμες απολογίες είναι ο ισχυρισμός που επαναλαμβάνεται με ανησυχητική συχνότητα από ανθρώπους που θα έπρεπε να ξέρουν καλύτερα, ότι οι ταραξίες στο Λονδίνο δρούσαν ως αποτέλεσμα των αντιφατικών επιταγών της νεοφιλελεύθερης κοινωνίας. Τέτοιος σχολιασμός είναι παρομοίως μια συμπτωματική αναφορά. Για τον Harvey, οι εξεγερμένοι δεν είναι τίποτε άλλο από απλές αντανακλάσεις της απληστίας και της πλεονεξίας του μετα-θατσερικού καπιταλισμού. Για τον Πολωνό κοινωνιολόγο Zygmunt Bauman, το πλιάτσικο είναι απλά μια βίαιη και ριψοκίνδυνη εκδοχή του να κάνεις ψώνια, μια έκφραση της υλιστικής κοινωνίας των καταναλωτών.

Έπειτα, υπάρχουν και οι σχολιαστές που βλέπουνε τις ταραχές ως απλώς παραπλανημένες, και όχι ως αντανακλάσεις της καπιταλιστικής ιδεολογίας. Τέτοιοι συγγραφείς αντιλαμβάνονται τις ταραχές ως μια μηχανή που στερείται τις σωστές ράγες. Η αποτυχία ακολούθως ανήκει στην εξαθλιωμένη/ ξεχαρβαλωμένη αριστερά γενικά, που απέτυχε να παρέχει μια «εναλλακτική» ή ένα «πολιτικό πρόγραμμα» το οποίο να μπορέσει να τιθασεύσει, να σχηματοποιήσει και να κατευθύνει την οργή των ταραχοποιών. Ρωτά ο Žižek: «Ποιος θα καταφέρει να κατευθύνει την οργή των φτωχών;» Ξεχάστε την πιθανότητα οι φτωχοί να είναι ικανοί να κατευθύνουν μόνοι τους την οργή τους.

Μπορεί κανείς να δει τις θεμελιωδώς πατροναριστικές γραμμές που είναι κοινές σε όλες τις απαντήσεις. Σε κάθε μία, ο διανοούμενος καταλογίζει ένα είδος ψευδούς συνείδησης στους ταραξίες, προκείμενου να καταστεί αυτός (και συνήθως είναι αυτός) όλο και πιο αναγκαίος ως η φωνή της απούσας εξουσίας. Αυτοί οι διανοούμενοι ακούνε στις εξεγέρσεις μια ερώτηση στην οποία πρέπει να απαντήσουν. Δεν αντιλαμβάνονται ότι οι ταραχές είναι μάλλον, μια απάντηση στην ερώτηση που αρνούνται να διατυπώσουν.

2.

Ο Alain Badiou δεν είναι κάποιος που κρύβεται από τη Σφίγγα. Παρόλα αυτά, είναι ένας παράδοξος υποψήφιος για να αφιερώσει ένα ολόκληρο βιβλίο στην εκτυλισσόμενη εποχή των ταραχών. Από τη μία πλευρά είναι απολύτως λογικό: Ο Badiou έχει διατηρήσει μια σύνδεση με τη μαχητικότητα από τις μέρες του ως νεαρός μαοϊκός Γάλλος ως την τρέχουσα θέση του ως δεσπόζων αρχι-μαέστρος της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας: Πράγματι πρόκειται να εκδώσει ένα κάποιου είδους εγχειρίδιο που μεταφράζεται ως Φιλοσοφία για Αγωνιστές. Από την άλλη υπάρχει μια περίεργη αναντιστοιχία μεταξύ του στοχαστή και του θέματος – υποκειμένου εδώ, που προκαλείται εν μέρει από τους δυσανάλογους ρυθμούς και τονικότητες της θέσης των διανοούμενων και της παγκόσμιας κρίσης. Ο συλλογιστική του Badiou όσο στρατευμένη κι αν είναι, διατηρεί πάντα ένα σημαντικό βαθμό αφαίρεσης (ως φιλόσοφος, είναι ιδιαίτερα γνωστός για την προαγωγή του τομέα της οντολογίας διαμέσου της αυστηρής εφαρμογής της θεωρίας των συνόλων).

Όσον αφορά την πολιτισμική ιστορία, όμως, η μεγαλύτερη σημασία του Badiou έγκειται στη δια βίου πίστη του σε αυτό που ονόμασε «η κομμουνιστική υπόθεση1». Στα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση του Ανατολικού Μπλοκ όπου ο κομμουνισμός – ως όντως υπαρκτή πολιτική, θεωρητικό σχήμα, και κοινωνική επιθυμία – έπεσε παγκοσμίως σε αχρηστία, ο Badiou και ελάχιστοι ακόμα διαχειρίστηκαν με σύνεση οιαδήποτε σπίθα παρέμενε εντός των πνευματικών κύκλων. Με αυτή την έννοια είναι κατά πολύ μια κατοπτρική εκδοχή αυτού που ο ο Hugh Kenner, ο μεγάλος βιογράφος του Pound, έλεγε «ο άνθρωπος της δίνης», στο κέντρο μιας ιστορίας που συσπάται και μεταλλάσσεται με την ώρα. Ο Badiou είναι ένας άνθρωπος της ερήμου: μια φιγούρα του μεσοδιαστήματος άνευ ορίζοντα, όπου οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές με τον περίφημο δυναμισμό τους, παρήγαγαν ένα μονόχρωμο πολιτικό τοπίο στο οποίο κάθε σοβαρός ανταγωνισμός είχε κατά βάση εξουδετερωθεί (καίτοι υπήρξαν κάποιες συγκεκριμένες εξελίξεις στη Νότια Αμερική.) Αν η ιστορία δεν είχε ακριβώς πεθάνει, πάντως φαινόταν κάτωχρη.

Όταν πια τα ενδιαφερόμενα μέρη συναντήθηκαν για το συνέδριο «The Idea of Communism» το 2009 στο Birkbeck Institute, αυτή η σαν έρημος μικρο-εποχή είχε περάσει. Σχεδόν παντού, αν και άνισα, είχαν ξεσπάσει μαχητικοί αγώνες ενάντια στα συσπειρωμένα καθεστώτα του κεφαλαίου και του κράτους. Έλαμψαν φωτεινά, αργόσβησαν, καταστάλθηκαν βίαια ή έφαγαν τις ουρές τους2, αλλά ως γενική τάση, εξαπλώθηκαν. Η πίεση για τους φιλοσόφους να «αναθρέψουν» μια θεωρία «αντίστασης/αντίθεσης» με την ελπίδα των μελλοντικών ανταγωνισμών δε σταμάτησε, παρά σε ένα άλλο χωροχρόνο. Αναπόφευκτα (όπως χιλιάδες συνελεύσεις του Occupy μαρτυρούν), διανοούμενοι στρέφονταν στο να εμπλακούν με αυτές τις αλλαγμένες συνθήκες, εκστρατεύοντας από την έρημο για να εξετάσουν τη δράση στους δρόμους «εν τω γεννάσθαι» – ανάμεσα τους σε εξέχουσα θέση και ο Badiou.

Το συνέδριο του 2009 στο Birkbeck γέννησε πολλά βιβλία, που όλα τους ποντάρουν πολλά στο στοίχημα ότι η παρούσα περίοδος μπορεί να παρουσιάσει μια ανανέωση της «κομμουνιστικής υπόθεσης» και να κλείσει τη μακρά περίοδο νεοφιλελεύθερης αντίδρασης που κρατά από τη δεκαετία του ’70. Αλλά οι αξιώσεις για μια τέτοια ανανέωση βασίζονται μόνο σε επιλεγμένες περιπτώσεις από παρατηρημένες ιστορικές εξελίξεις, από νέες μορφές κομμουνιστικής πρακτικής ή αγώνα. Ακόμα συχνότερα, φαίνεται να ποντάρουν με βάση την αλλαγή στις κουβέντες καφενείου μεταξύ φιλοσόφων – περισσότερο μάλλον στην ιδέα του κομμουνισμού, παρά στην πολιτική πρακτική του. Αυτό έρχεται σε αξιοσημείωτη αντίθεση με την εκπόνηση του κομμουνισμού που βρίσκει κανείς για παράδειγμα, σε ένα βιβλίο όπως το «η Εξέγερση που Έρχεται», του οποίου οι συγγραφείς βασίζουν τη θεωρητική εκπόνηση ενός νέου κομμουνισμού στην κριτική εξέταση των πρακτικών, των αγώνων και των κοινωνικών κινημάτων της τελευταίας δεκαετίας. Αλλά όσοι είναι εξοικειωμένοι με τη φιλοσοφία του Badiou και το πόσο βασίζεται σε λογικές αποδείξεις, αξιώματα, και στοιχειώδη επιχειρηματολογία, δε θα εκπλαγούν που, για αυτόν, η κομμουνιστική πρακτική ακολουθεί την κομμουνιστική ιδέα. Η πρωτοκαθεδρία της ιδέας είναι ολοφάνερη στον Badiou, αν μη τι άλλο επειδή εμφανίζεται κεφαλαιογράμματη: «Ιδέα», όχι «ιδέα». Γυαλίζοντας την πλακέτα με τον τίτλο του από νωρίς, ισχυρίζεται ότι «Η μόνη πιθανότητα αφύπνισης είναι η λαϊκή πρωτοβουλία στην οποία θα ριζώσει η δύναμη μιας Ιδέας.

Έτσι και το «The Rebirth of History» χρησιμοποιεί την Αραβική Άνοιξη και άλλες εξεγέρσεις των τελευταίων ετών ως εμπειρική επικύρωση του πιο αφηρημένου πλαισίου που αναπτύσσεται στο βιβλίο «Η Κομμουνιστική Υπόθεση». Πρώτα η Ιδέα, έπειτα η ανάδυσή της στον κόσμο. Σίγουρα η σχέση μεταξύ της ιστορίας και της Ιδέας είναι πιο περίπλοκη από ότι η παραπάνω περιγραφή μπορεί να την κάνει να φαίνεται, μιας και οι «οι πολιτικές αλήθειες» που σχηματίζουν τη βάση για την «Ιδέα» παράγονται από την ιστορία κατά το ξεδίπλωμά της. Κι όμως, την ίδια στιγμή, όσο η Ιδέα είναι προϊόν της ιστορίας άλλο τόσο, παραδόξως, προηγείται αυτής: «η Ιδέα αναφέρεται σε ένα είδος ιστορικής προβολής του ιστορικού τι μέλει γενέσθαι μιας πολιτικής – ένα γίγνεσθαι που αρχικά επικύρωσε η εξέγερση». Αυτή η κυκλική χρονικότητα επιτρέπει στον Badiou να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο να εισηγείται ότι η Αραβική Άνοιξη απέτυχε εξαιτίας της έλλειψης μιας ανθεκτικής Ιδέας, και ότι ταυτόχρονα διευκόλυνε την αφύπνιση της Ιδέας στην παρούσα περίοδο.

Ανάμεσα σε αυτό που ο Badiou αποκαλεί «ενδιάμεση περίοδο» καπιταλιστικής παλινόρθωσης που ξεκινά στη δεκαετία του 1980 και σε μια νέα ακολουθία επαναστατικής πολιτικής δράσης κινούμενη από την Ιδέα, βρίσκεται η εξέγερση. Το «The Rebirth of History» είναι ουσιαστικά μια γραμματική των ταραχών, που χρησιμοποιεί τα πρόσφατα γεγονότα για να διακρίνει τις ταραχές σε αυτές που παράγουν «πολιτική αλήθεια» και εκείνες που δεν το κάνουν. Ο Badiou – ακούραστος κατασκευαστής κατηγοριών, σχημάτων και διαγραμμάτων – ταξινομεί τις ταραχές σε τρεις κατηγορίες, τις οποίες πραγματεύεται κατά σειρά αυξάνουσας πολιτικής σημασίας: οι «άμεσες», οι «λανθάνουσες» και οι «ιστορικές». Δοθέντος ότι, οι «άμεσες», αντιμπατσικές εξεγέρσεις των φτωχών όπως αυτές που έλαβαν χώρα στο Ηνωμένο Βασίλειο το καλοκαίρι του 2011 ή στα γαλλικά προάστια το 2005 ταξινομούνται ως αντανακλαστικά ξεσπάσματα μη στοχευμένης βίας, «αναρχικής και εν τέλει χωρίς μια ανθεκτική αλήθεια», ενώ αντίθετα οι ιστορικές ταραχές που παρακολουθήσαμε με τις Αραβικές εξεγέρσεις έδειξαν την ικανότητα να αντέχουν και να γενικεύουν.

Σε αντίθεση με τους περισσότερους σύγχρονούς του, ο Badiou έχει τουλάχιστον το προτέρημα ότι τουλάχιστον εξετάζει τις ταραχές από μια στρατηγική κι όχι ηθική σκοπιά, και διακρίνει μέσα τους κάτι άλλο από μια μανιασμένη αναπαράσταση της καπιταλιστικής κατανάλωσης. Δηλαδή, σε αντίθεση με τους Harvey, Žižek, Ali, και Bauman, αντιλαμβάνεται την εξέγερση ως κάτι περισσότερο από μια εκδήλωση της «κουλτούρας», κάτι περισσότερο από την έκφραση μιας υποκείμενης κοινωνικής αλήθειας που δε μπορεί παρά να επιβεβαιώνεται με τα καμένα αμάξια και τα λεηλατημένα καταστήματα. Οι ερωτήσεις που ο Badiou ακούει να εκστομίζει η Σφίγγα είναι οι σωστές: Πώς γενικεύουμε και επεκτείνουμε την επιθετική ικανότητα της εξέγερσης; Πώς και γιατί οι ταραχές εξαπλώνονται και γίνονται μια ανοιχτή εξέγερση – επανάσταση;

Αν και έχουμε ενδοιασμούς για τη διάκριση που κάνει ο Badiou ανάμεσα στις άμεσες και τις ιστορικές ταραχές, αξίζει να εμπιστευτούμε τον τρόπο με τον οποίο μετρά την επέκταση των ταραχών από την άποψη αφενός της διάδοσης στο φυσικό χώρο και αφετέρου δια μέσου των κοινωνικών κατηγοριών. Κατά την εκτίμηση του Badiou, ενώ οι άμεσες ταραχές εκτείνονται από τα προάστια του Παρισιού ως αυτά της Marseille, ή από τα council houses3 του Λονδίνου ως αυτά του Manchester, αυτό το κάνουν διαμέσου μιας μοναδικής κοινωνικής κατηγορίας: νέοι προλετάριοι άνδρες. Οι ιστορικές ταραχές, όμως παρουσιάζουν μια επέκταση σε διάφορες κατηγορίες, εξαπλωνόμενες σε άνδρες και γυναίκες, νέους και γέρους.

Ο Badiou κάνει λάθος όταν υποστηρίζει ότι οι «άμεσες» ταραχές απαρτίζονται αποκλειστικά από νέους άνδρες – άλλο δείχνουν τα αρχεία των συλλήψεων από τις ταραχές στη Βρετανία, και ακόμα, σε πολυάριθμες ταραχές της τελευταίας δεκαετίας που ορίζονται ως τέτοιες εμπλέκονταν γυναίκες, ηλικιωμένοι και παιδιά, αν και μάλλον όχι αναλογικά όσον αφορά τον αριθμό τους. Παρόλα αυτά, είναι απολύτως απαραίτητο να κατανοήσουμε το πώς οι ταραχές και οι εξεγέρσεις φτάνουν στο να περιλαμβάνουν (ή να παραμένουν περιορισμένες σε) διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Ένα πράγμα που διαχωρίζει σαφώς την Αιγυπτιακή εξέγερση από τις ταραχές του Ηνωμένου Βασιλείου ας πούμε, είναι ότι ως αποτέλεσμα κατά μεγάλο βαθμό της εδαφικοποίησης – στρατοπέδευσης στην πλατεία Tahrir, υπήρχαν πολυάριθμοι τρόποι να συμμετέχεις στον ξεσηκωμό που δεν εμπεριείχαν την άμεση μάχη με την αστυνομία και τα τσιράκια της. Αυτό δε συνεισέφερε μόνο στην επέκταση της εξέγερσης αλλά και στηn ανθεκτικότητα & διάρκεια της. Παρόλα αυτά, δε φτάνει μια εξέγερση να συντίθεται κι από άλλο κόσμο πέρα από νεαρούς προλετάριους άνδρες αν οι σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών ομάδων εξακολουθούν να ακολουθούν τον καθιερωμένο καταμερισμό της εργασίας στην καπιταλιστική κοινωνία – με τους άνδρες να συγκρούονται με την αστυνομία και τις γυναίκες να αναλαμβάνουν τις δουλειές φροντίδας, για παράδειγμα, ή τους προλετάριους να συγκρούονται και τη μεσαία τάξη να παρακολουθεί τις συνελεύσεις και να παίρνει τις σημαντικές αποφάσεις. Πρέπει να εξετάζουμε όχι μόνο το πώς μια εξέγερση εξαπλώνεται ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες αλλά και το πώς καταργεί (ή διαιωνίζει) τη βία τέτοιων κατηγοριών.

Επιπλέον, ο ίδιος ο διαχωρισμός που κάνει ο Badiou – ανάμεσα σε άμεσες ταραχές που δυναμώνουν και πεθαίνουν σα μια κραυγή, και ιστορικές ταραχές που ριζώνουν στο έδαφος του χρόνου – δεν περιλαμβάνει συνταρακτικά γεγονότα που κάθε σοβαρή μελέτη των ταραχών θα έπρεπε να λογαριάζει. Έτσι, για παράδειγμα, η διακεκομμένη σειρά ταραχών που συγκλόνισαν τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα δεν αναφέρεται καν. Είναι μια σκανδαλώδης παράλειψη. Αυτές οι ταραχές είναι ομολογουμένως δύσκολο να σχηματοποιηθούν. Είναι, σύμφωνα με την ταξινόμηση του Badiou, απλά μια ασύνδετη ακολουθία άμεσων ταραχών; Ίσως κάθε περιστατικό είναι στην κατηγορία του «άμεσου»: τα επεισόδια σπάνια διαρκούν τόσο όσο, για παράδειγμα, οι ταραχές στο Los Angeles που ακολούθησαν την ετυμηγορία της υπόθεσης του Rodney King το 1992 (οι οποίες επίσης δεν αναφέρονται). Βέβαια, στην ελληνική περίπτωση, το γενεσιουργό γεγονός ήταν, όπως είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των άμεσων ταραχών του Badiou, η δολοφονία ενός νεαρού άνδρα από την αστυνομία. Αλλά είναι αδύνατο να μιλήσουμε για «τις ταραχές των Εξαρχείων του 2008» με άλλον τρόπο πέρα από αυτόν με τον οποίο κάποιος μιλά για το πρώτο βιβλίο της ιστορίας του πελοποννησιακού πολέμου του Θουκυδίδη: ήταν αναμφισβήτητα μια αρχή, και ως εκ τούτου κομμάτι μιας ευρύτερης ενότητας. Η ελληνική εξέγερση συνεχίζει να εκτυλίσσεται, ανομοιόμορφα αλλά διαρκώς ενώ οι μήνες γίνονται χρόνια, πότε στρεφόμενη ενάντια στους μπάτσους, πότε ενάντια στις τράπεζες, τα σούπερ μαρκετ, τη βουλή. Οι πρωταγωνιστές της, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι συχνά νέοι άνδρες αναρχικοί και/ ή φοιτητές. Την ίδια στιγμή, ξεπέρασε αυτήν ακριβώς τη δημογραφική σύνθεση, γεμίζοντας την πλατεία Συντάγματος με μεγάλα κομμάτια του σώματος των πολιτών, που συχνά γεύονταν για πρώτη φορά δακρυγόνο.

Αυτή δεν είναι η μοναδική παράλειψη του Badiou, αλλά λέει πολλά. Όπως ακριβώς το θέμα της διάρκειάς της διαφεύγει από την ταξινόμηση του Badiou, έτσι και η ελληνική εξέγερση δε φαίνεται να αποκαλύπτει αν κατέχει ή όχι την Ιδέα. Τι είναι αυτό που έχει τροφοδοτήσει την οδοντωτή επιμονή της, τη μισο-εκφρασμένη ικανότητά της για γενίκευση η οποία, παρ’ όλες τις παλιρροιακές της μεταβολές της και την ελλιπή της φύση, δεν είναι ένα ασήμαντο γεγονός; Αν η κατάσταση έχει μια σταθερά, αυτή δε βρίσκεται στο βασίλειο του αφηρημένου: σίγουρα είναι η βία των πολιτικών λιτότητας, που διαπερνά τις κοινωνικές κατηγορίες. Ή για να στραφούμε πίσω στα θεωρητικά μας μητρώα, φαίνεται ότι όλες οι ταραχές που συμβαίνουν στην ιστορία, υπόκεινται σε υλικές δυνάμεις. Αντί να επιμένουμε να ρωτάμε σαν τη μάγισσα Γκλίντα4 «είσαι καλή εξέγερση ή κακή εξέγερση;» θα μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία για να κατανοήσουμε τους τρόπους με τους οποίους η ελληνική περίπτωση είναι καταφανώς διαφορετική από αυτή της Αιγύπτου ή του Ηνωμένου Βασιλείου – και συγκεκριμένα το πώς βρίσκουν τους εαυτούς τους μέσα στη διάρθρωση της παγκόσμιας κρίσης, αναμιγμένη η κάθε μία με τις αποκλίνουσες πορείες της τοπικής πολιτικής διαχείρισης.

3.

Τούτου λεχθέντος, οφείλουμε να καταπιαστούμε με αυτά που ο Badiou έχει γράψει, όχι με ό,τι δεν έχει. Σωτήρια στην αφήγησή του είναι η ευθεία αποκήρυξη του πολιτικού κόμματος και της σύνδεσής του με το κράτος, που είναι πλέον οριστικά παρωχημένο ως μηχανισμός για ένα επαναστατικό πρόγραμμα: «Η μορφή-κόμμα είχε τη μέρα της, που εξαντλήθηκε σε ένα σύντομο αιώνα από τα κρατικά της είδωλα». Αυτή ήταν η (μη-)κομματική γραμμή του φιλοσόφου για κάποιο διάστημα, και ασφαλώς σκοπεύει να αφήνει ένα παράθυρο για να αρπαχτεί από οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι προσωρινά καινούριο όσον αφορά την πολιτική αστάθεια του παρόντος. Αλλά είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο που ο Badiou και το βιβλίο αποτυγχάνουν. Γιατί, όντας ακόμα σκλάβος της Ιδέας που δείχνει το δρόμο, συνεχίζει να θεωρεί δεδομένη και να απαιτεί από εμάς την ίδια τη δραστηριότητα που είναι πιο στενά ταυτισμένη με τη μορφή – κόμμα: την οργάνωση. «Εν πάση περιπτώσει, εξακολουθεί να ισχύει,» γράφει, «ότι συγκεκριμενοποιώντας & μορφοποιώντας τα στοιχεία που συνθέτουν το γεγονός, η οργάνωση καταφέρνει να διατηρηθεί η εξουσία της… Η οργάνωση μετατρέπεται στον πολιτικό νόμο της δικτατορίας του αληθινού από τον οποίο η πραγματικότητα της ιστορικής εξέγερσης άντλησε το καθολικό της κύρος.

Έτσι: για τον Badiou, η Ιδέα έχει υπό μία έννοια αντικαταστήσει το κόμμα. Ή υπάρχει ένα τρίγωνο ταραχών/ κόμματος/ Ιδέας, και τώρα θα πρέπει η Ιδέα αντί για το κόμμα να καθοδηγεί τις ταραχές από άμεσες σε ιστορικές, στον κομμουνισμό. Ωστόσο, όντας η ίδια μη υλική, η Ιδέα θα απαιτεί κάποιου είδους πρακτική για να πραγματοποιηθεί στο εδώ και στο τώρα – και αυτή η πρακτική δράση μοιάζει πολύ με αυτό που έκανε κάποτε το κόμμα. «Υποστηρίζω ότι ο χρόνος της οργάνωσης,» γράφει σε μια ανακεφαλαίωση, «το χρονικό διάστημα της κατασκευής μιας εμπειρικής διάρκειας της Ιδέας στη μετά τις ταραχές περίοδο, είναι κρίσιμο.» Ιδού η Δικτατορία της Ιδέας.

Αυτή η προτροπή για οργάνωση ακούστηκε πολλές φορές κατά τη διάλυση των διαφόρων Occupy εδώ στις ΗΠΑ, από μια τόσο ευρεία γκάμα αριστερών στοχαστών που περιλαμβάνει από τον Noam Chomsky, τον Doug Henwood, ως και τη Jodi Dean. Και το «να οργανωθούμε», από μια άποψη, είναι αυτό που πρέπει να κάνουμε, στο μέτρο που ως έκφραση απηχεί την κοινή λογική και χωράει άπειρες ερμηνείες μέσα στην ασάφειά της. Κινδυνεύει να γίνει αυτό που ο Fredric Jameson αποκαλεί «ψευδής έννοια»: η αναγκαιότητα «να οργανωθούμε» καταλήγει στο να κάνεις αυτό που σε κάνει περισσότερο αντί για λιγότερο αποτελεσματικό. Αλλά ελλείψει οποιασδήποτε περαιτέρω στρατηγικής διαύγειας, καταλήγει να επιστρέφει σε αυτό που σήμαινε την τελευταία φορά που ήταν εδώ γύρω ως έννοια, με μια μυρωδιά θλιβερών ακτιβιστών που προσπαθούν να σου πουλήσουν Ριζοσπάστη5. Ενώπιον αυτής της τεράστιας και ασταθούς έκρηξης που το βιβλίο του Badiou επιθυμεί να καταγράψει, το κάλεσμα για «οργάνωση» λειτουργεί προς το παρόν όπως το ρεφραίν σε ένα παράδοξο τραγούδι: αυτή η νέα πολιτική είναι φανταστική, αλλά μοιάζει να έχει αγγίξει τα όριά της, χρειαζόμαστε… την παλιά πολιτική!

Τοιουτοτρόπως ο κομμουνισμός του Badiou οδηγεί τον εαυτό του αυτοστιγμεί στο χαντάκι που χωρίζει το νέο από το παλιό: «σε μια απόσταση από το κράτος», αλλά ακόμα ουσιαστικά προσανατολισμένος προς απαρχαιωμένες ιδέες σχετικά με το μαρασμό του κράτους. Αν και πλέον οργάνωση δε σημαίνει ένα κόμμα ικανό να καταλάβει την κρατική εξουσία και να στρέψει τη στρατιωτική και γραφειοκρατική του δύναμη προς συγκεκριμένους προγραμματικούς σκοπούς, σημαίνει όμως ότι «αποφασίζεις τι πρέπει να κάνει το κράτος και βρίσκεις τα μέσα να το εξαναγκάσεις να το κάνει, κρατώντας πάντα την απόστασή σου από το κράτος…» Παρά ταύτα, αυτός ο προσανατολισμός προς το κράτος – άσχετα από το ότι στηρίζεται στην τηλεκίνηση αντί στην άμεση επαφή – αναπαράγει τη βασική αδυναμία των ταραχών και των εξεγέρσεων του παρόντος, ακριβώς αυτό που προσπαθεί να ξεπεράσει. Είτε διαθέτουν είτε όχι συγκεκριμένες απαιτήσεις, αυτές οι ταραχές ακούγονται πάντα από το κράτος και τις υπάρχουσες εξουσίες ως πρακτικές εκκλήσεις για μεταρρυθμίσεις: «Να φύγει ο Mubarak!» και «Όχι άλλα μέτρα λιτότητας!». Κάπως έτσι ακούγονται παραφρασμένες οι εξεγέρσεις στην Αίγυπτο και την Ελλάδα. Αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με τις πραγματικές ιδέες των συμμετεχόντων, που μπορεί να έχουν αντικαπιταλιστικές και αντικρατικές φιλοδοξίες, όσο έχει να κάνει με τις συγκεκριμένες τους επιλογές στρατηγικής και τακτικής: για παράδειγμα το ότι συγκεντρώνονταν αμυντικά στην πλατεία, ή το ότι επιτίθονταν στο κτίριο της βουλής τη βραδιά της ψήφισης νέων μέτρων λιτότητας. Ακόμα και η δήθεν «άνευ νοήματος» βία των ταραχών του Λονδίνου ακούγεται ως έκκληση για μεταρρυθμίσεις, για τη βελτίωση της φτώχειας, του κοινωνικού αποκλεισμού, και των ρατσιστικών οχλήσεων της αστυνομίας.

Είναι ασαφές λοιπόν, ποια είναι η λύση που μπορεί να παρέχει το κάλεσμα του Badiou για «οργάνωση» στα όρια των ιστορικών ταραχών, που ο ίδιος πολύ σωστά επισημαίνει «δεν παρέχουν από μόνες τους καμία εναλλακτική στην εξουσία που αποσκοπούν να ανατρέψουν». Με την παρέκκλιση της αμφίβολης γενικά περίπτωσης του «σοσιαλισμού της Λατινικής Αμερικής» και της συνθηματοποίησης του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, καμία τέτοια εναλλακτική δεν έχει αναδυθεί στον 21ο αιώνα. Μπορούμε να αναρωτηθούμε, αντ’ αυτού αν η ίδια η έννοια της εναλλακτικής ανήκει στις πλέον ξεπερασμένες πολιτικές του κόμματος, του κράτους και του προγράμματος.

4.

Ίσως, τότε η ίδια η αμεσότητα των άμεσων ταραχών να έχει να μας διδάξει πιο πολλά από ό,τι φαίνεται. Ο Badiou προσεγγίζει για μια στιγμή την αλήθεια της αμεσότητας όταν αναφέρεται στη «συναρπαστική αίσθηση μιας απότομης μεταβολής στη σχέση μεταξύ του πιθανού και του απίθανου», η οποία θα μοιάζει οικεία σε κάθε θιασώτη της εξέγερσης. Αλλά, όπως θα μπορούσε κανείς πλέον να περιμένει, υποχωρεί άμεσα πίσω στην πολιτική αφαίρεση ρεμβάζοντας σχετικά με την «από-κρατικοποίηση του θέματος του τι είναι δυνατόν». Εδώ υπερπηδά την πραγματική εμπειρία των ταραχών, και κάνοντάς το, χάνει κι αυτό που θα μπορούσε να μάθει από αυτές: Το πρώτο είναι η συνειδητοποίηση ότι υπάρχουν πολλοί σαν κι εσένα και η αστυνομία δεν αρκεί για να σας ελέγξει, και στη συνέχεια το άμεσο άλμα να υποψιαστείς ότι επίσης μπορεί και να είσαι ελεύθερος από την πειθαρχία της αγοράς, του μισθού και του εμπορεύματος, και του κόσμου που οργανώνεται από αυτές τις αλλότριες δυνάμεις. Αντί για μια μορφή ακραίου καταναλωτισμού υψηλού κινδύνου, η λεηλασία των καταστημάτων κατά τη διάρκεια των ταραχών είναι ίσως ένα από τα καθαρότερα παραδείγματα κομμουνιστικής πρακτικής που έχουμε την παρούσα στιγμή. Και χωρίς την πρακτική η κομμουνιστική Ιδέα δε μπορεί να σημαίνει τίποτα. Πράγματι, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι σε αυτό το σημείο που βρισκόμαστε, ο κομμουνισμός μπορεί να σημαίνει μόνο την ανάπτυξη πρακτικών που αφαιρούν τα πράγματα που χρειαζόμαστε και θέλουμε, τα πράγματα που φτιάχνουμε, από τον κλοιό της ιδιοκτησίας – ένας κλοιός για την υπεράσπιση του οποίου εκατομμύρια άνθρωποι καθημερινά καταδικάζονται σε λιμοκτονία, ασθένειες, φυλάκιση και χιλιάδες ακόμα μορφές βασάνων επιπλέον.

Αν και θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, ας θυμηθούμε ότι o καταναλωτισμός εξαρτάται από το να πληρώνεις για πράγματα, με χρήματα που κερδήθηκαν με την εργασία. Το να κάνεις πλιάτσικο ένα ζευγάρι παπούτσια βασίζεται στο μίσος για τη μορφή-εμπόρευμα και τη σχέση της με την κοινωνική τάξη, κι όχι από μια σαγήνευση από το εμπόρευμα. Αυτός είναι ο λόγος που κατά τη διάρκεια των ταραχών, τα εμπορεύματα καταστρέφονται αναίτια και παιγνιδιάρικα τόσο συχνά όσο τα βουτάνε για κατανάλωση. Όπως έγραψε ο Guy Debord για την άμεση εξέγερση του Watts το 1965:

τη στιγμή που η περιβόητη αφθονία λαμβάνεται στην ονομαστική της αξία και άμεσα καταλαμβάνεται… αληθινές επιθυμίες αρχίζουν να εκφράζονται μέσα στη γιορτή, στην παιχνιδιάρικη αυτοεπιβεβαίωση, στο potlatch6 της καταστροφής. Ο άνθρωπος, που καταστρέφει εμπορεύματα, φανερώνει την ανωτερότητα του ανθρώπου πάνω στα εμπορεύματα…Από τη στιγμή που δεν αγοράζεται πλέον, το εμπόρευμα είναι ανοιχτό στην κριτική και τη μετατροπή.7

Αυτή είναι η «ανθεκτική αλήθεια» που επιβιώνει και πέρα από τις άμεσες ταραχές.

Αντί να ηθικολογούμε αντικρίζοντας περιστατικά αντικοινωνικής βίας που, αν και θλιβερά, προκύπτουν εξίσου σε καιρούς ταραχών όσο και σε καιρούς κοινωνικής ειρήνης, θα μπορούσαμε να εξετάσουμε τις άμεσες ταραχές από μια στρατηγική σκοπιά: Πώς θα μπορούσαν τέτοιες πράξεις απαλλοτριώσεων και το να παίρνεις πράγματα χωρίς αντίτιμο να αναπτυχθούν και να ενταθούν, και ποιες άλλες πρακτικές θα μπορούσαν να τις συνοδεύσουν και να βοηθήσουν στην επέκτασή των απαλλοτριώσεων; Πώς γίνεται όλο και περισσότερα άτομα να αναμιγνύονται στο ξεδίπλωμα της εξέγερσης, και τι μέτρα θα ήταν απαραίτητα για να την υπερασπιστούμε απέναντι στην επακόλουθη βία του κράτους; Η οργάνωση, υπό αυτήν την έννοια, σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που έχει στο νου του ο Badiou. Αντί για ένας μηχανισμός αναπαραγωγής της Ιδέας, γίνεται ένα μέσο για την ανάπτυξη, τη διάχυση και το συντονισμό των πρακτικών που περιέχουν μέσα τους τις ιδέες, και από τις οποίες θα ανθίσουν άλλες, άγνωστες ως σήμερα ιδέες. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Badiou δεν έχει τίποτα να πει για τη δημιουργία κουζινών και ιατρείων, αυτοσχέδιων σταθμών φόρτισης κινητών τηλεφώνων και εκθέσεων τέχνης σε μέρη όπως η πλατεία Tahrir. Αυτά είναι όντως τα είδη της οργάνωσης – μορφές αλληλοβοήθειας και προσφοράς χωρίς αντίτιμο – που μπορεί να βοηθήσουν να επεκταθεί το «να παίρνεις πράγματα χωρίς αντίτιμο» στις ταραχές, και να διευκολύνει το πέρασμα από τις ταραχές στην ανοιχτή εξέγερση, στην επανάσταση. Αυτό με τη σειρά του θα μπορούσε να μας κάνει να ξανασκεφτούμε την ουσία του κινήματος Occupy τώρα που έχει φτάσει στην πρώτη του επέτειο: δεν είναι η εισαγωγή νέων όρων στον εθνικό διάλογο, ούτε το κάλεσμα για έναν λιγότερο δηλητηριασμένο πολιτικό μηχανισμό, ούτε καν η καταγραφή των διαστάσεων της τρέχουσας καταστροφής, αλλά τα ανιχνευτικά και μερικά και παρόλα αυτά ισχυρά πειράματα αυτοοργανωμένης μέριμνας, άμυνας και πρόνοιας.

Αυτό που διαπραγματεύεται η προηγούμενη κριτική δεν είναι μόνο οι ιδέες πάνω στο πώς προκύπτει η κοινωνική αλλαγή, αλλά και οι ιδέες σχετικά με τον ρόλο των ιδεών, καθώς και οι διάφοροι διανοούμενοι που θα μπορούσαν να τις ποιμάνουν μέσα στους αγώνες που αναδύονται. Αναποδογυρίζοντας τη δήλωση του Μαρξ ότι «η ανθρωπότητα δεν θέτει στον εαυτό της παρά μόνο προβλήματα που είναι ικανή να επιλύσει», ο Badiou γράφει ότι «η Ιστορία δεν περιέχει μέσα της λύση στα προβλήματα που θέτει στην ημερήσια διάταξη». Η λύση που φαντάζεται αναδύεται πέρα από την ιστορία, από τη λογική επεξεργασία της Ιδέας και τους πιστούς υποστηρικτές της, που μεταφράζουν την αλήθεια των αγώνων του σήμερα σε οργανωτικές δομές και αρχές που νικούν. Αν και βρίσκουμε καλούς λόγους να αποφεύγουμε την αισιοδοξία του Μαρξ, ωστόσο, δεν μπορούμε να δούμε κανένα άλλο μέρος από το οποίο μπορεί να προκύψουν λύσεις αν όχι από τις πρακτικές των ταραχών, των εξεγέρσεων και των αγώνων του σήμερα. Αντί να βλέπουμε τη θεωρία ως ένα μάθημα το οποίο πρέπει να διδαχθεί στους συμμετέχοντες των εξεγέρσεων του σήμερα, μπορούμε να τη δούμε ως κάτι που ενυπάρχει μέσα σε αυτά που κάνουν. Θα μπορούσαμε να αφουγκραστούμε τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Η απάντηση στο γρίφο της Σφίγγας είναι πάντα μια άλλη ερώτηση.

Σημειώσεις/ σχόλια της μετάφρασης:

  1. Aντιγράφοντας από το οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του: ο Αλαίν Μπαντιού πρότεινε να ονομάσουμε «κομμουνιστική υπόθεση» αυτό που εμψύχωνε -από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά- τις επαναστατικές πολιτικές ή πολιτικές χειραφέτησης. Η ετυμηγορία που επιχειρεί να επιβάλει η επίσημη ιστορία είναι ότι όλες οι προσπάθειες για την πραγμάτωση αυτής της υπόθεσης κατέληξαν σε τραγικές αποτυχίες, ενώ η ίδια η υπόθεση ακυρώθηκε από την Ιστορία. Το ανά χείρας βιβλίο θέλει να εξετάσει άμεσα την περίφημη ιστορική απόδειξη αυτής της «αποτυχίας» διαμέσου τριών θεμελιακών παραδειγμάτων: της Παρισινής Κομμούνας, της Πολιτιστικής Επανάστασης και του Μάη του ’68. Διατυπώνει τη θέση ότι, όπως συμβαίνει εξίσου σε θέματα πολιτικής και επιστήμης, η τοπική αποτυχία μιας προσπάθειας δεν μας δίνει το δικαίωμα να αποφύγουμε το πρόβλημα του οποίου αυτή η αποτυχία πρότεινε μια λύση· ότι σήμερα πρέπει να φανταστούμε νέες λύσεις για τα προβλήματα στα οποία προσέκρουσε αυτός ο πειραματισμός. Αυτό ακριβώς κάνει το τελευταίο κείμενο του ανά χείρας τόμου, το οποίο εκφωνήθηκε στο Λονδίνο, τον Μάρτιο του 2009, σε ένα σημαντικό συνέδριο που είχε ακριβώς τον τίτλο «Η ιδέα του κομμουνισμού». Και μεταφράζοντας από το αγγλικό αντίστοιχο: Ξέρουμε ότι ο κομμουνισμός είναι η σωστή υπόθεση. Όσοι εγκαταλείπουν αυτήν την υπόθεση αυτομάτως εγγράφουν εαυτούς στην οικονομία της αγοράς, την κοινοβουλευτική δημοκρατία – τη μορφή του κράτους που ταιριάζει στον καπιταλισμό – και τον αναπόφευκτο και «φυσικό» χαρακτήρα των πιο τερατωδών ανισοτήτων.
  2. Kατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για μια αναφορά στον ουροβόρο όφη: αρχαίο σύμβολο της αιωνιότητας και της συνέχειας του κυκλικού χρόνου.
  1. Tα councilhouses είναι σύστημα ενοικίασης (φτηνής) οικίας στην Αγγλία. Για μια γενική εικόνα του πώς λειτουργεί το σύστημα (λίστα αναμονής – πλειοδοσία κτλ) αξίζει να επισκεφτείτε το https://www.gov.uk/council-housing
  1. Glinda: Η κατά την επίσημη ανάγνωση του «Μάγου του Οζ» καλή μάγισσα του Νότου. Για όσους δεν αρέσκονται σε επίσημες αναγνώσεις και απεχθάνονται την εξίσωση όμορφος = καλός & άσχημος = κακός, για όσους φαίνεται περίεργο να κλέβεις – τηλεμεταφέρεις τα παπούτσια μιας νεκρής στα πόδια μιας άσχετης χωρίς καν την άδεια της δεύτερης, πράγμα που οδηγεί σε ένα κυνηγητό από την αδερφή της νεκρής, και τέλος πάντων θέλουν να δουν όλους τους λόγους για του οποίους η Glindaείναι ο πιο αχρείος, φαύλος και κακοήθης χαρακτήρας που έχει γραφτεί ποτέ, μπορεί να ανατρέξει στο http://www.cracked.com/article_18881_5-reasons-greatest-movie-villain-ever-good-witch_p2.html
  1. socialistworker στο πρωτότυπο
  2. potlatch: Το πότλατς –ή όπως το ονομάζει ο Μαρσέλ Μώς «ολική παροχή αγωνιστικού τύπου»-είναι ένα έθιμο ανταγωνιστικών πλουσιοπάροχων προσφορών και σπατάλης, ομαδικής κατανάλωσης ή και καταστροφής αγαθών που προασπίζει γόητρο και δύναμη στους δωρητές. Στο πότλατς ο ανταγωνισμός φτάνει μέχρι την επιδεικτική καταστροφή του συσσωρευμένου πλούτου για να επισκιαστεί ο αντίπαλος αρχηγός και εντέλει δε πρόκειται για μια απλή τελετουργία προσφορών και δωρεών από ένα κλάν ή μια φυλή αλλά από υπερβολικές, επιδεικτικές και ανταγωνιστικές παροχές προς τα μέλη των παραληπτών. πηγή: Κατερίνα Βαλασίδη anthropologia.gr

Στις κοινωνίες του δώρου, οι έννοιες της υποχρέωσης και της ευγνωμοσύνης είναι αδιαχώριστες. Στα πότλατς της Μελανησίας και του Βορειοδυτικού Ειρηνικού, η προσφορά δώρων μπορεί να αποτελεί πράξη επίδειξης κοινωνικής δύναμης, ίσως και εχθρικότητας. Αλλά ακόμα και πέρα από αυτή την ακραία περίπτωση, σε γενικές γραμμές είναι γεγονός ότι, όπως λέει και η ανθρωπολόγος Mary Douglas, “σε ολόκληρη τη γη από την απαρχή της ιστορίας του ανθρώπινου πολιτισμού, η μεγαλύτερη διακίνηση προϊόντων γινόταν στα πλαίσια της υποχρεωτικής ανταπόδοσης των δώρων”  πηγή http://sacred-economics.com

Το δώρο σε τελική ανάλυση δεν είναι τίποτα άλλο παρά η παύση της λειτουργίας της αξίας και η κατάργηση της τιμής για κάποιο χρονικό διάστημα ή σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο/τόπο. Ο κομμουνισμός ικανοποιεί ανάγκες, οποιουδήποτε είδους με έναν τρόπο που δεν είναι ούτε δωρεάν ούτε επί πληρωμή. […]το   πρόβλημα με την έννοια του δώρου είναι ότι μας οδηγεί στη σφαίρα της διανομής. Ότι διατηρεί το διαχωρισμό ανάμεσα στην ανάγκη και τα μέσα ικανοποίησης της. Εκτός από το ότι δε χρειάζεται πληρωμή. Bruno Astarian, (2011) Δραστηριότητα Κρίσης και Κομμουνιστικοποίηση μετάφραση πρακτορείο Rioters & Blaumachen

  1. Και για να συνεχίσουμε το απόσπασμα: Η κοινωνία της αφθονίας βρίσκει τη φυσική απάντηση της στη λεηλασία. Η αφθονία της δεν είναι με κανένα τρόπο φυσική κι ανθρώπινη αφθονία, είναι αφθονία εμπορευμάτων. Και η λεηλασία, γκρεμίζοντας προς στιγμήν το εμπόρευμα ως εμπόρευμα, φανερώνει το ultima ratio (ύστατο επιχείρημα) του εμπορεύματος: τη δύναμη, την αστυνομία και τα’ άλλα ειδικευμένα αποσπάσματα που μέσα στο Κράτος κατέχουν το μονοπώλιο της ένοπλης βίας. Τι είναι ο αστυνομικός; Είναι ο ενεργός υπηρέτης του εμπορεύματος, ο άνθρωπος που έχει ολοκληρωτικά υποταχθεί στο εμπόρευμα και χάρη στη δράση του το τάδε προϊόν της ανθρώπινης εργασίας παραμένει εμπόρευμα. Η μαγική θέληση του εμπορεύματος είναι να πληρώνεται και όχι απλοϊκά ένα ψυγείο ή ένα τουφέκι, δηλαδή ένα τυφλό, παθητικό κι αναίσθητο πράγμα που υποτάσσεται σ’ οποιονδήποτε το χρησιμοποιεί. Απορρίπτοντας την ταπείνωση της εξάρτησης του ανθρώπου από τον αστυνομικό, οι Μαύροι απορρίπτουν την ταπείνωση της εξάρτησης του ανθρώπου από τα εμπορεύματα. πηγή: internationale situationniste (1999) Το ξεπέρασμα της τέχνης – ανθολογία κειμένων της καταστασιακής διεθνούς, Αθήνα: ύψιλον/βιβλία

Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Σε σχέση με προηγούμενο ποστ σχετικά με το νέο βιβλίο του Ζυλ Ντωβέ, επισυνάπτουμε παρακάτω μεταφρασμένο το εν λόγω κεφάλαιο από το αναμενόμενο καινούργιο του βιβλίο. Με την ευκαιρία αυτή να εκφράσουμε τις special ευχαριστίες μας στον σύντροφο Χαχ για την αφανή και αντιηρωϊκή μεταφραστική δουλειά του, την οποία μας παραχώρησε προς δημοσίευση (και δεν είναι η πρώτη φορά). Καλή ανάγνωση!

 

Circolo di ConversazioneΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΕ PDF