Μαύρη οθόνη

black_screen_ubuntu_troubles 

[…] σχεδόν κανείς δεν αναφέρεται στον ακατάπαυστο λόγο της κρατικής τηλεόρασης σχετικά με την απειλή που συνιστούν οι «λαθρομετανάστες», οι τοξικοεξαρτημένοι, οι κουκουλοφόροι, οι απεργίες, οι διαδηλώσεις, για την Ελλάδα, την ελληνική οικογένεια, τη δημόσια υγεία, την εθνική οικονομία. Η ασταμάτητη προβολή και υποστήριξη της στρατιωτικής διαχείρισης του πολυεθνικού προλεταριάτου, των επιχειρήσεων «σκούπα» και των στρατοπέδων συγκέντρωσης, δεν υπάγεται στην κατηγορία του «πολιτισμού». Αυτό είναι απλή, καθημερινή ενημέρωση. «Πολιτισμός» είναι ο Κότσιρας και ο Ράμφος. Αλλά αν υπάρχει κάτι που αξίζει, πράγματι, το όνομα «πολιτισμός των κρατικών μέσων ενημέρωσης», αυτό είναι η ανέφελη, απλή και καθημερινή, συνύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης και καλλιεργημένων ανθρώπων[…]

Ολόκληρο το κείμενο που μας έστειλε ο σύντροφος Taco:

Το καλοκαίρι του 1952 ο Guy Debord παρουσίασε μια ταινία που συνδύαζε τη φωνή με τη σιωπή πάνω σε μια οθόνη άλλοτε λευκή και άλλοτε μαύρη. Η πρώτη προβολή του φιλμ υπήρξε, όπως μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητό σήμερα, ταραχώδης. Ένας κινηματογράφος χωρίς εικόνες, και μάλιστα χωρίς ήχο, είναι προφανώς ένα οριακό εγχείρημα, κάτι που δεν είναι καν βέβαιο ότι μπορεί να ονομάζεται κινηματογράφος. Διαμέσου της προβολής της στη σκοτεινή αίθουσα, η ταινία (;) ανακοινώνει με κινηματογραφική μορφή το τέλος του κινηματογράφου. Επρόκειτο για μια αρκετά αισιόδοξη, αν κριθεί από την προοπτική θέση του σήμερα, χειρονομία εξόδου από την κατάσταση της ενατένισης, η οποία συνιστά το παραληρηματικό, αν και παθητικό, κέντρο του θεαματικού κόσμου[1]. Εδώ δεν τίθεται το πρόβλημα της «ποιότητας» του κινηματογραφικού έργου -τι σημαίνει καλή ή κακή ταινία- αλλά ο ίδιος ο κινηματογράφος ως πρόβλημα. Η εξέγερση του κοινού μπροστά στη μαύρη σιωπηλή οθόνη αυτής της μη-ταινίας συνιστούσε κατά κάποιον τρόπο, την προσωρινή αυτοακύρωσή του ως κοινού.

Όλα αυτά είναι βέβαια ήδη πάρα πολύ παλιά, η «κοινωνία του θεάματος» είναι εδώ και δεκαετίες μια αφόρητη κοινοτοπία και τα Ουρλιαχτά για χάρη του Sade καταχωρήθηκαν εν τέλει ως μια ταινία του Debord[2]. Ο χρόνος που πέρασε από τότε ήταν αυτός της διαρκούς ενίσχυσης του βασιλείου της οθόνης, η οποία έχει προ πολλού εξέλθει από την κάπως αρχαϊκή πια σκοτεινή αίθουσα για να υπαγάγει στο καθεστώς της μια τεράστια περιοχή κοινωνικών σχέσεων. Δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι περίπου ο καθένας σήμερα φέρει διαρκώς πάνω του μια οθόνη που χωράει στην τσέπη. Και επειδή ο φετιχισμός όταν δεν είναι αυτονόητος -και άρα ασύλληπτος ως τέτοιος- καραδοκεί, είναι ανάγκη να διευκρινιστεί πως το κρίσιμο δεν είναι αυτή η ίδια η συσκευή, αλλά όλος εκείνος ο κόσμος για τον οποίο αυτή η συσκευή είναι απολύτως απαραίτητη. Ο κόσμος μας.

Είναι σ’ αυτόν τον κόσμο, λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 11ης Ιουνίου 2013, που επέστρεψε η μαύρη οθόνη. Το κλείσιμο της κρατικής τηλεόρασης από το κράτος προκάλεσε έντονη ταραχή και μια διάχυτη αγανάκτηση αισθητή σε ολόκληρη την επικράτεια αλλά και στο επίπεδο της κυβέρνησης, ως απειλή για τη συνοχή της. Αν όμως ο εξτρεμισμός των αρχών της δεκαετίας του 1950 παρήγαγε τη σκοτεινή οθόνη ως ένα, ας μου επιτραπεί ο όρος, θετικό κατώφλι εξόδου από τη συνθήκη τη ενατένισης, οι θεατές του 2013 -πιθανότατα και εκείνοι του 1952- την αντιμετώπισαν ως μια πραγματικότητα καθαρά αρνητική, δηλαδή ως διακοπή εκείνου που δεν πρέπει ποτέ να διακόπτεται. Με την υποχώρηση του ορίζοντα ξεπεράσματος του υπάρχοντος κόσμου, η κριτική αιχμή του παρελθόντος επανέρχεται μορφικά ως προϊόν της δράσης μπάτσων και τεχνικών του κράτους.

Πώς πρέπει όμως να αποτιμηθεί το γεγονός ότι είναι οι μπάτσοι αυτοί που κόβουν το σήμα εκπομπής της κρατικής τηλεόρασης; Οπωσδήποτε, δεν πρόκειται για κάποια διαλεκτική πανουργία που τοποθετεί κάπως αργοπορημένα την αστυνομία στη θέση της πολιτισμικής πρωτοπορίας. Αν το κράτος επαναλαμβάνει την πρακτική του Debord είναι γιατί το εγχείρημα εντός του οποίου αυτή έβρισκε την κόψη της εξαντλήθηκε. Οι θεατές σήμερα διεκδικούν το δικαίωμά τους να καταναλώνουν τον λόγο του κράτους και ένας απ’ τους σοβαρότερους αντιπάλους της κυβέρνησης υποστήριξε, αναφερόμενος στη μαύρη οθόνη, ότι «…στα σύγχρονα κράτη το δικαίωμα στην πληροφόρηση των πολιτών προϋποθέτει την παρουσία του κράτους στον χώρο της ενημέρωσης»[3]. Ένας κατ’ εξοχήν αρμόδιος, ο πρόεδρος της ευρωπαϊκής ένωσης δημοσίων μέσων ενημέρωσης, δήλωσε για το ίδιο ζήτημα πως η μαύρη οθόνη είναι η χειρότερη μορφή λογοκρισίας[4]. «Λογοκρίνοντας» λοιπόν τον εαυτό του, το κράτος αποδεικνύει ότι έχει εγγράψει στο πεδίο του λόγου του κάθε σημαντική αντιπαράθεση για το τι σημαίνει λόγος και ελευθερία. Απ’ αυτή την άποψη, η σύγκρουση για την Ελληνική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση, για το χαρακτήρα της πανθομολογούμενης ανάγκης «εξυγίανσής» της, είναι σύγκρουση διαφορετικών εκδοχών κρατικής πληροφόρησης. Σ’ αυτή τη μαύρη οθόνη δεν διακυβεύεται το τέλος καμιάς ενατένισης.

Η έννοια του θεάματος μπορεί να είναι ακόμα χρήσιμη για την κριτική του υπάρχοντος κόσμου υπό τον όρο ότι δεν αναφέρεται αποκλειστικά, ούτε καν κυρίως, στα λεγόμενα μέσα ενημέρωσης, τα οποία αποτελούν μόνο την άμεσα εμφανή, απτή και τετριμμένη όψη του. Η ιλιγγιώδης πλαστικότητα και «πιστότητα» των εικόνων που σήμερα βρίσκονται σχεδόν παντού αναπαριστώντας περίπου τα πάντα, συγκαλύπτει και διασφαλίζει ότι τίποτα και κανένας δεν θα υπερβεί στ’ αλήθεια αυτό που ήδη είναι. Σ’ έναν κόσμο γεμάτο τηλε-θεατές, πράγματι, δεν «χάνεται ο κόσμος» με τρία κανάλια λιγότερα[5]. Μέσα στον πληθωρισμό των μέσων παραγωγής και κυκλοφορίας πληροφοριών, η απώλεια ενός τμήματος του μηχανισμού συγκρότησης του λόγου του κράτους καθίσταται γι’ αυτούς που κυβερνούν μια ανεκτή, αν και κάπως επώδυνη, επιλογή.

Η ταραχή και η αγωνία που προκάλεσε η μαύρη οθόνη της κρατικής τηλεόρασης συνδέθηκε εξ αρχής με το ζήτημα της δημοκρατίας. Ο συντριπτικά κυρίαρχος συνειρμός ήταν αυτός μιας νέας «χούντας»[6]. Εφόσον η παύση εκπομπής των κρατικών καναλιών αποτελεί αυτονόητα ένα σημαντικό «πλήγμα για τη δημοκρατία», έπεται πως ένα απ’ τα σημαντικά χαρακτηριστικά αυτής της δημοκρατίας είναι η διαρκής ροή πληροφοριών των κρατικών καναλιών. Η λέξη χούντα, η οποία παραπέμπει στην επέμβαση του στρατού, έρχεται στην επιφάνεια για να δηλώσει καθαρά τον αντίποδα της δημοκρατίας. Αυτό που απωθείται, κατ’ αυτό τον τρόπο, είναι το γεγονός πως η τηλεόραση στην Ελλάδα υπήρξε εξ αρχής συνδεδεμένη με το στρατό[7]. Πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και αρκετά χρόνια μετά την πτώση της χούντας[8].

Το γεγονός ότι το κράτος και στη στρατιωτική αλλά και στην αστική δημοκρατική εκδοχή του στηρίχτηκε και αξιοποίησε τη φλύαρη οθόνη, δεν ακυρώνει καθόλου τη βία της τωρινής διακοπής. Αυτό που είναι κρίσιμο, ωστόσο, είναι να αναγνωριστεί εναργώς ο συγκεκριμένος χαρακτήρας της. Πρόκειται για τη βία μιας αναδιάρθρωσης η οποία αντιστοιχεί στην τρέχουσα συνθήκη της ταξικής πάλης και που, οπωσδήποτε, δεν αποτελεί την πιο άγρια εκδοχή της. Η οικονομική ορθολογικότητα στην οποία λογοδοτεί η ακαριαία απόλυση χιλιάδων ανθρώπων και η άμεση παύση δραστηριοτήτων αποτελεί κοινοτοπία για κάθε «κανονική» επιχείρηση στον πλανήτη γη. Αυτό που επισφράγισε η εμφάνιση της μαύρης οθόνης ήταν ο τερματισμός εκείνης της συνθήκης που επέτρεπε σε ορισμένες επιχειρήσεις και εργαζόμενους να θεωρούν (βάσιμα) πως εξαιρούνται από αυτή την «κανονικότητα».

Όσο «κρίσιμος» και «νευραλγικός» και αν θεωρηθεί ο ρόλος ενός κρατικού μηχανισμού παραγωγής λόγου, όταν αυτό που διακυβεύεται είναι η θέση, η συνοχή και η μορφή του κράτους συνολικά, τότε έρχεται στην επιφάνεια η απλή αλήθεια ότι η κρατική τηλεόραση υπάρχει για το κράτος και όχι το κράτος για την κρατική τηλεόραση. Το αφεντικό της τηλεόρασης, όπως συμβαίνει γενικά με τα αφεντικά, μπορεί και να την κλείσει. Και επειδή πρόκειται για το κράτος, δεν πρέπει να  ξεχνιέται ποτέ πως για να επιβάλει την τάξη του μπορεί να κινητοποιήσει και την αστυνομία (και το στρατό).

Αυτό που κυριαρχεί στις αντιδράσεις για το κλείσιμο της ΕΡΤ είναι το σοκ μπροστά στη διάλυση της προηγούμενης γενικής μορφής της σχέσης μεταξύ ελληνικής κοινωνίας και κράτους. Απ’ αυτή την άποψη, οι τωρινές κινητοποιήσεις εγγράφονται στον ίδιο «κύκλο» με εκείνες της πλατείας Συντάγματος κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού των «Αγανακτισμένων» (2011). Μπροστά στα μάτια όλων θρυμματίζεται ραγδαία εκείνος ο θεωρούμενος ως ακλόνητος βράχος της κοινωνικής αναπαραγωγής που ονομαζόταν «δουλειά στο Δημόσιο». Ακόμα και οι φανατικότεροι καταναλωτές αυταπατών -και η απροσποίητη ταραχή των δημοσιογράφων της ΕΡΤ μπροστά σ’ αυτό που συνέβαινε το βράδυ της 11ης Ιούνη δείχνει πως εκείνοι που τις πουλάνε τις αγοράζουν κιόλας- εξωθούνται να συνειδητοποιήσουν με οδυνηρό τρόπο πως δεν πρόκειται πια για βράχο αλλά μάλλον για κινούμενη άμμο, πως το κράτος δεν είναι πια ο βρέξει-χιονίσει προστάτης εκείνων που κατόρθωσαν εξασφαλίσουν μια θέση στις υπηρεσίες του. Μέσα στη σύγχυση και τη δυσκολία να γίνει αντιληπτό ότι κάτι τέτοιο «πράγματι συμβαίνει σε μας», η μαύρη οθόνη φέρνει στο προσκήνιο εκείνο που, όταν η ροή των πληροφοριών εξελίσσεται κανονικά, απωθείται ευχάριστα: τη βία του πεταμένου στο δρόμο, τον ορίζοντα του χωρίς εισαγωγικά προλεταριάτου.

Ο χαρακτήρας της εκδηλούμενης από πολλές πλευρές «συμπαράστασης προς την ΕΡΤ» συνιστά, κατά κύριο λόγο, μιαν απελπισμένη προσπάθεια να διασωθεί το όνειρο ενός κράτους που νοιάζεται για τους έλληνες πολίτες. Που τους προσλαμβάνει και δεν τους απολύει, που τους βγάζει στο γυαλί, που τους μιλάει συνεχώς, που τους ακούει, που φτιάχνει και πληρώνει ορχήστρες για να τους παίζει μουσική (κι ας μην την ακούνε), που τους νανουρίζει με τα επιτεύγματα της Ελλάδας (οικονομικά, αθλητικά, πολιτισμικά, αστυνομικά). Η χωρίς δισταγμούς επίθεση του κράτους στην (κρατική) βιτρίνα στην οποία συνέχιζε μέχρι πρότινος να προβάλλεται ασθμαίνοντας η ιδεολογία μιας ουσιαστικά αποσυντεθειμένης κοινωνικής διευθέτησης, μεταστρέφει το όνειρο σε εφιάλτη. Η μαύρη οθόνη είναι το όριο του διανοητού της, ακόμα κυρίαρχης, σοσιαλδημοκρατικής ιδεολογίας το οποίο έγινε ορατό.

Οι απολυμένοι-ες της ΕΡΤ, αλλά και η μεγάλη πλειονότητα όσων τους συμπαραστέκονται, προτάσσουν τον κρίσιμο ρόλο της στην υπόθεση του λεγόμενου «πολιτισμού» (του ποιού;), εκείνου του εντελώς ξεφτισμένου label που διακρίνεται από το ότι η κατανάλωσή του στην αγορά συνοδεύεται από διαβεβαιώσεις πως τάχα βρίσκεται εκτός της. Αντιθέτως, σχεδόν κανείς δεν αναφέρεται στον ακατάπαυστο λόγο της κρατικής τηλεόρασης σχετικά με την απειλή που συνιστούν οι «λαθρομετανάστες», οι τοξικοεξαρτημένοι, οι κουκουλοφόροι, οι απεργίες, οι διαδηλώσεις, για την Ελλάδα, την ελληνική οικογένεια, τη δημόσια υγεία, την εθνική οικονομία. Η ασταμάτητη προβολή και υποστήριξη της στρατιωτικής διαχείρισης του πολυεθνικού προλεταριάτου, των επιχειρήσεων «σκούπα» και των στρατοπέδων συγκέντρωσης, δεν υπάγεται στην κατηγορία του «πολιτισμού». Αυτό είναι απλή, καθημερινή ενημέρωση. «Πολιτισμός» είναι ο Κότσιρας και ο Ράμφος. Αλλά αν υπάρχει κάτι που αξίζει, πράγματι, το όνομα «πολιτισμός των κρατικών μέσων ενημέρωσης», αυτό είναι η ανέφελη, απλή και καθημερινή, συνύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης και καλλιεργημένων ανθρώπων[9].

Το κλείσιμο της κρατικής τηλεόρασης δεν την κάνει λιγότερο άθλια και η απόλυση των εργαζομένων στον τομέα διαμόρφωσης της λεγόμενης κοινής γνώμης δεν καθιστά το μέχρι τώρα έργο τους άξιο υπεράσπισης. Η βία του ακαριαίου χτυπήματος ωθεί γενικά προς μια -κατανοητή αλλά όχι δικαιολογημένη- υπεράσπιση του «λειτουργήματος» του κρατικού διαμορφωτή της κοινής γνώμης. Παρόλα αυτά, φέρει εντός της και μια, οπωσδήποτε ασθενή, δυνατότητα συνάντησης με ό,τι μέχρι πρότινος δεν ήταν παρά αντικείμενο εργασίας, εφόσον αίρει το προνόμιο της οχύρωσης που επιτρέπει στο δημοσιογράφο να αναφέρεται στη βία που υφίστανται οι άλλοι χωρίς να την υφίσταται ο ίδιος. Η επίτευξη μιας τέτοιας συνάντησης συνιστά έναν αναγκαίο, αλλά όχι επαρκή, όρο για το ξεπέρασμα της δημοσιογραφίας.

Είναι δυνατόν σήμερα οι απολυμένοι-ες της ΕΡΤ, ή τέλος πάντων κάποιοι-ες απ’ αυτούς, να αναγνωρίσουν στην κατάστασή τους κάτι κοινό με την κατάσταση όλων εκείνων που σήμερα τσακίζονται και τους οποίους η ΕΡΤ καταχωρεί ως απειλή για την εθνική και κοινωνική ευταξία; Είναι δυνατόν κάτι τέτοιο χωρίς να ξεχνιέται ή να εξαλείφεται υποκριτικά η απόσταση που χωρίζει αυτούς-ές που δεν έχουν να χάσουν παρά μόνο αλυσίδες από εκείνους που έχουν ακόμα να χάσουν αρκετά; Πιο συγκεκριμένα, είναι δυνατόν ο σημερινός κλονισμός του βάθρου του παραγωγού κρατικής ιδεολογίας να οδηγήσει στην έμπρακτη (αυτό)κριτική του; Ο,τιδήποτε αξίζει τον κόπο στην περίπτωση της ΕΡΤ βρίσκεται στον ορίζοντα μιας καταφατικής, μάλλον απίθανης, απάντησης σ’ αυτά τα ερωτήματα.

Taco 17-06-2013


[1] Η έννοια του θεάματος δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα. Όπως πάντα, η ενασχόληση με το παρελθόν γίνεται από τη θέση του παρόντος, στο οποίο είναι γνωστά εκείνα που συνέβησαν μετά απ’ το παρελθόν που μας απασχολεί.

[2] Είναι μάλιστα η πρώτη ταινία του, όχι η τελευταία και οπωσδήποτε όχι η τελευταία του σινεμά.

[3] Δημήτρης Χριστόπουλος, «Το συμβάν της 11ης Ιουνίου 2013 αφορά όλους τους Ευρωπαίους δημοκράτες: Η Ελλάδα χωρίς δημόσια ραδιοτηλεόραση», Χρόνος: online περιοδικό με αφετηρία την Ελλάδα, τεύχος 2, Ιούνιος 2013, σ. 1, στο http://www.chronosmag.eu/index.php/spls-s-11-2013-f-l-p-e.html, προσβάσιμο στις 13-06-2013.

[4] Jean-Paul Philippot,  πρόεδρος του European Broadcasting Union, δήλωση στις 12-06-2013, στο http://www3.ebu.ch/cms/en/sites/ebu/contents/news/2013/06/ebu-president-brands-ert-closure.html, προσβάσιμο στις 13-06-2013.

[5] Πρόκειται για την ΕΤ1, τη ΝΕΤ και την ΕΤ3.

[6] Ο διασκεδαστής Γ. Ζουγανέλης, ευρισκόμενος στο στούντιο της ΝΕΤ λίγα λεπτά πριν «πέσει» το σήμα της κρατικής τηλεόρασης, συνέδεσε άμεσα το γεγονός με κάποιου είδους «χούντα» υποστηρίζοντας ότι η συγκέντρωση που άρχιζε τότε να λαμβάνει χώρα έξω απ’ το κτίριο της ΕΡΤ στη  λεωφόρο Μεσογείων, του θύμισε την ατμόσφαιρα του Πολυτεχνείου. Στην ίδια κατεύθυνση και η Μ. Κωχ, η οποία δήλωσε αργότερα το ίδιο βράδυ ότι είχε την ατυχία στη ζωή της να γνωρίσει δύο χούντες. Επίσης, πολλοί δημοσιογράφοι της ΕΡΤ ανέφεραν πως λάμβαναν συνεχώς τηλεφωνήματα από ανθρώπους που βρίσκονταν σε διάφορες περιοχές της επικράτειας οι οποίοι ρωτούσαν με αγωνία αν έγινε πραξικόπημα. Τους ίδιους συνειρμούς έκανε και ο Κ. Δουζίνας, αλλά και ο Π. Βόγλης, ενώ η σύνδεση της μαύρης οθόνης με το αντιδημοκρατικό σκοτάδι κατέστη εμφανής στα «μαύρα» πρωτοσέλιδα των γαλλικών εφημερίδων Liberation και Humanité. Βλ. C. Douzinas, «The Loss of ERT, the “Greek BBC”, is a cultural calamity», Guardian, 12-06-2013, στο http://www.guardian.co.uk/commentisfree/2013/jun/12/ert-greek-state-broadcaster-cultural-calamity   προσβάσιμο στις 15-06-2013· Π. Βόγλης, «Ως εδώ», 15-06-2013, στο http://www.rednotebook.gr/details.php?id=9803, προσβάσιμο στις 16-01-2013· «Σκοτάδι στα εξώφυλλα του γαλλικού τύπου για το λουκέτο στην ΕΡΤ», 13-06-2013, στο http://news.in.gr/world/article/?aid=1231253096.

 

[7] Ο Αναγκαστικός Νόμος 1663/1951 «Περί εγκαταστάσεως και λειτουργίας Ραδιοφωνικών πομπών των Ενόπλων Δυνάμεων» (ΦΕΚ 32 Ά 27-01-1951) είναι αυτός που προβλέπει και θέτει για πρώτη φορά τους όρους λειτουργίας «Σταθμών Ραδιοφωνίας ή Τηλεοράσεως ή άλλης Ραδιοηλεκτρικής εφαρμογής και κλήσεως». Στην πρώτη παράγραφο του μοναδικού άρθρου του νόμου διατυπώνεται πως επιτρέπεται η «εγκατάστασις και λειτουργία» των ανωτέρω σταθμών από το Γενικό Επιτελείο Εθνική Αμύνης «επί τω σκοπώ της διαφωτίσεως, διαπαιδαγωγήσεως, ψυχαγωγίας και εξυψώσεως, εν γένει του μορφωτικού επιπέδου των Ενόπλων Δυνάμεων, εν πολέμω δε επιπροσθέτως και δια την τόνωσιν του φρονήματος του αγωνιζομένου Έθνους…».

[8] Είναι περιττό να υπενθυμίσουμε πως η δια τηλεοράσεως ψυχαγωγία ενισχύθηκε σημαντικά επί χούντας, είναι όμως αναγκαίο να επισημανθεί πως η Υπηρεσία Ενημερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων -αρχικά Τηλεόρασις Ενόπλων Δυνάμεων- λειτουργούσε μέχρι και το 1982 (από το 1966), οπότε και μετονομάστηκε σε ΕΡΤ2 φεύγοντας από την ευθύνη του στρατού. Η ΕΡΤ2 έγινε ΕΤ2 το 1987 και το 1997 μετονομάστηκε σε ΝΕΤ.

[9] Προφανώς έχει σημασία η συγκεκριμένη στάση συγκεκριμένων δημοσιογράφων σε  συγκεκριμένα ζητήματα. Δεν πρέπει όμως να ξεχνιέται ποτέ ότι όσον αφορά το ευρύτερο επίπεδο του μηχανισμού παραγωγής λόγου οι επιμέρους διαφορές, ακόμα και οι αντιθέσεις, στο βαθμό που δεν είναι παρά διαφορές και αντιθέσεις στο εσωτερικό του μηχανισμού, έχουν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του κύρους του. Το γεγονός ότι στις συνθήκες της τρέχουσας κρίσης ακόμα και οι μικρές διαφωνίες γίνονται όλο και λιγότερο ανεκτές, δεν ακυρώνει την αλήθεια πως η καλύτερη, για το κράτος, αντιπολίτευση στα έργα του κράτους είναι εκείνη που ασκείται από τα μέσα που είναι επιφορτισμένα με την προβολή του. Έτσι, όταν το απεργιακό φύλλο των δημοσιογράφων Αδέσμευτη Γνώμη, παραθέτει δήλωση της «πρωτοβουλίας διωκόμενων οροθετικών» (παρεμπιπτόντως, τέτοια πρωτοβουλία δεν υπάρχει· αυτή που πράγματι υπάρχει είναι η Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης Διωκόμενων Οροθετικών Γυναικών), σύμφωνα με την οποία η ΝΕΤ δεν συμμετείχε στη διαπόμπευση των 27 οροθετικών γυναικών καθώς παρουσίασε τις φωτογραφίες τους θολές και χωρίς ονόματα, λέει μόνο τη «μισή αλήθεια». Λέει, δηλαδή, κάτι που δεν είναι αλήθεια. Για ένα χαρακτηριστικό δείγμα «πολυπρισματικής» παρουσίασης του διωγμού των οροθετικών γυναικών από την κρατική τηλεόραση (ΕΤ3), βλ.  http://www.youtube.com/watch?v=5qULpcadK_Y. Στο συγκεκριμένο βίντεο, στην οθόνη που βρίσκεται πίσω από τους παρουσιαστές διακρίνονται καθαρά εικόνες «μη-διαπόμπευσης». Ακόμα μία εκδοχή βιοπολιτικής κρατικής δημοσιογραφίας (ΕΤ3 ξανά), βρίσκεται στο http://www.youtube.com/watch?v=A1WDaq1p_q8, ενώ στο http://loverdos.gr/gr/index.php?Mid=68&art=2432, δηλαδή στην προσωπική ιστοσελίδα του Α. Λοβέρδου, βρίσκεται μια συνέντευξη του πρώην Υπουργού Υγείας στον ραδιοφωνικό σταθμό ΝΕΤ 105,8 (01-05-2012), η ανάγνωση της οποίας καθιστά αμέσως εμφανή την ορθότητα της επιλογής του να την αναρτήσει. Όλα τα παραπάνω, προσβάσιμα στις 17-06-2013. Βλ. επίσης, «Δίπλα στους… ξεχασμένους της ζωής», Αδέσμευτη Γνώμη: Εφημερίδα των απεργών στα ΜΜΕ, 15-16/06/2013.

 

 

One thought on “Μαύρη οθόνη

  1. Pingback: Μαύρη Οθόνη : Eagainst.com

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *